ΙΑΤΡΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΠΑΦΟΥ ΚΥΑΝΟΥΣ ΣΤΑΥΡΟΣ ΛΤΔ v. ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Πολιτική Έφεση Αρ. 227/2018, 2/6/2025
print
Τίτλος:
ΙΑΤΡΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΠΑΦΟΥ ΚΥΑΝΟΥΣ ΣΤΑΥΡΟΣ ΛΤΔ v. ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Πολιτική Έφεση Αρ. 227/2018, 2/6/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 227/2018)

 

 

2 Μαΐου, 2025

 

 

[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

                         

 

1.  ΙΑΤΡΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΠΑΦΟΥ ΚΥΑΝΟΥΣ ΣΤΑΥΡΟΣ ΛΤΔ

2.  ΔΡ. ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ

3.  SAINT GEORGE’S PRIVATE HOSPITAL LTD

4.  ΔΡ. ΜΙΧΑΛΗΣ Ν. ΜΑΡΚΟΥ

5.  ΔΡ. ΑΝΔΡΕΑΣ Γ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

 

Εφεσείοντες/Ενάγοντες 4, 8, 9, 10 και 14


και

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

Εφεσίβλητος/Εναγόμενος

 

------------------------------

 

Λουκής Λουκαΐδης για Λουκής Λουκαΐδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.

Ελίζα Κυριάκου για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.

-------------------------------

 

          ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.:  Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα

                                      δοθεί από τον Κονή, Δ.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΟΝΗΣ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας έφεσης είναι η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερομηνίας 28/3/2018 με την οποία απόρριψε την αγωγή των εφεσειόντων/εναγόντων 4, 8, 9,10 και 14 με έξοδα εναντίον τους και υπέρ του εφεσίβλητου/εναγόμενου.

 

Η αγωγή καταχωρήθηκε αρχικά ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας από 16 συνολικά ενάγοντες. Η αγωγή προωθήθηκε τελικά μόνο σε σχέση με τους εφεσείοντες/ενάγοντες 4, 8, 9,10 και 14 αφού όσον αφορά τους υπόλοιπους ενάγοντες η αγωγή απορρίφθηκε στην πορεία άνευ βλάβης των δικαιωμάτων τους μετά από σχετικό αίτημα τους.

 

Με την Έκθεση Απαίτησης τους οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι η συνεχιζόμενη από την 1/5/2004 πρακτική του Υπουργείου Υγείας και γενικότερα του κράτους με την οποία ο Κανονισμός (ΕΚ) αρ. 1408/71, Άρθρο 22 περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας (της Ευρωπαϊκής Ένωσης) και ειδικότερα το δικαίωμα των εν λόγω προσώπων σε παροχές σε είδος που καθίσταντο ιατρικά αναγκαίες για λογαριασμό του αρμόδιου φορέα από τον φορέα του τόπου διαμονής και κατοικίας εκτός του κράτους τους σύμφωνα με τη νομοθεσία που εφαρμοζόταν από τον φορέα αυτό ωσάν να ήταν ασφαλισμένοι σ΄ αυτόν, να περιοριζόταν σε παροχές μέσω του Υπουργείου Υγείας μόνο στα κρατικά νοσοκομεία αποκλειομένων των ιδιωτικών γιατρών και των ιδιωτικών νοσηλευτικών ή νοσοκομειακών ιδρυμάτων ήταν παράνομη και άκυρη.

 

Οι εφεσείοντες αξίωναν:

 

«Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η συνεχιζόμενη από την 1/5/2004 πρακτική του Υπουργείου Υγείας και γενικότερα του κράτους σύμφωνα με την οποία ο Κανονισμός (ΕΚ) αρ. 1408/71 Άρθρο 22 Περί Εφαρμογής των Συστημάτων Κοινωνικής Ασφάλισης στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη  των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας (της Ευρωπαϊκής Ένωσης) και ειδικότερα το δικαίωμα των εν λόγω προσώπων σε παροχές σε είδος που καθίστανται ιατρικά αναγκαίες, για λογαριασμό του αρμοδίου φορέα από τον φορέα του τόπου διαμονής και κατοικίας εκτός του κράτους των σύμφωνα με τη νομοθεσία που εφαρμόζεται από τον φορέα αυτό σαν να ήταν ασφαλισμένοι σ' αυτόν, να περιορίζεται σε παροχές μέσω του Υπουργείου Υγείας μόνο στα κρατικά νοσοκομεία αποκλειομένων των ιδιωτικών γιατρών και των ιδιωτικών νοσηλευτικών ή νοσοκομειακών ιδρυμάτων είναι παράνομη και άκυρη διότι η πρακτική αυτή αντιβαίνει:

 

α) προς τις πρόνοιες της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Άρθρο 49) που ρυθμίζουν το δικαίωμα στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (χωρίς απαράδεκτους ή δυσανάλογους προς τον επιδιωκόμενο σκοπό περιορισμούς) που καλύπτει τόσο τον υπήκοο ενός κράτους μέλους που παρέχει μια υπηρεσία σε άλλο κράτος μέλος όσο και τον αποδέκτη της υπηρεσίας σε κράτος μέλος άλλο από το κράτος του, δικαίωμα που συνεπάγεται ελεύθερη επιλογή ιατρικών υπηρεσιών από τον αποδέκτη και αντίστοιχο δικαίωμα-ελευθερία σε επαγγελματίες όπως οι ενάγοντες να παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε αποδέκτες από άλλες χώρες της ΕΕ και

 

β) προς και τις πρόνοιες της εν λόγω Συνθήκης που ρυθμίζουν τον ανταγωνισμό (Άρθρα 81-86) και την απαγόρευση δυσμενών διακρίσεων (στην προκειμένη περίπτωση σε βάρος των ιδιωτών γιατρών) όπως κατοχυρώνεται από την εν λόγω Συνθήκη και το Πρωτόκολλο 12 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων δικαιωμάτων και

γ) προς το συνταγματικό δικαίωμα άσκησης οποιουδήποτε επαγγέλματος (Άρθρο 25) χωρίς περιορισμούς που δεν επιτρέπει το Σύνταγμα ή το Κοινοτικό Κεκτημένο.»

 

Περαιτέρω, αξίωναν γενικές και ειδικές αποζημιώσεις προς όφελος τους για τις ζημιές και το διαφυγόν εισόδημα ως αποτέλεσμα της πιο πάνω συνεχιζόμενης από 1/5/2004 παράνομης πρακτικής ή και της συνεπακόλουθης παράβασης του δικαιώματος ίσης μεταχείρισης των εφεσειόντων σε σχέση με την εφαρμογή από το κράτος του εν λόγω κανονισμού ή και συνεπεία παράβασης των πιο πάνω κατά νόμο προνοιών ή και παράβασης νόμιμου καθήκοντος και συγκεκριμένα:

 

-      Η εφεσείουσα 1/ενάγουσα 4 €3.000 μηνιαίως και ειδικές αποζημιώσεις,

-      Ο εφεσείων 2/ενάγων 8 €800.000 γενικές και ειδικές αποζημιώσεις,

-      Η εφεσείουσα 3/ενάγουσα 9 €136.000 και ειδικές αποζημιώσεις,

-      Ο εφεσείων 4/ενάγοντας 10 €80.000 και ειδικές αποζημιώσεις, και

-      Ο εφεσείων 5/ενάγοντας 14 €240.000 και ειδικές αποζημιώσεις.

 

Ο εφεσίβλητος στην Υπεράσπιση του ανέφερε τα ακόλουθα σε σχέση με τον Κανονισμό 1408/71, τον οποίο οι ενάγοντες επικαλέστηκαν:

 

«Α. Σύμφωνα με τον Κοινοτικό Κανονισμό 1408/71, που συντονίζει τα συστήματα κοινωνικών ασφαλίσεων των χωρών κρατών μελών της ΕΕ και του ΕΟΧ, διακινούμενος Ευρωπαίος πολίτης που δικαιούται δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στη χώρα κατοικίας του, εφόσον προσκομίσει την Ευρωπαϊκή Κάρτα Ασφάλισης Ασθένειας (ΕΚΑΑ) ή οποιαδήποτε άλλα έντυπα που καθορίστηκαν με Αποφάσεις της Διοικητικής Επιτροπής ΕΕ για την εφαρμογή του Κανονισμού και τα οποία εκδίδονται από τον αρμόδιο φορέα ασφάλισης της χώρας κατοικίας του, δικαιούνται όλες τις παροχές ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης που η κατάσταση της υγείας του απαιτεί, ώστε να του επιτραπεί συνέχιση της παραμονής του στη φιλοξενούσα χώρα, υπό ιατρικά ασφαλείς συνθήκες. Το κόστος για την περίθαλψή του αναλαμβάνει ο φορέας που έκδωσε την ΕΚΑΑ ή το έντυπο, η δε απόδοση των δαπανών διευθετείται μεταξύ των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών της ΕΕ και του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου.

 

B. Το Άρθρο 3(1) του πιο πάνω Κανονισμού καθορίζει ότι «Τα πρόσωπα που κατοικούν στο έδαφος ενός από τα κράτη μέλη, και για τα οποία ισχύουν οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού, υπόκεινται στις υποχρεώσεις και απολαύουν των δικαιωμάτων που απορρέουν από τη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους του, υπό την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων του παρόντος κανονισμού».

 

Γ. Το Άρθρο 22(1) του Κανονισμού καθορίζει επίσης ότι «ο μισθωτός ή μη μισθωτός, ο οποίος πληροί τις απαιτούμενες από τη νομοθεσία του αρμόδιου κράτους προϋποθέσεις για να έχει δικαίωμα παροχών:

 

έχει δικαίωμα:

i.              «παροχών εις είδος που χορηγούνται, για λογαριασμό του αρμόδιου φορέα από το φορέα του τόπου διαμονής ή κατοικίας, σύμφωνα με τη νομοθεσία που εφαρμόζεται από το φορέα αυτόν, σαν να ήταν ασφαλισμένος σε αυτόν, η διάρκεια χορηγήσεως των παροχών αυτών διέπεται πάντως από τη νομοθεσία του αρμόδιου κράτους ….»

 

Δ. Στα πλαίσια των διαβουλεύσεων με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την εφαρμογή του Κανονισμού, το Υπουργείο Υγείας ανέλυσε το σύστημα υγείας της Κύπρου και προωθήθηκαν οι σχετικές αλλαγές στη εθνική Νομοθεσία. Συγκεκριμένα, με την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ και κατόπιν σχετικής Απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου (με αριθμό 4.02.2004), o αναφερόμενος κοινοτικός Κανονισμός τέθηκε σε εφαρμογή με βάση τις διατάξεις των περί Κυβερνητικών Ιατρικών Ιδρυμάτων (Γενικών) Κανονισμών του 2000 έως 2007, οι οποίοι ρυθμίζουν τη λειτουργία των κρατικών νοσηλευτηρίων. Προς τούτο, προωθήθηκαν οι σχετικές ρυθμίσεις στους Κανονισμούς, καθώς και στο Νόμο του περί Γενικού Συστήματος Υγείας.

 

E. Oι Ευρωπαίοι πολίτες των οποίων η ασφάλεια (κρατική ή Ιδιωτική) επιτρέπει την επιστροφή εξόδων ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης κατά την προσωρινή διαμονή τους σε χώρα κράτος μέλος, δεν είναι υπόχρεοι να αποταθούν στον κρατικό τομέα για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και ως εκ τούτου, χρησιμοποιούν και τον ιδιωτικό τομέα.

 

ΣΤ. Ευρωπαίοι πολίτες που προσφεύγουν στο δημόσιο τομέα, είναι κυρίως οι συνταξιούχοι, των οποίων οι δαπάνες για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη είναι αρκετά ψηλές και η απόδοση των δαπανών από τη χώρα τους γίνεται με βάση το 80% του μέσου κόστους περίθαλψης συνταξιούχων της χώρας διαμονής τους. Τα άτομα αυτά, για σκοπούς ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, τυγχάνουν ίσης μεταχείρισης με τους Κύπριους πολίτες για λογαριασμό της χώρας προέλευσής τους.

 

Ζ. Όπως ισχύει στις άλλες χώρες της ΕΕ, η ένταξη του ιδιωτικού τομέα στην εφαρμογή των αναφερόμενων Κανονισμών θα πρέπει να γίνει με την εφαρμογή του ΓεΣΥ ή με την αγορά υπηρεσιών σύμφωνα με τους περί Σύναψης Συμβάσεων (Προμήθειες, έργα & Υπηρεσίες) Νόμους και Κανονισμούς, στις οποίες θα πρέπει να έχουν πρόσβαση τόσο οι Κύπριοι, όσο και οι Ευρωπαίοι δικαιούχοι δωρεάν περίθαλψης.»

 

Περαιτέρω, ο εφεσίβλητος παραδέχθηκε την ιδιότητα των εφεσειόντων, αρνήθηκε όμως ότι προηγουμένως αυτοί εξυπηρετούσαν στον βαθμό που ισχυρίζονταν ως πελάτες, ασθενείς Ευρωπαίους πολίτες οι οποίοι στη συνέχεια μεταφέρθηκαν ή και εξυπηρετούνταν από κρατικά νοσοκομεία λόγω της κατ΄ ισχυρισμό πρακτικής του Υπουργείου Υγείας να περιορίζει την καταβολή παροχών μόνο όταν η νοσηλεία γινόταν στα κρατικά νοσοκομεία αποκλειομένων των ιδιωτικών γιατρών και ιδιωτικών νοσηλευτικών ή νοσοκομειακών ιδρυμάτων. Αρνήθηκε επίσης τις κατ΄ ισχυρισμό ζημιές στις οποίες οι εφεσείοντες έκαναν αναφορά στην έκθεση απαίτησης τους και τους έθεσε σε αυστηρή απόδειξη τους.  Σε σχέση με τους υπόλοιπους ισχυρισμούς τους σε αυτή, τους κάλεσε σε αυστηρή απόδειξη ότι μετά την 1/5/2004 περιέθαλπαν τους πελάτες ασθενείς Ευρωπαίους πολίτες οι οποίοι στη συνέχεια μεταφέρθηκαν ή και εξυπηρετούνταν από κρατικά νοσοκομεία λόγω της κατ΄ισχυρισμό πρακτικής του Υπουργείου Υγείας να περιορίζει την καταβολή παροχών μόνο όταν η νοσηλεία γινόταν στα κρατικά νοσοκομεία. Αρνήθηκε ακόμα ότι οι κρατικές υπηρεσίες ή και ο εφεσίβλητος ή και το Υπουργείο Υγείας ακολουθούσαν οποιαδήποτε παράνομη τακτική ή τακτική που αντέβαινε στο Άρθρο 49 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως επίσης ότι ο ίδιος ή και υπάλληλοι ή και εκπρόσωποι του εφάρμοζαν Κανονισμούς ή και νομοθεσία που αντέβαινε στις συμβάσεις ή και τις  Συνταγματικές πρόνοιες που επικαλούνταν οι εφεσείοντες. Σε σχέση με τον ισχυρισμό των εφεσειόντων ότι το ιατρικό επάγγελμα λόγω της φύσεως του αποτελεί ένα ανθρώπινο κοινωνικό λειτούργημα στο οποίο δεν μπορούν να μπουν περιορισμοί ώστε να γίνεται ανέφικτη η προσφορά ιατρικών υπηρεσιών και η ζήτηση αυτών, ο εφεσίβλητος αρνήθηκε τον ισχυρισμό αυτό καθότι σύμφωνα με τη θέση του, δεν σχετιζόταν με τα γεγονότα της υπόθεσης ή και δεν δημιουργούσε αγώγιμο δικαίωμα των εφεσειόντων εναντίον του εφεσίβλητου. Αρνήθηκε επίσης ότι ο ίδιος με οποιοδήποτε τρόπο έθετε περιορισμούς στο ιατρικό επάγγελμα έτσι ώστε να καθίσταται ανέφικτη η προσφορά ιατρικών υπηρεσιών και η ζήτηση των υπηρεσιών αυτών. Περαιτέρω, ισχυρίστηκε ότι η κυπριακή νομοθεσία ήταν πλήρως εναρμονισμένη με το Ευρωπαϊκό κεκτημένο κατά τρόπο που να μην επιβαλλόταν η στέρηση δικαιώματος την οποία οι δικαιούχοι θα είχαν στη χώρα προέλευσης τους. Ισχυρίστηκε επίσης ότι δεν απαγορευόταν το δικαίωμα πρόσβασης και επιλογής των Ευρωπαίων ασθενών σε οποιονδήποτε γιατρό και η παροχή θεραπείας από αυτόν τηρουμένων των Κανονισμών που εκάστοτε ίσχυαν για τους Κύπριους πολίτες. Ισχυρίστηκε τέλος, ότι δεν υπήρχε δυσμενής διάκριση σε βάρος οποιουδήποτε ασθενούς για παροχή ιατρικών υπηρεσιών κατά παράβαση της κυπριακής νομοθεσίας και του Ευρωπαϊκού κεκτημένου.

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία η πλευρά των εφεσειόντων παρουσίασε πέντε μάρτυρες, τον ΜΕ1, παθολόγο και καρδιολόγο εκ των ιδρυτών της εφεσείουσας 3, τον εφεσείοντα 2, ΜΕ2 ο οποίος εκπαιδεύτηκε στην γενική χειρουργική και εν συνεχεία στην ουρολογία και εργαζόταν στην εφεσείουσα 1, τον ΜΕ3, γενικό χειρούργο που εργαζόταν στην εφεσείουσα 3, τον ΜΕ4, εγκεκριμένο λογιστή ελεγκτή και τον ΜΕ5, διοικητικό σύμβουλο σε ελεγκτικό οίκο. Ο εφεσίβλητος κάλεσε ως μάρτυρα τον ΜΥ, Λειτουργό Υπηρεσιών Υγείας και υπεύθυνο για τον τομέα ταυτοτήτων νοσηλείας στο Υπουργείο Υγείας.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε σε γενικές γραμμές την μαρτυρία των μαρτύρων και στη συνέχεια προχώρησε στην αξιολόγηση της. Οι μάρτυρες ΜΕ1, ΜΕ2, ΜΕ3 και ΜΕ4 δεν άφησαν καλή εντύπωση στο Δικαστήριο το οποίο για τους λόγους που εξηγεί αναλυτικά στην εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε τη μαρτυρία τους. Ο ΜΕ5 άφησε καλή εντύπωση στο Δικαστήριο και τον έκρινε αξιόπιστο διευκρινίζοντας όμως ότι η μαρτυρία του δεν βοηθούσε την πλευρά των εφεσειόντων για τους λόγους που επίσης εξηγεί αναλυτικά. Καλή εντύπωση άφησε στο Δικαστήριο και ο ΜΥ του οποίου τη μαρτυρία έκανε δεκτή για τους λόγους που επίσης εξηγεί. Ο εν λόγω μάρτυρας προέβηκε σε σχολιασμό της απόφασης του ΔΕΕ  C444/05 Αικατερίνη Σταματελάκη ν. ΝΠΔΔ Οργανισμού Ασφαλίσεως Ελεύθερων Επαγγελματιών (ΟΑΕΕ), ημερ. 19/4/2007 και το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ότι στην υπό εκδίκαση αγωγή δεν υπήρχε κύπριος υπήκοος ο οποίος νοσηλεύτηκε στο εξωτερικό και ζητούσε αποζημίωση από την Κυπριακή Δημοκρατία.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκανε ειδική αναφορά στην υπόθεση Σταματελάκη (ανωτέρω) αναφέροντας τα ακόλουθα:

 

«Έχω μελετήσει πολύ προσεκτικά την εν λόγω Απόφαση, Τεκμήριο 19. Βρίσκω πως αυτή δεν βοηθά τους Ενάγοντες. Εδώ η Αγωγή δεν αφορά σε νοσήλια που διεκδικούνται από ασθενή που τα κατέβαλε στην αλλοδαπή. Έχει ήδη απορριφθεί η μαρτυρία των Εναγόντων ότι έχουν υποστεί τις κατ΄ ισχυρισμό ειδικές ζημιές. Το ίδιο ισχύει και για τη μαρτυρία τους, η οποία επίσης απορρίφθηκε, ότι έχασαν πελάτες-ασθενείς λόγω της συνεχιζόμενης από την 1.5.04 πρακτικής του Υπουργείου Υγείας.  Οι Ενάγοντες ασκούσαν κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, και συνεχίζουν να ασκούν, το ιατρικό λειτούργημα και να παρέχουν ιατρικές υπηρεσίες σε οποιονδήποτε ο οποίος επιθυμεί να έχει αυτές τις υπηρεσίες. Σε κανένα ασθενή δεν απαγορεύεται από οποιονδήποτε να αποταθεί σε αυτούς για παροχή τέτοιων υπηρεσιών. Συνεπώς σε καμιά περίπτωση δεν βρίσκω ότι έχουν αποδείξει ότι έχουν παραβλαφθεί καθ΄ οιονδήποτε τρόπο οποιαδήποτε δικαιώματά τους συνεπεία του Κανονισμού 1408/71.  Στην υπόθεση Σταματελάκη (πιο πάνω) αποφασίστηκε ότι «Το Άρθρο 49 ΕΚ απαγορεύει νομοθεσία κράτους μέλους, όπως η επίδικη στην κύρια δίκη, η οποία αποκλείει σε κάθε περίπτωση την απόδοση, από ημεδαπό ασφαλιστικό φορέα, δαπανών που πραγματοποιήθηκαν για τη νοσηλεία ασφαλισμένων του σε ιδιωτικά θεραπευτήρια άλλου κράτους μέλους, με μοναδική εξαίρεση την απόδοση των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν για παιδιά έως 14 ετών.». Εδώ, ως ελέχθη, δεν αξιώνονται νοσήλια από ασθενείς που έχουν καταβληθεί στην αλλοδαπή. Περαιτέρω, όπως ανέφερε και ο κ. Στρατής «οι Ευρωπαίοι πολίτες των οποίων η ασφάλεια (κρατική ή ιδιωτική) επιτρέπει την επιστροφή εξόδων ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης κατά την προσωρινή διαμονή τους σε χώρα κράτος μέλος, δεν είναι υπόχρεοι να αποταθούν στον κρατικό τομέα για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και ως εκ τούτου, χρησιμοποιούν και τον ιδιωτικό τομέα.». Τέλος, σύμφωνα πάντα με την αξιόπιστη μαρτυρία του «Οι συνταξιούχοι που είναι ασφαλισμένοι σε άλλο κράτος μέλος και διαμένουν μόνιμα στην Κύπρο δεν εμπίπτουν στο άρθρο 22 του Κανονισμού. Εμπίπτουν στο Τμήμα 5 άρθρο 28 του Κανονισμού. Η πολιτική του Υπουργείου Υγείας σύμφωνα με τους συνταξιούχους που είναι ασφαλισμένοι σε άλλο κράτος μέλος και διαμένουν μόνιμα στην Κύπρο είναι να τους παρέχει ακριβώς τα ίδια δικαιώματα με τους Κύπριους δικαιούχους.».

 

 

Σε σχέση με τις ειδικές ζημιές το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε ότι σύμφωνα με τη νομολογία αυτές πρέπει να δικογραφούνται και να αποδεικνύονται με αυστηρότητα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε επίσης ότι μέσω της Έκθεσης Απαίτησης όλοι οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι είχαν στο παρελθόν Ευρωπαίους ασθενείς οι οποίοι μεταφέρθηκαν σε κρατικό νοσοκομείο λόγω της δυσμενούς πρακτικής, συμπεριφοράς και μεταχείρισης του Υπουργείου Υγείας και γενικότερα του κράτους και ότι λόγω αυτής της πρακτικής η μεν εφεσείουσα 1 υπέστη ζημιά που υπολογίζεται σε €200.000-300.000 ετησίως, ο εφεσείων 2 σε €70.000 ετησίως, η εφεσείουσα 3 περί τις €800.000, ο εφεσείων 4 σε €136.000 περίπου και ο εφεσείοντας 5 γύρω στις €250.000.

 

Ανέφερε σε σχέση με το ζήτημα αυτό τα ακόλουθα:

 

«Δεν θα σχολιάσω τον τρόπο που είναι δικογραφημένες οι ειδικές ζημιές «οι οποίες υπολογίζονται σε €200.000-€300.000 ετησίως, σε ζημιές περί τις €800.000, σε ζημιές περίπου σε €136.000 και σε ζημιές που υπολογίζονται γύρω στις €250.000». Θα αναφέρω όμως πως οι Ενάγοντες με την Έκθεση Απαίτησής τους αξιώνουν αυτές τις ζημιές ισχυριζόμενοι ότι είχαν στο παρελθόν Ευρωπαίους ασθενείς οι οποίοι, σύμφωνα πάντα με τους ισχυρισμούς τους, μεταφέρθηκαν σε Κρατικό Νοσοκομείο «λόγω της δυσμενούς πρακτικής, συμπεριφοράς και μεταχείρισης του Υπουργείου Υγείας και γενικότερα του Κράτους που αναφέρεται στην παράγραφο 1 της παρούσας Έκθεσης Απαίτησης». Ποιοι ήταν αυτοί οι συγκεκριμένοι ασθενείς, από τι ασθένεια έπασχαν, πότε εξετάστηκαν από τους ιατρούς και τι χρέωσαν αυτοί για τις συγκεκριμένες κατ΄ ισχυρισμό υπηρεσίες, ουδείς γνωρίζει. Το ίδιο ισχύει και για τη συχνότητα που επισκέπτονταν οι εν λόγω κατ΄ ισχυρισμό ασθενείς τους συγκεκριμένους ιατρούς και τα συγκεκριμένα ιδιωτικά νοσηλευτήρια.  Αφήνω βεβαίως κατά μέρος πως δεν υπάρχει μαρτυρία ότι όλοι αυτοί οι συγκεκριμένοι ασθενείς των Εναγόντων αποτάθηκαν μετά την 1.5.04 σε Κρατικό Νοσοκομείο. Και το κυριότερο, δεν έχει δοθεί μαρτυρία σε σχέση με το καθεστώς ασφάλισης αυτών των συγκεκριμένων αλλοδαπών ασθενών, όπως έγινε στην υπόθεση Σταματελάκη (πιο πάνω).» 

 

Πρόσθεσε περαιτέρω ότι:

 

«Παρόλο που με βάση την πιο πάνω αξιολόγηση της μαρτυρίας, το Δικαστήριο δεν έχει ενώπιον του αξιόπιστη μαρτυρία για τις κατ΄ ισχυρισμό ειδικές ζημιές (Φανάρας και Περσιάνη (πιο πάνω)), εντούτοις θα πρέπει να σημειώσω πως και αξιόπιστη να κρινόταν η σχετική μαρτυρία των Εναγόντων, δεν θα οδηγούσε σε απόδειξη των ειδικών ζημιών που αξιώνονται με την Αγωγή.

 

Εν κατακλείδι, βρίσκω ότι οι Ενάγοντες:

 

α)    δεν έχουν αποδείξει ότι είχαν στο παρελθόν Ευρωπαίους ασθενείς οι οποίοι, σύμφωνα πάντα με τους ισχυρισμούς τους, μεταφέρθηκαν σε Κρατικό Νοσοκομείο μετά την 1.5.04.

 

β)    δεν έχουν αποδείξει το καθεστώς ασφάλισης τέτοιων ασθενών τους.

 

γ)    δεν έχουν αποδείξει ότι έχουν υποστεί τις ζημιές που αξιώνουν με την Έκθεση Απαίτησής τους.

 

δ)    δεν έχουν αποδείξει ότι παραβιάζεται το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμά τους να ασκούν οποιοδήποτε επάγγελμα.

 

ε)    δεν έχουν αποδείξει τα όσα εκτίθενται στην παράγραφο 1 της Έκθεσης Απαίτησής τους.

 

στ)  δεν έχουν αποδείξει ότι έχουν παραβιαστεί στην Κύπρο δικαιώματα  Ευρωπαίων ασθενών.»

 

 

Συνέπεια των πιο πάνω το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην απόρριψη της αγωγής με έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων και υπέρ του εφεσίβλητου.

 

Οι εφεσείοντες προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση με τέσσερις λόγους έφεσης.

 

Οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης θα εξεταστούν μαζί λόγω συνάφειας. Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν δικαίωσε τους εφεσείοντες σε σχέση με την πολιτική του Υπουργείου Υγείας κατά την εφαρμογή των σχετικών Κανονισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που επιβάλλουν σε όλα τα κράτη μέλη να παρέχουν τα ίδια δικαιώματα με τους ντόπιους πολίτες σε άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσον αφορά την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη τους, μη λαμβάνοντας υπόψη ότι οι Κύπριοι πολίτες είχαν μεν πρόσβαση στο Γενικό Νοσοκομείο όπου δεν πλήρωναν δικαιώματα όπως τον ιδιωτικό τομέα και ότι οι «ξένοι υπήκοοι» έπρεπε να είχαν την ίδια μεταχείριση. Υποστηρίζεται από πλευράς εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ερμήνευσε ούτε εφάρμοσε σωστά τον Κανονισμό (ΕΚ) αρ.1408/71, Άρθρο 22 και ότι η πολιτική του Υπουργείου Υγείας είχε ως αποτέλεσμα να περιορίζεται το δικαίωμα στην ιατρική περίθαλψη που παρείχε το Γενικό Νοσοκομείο σε Κύπριους που κατά τον ουσιώδη χρόνο τα δικαιώματα ήταν χαμηλά και να αποκλείονται οι ιδιωτικές ιατρικές υπηρεσίες και τα ιδιωτικά νοσηλευτικά ιατρικά ιδρύματα έτσι ώστε, στην πράξη, η πρόσβαση των «ξένων ασθενών» από τα κράτη μέλη που επισκέπτονταν την Κύπρο να αποθαρρύνονταν να προσφεύγουν σε ιδιώτες ιατρούς λόγω του προβλήματος των ιατρικών εξόδων ελλείψει ΓΕΣΥ ή εξαγοράς ιατρικών υπηρεσιών για «ξένους». Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε περισσότερο με την αξιοπιστία των μαρτύρων η οποία από μόνη της δεν είναι εργαλείο ερμηνείας του σχετικού Κανονισμού. Υποστηρίζεται από πλευράς εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο καλύπτει τις περισσότερες σελίδες της απόφασης του με την αξιοπιστία των μαρτύρων των εφεσειόντων αντί με την ορθότητα της ερμηνείας και της εφαρμογής του εν λόγω Κανονισμού από το Υπουργείο Υγείας.  Οι μάρτυρες αυτοί ασχολήθηκαν κυρίως με τις επιπτώσεις στην επαγγελματική τους δραστηριότητα και τις ζημιές τους παρά το πιο πάνω θέμα που κυριαρχούσε στην αγωγή και ήταν καθοριστικό για τα δικαιώματα των εφεσειόντων ως ιδιωτών γιατρών.

 

Θα πρέπει κατ΄αρχάς να υποδείξουμε ότι όπως έχει λεχθεί στην Dairy King Ltd v. Οργανισμού Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας (2016) 1(Β) Α.Α.Δ. 1886, τα συστατικά στοιχεία αιτιολογημένης απόφασης όπως προσδιορίζονται την Pioneer Candy Ltd v. Tryfon & Sons (1981) 1 C.L.R. 540 συνίστανται στην ανάλυση της μαρτυρίας, υπό το φως των επίδικων θεμάτων, όπως αυτά προσδιορίζονται στα δικόγραφα, στα στέρεα ευρήματα του Δικαστηρίου ως προοίμιο στην απόφαση και τέλος η ξεκάθαρη δικαστική αναγγελία του αποτελέσματος της απόφασης. Όπως επίσης έχει λεχθεί στην Ξενοφόντως ν. K.N. Zoo Bar Restaurant Ltd κ.ά. (2016) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2786 ένα Δικαστήριο δεν επιτρέπεται να πιθανολογεί, σε επίπεδο εικασιών. Αποφασίζει με βάση την προσκομισθείσα μαρτυρία, την ανάλυση επ΄ αυτής, την αξιολόγηση και τα τελικά ευρήματα του. Περαιτέρω, στην Ζερβός ν. Hellenic Bank Public Company Ltd (2013) 1(Γ) A.A.Δ. 2357 λέχθηκε ότι η ανάλυση της μαρτυρίας πρέπει να εστιάζεται σε εκείνα τα θέματα που έχουν άμεση σχέση με τα επίδικα θέματα, τα οποία πρέπει να προσδιορίζονται στις σωστές τους διαστάσεις και να επιλύονται πάνω σε αιτιολογημένη βάση. Στην συγκεκριμένη περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο, σε συμφωνία με τις πιο πάνω αρχές, παρέθεσε τις δικογραφημένες θέσεις των μερών, την προσκομισθείσα μαρτυρία, προχώρησε στην αξιολόγηση της και στη συνέχεια εξέτασε κατά πόσο οι εφεσείοντες είχαν αποδείξει την υπόθεση τους ως επίσης τις αξιώσεις τους. Κατέληξε ότι δεν είχαν κατορθώσει να αποδείξουν την υπόθεση τους ως επίσης τις αξιώσεις τους και προχώρησε στην απόρριψη της αγωγής.

 

Όπως προκύπτει από τον δεύτερο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες δεν προσβάλλουν την αξιολόγηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο των μαρτύρων των εφεσειόντων και του μάρτυρα του εφεσίβλητου.  Από την στιγμή επομένως που δεν υπάρχει αμφισβήτηση της αξιολόγησης της μαρτυρίας των εν λόγω μαρτύρων ή της υπόλοιπης μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν τίθεται ζήτημα εξέτασης της δυνατότητας επέμβασης του Εφετείου σε ευρήματα αξιολόγησης του πρωτόδικου Δικαστηρίου η οποία εν πάση περιπτώσει γίνεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις (Χ' Μάρκου v. Widehorizon (Cap. Market) Ltd (2010) 1(Α) A.A.Δ. 108, Αυξεντίου v. Δίγκλη (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 1367 και T.J.S. Enterpr. Ltd v. Λαϊκής Κυπρ. Τράπ. (Χρηματ.) Λτδ (2005) 1 (A) Α.Α.Δ.108).

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελίδα 37 της απόφασης του παραθέτει αναλυτικά τι απέτυχαν να αποδείξουν οι εφεσείοντες τα οποία παραθέσαμε και εμείς με τη σειρά μας στη σελίδα 12 απόφασης μας υπό στοιχεία (α) έως (στ). Απέτυχαν δηλαδή να αποδείξουν ότι η πρακτική του Υπουργείου Υγείας η οποία προέκυπτε από την ερμηνεία και εφαρμογή του Κανονισμού 1408/71 αποτελούσε δυσμενή πρακτική η οποία επηρέασε δυσμενώς ή με οποιοδήποτε τρόπο τους εφεσείοντες. Απέτυχαν επίσης να αποδείξουν ότι οι ασθενείς από άλλα κράτη μέλη που βρίσκονταν στην Κύπρο την περίοδο από 1/5/2004 (ημερομηνία προσχώρησης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση) μέχρι την λειτουργία του ΓΕΣΥ (1/6/2019 με την παροχή εξωνοσοκομειακών υπηρεσιών υγείας και την 1/6/2020 με την παροχή ενδονοσοκομειακών υπηρεσιών υγείας) αποθαρρύνονταν να προσφεύγουν σε ιδιώτες γιατρούς λόγω του προβλήματος των ιατρικών εξόδων ελλείψει ΓΕΣΥ και πως αυτό μεταφραζόταν σε οικονομική ζημιά για τους εφεσείοντες. Όλα τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν από πλευράς εφεσειόντων αξιολογήθηκαν δεόντως και απορρίφθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο με πλήρη αιτιολογία. Υποδεικνύουμε επίσης ότι σύμφωνα με τη μαρτυρία του ΜΥ η οποία έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο οι συνταξιούχοι που ήταν ασφαλισμένοι σε άλλο κράτος και διέμεναν μόνιμα στην Κύπρο δεν ενέπιπταν στο Άρθρο 22 του Κανονισμού αλλά στο Τμήμα 5 Άρθρο 28 του Κανονισμού και ότι η πολιτική του Υπουργείου Υγείας για τους συνταξιούχους που ήταν ασφαλισμένοι σε άλλο κράτος και διέμεναν μόνιμα στην Κύπρο ήταν να τους παρέχει τα ίδια δικαιώματα με τους Κύπριους δικαιούχους. Σύμφωνα με τη δοθείσα μαρτυρία εκ μέρους των εφεσειόντων μεγάλο μέρος των ασθενών τους από άλλα κράτη μέλη ήταν συνταξιούχοι. Τα πιο πάνω αποτελούσαν δικογραφημένη θέση του εφεσίβλητου η οποία δεν ανατράπηκε.

 

Έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω, κρίνουμε ότι το Δικαστήριο παρέθεσε και εντόπισε ορθά τα επίδικα θέματα, παρέθεσε και αξιολόγησε με προσοχή την μαρτυρία και προχώρησε στην εξέταση της όλης υπόθεσης με αντικειμενικότητα, σοβαρότητα και προσοχή καταλήγοντας ότι οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν βασικούς τους ισχυρισμούς. Δεν διαπιστώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο διασύνδεσε την κατάληξη επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων με την ερμηνεία του Κανονισμού 1408/71 ως ισχυρίζεται η πλευρά των εφεσειόντων. Θα πρέπει να υποδείξουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε ενώπιον του αίτημα για παραπομπή ερωτήματος στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για σκοπούς ερμηνείας. Περαιτέρω, από τις περιστάσεις της υπόθεσης δεν προκύπτει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να ασκήσει την εξουσία του για αυτεπάγγελτη αποστολή ερωτήματος στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αφού κάτι τέτοιο δεν ήταν απαραίτητο για την έκδοση της κρίσης του Δικαστηρίου. Ούτε υπήρξε τέτοια εισήγηση εξάλλου από πλευράς εφεσειόντων (Περικλέους ν. Ellinas Finance Ltd κ.ά. (2015) 1(A) A.A.Δ. 513 και Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, Αναφορά 5/16, ημερ. 5/4/2017).

 

Με βάση τα πιο πάνω ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτονται.

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε την υπόθεση Σταματελάκη (ανωτέρω) το περιερχόμενο της οποίας στην ουσία ευθυγραμμίζεται με το αίτημα των εφεσειόντων. Η υπόθεση Σταματελάκη (ανωτέρω) η οποία εκδικάστηκε στην Ελλάδα, αφορούσε αίτημα πολίτη ο οποίος επισκέφθηκε το Ηνωμένο Βασίλειο για θεραπεία και πλήρωσε ιατρικά έξοδα σε ιδιώτες ιατρούς και όταν επέστρεψε στην Ελλάδα τα απαίτησε από το κράτος. Η ουσία της εν λόγω υπόθεσης, σύμφωνα με τους εφεσείοντες, ήταν ότι ο αιτητής ζητούσε να πληρωθεί για τα έξοδα σε ιδιώτη ιατρό και ενώ η Ελληνική διοίκηση του αρνήθηκε, το Δικαστήριο τον δικαίωσε διότι σωστά εφαρμόζοντας τον εν λόγω κανονισμό, του πρόσφερε τα ιατρικά έξοδα που έδωσε σε ιδιώτη ιατρό όπως θα δικαιούταν και ένας ευρωπαίος πολίτης εάν ερχόταν στην Ελλάδα και πήγαινε σε ιδιώτη γιατρό.

 

Όπως υποδεικνύει το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελίδα 33 της απόφασης του, η αγωγή δεν αφορούσε σε νοσήλια που διεκδικούνται από ασθενή που τα κατέβαλε στην αλλοδαπή. Δεν ήταν δηλαδή η περίπτωση Κύπριου υπήκοου ο οποίος νοσηλεύτηκε στο εξωτερικό και ζητούσε αποζημίωση από την Κυπριακή Δημοκρατία αλλά γιατρών οι οποίοι έχουν υποστεί κατ’ ισχυρισμό ζημιές λόγω της συνεχιζόμενης από την 1/5/2004 πρακτικής του Υπουργείου Υγείας στη βάση του Κανονισμού 1408/71. Στην υπόθεση Σταματελάκη (ανωτέρω) το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το άρθρο 49 ΕΚ απαγορεύει νομοθεσία κράτους μέλους, η οποία αποκλείει σε κάθε περίπτωση την απόδοση, από ημεδαπό ασφαλιστικό φορέα, δαπανών που πραγματοποιήθηκαν για τη νοσηλεία ασφαλισμένων του σε ιδιωτικά θεραπευτήρια άλλου κράτους μέλους, με μοναδική εξαίρεση την απόδοση των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν για παιδιά έως 14 ετών. Διευκρινίζουμε ότι το Δικαστήριο δεν εξέτασε τα ερωτήματα με βάση τον Κανονισμό 1408/71 αλλά τα ερωτήματα εξετάστηκαν  μόνο βάσει του Άρθρου 49 ΕΚ (βλ. Σκέψεις 15-17)1. Για να τύχει όμως εφαρμογής το Άρθρο 49 ΕΚ (τώρα Άρθρο 56 ΣΛΕΕ) θα πρέπει να υπάρχει το στοιχείο της διασυνοριακότητας. Στην περίπτωσή μας όμως τόσο ο παροχέας όσο και ο αποδέκτης των υπηρεσιών ήταν εγκατεστημένοι στο ίδιο κράτος μέλος και επομένως δεν τύγχανε εφαρμογής το Άρθρο 49 ΕΚ (τώρα Άρθρο 56 ΣΛΕΕ), αφού αποτελούσε αμιγώς εσωτερική κατάσταση (βλ. Αποφάσεις του ΔΕΕ C-390/12  Pfleger and Others, ημερ. 30.4.14, C-268/15 Ullens de Schooten, ημερ. 15.11.16, C-591/15 The Gibraltar Betting and Gaming Association Limited and The Queen, ημερ. 13.6.17).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού υπέδειξε ότι η μαρτυρία των εφεσειόντων για τις κατ΄ισχυρισμό ζημιές που υπέστησαν ως επίσης για απώλεια πελατών ασθενών λόγω της συνεχιζόμενης από την 1/5/2004 πρακτικής του Υπουργείου Υγείας απορρίφθηκε, σημείωσε ότι οι εφεσείοντες ασκούσαν κατά τον ουσιώδη χρόνο και συνέχιζαν να ασκούν το ιατρικό λειτούργημα για να παρέχουν ιατρικές υπηρεσίες σε οποιονδήποτε ο οποίος επιθυμούσε να λάβει αυτές τις υπηρεσίες και ότι σε κανένα ασθενή δεν απαγορευόταν να αποταθεί σε αυτούς για παροχή τέτοιων υπηρεσιών. Επομένως, κατέληξε ότι, οι εφεσείοντες δεν είχαν αποδείξει ότι είχαν παραβλαφθεί καθ΄ οιονδήποτε τρόπο δικαιώματα τους συνεπεία του Κανονισμού 1408/71. Δεν συμφωνούμε με τη θέση των εφεσειόντων ότι τα γεγονότα στην Σταματελάκη (ανωτέρω) μπορούν να αντιστραφούν και να ευθυγραμμιστούν με το αίτημα των εφεσειόντων για σκοπούς της παρούσας υπόθεσης.

 

Σε κάθε περίπτωση δεν υπήρχε ενώπιον του Δικαστηρίου τέτοια μαρτυρία η οποία να καταδεικνύει τον αριθμό των αλλοδαπών ασθενών οι οποίοι νοσηλεύτηκαν από τους εφεσείοντες, από τι ασθένεια έπασχαν και τι υπηρεσίες τους παρασχέθηκαν, την συχνότητα που αυτοί επισκέπτονταν τους εφεσείοντες και ποιοι από αυτούς αποτάθηκαν μετά την 1/5/2004 σε κρατικό νοσοκομείο. Περαιτέρω δεν είχε δοθεί μαρτυρία σε σχέση με το καθεστώς ασφάλισης αυτών των συγκεκριμένων ασθενών όπως έγινε στην υπόθεση Σταματελάκη (ανωτέρω).

 

Με βάση τα πιο πάνω και ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.                                                                                                                                                                                                   

 

Συναφής είναι και ο τέταρτος λόγος έφεσης όπου προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι οι εφεσείοντες είχαν παράπονο ότι εμποδίζονταν να ασκήσουν το ιατρικό λειτούργημα και να παρέχουν ιατρικές υπηρεσίες σε οποιονδήποτε επιθυμούσε να έχει αυτές τις υπηρεσίες.  Αυτό όμως δεν ήταν το παράπονο των εφεσειόντων οι οποίοι ουδέποτε ισχυρίστηκαν απαγόρευση άσκησης του επαγγέλματος τους. Απλά μίλησαν για ορισμένες αρνητικές επιπτώσεις ή αθέμιτους περιορισμούς λόγω της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του πιο πάνω Κανονισμού στην Κύπρο. Υποστηρίζεται από πλευράς εφεσειόντων ότι η συλλογιστική του πρωτόδικου Δικαστηρίου στη σελίδα 33 της απόφασης ότι «σε κανένα ασθενή δεν απαγορεύεται από οποιονδήποτε να αποταθεί σε αυτούς για παροχή τέτοιων υπηρεσιών [ιατρικών].  Συνεπώς σε καμία περίπτωση δεν βρίσκω ότι έχουν αποδείξει ότι έχουν παραβλαφθεί καθ΄ οιονδήποτε τρόπο οποιαδήποτε δικαιώματά τους συνεπεία του Κανονισμού 1408/71», είναι άσχετη με τα επίδικα θέματα αφού πουθενά δεν αναφέρεται στο δικαίωμα τους να ασκούν το ιατρικό επάγγελμα και να παρέχουν ιατρικές υπηρεσίες σε οποιονδήποτε και ούτε έχει σχέση με το δικαίωμα του ασθενή να αποταθεί σε ιδιώτες γιατρούς. Το πρόβλημα ήταν διαφορετικό. Αποθαρρύνονταν οι Ευρωπαίοι πολίτες από το να αποταθούν σε ιδιώτες γιατρούς αφού η Κυπριακή διοίκηση τους έδινε την λύση του Γενικού Νοσοκομείου με χαμηλά νοσήλια. Αυτό δημιουργούσε μια δυσμενή διάκριση εις βάρος των εφεσειόντων και ξέφευγε από τον βασικό στόχο του σχετικού Κανονισμού.

 

Δεν συμφωνούμε με τις σχετικές εισηγήσεις των εφεσειόντων. Η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν διαπίστωσε ότι οι εφεσείοντες απέδειξαν ότι παραβλάφθηκαν καθοιονδήποτε τρόπο οποιαδήποτε δικαιώματα τους συνεπεία του Κανονισμού 1408/71, έγινε σε συνάρτηση με τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων περί της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του πιο πάνω Κανονισμού στην Κύπρο εκ μέρους του Υπουργείου Υγείας. Επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν τελούσε υπό πλάνη ως προς τα επίδικα θέματα. Όπως αναφέρουμε και στο πλαίσιο του τρίτου λόγου έφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο υποδεικνύει ότι η μαρτυρία των εφεσειόντων για τις κατ΄ισχυρισμό ειδικές ζημιές ως επίσης ότι έχασαν πελάτες ασθενείς λόγω της συνεχιζόμενης από την 1/5/2004 πρακτικής του Υπουργείου Υγείας, απορρίφθηκε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στην Ζαβρού κ.ά. ν. Καριτζή κ.ά. (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 977 και Χρυσοστόμου ν. Cyprialife Ltd (2011) 1(B) A.A.Δ. 1490 υπέδειξε ότι οι ειδικές ζημιές θα πρέπει να δικογραφούνται και να αποδεικνύονται με αυστηρότητα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με παραπομπές στην Έκθεση Απαίτησης των εφεσειόντων υπέδειξε, στη σελίδα 36 της εκκαλούμενης απόφασης, απόσπασμα της οποίας θέτουμε στις σελίδες 11 και 12 της απόφασης μας, ότι ο τρόπος με τον οποίο αυτές ήταν δικογραφημένες δεν ήταν ο ενδεδειγμένος αφού δεν χαρακτηρίζονταν από ακρίβεια και σαφήνεια ως επίσης ότι η μαρτυρία που δόθηκε εκ μέρους των εφεσειόντων δεν ήταν ικανοποιητική και ήταν σε αντίθεση με τον κανόνα της αυστηρής απόδειξης των ειδικών ζημιών, αφού ήταν γενικόλογη, ασαφής και αόριστη, παρουσίαζε κενά και δημιουργούσε ερωτήματα που δεν μπορούσαν να απαντηθούν. Η πλευρά του εφεσείοντα δεν έχει καταφέρει να καταδείξει ότι το συμπέρασμα αυτό του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένο (βλ. μεταξύ άλλων Χ' Μάρκου, T.J.SEnterpr. Ltd (ανωτέρω) και Πολάτογλου v. Μασούρα (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 150).

 

Εν κατακλείδι, οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν την υπόθεση τους όπως υποδεικνύει το πρωτόδικο Δικαστήριο στην σελίδα 37 της εκκαλούμενης απόφασης και παραθέτουμε στη σελίδα 12 της απόφασης μας (υπό στοιχεία α έως στ). Όπως έχει λεχθεί στην Χρυσάνθου κ.ά. ν. Φραντζή (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1295, 1305:

 

«Το βάρος του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, όπως έχει διαχρονικά αποφασιστεί, το φέρει στην πολιτική δίκη κατά κανόνα ο ενάγων και αποσείεται όταν ικανοποιήσει το Δικαστήριο με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, ότι η θέση του είναι πιο πιθανή παρά όχι.   (δέστε Μπούλος Μαρσέλ κ.ά. v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 1858, Αθανασίου v. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614, Baloise Insurance Co. Ltd v. Κατωμονιάτη (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275 και Κυριάκος Σοφοκλέους v. Γιώτας Κυριάκου (2010) 1 A.A.Δ. 665).» 

 

(βλ. επίσης Παρλάτα ν. Δημητρίου (2014) 1(Β) Α.Α.Δ. 994)

 

 

Η αποτυχία των εφεσειόντων να αποδείξουν την υπόθεση τους δεν δικαιολογεί την επιδίκαση οποιωνδήποτε αποζημιώσεων και έτσι η εισήγηση της πλευρας των εφεσειόντων στο περίγραμμα αγόρευσης τους ότι οι εφεσείοντες στην Έκθεση Απαίτησης τους αξίωναν γενικές και ειδικές αποζημιώσεις και ότι εάν οι προϋποθέσεις για ειδικές αποζημιώσεις δεν ικανοποιούνταν, ο όρος «γενικές» θα μπορούσε να εφαρμοστεί για τα ίδια ποσά δεν γίνεται αποδεκτός.

 

Με βάση τα πιο πάνω ο τέταρτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

 Ενόψει των ανωτέρω, όλοι οι λόγοι έφεσης απορρίπτονται και η επίδικη απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον των εφεσειόντων τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας που ανέρχονται στο ποσό των €5100.

 

 

            ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.

 

 

 

  Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

 

 

 

                                     ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

1

15 Συγκεκριμένα, αφενός, η απόφαση περί παραπομπής ουδαμώς αναφέρεται στον κανονισμό 1408/71 και, αφετέρου, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι ο Δ. Σταματελάκης είχε ζητήσει έγκριση βάσει του άρθρου 22 του εν λόγω κανονισμού.

 

16 Δεύτερον, πρέπει να σημειωθεί ότι τα ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο αφορούν αποκλειστικά το γεγονός ότι ο ελληνικός ασφαλιστικός φορέας δεν ανέλαβε τις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν σε ιδιωτικό θεραπευτήριο της αλλοδαπής.

 

17 Κατά συνέπεια, τα εν λόγω ερωτήματα πρέπει να εξεταστούν μόνο βάσει του άρθρου 49 ΕΚ. 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο