
ΕΦΕΤΕΙΟ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς
Προστασίας Αρ. 23/2025)
30 Ιουνίου, 2025
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
Q. S.
Εφεσείων,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ:
1. ΥΦΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
Εφεσίβλητης.
-------------------
Α. Ρούσου, δικηγόρος για ΚΩΣΤΑΣ ΛΟΪΖΟΥ & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε., δικηγόροι για τον Εφεσείοντα.
Θ. Παπανικολάου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο για την Εφεσίβλητη.
--------------------
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Σεραφείμ, Δ..
--------------------
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.: Με απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας ημερομηνίας 13.1.2025, απορρίφθηκε η Προσφυγή ΔΚ Αρ. 32/2024, την οποία άσκησε ο Εφεσείων εναντίον απόφασης της Εφεσίβλητης ημερομηνίας 20.11.2024, με την οποία διατάχθηκε η κράτηση του Εφεσείοντα, δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 (εφεξής «ο Νόμος»). Το εν λόγω Άρθρο προβλέπει ότι:
«9ΣΤ (1) [.]
(2) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3), και εφόσον κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης, ο Υπουργός δύναται να εκδίδει γραπτό διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση αιτητή, μόνο για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:
[.]
(ε) όταν απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης·
[.]»
Τα ουσιώδη γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν παρατεθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του και κρίνεται βοηθητική η παράθεση τους σε μεγαλύτερη έκταση και στην παρούσα απόφαση:
Ο Εφεσείων είναι υπήκοος Συρίας. Εισήλθε στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας περιοχές από άγνωστη τοποθεσία και σε άγνωστο χρόνο και υπέβαλε, στις 29.03.2005, αίτηση χορήγησης ασύλου, η οποία απορρίφθηκε στις 29.06.2009.
Παρά την απόρριψη του πιο πάνω αιτήματος του για χορήγηση ασύλου, ο Εφεσείων συνέχισε να διαμένει παράνομα στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας και, ως εκ τούτου του γεγονότος, συνελήφθη στις 26.12.2009. Αυθημερόν εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης, δυνάμει του Άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ.105 (εφεξής «Κεφ. 105»). Ωστόσο, στις 11.01.2010 ο Εφεσείων, ενώ τελούσε υπό κράτηση, απέδρασε και, αφού συνελήφθη εκ νέου και κατόπιν ποινικής υπόθεσης εναντίον του, του επιβλήθηκε, στις 25.10.2010, ποινή φυλάκισης τριών (3) μηνών.
Ακολούθως, στις 05.01.2011, εκδόθηκαν εναντίον του Εφεσείοντα διατάγματα κράτησης και απέλασης εκ νέου, δυνάμει του Άρθρου 14 του Κεφ.105 και στις 21.01.2011 απελάθηκε από το έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, με τα στοιχεία του να καταχωρούνται, στις 16.01.2011, στον κατάλογο αναζητούμενων προσώπων (stop list).
Ακολούθως, ο Εφεσείων υπέβαλε, στις 23.12.2013, εκ νέου αίτηση διεθνούς προστασίας, στο πλαίσιο της οποίας του παραχωρήθηκε, στις 19.06.2015, καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.
Στις 09.11.2015, ο Εφεσείων κατηγορήθηκε ποινικώς για τα αδικήματα του εμπρησμού και της συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος, κρίθηκε ένοχος από το Κακουργιοδικείο Λάρνακας και καταδικάστηκε σε τρία (3) χρόνια φυλάκισης. Ωστόσο, ένα περίπου χρόνο μετά και, συγκεκριμένα, στις 10.11.2016, του απονεμήθηκε προεδρική χάρη.
Ακολούθησε, την επόμενη ημέρα, 11.11.2016, η έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης εναντίον του Εφεσείοντα, δυνάμει του Άρθρου 14 του Κεφ.105. Ωστόσο, ένεκα της κατάστασης που επικρατούσε στη χώρα καταγωγής του, κρίθηκε ότι ο Εφεσείων δεν μπορούσε να απελαθεί και παρέμεινε υπό κράτηση στο Χώρο Κράτησης Απαγορευμένων Μεταναστών («ΧΩ.Κ.Α.Μ.»), στη Μεννόγεια.
Την 01.11.2022 εκδόθηκαν εναντίον του Εφεσείοντα εκ νέου διατάγματα κράτησης και απέλασης, δυνάμει του Άρθρου 14 του Κεφ. 105 και του Άρθρου 29 του Νόμου, τα οποία, όμως, ακυρώθηκαν στις 23.11.2022. Συγκεκριμένα, κατά την ίδια ημερομηνία, 23.11.2022, εκδόθηκαν νέα διατάγματα κράτησης και απέλασης του Εφεσείοντα, δυνάμει των Άρθρων 14 του Κεφ. 105 και 29 του Νόμου, αντίστοιχα, λόγω της καταδίκης του Εφεσείοντα σε προηγούμενη ποινή φυλάκισης, για τα αδικήματα της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξης Α' καθώς και κατοχής με σκοπό την προμήθεια του σε άλλα πρόσωπα, καθώς και κατοχής εκρηκτικών υλών χωρίς άδεια. Ο Εφεσείων είχε αποφυλακιστεί στις 11.01.2022.
Στις 16.2.2023, τα ως άνω διατάγματα ημερομηνίας 23.11.2022 ακυρώθηκαν, κατόπιν απόφασης για επιβολή στον Εφεσείοντα εναλλακτικών της κράτησης του μέτρων, μετά την επιβολή των οποίων, ο Εφεσείων συνελήφθη, στις 14.11.2024, για το αδίκημα της παράνομης κατοχής μεθαμφεταμίνης.
Στις 06.03.2023, η Υπηρεσία Ασύλου προχώρησε σε απόφαση ανάκλησης του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας του Εφεσείοντα, εναντίον της οποίας ο Εφεσείων καταχώρισε την Προσφυγή Αρ. 1248/23, η οποία, ως σημειώθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης εκκρεμούσε.
Στις 20.11.2024 εκδόθηκε το επίδικο διάταγμα κράτησης του Εφεσείοντα (βλ. ανωτέρω), το οποίο προσβλήθηκε με την Προσφυγή ΔΚ Αρ. 32/2024, η οποία καταχωρήθηκε στις 5.12.2024 και η απόφαση επί της οποίας, ως προαναφέρθηκε, είναι η εκκαλούμενη.
Όσον αφορά, πρόσθετα, τα περιστατικά της περίπτωσης, ο Εφεσείων φαίνεται να επιδείκνυε διαχρονικά παραβατική συμπεριφορά στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Συναφώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο καταγράφει περιληπτικά στην απόφαση του, το περιεχόμενο επιστολής ημερομηνίας 18.11.2024 του Διευθυντή της Υπηρεσίας Διαχείρισης και Ανάλυσης Πληροφοριών της Αστυνομίας Κύπρου (εφεξής «η ΥΔΑΠ»), προς το Βοηθό Αρχηγό (Π& Κ.Ε.) & (ΤΑ & ΕΥ), όπου γίνεται αναφορά στο μεταναστευτικό ιστορικό του Εφεσείοντα, καθώς και εκτενής αναφορά στην πολυετή εγκληματική δράση του, η οποία περιλαμβάνει πολλαπλές ποινικές υποθέσεις και καταδίκες εναντίον του για την περίοδο από 2008-2023, περιλαμβανομένων της:
-καταδίκης για το αδίκημα της συμπλοκής όπου του επιβλήθηκε εγγύηση δύο (2) ετών και πρόστιμο ύψους €400 (υπόθεση 2008),
-καταδίκης για παράνομη είσοδο σε τρεις (3) μήνες φυλάκιση με τρία (3) χρόνια αναστολή, καταδίκης για το αδίκημα του απαγορευμένου μετανάστη σε ποινή φυλάκισης με τρία (3) χρόνια αναστολή (υπόθεση 2012),
-καταδίκης σε τρία (3) χρόνια φυλάκιση για τα αδικήματα της συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος και εμπρησμού (υπόθεση 2015),
-καταδίκης σε δύο μήνες φυλάκιση για παράνομη κατοχής περιουσίας (υπόθεση 2016),
-καταδίκης σε τέσσερις μήνες φυλάκιση για το αδίκημα κατοχής διαρρηκτικού οργάνου κατά τη διάρκεια της νύχτας, μεταφορά μαχαιριού εκτός οικίας (κατοχή επιθετικού όπλου) και κλεπταποδοχής (υπόθεση 2019),
-αναστολής ποινικής δίωξης για απειλές εναντίον μάρτυρα κατηγορίας και παρέμβαση σε δικαστική διαδικασία (υποθέσεις 2019 και 2021),
-καταδίκης σε δύο μήνες φυλάκιση για τα αδικήματα της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, οπλοφορίας, παράνομης κατοχής επιθετικού οργάνου και επίθεση με πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης (υπόθεση και πάλι του 2018),
-καταδίκης σε δύο μήνες φυλάκιση για το αδίκημα της συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος και απαγόρευσης παιχνιδιών καζίνο παρεχόμενο με απευθείας σύνδεση (Υποθέσεις του 2018 και 2019) και
-καταδίκης σε είκοσι δύο (22) μήνες φυλάκιση για αδικήματα που σχετίζονται με κατοχή ναρκωτικών και εκρηκτικών υλών χωρίς άδεια (υπόθεση 2021).
Ως σημείωσε, επίσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο, στον πίνακα καταγραφής του ποινικού παρελθόντος του Εφεσείοντα στην ως άνω επιστολή του Διευθυντή της ΥΔΑΠ ημερομηνίας 18.11.2024, εντοπίζονται οι εξής καταγραφές οι οποίες αφορούν στο έτος 2023 και μετέπειτα:
- Υπόθεση Δικαστηρίου [.]/2023 (.) Παράνομη κατοχή περιουσίας - Μεταφορά επιθετικού όπλου σε δημόσιο χώρο- Μεταφορά μαχαιριού εκτός της οικίας - Κοινή επίθεση (εκκρεμεί η εκδίκαση της υπόθεσης).
- Υπόθεση Δικαστηρίου [.]/2023 (.) Συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος- Βαριά σωματική βλάβη - Απειλή - Συνωμοσία για διάπραξη πλημμελήματος - Κοινή επίθεση (εκκρεμεί η εκδίκαση της υπόθεσης).
- Υπόθεση Δικαστηρίου [.]/2023 Συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος - Πράξεις που σκοπεύουν την πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης - Βαριά σωματική βλάβη- Κοινή επίθεση - Μεταφορά μαχαιριού εκτός της οικίας - Μεταφορά επιθετικού όπλου σε δημόσιο χώρο (.) - αναστολή υπόθεσης λόγω απόσυρσης του παραπόνου από τους παραπονούμενους.
- Υπόθεση Δικαστηρίου [.]/2023 -Κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β (.)-ποινή προστίμου ύψους 800 ευρώ και
- ΥΚΑΝ/ΛΣΟΣ/[.] Κατοχή μεθαμφεταμίνης- ο φάκελος βρίσκεται υπό διερεύνηση από το Επαρχιακό Κλιμάκιο ΥΚΑΝ Λεμεσού και ο ύποπτος βρίσκεται υπό κράτηση μετά από αίτημα προσωποκράτησής του στις 5/11/2024 για περίοδο 5 ημερών.
Πρόσθετα των πιο πάνω, ως και πάλι σημείωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενώπιον του Δικαστηρίου, κατά την πρωτόδικη διαδικασία κατατέθηκε έγγραφο του Διευθυντή της ΥΔΑΠ, από το οποίο προκύπτουν, ως σημειώνεται από το πρωτόδικο Δικαστήριο συμπληρωμένα όπου αυτό κρίνεται απαραίτητο και από σημεία που προκύπτουν από το περιεχόμενο των ίδιων των απόρρητων εγγράφων του Τεκμηρίου 1 ενώπιον του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα:
-Τον Φεβρουάριο του 2023 και ενώ ο Εφεσείων βρισκόταν στις φυλακές πληροφορία ανέφερε ότι ήταν ο ηθικός αυτουργός της δολοφονίας αλλοδαπού αραβικής καταγωγής και ότι η αιτία της δολοφονίας του αφορούσε διαφορές του θύματος με συνεργάτες του Εφεσείοντα που σχετίζονταν με εμπόριο ναρκωτικών.
-Τον Οκτώβριο του 2023 ο Εφεσείων συνελήφθη για την διάπραξη διαφόρων αδικημάτων τα οποία έλαβαν χώρα το καλοκαίρι του 2023 στην επαρχία Λευκωσίας κατά προσώπου αραβικής καταγωγής, με την βοήθεια άλλων προσώπων ίδιας καταγωγής και ενόψει τούτων καταχωρήθηκαν 2 ποινικές υποθέσεις εναντίον του Εφεσείοντα, οι οποίες βρίσκονται στο στάδιο της ποινικής δίωξης.
-Περί τις αρχές του 2024 ο Εφεσείων συνελήφθη για την διάπραξη αδικήματος που τελέστηκε στην επαρχία Λεμεσού κατά προσώπου αραβικής καταγωγής. Μία ημέρα μετά την σύλληψη του ο Εφεσείων αφέθηκε ελεύθερος καθότι απορρίφθηκε από το Δικαστήριο το αίτημα προσωποκράτησης του.
-Περί τα τέλη Σεπτεμβρίου του 2024 ο Εφεσείων συνελήφθη κατόπιν πληροφορίας ότι αυτός βοήθησε πρόσωπο κυπριακής καταγωγής να δραπετεύσει κατά την διάρκεια της επίσκεψης του σε συγγενικά του πρόσωπα φρουρούμενος από δεσμοφύλακες και μέλη της ΜΜΑΔ. Ο Εφεσείων παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο με αίτημα προσωποκράτησης του το οποίο απορρίφθηκε.
-Περί τα μέσα Οκτωβρίου 2024 λήφθηκε πληροφορία ότι ο Εφεσείων ασχολείται με παράνομες ενέργειες που σχετίζονται με τα κατεχόμενα. Συγκεκριμένα ο Εφεσείων μετέβηκε στα κατεχόμενα από μη ελεγχόμενο σημείο, μέσω της νεκρής ζώνης και αφού συνάντησε Τουρκοκύπριο παρέλαβε επικίνδυνα αντικείμενα και τα μετέφερε στις ελεύθερες περιοχές.
Σημειώνεται, τέλος, από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι, το τελευταίο καταγεγραμμένο περιστατικό, αφορά την σύλληψη του Εφεσείοντα στις 14.11.2024, για τα αδικήματα της παράνομης κατοχής μεθαμφεταμίνης, περιστατικό το οποίο φαίνεται να βρισκόταν, κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, υπό διερεύνηση από το Επαρχιακό Κλιμάκιο ΥΚΑΝ Λεμεσού.
Ο πρώτος λόγος Έφεσης (ο δεύτερος βάλλει εναντίον των επιδικασθέντων εξόδων εναντίον του Εφεσείοντα), έχει ως εξής (η σύνταξη, η ορθογραφία και τονισμοί διατηρήθηκαν αυτούσιοι):
«Πρώτος Λόγος Εφέσεως:
Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο, απορρίπτοντας συλλήβδην τους νομικούς λόγους ακυρώσεως, προχώρησε στην επικύρωση της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, εις τη σελίδα 40, της Αποφάσεως του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, ημερομηνίας 13.01.2025, κατωτέρω αναφερομένης «Απόφαση Πρωτ. Δικ.», αναφέρεται: «Ενόψει των πιο πάνω, ουδείς εκ των λόγων ακυρώσεως που προώθησε ο Αιτητής έχει έρεισμα και αυτοί απορρίπτονται στην ολότητά τους.», και «Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή αποτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται….».
Αιτιολογία:
1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εις την Απόφασή του υπό τον τίτλο «ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΛΗΤΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ», εις τη σελίδα 8 αναφέρει: «Επισημαίνω καταρχάς ότι ο Αιτητής συνιστά αιτητή διεθνούς προστασίας κατά την έννοια του περί Προσφύγων Νόμου, ως αυτή περιλαμβάνεται στο ερμηνευτικό άρθρο 2 αυτού. Τούτο καθώς ο Αιτητής έχει ασκήσει προσφυγή κατά της απόφασης για ανάκληση του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας το οποίο κατείχε, η εκδίκαση της οποίας ακόμη εκκρεμεί…».
2. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εις την Απόφασή του, εις τη σελίδα 20, παραπέμπον εις το περιεχόμενο του διατάγματος κράτησης του Αιτητού και εις διάφορα γεγονότα, αναφέρει: «Παρατηρώ ωστόσο ότι τα αδικήματα στα οποία γίνεται ρητή αναφορά επί του προσβαλλόμενου διατάγματος -ήτοι τα αδικήματα της διάπραξης κακουργήματος και εμπρησμού και η κατοχή ναρκωτικών και εκρηκτικών υλών χωρίς άδεια- έλαβαν χώρα κατά τα έτη 2015 και 2021 αντίστοιχα και συνεπώς προυπήρχαν του χρόνου έκδοσης της απόφασης επιβολής εναλλακτικών της κράτησης μέτρων, η οποία εκδόθηκε στις 16.02.2023.
Φρονώ λοιπόν, ως δικαίως παραπονείται και ο Αιτητής, ότι η στάση των Καθ’ ων η αίτηση, ως αυτή τουλάχιστον αποτυπώνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, παρουσιάζει αντιφατικότητα και αυθαίρετη μεταβολή, καθώς η επιβολή της κράτησης του Αιτητή βασίζεται σε λόγους που είχαν ήδη αξιολογηθεί κατά την προηγούμενη απόφαση του 2023, όταν κρίθηκε ότι τα εναλλακτικά της κράτησης μέτρα ήταν επαρκή. …….. Η έλλειψη νέων στοιχείων ή ουσιωδών μεταβολών στις συνθήκες υποδεικνύει απόφαση που δεν τεκμηριώνεται επαρκώς, παραβιάζοντας θεμελιώδεις αρχές διοικητικού δικαίου, όπως την αρχή της αιτιολογίας, της αναλογικότητας και της ασφάλειας δικαίου….». (έμφαση και υπογράμμιση δική μας).
Πρόσθετα, ως δικαίως παραπονείται ο Αιτητής, το περιεχόμενο του προσβαλλόμενου διατάγματος είναι ελλιπές, καθώς δεν αποκαλύπτει ποια είναι τα στοιχεία εκείνα της ατομικής συμπεριφοράς του Αιτητή, από τα οποία προκύπτει πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ή κατά της εσωτερικής ή εξωτερικής ασφάλειας του οικείου κράτους μέλους. Ούτε γίνεται οποιαδήποτε αναφορά σε γεγονότα που επήλθαν σε χρόνο μεταγενέστερο της απόφασης των Καθ' ων αίτηση για επιβολή εναλλακτικών μέτρων στον Αιτητή και τα οποία δικαιολογούν την διαφοροποίηση που εντοπίζεται από την προηγούμενη αυτή απόφαση τους.».
Το συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα είναι ελλιπές είναι απολύτως ορθό και προχωρώντας εις τη συμπλήρωση και ολοκλήρωση της σκέψεως αυτής, εις τη σελίδα 21 αναφέρει: «Αυτό συνεπώς που απομένει να εξεταστεί είναι κατά πόσο η ελλιπής αυτή αιτιολογία δύναται να συμπληρωθεί ή να αναπληρωθεί από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου όπως και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας, ως τούτο επιτάσσει το άρθρο 29 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δίκαιου Νόμου του 1999 (Ν. 158 (I)/1999) και η σχετική επί του θέματος νομολογία.
Επισημαίνεται επί τούτου ότι παρά της νομολογιακή αρχής ότι η αιτιολογία μιας διοικητικής πράξης δύναται να συμπληρώνεται από το περιεχόμενο των φακέλων, εντούτοις, ως επισήμανε και η αδελφή μου Δικαστής Κ. Κλεάνθους στην απόφαση της Μ. Α. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργείου Εσωτερικών, Υπόθεση Αρ.: ΔΚ 5/24, 30.4.2024, τα συμπεράσματα της οποίας υιοθετώ (‑έμφαση και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
« (...) αναμένεται στις περιπτώσεις που γίνεται δεκτή η συμπλήρωση της αιτιολογίας από το διοικητικό φάκελο να εξάγεται νόημα που να δικαιολογείται να αποδοθεί στο αποφασίζον όργανο. Δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η μελέτη των στοιχείων και η διαμόρφωση κρίσης αναφορικά με το τι θα μπροούσε να επενεργήσει υπέρ ή εναντίον της όποιας προσέγγισης. Το Δικαστήριο δεν επιτελεί τέτοιο πρωτογενούς φύσης έργο. Όπως έχει τονιστεί, είναι νοητή η συμπλήρωση της αιτιολογίας από το περιεχόμενο των φακέλων αν προκύπτει από αυτό, τι ακριβώς είχε υπόψη το αποφασίζον όργανο όταν έπαιρνε την απόφαση. .................. Περαιτέρω, όπως προκύπτει και από τις αρχές που παρέθεσα ανωτέρω, το διοικητικό όργανο που εκδίδει το διάταγμα κράτησης του αιτούντος ασύλου δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ (2) (ε) θα πρέπει με σαφή τρόπο να προβεί σε έλεγχο της προσφορότητας και της αναγκαιότητας του μέτρου της κράτησης έναντι άλλων εναλλακτικών μέτρων. Αυτή η διεργασία δεν μπορεί να γίνει in abstracto αλλά θα πρέπει να γίνει κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο, διατυπωμένο κατά τρόπο που να επιτρέπει αφενός, στον ίδιο τον αιτητή να αντιληφθεί τους λόγους για τους οποίους κρατείται και αφετέρου, στο δικαστήριο να εξετάσει τη νομιμότητα του διατάγματος κράτησης. Συνεπώς, θα πρέπει να προκύπτουν με σαφήνεια όχι μόνο το νομικό υπόβαθρο αλλά και τα πραγματικά γεγονότα τα οποία υπήρξαν καθοριστικά για την απόφαση του διοικητικού οργάνου να διατάξει την κράτηση και επί των οποίων βασίστηκε ώστε να προκρίνει την κράτηση έναντι άλλων λιγότερο περιοριστικών της ελευθερίας μέτρων. Ιδίως σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, η υποχρέωση αυτή καθίσταται ακόμα πιο επιτακτική δεδομένης της φύσης της διοικητικής πράξης, η οποία απολήγει σε αποστέρηση της ελευθερίας ενός προσώπου.
33. Ορθότερο δε είναι η σύνοψη αυτή των γεγονότων να περιλαμβάνεται στο σώμα του ιδίου του διατάγματος, όπως άλλωστε προκύπτει από το ίδιο το γράμμα των εδαφίων (5) και (8) του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου και της συναφούς νομολογίας που παρατίθεται ανωτέρω. (έμφαση δική μας).
Σημειώνεται, εξάλλου, ότι το βάρος απόδειξης τόσο της συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής μιας εκ των περιπτώσεων επιτρεπόμενης κράτησης δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2) όσο και της αναγκαιότητας αυτής, φέρει η αρμόδια αρχή που την επιβάλλει............ ».
Παρόλες τις πιο πάνω σαφείς θέσεις του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι «το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης είναι ελλιπές, καθώς δεν αποκαλύπτει ποια είναι τα στοιχεία εκείνα της ατομικής συμπεριφοράς του Αιτητή από τα οποία προκύπτει πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ή κατά της εσωτερικής ή εξωτερικής ασφάλειας του οικείου κράτους μέλους», σε αντίθεση με αυτές, προσπάθησε να συμπληρώσει τις ελλείψεις από το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων, κατά την άποψη μας, ανεπιτυχώς.
Παραθέτουμε συμπληρωματικά τα ακόλουθα:
Εις τη σελίδα 26 της απόφασης του Πρωτ. Δικ. σε επιστολή του Διευθυντή της Υπηρεσίας Διαχείρισης και Ανάλυσης Πληροφοριών της Αστυνομίας Κύπρου ημερ. 18.11.2024, προς το Βοηθό Αρχηγό, για ενημέρωση του Διοικητή της ΥΑΜ, αναφέρεται: «Επειδή η μέχρι στιγμής δράση του πιο πάνω αλλοδαπού, o οποίος σύμφωνα με τις πληροφορίες και τις καταδίκες του, ασχολείται.................. Για να μπορέσει η Αστυνομία να προχωρήσει στη σύλληψη του, με σκοπό την απέλαση του, θα πρέπει εναντίον του να εκδοθούν διατάγματα κράτησης και απέλασης, ως Απαγορευμένος Μετανάστης σύμφωνα με τον (..) Νόμο.». Ακολούθως, στη σελίδα 28 αναφέρεται: «Ενόψει των πιο πάνω, εισηγούμαι όπως ενημερωθεί σχετικά ο Διοικητής ΥΑΜ με σκοπό να γίνουν ενέργειες για έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης του............... (β) Με υπηρεσιακό έγγραφο του Αρχηγού Αστυνομίας προς τον Υποδιοικητή ΥΑ&Μ ημερ. 19.11.2024 προωθείται επιστολή του Διευθυντή ΥΔΑΠ με οδηγίες όπως γίνουν άμεσες ενέργειες για την υποβολή εισηγήσεων στη Διευθύντρια του Τμήματος Μετανάστευσης για έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης του Αιτητή». Στη συνέχεια, στη σελίδα 29 αναφέρεται: «Επί του εν λόγω εγγράφου εντοπίζεται χειρόγραφη σημείωση «Να ετοιμαστούν τα διατάγματα», υπογραφή ημερομηνία 20/11/[24] και σφραγίδα με την ένδειξη Μ. Αδαμίδου.». Εν τέλει, εξεδόθη μόνο διάταγμα κράτησης.
Είναι φανερόν ότι εις την πιο πάνω αναφερόμενη επιστολή του Διευθυντή ΥΔΑΠ υπάρχουν παραπλανητικές πληροφορίες, οι οποίες κατέληξαν εις τη Διευθύντρια Τμήματος Μετανάστευσης, η οποία απλώς έδωσε τις πιο πάνω χειρόγραφες οδηγίες. Συγκεκριμένα, το πιο πάνω απόσπασμα «Για να μπορέσει η Αστυνομία να προχωρήσει στη σύλληψη του, με σκοπό την απέλαση του, θα πρέπει εναντίον του να εκδοθούν διατάγματα κράτησης και απέλασης, ως Απαγορευμένος Μετανάστης σύμφωνα με τον (..) Νόμο.», περιλαμβάνει τις ακόλουθες παραπλανητικές/εσφαλμένες πληροφορίες:
‑ ο Αιτητής είναι Απαγορευμένος Μετανάστης. Τούτο είναι εσφαλμένο. Η αλήθεια είναι ότι, το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας του Αιτητού, ανεκλήθη στις 06.03.2023. Εναντίον της εν λόγω απόφασης κατεχωρήθη Διοικητική Προσφυγή εις το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας με αρ. 1248/23, της οποίας η εκδίκαση εκκρεμεί.
‑ Ζητούνται διατάγματα κράτησης και απέλασης, δια να απελαθεί ο Αιτητής, η Διευθύντρια Τμήματος Μετανάστευσης δίνει χειρόγραφες γραπτές οδηγίες για την έκδοση αυτών και για τους λόγους τους οποίους η έκδοση, πλην όμως, εκδίδεται μόνο διάταγμα κράτησης, για διαφορετικούς λόγους και άλλο σκοπό.
‑ Στην απόφαση, στη σελίδα 39, του Πρωτ. Δικ, ως προς το θέμα του κινδύνου διαφυγής του Αιτητού αναφέρει: «Σε σχέση με τον κίνδυνο διαφυγής.... η εξέταση του κινδύνου διαφυγής δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την έκδοση διατάγματος κράτησης σε όλες τις περιπτώσεις......... η ύπαρξη ή μη κινδύνου διαφυγής δεν συνιστά απαραίτητο προαπαιτούμενο». Εις το προσβαλλόμενο διάταγμα η Διευθύντρια Τμήματος Μετανάστευσης αναφέρει «... καθότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής... ». (Η έμφαση δική μας).
‑ Στην απόφαση, στη σελίδα 34, του Πρωτ. Δικ, αναφέρεται: «Προσθέτω, σε συμφωνία και με τα όσα υποβάλλει η κυρία Παπανικολάου πως δεν είναι χωρίς σημασία και το γεγονός ότι η συμπληρωματική προστασία του Αιτητή έχει πλέον ανακληθεί.» (η έμφαση δική μας). Όπως ανωτέρω αναφέραμε, η εν λόγω απόφαση ανακλήσεως συμπληρωματικής προστασίας του Αιτητού προσεβλήθη με τη διοικητική προσφυγή αρ. 1248/23 ενώπιον του ΔΔΔΠ.
Εξάλλου, το Πρωτόδικο Δικαστήριο, εις την απόφαση του στη σελίδα 8 αναφέρει: «Επισημαίνω καταρχάς ότι ο Αιτητής συνιστά αιτητή διεθνούς προστασίας κατά την έννοια του περί Προσφύγων Νόμου, ως αυτή περιλαμβάνεται στο ερμηνευτικό άρθρο 2 αυτού. Τούτο καθώς ο Αιτητής έχει ασκήσει προσφυγή κατά της απόφασης για ανάκληση του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας το οποίο κατείχε, η εκδίκαση της οποίας ακόμη εκκρεμεί... ».»
Διεξήλθαμε τα ενώπιον μας δεδομένα (διοικητικός φάκελος της υπόθεσης, έγγραφα της πρωτόδικης διαδικασίας, δικόγραφα και περιγράμματα αγορεύσεων ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και ακρόαση/ διευκρινήσεις) της υπόθεσης, με προσοχή.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην εκκαλούμενη απόφαση του, αφού παρέθεσε αναλυτικά τις νομολογιακές αρχές που διέπουν το ζήτημα, κατέληξε ότι η επίδικη απόφαση κράτησης του αιτητή ήταν νόμιμη, αλλά και επί της ουσίας, πλέον, εξεταζόμενη από το Δικαστήριο, ορθή. Παραθέτουμε αναλυτικά το σχετικό σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου (η σύνταξη, η ορθογραφία και τονισμοί είναι ως στο κείμενο):
«Το τι προκύπτει λοιπόν με ασφάλεια από τα πιο πάνω, είναι ότι κατά την έκδοση του επίδικου διατάγματος, η κα Αδαμίδου - Διευθύντρια του Τμήματος Μετανάστευσης- είχε ενώπιόν της, την εισήγηση της ΥΑΜ ημερ. 19.11.2024[βλ. υπό (γ) ανωτέρω] καθώς και την εμπεριστατωμένη έκθεση του Διευθυντή της ΥΔΑΠ στην οποία καταγράφονται λεπτομερώς, ως εκτενώς παρατέθηκε ανωτέρω, το ποινικό ιστορικό του Αιτητή καθώς και όλη η δράση του μετά τις 16.02.2023, ημερομηνία κατά την οποία επιβλήθηκαν στον Αιτητή εναλλακτικά της κράτησης μέτρα. Παρά το γεγονός ότι δεν καταγράφεται ρητά η έγκριση της εισήγησης, ωστόσο οι χειρόγραφες οδηγίες που δίδονται με την φράση «Να ετοιμαστούν τα διατάγματα» καθιστούν εύλογο να συναχθεί ότι η εισήγηση εγκρίθηκε, δεδομένου ότι η φράση αυτή συνδέεται λογικά με την αποδοχή της.
Προκύπτει λοιπόν από τα ως άνω στοιχεία ότι η απόφαση για έκδοση του διατάγματος κράτησης βασίστηκε και σε νέες ποινικές υποθέσεις στις οποίες φέρεται να εμπλέκεται ο Αιτητής. Ειδικότερα, πέραν των προηγούμενων ποινικών καταδικών, ο Αιτητής φέρεται να εμπλέκεται σε νέες ποινικές υποθέσεις, περιλαμβανομένων σοβαρών αδικημάτων όπως συνωμοσία για διάπραξη κακουργήματος, βαριά σωματική βλάβη, κατοχή ναρκωτικών και όπλων, καθώς και παράνομη δραστηριότητα που σχετίζεται με εγκληματική οργάνωση. Επίσης, περιλαμβάνονται πληροφορίες για συνεχιζόμενες παράνομες ενέργειες, όπως η διακίνηση ναρκωτικών και όπλων, εμπλοκή σε εκβιασμούς και επηρεασμό μαρτύρων, οι οποίες τεκμηριώνονται από αναφορές κατάλληλων πηγών.
Έχοντας κατά νου τα όσα συνθέτουν το πλαίσιο της υπό εξέταση υπόθεσης, επαναλαμβάνω ότι κατά τη νομολογία που προαναφέρθηκε, η καταδίκη και μόνο για αδίκημα, ακόμα και σοβαρό, δεν είναι αρκετή για την ενεργοποίηση των προνοιών του άρθρου 9Στ(2)(ε).
Η μοναδική περίπτωση όπου η ύπαρξη της ποινικής καταδίκης θα μπορούσε να δικαιολογήσει, από μόνη της την κράτηση του Αιτητή, είναι όταν από τις περιστάσεις που οδήγησαν στην καταδίκη αυτή προκύπτει η ύπαρξη ατομικής συμπεριφοράς που συνιστά ενεστώσα απειλή κατά της δημοσίας τάξεως.
Συγκεκριμένα, στην απόφαση του ΔΕΕ στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-482/01 και C-493/01, Ορφανόπουλος και Oliveri κατά Land Baden-Württemberg, ημ.29.04.2004 (στο εξής αναφερόμενη ως «Ορφανόπουλος»), σκέψη 67 λέχθηκε ότι: «[.]η ύπαρξη ποινικής καταδίκης να μπορεί να δικαιολογήσει την απέλαση μόνον αν από τις περιστάσεις που οδήγησαν στην καταδίκη αυτή προκύπτει η ύπαρξη ατομικής συμπεριφοράς που συνιστά ενεστώσα απειλή κατά της δημοσίας τάξεως [...]»
Ως λέχθηκε στην Ορφανόπουλος (ανωτέρω):
«66. Όσον αφορά τα μέτρα δημοσίας τάξεως, από το άρθρο 3 της οδηγίας 64/221 προκύπτει ότι για να είναι δικαιολογημένα πρέπει να βασίζονται αποκλειστικώς στην προσωπική συμπεριφορά του ατόμου που αφορούν. Με την ίδια διάταξη διευκρινίζεται ότι προηγούμενες ποινικές καταδίκες δεν δύνανται καθεαυτές να αιτιολογήσουν την λήψη παρόμοιων μέτρων. Όπως έκρινε το Δικαστήριο, μεταξύ άλλων με την απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 1977, 30/77, Bouchereau (Συλλογή τόμος 1977, σ. 617, σκέψη 35), η έννοια της δημοσίας τάξεως προϋποθέτει, εκτός της διαταράξεως της κοινωνικής τάξεως που συνεπάγεται κάθε παράβαση νόμου, την ύπαρξη πραγματικής και αρκούντως σοβαρής απειλής, η οποία θίγει θεμελιώδες συμφέρον της κοινωνίας.
67. Μολονότι ένα κράτος μέλος μπορεί να θεωρήσει ότι η χρήση ναρκωτικών συνιστά κίνδυνο για την κοινωνία δικαιολογούντα τη λήψη μέτρων κατά των αλλοδαπών που παραβαίνουν τη νομοθεσία περί ναρκωτικών ουσιών, εντούτοις η εξαίρεση για λόγους δημοσίας τάξεως πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς, με αποτέλεσμα η ύπαρξη ποινικής καταδίκης να μπορεί να δικαιολογήσει την απέλαση μόνον αν από τις περιστάσεις που οδήγησαν στην καταδίκη αυτή προκύπτει η ύπαρξη ατομικής συμπεριφοράς που συνιστά ενεστώσα απειλή κατά της δημοσίας τάξεως (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 1999, C‑348/96, Calfa, Συλλογή 1999, σ. I-11, σκέψεις 22 έως 24)».
Έχοντας εξετάσει με πολύ μεγάλη προσοχή τα όσα τέθηκαν ενώπιόν μου, υπό το φως των νομολογημένων αρχών, φρονώ πως η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση για έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος κράτησης είναι ορθή.
Και εξηγώ.
Είναι εμφανές από το πλαίσιο των στοιχείων που τέθηκαν υπόψη μου ότι η υπό εξέταση υπόθεση παρουσιάζει μια σειρά από σοβαρά γεγονότα και περιστάσεις που συνθέτουν στο πρόσωπο του Αιτητή την εικόνα ενός ατόμου με συστηματική εγκληματική δράση, δημιουργώντας εύλογα την κατάληξη ότι αυτός αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια.
Υπενθυμίζεται ότι ο Αιτητής αφέθηκε ελεύθερος στις 16.02.2023 με την επιβολή εναλλακτικών μέτρων κράτησης, με την Υπηρεσία Ασύλου να προχωρεί στις 06.03.2023 σε ανάκληση του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Σημειώνεται ότι δεν τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου τα στοιχεία εκείνα που οδήγησαν στην απόφαση αυτή. Ωστόσο, μετά την επιβολή των εναλλακτικών μέτρων, έχουν καταγραφεί νέα περιστατικά που συνδέουν τον Αιτητή με παραβατικές δραστηριότητες και ενισχύουν την εκτίμηση περί κινδύνου για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια.
Μεταξύ αυτών των γεγονότων, περιλαμβάνονται σοβαρές πληροφορίες που διασυνδέουν τον Αιτητή με εγκληματικές ενέργειες. Επισημαίνεται πως παρά την έλλειψη καταδικαστικών αποφάσεων επί των περιστατικών που ανέκυψαν και/ή των πληροφοριών που περιήλθαν στην αντίληψη των αρμοδίων αρχών της Δημοκρατίας ωστόσο τα στοιχεία αυτά εγείρουν εύλογες ανησυχίες για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια. Οι πληροφορίες που έχουν υποβληθεί στις αρμόδιες αρχές συνδέουν τον Αιτητή με περιστατικά που αφορούν σοβαρές αξιόποινες πράξεις, όπως διακίνηση ναρκωτικών, εμπλοκή σε εγκληματικές οργανώσεις, σωματικές βλάβες, και άλλες παραβατικές ενέργειες, οι οποίες βρίσκονται υπό διερεύνηση.
Συγκεκριμένα, στις αρχές του 2023, πληροφορία τον κατονόμασε ως ηθικό αυτουργό της δολοφονίας αλλοδαπού, υπόθεση που συνδεόταν με εμπόριο ναρκωτικών. Αν και η πληροφορία αυτή δεν φαίνεται να οδήγησε σε δίωξη, ούτε υπάρχουν ενώπιόν μου στοιχεία ως προς το κατά πόσο διερευνάται η υπόθεση αυτή, δημιουργεί ανησυχία για τη φύση των συναναστροφών του και τη συνεχιζόμενη δράση του Αιτητή.
Ακολούθως, μετά την αποφυλάκιση του, τον Οκτώβριο του 2023, ο Αιτητής συνελήφθη για διάφορα αδικήματα κατά προσώπου αραβικής καταγωγής, τα οποία φέρεται να διέπραξε το καλοκαίρι του ίδιου έτους. Οι υποθέσεις αυτές καταχωρίστηκαν και βρίσκονται στο στάδιο της ποινικής δίωξης, γεγονός που υποδεικνύει ότι ενδεχομένως η παραβατική του συμπεριφορά συνεχίζεται. Στις αρχές του 2024, ο Αιτητής συνελήφθη ξανά για αδίκημα στην επαρχία Λεμεσού, ενώ στα τέλη Σεπτεμβρίου κατηγορήθηκε ότι βοήθησε στην απόδραση κρατουμένου κατά τη διάρκεια φρούρησης του. Παρά την απόρριψη των αιτημάτων προσωποκράτησης από το δικαστήριο, τα περιστατικά αυτά ενισχύουν την εκτίμηση περί συνεχιζόμενης εμπλοκής του Αιτητή σε παραβατικές δραστηριότητες.
Τέλος, τον Οκτώβριο του 2024, πληροφορία ανέφερε ότι ο Αιτητής μετέβη στα κατεχόμενα από μη ελεγχόμενο σημείο και μετέφερε επικίνδυνα αντικείμενα στις ελεύθερες περιοχές, ενέργεια που προκαλεί σοβαρές ανησυχίες για τη δημόσια ασφάλεια. Παράλληλα, καταγεγραμμένες πληροφορίες φέρουν τον Αιτητή να συμμετείχε ή να είχε ρόλο-κλειδί σε οργανωμένες εγκληματικές δραστηριότητες από το 2009 μέχρι σήμερα, περιλαμβάνοντας εμπρησμούς, ληστείες, συμμετοχή σε φατρίες και τη σύσταση δικής του εγκληματικής οργάνωσης.
Σύμφωνα δε με την έκθεση του Διευθυντή της ΥΔΑΠ «Είναι ξεκάθαρο ότι ο πιο πάνω αλλοδαπός ήταν μέλος εγκληματικής οργάνωσης με την έννοια του άρθρου 63Β του Κεφ. 154, ενεργώντας για λογαριασμό της γνωστής εγκληματικής ομάδας του [], που δραστηριοποιείτο παράνομα στην Λευκωσία, Λάρνακα και ελεύθερη Αμμόχωστο, με διάφορες εγκληματικές ενέργειες, όπως διακίνηση ναρκωτικών και οπλισμού, εκβιασμούς πολιτών, ξυλοδαρμούς, ενώ σχεδόν καθημερινά διαβιβάζονται πληροφορίες στην Αστυνομία για τις παράνομες δραστηριότητές του. Μετά τον θάνατο του[] είχε συναναστροφές με άλλες εγκληματικές ομάδες ενώ το τελευταίο διάστημα ο [][5] φαίνεται να έχει προχωρήσει με τη σύσταση δικής τους εγκληματικής ομάδας, η οποία αποτελείται ως επί το πλείστων (sic) από αραβόφωνα πρόσωπα».
Υπενθυμίζεται πρόσθετα των πιο πάνω ότι ο Αιτητής έχει απασχολήσει τις αρχές από το 2009 με πλήθος ποινικών υποθέσεων που περιλαμβάνουν εμπρησμούς, ληστείες, σωματικές βλάβες, και συμμετοχή σε εγκληματικές οργανώσεις. Η διαχρονική εμπλοκή του σε σοβαρά εγκλήματα στο παρελθόν σε συνάρτηση με τις νέες πληροφοφίες που έχουν περιέλθει στις αρμόδιες αρχές υποδεικνύουν μια επαναλαμβανόμενη παραβατική συμπεριφορά, η οποία τελεί υπό διερεύνηση.
Λαμβάνοντας υπόψη τις διαθέσιμες πληροφορίες και την εκτίμηση κινδύνους ως αυτή διατυπώνεται από τις αρμόδιες αρχές, φρονώ πως η κράτησή του Αιτητή είναι αναγκαία για την προστασία της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, χωρίς να προκαταλαμβάνεται η ενοχή του. Επί τούτου, υπενθυμίζεται ότι η παρούσα αξιολόγηση βασίζεται αποκλειστικά στις διαθέσιμες πληροφορίες, χωρίς να θίγεται το τεκμήριο αθωότητας του Αιτητή, το οποίο παραμένει ακέραιο μέχρι την ολοκλήρωση των υπό διερεύνηση αδικημάτων αλλά και ενδεχόμενης δικαστικής διαδικασίας.
Η νομολογία απαιτεί για την επιβολή κράτησης την ύπαρξη πραγματικής, ενεστώσας και αρκούντως σοβαρής απειλής για τη δημόσια τάξη, η οποία να θεμελιώνεται αποκλειστικά στην προσωπική συμπεριφορά του ενδιαφερόμενου. Με παραπομπή στο περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, προκύπτει ότι ο Αιτητής έχει εμπλακεί σε συστηματικές εγκληματικές δραστηριότητες, οι οποίες περιλαμβάνουν ποινικές καταδίκες, εκκρεμείς υποθέσεις και σοβαρές πληροφορίες για τη δράση του ως μέλους εγκληματικών οργανώσεων. Η εμπλοκή του σε υποθέσεις όπως συνωμοσία για διάπραξη κακουργήματος, βαριά σωματική βλάβη, μεταφορά επικίνδυνων αντικειμένων, καθώς και η διασύνδεσή του με οργανωμένες εγκληματικές ομάδες, τεκμηριώνουν τη σοβαρότητα της απειλής που συνιστά για τη δημόσια ασφάλεια.
Παρά την απουσία τελεσίδικης καταδίκης σε όλες τις υποθέσεις στις υποθέσεις οι οποίες καταγράφονται στο Τ1, η συσσωρευμένη πληροφορία, που περιλαμβάνει τόσο καταδικαστικές αποφάσεις όσο και εκκρεμείς ποινικές διώξεις, καταδεικνύει ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο παραβατικής συμπεριφοράς. Σύμφωνα με τη νομολογία (βλ. Kristian Bekefi κ.ά. v. Δημοκρατίας, Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 42/2013 κ.ά., ημερ. 30.06.2016.), η πραγματική απειλή για τη δημόσια τάξη μπορεί να θεμελιωθεί και σε σοβαρές και αξιόπιστες πληροφορίες από κατάλληλες πηγές, οι οποίες εγείρουν εύλογες ανησυχίες για την παρουσία του ενδιαφερόμενου στο κράτος μέλος.
Φρονώ συνεπώς ότι τα στοιχεία που έχω ενώπιόν μου καταδεικνύουν ότι ο Αιτητής συνιστά «πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή» για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια, σύμφωνα με την ερμηνεία που παρέχει η νομολογία (π.χ. απόφαση KRISTIAN BEKEFI και άλλοι, Α.Α.Δ. 42,43,44,45/2013). Είναι κατά τούτο η κατάληξή μου ότι τα απαραίτητη στοιχεία τα οποία συμπληρώνουν την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτουν από τα όσα τέθηκαν ενώπιόν μου (Τ1, Τ2 και Τ3) κατά τρόπο βέβαιο και αναντίλεκτο (Χρίστος Παναγιωτίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 342) και καθιστούν την επιβολή της κράτησης δικαιολογημένη, βάσει της προσωπικής συμπεριφοράς του Αιτητή και της ανάγκης προστασίας θεμελιωδών συμφερόντων της κοινωνίας.
Προσθέτω, σε συμφωνία και με τα όσα υποβάλλει η κα Παπανικολάου πως δεν είναι χωρίς σημασία και το γεγονός ότι η συμπληρωματική προστασία του Αιτητή έχει πλέον ανακληθεί. Τούτο, καθώς ως προκύπτει από την εισήγηση που υποβλήθηκε στις 14.02.2023 από Λειτουργό Μετανάστευσης, η οποία εγκρίθηκε από τη Διευθύντρια ΤΑΠΜ (βλ. ερυθρά αρ. 123-122 του δ.φ. Τ3), η κατοχή του καθεστώτος αυτού υπήρξε ουσιαστικά ένας εκ των ουσιωδών λόγων για την επιβολή εναλλακτικών αντί της κράτησης μέτρων. Σχετικά είναι τα όσα καταγράφονται στη 2η σελίδα της εισήγησης αυτής: «Μετά από αξιολόγηση του φακέλου του κρατούμενου και δεδομένου ότι ο αλλοδαπό είναι κάτοχος συμπληρωματικής προστασίας και το καθεστώς του ουδέποτε ανακλήθηκε από την ΥΠΑΣ, γίνεται εισήγηση όπως ακυρωθεί το υφιστάμενο διάταγμα κράτησης ημερ. 23/11/2022 και να επιβληθούν εναλλακτικά αντί της κράτησης μέτρα για τον αλλοδαπό» (βλ. ερυθρό 122 του δ.φ. Τ3).
Σε σχέση με τα εναλλακτικά της κράτησης μέτρα, διαπιστώνω ότι εφαρμογή λιγότερο περιοριστικών μέτρων, όπως αυτά που επιβλήθηκαν στον Αιτητή το 2023, αποδείχθηκε αναποτελεσματική για την πρόληψη περαιτέρω παραβατικής συμπεριφοράς. Παρά την επιβολή εναλλακτικών της κράτησης μέτρων, ο Αιτητής συνέχισε να εμπλέκεται ή έστω να φέρεται ως εμπλεκόμενος σε εγκληματικές δραστηριότητες, επιβεβαιώνοντας την ανεπάρκεια αυτών των μέτρων για τη διασφάλιση της δημόσιας τάξης. Η αποτυχία των εναλλακτικών λύσεων ενισχύει την ανάγκη για αυστηρότερα μέτρα, όπως είναι η κράτηση, τα οποία κρίνονται αναγκαία για την αποτροπή της συνεχιζόμενης απειλής.
Πρόσθετα, η κράτηση του Αιτητή συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας, καθώς αποτελεί το μοναδικό αποτελεσματικό μέτρο για την προστασία της δημόσιας ασφάλειας. Δεδομένης της σοβαρότητας και της συστηματικότητας της εγκληματικής δράσης του Αιτητή, καθώς και της αποτυχίας ηπιότερων μέτρων να περιορίσουν την παραβατική του συμπεριφορά, η κράτηση συνιστά αναγκαίο και δικαιολογημένο μέτρο για τη διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης.
Η αξιολόγηση της υπόθεσης, στη βάση του διοικητικού φακέλου και της σχετικής νομολογίας, οδηγεί στην κατάληξη ότι ο Αιτητής συνιστά πραγματική, ενεστώσα και σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη. Η συστηματική εμπλοκή του σε εγκληματικές δραστηριότητες, η αποτυχία των εναλλακτικών μέτρων και οι σοβαρές πληροφορίες για την πρόσφατη δράση του καταδεικνύουν την ανάγκη για την κράτησή του.
Παρά το γεγονός ότι ο Αιτητής δεν έχει καταδικαστεί για όλες τις υποθέσεις και με πλήρη σεβασμό προς το τεκμήριο αθωότητας, φρονώ πως η φύση των πληροφοριών που έχουν συλλεχθεί, οι συνεχιζόμενες υποψίες για εμπλοκή του σε σοβαρές εγκληματικές δραστηριότητες, και οι καταγεγραμμένες ποινικές καταδίκες του στο παρελθόν υποδεικνύουν ένα μοτίβο συμπεριφοράς που δεν μπορεί να αγνοηθεί. Ο τεκμηριωμένος κίνδυνος για τη δημόσια τάξη δεν απαιτεί την ύπαρξη τελεσίδικης καταδίκης, αλλά αρκεί η εξατομικευμένη αξιολόγηση των περιστατικών και πληροφοριών που δημιουργούν μια εύλογη και σοβαρή ανησυχία.
Επί παρόμοιων ζητημάτων η πρόσφατη απόφαση της αδελφής μου Δικαστού Κ. Κλεάνθους στην υπόθεση Μ. Α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργού Εσωτερικών, Υπόθεση Αρ.: ΔΚ 5/24, 30/4/2024, είναι σχετική. Σε αυτήν διαλαμβάνονται τα ακόλουθα:
«Οι πιο πάνω αρχές επιβεβαιώνονται εξάλλου και στην απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C‑72/22 PPU, Μ.Α., ημερ. 30.6.2022, ECLI:EU:C:2022:505:
«Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η αυστηρή οριοθέτηση της αναγνωριζόμενης στις εθνικές αρχές εξουσίας να θέτουν αιτούντα υπό κράτηση βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33 διασφαλίζεται επίσης από την ερμηνεία που δίδει η νομολογία του Δικαστηρίου στις έννοιες «εθνική ασφάλεια» και «δημόσια τάξη» όπως οι έννοιες αυτές χρησιμοποιούνται σε άλλες οδηγίες, ερμηνεία η οποία ισχύει επίσης και για την οδηγία 2013/33 (απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2016, N., C‑601/15 PPU, EU:C:2016:84, σκέψη 64).
87 Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η έννοια «δημόσια τάξη» προϋποθέτει, σε κάθε περίπτωση, εκτός της διασάλευσης της κοινωνικής τάξης την οποία συνιστά κάθε παράβαση του νόμου, την ύπαρξη πραγματικής, ενεστώσας και αρκούντως σοβαρής απειλής κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας (απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2016, N., C‑601/15 PPU, EU:C:2016:84, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
88 Όσον αφορά την έννοια «εθνική ασφάλεια», από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι αυτή καλύπτει τόσο την εσωτερική ασφάλεια του κράτους μέλους όσο και την εξωτερική ασφάλειά του και ότι, κατά συνέπεια, μπορεί να επηρεάζεται από την παρακώλυση της λειτουργίας των κρατικών θεσμών και των βασικών δημόσιων υπηρεσιών, καθώς και από τον κίνδυνο για την επιβίωση του πληθυσμού ή σοβαρής διαταραχής των εξωτερικών σχέσεων ή της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών ή από την προσβολή των στρατιωτικών συμφερόντων (πρβλ. απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2016, N., C‑601/15 PPU, EU:C:2016:84, σκέψη 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
89Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, όσον αφορά τον αναγκαίο χαρακτήρα του μέτρου, η απειλή της εθνικής ασφάλειας ή της δημοσίας τάξης μπορεί να δικαιολογεί τη θέση του αιτούντος υπό κράτηση ή τη διατήρηση της κράτησής του, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33, μόνον εφόσον από την ατομική του συμπεριφορά προκύπτει πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ή κατά της εσωτερικής ή εξωτερικής ασφάλειας του οικείου κράτους μέλους (απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2016, N., C‑601/15 PPU, EU:C:2016:84, σκέψη 67).».
[.]
Από το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής διαπιστώνεται ότι κατά το χρόνο έκδοσης του επίδικου διατάγματος, η Καθ' ων αίτηση είχε στην κατοχή της επιστολή του επικεφαλής της αρμόδιας υπηρεσίας της Δημοκρατίας για τη διερεύνηση αδικημάτων, διαφύλαξη της δημόσιας τάξεως και της εθνικής ασφάλειας, σύμφωνα με την οποία υπήρχαν πληροφορίες και συναφής μαρτυρία ότι ο Αιτητής πολεμούσε στο πλευρό των Τζιχαντιστών στη Συρία και ότι συνεργαζόταν με ξένη στρατιωτική δύναμη εχθρική προς τη Δημοκρατία. Η εν λόγω συμπεριφορά αποδίδεται σε αυτή την επιστολή στον Αιτητή.
[.]
Η επιστολή του Διοικητή αν και αποτελεί το μόνο δεδομένο επί του οποίου βασίστηκε η Καθ' ης η αίτηση θεωρώ ότι αποτελούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο επαρκές έρεισμα για την κράτηση του Αιτητή για λόγους εθνικής ασφάλειας και δημόσιας τάξης. Αυτό διότι η αρχή η οποία υποδεικνύει την επικινδυνότητα του Αιτητή στην Καθ' ης η αίτηση είναι η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας για τη διατήρηση του νόμου και της τάξης, τη διαφύλαξη της ειρήνης, την πρόληψη και εξιχνίαση του εγκλήματος και τη σύλληψη και δίωξη των παρανομούντων.[1] Επιπλέον, τα αδικήματα και η συμπεριφορά, η οποία αποδίδονται στον Αιτητή, σύμφωνα με την εν λόγω αρχή, ήταν υψίστης σοβαρότητας και σημαντικότητας. Οι πληροφορίες συμμετοχής σε τρομοκρατική οργάνωση και τα συναφή με αυτήν αδικήματα, αποτελεί από μόνο του καταρχήν επαρκές δεδομένο για την κράτηση του Αιτητή για λόγους δημοσίας τάξεως. Παράλληλα η απόδοση στον Αιτητή συμπεριφοράς, η οποία συνίσταται στη συνεργασία του με ξένη στρατιωτική δύναμη εχθρική προς τη Δημοκρατία εγείρει όντως σοβαρά ζητήματα για την εθνική ασφάλεια της Δημοκρατίας. Σημειώνεται ότι το επίπεδο επικινδυνότητας/ σοβαρότητας και της βεβαιότητας ως προς τη συμπεριφορά του Αιτητή που αξιολογείται εν προκειμένω δεν είναι το ίδια αυστηρό με αυτό που εξετάζεται στο πλαίσιο του αποκλεισμού/ ανάκλησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.»
Στην προκείμενη υπόθεση, η επιστολή του Διευθυντή της ΥΔΑΠ περιέχει πληροφορίες και εκθέσεις για τη δράση του Αιτητή, οι οποίες περιλαμβάνουν συμμετοχή σε οργανωμένες εγκληματικές ομάδες, διακίνηση ναρκωτικών και όπλων, εκβιασμούς, επηρεασμό μαρτύρων και συνεχή παραβατική συμπεριφορά. Ειδικότερα, είναι ξεκάθαρο κατά τον Διευθυντή της ΥΔΑΠ ότι ο Αιτητής έχει επαφές και συνεργασίες με εγκληματικές ομάδες που απειλούν τη δημόσια ασφάλεια, καθώς και εμπλοκή σε δραστηριότητες που σχετίζονται με τα κατεχόμενα, δημιουργώντας ανησυχίες για την εθνική ασφάλεια.
Η επιστολή του Διευθυντή της ΥΔΑΠ, ως τεκμήριο προερχόμενο από την αρμόδια για τη διατήρηση του νόμου και της τάξης αρχή, αποτελεί επαρκές έρεισμα για την κράτηση του Αιτητή. Η συστηματική καταγραφή της εγκληματικής του δράσης και οι σοβαρές ενδείξεις για απειλή στη δημόσια και εθνική ασφάλεια πληρούν τα κριτήρια που έθεσε το ΔΕΕ, καθώς η αξιολόγηση βασίζεται σε εξατομικευμένη εκτίμηση και στη βαρύτητα των περιστατικών.
Οφείλω να επισημάνω ότι στην προκειμένη περίπτωση, ο λόγος κράτησης εστιάζει κυρίως στη δημόσια τάξη, αλλά περιλαμβάνει επίσης στοιχεία που αγγίζουν την εθνική ασφάλεια. Ειδικότερα, η αποδεδειγμένη στο παρελθόν αλλά και η φερόμενη νέα εμπλοκή του Αιτητή σε εγκληματικές δραστηριότητες (διακίνηση ναρκωτικών, σωματικές βλάβες, εμπρησμοί, συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση), αποτελούν άμεσες απειλές για τη δημόσια τάξη. Στοιχεία όπως η φερόμενη μεταφορά επικίνδυνων αντικειμένων από τα κατεχόμενα στις ελεύθερες περιοχές και η διασύνδεση του, από τις αρμόδιες αρχές, με οργανωμένες εγκληματικές ομάδες, ενδέχεται να επηρεάζουν την εθνική ασφάλεια.Η αναφορά σε «επικίνδυνα αντικείμενα» και οι πιθανές συνέπειες τέτοιων ενεργειών υποδηλώνουν ότι ο αιτητής μπορεί να συνιστά απειλή σε επίπεδο πέρα από την κοινή εγκληματικότητα.
Σε σχέση με τον κίνδυνο διαφυγής που ο Αιτητής ισχυρίζεται πως δεν υπάρχει στην συγκεκριμένη περίπτωση, επισημαίνω ότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 9ΣΤ του Περί Προσφύγων Νόμου, η εξέταση του κινδύνου διαφυγής δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την έκδοση διατάγματος κράτησης σε όλες τις περιπτώσεις. Ειδικότερα, το άρθρο 9ΣΤ(2) παρέχει εξαντλητικούς λόγους για τους οποίους μπορεί να εκδοθεί διάταγμα κράτησης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης [παράγραφος (ε)]. Ο κίνδυνος διαφυγής αποτελεί σαφώς σημαντικό παράγοντα που μπορεί να ληφθεί υπόψη σε άλλες περιπτώσεις, όπως αναφέρεται στις παραγράφους (β) και (γ) του ίδιου άρθρου, ή στο πλαίσιο εναλλακτικών μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 9ΣΤ(3). Ωστόσο, όταν το διάταγμα κράτησης βασίζεται σε λόγους προστασίας της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης, όπως προβλέπεται στην παράγραφο (ε), η ύπαρξη ή μη κινδύνου διαφυγής δεν συνιστά απαραίτητο προαπαιτούμενο. Παρά ταύτα, η διοίκηση, κατά την ατομική αξιολόγηση κάθε περίπτωσης, μπορεί να συνεκτιμήσει τον κίνδυνο διαφυγής, εφόσον κρίνει ότι σχετίζεται με την επιβεβαίωση της απειλής για τη δημόσια τάξη ή την εθνική ασφάλεια. Αντίστοιχα, το άρθρο 9ΣΤ(3) προβλέπει τη δυνατότητα λήψης εναλλακτικών μέτρων, τα οποία στοχεύουν, μεταξύ άλλων, στην αποφυγή κινδύνου διαφυγής. Εν κατακλείδι, η εξέταση του κινδύνου διαφυγής δεν αποτελεί απαραίτητο κριτήριο για την έκδοση διατάγματος κράτησης που βασίζεται σε λόγους εθνικής ασφάλειας ή δημόσιας τάξης, αλλά ενδέχεται να αποτελεί συμπληρωματικό στοιχείο που συνεκτιμάται κατά την αξιολόγηση της περίπτωσης.
Ενόψει των πιο πάνω, ουδείς εκ των λόγων ακυρώσεως που προώθησε ο Αιτητής έχει έρεισμα και αυτοί απορρίπτονται στην ολότητά τους.
Από την ανωτέρω στάθμιση προκύπτει ότι η κράτηση του Αιτητή δεν συνιστά παραβίαση του δικαιώματός του στην προσωπική ελευθερία, όπως αυτό προστατεύεται από το άρθρο 5 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Ειδικότερα, δεδομένου ότι η κράτηση κρίνεται ως αναγκαίο και αναλογικό μέτρο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει το σχετικό άρθρο του Νόμου, αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί αυθαίρετη (βλ. ΕΔΑΔ, S.K. v. Russia, αρ. 52722/15, 14/12/2017, παρ. 111, καθώς και ΔΕΕ, C-18/16, K. v. Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, 14/09/2017).
Επιπλέον, η κράτηση του αιτητή, πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του Νόμου και δεν αντίκειται στο δικαίωμά του για ελεύθερη διακίνηση και διαμονή, όπως αυτό προστατεύεται από το σχετικό νομικό και κανονιστικό πλαίσιο.
Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή αποτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με περιορισμένα έξοδα ύψους €800 εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση, δεδομένης της κατάληξής μου για τις πλημμέλειες που διαπιστώθηκαν στην επίδικη απόφαση.»
Δεν εντοπίζουμε, εξετάζοντας τα όσα ισχυρίζεται η πλευρά του Εφεσείοντα στο πλαίσιο του πρώτου λόγου Έφεσης, δυνατότητα επέμβασης στην πιο πάνω δικαστική κρίση, η οποία κρίνεται τόσο ορθή, όσο και εύλογη, με τα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεδομένα.
Αναλυτικότερα: Η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής με ενδελέχεια και με ορθές διαπιστώσεις (ως επαληθεύονται από το διοικητικό φάκελο της υπόθεσης) ως προς τα περιστατικά της υπόθεσης και την συναφή ισχύουσα ημεδαπή και κοινοτική νομολογία επί του θέματος κατέληξε στην κρίση της. Η οποία, ως προαναφέρθηκε, δεν περιορίστηκε μόνο στη διαπίστωση της νομιμότητας ή μη της απόφασης της Εφεσίβλητης ή των όποιων πλημμελειών αυτής, αλλά αυτή εξετάστηκε και στην ουσία της από το ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως εξάλλου, ήταν νομολογιακή υποχρέωση του να πράξει (βλ. απόφαση ημερομηνίας 20.1.2022 επί της Έφεσης κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 43/2021 Mondeke v. Κυπριακής Δημοκρατίας Αρ. 43/2021 και απόφαση ημερομηνίας 21.1.2021 επί της Έφεσης κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 17/2021 Janelidze v. Κυπριακής Δημοκρατίας ). Εξ ου και οι όποιες αναφορές του Εφεσείοντα στον υπό εξέταση λόγο Έφεσης περί πλημμελειών της απόφασης της Εφεσίβλητης, οι οποίες, εξάλλου, επισημάνθηκαν και από το πρωτόδικο Δκαστήριο, δεν δύναται να οδηγήσουν λυσιτελώς στην ανατροπή της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αυτής διαμορφωθείσας και ληφθείσας στη βάση της άσκησης του ελέγχου ουσίας που το ίδιο πλέον διενήργησε. Ως επισημάνθηκε σχετικά και στην πρόσφατη απόφαση του παρόντος Εφετείου ημερομηνίας 20.3.2025 στην Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 135/2023:
«Ιδιαιτέρως ως προς τον Λόγο Έφεσης Αρ. 2, διαπιστώνουμε ότι οι πρωτοδίκως προβληθέντες λόγοι ακύρωσης στους οποίους ο Εφεσείων εστιάζει, αφορούν κατ' ισχυρισμόν πλημμέλειες της Υπηρεσίας Ασύλου. Δεδομένου ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο διενήργησε έλεγχο ορθότητας/ ουσίας, υποκαθιστώντας την κρίση της Διοίκησης με τη δική του, ο Λόγος Έφεσης είναι αλυσιτελής, καθότι κρίσιμο πλέον ζήτημα είναι η ορθότητα της επί της ουσίας κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, κρίση στην οποία, ως προαναφέραμε, δεν υφίσταται περιθώριο παρέμβασής μας (βλ. κατ' αναλογία Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 9/2023 Mehedi ν. Δημοκρατίας, απόφαση Εφετείου ημερ. 30.10.2024).»
Υπενθυμίζουμε, συναφώς, ότι, όπως έχει πλειστάκις επισημανθεί (Janelidze, ανωτέρω, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 35/2023 Lubangamu ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 5.12.2024, Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 65/2023 EJIKEME v. Δημοκρατίας, απόφαση ημερομηνίας 29.11.2024, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 64/2023 Ο.Ε. ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 18.7.2024) το Εφετείο δεν διενεργεί έλεγχο ορθότητας /ουσίας (βλ. και Άρθρο 13 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν.73(Ι)/2018) και, ως εκ τούτου, δεν υποκαθιστά την κρίση της Υπηρεσίας Ασύλου ή του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σε σχέση με τον έλεγχο ουσίας που διενεργεί, με τη δική του. To Εφετείο παρεμβαίνει επί του ελέγχου ορθότητας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όταν στο σκεπτικό του τελευταίου εμφιλοχώρησε πιθανολόγηση ουσιώδους πλάνης. Εν προκειμένω, ο Εφεσείων δεν μας έπεισε περί τούτου.
Ούτε η Εφεσίβλητη, ούτε το πρωτόδικο Δικαστήριο, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς του Εφεσείοντα, πλανήθηκαν, ως προς το καθεστώς του Εφεσείοντα στην Κυπριακή Δημοκρατία, το οποίο ρητώς σημειώνεται από το πρωτόδικο Δικαστήριο και στην απόφαση του. Εξ ου και η έκδοση της απόφασης κράτησης του Εφεσείοντα από την Εφεσίβλητη, όπως και η εξέταση αυτής από το πρωτόδικο Δικαστήριο, εδράζεται στο Άρθρο 9ΣΤ(2)(ε) του Νόμου και στις προϋποθέσεις του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εύλογα κατέληξε ότι από τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης προκύπτει να πληρούνται οι προϋποθέσεις κράτησης του Εφεσείοντα σύμφωνα με το Άρθρο 9ΣΤ(2)(ε) του Νόμου. Επικροτούμε ως ορθή τη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, το ποινικό ιστορικό, αλλά και η πληροφόρηση περί των συναφών δραστηριοτήτων του Εφεσείοντα, συμπεριλαμβανομένων και αυτών για τις οποίες δεν υπήρχε ή δεν υπήρξε ακόμη ποινική δίωξη και καταδίκη (και η οποία πληροφόρηση ευθυγραμμισμένα με την ισχύουσα περί του θέματος νομολογία, την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο εύστοχα παρέθεσε, λαμβάνεται υπόψη), όχι μόνο δεικνύουν προς την κατεύθυνση ότι, η κράτηση του Εφεσείοντα ήταν εύλογη, πρόσφορη και αναλογική υπό τις περιστάσεις, έναντι άλλων λιγότερο περιοριστικών μέτρων, τα οποία, εν πάση περιπτώσει, όπως ορθώς και πάλι σημειώθηκε και σχολιάστηκε συγκεκριμένα από το πρωτόδικο Δικαστήριο, δοκιμάστηκαν προηγουμένως και απέτυχαν, αλλά και η μόνη ορθή ενέργεια.
Καταληκτικά, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού ανέλυσε εμβριθώς και ορθώς τους όρους «ύπαρξη πραγματικής, ενεστώσας και αρκούντως σοβαρής απειλής» για τη «δημόσια τάξη» και «εθνική ασφάλεια», προέβη στη δέουσα υπαγωγή των περιστάσεων της περίπτωσης σ’ αυτούς, καταλήγοντας, κατά την κρίση μας, σε ένα αποτέλεσμα, για το οποίο δεν παρέχεται οποιαδήποτε δυνατότητα ή εύλογο περιθώριο αμφισβήτησης της νομιμότητας του εκ μέρους μας.
Με βάση τα ανωτέρω, ο πρώτος λόγος Έφεσης απορρίπτεται και, ακολουθώντας το αποτέλεσμα αυτό, την ίδια τύχη έχει και ο δεύτερος λόγος Έφεσης, σε σχέση με τα πρωτοδίκως επιδικασθέντα έξοδα.
Ως εκ των ανωτέρω, η παρούσα Έφεση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον του Εφεσείοντα ύψους €3000.
Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.
Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο