
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.: 235/2019)
30 Ιουνίου 2025
[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/ΣΤΕΣ]
AHMAD ALI ABDALLAH,
Εφεσείοντας,
v.
AIMAN M. SOBOH,
Εφεσίβλητος.
___________________________
Μ. Γαβριηλίδης για Γαβριηλίδης & Τιμοθέου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.
Στ. Καρακατσάνη (κα) για Αργεντούλα Ιωάννου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο.
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την Τουμαζή, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.: Με την υπό κρίση έφεση προσβάλλεται η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, ημερομηνίας 05.06.2019, με την οποία εκδόθηκε διάταγμα πτώχευσης του εφεσείοντα και διορίστηκε ο Επίσημος Παραλήπτης διαχειριστής της περιουσίας του.
Θα παραθέσουμε, καταρχάς, το ιστορικό της υπόθεσης για καλύτερη κατανόηση των εγερθέντων ζητημάτων.
Στις 26.9.2013, στην αγωγή 5629/12, είχε εκδοθεί απόφαση προς όφελος του εφεσίβλητου και εναντίον του εφεσείοντα, με την οποία ο εφεσείοντας διατάχθηκε να καταβάλει στον εφεσίβλητο €161.849,16 πλέον τόκους προς το τρίμηνο Euribor, πλέον 2,5% από 8.11.2013 μέχρι εξόφλησης, πλέον €3.081,97 με τόκο προς 5,5% ετησίως από 6.12.2012 μέχρι εξόφλησης, πλέον €293,79 με τόκο προς 5,5% ετησίως από 6.12.2012 μέχρι εξόφλησης, πλέον €59 έξοδα έκδοσης της απόφασης, πλέον έξοδα. Ο εφεσίβλητος, με την αίτηση πτώχευσης Αρ. 21/2017, ημερομηνίας 21.12.2017 (την υπό εξέταση κατ’ έφεση), αξίωσε την έκδοση διατάγματος πτώχευσης του εφεσείοντα, λόγω μη καταβολής του εξ αποφάσεως χρέους του. Ο εφεσίβλητος ανέφερε πως ο εφεσείοντας δεν κατέβαλε οποιοδήποτε ποσό έναντι του εξ αποφάσεως χρέους του. Ούτε ο ίδιος, αλλά ούτε και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο εκ μέρους του, κατείχε οποιανδήποτε εξασφάλιση επί της περιουσίας του εφεσείοντα ή επί οποιουδήποτε μέρους της, για την αποπληρωμή του οφειλόμενου ποσού. Ήτο, περαιτέρω η θέση του ότι ο εφεσείοντας, μέσα σε 6 μήνες πριν την υποβολή της αίτησης πτώχευσης Αρ. 21/2017, διέπραξε πράξη πτώχευσης, και συγκεκριμένα ότι στις 29.6.2016 επιδόθηκε σε αυτόν η ειδοποίηση πτώχευσης υπ’ αριθμό 23/2016, πλην όμως ο εφεσείοντας δεν συμμορφώθηκε με τις απαιτήσεις της εν λόγω ειδοποίησης. Αν και ο εφεσείοντας αιτήθηκε τον παραμερισμό της ειδοποίησης, το αίτημα του απορρίφθηκε από το Δικαστήριο με απόφαση ημερομηνίας 28.9.2017, χρόνο κατά τον οποίο συνέχισε να προσμετρά η πράξη πτώχευσης.
Ο εφεσείοντας ενέστη στο αίτημα για έκδοση διατάγματος πτώχευσης του. Στην ένορκο του δήλωση, η οποία συνόδευε την ειδοποίηση περί προθέσεως ενστάσεως ανέφερε πως, στις 20.09.2011,είχε εκδοθεί διάταγμα παραλαβής της περιουσίας του στην αίτηση Αρ. 92/2011, ότι στις 22.10.2015 εκδόθηκε διάταγμα πτώχευσης και στις 7.11.2015 αποκαταστάθηκε αυτοδίκαια. Παρά την αποκατάσταση του, η περιουσία του εξακολουθούσε να βρίσκεται υπό τη διαχείριση του Επίσημου Παραλήπτη και η εξ’ αποφάσεως οφειλή του ενέπιπτε στο πλαίσιο της διαχείρισης του Επίσημου Παραλήπτη. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με την εισήγηση, η αίτηση καθίστατο άνευ αντικειμένου λόγω της εξακολούθησης της διαχείρισης της περιουσίας του, ως χρεώστη, από τον Επίσημο Παραλήπτη και όχι από τον ίδιο. Το ισχυριζόμενο χρέος ήτο επαληθεύσιμο και κατά συνέπεια υπήρχε κώλυμα ο εφεσίβλητος να ζητά, εκ νέου, την πτώχευση του. Επεσύναψε δε επιστολή ημερομηνίας 19.04.2018 από το Τμήμα Εφόρου Εταιρειών σε απάντηση των δικηγόρων του, στην οποία αναφέρετο ότι «οπουδήποτε χρέος δημιουργήθηκε πριν το Διάταγμα Παραλαβής, δηλαδή στις 20.09.2011, θεωρείται επαληθεύσιμο. Οι χρεώστες με την αποκατάσταση τους έχουν απαλλαχτεί από τα επαληθεύσιμα χρέη τους, σύμφωνα με το Άρθρο 27Α του περί Πτωχεύσεως Νόμου, Κεφ. 5».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στο Άρθρο 27Α(8) του περί Πτωχεύσεως Νόμου, Κεφ. 5, το οποίο προνοεί τα ακόλουθα σε σχέση με την αυτοδίκαιη αποκατάσταση πτωχεύσαντα:
«27Α. …………………………………………………………………………………..
(8) Τηρουμένων, κατ' αναλογίαν, των διατάξεων των εδαφίων (1), (2), (3) και (5) του άρθρου 30 του παρόντος Νόμου, η αυτοδίκαιη αποκατάσταση πτωχεύσαντα, που επέρχεται δυνάμει του παρόντος άρθρου ή που επήλθε πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Πτώχευσης (Τροποποιητικού) Νόμου του 2015, επιφέρει πλήρη απαλλαγή του εν λόγω προσώπου από όλα τα επαληθεύσημα χρέη, νοουμένου ότι το πρόσωπο αυτό ενεργεί με καλή πίστη και συνεργάζεται πλήρως, είτε με τον Επίσημο Παραλήπτη είτε με τον διαχειριστή, ανάλογα με την περίπτωση, για την εκποίηση και διανομή της πτωχευτικής περιουσίας:»
Το Δικαστήριο αναφέρθηκε, επίσης, και στις σχετικές, με το υπό κρίση ζήτημα, πρόνοιες των Άρθρων 3, 4 και 5 του Κεφ. 5, οι οποίες προνοούν τα εξής:
«3.-(1) Ο χρεώστης διαπράττει πράξη πτώχευσης σε καθεμιά από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
…………………………………………………………………………………………. (ε) αν πιστωτής εξασφαλίζει εναντίον του τελεσίδικη απόφαση ή τελικό διάταγμα για οποιοδήποτε ποσό, και, ενώ δεν αναστάλθηκε η εκτέλεση της απόφασης ή του διατάγματος, επέδωσε σε αυτόν στην Κύπρο ή αλλού με άδεια του Δικαστηρίου, ειδοποίηση πτώχευσης βάσει του Νόμου αυτού και μέσα σε επτά ημέρες μετά την επίδοση της ειδοποίησης σε αυτόν, σε περίπτωση που η επίδοση γίνεται στην Κύπρο και σε περίπτωση που η επίδοση γίνεται αλλού μέσα στον καθορισμένο από το διάταγμα που παρέχει την άδεια για επίδοση χρόνο, ο χρεώστης είτε συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις της ειδοποίησης, είτε ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι έχει ανταπαίτηση, δικαίωμα συμψηφισμού ή ανταγωγή η οποία εξισώνεται ή υπερβαίνει το ποσό του εξ αποφάσεως χρέους ή το ποσό που διατάχτηκε να πληρωθεί, και την οποία δεν ήταν δυνατό να προβάλει στην αγωγή ή τη διαδικασία στην οποία εξασφαλίστηκε η απόφαση ή το διάταγμα.
Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο κατά τον εκάστοτε χρόνο νομιμοποιείται να εκτελέσει τελεσίδικη απόφαση ή τελικό διάταγμα, θα θεωρείται ότι είναι πιστωτής που εξασφάλισε τελεσίδικη απόφαση ή τελικό διάταγμα.
……………………………………………………………………………………………
4.-(1) Τηρουμένων των προβλεπόμενων στο άρθρο 5 όρων και προϋποθέσεων, εάν ο χρεώστης διαπράξει πράξη πτώχευσης κατά τις διατάξεις του άρθρου 3, το Δικαστήριο δύναται, κατόπιν υποβολής αίτησης πτώχευσης, σύμφωνα με τον τύπο που καθορίζεται σε Διαδικαστικούς Κανονισμούς που εκδίδονται από το Ανώτατο Δικαστήριο, είτε από τον πιστωτή είτε από τον χρεώστη, να κηρύξει τον χρεώστη σε πτώχευση με την έκδοση διατάγματος, το οποίο στον παρόντα Νόμο θα καλείται "διάταγμα πτώχευσης", οπότε και η περιουσία του πτωχεύσαντα περιέρχεται στον διαχειριστή και διανέμεται μεταξύ των πιστωτών:
……………………………………………………………………………………………
Νοείται περαιτέρω ότι, ουδέν διάταγμα πτώχευσης εκδίδεται εάν δεν προσκομισθεί πιστοποιητικό, είτε από πιστωτή είτε από τον χρεώστη, ότι δεν υποβλήθηκε αίτηση ή δεν βρίσκεται σε ισχύ Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής ή προστατευτικό διάταγμα σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμου.
……………………………………………………………………………………………
«5.-(1) Πιστωτής δεν θα δικαιούται να υποβάλει αίτηση πτώχευσης εναντίον χρεώστη, εκτός αν-
(α) το χρέος που οφείλεται από το χρεώστη προς τον αιτητή πιστωτή, ή, αν δύο ή περισσότεροι πιστωτές υποβάλλουν από κοινού την αίτηση, το συνολικό ποσό των χρεών που οφείλεται στους διάφορους αιτούντες πιστωτές συμποσούται σε δεκαπέντε χιλιάδες ευρώ (€15.000), και,
(β) το χρέος είναι εκκαθαρισμένο ποσό, πληρωτέο είτε αμέσως είτε σε καθορισμένο μελλοντικό χρόνο, και
(γ) η πράξη πτώχευσης στην οποία στηρίζεται η πτώχευση συνέβηκε μέσα σε έξι μήνες πριν από την υποβολή της αίτησης, και
(δ) ο οφειλέτης κατοικεί στην Κύπρο ή, μέσα σε περίοδο ενός χρόνου πριν από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, είχε τη συνήθη διαμονή, ή είχε τόπο διαμονής ή τόπο εργασίας στην Κύπρο ή διεξήγαγε εργασίες στην Κύπρο προσωπικά, ή με αντιπρόσωπο ή διευθυντή, ή είναι ή μέσα στην περίοδο που αναφέρθηκε ήταν μέλος οίκου ή συνεταιρισμού που διεξήγαγε εργασίες στην Κύπρο μέσω εταίρου ή εταίρων ή αντιπροσώπου ή διευθυντή, και
……………………………………………………………………………………………
(στ) ο πιστωτής καταβάλλει στον Επίσημο Παραλήπτη τέλος ύψους πεντακοσίων ευρώ (€500):
……………………………………………………………………………………………
(ζ) ο αιτητής, θα πρέπει να παραδώσει αντίγραφο της αίτησης και του διατάγματος πτώχευσης όταν εκδοθεί, στον Επίσημο Παραλήπτη, στον Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, στον Διευθυντή του Τμήματος Εμπορικής Ναυτιλίας, στον Γενικό Διευθυντή του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου και στον Διευθυντή του Τμήματος Οδικών Μεταφορών.
…………………………………………………………………………………………..»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα πως η έκδοση της απόφασης, ημερομηνίας 26.9.2013, κατέστησε το χρέος του εφεσείοντα απαιτητό, κατά συνέπεια δεν αποτελούσε επαληθεύσιμο χρέος, όπως προνοούσε το Άρθρο 27Α(8), με αποτέλεσμα να μην τίθεται ζήτημα απαλλαγής του από αυτό. Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα:
«Έχω μελετήσει με προσοχή τις εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις των δύο πλευρών. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, ο ευπαίδευτος συνήγορος του καθ’ ου η αίτηση στηρίζει τη θέση του ότι το χρέος του καθ’ ου η αίτηση κατέστη απαιτητό πριν την ημερομηνία έκδοσης του διατάγματος παραλαβής στο περιεχόμενο του ειδικά οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος της αγωγής υπ’ αρ. 5629/2012 η οποία επισυνάπτεται στη συμπληρωματική ένορκη δήλωση του καθ’ ου η αίτηση (Τεκμήριο Β). Αυτό το οποίο παρατηρώ όμως είναι ότι διαφεύγει της προσοχής του κ. Γαβριηλίδη ότι είναι ο ίδιος που εκπροσώπησε τον καθ’ ου η αίτηση στην ως άνω αγωγή στα πλαίσια της οποίας αποδέχτηκε, κατά την 26/9/2013, την έκδοση απόφασης εναντίον του καθ’ ου η αίτηση, όπως επιμαρτυρεί το κείμενο της απόφασης που επισυνάπτεται στην ένορκη δήλωση του αιτητή. Από τη στιγμή που είχε αποδεχτεί τη έκδοση της εκ συμφώνου απόφασης σε ημερομηνία μεταγενέστερη της ημερομηνίας έκδοσης του διατάγματος παραλαβής δεν μπορεί, κατά την άποψη μου, να προβάλλει, εκ των υστέρων, ότι το χρέος του καθ’ ου η αίτηση προς τον αιτητή δημιουργήθηκε και κατέστη απαιτητό πριν την ημερομηνία έκδοσης του διατάγματος παραλαβής.
Έχοντας κατά νου τα πιο πάνω καταλήγω ότι η έκδοση της απόφασης ημερομηνίας 26/9/2013 είναι αυτή που κατέστησε το χρέος του καθ’ ου η αίτηση προς τον αιτητή απαιτητό. Κατά συνέπεια το ρηθέν χρέος δεν αποτελεί επαληθεύσιμο χρέος, όπως προνοεί το άρθρο 27Α(8) του Κεφ.5 , με αποτέλεσμα να μην τίθεται ζήτημα απαλλαγής του καθ’ ου η αίτηση από αυτό.»
Το Δικαστήριο, στη συνέχεια, αφού αναφέρθηκε στην απόφαση ημερομηνίας 26.09.2013, κατέληξε στα ακόλουθα ευρήματα:
«… Ο καθ’ ου η αίτηση δεν έχει πληρώσει οποιοδήποτε ποσό έναντι του εξ αποφάσεως χρέους, το οποίο ήταν άμεσα πληρωτέο και εξακολουθεί να υφίσταται. Ο αιτητής δεν κατέχει, ούτε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο εκ μέρους του κατέχει, οποιαδήποτε εξασφάλιση επί της περιουσίας του καθ’ ου η αίτηση. Ο καθ’ ου η αίτηση μέσα στους τελευταίους 6 μήνες πριν την υποβολή της υπό εξέταση αίτησης διέπραξε πράξη πτώχευσης, συγκεκριμένα παρέλειψε να συμμορφωθεί με ειδοποίηση πτώχευσης η οποία εκδόθηκε στην αίτηση υπ’ αρ. 23/2016 και του επιδόθηκε την 29/6/2016, παρά το ότι η ένσταση την οποία καταχώρησε εναντίον της ρηθείσας ειδοποίησης απερρίφθη από το Δικαστήριο την 28/9/2017. Ο καθ’ ου η αίτηση για το μεγαλύτερο διάστημα του τελευταίου έτους πριν την ημερομηνία υποβολής της υπό εξέταση αίτησης κατοικούσε στη Λεμεσό.
……………………………………………………………………………………………
Τα ευρήματα στα οποία έχω καταλήξει, όπως αυτά περιγράφονται πιο πάνω, ικανοποιούν, κατά την άποψη μου, όλες τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος. Θα πρέπει ακόμα να επισημανθεί ότι, όπως έχει διαφανεί από τη δικαστική απόφαση η οποία εξασφαλίστηκε από τον αιτητή εναντίον του καθ’ ου η αίτηση, το εξ αποφάσεως χρέος υπερβαίνει το κατώτατο ποσό των €15.000 το οποίο καθορίζεται στο άρθρο 5(1)(α) του Νόμου. Επιπρόσθετα, όπως διαφαίνεται από το αδιαμφισβήτητο περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων επίδοσης που βρίσκονται στο φάκελο του Δικαστηρίου η αίτηση επιδόθηκε στους διευθυντές των Τμημάτων που περιγράφονται στο άρθρο 5(1)(ζ) του Νόμου. Όπως επίσης έχει ήδη αναφερθεί, η αίτηση συνοδεύεται από την ένορκη δήλωση του αιτητή, ο οποίος βεβαίωνει τα γεγονότα που περιγράφονται στο σώμα της αίτησης, όπως επιτάσσει το άρθρο 6(1) του Νόμου.
Φυσικά δεν διαφεύγει της προσοχής μου ότι δεν έχει προσκομιστεί το προβλεπόμενο στο άρθρο 4(1) του Νόμου πιστοποιητικό ότι δεν υποβλήθηκε αίτηση ή δεν βρίσκεται σε ισχύ προσωπικό σχέδιο αποπληρωμής ή προστατευτικό διάταγμα σύμφωνα με τις διατάξεις του Περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων Νόμου. Όμως, όπως ο ίδιος ο καθ’ ου η αίτηση παραδέχεται στην ένορκη δήλωση του, παρά το ότι έχει αποκατασταθεί αυτοδίκαια στις 7/11/2015, η περιουσία του εξακολουθεί να βρίσκεται υπό τη διαχείριση του Επίσημου Παραλήπτη. Είμαι της άποψης ότι από τη στιγμή που η περιουσία του εξακολουθεί να βρίσκεται υπό τη διαχείριση του Επίσημου Παραλήπτη, συνεπώς υπό την προστασία του, δεν απαιτείτο η παρουσίαση του ρηθέντος πιστοποιητικού προς επιβεβαίωση του ότι δεν βρίσκεται σε ισχύ προσωπικό σχέδιο αποπληρωμής ή προστατευτικό διάταγμα. Επιπρόσθετα, είμαι της άποψης ότι το γεγονός ότι η περιουσία του καθ’ ου η αίτηση βρίσκεται υπό τη διαχείριση του Επίσημου Παραλήπτη δεν αποτελεί κώλυμα για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος. Επισημαίνω ότι ο καθ’ ου η αίτηση έχει αποκατασταθεί από της 7/11/2015. Συνεπώς η διαχείριση της περιουσίας του από τον Επίσημο Παραλήπτη μπορεί να αρθεί καθ’ οιονδήποτε χρόνο.»
Ο εφεσείοντας δεν έμεινε ικανοποιημένος με την πιο πάνω απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και καταχώρισε την υπό κρίση έφεση, προβάλλοντας τους ακόλουθους δύο λόγους έφεσης: ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένα αποφαίνεται πως το χρέος του είναι επαληθεύσιμο και ως εκ τούτου να δικαιολογεί την έκδοση του διατάγματος πτώχευσης (πρώτος λόγος), και ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε λανθασμένη εκτίμηση των επίδικων θεμάτων (δεύτερος λόγος). Η αιτιολογία και στους δύο λόγους έφεσης περιστρέφεται γύρω από τη θέση πως η αίτηση του εφεσίβλητου ήτο άνευ αντικειμένου, λόγω της εξακολούθησης διαχείρισης της περιουσίας του ως χρεώστη από τον Επίσημο Παραλήπτη. Επιπρόσθετα, στην αιτιολογία του δεύτερου λόγου έφεσης αναπτύσσεται η θέση πως το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε λανθασμένα συμπεράσματα, καθότι δεν έλαβε υπόψη τα προσκομισθέντα τεκμήρια με βάση τα οποία επιβεβαιώνεται πως το χρέος είναι επαληθεύσιμο. Θα εξετάσουμε τους δύο λόγους έφεσης μαζί, λόγω της συνάφειας τους.
Ο δικηγόρος του εφεσείοντα, στο περίγραμμα αγόρευσης του, προέβαλε πως συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις του Άρθρου 27Α(8) του Κεφ. 5 και ότι με την αποκατάσταση του εφεσείοντα από την πτώχευση στην οποία τελούσε, επήλθε πλήρης απαλλαγή του από τα επαληθεύσιμα χρέη του, μεταξύ των οποίων και τα ποσά τα οποία αξίωνε ο εφεσίβλητος εναντίον του. Αντίθετα, η δικηγόρος του εφεσίβλητου υποστήριξε πως, εφόσον κατά την ημερομηνία έκδοσης του διατάγματος παραλαβής δεν είχε εκδοθεί η απόφαση εναντίον του εφεσείοντα, ημερομηνίας 26.09.2013, η οποία δημιούργησε το χρέος, αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επαληθεύσιμο χρέος. Είναι, σύμφωνα με τη θέση της, η εκδοθείσα απόφαση που κατέστησε το χρέος του εφεσείοντα προς τον εφεσίβλητο απαιτητό.
Έχουμε μελετήσει τα όσα υποστήριξαν οι δικηγόροι των διαδίκων και κρίνουμε βάσιμο το παράπονο του εφεσείοντα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι από τη στιγμή που ο εφεσείοντας αποδέχθηκε την έκδοση της απόφασης εκ συμφώνου στις 26.9.2013, δηλαδή σε ημερομηνία μεταγενέστερη της ημερομηνίας έκδοσης του διατάγματος παραλαβής, αυτή είναι η ημερομηνία, 26.9.2013, που κατέστησε το χρέος απαιτητό και επαληθεύσιμο.
Η ερμηνεία του όρου επαληθεύσιμο χρέος για σκοπούς του Άρθρου 27(Α)(8) του Νόμου, φρονούμε ότι έπρεπε να αναζητηθεί μέσα από τις πρόνοιες του Άρθρου 34 του ίδιου Νόμου και όχι στη βάση των επιχειρημάτων που ανέπτυξαν οι συνήγοροι των διαδίκων. Σύμφωνα με το Άρθρο 34(3), προνοούνται τα ακόλουθα:
«34.-(1) …………………………………………………………………………………
(2) ……………………………………………………………………………………….
(3) Εκτός, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, όλα τα χρέη και όλες οι υποχρεώσεις, παρούσες ή μελλοντικές, βέβαιες ή υπό αίρεση, στις οποίες υπόκειται ο πτωχεύσας κατά την ημερομηνία του διατάγματος πτώχευσης, ή στις οποίες θα υπόκειται πριν από την αποκατάσταση του λόγω ευθύνης που προέκυψε πριν από την ημερομηνία του διατάγματος πτώχευσης, θα θεωρούνται ως χρέη που δύνανται να επαληθευτούν.»
Επομένως, προκύπτει ότι το χρέος ήταν επαληθεύσιμο επειδή αυτό δημιουργήθηκε προγενέστερα της έκδοσης του διατάγματος πτώχευσης και της αυτοδίκαιης αποκατάστασης. Συνεπώς, σύμφωνα με το Άρθρο 27Α(8) για το επίδικο χρέος επήλθε πλήρης απαλλαγή του εφεσείοντα.
Φρονούμε ότι το ορθό συμπέρασμα στο οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να καταλήξει είναι η απόρριψη της Αίτησης με έξοδα σε βάρος του Αιτητή – εφεσίβλητου.
Στη βάση του Άρθρου 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60), και των προνοιών του Μέρους 41.12(1) και 41.13(4) των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2023 κρίνουμε ότι μπορούμε να προχωρήσουμε με απόρριψη της Αίτησης την οποία και απορρίπτουμε με έξοδα σε βάρος του Αιτητή – εφεσίβλητου, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού και εγκριθούν από αρμόδιο Δικαστήριο, του ίδιου Δικαστηρίου.
Συνακόλουθα η έφεση επιτυγχάνει. Η εκκαλούμενη απόφαση παραμερίζεται.
Επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον του εφεσίβλητου €4.200,00 έξοδα έφεσης, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει.
Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.
Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο