
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 275/2019)
30 Ιουνίου, 2025
[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Η "ΚΕΝΤΡΙΚΗ" ΛΤΔ
Εφεσείουσα/Εναγόμενη
και
ΜΙΧΑΛΗΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
Εφεσίβλητος/Ενάγοντας
-----------------------------
Φοίβος Χ” Ιωάννου για Α. Κ. Χ” Ιωάννου & Σία, Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.
Χρίστος Δημητριάδης για Κώστας Δημητριάδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο.
-----------------------------
ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Το δικαίωμα έφεσης είναι αναφαίρετο και έτσι πρέπει να είναι. Ωστόσο, όταν το ουσιαστικό παράπονο του εφεσείοντος, που στην προκειμένη περίπτωση τυγχάνει να είναι ασφαλιστική εταιρεία, από χρηματικής απόψεως, μπορεί, από μια οπτική γωνία, να αποτιμηθεί στο ποσό των €480, με διακύβευμα, σε περίπτωση απόρριψης, καταδίκης σε ποσό εξόδων πολύ μεγαλύτερο, η άσκηση έφεσης δεν μπορεί παρά να προκαλεί απορία.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Στις 18.7.2011 συνέβη τροχαίο δυστύχημα στη διασταύρωση της Λεωφ. Μακαρίου και Αγίου Γεωργίου στη Λακατάμια, με εμπλεκόμενα οχήματα, το HZX 685 που οδηγείτο από τον ενάγοντα/εφεσίβλητο, HKE 359 που οδηγείτο από πρόσωπο που ήταν ασφαλισμένο στην εναγόμενη/εφεσείουσα ασφαλιστική εταιρεία (εφεξής ο ασφαλισμένος) και KZF 446 που οδηγείτο από τον Μ.Σ. (ΜΕ4).
Από το δυστύχημα, σε ό,τι αφορά τον ενάγοντα/εφεσίβλητο, το όχημα του υπέστη υλικές ζημιές και ο ίδιος τραυματίστηκε, ευτυχώς μόνον ελαφρά.
Δεν υπήρξε διευθέτηση της απαίτησης και η υπόθεση έφτασε στο Δικαστήριο και μάλιστα σε ακρόαση. Κατά την ακρόαση έδωσαν μαρτυρία τέσσερα πρόσωπα εκ μέρους του ενάγοντος, ο αστυφύλακας Σ.Α. (ΜΕ1), ο ενάγοντας (ΜΕ2), ο ιατρός Χ.Χ.(ΜΕ3) και ο οδηγός του KZF 446, Μ.Σ (ΜΕ4). Εκ μέρους της εναγόμενης κατέθεσε ο ασφαλισμένος (ΜΥ1). Κατατέθηκαν και διάφορα τεκμήρια, μεταξύ των οποίων και πρόχειρο σχέδιο της σκηνής του δυστυχήματος που ετοιμάστηκε από τον ΜΕ1 (τεκμήριο 1).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο που εκδίκασε την υπόθεση, με λεπτομερή και αναλυτική αξιολόγηση (σελίδες 8-11 της εκκαλούμενης απόφασης ημερ.12.6.2019), η οποία δεν προσβάλλεται, έκρινε τους τέσσερις μάρτυρες του ενάγοντος/εφεσίβλητου αξιόπιστους και τον μάρτυρα της εναγόμενης/εφεσείουσας αναξιόπιστο. Στη βάση αυτής της αξιολόγησης, κατέληξε στα εξής ευρήματα (σελίδες 11-12):
«Στις 18.7.2011 γύρω στις 3 μ.μ. ο ενάγων οδηγούσε το αυτοκίνητο του με αρ. εγγραφής HZΧ 685 στη λεωφόρο Μακαρίου στη Λακατάμια με κατεύθυνση προς τη Δευτερά, στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας ως η πορεία του. Όταν πλησίασε τη διασταύρωση με τη λεωφόρο Αγίου Γεωργίου, πρόσεξε ότι τα φώτα τροχαίας δεν λειτουργούσαν λόγω διακοπής παροχής ηλεκτρικού ρεύματος. Ελάττωσε ταχύτητα, διαπίστωσε ότι δεν έρχονταν οχήματα από τα δεξιά του, ενώ από απέναντι δεν υπήρχαν οχήματα τα οποία θα έρχονταν ευθεία ή θα έστριβαν δεξιά ως η πορεία τους. Συνεπώς εισήλθε στη διασταύρωση με πολύ χαμηλή ταχύτητα. Όταν έφθασε περίπου στο μέσο, αντιλήφθηκε αριστερά του το αυτοκίνητο με αρ. εγγραφής HΚΕ 359, το οποίο εκινείτο στη μεσαία από τις τρεις λωρίδες κυκλοφορίας της οδού Μελίνας Μερκούρη με κατεύθυνση προς Ανθούπολη, να εισέρχεται στη διασταύρωση. Ο ασφαλισμένος απέκοψε την πορεία του εκ δεξιών του ερχομένου αυτοκινήτου του ενάγοντα, o οποίος πάτησε αμέσως συμπλέκτη και φρένο, αλλά η απόσταση ήταν τέτοια που η σύγκρουση μεταξύ των δύο οχημάτων δεν αποφεύχθηκε. Ο ασφαλισμένος δεν εφάρμοσε καθόλου φρένο πριν τη σύγκρουση με τον ενάγοντα. Ακολούθως το όχημα του ασφαλισμένου κινήθηκε αριστερά ως η πορεία του και συγκρούστηκε με το αυτοκίνητο με αρ. εγγραφής ΚZF 446 με οδηγό τον Μ.Κ. 4, το οποίο ήταν σταματημένο στο Αλτ της λεωφόρου Μακαρίου με κατεύθυνση προς Στρόβολο, και ακολούθως ακινητοποιήθηκε. [...] Σημειώνεται ότι ο ασφαλισμένος είχε εισέλθει στη διασταύρωση χωρίς να ελαττώσει καθόλου ταχύτητα και χωρίς να ελέγξει την τροχαία κίνηση. Το αυτοκίνητο που οδηγούσε με αρ. εγγραφής HΚΕ 359 ήταν ασφαλισμένο στην εναγομένη. Οι ειδικές ζημιές του ενάγοντα συνεπεία του επίδικου ατυχήματος (για επιδιόρθωση του οχήματος του κ.ο.κ.) ανέρχονται στο ποσό των €2.300.»
Έπειτα, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε τις αρχές που διέπουν το αστικό αδίκημα της αμέλειας (σελίδες 12-14) καταλήγοντας στα εξής συμπεράσματα σε σχέση με την οδική συμπεριφορά του ασφαλισμένου (σελίδα 14):
«Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα ευρήματα στα οποία έχω καταλήξει πιο πάνω, ο ασφαλισμένος εισήλθε εντός της διασταύρωσης ενώ γνώριζε ότι τα φώτα δεν λειτουργούσαν, χωρίς να ελαττώσει καθόλου ταχύτητα (ο ίδιος μάλιστα προσδιόρισε την ταχύτητα του στα 50-70χλμ.) και χωρίς να ελέγξει δεόντως την τροχαία κίνηση για να διαπιστώσει κατά πόσο ήταν ασφαλές να το πράξει. Όταν ο ασφαλισμένος εισήλθε με τον εν λόγω αλόγιστο τρόπο, ο ενάγων είχε ήδη φθάσει, και δη με χαμηλή ταχύτητα, περίπου το μέσο της διασταύρωσης, ενώ από το σημείο σύγκρουσης προκύπτει ότι ο ενάγων είχε διανύσει πέραν των 10 μέτρων από το Αλτ της δικής του πορείας, ενώ ο ασφαλισμένος μόνο 3,5 μέτρα από το Αλτ της δικής του πορείας. Είναι προφανές ότι ο ασφαλισμένος όχι μόνο όφειλε να σταματήσει στο Αλτ της πορείας του για να ελέγξει τη διασταύρωση πριν εισέλθει, εφόσον τα φώτα τροχαίας δεν λειτουργούσαν, αλλά εάν το έπραττε, ή έστω εάν ελάττωνε ταχύτητα, θα αντιλαμβανόταν το όχημα του ενάγοντα, το οποίο εκινείτο με χαμηλή ταχύτητα θα αντιλαμβανόταν το όχημα του ενάγοντα, το οποίο εκινείτο με χαμηλή ταχύτητα εκ δεξιών του και στο οποίο όφειλε να δώσει προτεραιότητα. Ως εκ τούτου, η αμέλεια του ασφαλισμένου είναι ξεκάθαρη και δεν χωρεί αμφιβολία.»
Στη συνέχεια το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε τις αρχές που διέπουν το θέμα της συντρέχουσας αμέλειας (σελίδες 15-16) καταλήγοντας στα ακόλουθα συμπεράσματα (σελίδα 16):
«Εφαρμόζοντας τις πιο πάνω αρχές στα γεγονότα της υπόθεσης, θεωρώ ότι ο ενάγων δεν είναι παντελώς άμοιρος ευθύνης. Όπως ο ίδιος, προς τιμήν του, δήλωσε από την πρώτη στιγμή, δεν σταμάτησε στο Αλτ της πορείας του για να ελέγξει κατά πόσο ήταν ασφαλές να εισέλθει στη διασταύρωση, και έλεγξε δεόντως μόνο ευθεία και δεξιά, ενώ ο ασφαλισμένος ερχόταν από τα αριστερά. Δεν παραγνωρίζω, βεβαίως, ότι ελάττωσε σημαντικά ταχύτητα προτού εισέλθει και εκινείτο εντός της διασταύρωσης με πολύ χαμηλή ταχύτητα, αλλά και ότι έλαβε δεόντως μέτρα προς αποφυγή σύγκρουσης όταν αντιλήφθηκε το όχημα του ασφαλισμένου. Συνεπώς, η αμέλεια του ενάγοντα είναι πολύ μικρότερη από εκείνη του ασφαλισμένου, ο οποίος όφειλε να είναι πολύ πιο προσεκτικός, και ο οποίος εάν σταματούσε στο Αλτ της πορείας του ως όφειλε ή έστω εάν ελάττωνε ταχύτητα και έλεγχε τη διασταύρωση προτού εισέλθει, θα εντόπιζε το προσερχόμενο εκ δεξιών του όχημα του ενάγοντα στο οποίο όφειλε να δώσει προτεραιότητα (βλ. Κανονισμό 58(1)(ιζ) των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών του 1984 ΚΔΠ 66/84).»
Συνεκτιμώντας στη συνέχεια την αμέλεια αμφότερων των οδηγών, καθόρισε το ποσοστό ευθύνης του ασφαλισμένου για το δυστύχημα σε 80% και του ενάγοντος σε 20%. Βάσει του καθορισμού αυτού και αφού είχε ήδη κοινώς δηλωθεί από τα μέρη, ότι, επί πλήρους ευθύνης, οι ειδικές ζημιές του ενάγοντος ανέρχονταν στο ποσό των €2.300, του επιδίκασε ποσό €1.840. Περαιτέρω, επί πλήρους ευθύνης, καθόρισε το ύψος των γενικών αποζημιώσεων σε €2.500 (κατάληξη που επίσης δεν προσβάλλεται με την έφεση) και βάσει του ποσοστού ευθύνης, του επιδίκασε ποσό €2.000.
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι στη γραπτή αγόρευση που κατατέθηκε στην πρωτόδικη διαδικασία εκ μέρους της εναγόμενης/εφεσείουσας, ο τότε δικηγόρος που την εκπροσωπούσε, διατύπωσε ρητά τη θέση ότι το ποσοστό ευθύνης του ενάγοντος/εφεσίβλητου, θα έπρεπε να κυμανθεί μεταξύ 30%-40% (σελίδα 3 της χωρίς αρίθμηση αγόρευσης του). Το πρωτόδικο Δικαστήριο το καθόρισε σε 20%, επιδικάζοντας, ως προαναφέραμε, ποσό €1.840 ως ειδικές αποζημιώσεις και €2.000 ως γενικές αποζημιώσεις. Αν το καθόριζε σε 30%, κάτι που θα συμβάδιζε με την τότε θέση της εναγόμενης/εφεσίβλητης, θα επιδίκαζε €1.610 ως ειδικές αποζημιώσεις και ως €1.750 ως γενικές αποζημιώσεις. Με άλλα λόγια η συνολική χρηματική διαφορά θα ήταν €480 (λιγότερα), εξού και το εισαγωγικό μας σχόλιο.
Παρόλα ταύτα, η εναγόμενη, ως είχε αναφαίρετο δικαίωμα επαναλαμβάνουμε, με νέο δικηγόρο, άσκησε έφεση προβάλλοντας μάλιστα δέκα λόγους έφεσης. Ο λόγος έφεσης 3, κατόπιν ρητής αναφοράς στο περίγραμμα αγόρευσης, δεν προωθήθηκε, με αποτέλεσμα να παραμείνουν προς εξέταση εννέα λόγοι έφεσης.
Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά γενικά τον καθορισμό του ποσοστού ευθύνης. Ότι δηλαδή το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα καταλόγισε ευθύνη 80% στον ασφαλισμένο και 20% στον εφεσίβλητο, αντί, ως εισηγείται τώρα ο νέος δικηγόρος της, ευθύνη στον εφεσίβλητο 50% και/ή σε μεγαλύτερο ποσοστό.
Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης «βάλλουν» κατά των συμπερασμάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την οδική συμπεριφορά των δύο οδηγών, αλλά και των συνθηκών που επικρατούσαν κατά τη στιγμή πρόκλησης τους δυστυχήματος, με βάση πάντα τη δοθείσα μαρτυρία. Συγκεκριμένα με τον δεύτερο λόγο έφεσης καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι εσφαλμένα εξαγάγει το συμπέρασμα ότι ο ασφαλισμένος ανέκοψε την πορεία του εκ δεξιών ερχόμενου αυτοκινήτου του εφεσίβλητου, αλλά και ότι, όταν ο ασφαλισμένος εισήλθε με τον εν λόγω αλόγιστο τρόπο, ο ενάγων είχε ήδη φθάσει στο μέσο της διασταύρωσης. Με τον τέταρτο λόγο έφεσης ότι εσφαλμένα αποφαίνεται ότι ο εφεσίβλητος έλαβε τα δέοντα μέτρα προς αποφυγή της σύγκρουσης όταν αντιλήφθηκε το όχημα του ασφαλισμένου και ότι εσφαλμένα εξήγαγε το έμμεσο συμπέρασμα ότι επειδή ο εφεσίβλητος οδηγούσε με χαμηλή ταχύτητα, αυτός ήταν παράγοντας προσεκτικής οδήγησης. Με τον πέμπτο λόγο έφεσης ότι εσφαλμένα αποφαίνεται ότι επειδή ο ασφαλισμένος εισήλθε εντός της διασταύρωσης χωρίς να ελαττώσει καθόλου ταχύτητα και χωρίς να ελέγξει την τροχαία κίνηση κατά πόσο ήταν ασφαλές να το πράξει, ήταν αμελής και η πράξη αλόγιστη. Τούτο διότι δεν υπήρχε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της αμελούς πράξης του και της πρόκλησης του δυστυχήματος. Με τον έκτο λόγο έφεσης ότι λανθασμένα αποφαίνεται ότι ο εφεσίβλητος είχε προτεραιότητα και ότι ο ασφαλισμένος όφειλε να του δώσει προτεραιότητα και λανθασμένα λαμβάνει υπόψη του τον Κανονισμό 58 (1) (ιζ) του ΚΔΠ 66/84. Με τον έβδομο λόγο έφεσης ότι εσφαλμένα δεν αποφαίνεται ότι ο εφεσίβλητος, όταν βρισκόταν στη μέση της διασταύρωσης, δηλαδή στη νησίδα, θα έπρεπε να είχε σταματήσει να κοιτάξει δεξιά και αριστερά αν ήταν ασφαλές να προχωρήσει και όταν θα ήταν στην τρίτη λωρίδα κατεύθυνσης ως η πορεία του ασφαλισμένου, θα έπρεπε να είχε σταματήσει και να ελέγξει ξανά αριστερά αν ερχόταν άλλο αυτοκίνητο από τη μεσαία λωρίδα κυκλοφορίας. Η παράλειψη του να το πράξει δεικνύει ότι δεν είχε τη δέουσα προσοχή και παρατηρητικότητα και ότι επέδειξε πλήρη αδιαφορία προκαλώντας το επίδικο δυστύχημα. Ο όγδοος λόγος έφεσης ότι εσφαλμένα αποφαίνεται ότι η αμέλεια του εφεσίβλητου είναι πολύ μικρότερη από του ασφαλισμένου. Ο ένατος λόγος έφεσης ότι εσφαλμένα δεν προβαίνει σε εύρημα ποιου οδηγού η οδική συμπεριφορά ήταν η γενεσιουργός αιτία του δυστυχήματος. Τέλος, με τον δέκατο λόγο έφεσης ότι εσφαλμένα δεν αποφαίνεται ότι ο ασφαλισμένος ενέργησε κάτω από την αγωνία της στιγμής.
Οι λόγοι έφεσης δεν έχουν αυθύπαρκτη, ανατρεπτική δυναμική. Στρέφονται κατά φερόμενων, επί μέρους διαπιστώσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου και/ή της κατάληξης του γενικά σε μια αδιάκριτη προσπάθεια ανατροπής της απόφασης και επανακαθορισμού του ποσοστού ευθύνης σε τουλάχιστον 50% - 50%. Τούτο, υπενθυμίζουμε, σε ευθεία αντίθεση με τη διαφορετική εισήγηση που έγινε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Κάποιοι λόγοι έφεσης, έμμεσα ή άμεσα, για παράδειγμα ο λόγος έφεσης 5 (με τον ισχυρισμό, μεταξύ άλλων ότι «ο Ενάγοντας ανέκοψε την πορεία του ασφαλισμένου και όχι το αντίθετο») φαίνεται να στηρίζονται σε θέσεις που προβλήθηκαν από τον ΜΥ1, η μαρτυρία του οποίου απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, χωρίς η απόρριψη αυτή να προσβάλλεται με την έφεση. Κάποιοι άλλοι λόγοι έφεσης, όπως για παράδειγμα ο λόγος έφεσης 10, με την προβολή του ισχυρισμού ότι «το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν αποφαίνεται ότι ο ασφαλισμένος ενήργησε κάτω από την αγωνία της στιγμής» αφορούν νεοφερμένα θέματα που δεν προωθήθηκαν κατά τον ενδεδειγμένο τρόπο κατά την πρωτόδικη διαδικασία.
Ως εκ των ανωτέρω, έχοντας στο επίκεντρο τον ορθολογισμό και για αποφυγή αχρείαστης ενασχόλησης με ανεπίτρεπτους ισχυρισμούς και αδιέξοδες λεπτομέρειες, οι λόγοι έφεσης θα εξεταστούν μαζί, αντικριζόμενοι ως μια σφαιρική αμφισβήτηση της πρωτόδικης απόφασης, σε ό,τι αφορά τον καθορισμό του ποσοστού ευθύνης. Όπου βέβαια σχόλια και αναφορές μας θα αφορούν συγκεκριμένους λόγους έφεσης, θα γίνεται η συσχέτιση.
Επισημαίνουμε κατ’ αρχάς ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως τα καταγράφουμε στις σελίδες 3 - 4 πιο πάνω, ήταν απολύτως δικαιολογημένα από την ενώπιον του προσαχθείσα, αξιόπιστη μαρτυρία και τεκμήρια.
Η διασταύρωση στην οποία έγινε η σύγκρουση, υπό κανονικές συνθήκες, ελεγχόταν από φώτα τροχαίας. Κατά τη δεδομένη στιγμή όμως τα φώτα τροχαίας δεν λειτουργούσαν. Ήταν δηλαδή, κατά τον ουσιώδη χρόνο μια μη ελεγχόμενη διασταύρωση. Προτεραιότητα σε τέτοιες διασταυρώσεις τότε (το 2011), αλλά και σήμερα, βάσει του Κανονισμού 58(4)(γ) του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών του 1984 (ως τροποποιήθηκε) έχουν τα εκ δεξιών ερχόμενα οχήματα - στην προκειμένη περίπτωση το όχημα που οδηγείτο από τον ενάγοντα/εφεσίβλητο. Συγκεκριμένα ο εν λόγω κανονισμός προβλέπει τα εξής:
«Πρόσωπο το οποίο οδηγεί ή έχει τον έλεγχο μηχανοκινήτου οχήματος σε οποιοδήποτε δρόμο οφείλει-
να παραχωρεί δικαίωµα προτεραιότητας σε οχήματα που κινούνται από δεξιά σε κυκλικούς κόµβους, εκτός αν υπάρχει άλλη σήµανση στο δρόµο, και σε διασταυρώσεις δρόµων στους οποίους η προτεραιότητα δεν ρυθµίζεται µε σήµατα τροχαίας ή και σήµανση στο οδόστρωµα, περιλαµβανοµένων των φωτοελεγχόµενων διασταυρώσεων δρόµων όπου οι φωτεινοί σηµατοδότες για οχήµατα δεν λειτουργούν ή αναβοσβήνει ο κίτρινος σηµατοδότης·»
Το γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε σε προγενέστερη/άλλη αρίθμηση του κανονισμού, καμία ουσιαστική σημασία έχει, αφού η συγκεκριμένη ρύθμιση, ούτως ή άλλως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Αυτή η αρχή δεν ήταν απλά άποψη του αστυνομικού (ΜΕ1) ή/και αυθαίρετο συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως υποστηρίζει με τον λόγο έφεσης 6 η εφεσείουσα, αλλά εμπεδωμένη και διαχρονική πρακτική οδήγησης που επιβεβαιώνεται στη Νομολογία μας (βλ. Παρτέλα v. Δήμος Λάρνακας (2002) 1 Α.Α.Δ.1671).
Ο ασφαλισμένος, βάσει των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, παραγνωρίζοντας πλήρως την υπόλοιπη τροχαία κίνηση, χωρίς να ελέγξει, να σταματήσει ή έστω να ελαττώσει, εισήλθε στην εν λόγω διασταύρωση ανακόπτοντας την πορεία του εκ δεξιών ερχόμενου οχήματος που οδηγούσε ο εφεσίβλητος, με αποτέλεσμα να επέλθει σύγκρουση, αρχικά μεταξύ των δύο οχημάτων και ακολούθως μεταξύ του οχήματος που οδηγούσε ο ασφαλισμένος και του οχήματος KZF 446 που οδηγείτο από τον ΜΕ4. Ως διαπίστωσε περαιτέρω το πρωτόδικο Δικαστήριο, το όχημα του εφεσίβλητου διάνυσε πέραν των 10 μέτρων εντός της διασταύρωσης, ενώ το όχημα του ασφαλισμένου μόλις 3,5 μέτρα. Χωρίς αμφιβολία, η γενεσιουργός αιτία του δυστυχήματος - στοιχείο που μολονότι δεν αναφέρεται ρητά στην πρωτόδικη απόφαση, προκύπτει διάχυτα από το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό ευθύνης που του καταμέρισε – ήταν η οδική συμπεριφορά του ασφαλισμένου. Τούτο αναδεικνύει την αβασιμότητα του λόγου έφεσης 9.
Συναφώς, επί του προκειμένου, συμφωνούμε με το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστήριο όσον αφορά την αμέλεια του ασφαλισμένου, ως επίσης το καταγράφουμε στις σελίδες 4 – 5 (ανωτέρω).
Ομοίως, συμφωνούμε με το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με τη συντρέχουσα αμέλεια του εφεσίβλητου (σελίδες 5 – 6 πιο πάνω). Ήταν μεμπτή και η δική του οδική συμπεριφορά. Δεν σταμάτησε στη μη ελεγχόμενη διασταύρωση ως όφειλε. Ελάττωσε όμως ταχύτητα, έλεγξε την τροχαία κίνηση από απέναντι και δεξιά, όχι όμως αριστερά, κατεύθυνση από την οποία ερχόταν το όχημα του ασφαλισμένου. Επί του προκειμένου, σημειώνεται ότι η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε «ΑΛΤ» προκύπτει να είναι περιγραφική της δημιουργηθείσας, έκτακτης, εκατέρωθεν υποχρέωσης των οδηγών να σταματήσουν στη συνεχή γραμμή προ των φώτων τροχαίας, ένεκα ακριβώς της μη λειτουργίας τους και όχι σε εσφαλμένη διαπίστωση της ύπαρξης πινακίδας ή σήματος «ΑΛΤ».
Αυτά ήταν τα ουσιαστικά στοιχεία για καθορισμό της ευθύνης των δύο εμπλεκόμενων οδηγών, με αποτέλεσμα ο καταμερισμός στον οποίο κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο να ήταν υπό τις περιστάσεις εντός των παραμέτρων του ορθολογισμού και της ευθυκρισίας, έτσι που να μην επιδέχεται παρέμβαση από μέρους μας.
Όλοι οι λόγοι έφεσης είναι ανεδαφικοί.
Η έφεση κρίνεται ολωσδιόλου αβάσιμη και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €1.900 έξοδα πλέον ΦΠΑ, υπέρ του εφεσίβλητου.
ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.
Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο