
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ.: 301/2024)
25 Ιουνίου 2025
[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
XXX AHMED
Εφεσείων
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης
--------------------------------------------------------------
Μ. Παυλίδου (κα) με Δ. Παυλίδη, για τον Εφεσείοντα
Ε. Κληρίδου (κα) για Γενικόν Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Ο Εφεσείων κρίθηκε ένοχος κατόπιν ακρόασης στην Κατηγορία 4, η οποία αφορά σεξουαλική κακοποίηση παιδιού (9 ετών) κατά παράβαση των Άρθρων 6(1) και 14 (1)(γ) του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Ν.91(I)/14. Με τους τέσσερεις πρώτους λόγους έφεσης προσβάλλει την καταδίκη του και με τους υπόλοιπους πέντε λόγους την ποινή φυλάκισης 2,5 ετών, την οποία τού επέβαλε το εκδικάσαν Κακουργοδικείο Λάρνακας. Οι υπόλοιπες επτά κατηγορίες για σεξουαλική κακοποίηση άλλων τριών παιδιών (5, 8, 10 ετών) ανεστάλησαν μετά από την ένορκη μαρτυρία των γονέων τους (Μ.Κ.1, Μ.Κ.2) ότι δεν επιθυμούσαν την κλήση των τέκνων τους ως μαρτύρων.
Η υπόθεση προχώρησε με την κλήση άλλων εννέα μαρτύρων εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής (Μ.Κ.3 έως Μ.Κ.11) ενώ, μετά την κλήση του σε απολογία, ο Εφεσείων κατέθεσε ενόρκως και κάλεσε τρεις μάρτυρες προς υπεράσπισή του. Το Κακουργοδικείο δέχθηκε τη μαρτυρία των μελών της Αστυνομίας (Μ.Κ.3, Μ.Κ.4, Μ.Κ.6, Μ.Κ.7) της μητέρας της ανήλικης (Μ.Κ.5), της ανήλικης (Μ.Κ.8), της εκπαιδευτικής ψυχολόγου (Μ.Κ.9) και της κλινικής ψυχολόγου (Μ.Κ.11). Απέρριψε τη μαρτυρία κάποιας άλλης ανήλικης (Μ.Κ.10) η οποία ήταν παρούσα στο ίδιο σπίτι, του Εφεσείοντος, καθώς και των μαρτύρων υπεράσπισης (Μ.Υ.1, Μ.Υ.2, Μ.Υ.3). Στη βάση της σχετικής αξιολόγησης κατέληξε στα πιο κάτω ευρήματα:
«Ο κατηγορούμενος το (sic) ουσιώδη χρόνο ήταν νυμφευμένος με την Μ.Υ.3 και διέμενε στην κατοικία της τελευταίας στην ……... Η Μ.Υ.3 είναι η γιαγιά της παραπονούμενης από την πατρική γραμμή. Η ανήλικη γεννήθηκε στις ….11.2012. Το 2021 την περίοδο που τα σχολεία ήταν κλειστά για τις θερινές διακοπές βρισκόταν στο σπίτι της γιαγιάς της. Την ίδια μέρα στο σπίτι βρίσκονταν η Μ.Κ.10 και ο κατηγορούμενος. Σε κάποιο στάδιο ο κατηγορούμενος εξήλθε του μπάνιου φορώντας μόνο μια πετσέτα και όντας γυμνός από πάνω. Η παραπονούμενη καθόταν στο καθιστικό πάνω στον καναπέ απέναντι από την τηλεόραση και έπαιζε με τον σκύλο της οικογένειας. Ο κατηγορούμενος εξερχόμενος από το μπάνιο, αντί να εισέλθει στο δωμάτιό του, στάθηκε μπροστά της και άνοιξε την πετσέτα επιδεικνύοντας προς αυτήν τα γεννητικά του όργανα. Η παραπονούμενη τσίριξε και ο κατηγορούμενος έτρεξε προς το δωμάτιό του. Τις φωνές άκουσε η Μ.Κ.10 η οποία εξήλθε του δωματίου της. Αφού ενημερώθηκε από την ανήλικη για το συμβάν, τηλεφώνησε στη μητέρα της ανήλικης, Μ.Κ.5, η οποία έσπευσε στο σπίτι και απομάκρυνε την ανήλικη από τον χώρο. Αποτέλεσμα των πιο πάνω ήταν να διασαλευτούν οι σχέσεις της Μ.Κ.5 και της ανήλικης με τη γιαγιά της τελευταίας ήτοι την Μ.Υ.3. Το έτος 2023 στα πλαίσια ψυχοεκπαιδευτικής αξιολόγησης που διενέργησε η Μ.Κ.9 στο πλαίσιο του σχολικού περιβάλλοντος της ανήλικης. Η (sic) τελευταία αποκάλυψε στην εκπαιδευτική ψυχολόγο Μ.Κ.9 το συμβάν. Ακολούθως το συμβάν καταγγέλθηκε στην αστυνομία».
Λόγοι Έφεσης κατά της Καταδίκης
Με τους τέσσερεις πρώτους λόγους έφεσης ο Εφεσείων προβάλλει ότι: (1) Η διαπίστωση περί της αξιοπιστίας της Παραπονούμενης Μ.Κ.8 δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή αλλά ήταν ανασφαλής η αποδοχή της μαρτυρίας της, (2) Η μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής ήταν αναξιόπιστη και ασαφής διότι υπήρχε αντίφαση μεταξύ της Μ.Κ.5 και της Μ.Κ.8, αντίφαση στη μαρτυρία της Μ.Κ.8, καθώς και η αντίθετη μαρτυρία της Μ.Κ.10, (3) Υπήρξε εσφαλμένη καθοδήγηση ως προς την αξιολόγηση της Μ.Κ.8 και της Μ.Κ.10, που ήταν βασική μάρτυρας, (4) Υπήρξε εσφαλμένη καθοδήγηση ως προς την αξιολόγηση της Μ.Κ.11 και της Μ.Κ.10, που ήταν βασική μάρτυρας.
Είναι εμφανές ότι όλοι οι πιο πάνω λόγοι έφεσης αφορούν ζητήματα αξιολόγησης της μαρτυρίας. Είχαμε επαναλάβει στην υπόθεση Kopsinis v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 77/2022, ημερ. 30.1.25 ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι κατά κανόνα σε καλύτερη θέση να κρίνει κατά τη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης και να αξιολογήσει τους ενώπιόν του μάρτυρες. Όπως είχε αναφερθεί στην υπόθεση Σ.Π. v. Αστυνομίας (2014) 2(Α) Α.Α.Δ. 468:
«Ένα Δικαστήριο ενώπιον του οποίου καταθέτουν οι διάδικοι και οι μάρτυρες τους, παρακολουθεί τις αντιδράσεις τους, τον τρόπο της ευρύτερης συμπεριφοράς τους στο εδώλιο του μάρτυρα και τις απαντήσεις που δίδουν κατά την κύρια εξέταση, αλλά ιδιαιτέρως κατά την αντεξέταση και αποκομίζει τις ανάλογες εντυπώσεις. Και αυτή είναι μια εγγενής και ιδιάζουσα διεργασία που γίνεται συνειδησιακά από το Δικαστή ως μέρος της όλης ανθρώπινης υπόστασης, (Γιάλλουρος κ.ά. ν. Ψύλλα (2009) 1 Α.Α.Δ. 1552 και Νεοφύτου ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 409). Χρειάζονται πειστικοί και ιδιαίτεροι λόγοι επέμβασης στην πρωτόδικη αξιολόγηση και την εξαγωγή συμπερασμάτων από το Εφετείο ώστε τα ευρήματα να ανατραπούν, (Κυπριανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 816).
Η μαρτυρία δεν πρέπει να εξετάζεται μικροσκοπικά ή αποσπασματικά, αλλά να αξιολογείται ως ενιαίο σύνολο και με λογική προσέγγιση, (Σταυρινού ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 706 και Παρλάτα ν. Δημητρίου (2014) 1 Α.Α.Δ. 994, ECLI:CY:AD:2014:A339). Είναι, όπως αποφασίστηκε στην Βούτουνος ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 71, το περιεχόμενο της μαρτυρίας που πρέπει να τίθεται στη βάσανο της αξιολόγησης και όχι μόνο η εξωτερική εντύπωση. Ούτε και το Εφετείο με τη σειρά του πρέπει να εξετάζει τις πρωτόδικες αποφάσεις μικροσκοπικά ή να διαφωνεί με μια λέξη ή φράση. Η δικαστική απόφαση διαβάζεται στο σύνολο της ώστε να διαπιστώνεται η ουσία και η σημασία της, (Charitonos a.ο. v. Republic (1971) 2 C.L.R. 40 και Parris v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 186, σελ. 228‑229)».
Λόγοι Έφεσης αρ. 1 και 2
Στα πλαίσια του πρώτου λόγου έφεσης προβάλλεται ότι δεν έπρεπε να γίνει αποδεκτή η μαρτυρία της Μ.Κ.8 λόγω αδυναμιών και αντιφάσεων που περιείχε. Αφενός ως αδυναμίες υποδεικνύονται το ότι «δεν θυμόταν λεπτομέρειες ως προς το γεννητικό όργανο του Εφεσείοντα» και το ότι «δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει με ακρίβεια τον χρόνο που επεσυνέβη το επίδικο συμβάν». Αφετέρου ως αντιφάσεις ο Εφεσείων καταγράφει πρώτον τη θέση της Μ.Κ.8 ότι όταν είχε φθάσει η μητέρα της (Μ.Κ.5) αυτή μόνο ρωτούσε τον ίδιο τι έγινε χωρίς να τού φωνάζει, σε αντίθεση με τη μαρτυρία της Μ.Κ.5 ότι τού φώναζε και δεύτερον το ότι η Μ.Κ.8 αντεξεταζόμενη είπε πως ξαναπήγε στο σπίτι της γιαγιάς (Μ.Υ.3) μετά το συμβάν ενώ στην κυρίως εξέταση είχε πει πως δεν πήγε ξανά εκεί μετά το συμβάν. Με τον δεύτερο λόγο προβάλλονται ξανά οι δύο πιο πάνω αντιφάσεις, ενώ υποστηρίζεται επίσης πως δεν δικαιολογείτο η παραγνώριση της μαρτυρίας της Μ.Κ.10 αφού δεν είχε κηρυχθεί εχθρική μάρτυς. Το τελευταίο αυτό σημείο θεωρούμε πως σχετίζεται πιο πολύ με τον τρίτο λόγο έφεσης, στο πλαίσιο του οποίου και εξετάζεται κατωτέρω.
Θα πρέπει να τονίσουμε για ακόμα μια φορά πως γενικά, εν σχέσει με αντιφάσεις, για να ανατραπεί η πρωτόδικη κρίση, θα πρέπει αυτές να είναι ουσιώδεις και να πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρος ή να φανερώνουν διάθεση του να ψευσθεί (Κ.Κ. v. Γενικού Εισαγγελέα (2008) 2 Α.Α.Δ. 294). Περαιτέρω, δεν είναι κάθε διαφορετική δήλωση ή εξήγηση που δίδεται από δύο μάρτυρες κατ' ανάγκην ουσιώδης αντίφαση, η οποία να οδηγεί σε εύρημα αναξιοπιστίας. Είναι λογικό και άλλωστε αναμενόμενο να υπάρχουν διαφορετικές εκτιμήσεις δεδομένων από δύο μάρτυρες, χωρίς η διαφορετικότητα αυτή απαραιτήτως να στοιχειοθετεί λόγο για απόρριψη της μαρτυρίας, εξ ου και το ότι το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν καταδειχθεί λάθος (Ιωάννου v. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 279).
Το πρώτο το οποίο πρέπει να σημειωθεί είναι πως όλα τα πιο πάνω συνιστούσαν στοιχεία από τη μαρτυρία, τα οποία το ίδιο το Κακουργοδικείο είχε επισημάνει, καθηκόντως σχολιάσει και δεόντως αποφασίσει.
Για το ζήτημα του χρόνου το Κακουργοδικείο αναγνώρισε πως η Μ.Κ.8 δεν ήταν σε θέση να τον προσδιορίσει με ακρίβεια. Πλην όμως έκρινε πως, λαμβανομένης υπ' όψιν της ηλικίας της κάτι τέτοιο δεν επηρέαζε την αξιοπιστία της. Αυτό, αφού συνεκτιμήθηκε και το ότι η Μ.Κ.8 προσδιόρισε τελικά ότι πήγαινε στο Δημοτικό Σχολείο κατά τον επίδικο χρόνο, κάτι που συνήδε με το σύνολο της μαρτυρίας. Ας σημειωθεί ότι κατέθεσε ενόρκως σε ηλικία 12 ετών, (19.6.24) και ότι η πιο πάνω διευκρίνιση της Μ.Κ.8 ήταν σε αντιπαραβολή με το ότι πλέον πήγαινε στο Γυμνάσιο. Δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα στον πρωτόδικο συλλογισμό.
Παρομοίως, κρίθηκε ορθώς πως δεν μπορούσε να επηρεάσει την αξιοπιστία της Μ.Κ.8 το γεγονός ότι δεν θυμόταν λεπτομέρειες ως προς τα γεννητικά όργανα του Εφεσείοντος «αφού δεν θα αναμενόταν από ένα παιδί, ως η παραπονούμενη να ήταν σε θέση να αποτυπώσει στη μνήμη του τις λεπτομέρειες των γεννητικών οργάνων του». Προσθέτουμε πως δεν υπήρξε εισήγηση για ύπαρξη κάποιου εμφανούς ιδιαίτερου χαρακτηριστικού γνωρίσματος, το οποίο ίσως θα ήγειρε αμφιβολίες αν δεν το έβλεπε ακόμα και ένα παιδί υπό τέτοιες περιστάσεις.
Κατά τον ίδιο τρόπο συμφωνούμε, σε σχέση με τη συνομιλία της Μ.Κ.5 με τον Εφεσείοντα, ότι το ουσιώδες ήταν πως άμα τη αφίξει της η Μ.Κ.5 απευθύνθηκε στον Εφεσείοντα ζητώντας εξηγήσεις. Αυτή η θέση ήταν κοινή στη μαρτυρία μητέρας και κόρης, ευρισκόμενη σε πλήρη αντίθεση με τη μαρτυρία του Εφεσείοντος ο οποίος επέμενε πως δεν τού είχε απευθύνει τον λόγο η Μ.Κ.5. Η διαφορετική αντίληψη και περιγραφή από τη μητέρα και την ανήλικη, σε σχέση με τον τόνο ή την ένταση της συνομιλίας, ήταν επουσιώδης σε αντίθεση με το ουσιώδες της ύπαρξης του ίδιου του γεγονότος της συνομιλίας.
Όσον αφορά το τελευταίο σημείο, ήτοι τη διαφοροποίηση της θέσης της Μ.Κ.8 αναφορικά με μεταγενέστερη επίσκεψη στη γιαγιά της, το Κακουργοδικείο την είχε χαρακτηρίσει ως «μικροαντίφαση, η οποία αφήνει τον πυρήνα της εκδοχής της παραπονούμενης ανέπαφο». Δεν διαφωνούμε με την εν λόγω κρίση. Διευκρινίζουμε ότι επρόκειτο για μια επίσκεψη που έγινε τρία χρόνια μετά το επίδικο συμβάν και δεν είναι παράλογο η ανήλικη να μην την είχε συνδέσει καν με το εν λόγω περιστατικό, δίδοντας την απάντηση που έδωσε στην κυρίως εξέτασή της.
Αυτό όμως το οποίο πρωτίστως πρέπει να σημειωθεί, ως το ουσιωδέστερο όλων, είναι πως κανένα από τα επισημανθέντα στοιχεία δεν ήταν ουσιώδους σημασίας διότι, απλούστατα, στην πραγματικότητα συνιστούσε κοινό έδαφος ότι υπήρξε εντός του 2021 περιστατικό στο οποίο αφενός ο Εφεσείων είχε εμφανιστεί στο καθιστικό, φέροντας μόνο μια πετσέτα γύρω από τη μέση του και αφετέρου η ανήλικη είδε τα γεννητικά του όργανα. Επίδικο ζήτημα ήταν μόνον το κατά πόσον αυτό οφείλετο σε εκούσια και σκόπιμη επίδειξη προς την ανήλικη ή έγινε κατά λάθος ενώ χόρευε με τη Μ.Κ.8, ως προέβαλλε ο Εφεσείων, με την υπεράσπισή του. Ως προς το κοινό αυτό υπόβαθρο είναι ενδεικτική η πιο κάτω απάντησή του κατά την αντεξέτασή του:
«E. Εγώ σου υποβάλλω κύριε ….., ότι σε άγνωστη ημερομηνία μεταξύ 1.01.2021 μέχρι 31.12.2021, προκάλεσες τη ….. να γίνει μάρτυρας του γεννητικού σου οργάνου, δηλαδή ενώ ήσουν γυμνός με την πετσέτα του μπάνιου την άνοιξες και της το έδειξες επίτηδες το γεννητικό σου όργανο. Είναι η θέση μου.
Α. Δεν ήξερα καν ότι είναι σπίτι μου η ….., δεν το έκανα επίτηδες, εγώ μόλις τελείωσα από τη δουλειά πήγα στο δωμάτιό μου απευθείας για να πάω να κάνω μπάνιο και λόγω του σκύλου ….. πήγα εγώ στο σαλόνι και είδα τη ….. εκεί. Ήταν τυχαία όλα».
Πέραν λοιπόν των όσων αναφέραμε για το εύλογο και ορθό του πρωτόδικου χειρισμού, προσθέτουμε πως δεν συμφωνούμε ότι τα σημεία που προέβαλε ο Εφεσείων είχαν τη σημασία που τους αποδίδεται. Ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτονται.
Λόγος Έφεσης αρ. 3
Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το Κακουργοδικείο έχει καθοδηγηθεί εσφαλμένα αναφορικά με την αξιολόγηση της Μ.Κ.8 «και ενός βασικού μάρτυρα», ήτοι της Μ.Κ.10. Θα πρέπει όμως εν πρώτοις να σημειώσουμε πως στην αιτιολογία, πέραν της απλής αντιγραφής του ίδιου του λόγου έφεσης, δεν έχει συμπεριληφθεί καμμιά συγκεκριμένη αιτιολογία σε σχέση με αυτόν τον λόγο έφεσης. Είναι γνωστή η αρχή ότι λόγος έφεσης χωρίς αιτιολογία δεν εξετάζεται (βλ. Ανδρέου κ.ά. v. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 152).
Παρόλα αυτά όμως και επειδή υπήρξε κάποια σχετική αναφορά στην αιτιολογία του προηγούμενου λόγου, ήτοι του δεύτερου λόγου έφεσης, θεωρούμε ότι το σχετικό επιχείρημα παραμένει ως είχε καταγραφεί εκεί. Βασικά, ο Εφεσείων εκλαμβάνει ότι επειδή επρόκειτο για διαφορετική εκδοχή, προερχόμενη από μάρτυρα της Κατηγορούσας Αρχής, η οποία δεν είχε κηρυχθεί εχθρική, έπρεπε να στηριχθεί σε αυτήν το Κακουργοδικείο.
Δεν συμφωνούμε με την ως άνω εισήγηση του Εφεσείοντος. Η Μ.Κ.10, ούσα και η ίδια κατά τι μικρότερη των 18 ετών όταν καταγγέλθηκε η υπόθεση (το 2023), είχε δώσει και αυτή οπτικογραφημένη κατάθεση για το περιστατικό. Την κατάθεσή της αυτή, παρότι την είχε υιοθετήσει στην κυρίως εξέτασή της (ως Τεκμήριο 8), εντούτοις τη διαφοροποίησε στην αντεξέτασή της, κατά τον τρόπο που περιέγραψε το Κακουργοδικείο. Γενικά ομιλούντες ήταν δυνατόν να ζητηθεί να κηρυχθεί ως εχθρική μάρτυς, ακόμα και κατά την επανεξέτασή της (Βενιζέλου v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 59).
Όμως, ένας μάρτυρας κηρύσσεται εχθρικός μόνον εάν το εκδικάζον Δικαστήριο δεχθεί την εισήγηση ότι αυτός επιδεικνύει εχθρική διάθεση. Η δυσμενής μαρτυρία δεν σημαίνει αυτομάτως ότι πρέπει να οδηγεί και στην κατάταξή του ως εχθρικού («Το Δίκαιο της Απόδειξης», Τ. Ηλιάδης & Ν.Γ. Σάντης, 2014, σ. 698). Το ουσιώδες είναι πως δεν υπάρχει υποχρέωση υποβολής αιτήματος για κήρυξη κάποιου ως εχθρικού μάρτυρος. Ακόμα όμως και στην περίπτωση που κηρύσσεται ως εχθρικός και πάλι η μαρτυρία του συνεχίζει να αποτελεί μέρος του αποδεικτικού υλικού, έστω και αν αποτελεί μαρτυρία η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί αναξιόπιστη και γενικώς ασήμαντης ή μηδαμινής αξίας (Βενιζέλου, (ανωτέρω), «Το Δίκαιο της Απόδειξης», (ανωτέρω), σ. 701). Πολλώ μάλλον παραμένει στο μαρτυρικό υλικό και η τυχόν δυσμενής μαρτυρία προσώπου το οποίο δεν έχει κηρυχθεί εχθρικός, όπως ήταν εν προκειμένω η περίπτωση. Όπως έχει κριθεί στην κλασσική υπόθεση Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172 η προηγούμενη αντιφατική κατάθεση μάρτυρος δεν καθιστά μεν τη μαρτυρία του στο Δικαστήριο εκ προοιμίου αναξιόπιστη αλλά επιβάλλεται προσέγγιση της μαρτυρίας με μεγάλη επιφυλακτικότητα. Το Κακουργοδικείο υποχρεούτο να αξιολογήσει την εν λόγω μαρτυρία, όπως θα έπραττε και στην περίπτωση κάθε άλλου μάρτυρος και αυτό έπραξε.
Αξιολογώντας τη Μ.Κ.10 το Κακουργοδικείο σημείωσε πως αυτή δεν είχε προκαλέσει θετική εντύπωση, η μαρτυρία της χαρακτηρίζετο από αντιφάσεις, έλλειψη συνοχής και πειστικότητας και ότι προφορικά επιχείρησε να δώσει μια ουσιωδώς διαφορετική εκδοχή από ό,τι στην κατάθεσή της. Προσέθεσε δε ότι οι διαφοροποιήσεις στις οποίες προέβη δεν συνιστούσαν μικροαντιφάσεις ή επουσιώδεις λεπτομέρειες αλλά αφορούσαν ουσιαστικά θέματα της μαρτυρίας της. Είναι ενδεικτικό από την πρωτόδικη αξιολόγηση το ακόλουθο απόσπασμα:
«Συγκεκριμένα, ενώ στην κατάθεσή της, ανέφερε ότι η παραπονούμενη, όταν την ενημέρωσε για το συμβάν, ήταν αναστατωμένη και αγχωμένη, στην αντεξέτασή της επιχείρησε να παρουσιάσει την εικόνα ότι η τελευταία της αφηγήθηκε το συμβάν σχεδόν ουδέτερα χωρίς οποιοδήποτε συναίσθημα. Η Μ.Κ.10 ήταν το πρόσωπο που άκουσε επί της ουσίας πρώτο την αφήγηση του συμβάντος από την παραπονούμενη. Έτσι, η μαρτυρία της ως προς την κατάσταση της ανήλικης αμέσως μετά το συμβάν αποκτά ιδιαίτερη δυναμική. Είναι εύκολα αντιληπτό πως είναι διαφορετική η υφή ενός γεγονότος, εάν το πρόσωπο που το βιώνει αμέσως μετά το περιγράφει εντελώς ουδέτερα και διαφορετική όταν διακατέχεται από άγχος ή είναι αναστατωμένο. Η κοινή πείρα, λογική και αντίληψη διδάσκουν ότι δεν μπορεί κάποιο πρόσωπο να είναι αγχωμένο, αναστατωμένο και ταυτόχρονα να περιγράφει το γεγονός που βίωσε ουδέτερα. Συνεπώς, δεν μπορούν να ισχύουν και οι δύο εκδοχές. Η προβολή, λοιπόν, δύο ασύμβατων θέσεων για ένα σημαντικό ζήτημα πλήττει τον άξονα της εκδοχής της. Επομένως, η μεταβολή της θέσης της επί του πιο πάνω σημείου ουσιαστικά μεταβάλλει τον πυρήνα της μαρτυρίας της με τρόπο που επηρεάζει καταλυτικά τη συνολική κρίση περί της αξιοπιστίας της».
Προσθέτουμε ότι το Κακουργοδικείο ορθώς συνεκτίμησε και την εμφανή προσπάθεια της Μ.Κ.10 να αποδώσει κίνητρο στην Μ.Κ.8 για την υποβολή της καταγγελίας. Απέδωσε στη Μ.Κ.8 αναφορές της για κακές σχέσεις με τη μητέρα της (τη Μ.Κ.5), καθώς και τάση αυτοκτονίας επειδή της θύμωναν οι γονείς της. Να διευκρινίσουμε πως αυτά η Μ.Κ.10 τα ανέφερε για πρώτη φορά στην προφορική της μαρτυρία το 2024 και πως μόνο τότε για πρώτη φορά απέδιδε κίνητρο για τη γενόμενη το 2023 καταγγελία σε σχέση με περιστατικό του 2021.
Το Κακουργοδικείο, συνεκτιμώντας και το ότι στην ψυχολογική αξιολόγηση της Μ.Κ.8 ουδεμία αναφορά γινόταν για αυτοκτονικό ιδεασμό κατέληξε ότι υπήρχαν ουσιώδεις αντιφάσεις στα λεχθέντα της Μ.Κ.10, οι οποίες έπλητταν καίρια την αξιοπιστία της και καθιστούσαν ακροσφαλή την αποδοχή της μαρτυρίας της. Έδωσε προς τούτο ικανοποιητικούς λόγους.
Δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα στον πρωτόδικο χειρισμό και κυρίως δεν συμφωνούμε ότι το Κακουργοδικείο ήταν υποχρεωμένο να δεχθεί τη μαρτυρία της Μ.Κ.10 και να στηριχθεί σε αυτή.
Ο τρίτος λόγος υπόκειται σε απόρριψη.
Λόγος Έφεσης αρ. 4
Το ίδιο ζήτημα αλλά σε σχέση με άλλη μάρτυρα επαναφέρεται και στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου έφεσης. Υποστηρίζεται ότι οι αναφορές της κλινικής ψυχολόγου Μ.Κ.11 πως το επίδικο συμβάν προκάλεσε αναστάτωση στη Μ.Κ.8 κατά τον επίδικο χρόνο δεν υποστηρίζοντο από τη Μ.Κ.10, η οποία κατέθεσε πως η Μ.Κ.8 αμέσως μετά τής είχε αφηγηθεί το συμβάν «σχεδόν ουδέτερα, χωρίς οποιοδήποτε συναίσθημα». Ο Εφεσείων προβάλλει ξανά ότι θα έπρεπε και εν σχέσει με αυτό το θέμα να γίνει δεκτή η μαρτυρία της Μ.Κ.10. Ισχύουν όμως και εδώ όσα έχουμε προηγουμένως αναφέρει σε σχέση με τη μαρτυρία της Μ.Κ.10.
Ο τέταρτος λόγος έφεσης υπόκειται σε απόρριψη.
Λόγοι Έφεσης κατά της Ποινής
Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, οι λόγοι έφεσης αρ. 5 έως 9 αφορούν την επιβληθείσα ποινή φυλάκισης ύψους 2,5 ετών. Όσον αφορά τις σχετικές αρχές επισημαίνουμε σε συντομία ότι το Εφετείο δεν επαναλαμβάνει τη διεργασία επιμέτρησης η οποία συντελείται πρωτοδίκως, ούτε κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής. Στο πλαίσιο έφεσης εξετάζεται κατά πόσον η ποινή εντάσσεται στα καθοριζόμενα από τη νομολογία πλαίσια, τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο στις περιπτώσεις στις οποίες: (α) Η ποινή αντικειμενικά κρινόμενη είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής είτε έκδηλα υπερβολική, (β) Διαπιστώνεται σφάλμα αρχής, (γ) Υπάρχει εσφαλμένη καθοδήγηση ως προς τα γεγονότα ή το δίκαιο (βλ. S. J. L. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 129/2021 κ.ά., ημερ. 27.10.22, Ντεκερμετζιάν v. Δημοκρατίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 1378, «Ποινική Δικονομία στην Κύπρο», Γεώργιος Μ. Πικής, 2013, σ. 334).
Λόγος Έφεσης αρ. 5
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το Κακουργοδικείο δεν έλαβε επαρκώς υπ' όψιν το σύνολο των προσωπικών περιστάσεων του Εφεσείοντος και συγκεκριμένα υποστηρίζεται ότι «καμία βαρύτητα απέδωσε στις προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντα, που σχετίζονται με την κατάσταση της υγείας του». Υποστηρίζει ο Εφεσείων ότι τα προβλήματα υγείας ουδόλως είχαν ληφθεί υπ' όψιν αφού καμμιά αναφορά δεν έγινε σε αυτά και ότι θα μπορούσαν, εφόσον λαμβάνονταν υπ' όψιν, ευλόγως να χαρακτηριστούν ως σοβαρά.
Εν πρώτοις δεν συμφωνούμε με τη θέση ότι δεν υπήρξε αναφορά στα προβλήματα υγείας. Ενδεχομένως να ήταν ορθότερο η αναφορά αυτή να γινόταν σε άλλο καταλληλότερο σημείο της απόφασης επί της ποινής, πλην όμως αυτό δεν αναιρεί ούτε την καταγραφή που έγινε ούτε το ότι συνεκτιμήθηκαν δεόντως. Συγκεκριμένα, στο εισαγωγικό μέρος της ποινής το Κακουργοδικείο, στηριζόμενο στην έκθεση των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας («Υ.Κ.Ε.») σημείωσε: (α) την αναφορά σε ορθοπεδικά προβλήματα, τα οποία ο Εφεσείων αντιμετώπιζε τους τελευταίους μήνες και για τα οποία εκκρεμούσε η υποβολή σε χειρουργική επέμβαση στη μέση του και (β) ότι ο εγκλεισμός στις Φυλακές φαίνεται να είχε επηρεάσει αρνητικά την ψυχοσυναισθηματική του κατάσταση, με συνέπεια να διατηρεί συνεργασία με τις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας, λαμβάνοντας φαρμακοθεραπεία.
Τα πιο πάνω προέρχονταν αυτούσια από τη σχετική έκθεση των Υ.Κ.Ε. στη βάση της προσωπικής συνέντευξης με τον Εφεσείοντα. Δεν είχε παρουσιαστεί οποιοδήποτε ιατρικό πιστοποιητικό για τα ζητήματα αυτά και στην απουσία σχετικής μαρτυρίας θα μπορούσε να μην είχαν ληφθεί υπ΄ όψιν, στη βάση των λεχθέντων στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Ζαννέτου (2001) 2 Α.Α.Δ. 438. Πλην όμως δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι όντως δεν τα έλαβε υπ' όψιν το Κακουργοδικείο. Το αντίθετο προκύπτει από την αναφορά του ότι έλαβε υπ' όψιν τις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις, ως αυτές καταγράφονται στην προαναφερθείσα έκθεση. Δεν πρόκειται για περίπτωση στην οποία δεν είχαν συνεκτιμηθεί τα προβλήματα υγείας, ως είχαν αναφερθεί από τον Εφεσείοντα. Η παρούσα σαφώς διακρίνεται από την υπόθεση Soliman v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 234/23, ημερ. 27.6.24, στην οποία απουσίαζε οποιαδήποτε αναφορά πρωτοδίκως, οπότε το Εφετείο μείωσε την ποινή για ένα τέτοιο λόγο.
Ως προς το δεύτερο σημείο θα πρέπει να πούμε πως η αποτίμηση των προβλημάτων υγείας ως ελαφρυντικών και η βαρύτητα η οποία τους αποδίδεται εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του εκδικάζοντος Δικαστηρίου (Γενικός Εισαγγελέας v. Σατανά (1996) 2 Α.Α.Δ. 257). Στην παρούσα περίπτωση τόσο το πρόβλημα στη μέση όσο και η ψυχοσυναισθηματική κατάσταση, καθώς και τα όποια προβλήματα ψυχολογικής φύσης, ήταν ήσσονος σημασίας λόγω της ανάγκης για επιβολή αποτρεπτικής ποινής (Κλεοβούλου v. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 57). Ούτως ή άλλως ετύγχαναν της δέουσας αντιμετώπισης στις Φυλακές. Δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα στον πρωτόδικο χειρισμό.
Ο πέμπτος λόγος έφεσης υπόκειται σε απόρριψη.
Λόγος Έφεσης αρ. 6
Ο έκτος λόγος έφεσης αναφέρεται μεταξύ άλλων και σε ζητήματα τα οποία έχουν εξεταστεί στον αμέσως προηγούμενο λόγο. Εννοείται ότι όσα συνιστούν επαναλήψεις δεν θα μας απασχολήσουν για δεύτερη φορά. Ως νέο σημείο επισημαίνουμε μόνο την εισήγηση ότι η κατάσταση της υγείας του Εφεσείοντας έχει επιδεινωθεί μετά την καταδίκη του στην ποινή φυλάκισης. Δεν θα σχολιάσουμε βέβαια ούτε την εκφεύγουσα, της λογικής σειράς των πραγμάτων, εισήγηση ότι τη φερόμενη επιδείνωση δεν την έλαβε υπ' όψιν το Δικαστήριο που επέβαλε την ποινή.
Θα πρέπει να λεχθεί πως γενικά, όσον αφορά την επιδείνωση της υγείας, αναγνωρίζεται ότι δυνατόν να οδηγήσει στη μείωση ποινής (βλ. Tutunciyan v. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 524, Khalife v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 315), χωρίς αυτό να συνιστά τον κανόνα, αφού το ζήτημα εξαρτάται πάντοτε από τις εκάστοτε περιστάσεις (βλ. Γεωργίου, άλλως «Κακής» v. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 162, Παπαευσταθίου v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 39).
Στην παρούσα περίπτωση έχει προσκομιστεί από τη συνήγορο του Εφεσείοντος σχετική ενημερωτική επιστολή των Φυλακών ημερ. 5.5.25 για τη μετέπειτα πορεία της υγείας του (Έγγραφο Α). Διαπιστώνουμε ότι ο Εφεσείων στις 13.2.25 μεταφέρθηκε στο Γ.Ν. Λευκωσίας, όπου υπεβλήθη σε εκτομή σμηγματογόνου κύστης κόκκυγα, συνεπεία της οποίας πραγματοποιείτο καθημερινή περιποίηση πληγής μέχρι τις 28.2.25, οπότε έγινε αφαίρεση των ραφών. Κατά την επανεξέταση στις 10.4.25 ο θεράπων ιατρός διαπίστωσε ότι το τραύμα από την αφαίρεση της κύστης είχε πλήρως επουλωθεί. Για κάποιες ενοχλήσεις από τη γυναικομαστία, ο ίδιος ιατρός επεσήμανε ότι το περιστατικό δεν είναι επείγον και συνέστησε επανεξέταση για την οποία έχει διευθετηθεί σχετικό ραντεβού.
Δεν συμφωνούμε ότι τα πιο πάνω ιατρικά θέματα δύνανται να εντάξουν την περίπτωση στις εξαιρετικές από πλευράς ζητημάτων υγείας. Πέραν του ότι όλα τα πιο πάνω τυγχάνουν του δέοντος χειρισμού εντός των Φυλακών, σημειώνουμε πως, όπως και στην υπόθεση Σοφοκλέους v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 144, δεν έχει καταδειχθεί σύνδεση της νυν κατάστασης υγείας του με τη φυλάκιση, ήτοι δεν προκύπτει πως έχει επιδεινωθεί η κατάσταση της υγείας του ως αποτέλεσμα της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης (Kara v. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 239). Δεν συμφωνούμε λοιπόν ότι δικαιολογείται επέμβαση του Εφετείου για τέτοιο λόγο.
Ο έκτος λόγος έφεσης υπόκειται σε απόρριψη.
Λόγος Έφεσης αρ. 7
Με τον έβδομο λόγο έφεσης υποστηρίζεται ότι το Κακουργοδικείο δεν έλαβε υπ' όψιν του τις ιδιαίτερες περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων, καθώς και τις ιδιαίτερες προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντος. Στην αιτιολογία παραδόξως προβάλλεται ξανά το πρωθύστερο επιχείρημα ότι δεν είχε ληφθεί υπ' όψιν η εγχείρηση στη σπονδυλική στήλη «μετά την επιβολή σε αυτόν ποινής φυλάκισης», το οποίο ήδη έχουμε σχολιάσει. Στην αιτιολογία επίσης επαναλαμβάνονται επιχειρήματα σχετιζόμενα με τη χειρουργική επέμβαση, στην οποία έχουμε αναφερθεί προηγουμένως. Δεν επιθυμούμε να πούμε οτιδήποτε περισσότερο πέραν της παραίνεσης για επίδειξη μεγαλύτερης προσοχής στη σύνταξη λόγων έφεσης και της αιτιολογίας τους, προς αποφυγή επαναλήψεων, ασαφειών και πλεονασμών.
Σε σχέση με τον ισχυρισμό για «ιδιαίτερες συνθήκες διάπραξης» δεν παρέχεται καμμιά επεξήγηση στην αιτιολογία. Δεν μπορούμε να αντιληφθούμε σε τι αναφέρεται ο Εφεσείων και τι κατά την άποψή του συνιστά ιδιαίτερες περιστάσεις κατά τη διάπραξη. Σε κάθε περίπτωση, εξετάζοντας τα γεγονότα δεν συμφωνούμε ότι αυτά συνιστούν ιδιαίτερες περιστάσεις και μάλιστα προς όφελος του.
Οι προσωπικές του περιστάσεις προέκυπταν επίσης από την έκθεση των Υ.Κ.Ε. Είναι ηλικίας 36 ετών και κατάγεται από το Ιράκ. Έχει 16 ετεροθαλή αδέλφια, εκ των οποίων ο μεγάλος αδελφός του αγνοείται εδώ και 30 και πλέον χρόνια. Ο πατέρας του απεβίωσε το 2022 από κορωνοϊό ενώ η μητέρα του ασχολείται ανέκαθεν με τα οικιακά. Μετά το Λύκειο εργάστηκε για μερικά χρόνια σε εταιρεία πετρελαιοειδών ως εργάτης. Δεν υπηρέτησε στρατιωτική θητεία διότι δεν ήταν υποχρεωτική. Τον Φεβρουάριο του 2018 ήρθε στην Κύπρο, όπου έλαβε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας. Διέμενε αρχικά στο Κέντρο Υποδοχής στην Κοφίνου και αργότερα εγκαταστάθηκε στην εν λόγω κοινότητα, όπου γνώρισε τη σύζυγό του. Το 2020 ακυρώθηκε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, καθώς σκόπευε να επαναπατριστεί. Υπέβαλε εκ νέου αίτηση για παροχή πολιτικού ασύλου, η οποία απερρίφθη το 2022 και υπέβαλε έφεση. Το 2021 είχε τελέσει γάμο με γυναίκα από τις Φιλιππίνες, η οποία βρίσκεται στην Κύπρο τα τελευταία 30 χρόνια και έχει λάβει την Κυπριακή υπηκοότητα. Η σύζυγός του έχει τρία παιδιά από προηγούμενο γάμο. Η ίδια δεν εργάζεται και συντηρείται διαχρονικά από κρατικά επιδόματα. Κατά την παραμονή του στην Κοφίνου ο Εφεσείων εργάστηκε ως βοηθός σε ιχθυοτροφείο, διανομέας κρεάτων και οικοδόμος, μόνο για μερικούς μήνες κάθε φορά. Για μεγάλα διαστήματα συντηρείτο επίσης από κρατικά επιδόματα. Τον Απρίλιο του 2022 μετακόμισε στη Λευκωσία για καλύτερες ευκαιρίες απασχόλησης, ενώ η οικογένειά του παρέμεινε στην Κοφίνου. Διέμενε στη Δένεια και εργάστηκε περιστασιακά σε οικοδομές, ενώ τον τελευταίο ενάμιση μήνα πριν τη σύλληψή του ήταν βοηθός σε φρουταγορά στη Λευκωσία.
Όλα τα πιο πάνω τα κατέγραψε αυτολεξεί το Κακουργοδικείο και τα συνυπολόγισε κατά την επιμέτρηση της ποινής. Καθηκόντως όμως και ορθώς τόνισε επίσης και το λεχθέν στην υπόθεση Γ.Α. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 178/2017, ημερ. 24.10.18, ECLI:CY:AD:2018:B457, ότι δηλαδή η μεγάλη κοινωνική απαξία που τα αδικήματα αυτής της φύσης ενέχουν, η ανάγκη αποτροπής που πηγάζει από την απαράδεκτη συχνότητα με την οποία παρουσιάζονται και η μεγάλη σημασία που έχει το αγαθό που ο νόμος θέλει να προστατεύσει, δηλαδή το παιδί, είναι παράγοντες που καθιστούν τις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις δευτερεύουσας σημασίας. Δεν διαπιστώνουμε ούτε εδώ οποιοδήποτε σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Ο έβδομος λόγος έφεσης υπόκειται επίσης σε απόρριψη.
Λόγοι Έφεσης αρ. 8 και 9
Με τους τελευταίους δύο λόγους έφεσης ο Εφεσείων παραπονείται ότι το Κακουργοδικείο εσφαλμένα, αφενός καθοδηγήθηκε από παλαιότερες υποθέσεις που ήταν σοβαρότερες και αφετέρου επέβαλε έκδηλα υπερβολική ποινή η οποία εκφεύγει των ποινών, οι οποίες επιβλήθηκαν σε ανάλογες περιπτώσεις. Ειδικότερα, ο Εφεσείων σε σχέση με τον όγδοο λόγο έφεσης ισχυρίζεται ότι το Κακουργοδικείο εσφαλμένα είχε παραθέσει την υπόθεση Α.Β. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 142/23 κ.ά., ημερ. 29.11.24 ενώ σε σχέση με τον ένατο λόγο έφεσης ότι ανάλογες περιπτώσεις, από τις οποίες έπρεπε να καθοδηγηθεί, ήταν οι υποθέσεις Χριστοφόρου v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 59/2016, ημερ. 23.3.17, Γενικός Εισαγγελέας v. Ν.Ν., Ποιν. Έφ. 69/2017, ημερ. 5.12.17, Αστυνομία v. Πατούρη, Ποιν. Έφ. 51/2020, ημερ. 3.12.20 και Μακρίδης v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 181/2019, ημερ. 7.9.20, ECLI:CY:AD:2020:B312.
Ο Εφεσείων είχε κριθεί ένοχος μετά από ακρόαση επί τω ότι ενήργησε κατά τρόπο που προκάλεσε ώστε παιδί που δεν είχε φτάσει στην ηλικία συναίνεσης να δει τα γεννητικά του όργανα. Η προβλεπόμενη μέγιστη ποινή στις περιπτώσεις που το παιδί δεν έχει συμπληρώσει τα 13 έτη είναι ποινή φυλάκισης δια βίου, σύμφωνα με το Άρθρο 6(7) του Ν.91(I)/14. Όσον αφορά την επιμέτρηση της ποινής σε τέτοιου είδους αδικήματα, αρκούμαστε αφενός στο να υπενθυμίσουμε από την υπόθεση Ν.Σ. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 184/15, ημερ. 13.2.18, ECLI:CY:AD:2018:B72 ότι: «[Ό]σο δε νεαρότερο είναι ένα παιδί, εξ αντικειμένου, το αδίκημα καθίσταται σοβαρότερο» και αφετέρου να παραθέσουμε από την υπόθεση Δημοκρατίας v. Μηταρά, Ποιν. Έφ. 59/22, ημερ. 7.12.22, ECLI:CY:AD:2022:D312 τα εξής:
«Σταθερή και επαυξημένη παραμένει η ανάγκη για επιβολή αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών σε σεξουαλικής φύσεως αδικήματα, όπως πρόσφατα μας δόθηκε η ευκαιρία να υποδείξουμε στις υποθέσεις παρόμοιας φύσης, Stephen John Lucas ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 129/2021 (σχ. με 145/2021) ημερ. 27.10.2022 και Robert Cionel Clarson ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση αρ. 38/2022 ημερ. 27.10.2022, ECLI:CY:AD:2022:B411, στην οποία τονίσαμε τα ακόλουθα σε σχέση με την απαράδεκτη συχνότητα με την οποία διαπράττονται τέτοια αδικήματα:
«Οι υποθέσεις αυτής της φύσεως και γενικά οι υποθέσεις σεξουαλικών αδικημάτων και μάλιστα με θύματα παιδιά δεν βρίσκονται μόνο σε έξαρση, δεν αποτελούν απλώς αδικήματα που δεσπόζουν στο εγκληματικό στερέωμα της Κύπρου, αλλά έχουν πλέον εξελιχθεί σε πρωτοφανή μάστιγα.
Η κατάσταση αυτή δημιουργεί υποχρέωση στα δικαστήρια για επιβολή ιδιαίτερα αποτρεπτικών και συνεπώς αυστηρών ποινών, με αποτέλεσμα οι προσωπικές περιστάσεις να είναι δευτερεύουσας και η εξατομίκευση της ποινής, όσο επιβεβλημένη κι αν είναι, να μην έχει αποφασιστικό ρόλο.
Ό,τι έχει σημαίνουσα σημασία είναι η προστασία των παιδιών και των θεμελιακών τους δικαιωμάτων από εγκλήματα αυτής της φύσης, τα οποία συνθλίβουν τον ψυχικό τους κόσμο και εξευτελίζουν την προσωπικότητα τους.
[.]
Καθοριστική είναι η έντονη ανάγκη αποτροπής και ο τονισμός της αυστηρότητας που απαιτείται σε μια προσπάθεια να αντιμετωπιστεί το έγκλημα αυτής της φύσης. Έγκλημα εναντίον του παιδιού, της κοινωνίας και του πολιτισμού»».
Στην παρούσα, είναι γεγονός ότι το Κακουργοδικείο ανέφερε και κάποιες υποθέσεις των οποίων τα γεγονότα ήταν πολύ σοβαρότερα, πράγμα που ασφαλώς είναι προφανές από τις ποινές που είχαν επιβληθεί (Γ.Α. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 178/2017, ημερ. 24.10.18, ECLI:CY:AD:2018:B457, A.D. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 177/2021, ημερ. 16.3.22, ECLI:CY:AD:2022:B96, Ν.Σ. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 99/2021, ημερ. 11.5.22, ECLI:CY:AD:2022:B183 και Κ.Χ. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 272/2017, ημερ. 26.9.19, ECLI:CY:AD:2019:B397).
Ο Εφεσείων δεν παραπονείται για την αναλυτική παράθεση των τεσσάρων πιο πάνω υποθέσεων, στις οποίες λόγω της σοβαρότητάς τους είχαν επικυρωθεί ποινές πέντε έως οκτώ ετών. Παραπονείται μόνο για την παράθεση της υπόθεσης Α.Β. v. Δημοκρατίας (ανωτέρω) στην οποία είχε επικυρωθεί φυλάκιση ύψους 2,5 ετών. Είναι όμως προφανές ότι παραπονείται μόνο για τη συγκεκριμένη επειδή θεωρεί ότι: «[Η] επιβολή του ίδιου ύψους ποινής, δεικνύει ότι επέδρασε στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου η ως άνω απόφαση».
Με κάθε σεβασμό προς την εισήγηση αυτή είναι αβάσιμη. Πριν την παράθεση των αποφάσεων το Κακουργοδικείο τόνισε με ιδιαίτερη έμφαση την πάγια αρχή ότι προηγούμενες αποφάσεις επί ποινών είναι μόνο ενδεικτικές του μέτρου τιμωρίας και των παραμέτρων του καθορισμού της ποινής, προβαίνοντας σε παραπομπή στη Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 1. Κυρίως δε τόνισε πως παρέθεσε όλες τις αποφάσεις ως καθοδηγητικές και ενδεικτικές «αν και τα γεγονότα τους είναι κατά πολύ σοβαρότερα από την παρούσα υπόθεση». Να προσθέσουμε ότι ακριβώς το ίδιο επιχείρημα είχε προβληθεί και απορριφθεί για τους ίδιους λόγους στην Κρασιάς ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 278/2022, ημερ. 7.4.23, ECLI:CY:AD:2023:B133.
Το γεγονός ότι η ποινή στην οποία κατέληξε το Κακουργοδικείο ταυτίζεται με την ποινή η οποία είχε επικυρωθεί στην Α.Β. v. Δημοκρατίας δεν σημαίνει ότι επελέγη επειδή είχε επικυρωθεί στη συγκεκριμένη υπόθεση. Αυτό είναι αυταπόδεικτο από το ότι η Α.Β. v. Δημοκρατίας αφορά το αδίκημα της συμμετοχής σε σεξουαλική πράξη με παιδί ηλικίας 13 έως 17 ετών κατά παράβαση του Άρθρου 6(3), το οποίο προνοεί φυλάκιση μέχρι 20 έτη. Το Άρθρο 6 προνοεί κλιμακωτά ποινές 10, 15, 20, 25 ετών και ισόβιας φυλάκισης και η υπόθεση Α.Β. v. Δημοκρατίας αφορούσε αδίκημα του τρίτου επιπέδου από πλευράς ποινών. Σοβαρότερα μεν γεγονότα αλλά με μεγαλύτερο σε ηλικία παιδί.
Εν ολίγοις, αυτό το οποίο πρέπει να γίνει αντιληπτό είναι ότι η παρούσα ναι μεν δεν αφορά το αδίκημα της συμμετοχής του Άρθρου 6(3) πλην όμως αφορά το ουσιωδώς σοβαρότερο αδίκημα της σεξουαλικής κακοποίησης ενός κοριτσιού εννέα ετών υπό τη μορφή επίδειξης των γεννητικών οργάνων ενός ενήλικα. Ουσιωδώς σοβαρότερο διότι ο ίδιος ο Νομοθέτης επέλεξε όπως προνοήσει την υψηλότερη ποινή για σεξουαλική κακοποίηση μικρότερων παιδιών, ήτοι αυτή της φυλάκισης δια βίου. Αυτή είναι η βάση από την οποία ξεκινά η επιμέτρηση και αυτό έπραξε το Κακουργοδικείο. Το ότι συνέπεσε με την ποινή που είχε επικυρωθεί για άλλο αδίκημα μικρότερης σοβαρότητας από πλευράς προβλεπόμενης ποινής δεν την καθιστά έκδηλα υπερβολική για ένα τέτοιο λόγο.
Οι υποθέσεις στις οποίες παραπέμπει ο Εφεσείων είχαν κριθεί επί των δικών τους γεγονότων και νομικών περιστάσεων. Οι υποθέσεις Χριστοφόρου (ανωτέρω) και Πατούρη (ανωτέρω) αφορούσαν αδικήματα του Άρθρου 6(3) και παιδιά άνω των 13 ετών ενώ υπήρχε και στις δύο παραδοχή των αδικημάτων. Η Μακρίδης (ανωτέρω) αφορούσε καταδίκη μετά από ακρόαση σε όντως σοβαρότερα γεγονότα, κατ' επανάληψη μάλιστα, σε σχέση με παιδί κάτω των 13 ετών και αδικήματα στη βάση του Άρθρου 6(4). Έχουμε την αίσθηση πως εκεί η ποινή περιορίστηκε στα τρία έτη φυλάκισης αφού συνεκτιμήθηκε ιδίως η μεγάλη ηλικία του εφεσείοντος (82 ετών).
Πιο κοντά στα γεγονότα της παρούσας φαίνεται να βρίσκεται η Γενικός Εισαγγελέας v. Ν.Ν., (ανωτέρω). Αφορούσε και πάλι το Άρθρο 6(3) και παιδί κάτω των 13 ετών (ήτοι 6,5 ετών). Υπήρχε όμως και εκεί παραδοχή. Ο εφεσείων είχε χαϊδέψει τα γεννητικά όργανα του ανήλικου κοριτσιού και η επιβληθείσα ποινή των 18 μηνών αυξήθηκε κατ' έφεσιν σε 3 έτη φυλάκισης. Παρόμοιας φύσης ήταν και η υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Σ.Σ., Ποιν. Έφ. 202/2021, ημερ. 17.3.22, ECLI:CY:AD:2022:D116. Εκεί 46χρονος αργά το βράδυ επισκέφθηκε φιλικό σπίτι στο οποίο διέμενε με τη μητέρα της η 11χρονη, περιορισμένων διανοητικών δυνατοτήτων. Κατά την παραμονή του τη φίλησε στο στέρνο, καθώς και λίγο πάνω από το στήθος και στον ώμο, την ακούμπησε με τις παλάμες στο στήθος, τής έκαμε μαλάξεις στην κοιλιά και στο πάνω μέρος του μηρού και την αγκάλιαζε. Όλα αυτά πάνω από τα ρούχα. Κρίθηκε ένοχος μετά από ακρόαση για το αδίκημα του Άρθρου 6(3) και κατ΄ έφεσιν η 6μηνη ποινή φυλάκισης που τού είχε επιβληθεί αυξήθηκε σε 2 έτη φυλάκισης.
Θα μπορούσε ενδεχομένως να λεχθεί ότι συγκρινόμενη με τις πιο πάνω, η ποινή στην παρούσα κινείται στο εύρος της αυστηρότητας πλην όμως δεν συμφωνούμε ότι εκφεύγει των πλαισίων του Νόμου και της Νομολογίας σε βαθμό που να καθίσταται έκδηλα υπερβολική. Η όποια δε τέτοια σκέψη αποδυναμώνεται εντελώς, λαμβανομένου υπ' όψιν ότι ο Εφεσείων βαρύνετο με προηγούμενη καταδίκη για κοινή επίθεση (5198/19) στην οποία είχε ληφθεί υπ' όψιν και άλλη υπόθεση για τα αδικήματα της άσεμνης πράξης, της απειλής και της κακόβουλης βλάβης (7676/20). Η ίδια η καταδίκη και μάλιστα για το συναφές αδίκημα της άσεμνης πράξης κατεδείκνυε τη στάση και τον σεβασμό του Εφεσείοντος απέναντι στον Νόμο, τού στερούσε μέρος της επιείκειας που θα μπορούσε να επιδείξει το Κακουργοδικείο και ασφαλώς διακρίνει έτι περαιτέρω την παρούσα από τις προαναφερθείσες υποθέσεις. Ορθώς είχε επισημάνει το στοιχείο αυτό το Κακουργοδικείο με αναφορά στην Καμμούγιαρος v. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 565.
Οι λόγοι έφεσης αρ. 8 και 9 υπόκεινται σε απόρριψη.
Στη βάση όλων των πιο πάνω η έφεση κατά της καταδίκης και της ποινής απορρίπτεται.
Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.
Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο