
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 302/2019)
23 Ιουνίου 2025
[Α. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στες]
1. HAIG VARBEDIAN
2. ARAM VARBEDIAN
3. ELIZ A. VARBEDIAN,
Εφεσειόντων
v.
ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,
Εφεσιβλήτων
Ο. Λάμπρου (κα) για Ανδρέας Θ. Μαθηκολώνης & Σία ΔΕΠΕ για Εφεσείοντες
Σ. Κόκκινος για Χρυσαφίνης και Πολυβίου ΔΕΠΕ για Εφεσίβλητους
------------------------
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Αμπίζα, Δ.
----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ: Αντικείμενο της παρούσας έφεσης είναι απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, υπέρ των εφεσιβλήτων, ως εναγόντων, και εναντίον των εφεσειόντων 1, 2 και 3, ως εναγομένων 1, 2 και 3 αντιστοίχως, αλληλεγγύως και κεχωρισμένως, για το ποσό των €401.077,12.- πλέον τόκο προς 7,655% από 21.9.2018 ετησίως μέχρι εξόφλησης, με κεφαλαιοποίηση του τόκου κάθε 30 Ιουνίου και 31 Δεκεμβρίου εκάστου έτους. Περαιτέρω εκδόθηκε διάταγμα πώλησης ενυπόθηκου ακινήτου των εφεσειόντων 2 και 3.
Βάση για την εν λόγω αγωγή αποτελούσε συμφωνία δανείου μεταξύ εφεσιβλήτων και εφεσείοντα 1, ημερομηνίας 23.4.2008, την οποία οι εφεσείοντες 2 και 3 εγγυήθηκαν με συμφωνία αυτών και των εφεσιβλήτων, ιδίας ημερομηνίας. Περαιτέρω, επίδικη, πρωτοδίκως, ήταν και υποθήκη ακινήτου των εφεσειόντων 2 και 3 προς τους εφεσίβλητους, ημερομηνίας 8.7.2004. Οι εφεσείοντες, μέσω του δικογράφου της υπεράσπισης τους, προέβαλαν άρνηση σύναψης της ισχυριζόμενης συμφωνίας δανείου και των όρων αυτής, καθώς επίσης, της ισχυριζόμενης εγγύησης των εφεσειόντων 2 και 3. Οι εφεσίβλητοι 2 και 3 προέβαλαν, περαιτέρω, μη δέουσα υπογραφή τέτοιας συμφωνίας εγγύησης, παρανομία αυτής, κώλυμα των εφεσιβλήτων και παρανομία και καταχρηστικότητα των όρων των επιδίκων συμφωνιών. Άρνηση του περιεχομένου και της υπογραφής της δικογραφείτο, εκ μέρους των εφεσειόντων και αναφορικά με την ισχυριζόμενη υποθήκη, ενώ άρνηση προβάλλετο και αναφορικά με την οφειλή και ειδοποιήσεις των εφεσιβλήτων, με ισχυρισμούς, αφενός, ότι το υπό αναφορά οφειλόμενο χρηματικό ποσό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, περιέχει παράνομες χρεώσεις και τόκους επί τόκων και παράνομες κεφαλαιοποιήσεις τόκων και, αφετέρου, ότι ουδέποτε αποστάλθηκαν ή παραλήφθηκαν επιστολές των εφεσιβλήτων ή υπήρξε τερματισμός της επίδικης συμφωνίας.
Η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση, κατά την οποία κατέθεσαν, εκ μέρους των εφεσιβλήτων – εναγόντων – πέντε συνολικά μάρτυρες, ενώ, εκ μέρους των εφεσειόντων, δεν προσφέρθηκε μαρτυρία από οποιονδήποτε μάρτυρα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε τους μάρτυρες που κατέθεσαν ενώπιον του ως αξιόπιστους, κατέληξε στα συμπεράσματα του επί των γεγονότων. Ακολούθως, ασχολήθηκε με τα θέματα που ηγέρθηκαν από την πλευρά των εφεσειόντων και έκρινε ότι η αγωγή των εφεσιβλήτων θα έπρεπε να έχει επιτυχή κατάληξη σε όλες τις πτυχές και αξιώσεις της. Συνακόλουθα, εξέδωσε απόφαση ως ανωτέρω.
Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου προσβάλλεται με συνολικά 15 λόγους έφεσης. Έχουμε μελετήσει διεξοδικά τους εγειρόμενους λόγους έφεσης, την αιτιολογία αυτών και την επιχειρηματολογία της πλευράς του εφεσείοντα, αλλά και την αντίθετη επιχειρηματολογία της πλευράς των εφεσίβλητων, οι οποίοι υπεραμύνονται της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης. Ως γενική παρατήρηση, είναι χρήσιμο να επαναληφθεί ότι ο εκάστοτε λόγος έφεσης και η αιτιολογία του δεν είναι δυνατόν να διευρύνεται μέσω του περιγράμματος αγόρευσης, ώστε το περιεχόμενο του περιγράμματος αγόρευσης να καθιστά υπό έφεση θέματα που δεν προσβάλλονται μέσω λόγου έφεσης, ή να συμπληρώνει αιτιολογία λόγου έφεσης που δεν προβάλλεται στην ειδοποίηση έφεσης. Με αυτά, ως δεδομένα, προχωρούμε με την εξέταση των λόγων έφεσης.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι τα ευρήματα ή/και συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όπως καταγράφονται στις σελίδες 18 και 19 της απόφασης του, είναι εσφαλμένα και αντινομικά και η κατάληξη του σε αυτά βασίζεται σε εσφαλμένη αποδοχή της μαρτυρίας των μαρτύρων που παρουσίασαν οι εφεσίβλητοι. Όσο γενικός και αόριστος είναι ο λόγος έφεσης, ο οποίος αφορά τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί των γεγονότων, άλλο τόσο γενική και αόριστη είναι και η αιτιολογία του. Προφανής προβάλλει η ατέλεια του λόγου έφεσης, χωρίς το περιεχόμενο του περιγράμματος αγόρευσης να δύναται να διορθώσει αυτήν. Επομένως, αβάσιμος κρίνεται ο λόγος έφεσης 1 και απορρίπτεται.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, στις σελίδες 21 και 22 της απόφασης του, κατέληξε εσφαλμένα και/ή αντινομικά ότι οι εφεσίβλητοι, βάσει της μαρτυρίας που παρουσίασαν, πέτυχαν να αποδείξουν τις συνθήκες κατάρτισης της επίδικης συμφωνίας δανείου και της επίδικης εγγύησης. Αιτιολογικά, προβάλλεται ανεπάρκεια της μαρτυρίας της ΜΕ4 να αποδείξει το συγκεκριμένο ζήτημα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τη ΜΕ4 με τον εξής τρόπο:
«Σε σχέση με την Μ.Ε.4, αυτή ανέφερε ρητώς ότι ο Εναγόμενος 1 υπέγραψε στην παρουσία της τη σύμβαση δανείου, Τεκμήριο 1, όπως και οι Εναγόμενοι 2 και 3 τη σύμβαση εγγύησης, Τεκμήριο 2, τις οποίες υπογραφές τους στα δύο έγγραφα επιμαρτύρησε με τη δική της υπογραφή επί αυτών ως μάρτυρας των υπογραφών τους.
Η ατόνηση της μνήμης της σχετικά με το αν λέχθηκε και τί λέχθηκε ή αν υπήρξε συζήτηση μεταξύ της και των εναγομένων πριν την υπογραφή των εγγράφων αυτών γι΄ αυτά, αλλά είπε, όπως ήταν η πρακτική τους εξηγείτο περιληπτικά το περιεχόμενο των εγγράφων, είναι απόλυτα λογικό μετά από έντεκα (11) περίπου χρόνια και τόσους πελάτες και έγγραφα που είδε να μην ενθυμείται αν λέχθηκε ή δεν λέχθηκε κάτι. Σημειώνεται και εδώ ότι δεν προσκομίστηκε μαρτυρία περί του αντιθέτου, δηλαδή που να υποστηρίζει τις υποβολές περί του αντιθέτου των όσων είπε η μάρτυρας. Η εξαγωγή συμπεράσματος, από την απάντησή της ότι δεν μπορεί να ενθυμηθεί εάν οι εναγόμενοι 2 και 3 ομιλούν Ελληνικά, εάν αυτό υπονοείται από τον συνήγορο των εναγομένων, ότι οι Εναγόμενοι 2 και 3 δεν γνωρίζουν να διαβάζουν και να γράφουν ελληνικά, δεν μπορεί να βρει έρεισμα, αφού η υπογραφή της σύμβασης εγγύησης από αυτούς υποδηλοί ότι γνωρίζουν τουλάχιστον να διαβάζουν, αλλιώς δεν θα υπέγραφαν, ενώ από την άλλη δεν πρόσφεραν οι εναγόμενοι 2 και 3 μαρτυρία ότι δεν γνωρίζουν ελληνικά.»
Το εφεσιβαλλόμενο, με τον λόγο έφεσης, απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης αναφέρει:
« Όσον αφορά τις συνθήκες κατάρτισης της σύμβασης δανείου, Τεκμήριο 1, καταδεικνύεται από το πάνω αριστερό μέρος της πρώτης σελίδας της σύμβασης δανείου κάτω από τη φράση "ΕΙΔΙΚΟΙ ΟΡΟΙ" ως ημερομηνία, προφανώς, κατάρτισης, όχι υπογραφής, 07/03/2008. Τούτο σε συνδυασμό με την ημερομηνία υπογραφής της σύμβασης δανείου στις 23.4.2008, όπως φαίνεται στη σελίδα 2, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι υπήρξε συζήτηση για δανειοδότηση του εναγομένου 1 πριν τις 7.3.2008 και επίσης ότι μετά την κατάρτιση της, σε κάποιο χρόνο μεταξύ 7.3.2008 που καταρτίστηκε και 23.4.2008 που υπογράφηκε η σύμβαση αυτή, περιήλθε σε γνώση του εναγομένου 1.
Για να ήταν παρόντες στα γραφεία της ενάγουσας οι εναγόμενοι 2 και 3 στις 23.4.2008 που υπέγραψαν την σύμβαση εγγύησης, ως κατωτέρω εξηγείται, πρέπει να ενημερώθηκαν περί τούτου τουλάχιστον στις 23.4.2008 και σίγουρα πριν την υπογραφή των συμβάσεων δανείου και εγγυήσεως, Τεκμήρια 1 και 2, αντίστοιχα. Επομένως ο εναγόμενος 1 λαμβανομένων υπόψη των όσων αναγράφονται στη σελίδα 2 της σύμβασης δανείου, αμέσως πάνω από τη λέξη "ΣΥΜΒΛΗΘΕΝΤΕΣ", έλαβε γνώση του περιεχομένου της σύμβασης δανείου, για την οποία του δίδετο χρονικό περιθώριο σαρανταπέντε (45) ημερών αν αποδέχετο την σύμβαση δανείου να επέστρεφε το αντίγραφο αυτής υπογραμμένο.
Εκτός αυτού, όπως είπε η Μ.Ε.4, ως η πρακτική της ενάγουσας, πριν υπογράψει κάποιος είτε σύμβαση δανείου ή σύμβαση εγγύησης του εξηγείται περιληπτικά το περιεχόμενο της και μετά να υπογράψει.
Έτσι και αν ακόμα δεν είναι ορθό το πιο πάνω συμπέρασμα, ο εναγόμενος 1 έλαβε γνώση του περιεχομένου της σύμβασης δανείου τουλάχιστον πριν υπογράψει στις 23.4.2008 τη σύμβαση δανείου Τεκμήριο 1.
Τα πιο πάνω δεν ανατράπηκαν από αντίθετη μαρτυρία.
Επομένως δεν μπορεί να ευσταθήσει η θέση και η εισήγηση του συνηγόρου υπεράσπισης για μη γνώση ή ενημέρωση του περιεχομένου της σύμβασης δανείου, Τεκμήριο 1 και ως εκ τούτου ουδέν μεμπτό εκ μέρους της ενάγουσας όσον αφορά τις συνθήκες κατάρτισης αλλά και τις συνθήκες πριν την υπογραφή της σύμβασης δανείου, Τεκμήριο 1.»
Δεν εντοπίζουμε σφάλμα, ούτε στον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε το θέμα, ούτε στην απόφαση του επί τούτου. Εξέτασε την ενώπιον του μαρτυρία εντός του ευρύτερου πλαισίου του συνόλου της μαρτυρίας. Άλλωστε, καθόλα σχετικό παρέμενε πάντοτε το περιεχόμενο των δικογραφημένων ισχυρισμών – με ισχυρισμούς άρνησης υπογραφής αλλά και γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς, χωρίς περί του αντιθέτου μαρτυρία. Υπήρξε, ενώπιον του Δικαστηρίου, μαρτυρία για το τι ακολουθείτο ως γενική πρακτική. Δεν εντοπίζουμε καν υποβολή προς τη ΜΕ4 ότι δεν τηρήθηκε η πρακτική, ενώ πολύ απλό θέμα ήταν η υποστήριξη της όποιας θέσης των εφεσειόντων με μαρτυρία. Κρίνουμε ότι, υπό τις περιστάσεις, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν εντός των επιτρεπτών ορίων, χωρίς να παρέχεται ευχέρεια για επέμβαση μας.
Ως αβάσιμος, ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα και αντινομικά κατέληξε ότι οι εφεσίβλητοι πέτυχαν, με τη μαρτυρία που παρουσίασαν, να αποδείξουν την παράβαση των όρων της επίδικης συμφωνίας δανείου και απέρριψε τις σχετικές θέσεις των εφεσειόντων. Αιτιολογικά, προβάλλεται ο προνοούμενος τρόπος αποπληρωμής του δανείου – από τρεχούμενο λογαριασμό – και η έλλειψη μαρτυρίας για ελλιπή κεφάλαια του.
Επί του προκειμένου, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξήγησε ότι:
«Η παράβαση όρου της σύμβασης δανείου ημερομηνίας 23.4.2008, Τεκμήριο 1, επήλθε επειδή, όπως φαίνεται από το Τεκμήριο 10, μετά τις 21.10.2010, που κατατέθηκε το ποσό των €3.000, δεν έγινε οιαδήποτε άλλη κατάθεση κατά παράβαση του όρου 3 και 7(α) και (β) της σύμβασης δανείου, τα οποία παραπέμπουν στο επισυνημμένο παράρτημα της σύμβασης δανείου, Τεκμήριο 1, δηλαδή δεν κατέβαλλε την προβλεπόμενη και συμφωνημένη δόση του.
Η μη μεταφορά και καταβολή της δόσης από τον τρεχούμενο λογαριασμό του εναγομένου 1 στο λογαριασμό του δανείου εξάγεται και συνεπάγεται την μη ύπαρξη χρημάτων σε αυτόν, αφού ήταν κατόπιν ανέκκλητων γραπτών οδηγιών που γινόταν τούτο και ως εκ τούτου η εισήγηση του δικηγόρου των εναγομένων ότι δεν αποδείχθηκε ότι ο τρεχούμενος λογαριασμός δεν είχε χρήματα απορρίπτεται.»
Ούτε τον λόγο έφεσης αυτόν κρίνουμε βάσιμο. Ορθά επεσήμανε, το πρωτόδικο Δικαστήριο, την μη καταβολή δόσης από συγκεκριμένη ημερομηνία και μετά. Ο τρόπος αποπληρωμής, από τρεχούμενο λογαριασμό με βάση ανέκκλητες οδηγίες, αποτελούσε δεδομένο το οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψιν του. Τα δεδομένα, ως ήταν ενώπιον του, επέτρεπαν πλήρως την ως άνω πρωτόδικη κατάληξη. Άλλωστε, ούτε δικογραφικά τέθηκε τέτοιο θέμα, ούτε στη μαρτυρία υποβλήθηκε θέση περί ύπαρξης ευχέρειας πληρωμής της όποιας δόσης από τον εν λόγω λογαριασμό, ούτε τέθηκε τέτοια σχετική μαρτυρία. Δεν κρίνουμε ότι χωρεί επέμβαση μας στο συμπέρασμα αυτό του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Απορρίπτουμε, συνεπώς, και τον τρίτο λόγο έφεσης.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, προσβάλλεται το πρωτόδικο εύρημα απόδειξης του τερματισμού της επίδικης συμφωνίας δανείου και του ότι το χρέος κατέστη απαιτητό και πληρωτέο. Αιτιολογικά, οι εφεσείοντες αμφισβητούν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί αποστολής και παραλαβής των επιστολών των εφεσιβλήτων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, επί τούτου, έλαβε υπόψιν του τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του αναφορικά με την πρακτική αποστολής των σχετικών επιστολών στη δοθείσα διεύθυνση, καθώς επίσης, τη μη ύπαρξη ουσιαστικής αμφισβήτησης αυτής της μαρτυρίας, αλλά και τη μη προσκόμιση μαρτυρίας για μη παραλαβή τέτοιων επιστολών. Στη μαρτυρία, υπήρχε, επίσης, αποδεκτό από το Δικαστήριο γεγονός ότι σε συναντήσεις με τους εφεσείοντες, ουδέποτε τέθηκε τέτοιο θέμα ή θέμα μη οφειλής. Επομένως, μέσα από τον συνδυασμό όλων των ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου στοιχείων, επιτρεπτό συμπέρασμα ήταν ότι οι επιστολές αποστάλθηκαν και, κατ’ επέκταση, ελλείψει περί του αντιθέτου μαρτυρίας, παραλήφθηκαν. Χωρίς να υφίσταται περιθώριο επέμβασης μας στο συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Απορρίπτεται, συνεπώς, και ο τέταρτος λόγος έφεσης.
Οι συναφείς, μεταξύ τους, λόγοι έφεσης 5 – 9 αφορούν τις χρεώσεις στον επίδικο λογαριασμό και χρεώσεις τόκου και τη μη κρίση τους από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως αντινομικές και καταχρηστικές. Προβάλλεται, επίσης, η αυτεπάγγελτη ευχέρεια του Δικαστηρίου να εξετάσει τον καταχρηστικό χαρακτήρα ρητρών, ενώ προσβάλλεται ο υπολογισμός του τόκου με διαιρέτη τις 360 ημέρες αντί 365.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τα εγειρόμενα θέματα, απορρίπτοντας τις εισηγήσεις των εφεσειόντων, αναδεικνύοντας, παράλληλα, τη γενικότητα και αοριστία των ισχυρισμών τους.
Δεν υπάρχουν πολλά να λεχθούν επί του θέματος, υπό τας περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης. Το θέμα της χρέωσης τόκου επί τη βάση 360 ημερολογιακών ημερών, πουθενά δεν ηγέρθη – δικόγραφο, μαρτυρία, αντεξέταση των μαρτύρων – ενώ το ζήτημα καταχρηστικών και παράνομων ρητρών και χρεώσεων πάντοτε παρέμενε, δικογραφικά, σε εντελώς γενικό και αόριστο επίπεδο. Πουθενά δεν συγκεκριμενοποιήθηκε, στο πλαίσιο της μαρτυρίας, ούτε προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία από μέρους των εφεσειόντων ώστε να ήταν δυνατόν να εξεταστούν τα όσα απαιτούντο να εξεταστούν για να κριθεί ένα τέτοιο θέμα. Η ευχέρεια του Δικαστηρίου να επιληφθεί θέματος δεν ισοδυναμεί με την απόφανση από μέρους του χωρίς συγκεκριμενοποίηση και παράθεση των απαραίτητων προς τούτο στοιχείων. Δεν εντοπίζουμε σφάλμα στην επί του προκειμένου πρωτόδικη κρίση.
Οι λόγοι έφεσης 5 – 9 απορρίπτονται.
Ο δέκατος λόγος έφεσης αφορά τον υπολογισμό και χρέωση του επιτοκίου Euribor. Προβάλλεται ότι, αντινομικά, υπολογιζόταν με βάση ιστοσελίδα άλλη από την προβλεπόμενη στη συμφωνία.
Δεν βρίσκουμε έρεισμα στον εν λόγω λόγο έφεσης. Πέραν των όσων το πρωτόδικο Δικαστήριο εξηγεί στο σχετικό απόσπασμα της απόφασης του, το όλο ζήτημα ολοκληρώνεται στη βάση της αποδεκτής από το πρωτόδικο Δικαστήριο προσκομισθείσας μαρτυρίας από την οποία προκύπτει ταυτοσημία του περιεχομένου της ιστοσελίδας Bloomberg με αυτήν της Reuters επί του Euribor, με πηγή τις Βρυξέλλες.
Ως αβάσιμος, απορρίπτεται και ο δέκατος λόγος έφεσης.
Οι συναφείς λόγοι έφεσης 11, 12 και 13 αφορούν τις καταστάσεις λογαριασμού που κατατέθηκαν. Ο ενδέκατος λόγος έφεσης αποδίδει στο πρωτόδικο Δικαστήριο σφάλμα στην κρίση του ότι, με βάση την αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού, αφαιρέθηκαν όλες οι παράνομες χρεώσεις, ενώ, με τον δωδέκατο λόγο έφεσης, προσβάλλεται η αποδοχή της αναδομημένης κατάστασης λογαριασμού ως μη πληρούσας τις προϋποθέσεις του Άρθρου 22 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9. Με τον λόγο έφεσης 13, αμφισβητείται η επάρκεια της κατάστασης αυτής να αποδείξει το υπόλοιπο, επειδή ξεκινούσε από εκ μεταφοράς υπόλοιπο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε και αυτή την πτυχή της μαρτυρίας. Έχοντας παραθέσει τις πρόνοιες του ως άνω άρθρου, εξήγησε ότι:
« Επί αυτού του θέματος ο συνήγορος Υπεράσπισης ο οποίος εξέφρασε την άποψη ότι δεν αποδείχθηκε αυτή η πτυχή του θέματος, στήριξε τούτη στο γεγονός ότι η αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού, Τεκμήριο 11, στην οποία η ενάγουσα στηρίζει την αξίωσή της, δεν αποτελεί ένα από τα βιβλία που διατηρεί αυτή, ενώ επικαλέστηκε σχετική νομολογία.
Όμως, η συγκεκριμένη περίπτωση διαφοροποιείται από την υπόθεση που επικαλέστηκε ο κ. Κασιανής, αφού αναφέρεται ρητά στη γραπτή δήλωση του ΜΕ1 ότι, (α) η κατάσταση λογαριασμού, Τεκμήριο 10, αποτελεί ένα από τα συνήθη βιβλία της ενάγουσας (άρθρο 22(2) του ΚΕΦ. 9), (β) ότι η καταχώριση έγινε κατά τη συνήθη και κανονική διεξαγωγή των εργασιών της (άρθρο 22(2) του ΚΕΦ. 9), (γ) ότι το βιβλίο βρίσκεται υπό τη φύλαξη και έλεγχο της (άρθρο 22(2) του ΚΕΦ. 9) και (δ) ότι το Τεκμήριο 10 έχει συγκριθεί με την αρχική καταχώριση και διαπιστώθηκε ότι είναι ορθό (άρθρο 22(3) του ΚΕΦ. 9), το οποίο μάλιστα αποτελεί επιτακτική ανάγκη για απόδειξη του οφειλομένου υπολοίπου ποσού, γιατί διαφορετικά δεν μπορεί να γίνει δεκτό το αντίγραφο της καταχώρισης, στην περίπτωσή μας το Τεκμήριο 10, ως απόδειξη.
Όμως η ενάγουσα δεν επέμενε στα ποσά που φαίνονται στο Τεκμήριο 10 αλλά ετοίμασε αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού, Τεκμήριο 11, με βάση ειδικό πρόγραμμα, ως αντιλαμβάνεται το Δικαστήριο, μείωσης των ποσών, με αφαίρεση μόνο χρεώσεων, όπου αφαιρέθηκαν όλες οι χρεώσεις, πλην του τόκου από την 1.7.2011 και εντεύθεν, για το οποίο ουδεμία αμφισβήτηση χωρεί, με βάση τα όσα ανάφερε ο Μ.Ε.1, ότι εκπληρώθηκαν όλα τα πιο πάνω, αφού το Τεκμήριο 11, που αρχίζει από την 1.7.2011 βασίζεται αλλά και αποτελεί προέκταση του Τεκμηρίου 10, το οποίο φθάνει μέχρι τις 30.6.2011 (Θεοδώρου και Ιωαννίδη κ.ά., ανωτέρω).»
Σε συνέχεια των όσων ανωτέρω αναφέρονται σχετικά με τις όποιες χρεώσεις, και πάλι ορθή κρίνεται η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Βασίστηκε στα λεγόμενα συγκεκριμένου μάρτυρα, ο οποίος κρίθηκε αξιόπιστος, και στα όσα οι εν λόγω καταστάσεις φανέρωναν, χωρίς να έχουν συγκεκριμένα αντικρουστεί. Δεν εντοπίζουμε σφάλμα, ώστε να παρέμβουμε.
Συνεπώς, απορρίπτουμε και τους λόγους έφεσης 11, 12 και 13.
Ο λόγος έφεσης 14 αφορά την επίδικη υποθήκη και την απόρριψη της θέσης των εφεσειόντων ότι απουσίαζε το στοιχείο της αντιπαροχής και/ή της συναίνεσης των εφεσειόντων, ενόψει του προγενέστερου της υποθήκης από τη συμφωνία δανείου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στις πρόνοιες της εν λόγω υποθήκης και την αναφορά σε εξασφάλιση μελλοντικών υποχρεώσεων. Επί των εγειρόμενων με τον λόγο έφεσης θεμάτων, επαναλαμβάνουμε ότι, αναφορικά με την υποθήκη, ο δικογραφημένος ισχυρισμός των εφεσειόντων ήταν γενική απόρριψη της εν λόγω εξασφάλισης. Περαιτέρω δε, προβάλλετο άρνηση των εφεσειόντων 2 και 3 ότι ενέγραψαν την ισχυριζόμενη υποθήκη προς όφελος των εφεσιβλήτων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε την υπογραφή και εγγραφή της εν λόγω υποθήκης, αποδεχόμενο τη μαρτυρία της ΜΕ2, υπαλλήλου του Κτηματολογίου. Αποδέχτηκε, επίσης, την εξήγηση των εγγράφων στους εφεσείοντες, επομένως δεν είναι άνευ σημασίας το ότι στη συμφωνία δανείου, την οποία οι εφεσείοντες 2 και 3 εγγυήθηκαν και τους εξηγήθηκε, αναφερόταν ότι επιπρόσθετη εξασφάλιση αποτελεί η υφιστάμενη υποθήκη (μαρτυρία ΜΕ1). Επομένως, μπορεί να συναχθεί η συναίνεση τους για εξασφάλιση του δανείου από την υφιστάμενη, προς όφελος των εφεσιβλήτων, υποθήκη. Συνεπώς, ως αβάσιμος απορρίπτεται και ο λόγος έφεσης 14.
Αβάσιμος, τέλος, προκύπτει να είναι και ο λόγος έφεσης 15, οποίος προβάλλει ότι ενόψει των υπολοίπων λόγων έφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να απορρίψει την αγωγή.
Συνακόλουθα, η παρούσα έφεση απορρίπτεται. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.
Επιδικάζονται εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ των εφεσιβλήτων, €4.000.-, πλέον ΦΠΑ (εάν υπάρχει), ως έξοδα.
Α. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.
Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο