ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ v. NIKOLAY METEV TSONEV κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ.: 339/2019, 10/6/2025
print
Τίτλος:
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ v. NIKOLAY METEV TSONEV κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ.: 339/2019, 10/6/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.: 339/2019)

 

10 Ιουνίου, 2025

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στές]

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

Εφεσείοντας,

v.

 

1.  NIKOLAY METEV TSONEV,

2.  ΜΙΝΕΡΒΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ

      ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ,

Εφεσίβλητοι.

 

____________________

 

Μ. Αναστασίου για Ευαγόρας Αναστασίου και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείοντα.

Ν. Κυριακίδης με Χρ. Ραουνά για κ.κ. Χάρης Κυριακίδης Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσίβλητους.

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.:  Ο εφεσείοντας τραυματίστηκε ενώ οδηγούσε μοτοσικλέτα η οποία συγκρούστηκε με μοτοποδήλατο, οδηγός του οποίου ήταν ο εφεσίβλητος 1.  Οι εφεσίβλητοι 2 παρείχαν ασφαλιστική κάλυψη στο εν λόγω μοτοποδήλατο.  Με την αγωγή του, εναντίον του οδηγού του μοτοποδηλάτου, ως εναγόμενου 1, και της ασφαλιστικής εταιρείας του τελευταίου, ως εναγόμενων 2, ήτοι εφεσίβλητων 1 και 2 αντίστοιχα, ο εφεσείοντας αξίωσε αποζημιώσεις για γενικές και ειδικές αποζημιώσεις.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο εκδίκασε την αγωγή, απεφάνθη ότι υπεύθυνος για τη σύγκρουση ήταν αποκλειστικά ο εφεσίβλητος 1. Εξέδωσε δε απόφαση προς όφελος του εφεσείοντα και εναντίον των εφεσίβλητων (α) για το ποσό των €15.000,00, ως γενικές αποζημιώσεις, για τον πόνο και την ταλαιπωρία του εφεσείοντα λόγω των τραυμάτων του, πλέον νόμιμο τόκο από 23.10.2013 (ημερομηνία καταχώρισης της έκθεσης απαίτησης) και (β) για το ποσό των €1.047,84, ως ειδικές ζημιές, πλέον νόμιμο τόκο επί του ποσού των €47,84 από 03.04.2013, επί του ποσού των €300,00 από 18.03.2016 και επί του ποσού των €700,00 από 06.04.2016 μέχρι εξόφλησης. Επιδικάστηκαν, επίσης, έξοδα προς όφελος του εφεσείοντα και εναντίον των εφεσίβλητων, ως θα υπολογίζονταν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκρίνονταν από το Δικαστήριο.

 

Ο εφεσείοντας διαφώνησε με το ύψος του ποσού που του επιδικάστηκε, ως γενικές αποζημιώσεις.  Καταχώρισε την παρούσα έφεση επιδιώκοντας τη διαφοροποίηση της πρωτόδικης απόφασης, δια της αύξησης του ποσού των γενικών αποζημιώσεων.  Ειδικότερα, με τρεις (3) λόγους έφεσης, αποδίδει στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι λανθασμένα του επιδίκασε το ποσό των €15.000,00 και όχι κατά πολύ μεγαλύτερο ποσό (πρώτος λόγος έφεσης), ότι λανθασμένα, παράτυπα, ατεκμηρίωτα και κατά παράβαση της κοινής λογικής, αποδέχθηκε τη μαρτυρία του ιατρού Η. Γεωργίου, στο σύνολο της, ενώ απέρριψε τη μαρτυρία του ΜΕ2, ιατρού Φ. Συμιλλίδη (δεύτερος λόγος έφεσης), λανθασμένα δεν επιδίκασε τόκους από την ημέρα του δυστυχήματος, κρίνοντας ότι υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην καταχώριση της αγωγής, και πως, λανθασμένα, επιδίκασε τόκους από την ημέρα καταχώρισης της έκθεσης απαίτησης (τρίτος λόγος έφεσης), και ότι αξιολόγησε λανθασμένα τους τραυματισμούς του εφεσείοντα, στηρίζοντας το σκεπτικό του σε ανόμοιες αποφάσεις, με αποτέλεσμα να καταλήξει στην επιδίκαση του μικρού ποσού των €15.000,00 (τέταρτος λόγος έφεσης – ο οποίος, προφανώς, εκ παραδρομής ονομάζεται ως πέμπτος λόγος έφεσης).

 

Κρίνουμε χρήσιμο να παρατηρήσουμε, σε αυτό το στάδιο, ότι, προδήλως, η αναφορά σε ΜΥ1 στην ειδοποίηση έφεσης οφείλεται σε παραδρομή ή αβλεψία, καθότι ΜΥ1 δεν ήταν ο ιατρός Η. Γεωργίου, αλλά άλλο πρόσωπο.  Ο ιατρός Η. Γεωργίου κατέθεσε ως ΜΥ2 στην πρωτόδικη διαδικασία.

 

 Από τη διατύπωση των λόγων έφεσης προκύπτει ότι προέχει η εξέταση του δεύτερου λόγου έφεσης, λόγω της σημασίας του, και των, πιθανών, επακόλουθων συνεπειών ως προς την έκβαση και των λόγων έφεσης 1 και 4, οι οποίοι κατά πάσαν πιθανότητα θα επηρεασθούν, αν κριθεί βάσιμος ο δεύτερος λόγος έφεσης.

 

Προχωρούμε, ως εκ τούτου, με την εξέταση του δεύτερου λόγου έφεσης, με την αιτιολογία του οποίου ο εφεσείοντας προβάλλει τις θέσεις ότι (α) η μαρτυρία του ΜΥ2, Η. Γεωργίου, ήταν απλώς θεωρητική και μη υποστηριζόμενη από πραγματικά και επιστημονικά γεγονότα, (β) ότι ο εν λόγω ιατρός παρουσίασε διάφορες φωτοτυπίες, από το διαδίκτυο, τις οποίες μπορεί οποιοσδήποτε να εξασφαλίσει, και το Δικαστήριο τις αποδέχθηκε ως ικανό μαρτυρικό υλικό για να καταλήξει στα συμπεράσματα του, (γ) ότι ενώ ο εν λόγω ιατρός, ΜΥ2, είναι εκτός επαγγέλματος εδώ και δεκαετίες και απέχει από χειρουργικές επεμβάσεις, εντούτοις, το Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του με μαρτυρικό υλικό που εξασφαλίστηκε από το διαδίκτυο, ενώ, αντίθετα, δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία του ΜΕ2, ιατρού Συμιλλίδη, ο οποίος, για δεκαετίες, είναι εν ενεργεία χειρούργος ορθοπεδικός, με ανάλογη φήμη, (δ) ότι λανθασμένα αποδέχθηκε τη μαρτυρία του ΜΥ2 ως προς τις συνέπειες της ραιβότητας του εφεσείοντα και δεν  αποδέχθηκε τη μαρτυρία του ΜΕ2, (ε) πως προσέγγισε λανθασμένα τη θέση του ΜΥ2, ο οποίος κατέθεσε ότι ο εφεσείοντας δεν θα αναπτύξει στο μέλλον οστεοαρθρίτιδα, παρά τη ραιβότητα που έχει, (στ) ότι λανθασμένα αποδέχθηκε τη θέση του ΜΥ2, ότι ο εφεσείοντας είναι σε θέση να ασκεί εργασία η οποία απαιτεί ορθοστασία, περπάτημα, ανεβοκατέβασμα σκαλών και μεταφορά βαρέων αντικειμένων και (ζ) ότι, λανθασμένα, αποδέχθηκε τη θέση – μαρτυρία του ΜΥ2, ότι ο εφεσείοντας είναι σε θέση να αθλείται, παρ’ ότι στην απόφαση του το Δικαστήριο παραδέχεται ότι η παρατεταμένη άθληση, με φόρτιση του κάτω άκρου, πιθανόν να προκαλεί ενοχλήσεις στον εφεσείοντα, υπό μορφή ανεκτού πόνου, που θα υποκαθίστανται με απλή ανάπαυση.

 

Ως γίνεται κατανοητό, οι προαναφερόμενες αιτιάσεις είναι μεταξύ τους συνυφασμένες και υποστηρίζουν τη θέση του εφεσείοντα πως το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποδέχθηκε εξ ολοκλήρου τη μαρτυρία του ΜΥ2, εξ ου και ζητείται η επέμβαση του Εφετείου επί των ευρημάτων της αξιολόγησης της μαρτυρίας των δύο ιατρών, μαρτύρων, (ΜΕ2 και ΜΥ2), οι οποίοι κατέθεσαν για τον τραυματισμό του εφεσείοντα και τις συνέπειες του.

 

Σε αρμονία με την πάγια νομολογία, ως προς το θέμα της επέμβασης του Εφετείου στην πρωτόδικη αξιολόγηση της μαρτυρίας, παραπέμπουμε στην πρόσφατη υπόθεση ERMA (AUCTION CENTER) LIMITED v. Δημητρίου κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 287/2018, ημερομηνίας 28.05.2025, όπου έχουν επαναληφθεί οι σχετικές αρχές, για το υπό συζήτηση θέμα, και ειπώθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Υπενθυμίζουμε, συναφώς, σ’ αυτό το στάδιο, ότι, όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων είναι έργο κατ’ εξοχήν του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο έχει την ευκαιρία να ακούει τους μάρτυρες και να παρακολουθεί τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα.  Το Εφετείο, κατά κανόνα, σπάνια επεμβαίνει (βλέπε (1) Μιχαηλίδης v. Οικονομίδη, Πολιτική Έφεση 94/2013, ημερομηνίας 30.06.2022, ECLI:CY:AD:2022:D288, (2) Παρσών v. M&M Decoration Centre Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. 161/2015, ημερομηνίας 30.04.2015 και (3) Stark κ.α. v. Marsland κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 233/2019, ημερομηνίας 06.05.2025).  Στην υπόθεση Ιωάννου v. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση Αρ. 26/2021, ημερομηνίας 28.04.2024, επαναλήφθηκε η αρχή, ως προς την επέμβαση του Εφετείου στο ζήτημα της αξιολόγησης, με το ακόλουθο απόσπασμα:

 

«Θεωρούμε χρήσιμο να επαναλάβουμε ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ' εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο. Κατά κανόνα, το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στην πρωτόδικη κρίση για την αξιοπιστία ενός μάρτυρα. Ευχέρεια για τον παραγκωνισμό ευρημάτων περί της αξιοπιστίας παρέχεται μόνο όταν αυτά καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στα υπό κρίση ευρήματα σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει.»»

 

Έχουμε εξετάσει τις θέσεις του εφεσείοντα, τα επιχειρήματα που αναπτύσσονται στο περίγραμμα αγόρευσης του συνηγόρου του καθώς και τον αντίλογο, ως αυτός διατυπώθηκε στο περίγραμμα αγόρευσης του συνηγόρου των εφεσίβλητων, αφού έχουμε προηγουμένως διεξέλθει με κάθε δυνατή προσοχή τα πρακτικά της δίκης, και τα τεκμήρια της υπόθεσης.

 

Εν πρώτοις, επιθυμούμε να διατυπώσουμε τη θέση πως, το γεγονός και μόνο ότι παρουσιάζεται στο Δικαστήριο κάποιο έγγραφο το οποίο εξασφαλίστηκε από το διαδίκτυο, αυτό δεν οδηγεί, άνευ ετέρου, στο συμπέρασμα ότι το περιεχόμενο του δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό.  Ασφαλώς, το περιεχόμενο του θα τύχει της ανάλυσης και της αξιολόγησης από το Δικαστήριο, αφού αυτό λάβει υπόψη του, μεταξύ άλλων, τη γνώση του μάρτυρα που το καταθέτει σε σχέση με το περιεχόμενο του και οτιδήποτε άλλο γνωρίζει ο μάρτυρας που το καταθέτει, την ποιότητα και την εγκυρότητα του εγγράφου γενικότερα, περιλαμβανομένου του χώρου που το έγγραφο δημοσιεύεται, τη συνοχή αλλά και το είδος, αν πρόκειται για δημοσίευμα μελέτης ή άρθρου που προέρχεται από αναγνωρισμένες και επίσημες μελέτες ή έρευνες.  Επομένως, η σχετική θέση του εφεσείοντα, ότι λανθασμένα έγινε δεκτό, ως μαρτυρία, έγγραφο που εξασφαλίστηκε από το διαδίκτυο, δεν γίνεται αποδεκτή και απορρίπτεται.  Εν πάση περιπτώσει, την απορρίπτουμε και για ένα πιο ουσιαστικό λόγο.  Από τα πρακτικά της δίκης, δεν προκύπτει με βεβαιότητα, ότι τα Τεκμήρια 16 και 17, που επικαλέστηκε ο ΜΥ2, εξασφαλίστηκαν από το διαδίκτυο, αφού στη μία περίπτωση ο ΜΥ2 είπε επί λέξη «έχω προσκομίσει περιληπτικό συμπέρασμα μελέτης που δημοσιεύεται στην ιατρική βιβλιοθήκη των ΗΠΑ, εις το τμήμα της που λέγεται NCBI και είναι του έγκυρου ιατρικού περιοδικού PUBMED», και στην άλλη περίπτωση ανέφερε «…έχω ακόμα μια μελέτη που είναι του έγκυρου ιατρικού περιοδικού Orthopedics 1 και η οποία επιβεβαιώνει … ότι…».  

 

Ταυτόχρονα, ξεκαθαρίζουμε πως θα εξετασθεί, όμως, στο πλαίσιο της γενικότερης θέσης του εφεσείοντα, περί λανθασμένης αποδοχής της μαρτυρίας του ΜΥ2, κατά πόσον ορθά το Δικαστήριο αξιολόγησε και έδωσε βαρύτητα σε τέτοιο υλικό που παρουσίασε ο ΜΥ2 και, κατ’ επέκταση, αν ορθά αποδέχθηκε τη γνώμη και τις θέσεις του εν λόγω μάρτυρα.

 

Όσον αφορά στη θέση του εφεσείοντα, ότι θα έπρεπε να γίνει αποδεκτή η μαρτυρία του ΜΕ2 επειδή, μεταξύ άλλων, είναι εν ενεργεία χειρούργος ορθοπεδικός, με ανάλογη φήμη, οφείλουμε να υποδείξουμε πως τα κυπριακά Δικαστήρια ουδέποτε έδωσαν κατευθυντήρια γραμμή, είτε θετικά είτε αρνητικά, ως προς την αξιοπιστία της γνώμης ενός ιατρού αναλόγως της φήμης που αυτός χαίρει.  Το ότι ο ΜΕ2 είναι εν ενεργεία χειρούργος ιατρός και ο ΜΥ2 είναι σε ολιγότερο βαθμό εν ενεργεία, είναι ζήτημα που ασφαλώς, υπό συγκεκριμένες περιστάσεις, μπορεί να έχει τη σημασία του, όχι όμως ως γεγονός απομονωμένο από το περιεχόμενο και την ποιότητα της μαρτυρίας ή την τεκμηρίωση της γνώμης τους.  Δεν θα μπορούσε το πρωτόδικο Δικαστήριο να αγνοήσει την απάντηση του ΜΕ2 όταν ρωτήθηκε για την αιτία θραύσης του υλικού που τοποθετήθηκε στον εφεσείοντα, και του υποδείχθηκε ότι στο ιατρικό πιστοποιητικό – Τεκμήριο 4 –, το οποίο είχε εκδοθεί από το Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού πριν τον εξετάσει αυτός, το περιεχόμενο του οποίου είχε τεθεί ενώπιον του, και στο οποίο αναφέρεται ότι «εκτιμήθηκε επίσης στις 04.03.2011 όπου διαπιστώθηκε ότι ο ασθενής δεν ακολουθεί τις οδηγίες των θεραπόντων ιατρών και με συνέπεια να φορτίζει το πάσχον σκέλος.  Του δόθηκε εκ νέου η απαιτούμενη προσοχή και αυστηρές οδηγίες προς αποφυγή φόρτισης του πάσχοντος σκέλους για αποφυγή πιθανής θραύσης υλικού». Ο ΜΕ2 απέφυγε ουσιαστικά να τοποθετηθεί.  Η δε απάντηση του πως «Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορώ να γνωρίζω ακριβώς τι έγινε από το 2010 μέχρι το 2013» δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως σαφής τοποθέτηση ή γνώμη. Υπήρχε ανάγκη να τοποθετηθεί ευκρινώς για ένα τέτοιο κεφαλαιώδες ζήτημα, ως προς την εξέλιξη της μετατραυματικής πορείας του ασθενή του.  Ορθά δεν έπεισε το Δικαστήριο για τη γενική θέση του ότι τέτοια θραύση μπορεί να προέρχεται και από άλλες αιτίες, ιδιαίτερα όταν δεν ρώτησε και δεν διερεύνησε το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 4 με τον ασθενή του – εφεσείοντα.

 

Όσον αφορά στο γενικότερο επιχείρημα, του εφεσείοντα, ότι ο ΜΥ2 απέχει από την χειρουργική εδώ και δεκαετίες, είναι κατανοητό ότι η ιατρική επιστήμη έχει εξελιχθεί, όπως όλες σχεδόν οι επιστήμες, δεν εντοπίζουμε, όμως, να υποβλήθηκε οτιδήποτε το συγκεκριμένο στον ΜΥ2 που να φάνηκε ότι το αγνοούσε, εξ αιτίας της απουσίας του από την ενεργή χειρουργική, και πως ο ΜΕ2 υπερτερούσε σε γνώση.

 

Έχοντας διεξέλθει το περιεχόμενο της μαρτυρίας του ΜΥ2, δεν αποδεχόμαστε τη θέση ότι η μαρτυρία του ήταν θεωρητική και μη υποστηριζόμενη από γεγονότα. Αντίθετα, η γνώμη του ΜΥ2 στηριζόταν σε γεγονότα που προέκυπταν από ιατρικά πιστοποιητικά που εκδόθηκαν από το Γενικό Νοσοκομείο Αμμοχώστου και Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού, επί των οποίων καταγράφηκε το ιστορικό του τραυματισμού του εφεσείοντα, η αντιμετώπιση και η περαιτέρω εξέλιξη του.  Τα εν λόγω πιστοποιητικά, άλλωστε, προωθήθηκαν, ως τεκμήρια, από τον εφεσείοντα.

 

Επιθυμούμε, ακόμη, να υποδείξουμε και το γεγονός ότι αν ένας εκ των δύο ιατρών που καταθέτουν ενώπιον Δικαστηρίου είναι ο θεράπων ιατρός, από μόνο του αυτό το γεγονός δεν δίδει οποιοδήποτε πλεονέκτημα έναντι του άλλου μη θεράποντος ιατρού.  Και οι δύο θα κριθούν συνολικά από όλα τα στοιχεία που απαρτίζουν τη γνώμη τους. Στην παρούσα περίπτωση, βέβαια, ούτε ο ΜΕ2 ούτε ο ΜΥ2 υπήρξε ο θεράπων ιατρός, από την αρχή του τραυματισμού, γεγονός που επισήμανε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο προχωρώντας σε εις βάθος ανάλυση, και αντιπαραβολή της μαρτυρίας των δύο ιατρών, έδωσε, με ικανοποιητικές και λεπτομερείς εξηγήσεις, τους λόγους που αποδέχθηκε τη μαρτυρία του ΜΥ2 και όχι του ΜΕ2 στα σημεία που υπήρξε διαφωνία, δεδομένης της συμφωνίας των δύο ιατρών στο είδος του κατάγματος που υπέστη ο εφεσείοντας, στην ανάγκη υπηρεσιών φυσικοθεραπείας και στο ότι υπήρχε βράχυνση και ραιβότητα.

 

Ειδικότερα, όσον αφορά στα επίμαχα σημεία της διαφωνίας των δύο ιατρών, έχουμε εξετάσει τις θέσεις και τα επιχειρήματα των δύο πλευρών.  Καταλήγουμε ότι, μέσα από τα πρακτικά και τα τεκμήρια της υπόθεσης, τα ευρήματα αξιολόγησης, στα οποία προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν εύλογα και πειστικά αιτιολογημένα. Σε αρμονία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, επιβεβαιώνουμε την κρίση του ότι η μαρτυρία του ΜΕ2 διεπόταν από στοιχείο υπερβολής, το οποίο υποδεικνύεται στο κείμενο της απόφασης, ως επίσης, από ειρωνική στάση του έναντι του συνηγόρου των εναγομένων, αλλά και γενικό τρόπο προσέγγισης των επί μέρους ζητημάτων που άπτονται του τραυματισμού του εφεσείοντα, σε αντίθεση με τη θετική εντύπωση που άφησε ο ΜΥ2, δίδοντας απαντήσεις άμεσες, σαφείς και εμπεριστατωμένες, με παραπομπή, όπου χρειάστηκε, σε συγκεκριμένες επιστημονικές μελέτες – Τεκμήρια 16 και 17 – προερχόμενες από ιατρικά περιοδικά της βιβλιοθήκης των ΗΠΑ, πλην όμως το περιεχόμενο τους δεν αντικρούστηκε με αντιπαραβολή διαφορετικών – αντίθετων μελετών οι οποίες να σχολιαστούν από τον ΜΥ2.  Η δε υποβολή, πρωτοδίκως, προς τον ΜΥ2 «ότι αυτές οι επιστημονικές μελέτες είναι απλά έγγραφα που δεν ξέρουμε από ποιον ήρθαν ή από που πηγάζουν, εφόσον δεν έχουν καν υπογραφή», ασφαλώς δεν ήταν ικανή για να κλονίσει τη γνώμη του ΜΥ2 επί του θέματος (χωλότητα) για το οποίο τις επικαλέστηκε.

 

Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο, με παραπομπή σε επί μέρους σημεία της μαρτυρίας των δύο ιατρών, δικαιολογεί και επεξηγεί γιατί αποδέχθηκε, στο σύνολο της, τη γνώμη του ΜΥ2. Έχουμε κατά νου τα επιχειρήματα που προώθησε ενώπιον μας ο συνήγορος του εφεσείοντα, ωστόσο, δεν εντοπίζουμε νομική δικαιολογητική βάση ή περιθώρια επέμβασης στο έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Δεν θεωρούμε, επίσης, ότι δημιουργείται οποιοδήποτε νομικό σφάλμα αρχής, ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας, επειδή το Δικαστήριο αναφέρθηκε, στα τελικά του συμπεράσματα, και κατά την αποτίμηση των γενικών αποζημιώσεων του εφεσείοντα, σε «πιθανές ενοχλήσεις, υπό μορφή ανεκτού πόνου, κατόπιν παρατεταμένης άθλησης με φόρτιση του κάτω άκρου ή με τις καιρικές αλλαγές απότομης μετάπτωσης της θερμοκρασίας». Αυτό, ως προκύπτει, ήταν εύρημα στη βάση της αποδεκτής μαρτυρίας του ΜΥ2.  Είναι διαφορετικό ζήτημα, και δεν σχετίζεται με την ορθότητα της αξιολόγησης της μαρτυρίας, αν τέτοιο γεγονός εκτιμήθηκε ή δεν εκτιμήθηκε ορθά για τον καθορισμό του ύψους των γενικών αποζημιώσεων, ζήτημα το οποίο θα μας απασχολήσει, μεταγενέστερα, κατά την εξέταση του πρώτου και τέταρτου λόγου έφεσης. 

 

Εν πάση περιπτώσει, εν όψει των προλεγόμενων, απορρίπτουμε ως αβάσιμη τη θέση του εφεσείοντα ότι η μαρτυρία του ΜΥ2 ήταν θεωρητική και μη υποστηριζόμενη από γεγονότα.  Ενδεικτικά, υπενθυμίζουμε πως η γνώμη του ΜΥ2, ότι η βράχυνση και η ραιβότητα που παρουσιάζονταν στο πόδι του εφεσείοντα ήταν αποτέλεσμα φόρτισης του ποδιού του, παρακούοντας, κατά την περίοδο αποθεραπείας, τις αντίθετες οδηγίες των θεράποντων ιατρών του, επιβεβαιώνεται και από το ιατρικό πιστοποιητικό – Τεκμήριο 4 – που ο ίδιος ο εφεσείοντας προσκόμισε στο Δικαστήριο, γεγονός που αποτέλεσε και, σχετικό, πρωτόδικο εύρημα επί των γεγονότων, πλην όμως αυτό δεν προσβάλλεται με οποιοδήποτε λόγο έφεσης.

 

Όσον αφορά στο επιχείρημα, που αναπτύσσεται στο περίγραμμα αγόρευσης του συνηγόρου του εφεσείοντα, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποδέχθηκε τον ΜΥ2 ως εμπειρογνώμονα στην υπόθεση, θεωρούμε ότι είναι αρκετό να υποδείξουμε ότι ο λόγος που απορρίπτουμε το εν λόγω επιχείρημα είναι επειδή τέτοιος λόγος έφεσης δεν προβλήθηκε ούτε, βέβαια, και σχετική αιτιολογία.

 

Δεν αποδεχόμαστε, επίσης, τη θέση, διατυπωμένη στο περίγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντα, την οποία κρίνουμε ως αστήρικτη και ανεδαφική, περί του ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αναφερθεί σε στερήσεις του εφεσείοντα και απολαύσεις του δια βίου και δεν τις σχολίασε, ως είναι ο ισχυρισμός του εφεσείοντα, για «ευνόητους λόγους» ή έχοντας πρόθεση «όπως μειώσει το όσο το δυνατό επιδίκαση των γενικών αποζημιώσεων». Μελετήσαμε όλα τα στοιχεία που βρίσκονται ενώπιον μας.  Κρίνουμε ότι δεν υπάρχει υπόβαθρο για αποδοχή των προαναφερόμενων θέσεων, αντίθετα, το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη στη διατύπωση της ετυμηγορίας του βάσει νομικών και νομολογιακών αρχών, καταγράφοντας τα στοιχεία στα οποία βασίστηκε. Τυχόν διαφωνία, προερχόμενη από τους συνηγόρους, είτε ακόμη και από το εφετείο, απέχει παρασάγκας από υπόβαθρο για στοιχειοθέτηση των υπό συζήτηση θέσεων του εφεσείοντα.

 

Τέλος, ως αβάσιμη κρίνουμε τη θέση, που, επίσης, αναπτύσσεται στο περίγραμμα αγόρευσης του συνηγόρου του εφεσείοντα, ότι ο ΜΥ2, τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέταξε ως εμπειρογνώμονα, «είναι εντεταλμένος ιατρός των ασφαλιστικών εταιρειών για έκδοση ιατρικών πιστοποιητικών και η παρουσία αυτού στο Δικαστήριο σκοπό έχει όπως με κάθε τρόπο αδυνατίσει και/ή μειώσει το εύρος των κακώσεων του ενάγοντα/εφεσείοντα».  Τέτοια θέση δεν γίνεται αποδεκτή, προωθήθηκε, άλλωστε, έμμεσα και κατά την αντεξέταση του ΜΥ2, ο οποίος την απέρριψε, αποδίδοντας την επιλογή του, είτε από ασφαλιστικές εταιρείες είτε από δικηγόρους, στην εκτίμηση που έχει ως έντιμος και ειλικρινής ιατρός ασχολούμενος με τα θέματα των σωματικών βλαβών, σε επίπεδο συνεργασίας, για τη συγγραφή σχετικού νομικού συγγράμματος. Εν πάση περιπτώσει, ως προκύπτει από το σύνολο των στοιχείων που βρίσκονται ενώπιον μας, καθοριστική σημασία υπέχει το γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο πείσθηκε, για τους λόγους που έχει διατυπώσει στην απόφαση του, και οι οποίοι είναι εύλογοι και θεμιτοί, για την εγκυρότητα της γνώμης του ΜΥ2, και γι’ αυτό την αποδέχθηκε.

 

Συνακόλουθα όλων των προλεχθέντων, ο δεύτερος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος.

 

Ερχόμενοι στη συνεξέταση των λόγων έφεσης 1 και 4, οι οποίοι αφορούν στο ύψος των γενικών αποζημιώσεων, ο εφεσείοντας διεκδικεί διαφοροποίηση της πρωτόδικης κατάληξης ως προς τις γενικές αποζημιώσεις, εισηγούμενος, μέσω του συνηγόρου του, την επιδίκαση ποσού €90.000,00.

 

Κατ’ αρχάς, σημειώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του, για σκοπούς καθορισμού των γενικών αποζημιώσεων, όλες τις συνέπειες και κατάλοιπα που παρουσίασε ο εφεσείοντας, καθ’ ότι έκρινε πως μέρος αυτών δεν ήταν αποτέλεσμα, άμεσο, του αρχικού τραυματισμού που προήλθε από την επίδικη σύγκρουση.  Κρίνουμε ορθό, για σκοπούς πλήρους κατανόησης του όλου ζητήματος, ως αυτό προέκυψε κατά τη δίκη και απασχόλησε τον ευπαίδευτο πρωτόδικο Δικαστή, να παραθέσουμε σχετικά αποσπάσματα από την πρωτόδικη απόφαση, τα οποία έχουν ως ακολούθως:

 

«Ως προς την θραύση της πλάκας και την ανάγκη 2ης επέμβασης, κατ' αρχήν παραπέμπω στη μαρτυρία του ΜΥ2 και στα ευρήματα του Δικαστηρίου.  Συγκεκριμένα έγινε αποδεκτό από το Δικαστήριο ότι τούτο επισυνέβη ένεκα της μη τήρησης από μέρους του ενάγοντα των αυστηρών υποδείξεων/οδηγιών των θεραπόντων ιατρών να μη φορτίζει το δεξί χειρουργηθέν κάτω άκρο με αποτέλεσμα την σταδιακή κύρτωση της πλάκας και εν τέλει τη θραύση της.  Συνεπώς προήλθαν από ευθύνη του ενάγοντα και μόνον.

 

Αυτό μας φέρνει λοιπόν στο κρίσιμο ερώτημα.  Ο εναγόμενος 1 οφείλει να αποζημιώσει τον ενάγοντα για τα πιο πάνω, επειδή απλά ευθύνεται για τον αρχικό τραυματισμό;  Κατά την κρίση μου, με τα δεδομένα της παρούσας περίπτωσης, θα πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση.  Εξηγώ.

 

Ο ενάγοντας είχε καθήκον να προβεί εις όλες εκείνες τις εύλογες ενέργειες προκειμένου να περιορίσει/μειώσει τη ζημιά του και δεν δύναται να αξιώνει αποζημιώσεις για ζημιές που θα μπορούσε να αποφύγει αλλά απέτυχε να το πράξει, λόγω κάποιας παράλογης ενέργειας ή απραξίας του (βλ. McGrecor On Damages, 16η έκδοση, σελ.185-186, 188).

 

Το βάρος απόδειξης ότι ο ενάγοντας δεν ενήργησε εύλογα για μείωση της ζημιάς του φέρει ο εναγόμενος (βλ. Geest plc vLansiquot [2002] UKPC 48 αλλά και το σύγγραμμα πιο πάνω στη σελ. 190) και το κατά πόσο η ζημιά δύναται ευλόγως ν' αποφευχθεί είναι θέμα γεγονότων.

 

Στην Πολιτική Έφεση Αρ. 222/2006, ΤΑΜΠΟΥΡΑΣ v. ΚΟΛΑΝΗ, (2008) 1 Α.Α.Δ. 384, αναφέρθηκαν, μεταξύ άλλων, τα εξής (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου):

 

« Εξετάζοντας πρώτα το ζήτημα της μη απόδοσης των £800-£900 για τη μελλοντική δαπάνη για τη διορθωτική εγχείρηση,  είναι αναμφίβολα δεκτή η νομολογιακή αρχή ότι ο ενάγων έχει καθήκον να μετριάσει όσο το δυνατό τις ζημιές που υπέστη. Στο σύγγραμμα του Street on Torts 11η έκδ. (2003), εξηγείται στις σελ. 582-3, ότι η μείωση της ζημιάς καλύπτει δύο χωριστές κατηγορίες στα αστικά αδικήματα.  Η πρώτη αφορά συνθήκες ακριβώς αντίθετες από εκείνες κατά τις οποίες οι περιστάσεις είναι τέτοιες ώστε ο ενάγων να δικαιούται σ' επαυξημένες αποζημιώσεις. Η άλλη αφορά την περίπτωση όπου ο ενάγων δεν δικαιούται:

 

 «.. to recover to the extent to which he has brought the loss upon himself by his own act .. After damage has occurred and an action in tort is vested in the claimant, he has a duty to take care to mitigate his loss.  So an injured claimant should generally seek medical attention.  Where a claimant refuses treatment or surgery that could have lessened the consequences of his injuries the onus lies on the defendant to prove that his refusal was unreasonable. » (Geest plc v. Lansiquot [2002] UKPC 48).

 

Τα ίδια αναφέρονται με διαφορετικό τρόπο και στον McGregor on Damages 15η έκδ. σελ. 187 παρ. 308, όπου εξηγείται επίσης ότι η αρχή που επιβάλλει στον ενάγοντα να μετριάσει τη ζημιά του ισχύει με την ίδια δύναμη και στις υποθέσεις συμβατικής διάρρηξης, αλλά και στις υποθέσεις αστικών αδικημάτων. Αναφέρεται περαιτέρω στη σελ. 190 παρ. 311, ότι αν και ο ενάγων πρέπει να ενεργεί έχοντας υπόψη τόσο τα συμφέροντα του εναγομένου, όσο και τα δικά του:

 

 «.. he is only required to act reasonably and the standard of reasonableness is not high in view of the fact that the defendant is an admitted wrongdoer.». 

 

Σχετική είναι η υπόθεση Banco de Portugal v. Waterlow [1932] AC 452, η οποία σχετιζόταν με υπόθεση του δικαίου των συμβάσεων, αλλά που έχει αναφορά και στην κατηγορία των αστικών αδικημάτων. Σχετική είναι επίσης η αναφορά στον Ogus: The Law of Damages σελ. 88-89. »

 

Στην Πολ. Εφ. 11375 Χριστοδουλίδης vLaser Plastics Industry Ltd (2005) 1 Α.Α.Δ. 556 δε, το Εφετείο ανέφερε ότι ο ενάγοντας είχε καθήκον να πράξει ότι ήταν λογικά δυνατό υπό τις περιστάσεις για τη βελτίωση της κατάστασης της υγείας του και την ανάλογη μείωση των γενικών αποζημιώσεων.  Επρόκειτο σημειώνεται για περίπτωση που ο εφεσείων παρέλειψε να ακολουθήσει πρόγραμμα φυσιοθεραπείας που του συνέστησαν οι γιατροί για τη βελτίωση της λειτουργικότητας των δακτύλων και θα υποβοηθούσε στην αύξηση της ικανότητας για αυτοσυντήρηση και εκτέλεση ελαφρών εργασιών και αναφέρθηκε ότι η παράλειψη του εφεσείοντα να υποβληθεί σε φυσιοθεραπεία ορθά λήφθηκε υπόψη στον καθορισμό του ύψους των γενικών αποζημιώσεων από το πρωτόδικο δικαστήριο.

 

Στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγοντας είχε λάβει κατά την έξοδο του από το νοσοκομείο στις 28/10/2010 ρητές οδηγίες για μη φόρτιση του δεξιού κάτω άκρου για 2 μήνες. Οι ίδιες οδηγίες επαναλήφθηκαν στις 02/11/10, οπότε διαπιστώθηκε τονίζεται ότι η κατάσταση του ήταν καλή. 

 

Παρά ταύτα, και ενώ βρισκόταν σε καλή πορεία ανάρρωσης και αγνοώντας τις οδηγίες αυτές, επέλεξε παραλόγως να φορτίσει το δεξιό κάτω άκρο κάτι που βεβαίως είχε ως αποτέλεσμα τη θραύση της πλάκας και το κάταγμα στην ίδια περιοχή του προηγούμενου και βεβαίως την 2η επέμβαση.  Η ευθύνη για τούτο το αποτέλεσμα ήταν όλη δική του. Το ελάχιστο που θα μπορούσε να κάνει και το λογικό ήταν να ακολουθήσει τις οδηγίες των θεραπόντων ιατρών και παρέλειψε για ένα ανεξήγητο λόγο να το πράξει. Παρέβη συνεπώς το καθήκον του πιο πάνω.

 

Άρα κατά την κρίση μου δεν δύναται να αξιώνει οιεσδήποτε αποζημιώσεις για τη θραύση της πλάκας και την επακόλουθη επέμβαση, ούτε βεβαίως για τον πόνο και ταλαιπωρία που υπέστη εν σχέση ή μετά απ' αυτήν.

 

Και ισχύουν τα ίδια βεβαίως για την παραμένουσα ραιβότητα και την βράχυνση, που προκλήθηκαν με βάση τη μαρτυρία του ΜΥ2 που έγινε αποδεκτή (συνδυαστικά με όσα σχετικά αναφέρονται στο τεκμ.4) εκ της ελαφριάς κύρτωσης της πλάκας για τον ίδιο λόγο, δηλ. λόγω της φόρτισης του σκέλους που χειρουργήθηκε τη 2η φορά παρά τις αυστηρές οδηγίες των θεραπόντων ιατρών για αποφυγή τέτοιας φόρτισης.

 

Θα ήταν άδικο εν πάση περιπτώσει να επιβαρυνθεί ο εναγόμενος 1 το μέρος αυτό των αποζημιώσεων.»

 

Στη βάση του πιο πάνω σκεπτικού κρίνουμε ότι δεν έχουμε ενώπιον μας οτιδήποτε το οποίο να μας επιτρέπει να παρέμβουμε στην πρωτόδικη κατάληξη, με την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως ορθά έκρινε, δεν συνυπολόγισε στο ποσό της αποζημίωσης οτιδήποτε προερχόταν από την παρακοή του εφεσείοντα στις οδηγίες των θεράποντων ιατρών. Άλλωστε, ευθέως δεν εφεσιβάλλεται η εν λόγω κατάληξη.  Επιβεβαιώνουμε, ως ορθή, την πιο πάνω επιλογή του πρωτόδικου Δικαστηρίου η οποία προβάλλει αναγκαία και εύλογη, υπό τα δεδομένα που είχε ενώπιον του.

 

Είναι χρήσιμο, επίσης, να αναφέρουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, για τους λόγους που εξηγεί, θεώρησε ότι η αποζημίωση που όφειλε να επιδικάσει στον εφεσείοντα θα είχε το ακόλουθο υπόβαθρο: «…τον αρχικό τραυματισμό και επέμβαση, ως επίσης τον πόνο και ταλαιπωρία που προκλήθηκαν στον ενάγοντα ένεκα τούτων, αλλά και την 3η επέμβαση για αφαίρεση των υλικών αφού ούτως ή άλλως σε κάποια στιγμή, εξ' όσων γίνεται αντιληπτό, τα υλικά της 1ης επέμβασης θα έπρεπε να αφαιρεθούν. Βεβαίως λαμβάνω υπόψη τον πόνο και ταλαιπωρία εκ της 3ης αυτής επέμβασης.

 

Περαιτέρω θα λάβω υπόψη μου ότι μέχρι την 2η επέμβαση περπατούσε με πατερίτσες και χρειαζόταν βοήθεια για τις προσωπικές του ανάγκες, την μόνιμη ουλή 22 εκ. που εξ' όσων γίνεται αντιληπτό προφανώς θα υπήρχε ούτως ή άλλως εκ της αρχικής επέμβασης, όμως και όσα αναφέρονται στα ευρήματα του Δικαστηρίου και προκύπτουν εκ της μαρτυρίας του ΜΥ2 για τις πιθανές ενοχλήσεις, υπό μορφή ανεκτού πόνου, κατόπιν παρατεταμένης άθλησης με φόρτιση του κάτω άκρου ή με τις καιρικές αλλαγές απότομης μετάπτωσης της θερμοκρασίας αφού ο ΜΥ2 δεν συνέδεσε το θέμα αυτό μόνον με τη 2η επέμβαση.

 

Τέλος, θα λάβω σημειώνω υπόψη τις φυσιοθεραπείες που έκανε, ανεξάρτητα ότι τούτες έγιναν μετά την 2η επέμβαση, έχοντας υπόψη την μαρτυρία του ΜΥ2 ότι δικαιολογούνταν φυσιοθεραπείες. Η ανάγκη για φυσιοθεραπεία υπήρχε ούτως ή άλλως για την κινητοποίηση των αρθρώσεων και ενδυνάμωση των μυικών ομάδων του σκέλους και πιθανόν να γίνονταν ενωρίτερα αν ο ενάγοντας δεν έκανε τα απαράδεκτα σε βάρος της υγείας του λάθη που αναφέρθηκαν

 

Στη συνέχεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά στην υπόθεση Χαριλάου v. Νικολάου (2003) 1 Α.Α.Δ. 1460, όπου επιδικάστηκε κατ’ έφεση το ποσό των €20.503,00 (αυξήθηκε από €13.668,00) καθώς και στην υπόθεση Αποστολίδης v. Ζουλή (2001) 1 Α.Α.Δ. 1695, όπου επικυρώθηκε κατ’ έφεση το ποσό των €20.503,00, και αφού σημείωσε (α) ότι και στις δύο περιπτώσεις οι τραυματισμοί ήταν σοβαρότεροι από την παρούσα υπόθεση και (β) ότι δεν διέφυγε της προσοχής του Δικαστηρίου ο χρόνος εκδίκασης των πιο πάνω αποφάσεων, κατέληξε στο ποσό των €15.000,00, ως δίκαιο και εύλογο ποσό αποζημίωσης για τον εφεσείοντα.

 

Ό,τι απομένει προς έλεγχο της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης είναι αν, δεδομένου του αρχικού τραυματισμού, το ποσό των €15.000,00 ήταν εύλογο, υπό τις περιστάσεις, ή χρήζει οποιασδήποτε αύξησης ή και αύξησης μέχρι €90.000,00, ως είναι η εισήγηση του συνηγόρου του εφεσείοντα.

 

Παρατηρούμε, κατ’ αρχάς, πως οι αποφάσεις που επικαλέστηκε ενώπιον μας ο συνήγορος του εφεσείοντα ((1) Τζιβανίδης v. Μιχαηλίδη (2008) 1 Α.Α.Δ. 218, (2) Ζαούρη v. Προδρόμου κ.α. (2006) 1 Α.Α.Δ. 331, (3)  Συκοπετρίτης v. Χριστοδούλου (2004) 1 Α.Α.Δ. 218 και (4) Ευαγγέλου v. Δημητρίου (2008) 1 Α.Α.Δ. 248), δεν παρουσιάζουν ομοιότητα με την παρούσα υπόθεση.  Ως εκ τούτου θεωρούμε ότι δεν υποστηρίζουν την εισήγηση για επιδίκαση ποσού €90.000,00, η οποία απορρίπτεται.

 

Έχοντας συνεκτιμήσει κάθε στοιχείο που βρίσκεται ενώπιον μας,  κρίνουμε πως η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι τραυματισμοί του εφεσείοντα δεν είναι της ίδιας σοβαρότητας με αυτή που είχαν οι τραυματισμοί των δύο υποθέσεων στις οποίες αναφέρθηκε (Χαριλάου και Αποστολίδης), είναι ορθή.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε, επίσης, ότι δεν διέφυγε της προσοχής του ο χρόνος έκδοσης των προειρημένων αποφάσεων,  ωστόσο, ως παρατηρούμε, οι εν λόγω υποθέσεις αποφασίστηκαν προ 16 ετών η μία και 18 ετών η άλλη.  Το γεγονός θα έπρεπε να εκτιμηθεί με μεγαλύτερη σημασία και βαρύτητα στον καθορισμό των γενικών αποζημιώσεων, από αυτήν που απέδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Τούτο λόγω της συνεχούς μείωσης  της αξίας του χρήματος και της μεγάλης χρονικής διαφοράς.

 

Στην υπόθεση Ανδρέου v. Iacovou Brothers (Constructions) Ltd και άλλοι (2014) 1 Α.Α.Δ. 2851, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Προηγούμενες αποφάσεις προσφέρουν μόνο βοηθητική καθοδήγηση στον καθορισμό του ορθού μέτρου αποζημίωσης στη βάση των ιδιαίτερων δεδομένων της ενώπιον του Δικαστηρίου υπόθεσης και δεν αποτελούν δεσμευτικό προηγούμενο υπό την έννοια της αρχής του stare decisis. Πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη η συνεχής μείωση της αξίας του χρήματος. Παράλληλα σημειώνουμε ότι η αυξητική τάση στις αποζημιώσεις ήταν αποτέλεσμα της ανάγκης εξισορρόπησης υπερβολικά χαμηλών αποζημιώσεων σε κατάλληλες περιπτώσεις και δεν τάσσεται ως χάρτης για αιτιολόγηση παροχής συνεχώς αυξανόμενων ποσών σε κάθε περίπτωση (Σπύρος Μελάς και Ελένη Λτδ ν. Πολίτη (2003) 1 Α.Α.Δ. 590).»

 

Λαμβάνοντας υπόψη αφενός τη συνεχή μείωση της αξίας του χρήματος αλλά και οτιδήποτε άλλο αποτέλεσε εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως προς τον τραυματισμό του εφεσείοντα και τις συνέπειες αυτού, θεωρούμε ότι προκύπτει ανάγκη για επέμβαση του Εφετείου για αύξηση των γενικών αποζημιώσεων με σκοπό την απόδοση πιο αντιπροσωπευτικού και εύλογου ποσού.

 

Κρίνουμε ότι το ποσό των €20.000,00 ως γενικές αποζημιώσεις, ήταν το εύλογο και δίκαιο, κατά τον χρόνο έκδοσης της εκκαλούμενης απόφασης (07.08.2019), ως αποζημίωση για τον εφεσείοντα. 

 

Συνεπώς, οι λόγοι έφεσης 1 και 4 κρίνονται βάσιμοι.

 

Αναφορικά με τον λόγο έφεσης 3, που αφορά στο ζήτημα των τόκων, διαπιστώνουμε ότι η επιδίκαση τόκου, επί των γενικών αποζημιώσεων, από την ημέρα της καταχώρισης της έκθεσης απαίτησης, παραγνωρίζει το γεγονός ότι μέχρι την καταχώριση της  απαιτούνταν, εξ αντικειμένου, κάποιος χρόνος για την αντιμετώπιση του τραυματισμού, την αποθεραπεία και αποκρυστάλλωση της μετεγχειρητικής πορείας, αλλά και την εξασφάλιση των ιατρικών πιστοποιητικών. Κρίνουμε πως δεν δικαιολογούνταν, υπό τις περιστάσεις, η απόλυτη στέρηση των τόκων από την περίοδο που συνέβη το δυστύχημα μέχρι την καταχώριση της έκθεσης απαίτησης.  Υπήρχε πιο δίκαιη επιλογή, στη βάση των προνοιών του ΄Άρθρου 58Α του Κεφαλαίου 148, δεδομένου ότι κάποιος χρόνος ήταν αναγκαίος, ως έχουμε ήδη εξηγήσει.  Τέτοια επιλογή κρίνεται πως ήταν η εκδίκαση τόκου για το ½ της πιο πάνω περιόδου.

 

Ο λόγος έφεσης 3 κρίνεται βάσιμος.

 

Ενόψει όλων των προλεγόμενων, η έφεση επιτυγχάνει, στη βάση του ότι οι λόγοι έφεσης 1, 3 και 4 κρίθηκαν βάσιμοι και η εκκαλούμενη απόφαση διαφοροποιείται ως ακολούθως:

 

(α) το ποσό των €15.000,00, ως γενικές αποζημιώσεις, αντικαθίσταται με το ποσό των €20.000,00, και

 

(β)  η εκκαλούμενη απόφαση, στο μέρος που επιδικάστηκε τόκος, επί των γενικών αποζημιώσεων, από την ημέρα καταχώρισης της έκθεσης απαίτησης, παραμερίζεται και αντικαθίσταται με επιδίκαση τόκου επί του ποσού των €20.000,00 για το ½ της περιόδου από την ημέρα του επίδικου δυστυχήματος (18.10.2010) μέχρι 23.10.2013 που καταχωρίστηκε η έκθεση απαίτησης, των δύο ημερομηνιών συμπεριλαμβανομένων.  Η εκκαλούμενη απόφαση διαφοροποιείται ανάλογα.

 

Επιδικάζονται έξοδα έφεσης €3.100,00 πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, προς όφελος του εφεσείοντα και εναντίον των εφεσίβλητων.

 

 

 

                                                                   Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

 

 

                                                                   Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

 

                                                                   Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο