ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΔΙΑ ΝΟΜΟΥ ΕΚΧΩΡΗΣΗΣ ΕΞΟΥΣΙΩΝ ΤΟΥ ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΠΑΡΑ ΤΩ ΠΡΟΕΔΡΩ v. EKATERINA SMAZHKO κ.α., Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 35/2024, 30/6/2025
print
Τίτλος:
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΔΙΑ ΝΟΜΟΥ ΕΚΧΩΡΗΣΗΣ ΕΞΟΥΣΙΩΝ ΤΟΥ ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΠΑΡΑ ΤΩ ΠΡΟΕΔΡΩ v. EKATERINA SMAZHKO κ.α., Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 35/2024, 30/6/2025

 

ΕΦΕΤΕΙΟ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

          (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 35/2024 (i-justice))

 

30 Ιουνίου, 2025

 

     [ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΔΙΑ ΝΟΜΟΥ ΕΚΧΩΡΗΣΗΣ ΕΞΟΥΣΙΩΝ ΤΟΥ ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΠΑΡΑ ΤΩ ΠΡΟΕΔΡΩ

                                                                  Εφεσείουσα,                                

                                                                  v.

 

                                  

1.     EKATERINA SMAZHKO

2.     METE KOROGLU

 

                                                                                                        Εφεσίβλητων.

 

    --------------------

   

 Γ. Χατζηχάννα (κα), μαζί με Φ. Χριστοφίδη & Α. Αχιλλέως (κα), για Γενικό  Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσείουσα.

Ν. Χαραλαμπίδου (κα), για Ν. ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΟΥ Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσίβλητους.

 

--------------------

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την υποφαινόμενη.

-----------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ,Δ.: To πρωτόδικο Δικαστήριο, με ενδιάμεση Απόφαση του ημερoμηνίας 29/11/2024 στην Προσφυγή Αρ. 1119/2024, έκανε αποδεκτή αίτηση των Εφεσίβλητων για αποκάλυψη απόρρητων εγγράφων. 

 

Σύμφωνα με τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης, στις 26/6/2024 η Διευθύντρια του Τμήματος Μετανάστευσης πληροφόρησε την Εφεσίβλητη Αρ. 1, ότι η άδεια παραμονής της ως σύζυγος Κύπριου πολίτη, η οποία θα ίσχυε μέχρι τις 20/11/2028, ακυρώθηκε, καθότι διεπιστώθη ότι  αυτή δεν διέμενε στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές.  Οι Εφεσίβλητοι προσέφυγαν εναντίον της πιο πάνω απόφασης και με ενδιάμεση αίτηση τους ημερομηνίας 11/10/2024 αιτήθηκαν διάταγμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, διά του οποίου:

«Να διατάσσεται η αποκάλυψη στο Σεβαστό Δικαστήριο και προς τους Αιτητές των ακόλουθων εγγράφων στα οποία γίνεται αναφορά στο Διοικητικό Φάκελο Υπ. Αρ. Α18-06771 VOL II, τον οποίο διατηρούν οι Καθ' ων η αίτηση αναφορικά με την Αιτήτρια 1, αλλά δεν περιλαμβάνονται στον φάκελο:

 

i. Ερυθρό 146 στο οποίο αναφέρεται ότι «Υπάρχει αναφορά στο φάκελο 05.12.009 «Α», ημερ. 11/10/23, για E. S., στάληκε επιστολή προς το διοικητή ΚΥΠ ημερ. 11/10/23, καταχώριση ημερ. 18/10/23»

ii. Ερυθρό 185 στο οποίο αναφέρεται ότι «Υπάρχει αναφορά στο φάκελο 5.12.009 «Α», ημερ. 27/03/2024, για E. S., καταχώρηση ημερ. 29/3/24»

iii. Οποιοδήποτε έγγραφο ή στοιχείο το οποίο σχετίζεται με πληροφορίες της ΚΥΠ προς τους Καθ' ων η αίτηση και σχετίζεται με τη διαμονή της Αιτήτριας 1, είτε στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές είτε στις μη ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές και το οποίο λήφθηκε υπόψη κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης από τους Καθ' ων η αίτηση.».

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξέτασε όλα τα σχετικά, εξέδωσε διάταγμα ως ακολούθως:

«Ως εκ τούτου, εκδίδεται διάταγμα με το οποίο διατάσσεται η Διευθύντρια και/ή εξουσιοδοτημένος υπάλληλος και/ή αντιπρόσωπος και/ή ο δικηγόρος της όπως, εντός 5 ημερών από την έκδοση του παρόντος διατάγματος, παραδώσει στους δικηγόρους των αιτητών αντίγραφα των επιστολών με ημερομηνίες 11.10.2023 και 27.03.2024, με την απόκρυψη των ονομάτων, των υπογραφών και των στοιχείων επικοινωνίας των λειτουργών που τις έχουν συντάξει.»

 

Με τέσσερις Λόγους Έφεσης βάλλεται από την Εφεσείουσα Κυπριακή Δημοκρατία η πιο πάνω ενδιάμεση Απόφαση.

 

Με τον Λόγο Έφεσης Αρ. 1 προβάλλεται ότι, εσφαλμένα και υπό πλάνη το πρωτόδικο Δικαστήριο από τη μία προέβη σε αποκάλυψη του ουσιαστικού περιεχομένου των αιτούμενων προς αποκάλυψη διαβαθμισμένων εγγράφων και από την άλλη διέταξε την παράδοση τους, αποτυγχάνοντας να προβεί σε στάθμιση των συμφερόντων των διαδίκων και/ή σε δίκαιη εξισορρόπηση του δικαιώματος των Εφεσίβλητων με το δικαίωμα της Εφεσείουσας να διασφαλίσει το δημόσιο συμφέρον που αφορά στην ασφάλεια των πηγών πληροφόρησης και των ειδικών μεθόδων έρευνας και/ή εκτέλεσης των αρμοδιοτήτων των επίδικων αρχών ασφάλειας. 

 

Με τον Λόγο Έφεσης Αρ. 2 ισχυρίζεται η Εφεσείουσα ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη ότι τα δικαιώματα των Εφεσίβλητων έχουν διασφαλιστεί εφόσον τα επίδικα διαβαθμισμένα έγγραφα τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και το ουσιαστικό περιεχόμενό τους είχε ήδη αποκαλυφθεί.

 

Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι από τα επίδικα έγγραφα δεν προκύπτει η διαβάθμισή τους σύμφωνα με την παράγραφο 14 και το Παράρτημα ΙΙ της ΚΔΠ 410/2013 καθώς και ότι η Εφεσείουσα απέτυχε να στοιχειοθετήσει βάσιμο λόγο για μη αποκάλυψή τους στους Εφεσίβλητους, αποτελεί τον Λόγο Έφεσης Αρ. 3.  Με τον Λόγο Έφεσης Αρ. 4 προβάλλεται ότι, λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι δεν γίνεται αναφορά στις επίδικες επιστολές στον τρόπο λειτουργίας της ΚΥΠ ή στην πηγή πληροφόρησης της και έκρινε ότι σύμφωνα με τη παράγραφο 24 της ΚΔΠ 410/2023, η αποκάλυψη δεν θα βλάψει τα ζωτικά συμφέροντα της Δημοκρατίας.

 

Προτού επιληφθούμε των Λόγων Έφεσης σημειώνουμε ότι, αναφορικά με την κατάθεση ενώπιον μας των επίδικων εγγράφων, τα οποία, στη βάση διαταγής του πρωτόδικου Δικαστηρίου επεστράφησαν και ευρίσκοντο στην κατοχή της Εφεσείουσας Δημοκρατίας, εκδόθηκε από το παρόν Δικαστήριο διάταγμα, όπως αυτά παραδοθούν για φύλαξη στον Πρωτοκολλητή του Εφετείου, αφού προηγουμένως επαληθευτεί με σχετικό σημείωμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι τα εν λόγω εμπιστευτικά έγγραφα είναι αυτά που είχαν πρωτόδικα κατατεθεί, ενέργεια η οποία συνετελέσθη.  Συναφώς τα επίδικα έγγραφα τα οποία έχουμε στην κατοχή μας σημειώθηκαν με την ένδειξη «Α» και θα ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.

 

Κοινό στοιχείο όλων των Λόγων Έφεσης, οι οποίοι λόγω του περιεχομένου τους θα εξεταστούν σωρευτικώς, συνιστά η αποκάλυψη των επίδικων εγγράφων στους Εφεσίβλητους.  Να σημειωθεί ότι τα εν λόγω έγγραφα, όπως αναφέρεται στην πρωτόδικη Απόφαση, προσκομίστηκαν και κατατέθηκαν στο Δικαστήριο σε κλειστό διπλό φάκελο.  Οι δε θέσεις των δύο μερών συνοψίστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως ακολούθως:

«Η θέση των αιτητών συνοψίζεται στην εισήγηση ότι η μη αποκάλυψη δεν τους επιτρέπει να ασκήσουν αποτελεσματικά τα δικαιώματα άμυνας και υπεράσπισής τους καθότι δεν γνωρίζουν ποιες πληροφορίες έλαβαν υπόψη οι καθ' ων η αίτηση για να διαπιστώσουν ότι η αιτήτρια 1 δεν διαμένει σε ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές, εύρημα το οποίο οι αιτητές αμφισβητούν.  Επιπλέον, η κα Χαραλαμπίδου αναφέρθηκε στις πρόνοιες του περί της Ασφάλειας Διαβαθμισμένων Πληροφοριών Διατάγματος του 2013 (Κ.Δ.Π. 410/2013) και υπέβαλε τη θέση ότι οι καθ' ων η αίτηση, οι οποίοι έχουν και το σχετικό βάρος απόδειξης, ούτε έχουν αποκαλύψει το βαθμό διαβάθμισης των επίδικων εγγράφων ούτε έχουν συγκεκριμενοποιήσει το εξυπηρετούμενο από τη μη αποκάλυψη συμφέρον, το οποίο επικαλούνται γενικά και αόριστα.

 

Ο ευπαίδευτος δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση δήλωσε κατά την ακρόαση πως ενίσταται στην αιτούμενη αποκάλυψη καθότι αυτές τις οδηγίες έλαβε από την Κυπριακή Υπηρεσία Πληροφοριών (ΚΥΠ), η οποία θεωρεί το ζήτημα ως θέμα εθνικής ασφάλειας και έχει διαβαθμίσει τα επίδικα έγγραφα ως απόρρητα.  Μέσω δε αυτών αποκαλύπτεται, ως ένα βαθμό, σύμφωνα με τη δήλωση του κ. Χριστοφίδη, ο τρόπος λειτουργίας και η διεξαγωγή της εργασίας της ΚΥΠ και ενδεχομένως να αποκαλυφθούν τα πρόσωπα, ποιος υπογράφει και πώς λειτουργεί η ΚΥΠ.  Αναγνώρισε δε ο ευπαίδευτος δικηγόρος ότι το ουσιαστικό περιεχόμενο των επίδικων εγγράφων έχει ήδη αποκαλυφθεί στους αιτητές και δεν υπάρχει τίποτα άλλο προς αποκάλυψη.  Η άδεια της αιτήτριας ακυρώθηκε βάσει την πληροφόρησης ότι διαμένει σε μη ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές.»

 

Στη συνέχεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στην εξουσία του Δικαστηρίου και στις αρχές που διέπουν το ζήτημα της αποκάλυψης ή επιθεώρησης εγγράφων στα πλαίσια της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας και σημείωσε (με έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου) ότι:

«Εν προκειμένω η πλευρά των καθ' ων η αίτηση δεν αμφισβητεί τη σχετικότητα των εγγράφων, των οποίων οι αιτητές ζητούν την αποκάλυψη, με την ουσία της υπόθεσης και τους εγειρόμενους λόγους ακύρωσης.  Ο λόγος για τον οποίο ενίστανται στην αιτούμενη αποκάλυψη αφορά στην κατ' ισχυρισμό διαβάθμιση των εν λόγω εγγράφων ως απόρρητων από την αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας, ήτοι την ΚΥΠ.

 

Πλην, όμως, ούτε από τα επίδικα έγγραφα, τα οποία επαναλαμβάνεται έχουν προσκομιστεί στο Δικαστήριο, προκύπτει η ισχυριζόμενη διαβάθμιση, ούτε το περιεχόμενό τους αποκαλύπτει οποιαδήποτε απόρρητη και μη γνωστή ήδη στους αιτητές πληροφορία και ως εκ τούτου η σχετική επί του θέματος νομολογία, στην οποία οι ευπαίδευτοι δικηγόροι των διαδίκων εκτενώς παρέπεμψαν κατά την ακρόαση, δεν χρειάζεται, υπό τις περιστάσεις, να με απασχολήσει. 

 

Ειδικότερα, επισημαίνεται ότι τα επίδικα έγγραφα προσκομίστηκαν στο Δικαστήριο σε διπλό μεν φάκελο, αλλά όχι της ΚΥΠ ή του Τμήματος Μετανάστευσης αλλά της Νομικής Υπηρεσίας.  Στον δεύτερο δε φάκελο, που βρίσκεται εντός του πρώτου φακέλου, υπάρχει απλώς η χειρόγραφη σημείωση «ΔΙΑΒΑΘΜΙΣΜΕΝΑ ΕΓΓΡΑΦΑ», χωρίς όμως οποιαδήποτε διευκρίνιση στον φάκελο ως προς τη διαβάθμιση αυτών.»

 

 

Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στο περί της Ασφάλειας Διαβαθμισμένων Πληροφοριών Διάταγμα του 2013 (εφεξής «ΚΔΠ 410/2013») και ειδικότερα στην παράγραφο 4 αυτού, στην οποία περιέχονται οι κατηγορίες στις οποίες κατατάσσονται οι διαβαθμισμένες πληροφορίες («Άκρως Απόρρητο» ή «ΑΑΠ», «Απόρρητο» ή «ΑΠ» «Εμπιστευτικό» ή «ΕΜ», Περιορισμένης Χρήσης» ή «ΠΧ»), καθώς επίσης και στις πρόνοιες της παραγράφου 14 της ΚΔΠ 410/2013, που αφορούν τη διαδικασία που πρέπει να τηρείται για τον χειρισμό μεταφοράς, παράδοσης, παραλαβής, διανομής των διαβαθμισμένων πληροφοριών, κατέληξε (με έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου) ως ακολούθως:

 

«Ως προς το πρώτο έγγραφο, του οποίου ζητείται με την υπό εξέταση αίτηση η αποκάλυψη, όπως ορθώς αναφέρουν οι αιτητές, υπάρχει σχετική καταχώριση στο Ερ. 146 του διοικητικού φακέλου (που κατατέθηκε ως Τεκμήριο 2), σύμφωνα με την οποία απεστάλη προς τον Διοικητή της ΚΥΠ επιστολή, ημερομηνίας 11.10.2023, σε σχέση με την αιτήτρια 1.  

 

Η εν λόγω επιστολή δεν αποκαλύφθηκε προς τους αιτητές, προσκομίστηκε όμως στο Δικαστήριο.  Διαπιστώνω δε από αυτήν ότι, παρά τη διαβάθμισή της ως «Εμπιστευτική», από τον συντάκτη της (εκ μέρους της Διευθύντριας), εντούτοις ουδεμία εμπιστευτική πληροφορία περιλαμβάνει, πόσο μάλλον οποιοδήποτε πληροφορία ή αναφορά σε επιτακτικό λόγο δημόσιας ασφάλειας, για τον οποίο το περιεχόμενο της δεν θα πρέπει να αποκαλυφθεί στους αιτητές.

 

Με την εν λόγω επιστολή η Διευθύντρια ζήτησε, απλώς, από τον Διοικητή της ΚΥΠ όπως διεξαχθεί έλεγχος ως προς το κατά πόσον οι αιτητές διαμένουν στις ελεύθερες ή στις κατεχόμενες περιοχές.  Επισυνάπτονται δε έγγραφα τα οποία οι ίδιοι οι αιτητές είχαν προσκομίσει στους καθ' ων η αίτηση (αντίγραφα διαβατηρίου και ταυτότητας, ενοικιαστήριο έγγραφο και αντίγραφο της αίτησης διαμονής της αιτήτριας) και τα οποία προφανώς δεν είναι απόρρητα.

 

Στο δεύτερο έγγραφο, του οποίου ζητείται με την υπό εξέταση αίτηση η αποκάλυψη, γίνεται περιορισμένη αναφορά στην καταχώριση στο Ερ. 185 του διοικητικού φακέλου (που κατατέθηκε ως Τεκμήριο 2).  Ως αναγράφεται στην καταχώριση, σε σχέση με την αιτήτρια 1 υπάρχει αναφορά ημερομηνίας 27.03.2024 σε άλλον διοικητικό φάκελο.

 

Έχει προσκομιστεί το εν λόγω έγγραφο στο Δικαστήριο και διαπιστώνω ότι αυτό δεν φέρει οποιαδήποτε διαβάθμιση, ούτε σε αυτό γίνεται οποιαδήποτε αναφορά σε ζήτημα εθνικής ασφάλειας, ως η θέση των καθ' ων η αίτηση.

 

Το εν λόγω έγγραφο είναι η απαντητική επιστολή του Διευθυντή της ΚΥΠ, ημερομηνίας 27.03.2024, με την οποία πληροφορεί τη Διευθύντρια ότι οι αιτητές διαμένουν στα κατεχόμενα, πληροφορία η οποία ήδη έχει κοινοποιηθεί στους αιτητές με την προσβαλλόμενη απόφαση.  Ουδεμία αναφορά γίνεται στην εν λόγω επιστολή στον τρόπο λειτουργίας της ΚΥΠ ή στην πηγή των πληροφοριών της, ώστε να τίθεται σε κίνδυνο οποιοδήποτε συμφέρον της εν λόγω Υπηρεσίας.  Επισημαίνεται δε ότι στο πάνω δεξιά μέρος της εν λόγω επιστολής αναγράφονται οι συντμήσεις «ΑΕΑ:1» και «ΑΑΑ:1», τις οποίες ο ευπαίδευτος δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση, εκ παραδρομής ή λόγω ελλιπούς ενημέρωσης, εσφαλμένα εξέλαβε ως διαβαθμίσεις απόρρητων ή εμπιστευτικών πληροφοριών.  Σύμφωνα με τον Πίνακα που παρατίθεται στην παράγραφο 32 του Παραρτήματος ΙΙ της Κ.Δ.Π. 410/2013, οι εν λόγω συντμήσεις παραπέμπουν στις έννοιες «ΑΡΙΘΜΟΣ ΕΚΔΟΘΕΝΤΩΝ ΑΝΤΙΤΥΠΩΝ» (ΑΕΑ) και «ΑΥΞΟΝΤΑΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΝΤΙΤΥΠΟΥ».  Επισημαίνεται, επιπλέον, ότι επί του κειμένου της εν λόγω επιστολής δεν αναγράφεται διαγώνια οποιοδήποτε επίπεδο διαβάθμισης. 

 

Εν πάση περιπτώσει, για την κατάληξή μου ως προς την αιτούμενη αποκάλυψη, λαμβάνω επίσης υπόψη ότι, σύμφωνα με την παράγραφο 24 της Κ.Δ.Π. 410/2013:

 

«24. Εάν στο πλαίσιο διαδικασίας αποκάλυψης εγγράφων που εκκρεμεί ενώπιον Δικαστηρίου ζητείται η αποκάλυψη διαβαθμισμένου, σύμφωνα με τις πρόνοιες του παρόντος νόμου, εγγράφου ή πληροφορίας, το Δικαστήριο οφείλει να αξιολογήσει το κατά πόσο η αποκάλυψη ενός τέτοιου εγγράφου ή πληροφορίας είναι δυνατό να βλάψει τα ζωτικά συμφέροντα της Δημοκρατίας και ανάλογα θέτει τέτοιους όρους στο σχετικό διάταγμα, ώστε να διασφαλίζεται η κατά το δυνατό μεγαλύτερη δυνατή προστασία των συμφερόντων της Δημοκρατίας, ειδικότερα δε, όταν ειδικός νόμος προνοεί περί της εμπιστευτικότητας των εγγράφων αυτών».

 

Λαμβάνω, επιπλέον, υπόψη ότι το άρθρο 14 του περί της Κυπριακής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΚΥΠ) Νόμου του 2016 (Ν.75(I)/2016) προβλέπει τα ακόλουθα ως προς την προστασία του υπηρεσιακού καθεστώτος των μελών του προσωπικού της ΚΥΠ:

 

«14.-(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου, διατηρείται το απόρρητο αναφορικά με το υπηρεσιακό καθεστώς των μελών του προσωπικού της ΚΥΠ:

 

Νοείται ότι, απαγορεύεται η δημοσίευση ή η με οποιονδήποτε τρόπο αποκάλυψη της ιδιότητας μέλους του προσωπικού της ΚΥΠ ως και το περιεχόμενο ή μέρος του περιεχομένου οποιασδήποτε δικαστικής απόφασης η οποία περιλαμβάνει αναφορά στο όνομά του ή στην ιδιότητα ή/και στα καθήκοντά του ως μέλους του προσωπικού της ΚΥΠ, για σκοπούς διασφάλισης της εθνικής και δημόσιας ασφάλειας και της τήρησης των κανόνων ασφάλειας των μελών του προσωπικού της ΚΥΠ:

          [.]»

 

Βάσει όλων των ανωτέρω καταλήγω, αφενός, ότι τα έγγραφα των οποίων ζητείται η αποκάλυψη είναι σχετικά με τα επίδικα με την παρούσα προσφυγή θέματα και, αφετέρου, ότι οι καθ' ων η αίτηση απέτυχαν να στοιχειοθετήσουν οποιονδήποτε βάσιμο λόγο για τον οποίο τα εν λόγω έγγραφα να μην πρέπει να αποκαλυφθούν στους αιτητές.»

 

 

Σύμφωνα με τη νομολογία, η ανάγκη για προστασία απόρρητων πληροφοριών και εγγράφων δεν μπορεί να υποσκελίσει την επιβαλλόμενη δικαστική προστασία και διασφάλιση της δίκαιης δίκης.  Στην απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού  Δικαστηρίου στην Khalid Alaοui Mhammedi ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 78/2019, ημερομηνίας 16/10/2024, το θέμα τέθηκε ως εξής, με αναφορά σε πρόσφατη ενωσιακή νομολογία:

«Παρεμβάλλουμε, με τη δική του σημασία για όσα θα ακολουθήσου(ν), ότι μετά από την Regner v. The Czech Republic (ανωτέρω) - και ύστερα από την Πρωτόδικη Απόφαση - εκδόθηκε και η GM v. Orszagos Idegenrendeszeti Főigazgatosag and Others [2022] EUECJ C-159/21 (22 September 2022), όπου επιβεβαιώθηκε, ως απόρροια της αρχής της εκατέρωθεν ακρόασης, το δικαίωμα του προσφεύγοντος να έχει δυνατότητα πρόσβασης στο σκεπτικό της διοικητικής απόφασης που τον αφορά καθώς και σε όλα τα στοιχεία στα οποία στήριξε την απόφαση της η διοίκηση, προκειμένου o προσφεύγων να είναι σε θέση να τοποθετηθεί και να εκφέρει ανάλογη γνώμη. Τονίστηκε προσέτι, πως τα δικαιώματα άμυνας δεν είναι απόλυτα και ότι το δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο μπορεί να περιοριστεί κατόπιν στάθμισης του δικαιώματος τού προσφεύγοντος για χρηστή διοίκηση και πραγματική προσφυγή, και των συμφερόντων των οποίων γίνεται επίκληση για τη μη αποκάλυψη, ιδίως εκεί όπου τα συμφέροντα αυτά άπτονται της εθνικής ασφάλειας.

 

Η GM v. Orszagos Idegenrendeszeti Főigazgatosag and Others (ανωτέρω), αναλύθηκε στην Hussein ν. Δημοκρατίας, Π.Ε. 15/22, ημ. 17.11.22, με το Ανώτατο Δικαστήριο να λέγει και τα ακόλουθα:

 

«[...] Διευκρινίζεται όμως και πάλι πως ο περιορισμός, κατ' επίκληση λόγων εθνικής ασφάλειας, δεν πρέπει να περιάγει τον προσφεύγοντα σε κατάσταση κατά την οποία ούτε ο ίδιος, ούτε ο σύμβουλος του, να είναι σε θέση να λάβουν λυσιτελώς γνώση του ουσιαστικού περιεχομένου των καθοριστικών στοιχείων του φακέλου. Το δικαίωμα πρόσβασης στις πληροφορίες του φακέλου αποσκοπεί στο να έχει ο ενδιαφερόμενος τη δυνατότητα να προβάλει την άποψη του επί των πληροφοριών αυτών και ως προς τη λυσιτέλεια τους για την επίμαχη απόφαση (αιτιολογικές σκέψεις 53 και 55).

 

Ειδικά σε ότι αφορά στη δυνατότητα, ως αντισταθμιστική διαδικαστική εγγύηση, να αποκτά πρόσβαση το ίδιο το δικαστήριο στα στοιχεία που χαρακτηρίζονται ως απόρρητα, αναφέρθηκαν τα εξής στις αιτιολογικές σκέψεις 57, 58 και 59:

 

«57. Αφετέρου, δεδομένου ότι από την απόφαση περί παραπομπής και από τις παρατηρήσεις της Ουγγρικής Κυβερνήσεως προκύπτει ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση στηρίζεται στην εκτίμηση ότι τα δικαιώματα υπεράσπισης του ενδιαφερομένου διασφαλίζονται επαρκώς διά της παροχής στο αρμόδιο δικαστήριο της δυνατότητας να έχει πρόσβαση στον φάκελο, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η ευχέρεια αυτή δεν μπορεί να υποκαταστήσει την πρόσβαση του ενδιαφερομένου ή του συμβούλου του στις πληροφορίες του φακέλου.

 

58. Συγκεκριμένα, εκτός του ότι η ευχέρεια αυτή είναι ανεφάρμοστη κατά τη διοικητική διαδικασία, σεβασμός των δικαιωμάτων υπεράσπισης δεν σημαίνει να διαθέτει το αρμόδιο δικαστήριο όλα τα κρίσιμα στοιχεία για να λάβει την απόφασή του, αλλά να μπορεί ο ενδιαφερόμενος, ενδεχομένως διά του συμβούλου του, να υπερασπιστεί τα συμφέροντά του εκφράζοντας την άποψή του επί των στοιχείων αυτών.

 

59. Η εκτίμηση αυτή επιρρωννύεται εξάλλου από το γεγονός ότι από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 23, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2013/32 προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης έκρινε ότι η πρόσβαση των αρμοδίων δικαστηρίων στις πληροφορίες του φακέλου και η θέσπιση διαδικασιών που εξασφαλίζουν τον σεβασμό των δικαιωμάτων υπεράσπισης του ενδιαφερομένου συνιστούν δύο διακριτές και σωρευτικές απαιτήσεις.»

 

Αλλά και με την απόφαση στην υπόθεση Regner το ΕΔΔΑ αναγνώρισε μεν, ως επαρκή αντισταθμιστική διαδικαστική εγγύηση, σε συνδυασμό με όλες τις συναφείς εξουσίες του, τη δυνατότητα του εθνικού δικαστηρίου για άμεση πρόσβαση σε όλα τα διαβαθμισμένα έγγραφα επί των οποίων η διοίκηση βάσισε την απόφαση της, σημείωσε όμως παράλληλα ότι το εθνικό δικαστήριο χωρίς να προσδιορίσει επακριβώς τον κίνδυνο για την ασφάλεια, ή τους λόγους που οδήγησαν στην επίδικη απόφαση, είχε λάβει υπόψη ότι η κοινοποίηση θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την αποκάλυψη των μεθόδων εργασίας των μυστικών υπηρεσιών και των πηγών των πληροφοριών τους, ή θα μπορούσε να οδηγήσει σε προσπάθειες για επηρεασμό πιθανών μαρτύρων [...]».

 

Στην εξεταζόμενη υπόθεση, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξακρίβωσε ότι τα επίδικα έγγραφα «είναι σχετικά με τα επίδικα με την παρούσα προσφυγή θέματα», διαπίστωση η οποία κρίνεται επιτρεπτή σύμφωνα με τα νομολογηθέντα στην Khalid Alaoui Mhammedi ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (ανωτέρω) στην οποία αναφέρθηκαν και τα εξής:

«Το Διοικητικό Δικαστήριο εξακρίβωσε -επιτρεπτώς πάντως (βλ. κατ’ αναλογία Janelidze ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ.Π. 17/21, ημ. 21.9.2021)- ότι τα Έγγραφα ήσαν σχετικά προς τα επίδικα θέματα […]».

 

Στη συνέχεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποτιμώντας τα επίδικα έγγραφα τα οποία προσκομίστηκαν στο Δικαστήριο, αποφάνθηκε ότι «ούτε το περιεχόμενό τους αποκαλύπτει οποιαδήποτε απόρρητη και μη γνωστή ήδη στους αιτητές πληροφορία».  Ειδικότερα, όπως σημειώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, με το πρώτο έγγραφο που φέρει ημερομηνία 11/10/2023 (Ερ. 146), η Διευθύντρια του Τμήματος Μετανάστευσης ζήτησε από τον Διευθυντή της ΚΥΠ, όπως διεξαχθεί έρευνα κατά πόσο διαμένουν οι Εφεσίβλητοι στις κατεχόμενες περιοχές και επισυνάπτονται έγγραφα «τα οποία οι ίδιοι οι αιτητές είχαν προσκομίσει στους καθ’ων η αίτηση».  Στο δεύτερο έγγραφο που φέρει ημερομηνία 27/3/2024 (Ερ. 185), το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι πρόκειται για την απαντητική επιστολή του Διευθυντή της ΚΥΠ, με την οποία πληροφορεί τη Διευθύντρια του Τμήματος Μετανάστευσης, ότι οι Εφεσίβλητοι διαμένουν στα κατεχόμενα «πληροφορία η οποία ήδη έχει κοινοποιηθεί στους αιτητές με την προσβαλλόμενη απόφαση».  Αυτό το δεύτερο έγγραφο παραθέτει την πιο πάνω πληροφορία χωρίς να αποκαλύπτει την πηγή της.

 

Συνεπώς, αποτελεί διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αλλά και δική μας διαπίστωση έχοντας διεξέλθει προσεκτικά τα επίδικα έγγραφα, ότι το ουσιαστικό περιεχόμενο τους είχε ήδη αποκαλυφθεί στους Εφεσίβλητους.  Κατά συνέπεια θεωρούμε ότι, στη βάση των συγκεκριμένων περιστατικών της υπόθεσης, η αποκάλυψη αυτούσιων των επίδικων εγγράφων, δεν θα προσέθετε οτιδήποτε στα όσα ήδη οι Εφεσίβλητοι γνώριζαν.  Ότι δηλαδή, σύμφωνα με το περιεχόμενο της επιστολής του Διευθυντή της ΚΥΠ ημερομηνίας 27/3/2024, αυτοί διαμένουν στα κατεχόμενα.

 

Υπενθυμίζουμε ότι, όπως υπεδείχθη στην Khalid Alaoui Mhammedi ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (ανωτέρω) με αναφορά στην Hussein ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), το ζητούμενο σε περιπτώσεις του είδους, είναι ο προσφεύγων ή ο σύμβουλος του «να είναι σε θέση να λάβουν λυσιτελώς γνώση του ουσιαστικού περιεχομένου των καθοριστικών στοιχείων του φακέλου» και το δικαίωμα πρόσβασης στις πληροφορίες αποσκοπεί «στο να έχει ο ενδιαφερόμενος τη δυνατότητα να προβάλει την άποψη του επί των πληροφοριών αυτών και ως προς τη λυσιτέλεια τους για την επίμαχη απόφαση».   Σημειώθηκε δε, στην υπό αναφορά υπόθεση το γεγονός ότι ο Εφεσείων «είχε πληροφορηθεί κατ’ ουσίαν για το περιεχόμενο και πηγή των στοιχείων και πληροφοριών που οδήγησαν στην έκδοση» της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Αξιοσημείωτη για το ζήτημα που εδώ ενδιαφέρει είναι και η διαπίστωση στην Alabdalla και Κυπριακής Δημοκρατίας, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 81/19 ημερομηνίας 20/7/2021, ότι το περιεχόμενο των εμπιστευτικών εγγράφων «είχεν ήδη αποκαλυφθεί στον εφεσείοντα με την ένσταση της εφεσίβλητης και δεν προσέθεταν οτιδήποτε καινούργιο στην υπόθεση του.» 

 

Eπανερχόμενοι στην παρούσα υπόθεση διαπιστώνουμε ότι, ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι οι Εφεσίβλητοι έλαβαν γνώση του ουσιαστικού περιεχομένου των επίδικων εγγράφων, γεγονός το οποίο υποδηλοί ότι είναι σε θέση να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους, τελικώς, με κάθε σεβασμό, κατά αντιφατικό τρόπο κατέληξε στην αποδοχή της αίτησης για αποκάλυψη των επίδικων εγγράφων, τα οποία όμως δεν θα προσέθεταν οτιδήποτε στα όσα ήταν ήδη σε γνώση των Εφεσίβλητων.

 

Υπό το φως των ανωτέρω η Έφεση γίνεται αποδεκτή.  Το ενδιάμεσο διάταγμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, συμπεριλαμβανομένης της διαταγής για έξοδα, παραμερίζεται. 

Υπό τις περιστάσεις, δεν εκδίδεται οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.

 

 

 

 

 

                                                                     Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ. 

                                                                                   

                                                          Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.

 

                                                          Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο