
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 64/2019)
17 Ιουνίου, 2025
[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΠΕΤΡΟΣ ΣΤΑΥΡΟΥ
Εφεσείοντας/Ενάγοντας
και
ΜΑΡΙΑ ΠΟΥΛΛΟΥ
Εφεσίβλητη/Εναγόμενη
-----------------------------
Κλείτος Πλατής για Αντρέας Κλεάνθους Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.
Χριστίνα Μιλή για Κενδέας Α. Σέργης Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.
-----------------------------
ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Οδικό τροχαίο δυστύχημα συνέβη στις 15 Δεκεμβρίου 2009 στον κυκλικό κόμβο που ενώνει τις Λεωφόρους Σπύρου Κυπριανού και Στροβόλου (γνωστό ως round about του METRO), με εμπλεκόμενα οχήματα το ΚTL 115 που οδηγείτο από τον εφεσείοντα/ενάγοντα και το ΚME 807 που οδηγείτο από την εφεσίβλητη/εναγόμενη. Συνεπεία του δυστυχήματος προκλήθηκαν ευτυχώς μόνον μικρές υλικές ζημιές. Οι ζημιές στο όχημα του εφεσείοντος, που ήταν και το αντικείμενο της υπό συζήτηση αγωγής 755/2011 που καταχώρησε, συμφωνήθηκαν, επί πλήρους ευθύνης, στο ποσό των €1344,00. Παρέμεινε έτσι προς εκδίκαση μόνον το θέμα της ευθύνης.
Στην πρωτόδικη ακροαματική διαδικασία, για το θέμα της ευθύνης, κατατέθηκαν είκοσι τέσσερα τεκμήρια και έδωσαν προφορική μαρτυρία τέσσερις μάρτυρες. Ο εφεσείοντας (ΜΕ1), ο πραγματογνώμονας Α.Α. (ΜΕ2), η εφεσίβλητη (ΜΥ1) και ο πραγματογνώμονας Λ.Π. (ΜΥ2). Το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στις εφαρμοστέες νομολογιακές αρχές, αποφάσισε να αποδεχτεί ως αξιόπιστη τη μαρτυρία των ΜΥ1 και 2 και να απορρίψει τη μαρτυρία των ΜΕ1 και 2. Ως αποτέλεσμα τούτου απέρριψε την αγωγή.
Ο ΜΕ2 κρίθηκε μεν ως πραγματογνώμονας, αλλά η μαρτυρία του απορρίφθηκε λόγω του γεγονότος ότι οι απόψεις που εξέφραζε στηρίζονταν σε «εικασίες» αφού πρόθεση του μάρτυρα, κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν «να προωθήσει την υπόθεση και τους ισχυρισμούς του Ενάγοντος». Αντίθετα, ο ΜΥ2 που επίσης κρίθηκε ως πραγματογνώμονας, έκανε θετική εντύπωση στο πρωτόδικο Δικαστήριο και η μαρτυρία του έγινε αποδεκτή, αφού ο μάρτυρας με τεκμηρίωση και αντικειμενικότητα εξήγησε τις θέσεις του. Αυτού λεχθέντος, η μαρτυρία του δεν ήταν ιδιαίτερα βοηθητική, αφού βασικότερη θέση του σε σχέση με τις συνθήκες του δυστυχήματος ήταν ότι «θα μπορούσε να είχε συμβεί οποιαδήποτε των εκδοχών των διαδίκων».
Με εξουδετερωμένη από πλευράς βοήθειας της μαρτυρίας των πραγματογνωμόνων, η υπόθεση κρίθηκε ουσιαστικά στην αξιοπιστία των δύο εμπλεκόμενων οδηγών. Το πρωτόδικο Δικαστήριο για τους λόγους που εξηγεί στις σελ.17-19 της πρωτόδικης απόφασης, αποφάσισε να αποδεχτεί τη μαρτυρία της εφεσίβλητης (ΜΥ1) και να απορρίψει τη μαρτυρία του εφεσείοντος (ΜΕ1), καταλήγοντας συνακόλουθα στα εξής ευρήματα:
(σελ.21-22),
«Έχοντας κατά νου τις πιο πάνω νομικές αρχές, τα παραδεχτά γεγονότα ως επίσης και με δεδομένη την αξιολόγηση της μαρτυρίας καταλήγω στα πιο κάτω ευρήματα:
· Ο Ενάγων, κατά πάντα ουσιώδη χρόνο για τα γεγονότα της αγωγής ήταν εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του οχήματος με αρ. εγγ. KΤL115 και εξακολουθεί να είναι ιδιοκτήτης μέχρι και σήμερα. Την 15/12/2009 ενώ οδηγούσε το όχημα του, επεσυνέβη σύγκρουση του δικού του οχήματος με το όχημα με αριθμούς εγγραφής ΚΜΕ807 το οποίο οδηγούσε η Εναγόμενη. Η σύγκρουση έγινε στον κυκλικό κυκλοφοριακό κόμβο της Λεωφόρου Σπ. Κυπριανού και Λεωφόρου Στροβόλου χωρίς όμως να είναι δυνατό να προσδιοριστεί το ακριβές σημείο σύγκρουσης των δύο οχημάτων επί του δρόμου. Από την σύγκρουση το όχημα του Ενάγοντος, υπέστη ζημιές στον πισινό προφυλακτήρα, στο αριστερό πισινό ριμ, στο αριστερό πισινό λάστιχο, στο αριστερό πισινό αξονάκι, στο αριστερό πισινό HUB και στο αριστερό πλευρινό πρακέτο προφυλακτήρα. Το ύψος της ζημιάς του οχήματος του Ενάγοντος ανερχόταν στο ποσό των €1.344.‑.
· Το όχημα της αναφέρει υπέστη ζημιές στην δεξιά μπροστινή γωνία του μπροστινού προφυλακτήρα και στο δεξί μπροστινό φανάρι.
· Στον κυκλικό κόμβο όπου επεσυνέβη το δυστύχημα, υπήρχαν τρεις λωρίδες κυκλοφορίας με σήμανση στην κάθε λωρίδα και τόξα κατεύθυνσης. Η πρώτη (αριστερή) λωρίδα είχε τόξο με κατεύθυνση μόνο προς την 1η αριστερή έξοδο, η δεύτερη (μεσαία) λωρίδα είχε τόξο ευθείας κατεύθυνσης προς την 2η έξοδο και η τρίτη (δεξιά) λωρίδα είχε τόξο προς ευθεία κατεύθυνση προς την 2η έξοδο και τόξο δεξιάς κατεύθυνσης προς την 3η έξοδο.
· Η Εναγόμενη κινείτο στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας σε σχέση με την πορεία του αυτοκινήτου και στην έξοδο για να μπει στον κυκλικό κόμβο, βρισκόταν στη μεσαία λωρίδα ενώ ο [Ενάγοντας] στην εσωτερική δεξιά λωρίδα. Και οι δύο είχαν δικαίωμα να προχωρήσουν ευθεία αλλά μόνο ο Ενάγων να προχωρήσει δεξιά στην τρίτη έξοδο. Τα δύο οχήματα σταμάτησαν στο στόμιο του δρόμου προτού εισέλθουν στον κυκλικό κόμβο με τον [Ενάγοντα] να εκκινά και να εισέρχεται στο κυκλικό κόμβο πρώτος με ελάχιστη διαφορά, σχεδόν ταυτόχρονα.
· Με δεδομένη την αποδοχή της μαρτυρίας της [Εναγόμενης] καταλήγω ότι το επίδικο δυστύχημα επεσυνέβη ενώ η Εναγόμενη κινείτο στην αριστερή λωρίδα εντός του κυκλικού κόμβου λίγο πριν εξέλθει του κυκλικού κόμβου από την 2η έξοδο, και ενώ είχε αρχίσει ελαφρώς την στροφή αριστερά το όχημα του Ενάγοντος το οποίο ήταν ελαφρώς πιο μπροστά εισήλθε απότομα και αιφνίδια στην δική της αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας, για να εξέλθει και αυτός από την 2η έξοδο με αποτέλεσμα να ανακόψει την πορεία του οχήματος της και να συγκρουστούν.
· Στην βάση των πιο πάνω ευρημάτων ουδεμία ευθύνη μπορεί να αποδοθεί στην Εναγόμενη της οποίας η μαρτυρία έγινε αποδεκτή σε αντίθεση με τη μαρτυρία του Ενάγοντος η οποία έχει απορριφτεί. Η υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή δεν μπορεί να έχει καμία άλλη κατάληξη παρά την απόρριψη της.»
Σημειώνεται ότι η δικογραφημένη και προωθηθείσα κατά την ακρόαση θέση του εφεσείοντος, ήταν ελαφρώς, αλλά ουσιωδώς διαφορετική. Σύμφωνα μ’ αυτή, δεν εισήλθε αιφνίδια στη [αριστερή] λωρίδα της εφεσίβλητης, ανακόπτοντας την ελευθέρα πορεία της. Αντίθετα, αυτή, κτύπησε με το όχημα της στο αριστερό πίσω μέρος του δικού του οχήματος ενώ προπορευόταν, είχε δείξει κανονικά με τον αριστερό σηματοδότη ότι θα εξερχόταν από τη δεύτερη έξοδο και άρχισε μάλιστα να στρίβει το όχημα προς τη δεξιά εσωτερική λωρίδα κυκλοφορίας που οδηγούσε προς τη δεύτερη έξοδο.
Η απόρριψη της αγωγής δεν άφησε ικανοποιημένο τον εφεσείοντα, ο οποίος την προσβάλλει με δύο λόγους έφεσης.
Σύμφωνα με τον πρώτο λόγο έφεσης το πρωτόδικο Δικαστήριο εκτίμησε και/ή αξιολόγησε λανθασμένα και/ή παραγνώρισε την ενώπιον του μαρτυρία και/ή δεν πρόσδωσε την απαραίτητη βαρύτητα στην ενώπιον του μαρτυρία και/ή η κατάληξη του να αποδεχτεί στην ολότητα της τη μαρτυρία της εναγόμενης και/ή να απορρίψει στην ολότητα της τη μαρτυρία του ενάγοντα είναι λανθασμένη και/ή αντιστρατεύεται τη λογική και/ή δεν δικαιολογείται από το σύνολο της μαρτυρίας των ΜΕ1 και ΜΥ1 και/ή δεν παρέχεται επαρκής αιτιολογία. Ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι ότι τα συμπεράσματα και/ή ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τις συνθήκες του δυστυχήματος και/ή την απόφαση να απορρίψει την αγωγή και/ή να μην καταλήξει σε καταμερισμό ευθύνης μεταξύ των μερών, δεν συνάδουν και/ή είναι αντιφατικά με την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αποδεχτεί στην ολότητα της τη μαρτυρία του ΜΥ2 και/ή δεν δικαιολογείται η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστή να απορρίψει την εκδοχή του ενάγοντα και/ή να απορρίψει την αγωγή μετά και την αποδοχή της μαρτυρίας του ΜΥ2 και/ή την αποδοχή της θέσης του ΜΥ2 ότι δεν μπορεί να αποκλείσει ούτε τους ισχυρισμούς του ενάγοντα, ούτε τους ισχυρισμούς της εναγόμενης.
Είναι πρόδηλο ότι και οι δύο λόγοι έφεσης, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, άπτονται της αξιολόγησης της μαρτυρίας. Προέχει, επομένως, να υπενθυμίσουμε τις επ’ αυτού καθιερωμένες νομολογιακές αρχές.
Με τις αρχές αυτές είχαμε την ευκαιρία να ασχοληθούμε στην απόφαση μας, AUTOMIND ENTERPRISES LIMITED v. ΚΥΘΡΟΜΑΚ (ΑΣΦΑΛΤΙΝΚ) ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Αρ. 366/2018, ημερ.31.1.2024, επισημαίνοντας τα εξής:
«Επαναλαμβάνουμε τον νομολογιακό κανόνα ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει με ευκολία στην πρωτόδικη αξιολόγηση μαρτύρων και μαρτυρίας, η οποία αξιολόγηση αποτελεί τη συνισταμένη της κρίσης του Δικαστηρίου επί της ζώσας ενώπιoν του παρουσιασθείσας μαρτυρίας.
Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Tekinder Pal κ.α. v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551:
«Η εντύπωση που αποκομίζει από τους μάρτυρες το πρωτόδικο Δικαστήριο φέρει μαζί της το ευεργέτημα της επισταμένης παρακολούθησης των όσων οι μάρτυρες καταθέτουν, τον τρόπο με τον οποίο καταθέτουν, τη λογική που η μαρτυρία τους εκπέμπει και όλα αυτά σε συνδυασμό με την ανάλογη αντιπαραβολή με τη δικογραφία στις πολιτικές υποθέσεις ή τις καταθέσεις στις ποινικές υποθέσεις και τα εν γένει τεκμήρια. Η ανθρώπινη εμπειρία εν πολλοίς είναι οδηγός ως προς τη λογική των πραγμάτων. (Δέστε Baloise Insurance Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275).»
Επέμβαση είναι δυνατή σε πολύ περιορισμένες περιπτώσεις όταν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είτε αντιστρατεύονται τη λογική των πραγμάτων, είτε συγκρούονται με άλλη αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία, είτε διαπιστώνεται πλημμελής αξιολόγηση των δεδομένων. Παραπέμπουμε στις αποφάσεις Bullows v. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ. 236 και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705).»
Στην Badar v. Ηλία Πολ. Έφεση 17/2014, ημερ.25.10.2022, ECLI:CY:AD:2022:A400 σημειώθηκαν τα εξής σχετικά:
«Δεν χρειάζεται να πούμε πολλά άλλα στην τρέχουσα ενότητα παρά να θυμίσουμε, μαζί και με κάποια άλλη πρόσφατη νομολογία, ό,τι είχαμε συναφώς την ευκαιρία να εκφράσουμε στην Ιωάννου ν. C.T.C. Automotive Ltd, Π.Ε. 396/14, ημ. 6.10.22, ECLI:CY:AD:2022:A437, ECLI:CY:AD:2022:A437:
«...Έχει καταστεί πλέον τετριμμένο - με αμετάβλητη ωστόσο και εξέχουσα τη σπουδαιότητα που η αρχή αυτή εκφράζει - πως μονάχα εκεί που τα πρωτόδικα συμπεράσματα και ευρήματα περί αξιοπιστίας μαρτύρων και μαρτυρίας (κρινόμενα αντικειμενικώς) δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά ή αντιστρατεύονται την κοινή λογική και δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία (ή κρίνονται ανυπόστατα ως ουσιωδώς αντιφατικά), μπορεί αναλόγως να υπάρξει εφετειακή επέμβαση (Νεοκλέους ν. Θεοδότου, Π.Ε. 40/14, ημ. 8.6.22, ECLI:CY:AD:2022:D243, ECLI:CY:AD:2022:D243, Χαραλαμπίδη ν. Μιχαήλ και Άλλων, Π.Ε. 304/13, ημ. 16.7.21, ECLI:CY:AD:2021:A316, ECLI:CY:AD:2021:A316, Περατικού ν. Ελληνικής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ, Π.Ε. 287/13, ημ. 16.6.21), ECLI:CY:AD:2021:A254, ECLI:CY:AD:2021:A254...».
Προσθέτως, στην Μιχαηλίδης ν. Οικονομίδη, Π.Ε. 94/13, ημ. 30.6.22, ECLI:CY:AD:2022:D288, ECLI:CY:AD:2022:D288, το Εφετείο υπέμνησε για πολλοστή φορά, πως:
«..................................................................................................................
[...]θέματα που σχετίζονται με την αξιοπιστία των μαρτύρων εμπίπτουν εντός της αρμοδιότητας των Πρωτόδικων Δικαστηρίων αφού αυτά είναι που βλέπουν και παρακολουθούν τους μάρτυρες την ώρα που αυτοί καταθέτουν (Ζερβού κ.α. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία (2011) 1(Γ) ΑΑΔ, 2192). Η αξιοπιστία ενός μάρτυρα κρίνεται σε ένα πολύ ευρύ πλαίσιο, περιλαμβάνει δε και την υποκειμενική αντίληψη φιλαλήθειας των μαρτύρων εκ μέρους του εκδικάζοντος Δικαστή (Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (2002) 2 ΑΑΔ, 407). Ισχυρισμοί ενώπιον του Εφετείου ότι η πρωτόδικη αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι εσφαλμένη ή αδικαιολόγητη θα πρέπει να τεκμηριώνονται με πειστικά επιχειρήματα. [...] Περαιτέρω τυχόν αντιφάσεις ή αδυναμίες που υπάρχουν στη μαρτυρία δεν αποτελούν λόγο επέμβασης του Εφετείου, εκτός αν είναι τόσο ουσιώδεις ώστε να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχθηκε τη μαρτυρία ως αξιόπιστη».
Σχετική επίσης είναι η υπόθεση Παπαναστασίου v. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Πολ. Έφεση 284/14, ημερ. 16.1.2023, ECLI:CY:AD:2023:A7.
Σε σχέση ειδικά με την αξιολόγηση πραγματογνωμόνων σημειώσαμε στην απόφαση μας Μαρκίδου v. Παπαμάρκου Πολ.Εφεση.288/2018, ημερ.16.7.2024 τα ακόλουθα:
«Σημειώνουμε επιπρόσθετα, ότι στην προκειμένη περίπτωση, με εξαίρεση τον εφεσίβλητο, η λοιπή μαρτυρία επί της οποίας ζητείται η παρέμβαση μας, προέρχεται από ιατρούς. Οι γιατροί, όπως σωστά επισημαίνει και το πρωτόδικό Δικαστήριο, είναι πραγματογνώμονες στον τομέα ειδίκευσης τους (βλ. Σπύρου v. Χατζηχαραλάμπους (1989) 1Ε Α.Α.Δ. 298 και Novichkova v. Βλαβή (2012) 1 Α.Α.Δ. 1111). Οι πραγματογνώμονες υπόκεινται στους ίδιους κανόνες αξιολόγησης όπως και οι λοιποί μάρτυρες, με επιπρόσθετο της αξιοπιστίας, να εξετάζεται η εν γένει πραγματογνωμοσύνη τους, η τεκμηρίωση και η πειστικότητα των λεγομένων τους, αλλά και η σαφήνεια της διαβιβασθείσας άποψης τους, στοιχεία βαρυσήμαντα ώστε να μπορεί το Δικαστήριο, στηριζόμενο σ΄ αυτή τη μαρτυρία, να εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματα και να διαμορφώνει ιδίαν άποψη, επί του επίμαχου, επίδικου θέματος.
Στην προκειμένη περίπτωση, η πραγματογνωμοσύνη και η ειδίκευση των ιατρών/μαρτύρων, όπως παρατηρεί και το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελ.22 της απόφασης του, δεν αμφισβητήθηκε. Επομένως, εκείνο που απομένει προς εξέταση - πάντοτε υπό το στενό πρίσμα των νομολογιακών αρχών που έχουμε προαναφέρει - είναι η αξιοπιστία, υπό την έννοια της ειλικρίνειας, αλλά και η τεκμηρίωση, πειστικότητα και σαφήνεια των λεγομένων των υπό συζήτηση ιατρών/μαρτύρων.»
Έχοντας κατά νουν τις πιο πάνω αρχές και ξεκινώντας από τον πρώτο λόγο έφεσης, κρίνουμε ότι κανένα περιθώριο παρέμβασης μας υπάρχει.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιον του δυο ανθρώπους (εφεσείοντα και εφεσίβλητη) που προέβαλαν μια διαφορετική εκδοχή επί ενός πολύ συγκεκριμένου και ουσιαστικού ζητήματος, του κατά ποσόν ο εφεσείοντας εισήλθε αιφνίδια στη λωρίδα κυκλοφορίας της εφεσίβλητης, ανακόπτοντας την ελευθέρα πορεία της ή αν η εφεσίβλητη κτύπησε στο όχημα του εφεσείοντος, ο οποίος προπορευόταν και έδειξε κανονικά με τον αριστερό του σηματοδότη ότι θα εξερχόταν και αυτός από τη δεύτερη έξοδο του κυκλικού κόμβου, ευρισκόμενος ήδη σε πορεία υλοποίησης της πρόθεσης του αυτής. Προσδιοριστική, πραγματική μαρτυρία ή άλλη ανεξάρτητη μαρτυρία που να τεκμηριώνει, κατά τρόπο χειροπιαστό, τη μια ή την άλλη εκδοχή δεν υπήρχε. Ούτε και η μαρτυρία των πραγματογνωμόνων βοήθησε, αφού η μεν μαρτυρία του ΜΕ2 απορρίφθηκε (κρίση που δεν προσβάλλεται με την Έφεση) και η δε του ΜΥ2 ήταν ατελέσφορη.
Παρά την ισχνότητα μαρτυρίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο, είχε το μοναδικό προτέρημα να δει και να ακούσει ζωντανά τους διαδίκους που υποστήριζαν τις αντίθετες εκδοχές. Έκρινε, όχι αυθαίρετα και αναιτιολόγητα, αλλά αιτιολογημένα και με επαρκή επεξήγηση, ότι την αλήθεια την έλεγε η εφεσίβλητη και όχι ο εφεσείοντας. Η αιτιολόγηση αυτή υπάρχει στις σελίδες 17-19 της εκκαλούμενης απόφασης. Δεν αντιστρατεύεται της λογικής αυτή η κατάληξη, ούτε συγκρούεται με άλλη αποδεκτή μαρτυρία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κινήθηκε μέσα στις ορθές παραμέτρους αξιολόγησης, γεγονός που καθιστά ανεπίτρεπτη την από μέρους μας, παρέμβαση.
Δεν έχει σημασία αν άλλος δικαστής, θα μπορούσε δυνητικά, να προσέγγιζε διαφορετικά κάποιες πτυχές της μαρτυρίας (όπως επί του προκειμένου, αν είχε σημασία και πόση, το σημείο όπου στάθμευσε το όχημα της μετά το δυστύχημα η εφεσίβλητη) ή ακόμα και να κατέληγε ενδεχομένως, σε άλλη κρίση ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων. Σημασία έχει ότι ο συγκεκριμένος δικαστής, ο οποίος επαναλαμβάνουμε, είχε το μοναδικό προνόμιο να δει και να ακούσει από κοντά τους μάρτυρες, εφάρμοσε τις ορθές νομολογιακές αρχές αξιολόγησης, αιτιολόγησε επαρκώς την κρίση του και η κρίση αυτή δεν είναι ούτε παράλογη, ούτε συγκρούεται με άλλα ουσιώδη μέρη της εκδοθείσας απόφασης.
Ο πρώτος λόγος έφεσης συνεπώς απορρίπτεται.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης υποστηρίζεται ουσιαστικά ότι η αποδοχή της μαρτυρίας του ΜΥ2, ο οποίος δεν απέκλεισε καμία από τις εκδοχές των διαδίκων, είναι ασυμβίβαστη με την απόρριψη της εκδοχής του εφεσείοντος, αλλά και με την αποδοχή της εκδοχής της εφεσίβλητης.
Ούτε αυτός ο λόγος είναι βάσιμος. Ο μη αποκλεισμός των εκδοχών των διαδίκων από τον ΜΥ2, αλλά και η αδυναμία του να καταλήξει με επιστημονική τεκμηρίωση στο πώς ακριβώς συνέβη το δυστύχημα, ήταν μια αντικειμενική κρίση, στηριζόμενη ακριβώς στα [ανεπαρκή] δεδομένα που ο μάρτυρας είχε ενώπιον του. Επρόκειτο μάλιστα για τοποθέτηση, σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, που καταδείκνυε την ουδετερότητα και αξιοπιστία του μάρτυρα. Η κρίση αυτή του πραγματογνώμονα όμως, δεν εμπόδιζε το πρωτόδικο Δικαστήριο στο να αξιολογήσει τις δύο εκδοχές που είχε ενώπιον του, πράγμα που έπραξε, ως εξηγήσαμε κατά την εξέταση του πρώτου λόγου έφεσης, εντός των ορθών παραμέτρων αξιολόγησης.
Στο σύγγραμμα «Το Δίκαιο της Απόδειξης, Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές» των Ηλιάδη και Σάντη, αναφέρονται στις σελ.585-584 τα εξής σχετικά:
«Όσο σημαντική και να είναι η μαρτυρία των πραγματογνωμόνων, δεν είναι ορθό όταν ταυτοχρόνως προσφέρεται μαρτυρία από τον ίδιο τον διάδικο, η δικαστική αξιολόγηση να βασίζεται κατ’ ουσίαν στη μαρτυρία του τελευταίου και μάλιστα κατ’ απομόνωσιν, αφού η μαρτυρία του πραγματογνώμονα, από όπου και αν προέρχεται, δεν υποκαθιστά την πρωτογενή μαρτυρία των πρωταγωνιστών της διαφοράς. Η μαρτυρία των πραγματογνωμόνων, ε[δ]ραιώνει επιστημονικώς τη μια ή άλλη εκδοχή των διαδίκων, αλλά τούτο γίνεται συμπληρωματικώς και προς επίρρωση ή αναίρεση της, αναλόγως της πρωταρχικής και ουσιαστικής μαρτυρίας των διαδίκων. Αποτελεί, επομένως, θεμελιώδες λάθος η επίλυση του κορυφαίου ζητήματος της αξιολόγησης της μαρτυρίας των διαδίκων διά της προσφερόμενης επιστημονικής μαρτυρίας και μόνο ή κατά κύριο λόγο (Ευσταθίου v Alpha Bank Ltd, ΠΕ 241/08, ημ. 19.7.12). Όμως, υπό το φως αντίθετης αξιόπιστης επιστημονικής μαρτυρίας, η θετική εικόνα που αποκομίζει το Δικαστήριο για έναν μάρτυρα δεν μπορεί να παραμείνει τόσο θετική μια και τα δύο δεν μπορούν κατά κανόνα να συνυπάρξουν (Munteanu v Δημοκρατία, Ποιν. Έφ. 219/11, ημ. 1.7.13), το θέμα ωστόσο πρέπει, όπως και σε κάθε άλλη περίπτωση, να τυγχάνει της πρέπουσας αξιολόγησης από το Δικαστήριο αναλόγως των γεγονότων της κάθε περίπτωσης.»
Εδώ η επιστημονική μαρτυρία του ΜΥ2 δεν ήταν αντίθετη με την εκδοχή του ΜΥ1. Τουναντίον.
Η συλλογιστική που αναπτύσσεται στην αιτιολογία του λόγου έφεσης και στο περίγραμμα αγόρευσης, ότι η αποδοχή της μαρτυρίας του ΜΥ2 θα έπρεπε να οδηγήσει το Δικαστήριο στο να καταμερίσει ποσοστό ευθύνης στην εφεσίβλητη ή να καταμερίσει την ευθύνη ισομερώς στους δύο οδηγούς (50% σε κάθε ένα), δεν έχει έρεισμα ούτε στη μαρτυρία ούτε στη λογική. Η δικαιολογημένη αδυναμία ενός πραγματογνώμονα να προσδιορίσει με επιστημονοσύνη τις συνθήκες ενός δυστυχήματος, δεν δικαιολογεί συγκερασματική προσέγγιση προς μερική ικανοποίηση αμφότερων των οδηγών.
Απορρίπτεται και ο δεύτερος λόγος έφεσης.
Εν όψει των πιο πάνω, η έφεση κρίνεται ολωσδιόλου αβάσιμη και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €1.100 έξοδα πλέον ΦΠΑ, υπέρ της εφεσίβλητης.
ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.
Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο