ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΟΥ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ κ.α., Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 87/2021, 19/6/2025
print
Τίτλος:
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΟΥ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ κ.α., Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 87/2021, 19/6/2025

 

ΕΦΕΤΕΙΟ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                            (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 87/2021)

 

19 Ιουνίου, 2025

 

     [ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΟΥ

                                                                  Εφεσείουσα,                                

                                                                  v.

 

                                   ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.     ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

2.     ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣ ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΕΩΝ

 

                                                                                                        Εφεσίβλητων.

 

    --------------------

    Κ. Μελάς, για ΜΑΡΚΙΔΗ, ΜΑΡΚΙΔΗ & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείουσα.

   Κ. Χατζηδημητρίου (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για  

   Εφεσίβλητους.

--------------------

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την υποφαινόμενη.

-----------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ,Δ.: Με απόφαση του ημερομηνίας 04/06/2021, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την Προσφυγή Αρ. 171/2016, την οποία η Εφεσείουσα κατεχώρησε εναντίον της απόφασης των Εφεσίβλητων, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση της ημερομηνίας 02/10/2013 για χορήγηση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση των προνοιών του Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας.

 

Τα γεγονότα της περίπτωσης καταγράφονται λεπτομερώς στην πρωτόδικη Απόφαση και επιγραμματικά είναι τα ακόλουθα:

 

Η Εφεσείουσα είναι η ιδιοκτήτρια του επίδικου τεμαχίου στη Λακατάμια και υπέβαλε προς την Πολεοδομική Αρχή αίτηση για προσθηκομετατροπές σε υφιστάμενη οικοδομή και αλλαγή χρήσης της σε κατάστημα πώλησης ειδών αρτοποιίας/ζαχαροπλαστικής/ έτοιμων φαγητών, φαρμακείο και κατάστημα λιανικής πώλησης, κατά παρέκκλιση των προνοιών του Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας.  Η Πολεοδομική Αρχή στην σχετική έκθεση που υπέβαλε προς το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων (εφεξής «το Συμβούλιο»), εισηγήθηκε τη χορήγηση προσωρινής πολεοδομικής άδειας διάρκειας έξι ετών, με δυνατότητα υποβολής νέας αίτησης μετά τη λήξη της.  Όμοια ήταν και η θέση της Διευθύντριας του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως.  Θετική ήταν επίσης και η εισήγηση του Δήμου Λακατάμιας, ενώ ο Αρχηγός Αστυνομίας και το Τμήμα Δημοσίων Έργων εξέφρασαν σοβαρές επιφυλάξεις για τη χορήγηση της αιτούμενης άδειας, λόγω κυκλοφοριακών προβλημάτων και θεμάτων οδικής ασφάλειας.

 

Το Υπουργικό Συμβούλιο, στη συνεδρία του ημερομηνίας 10/06/2015, αποφάσισε να αναπέμψει την αίτηση της Εφεσείουσας στο Συμβούλιο προς επανεξέταση.  Στις 26/10/2015, το Συμβούλιο, αφού επανεξέτασε το ζήτημα, αποφάσισε να εισηγηθεί προς το Υπουργικό Συμβούλιο την απόρριψη της αίτησης, θεωρώντας ότι αυτή δεν εμπίπτει σε κανένα από τα κριτήρια του Κανονισμού 19(1)(α)-(ιβ) των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Παρεκκλίσεις) Κανονισμών (ΚΔΠ 309/99), (εφεξής «ΚΔΠ 309/99»), εισήγηση η οποία εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο κατά τη συνεδρία του ημερομηνίας 14/12/2015.

 

Επιλαμβανόμενο των προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο, με παραπομπή σε σχετική νομολογία, σύμφωνα με την οποία κατά την εξέταση υποβληθείσας κατά παρέκκλιση αίτησης, εφόσον το Υπουργικό Συμβούλιο υιοθετεί τις αιτιολογημένες εισηγήσεις του Συμβουλίου, δεν χρειάζεται περαιτέρω ειδική και πειστική αιτιολογία, απέρριψε τις θέσεις της Εφεσείουσας, για τους λόγους που αναφέρονται στην πρωτόδικη Απόφαση και για τους οποίους στη συνέχεια θα γίνει ειδική αναφορά και σχολιασμός.

 

Mε πέντε Λόγους Έφεσης βάλλεται η πρωτόδικη κρίση. 

Με τους Λόγους Έφεσης Αρ. 1 και Αρ. 2 αντίστοιχα, προβάλλει η Εφεσείουσα ότι, εσφαλμένα κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης και η έρευνα που διεξήχθη είναι η δέουσα.  Με τον Λόγο Έφεσης Αρ. 3 ισχυρίζεται η Εφεσείουσα ότι, είναι εσφαλμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι είχε η ίδια το βάρος να αποδείξει πως η έγκριση της αίτησης της είναι προς το δημόσιο συμφέρον.  Η απόρριψη του ισχυρισμού της από το πρωτόδικο Δικαστήριο περί ύπαρξης πλάνης κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, αποτελεί τον Λόγο Έφεσης Αρ. 4 και η παραπομπή από το πρωτόδικο Δικαστήριο σε εσφαλμένη νομολογία, τον Λόγο Έφεσης Αρ. 5. 

Λόγω της συνάφειάς τους, οι Λόγοι Έφεσης θα εξεταστούν σωρευτικά.

 Αναφορικά με το ζήτημα της αιτιολογίας και ελλιπούς έρευνας, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα εξής:

«Από τα ενώπιον μου έγγραφα, διαπιστώνω πως κανένας από τους λόγους ακύρωσης που προώθησε η αιτήτρια ευσταθεί. Το Υπουργικό Συμβούλιο, κατά τη συνεδρία του ημερομηνίας 14.12.2015, υιοθέτησε τις                     αιτιολογημένες εισηγήσεις του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων,           ημερομηνίας 26.10.2015, όπως αυτές τέθηκαν υπόψη του, μετά την          απόφαση αναπομπής.

 

Έχει αποφασιστεί νομολογιακά ότι η απόφαση του Υπουργικού                Συμβουλίου θεωρείται επαρκώς αιτιολογημένη εφόσον υιοθετεί την        πρόταση του αρμοδίου θεσμικού οργάνου, όπου δεν απαιτείται βεβαίως εκ του Νόμου ή εκ των Κανονισμών καταγραφή προς τούτο ρητής αιτιολογίας (Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 589). Το καθήκον του      Υπουργικού Συμβουλίου με βάση τον Κανονισμό 17 της Κ.Δ.Π. 309/99, είναι να εξετάσει την αίτηση και την έκθεση του Συμβουλίου και εφόσον την υιοθετεί, δεν χρειάζεται περαιτέρω ειδική και πειστική αιτιολογία.

 

Εκ της εκθέσεως του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων, την οποία        υιοθέτησε το Υπουργικό Συμβούλιο, προκύπτει πως κύριος λόγος                 απόρριψης της αιτήσεως, αποτέλεσαν ζητήματα κυκλοφορίας και οδικής ασφάλειας. Γίνεται αναφορά στη λήψη των οριστικών θέσεων του            Τμήματος Δημοσίων Έργων ημερομηνίας 25.9.2015 και όχι μόνον στις τρείς επιστολές του Τμήματος κατά το έτος 2009. Η έκθεση του                         Συμβουλίου, αναφέρεται και στις θετικές θέσεις της Πολεοδομίας, θέσεις που κατά τις εισηγήσεις του Συμβουλίου, δεν έλαβαν υπόψη τις σοβαρές επιφυλάξεις του Τμήματος Δημοσίων Έργων, οι οποίες επαναλήφθηκαν και επεξηγήθηκαν έτι περαιτέρω, δια της νεότερης επιστολής ημερομηνίας 30.9.2015.

 

Όπως επεξηγείται από το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων, τα                        προβλήματα οδικής κυκλοφορίας και ασφάλειας, δεν επιλύθηκαν αλλά εξακολουθούν να υφίστανται. Όπως προκύπτει από την νεότερη επιστολή του Τμήματος Δημοσίων Έργων, που αποτελεί το καθόλα αρμόδιο Τμήμα, η κτιστή νησίδα δεν επέλυσε τα προβλήματα, παρά μόνον απέτρεψε τις δεξιόστροφες κινήσεις, ότι αποκλείεται η οχηματική πρόσβαση στην                   οικοδομή από τον κύριο δρόμο, λόγω υψομετρικών διαφορών που θα            προκύψουν από τον προγραμματιζόμενο κυκλικό κόμβο, ενώ δεν δίδεται συναίνεση από το Τμήμα για παραχώρηση άδειας χρήσης της                               απομονωτικής λωρίδας του κύριου δρόμου για τη δημιουργία προσβάσεων σε ιδιωτικές αναπτύξεις, όπως η παρούσα, αφού στόχος της λωρίδας, είναι η απαγόρευση της απευθείας πρόσβασης.

 

Σύμφωνα με νομολογία, η άρνηση έγκρισης της κατά παρέκκλιση                       αδειοδότησης δεν είναι απαραίτητο να αιτιολογείται ειδικά (Ioannis Georgiou Piggery Ltd ν. Δημοκρατίας (2011) 3 (Α) Α.Α.Δ. 316 και Α.Ε. 185/10, Getian General Services Ltd ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 1.3.2016).

 

Πρόσθετα, έχει αναφερθεί από τη νομολογία ότι δεν χρειάζεται η                        υποχρεωτική αιτιολόγηση γιατί δεν συντρέχουν λόγοι δημοσίου                          συμφέροντος προς έγκριση κατά παρέκκλιση σχετικής αίτησης. Τέτοια      υποχρέωση βαρύνει εκείνες τις υπηρεσίες που τάσσονται υπέρ της                   έγκρισης.

 

Η περίπτωση χορήγησης πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση, από τον ορισμό και τη φύση της, υποδηλοί πως το αρμόδιο όργανο, ήτοι το                         Υπουργικό Συμβούλιο, θα εγκρίνει μία ανάπτυξη η οποία προτείνεται κατά παρέκκλιση της υφιστάμενης νομοθεσίας και των ισχυόντων κατά τον               ουσιώδη χρόνο σχεδίων ανάπτυξης, εφαρμόζοντας τις αρχές και τα                    κριτήρια που προνοούνται στις διατάξεις του Κανονισμού 19 των περί               Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Παρεκκλίσεις) Κανονισμών, Κ.Δ.Π. 309/99.

 

Υπό τα πιο πάνω δεδομένα, δεν είναι στους ώμους των καθ' ων η αίτηση το βάρος να αποδείξουν πως η έγκριση της υποβληθείσας αιτήσεως είναι προς το δημόσιο συμφέρον, αλλά το βάρος βρίσκεται στο πρόσωπο που επικαλείται την ύπαρξη των λόγων που προνοούνται στις διατάξεις του     προαναφερόμενου Κανονισμού 19, εξού και το γεγονός ότι οι λόγοι αυτοί, καταγράφονται υποχρεωτικώς από το πρόσωπο που ζητά την έκδοση της κατά παρέκκλιση άδειας, στην ίδια την αίτηση που υποβάλλει.

 

Ο κύριος λόγος απόρριψης της αιτήσεως της αιτήτριας, άπτεται ζητημάτων κυκλοφορίας και οδικής ασφάλειας, για τα οποία το καθόλα αρμόδιο Τμήμα Δημοσίων Έργων, εξέφρασε σοβαρές επιφυλάξεις, δια της                  επιστολής ημερομηνίας 30.9.2015, οι οποίες ελήφθησαν υπόψη και                σταθμίστηκαν με αναφορά και στις θέσεις των υπολοίπων Τμημάτων και Υπηρεσιών.

 

Εν πάση περιπτώσει, η αιτήτρια δεν απέδειξε πως η περίπτωση της, εμπίπτει σε οποιοδήποτε από τα κριτήρια που καθορίζονται στις διατάξεις του            Κανονισμού 19.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε μετά τη διεξαγωγή ενδελεχούς                μελέτης και έρευνας όλων των νομικών και πραγματικών στοιχείων και δεδομένων της υπόθεσης. Η εκτίμηση των πραγματικών στοιχείων με                  αναφορά στο Νόμο και τους σχετικούς Κανονισμούς όπως και η τελική κρίση δεν έχουν εκφύγει από τα επιτρεπτά όρια της διακριτικής ευχέρειας των καθ΄ ων η αίτηση και κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι                 ευλόγως επιτρεπτή.

 

Υπενθυμίζεται ότι η υποκειμενική εκτίμηση πραγματικών γεγονότων                    ανάγεται στην διακριτική ευχέρεια της διοίκησης και εφόσον είναι εύλογα επιτρεπτή, το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά την κρίση της, αλλά ούτε ασκεί πρωτογενή κρίση. Η διοίκηση έχει την εξουσία να επιλέγει μεταξύ νομίμων λύσεων, αφού σταθμίσει τεχνικά και επιστημονικά τα δεδομένα μιας                   υπόθεσης και εφόσον δεν αποδειχθεί πλάνη ή υπέρβαση εξουσίας, η               δικαστική κρίση δεν μπορεί να αντικαταστήσει την διοικητική.»

 

 

 

 

Είναι η θέση της Εφεσείουσας, ότι δεν εξειδικεύεται στην έκθεση του Συμβουλίου η μη πλήρωση από μέρους της των κριτηρίων του Κανονισμού 19 της ΚΔΠ 309/99, ενώ η Πολεοδομική Αρχή είχε υποστηρίξει στο σημείωμα της ότι η περίπτωση καλύπτεται από τον σχετικό Κανονισμό.   Συναφώς ότι, υφίσταται παραβίαση του σχετικού Κανονισμού, ο οποίος απαιτεί την τεκμηρίωση και αιτιολόγηση των εισηγήσεων των τεχνικών οργάνων και των αποφάσεων των Εφεσίβλητων.  Πρόσθετα ότι, δεν λήφθηκαν υπόψη οι θετικές απόψεις όχι μόνο της Πολεοδομικής Αρχής, αλλά και του Δήμου Λακατάμιας, καθώς και η δημιουργηθείσα επί τόπου κατάσταση που είχε επιλύσει τυχόν κυκλοφοριακά ζητήματα.

 

Τέλος, γίνεται αναφορά από την Εφεσείουσα στα δεδομένα και την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (υπό μονομελή σύνθεση), με επιτυχή κατάληξη, στην Αγαθαγγέλου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1590/2009, ημερομηνίας 20/12/2012, η οποία, όπως εισηγείται, αφορούσε ουσιωδώς όμοια αίτηση με την επίδικη, για να καταδείξει ελλιπή έρευνα από την διοίκηση και παράβαση δεδικασμένου.

 

Εκκινώντας από το τελευταίο, διαπιστώνουμε ότι, ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς της Εφεσείουσας περί παράβασης του δεδικασμένου, η Εφεσείουσα επανέρχεται, χωρίς ωστόσο να έχει αμφισβητήσει το πιο πάνω εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου με ξεχωριστό Λόγο Έφεσης.  Εν πάση δε περιπτώσει, κρίνεται  ορθό το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Υπόθεση Αρ. 1590/2009 (ανωτέρω), αφορούσε άλλη αίτηση της Εφεσείουσας υποβληθείσα περί το έτος 2007, άλλα τεμάχια και άλλη χρήση και ανάπτυξη.

 

Επί της ουσίας, κρίνουμε ότι οι διαπιστώσεις και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί των αιτιάσεων που είχε προβάλει η Εφεσείουσα, είναι ορθά, κατά τρόπο ώστε δεν χωρεί εφετειακή παρέμβαση.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά αναφέρει ότι η άρνηση έγκρισης της κατά παρέκκλιση αίτησης, δεν είναι απαραίτητο να αιτιολογείται ειδικά και ότι η περίπτωση χορήγησης πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση, υποδηλοί ότι εφαρμόζονται οι αρχές και τα κριτήρια που προνοούνται στον Κανονισμό 19 της ΚΔΠ 309/99, όταν το αρμόδιο όργανο εγκρίνει μια τέτοια ανάπτυξη.

 

Τα πιο πάνω συνάδουν τόσο με τις πρόνοιες της ΚΔΠ 309/99 όσο και τη νομολογία επί του θέματος.  Ειδικότερα, σύμφωνα με τον Κανονισμό 15(5) «σε περίπτωση εισήγησης για χορήγηση παρέκκλισης αυτή αιτιολογείται με βάση τα κριτήρια και τις αρχές του Κανονισμού 19….».  Στον δε Κανονισμό 17 προνοείται ότι, το Υπουργικό Συμβούλιο «εξετάζει την αίτηση και την έκθεση του Συμβουλίου και αποφασίζει σε σχέση με την αίτηση».  Συναφώς δεν προνοείται στους σχετικούς Κανονισμούς ειδική αιτιολογία απόρριψης της κατά παρέκκλιση αίτησης, ως η περί του αντιθέτου εισήγηση της Εφεσείουσας.  

Αλλά ούτε και η νομολογία υποστηρίζει τις θέσεις της Εφεσείουσας.  Στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στη Γεώφρα Λίμιτεδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργικού Συμβουλίου, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 29/2020, ημερομηνίας 21/01/2025, έγινε παραπομπή στη πάγια νομολογία επί του θέματος και επαναβεβαιώθηκε  η αρχή ότι η άρνηση έγκρισης της κατά παρέκκλιση αδειοδότησης δεν είναι απαραίτητο να αιτιολογείται ειδικά.  Το δε βάρος απόδειξης ότι η έγκριση της αίτησης δεν ήταν προς το δημόσιο συμφέρον, το φέρει το πρόσωπο που επικαλείται την ύπαρξή του.  Επίσης επισημάνθηκε η αρχή ότι, η ανοχή προϋπάρχουσας παρανομίας δεν συνιστά βάση νομιμοποίησης για έγκριση. 

 

Μεταφέρεται σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:

«Μπορούμε, εξαρχής, να πούμε πως η Έφεση  είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.

 

Ο Κανονισμός 15(5) της ΚΔΠ 309/99, ο οποίος εκδόθηκε με βάση το Άρθρο 26 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου,                    προβλέπει ότι, σε περίπτωση εισήγησης για χορήγηση παρέκκλισης, αυτή αιτιολογείται με βάση τα κριτήρια και τις αρχές του Κανονισμού 19 και το Συμβούλιο μπορεί να εισηγηθεί την επιβολή όρων, περιλαμβανομένων και όρων που αφορούν αντισταθμιστικά μέτρα, όπως αυτά καθορίζονται στους Κανονισμούς 20 και 21.

 

Εξάγεται, από το ανωτέρω λεκτικό, πως ειδική αιτιολογία, από το ΣΜΠ, απαιτείται, δια νόμου, μόνο στην περίπτωση κατά την οποία αυτό αποφασίζει να εισηγηθεί τη χορήγηση παρέκκλισης και όχι εκεί όπου εισηγείται την απόρριψη αίτησης για παρέκκλιση.

 

Λέχθηκε, στην Μαρίνα Νεοφύτου v. Υπουργικό Συμβούλιο (ανωτέρω), ότι ζητούμενο στις περιπτώσεις των παρεκκλίσεων «δεν είναι η           εξυπηρέτηση του ενδιαφερομένου προσώπου, αλλά η εξυπηρέτηση του     δημοσίου συμφέροντος».

 

Η πάγια νομολογία επί του θέματος υπαγορεύει ότι η άρνηση έγκρισης της κατά παρέκκλιση αδειοδότησης δεν είναι απαραίτητο να αιτιολογείται ειδικά (βλ. μεταξύ άλλων Hawaii Hotels Ltd v. Δημοκρατίας (1995) 4(Δ) Α.Α.Δ. 2835, Ανδρέας Σ. Συμιλλίδης v. Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 43, Γιωργούλα Νικόλα Χαραλάμπους (Τσαγγαρίδη) v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 516/2001, ημερ. 15/10/2002 και Ioannis Georgiou Piggery Ltd v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 316).  Προκύπτει, από τις πιο πάνω αποφάσεις, ότι δεν είναι στους καθ'ων η αίτηση το βάρος να αποδείξουν ότι η έγκριση της αίτησης δεν ήταν προς το δημόσιο συμφέρον, αλλά στο πρόσωπο που επικαλείται την ύπαρξη του,  εν προκειμένω, στους αιτητές, οι οποίοι θα έπρεπε να αποδείξουν ότι η περίπτωσή τους δικαιολογείτο προς το δημόσιο συμφέρον ή από άλλες ειδικές περιπτώσεις που καθορίστηκαν με Κανονισμούς.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, είναι σαφές ότι ουδείς λόγος δημοσίου    συμφέροντος προτάθηκε για εξυπηρέτηση του οποίου θα έπρεπε η άδεια για παρέκκλιση να εγκριθεί.  Αντίθετα, εκείνη η οποία θα κέρδιζε από την έγκριση της ήταν η Εφεσείουσα, η οποία δεν απέδειξε τη συνδρομή          κανενός από τους ειδικούς λόγους και κριτήρια του άρθρου 19 της ΚΔΠ 309/99.

 

Τα όσα, ο συνήγορος, ανέφερε περί ελάττωσης της οχληρίας, αφού η αίτηση περιοριζόταν στην ανέγερση εκθεσιακού χώρου μόνο, δεν                         ευσταθούν.  Η αίτηση της Εφεσείουσας υποβλήθηκε για ανέγερση              εκθεσιακού χώρου οικοδομικών υλικών στο ισόγειο και χώρου στάθμευσης και αποθηκευτικού χώρου στο υπόγειο, όπως προκύπτει από το                             περιεχόμενο της  και όπως δηλώνεται στην παράγραφο 2 των γεγονότων της αίτησης ακυρώσεως.

 

Το γεγονός ότι ήδη λειτουργούσε εκθεσιακός χώρος και αποθήκη και ίσως δημιουργείτο οχληρία, όπως υποδεικνύει ο συνήγορος, από                           παράνομη, βεβαίως, επιχείρηση, δεν αναιρεί τα κριθέντα από τους                    αρμόδιους φορείς και το ΣΜΠ, όπως ανωτέρω καταγράφηκαν, δεδομένου ότι η ανοχή προϋπάρχουσας παρανομίας, δεν συνιστά βάση                                 νομιμοποίησης και υπόστρωμα της οποιασδήποτε έγκρισης.

Η εκφρασθείσα διαφορετική άποψη και προσέγγιση, από τους                         αρμόδιους φορείς, αντιμετωπίστηκε με τη διεξαγωγή δημόσιας ακρόασης. Το ΣΜΠ, αφού έλαβε τις εισηγήσεις και γνώμες από τα αρμόδια όργανα, σχημάτισε τη δική του εισήγηση, για την οποία δεν απαιτείται η παράθεση ειδικής αιτιολογίας ως προς τον λόγο για τον οποίο δεν ακολούθησε τις γνωμοδοτήσεις ή απόψεις κάποιων φορέων που διαφωνούσαν.  Οι                       απόψεις των συγκεκριμένων φορέων, αν και σημαντικές ως                               συμβουλευτικές, δεν είναι δεσμευτικές. Η εκτελεστική αρμοδιότητα ανήκει θεσμικά στο Συμβούλιο, το οποίο, σε κάθε περίπτωση, διαμορφώνει τη δική του γνώμη, η οποία μπορεί να διαφοροποιείται.

 

Το κατ' εξοχήν γνωμοδοτικό όργανο, βάσει του Άρθρου 26(3)(β) του               Νόμου και της ΚΔΠ 309/99 είναι το Συμβούλιο, το οποίο συλλέγει και συνθέτει τις απόψεις που υποβάλλουν οι διάφορες αρχές και όλα τα                  σχετικά τεχνοκρατικά στοιχεία (Καν. 15/1). Ως εκ τούτου, τα όσα                       εισηγείται ο συνήγορος της Εφεσείουσας για την ανάγκη ειδικής                          αιτιολόγησης, εξαιτίας του λόγου της διαφωνίας κάποιων, δεν ευσταθούν. (Γ. Ν. Ανδρονίκου v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Υπουργικού Συμβουλίου (2009) 4(Α) Α.Α.Δ. σελ. 356).

 

Συνεπώς, δεν απαιτείτο αιτιολογία.»

 

 

Τα πιο πάνω, τα οποία υιοθετούνται πλήρως, τυγχάνουν απόλυτης εφαρμογής και στην υπό εξέταση υπόθεση, στην οποία δεν προτάθηκε οποιοσδήποτε λόγος δημοσίου συμφέροντος, για την εξυπηρέτηση του οποίου θα έπρεπε να εγκριθεί η αίτηση.   Ούτε χρειαζόταν ειδική αιτιολόγηση παραγνώρισης των θετικών απόψεων των διαφόρων αρχών, εφόσον το κατ’ εξοχήν γνωμοδοτικό όργανο, βάσει της σχετικής νομοθεσίας (Άρθρο 26 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 – Ν. 90/1972 και της ΚΔΠ 309/99) είναι το Συμβούλιο, το οποίο εν προκειμένω, συνέλεξε και κατέγραψε όλες τις απόψεις και όλα τα σχετικά.  Στη δε έκθεση του, το Συμβούλιο επεξηγεί τους λόγους για τους οποίους εισηγείται την απόρριψη της αίτησης.  Όπως αναφέρεται, αυτή αντιστρατεύετο τη Γενική Στρατηγική Ανάπτυξης του Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας και την όλη φιλοσοφία του πολεοδομικού σχεδιασμού.   Η δε εισήγηση της Πολεοδομικής Αρχής «φαίνεται να μην έλαβε δεόντως υπόψη τις σοβαρές επιφυλάξεις του Τμήματος Δημοσίων Έργων», από το οποίο το Συμβούλιο ζήτησε, όπως αναφέρει, πρόσθετα στοιχεία «με σκοπό την αποφυγή λαθών σε ένα τόσο ζωτικό θέμα, που άπτεται της ασφάλειας του κοινού και του δημοσίου συμφέροντος.»

 

Τα πιο πάνω συνάδουν με τις πρόνοιες του Κανονισμού 19(2) της ΚΔΠ 309/99 σύμφωνα με τις οποίες,  δεν χορηγείται πολεοδομική άδεια κατά παρέκκλιση για ανάπτυξη η οποία επηρεάζει ουσιωδώς τη γενική στρατηγική του ισχύοντος σχεδίου ανάπτυξης.

 

Ούτε βεβαίως η επί τόπου κατάσταση, η οποία ρύθμιζε τα ζητήματα οδικής ασφάλειας, μπορεί να αποτελέσει υπόστρωμα για την έγκριση της αίτησης, εφόσον επρόκειτο για ανοχή μιας προϋπάρχουσας κατάστασης, η οποία δεν περιεβάλλετο με το τεκμήριο της νομιμότητας.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η Έφεση απορρίπτεται.  Η πρωτόδικη Απόφαση επικυρώνεται. 

Επιδικάζονται €3000 έξοδα υπέρ των Εφεσίβλητων και εναντίον της Εφεσείουσας.

 

 

 

                                                          Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ. 

                                                                                   

                                                          Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.

 

                                                          Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο