ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ v. MD NURUL AMIN, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 93/2021, 30/6/2025
print
Τίτλος:
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ v. MD NURUL AMIN, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 93/2021, 30/6/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

  (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 93/2021)

 

 30 Ιουνίου, 2025

 

[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

                        ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ

                        ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

 

                                                                                                           Εφεσείουσα,

   v.

 

MD NURUL AMIN

                                                                                                                                                                                                                                     Εφεσίβλητου.

--------------------

Ν. Νικολάου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο για την Εφεσείουσα.

Κ. Ποταμίτου (κα), για ΑΝΔΡΕΑΣ Κ. ΚΑΡΕΚΛΑΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ δικηγόρος για τον Εφεσίβλητο.

--------------------

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη, ως προς το αποτέλεσμα της. Το σκεπτικό της πλειοψηφίας θα δοθεί από τον Σεραφείμ, Δ. με το οποίο συμφωνώ και εγώ. Διαφορετικό σκεπτικό θα δοθεί από τον  Λυσάνδρου, Δ..

 

 ---------------------

 

     ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.: Με απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου ημερομηνίας 4.6.2021 στην Προσφυγή Αρ. 1706/2017 ακυρώθηκε η απόφαση της Εφεσείουσας ημερομηνίας 7.11.2017 να απορρίψει αίτηση του Εφεσίβλητου για χορήγηση δελτίου διαμονής, δυνάμει του περί Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμου, Ν. 7(Ι)/2007 (εφεξής «ο Νόμος»).

 

Τα γεγονότα της παρούσης υποθέσεως έχουν, περιληπτικά, ως εξής:

 

Ο Εφεσίβλητος κατάγεται από το Μπαγκλαντές. Στις 4.6.2010 αφίχθηκε νόμιμα στην Κυπριακή Δημοκρατία με άδεια εισόδου για να εργαστεί ως οικιακός βοηθός, λαμβάνοντας, προς τούτο, άδεια παραμονής με ισχύ μέχρι τις 18.3.2014. Στις 17.7.2013 τέλεσε πολιτικό γάμο με υπήκοο Βουλγαρίας, ο οποίος κηρύχθηκε λυμένος από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας οκτώ, περίπου, μήνες μετά την τέλεση του, ήτοι στις 11.3.2014. Μετά τη λήξη της άδειας παραμονής και εργασίας που κατείχε, ο Εφεσίβλητος, με επιστολή ημερομηνίας 20.3.3014 μέσω ιδιωτικού γραφείου, ζήτησε τη χορήγηση προσωρινής άδειας διαμονής ως επισκέπτης, με σκοπό να τελέσει άλλο γάμο με  υπήκοο Βουλγαρίας (ηλικίας σχεδόν 17 ετών), ως και έπραξε, στις 29.4.2014. Στις 16.6.2014, ο Εφεσίβλητος υπέβαλε αίτηση για έκδοση Δελτίου Διαμονής, ως μέλος της οικογένειας πολίτη της Ένωσης, το οποίο του παραχωρήθηκε, με ισχύ μέχρι τις 8.9.2019.

 

Στο πλαίσιο διερεύνησης της γνησιότητας του εν λόγω (δεύτερου) γάμου του Εφεσίβλητου, διενεργήθηκε σχετικός έλεγχος από την Αστυνομία στις 20.1.2015, 28.1.2015 και 5.2.2015, στη δηλωθείσα από το ζεύγος διεύθυνση του, χωρίς να γίνει κατορθωτός ο εντοπισμός του. Από ομοεθνείς του Εφεσίβλητου από το γειτονικό του περιβάλλον, λήφθηκε η πληροφόρηση ότι ο Εφεσίβλητος διέμενε στο μέρος, ενώ δεν γνώριζαν την σύζυγο του. Σε νέα επίσκεψη της Αστυνομίας στη δηλωθείσα διεύθυνση του ζεύγους στις 27.6.2015, εντοπίστηκαν να διαμένουν εκεί άλλοι αλλοδαποί. Ο διαχειριστής της οικίας ανέφερε ότι το ζεύγος διέμενε εκεί μέχρι το τέλος Ιανουαρίου 2015, εγκαταλείποντας το μέρος και αφήνοντας απλήρωτους λογαριασμούς, ενώ από έλεγχο στο σχετικό ηλεκτρονικό σύστημα δεν φαινόταν να δήλωσε αλλαγή διεύθυνσης διαμονής. Ο εργοδότης της συζύγου του Εφεσίβλητου ανέφερε ότι αυτή είχε εργαστεί μόνο για λίγες μέρες κοντά του και δεν τη θυμάται.

 

Στις 8.5.2017, ήτοι δέκα μέρες μετά την συμπλήρωση τριών (3) ετών από την ημερομηνία τέλεσης του νέου γάμου του, ο Εφεσίβλητος καταχώρησε αίτηση διαζυγίου. Στις δε, 14.6.2017, υπέβαλε εκ νέου αίτηση για έκδοση Δελτίου Διαμονής ως μέλος της οικογένειας πολίτη της Ένωσης.

 

Εξετάζοντας την αίτηση, η Εφεσείουσα προχώρησε, αφενός, στην ακύρωση του Δελτίου Διαμονής που ήδη κατείχε ο Εφεσίβλητος μέχρι τις 8.9.2019 (βλ. ανωτέρω), ενώ απέρριψε και τη νέα αίτηση του για έκδοση Δελτίου Διαμονής. Οι εν λόγω αποφάσεις κοινοποιήθηκαν στον Εφεσίβλητο στη νέα δηλωθείσα απ’ αυτόν διεύθυνση του, με επιστολές ημερομηνίας 7.11.2017. Ως αιτιολογία προς υποστήριξη των πιο πάνω αποφάσεων της, η Εφεσείουσα πρόβαλε ότι είχε διαπιστωθεί, ότι ο Εφεσίβλητος δεν συμβίωνε ή δεν ανευρέθηκε να συμβίωνε με τη σύζυγο του στη δηλωθείσα διεύθυνση τους και δεν είχαν δηλώσει αλλαγή διεύθυνσης  και ότι ο Εφεσίβλητος δεν πληρούσε τους όρους για συνέχιση της διαμονής του στη Δημοκρατία βάσει των Άρθρων 9(2), 27(2) και 37 του Νόμου 7 (Ι)/2007, παρ’ όλο που είχαν συμπληρωθεί τρία (3) χρόνια από την ημερομηνία τέλεσης του γάμου μέχρι την έναρξη της διαδικασίας έκδοσης διαζυγίου. Ως εκ τούτου, ο Εφεσίβλητος εκλήθη να  αναχωρήσει από τη Δημοκρατία. Στις 11.12.2017, ο Εφεσίβλητος καταχώρησε την Προσφυγή Αρ. 1706/2017 εναντίον της απόφασης απόρριψης της αίτησης του για χορήγηση Δελτίου Διαμονής ημερομηνίας 14.6.2017 (ανωτέρω), με επιτυχές, ως προαναφέρθηκε, αποτέλεσμα.

 

Η Εφεσείουσα, με την ενώπιον μας Έφεση, βάλλει εναντίον της πρωτόδικης απόφασης, με τους εξής λόγους εφέσεως:

         

«Πρώτος Λόγος Έφεσης

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και/ή υπό πλάνη και/ή καθ’ υπέρβαση δικαιοδοσίας κατέληξε στο συμπέρασμα και/ή αποφάσισε ότι οι Εφεσείοντες/Καθ’ ων η Αίτηση δεν διεξήγαγαν δέουσα έρευνα και κατά συνέπεια, δεν εξήγαγαν ορθά και ασφαλή συμπεράσματα.

 

Αιτιολογία Πρώτου Λόγου Έφεσης

 

Αυτό διότι η απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου λανθασμένα και εν τέλει, τελώντας υπό πλάνη εστιάζει σε μεμονωμένα Παραρτήματα και/ή τμήματα των Παραρτημάτων που προσκόμισε η πλευρά των Εφεσειόντων/Καθ’ ων η Αίτηση στην πρωτόδικη διαδικασία με την Ένσταση τους, και/ή εστιάζει σε μεμονωμένο περιεχόμενο μεμονωμένων εγγράφων του κατατεθέντος κατά τις Διευκρινήσεις διοικητικού φακέλου, παραγνωρίζοντας το σύνολο του προσκομισθέντος υλικού, το οποίο αποδεικνύει τη διεξαγωγή δέουσας έρευνας εκ μέρους της διοίκησης, και/ή μετακυλίοντας το βάρος και/ή την ευθύνη για την αλλαγή διεύθυνσης διαμονής και στοιχείων επικοινωνίας στην πλευρά των Εφεσειόντων/Καθ’ ων η Αίτηση.

 

Άνευ βλάβης των προαναφερθέντων, το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και/ή καθ’ υπέρβαση δικαιοδοσίας δεν προέβη μόνο σε έλεγχο νομιμότητας της προσβληθείσης διοικητικής απόφασης, αλλά προέβη και σε πρωτογενή έλεγχο και/ή ελεγχο γεγονότων και/ή έλεγχο ορθότητας των συμπερασμάτων της διοίκησης, στα οποία η τελευταία κατέληξε ύστερα από αντιστάθμιση και/ή αξιολόγηση όλων των ενώπιον της επαρκών και/ή απαραίτητων στοιχείων που περισυνέλληξε και την καθιστούσαν ικανή και σε θέση να εξαγάγει ασφαλή συμπεράσματα. Περαιτέρω, δεν υφίσταται υποχρέωση διεξαγωγής εξαντλητικής έρευνας, πόσω δε μάλλον όταν εξ υπαιτιότητας του ίδιου του Εφεσιβλήτου/Αιτητή δεν δηλώθηκαν νέα τηλέφωνα επικοινωνίας και νέα διεύθυνση διαμονής. Είναι πάγια η νομολογία επί του θέματος, ότι δηλαδή επαρκεί η διεξαγωγή δέουσας έρευνας, ώστε να τίθενται ενώπιον της διοίκησης όλα τα απαραίτητα στοιχεία που θα την οδηγούσαν σε εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων. Όπερ και εγένετο στην παρούσα, υπό εκδίκαση υπόθεση.

 

Οι Εφεσείοντες/Καθ’ ων η Αίτηση διεξήγαναν δέουσα έρευνα, ως προκύπτει από την Ένσταση μετά των Παραρτημάτων, που καταχώρισαν στην πρωτόδικη διαδικασία, αλλά και το σύνολο του διοικηιτκού φακέλου που σχετίζεται με τον Αιτητή και κατετέθη στο Δικαστήριο κατά τις Διευκρινήσεις, και είχαν όλα εκείνα τα στοιχεία και/ή πληροφορίες και /ή δεδομένα και/ή έγγραφα ενώπιον τους που επαρκούσαν, για να καταλήξουν σε και να εξαγάγουν ασφαλή συμπεράσματα.

 

Δεύτερος Λόγος Έφεσης

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και/ ή υπό πλάνη έκρινε και/ή αποφάσισε ότι «η έλλειψη δέουσας έρευνας οδήγησε τους Εφεσείοντες/Καθ’ ων η Αίτηση στη λήψη καταχρηστικής απόφασης, εφόσον δεν τηρήθηκαν τα δικαιώματα του Εφεσιβλήτου/Αιτητή, ως αυτά προκύπτουν από τις πρόνοιες του άρθρου 26(2) του περί Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαµένουν Ελεύθερα στη Δηµοκρατία Νόµου, Ν. 7(Ι)/2007

 

Αιτιολογία Δεύτερου Λόγου Έφεσης

 

Αυτό διότι οι Εφεσείοντες/Καθ’ ων η Αίτηση διεξήγαγαν δέουσα έρευνα, είχαν ενώπιον τους όλα τα απαραίτητα έγγραφα και/ή στοιχεία και/ή δεδομένα και/ή πληροφορίες, για να εξαγάγουν ασφαλή συμπεράσματα, σταθμίζοντας και αξιολογώντας τα, και συνπεώς, ορθά και με ασφάλεια κατέληξαν στο συμπέρασμα και/ή διαπίστωσαν ότι ο Εφεσίβλητος/αιτητής δεν συμβίωνε ποτέ με την πρώην Ευρωπαία σύζυγο του, ο γάμος τους δεν ήταν γνήσιος και δεν διατηρούσε το δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία, ακυρώνοντας του το Δελτίο Διαμονής μέλους οικογένειας πολίτη της Ένωσης και απορρίπτοντας την επίδικη αίτηση που υπέβαλε μετά την έκδοση διαζυγίου, για έκδοση Δελτίου διαμονής μέλους οικογένειας πολίτη της Ένωσης, κατ’ επίκληση κι εφαρμογή, μεταξύ άλλων, των άρθρων 9(2), 27(2) και 37 του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμου, Ν.7(Ι)/2007.

 

Ουδεμία καταχρηστική απόφαση εξεδόθη εκ μέρους των Εφεσειόντων/ Καθ’ ων η Αίτηση, αλλά εφάρμοσαν στην περίπτωση του Εφεσιβλήτου/Αιτητή τις προαναφερθείσες σχετικές πρόνοιες του Ν. 7(Ι)/2007, επί τη βάσει των ενώπιον τους στοιχείων και των εξαχθέντων, ασφαλών συμπερασμάτων.»

 

Η αυτούσια κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως παρατέθηκε στην απόφαση του στην Προσφυγή Αρ. 1706/2017, έχει ως ακολούθως (η κατάληξη του με δικούς μας τονισμούς):

 

« Σε σημείωμα ημερομηνίας 23.8.2017 καταγράφονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

 

«2. Μετά από διερεύνηση του γάμου από την ΥΑΜ (ερ. 120-119), το ζευγάρι δεν εντοπίστηκε, ενώ τα τηλέφωνά τους ήταν συνεχώς απενεργοποιημένα. Έπειτα από επικοινωνία της ΥΑΜ με τον ιδιοκτήτη της οικίας στην οποία διέμενε το ζευγάρι διαπιστώθηκε ότι εγκατέλειψαν την οικία περί τα τέλη Ιανουάριου 2015, αφήνοντας απλήρωτους λογαριασμούς. Το τμήμα ουδέποτε ενημερώθηκε για την αλλαγή της διεύθυνσης τους. Η Ευρωπαία δούλεψε για λίγες μόνο ημέρες στην Δημοκρατία και έπειτα αναχώρησε για την (Σημ. παρόντος Δικαστηρίου: παραλήφθηκε, προφανώς ως εκ λάθους και/ή εκ παραδρομής η φράση «για την χώρα της, ενώ ο Αλλοδαπός ουδέποτε προσκόμισε») βεβαίωση από τον νέο του εργοδότη και προσπαθούσε συστηματικά να αποφύγει τον έλεγχο, καθώς όπως διαφαινόταν ο γάμος δεν ήταν γνήσιος (ερ. 126, 123, 121).

 

3. Στις 14/06/2017, ο Αλλοδαπός παρουσιάστηκε στο Τμήμα και κατέθεσε αίτηση για Έκδοση Δελτίου Διαμονής (MEU2A), ως διαζευγμένος.

 

4. Εν όψη των γεγονότων όπως αυτά αναγράφονται στην παρ.2 του παρόντος, συνυπολογίζοντας και το σημ. 8 του Δκτή της ΥΑΜ, εισηγούμαι την ακύρωση του σε ισχύ Δελτίου Διαμονής του αλλοδαπού και την απόρριψη της νέας του αίτησης, καθώς δεν πληρεί τις προϋποθέσεις των άρθρων 4, 9 (1) και (2), 26 (2) και 37 του Ν7(Ι)/2007.»

 

Σχετικά είναι και όσα καταγράφονται στο σημείωμα ημερομηνίας 29.6.2015:

 

«Έγιναν νέες προσπάθειες τηλεφωνικής επικοινωνίας με το ζεύγος χωρίς αποτέλεσμα αφού τα τηλέφωνα επικοινωνίας τους παραμένουν απενεργοποιημένα.

 

Στις 29/06/15 έγινε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Άγγελο Αγαθαγγέλου διαχειριστή της οικίας αρ. τηλ· 99412343 ο οποίος ανέφερε ότι το ζεύγος διέμενε στην οικία μέχρι το τέλος Ιανουάριου 2015 εγκαταλείποντας το μέρος και αφήνοντας απλήρωτους λογαριασμούς.

 

Από έλεγχο που έγινε μέσω του Η.Υ διαπιστώθηκε ότι ο αλλοδαπός δεν δήλωσε αλλαγή διεύθυνσης διαμονής και σύμφωνα με το σύστημα αφιξοαναχωρήσεων αυτός δεν αναχώρησε από την Κύπρο ως εκ τούτου συνεχίζει να διαμένει στην Δημοκρατία σε άγνωστη διεύθυνση.

 

Επίσης στις 29/06/15 η Α/Αστ. 377 επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον εργοδότη της Ευρωπαίας κατά την υποβολή αίτησης της για άδεια διαμονής, ο οποίος ανέφερε ότι η Ευρωπαία εργάστηκε μόνο λίγες ημέρες και δεν την θυμάται.

 

Εν όψει των πιο πάνω, και λαμβάνοντας υπόψη ότι το ζεύγος μετακόμισε εδώ και έξι περίπου μήνες χωρίς να δηλώσει νέα διεύθυνση διαμονής και τα τηλέφωνα επικοινωνίας τους είναι απενεργοποιημένα, το γραφείο μας εκτιμά ότι ο γάμος τελέστηκε για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα του αλλοδαπού και ότι πιθανότατα μετά την έκδοση της άδειας παραμονής του στην Δημοκρατία το ζεύγος δεν διαμένει πλέον κάτω από την ίδια στέγη. Επίσης δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο η Ευρωπαία να αναχώρησε στην χώρα της.

 

Ο φάκελος επιστρέφεται με εισήγηση όπως η άδεια παραμονής που κατέχει ο αλλοδαπός ως σύζυγος Ευρωπαίας με ημερ. λήξης 08/09/2019 ακυρωθεί και τα στοιχεία του τοποθετηθούν στο ευρετήριο ΣΤΟΠ-ΛΙΣΤ με σκοπό τον εντοπισμό του και έλεγχο της γνησιότητας του γάμου του με την Ευρωπαία σύζυγο του, παρ.»

 

Ουσιαστικά, αυτό που προκύπτει από τα πιο πάνω είναι ότι ουδέποτε ο καθ' ου η αίτηση κατέληξε με βεβαιότητα στο συμπέρασμα ότι ο γάμος του αιτητή ήταν εικονικός. Αντιθέτως, παρόλο που τέθηκε σε γνώση της διοίκησης ότι το ζευγάρι πράγματι διέμενε μαζί σε συγκεκριμένη οικία μέχρι το τέλος Ιανουαρίου του 2015, δεν φαίνεται να τους εμπόδισε από το να καταλήξουν στο ότι επειδή δεν μπορούσαν να τους εντοπίσουν άρα ο γάμος ήταν εικονικός.

 

Συνεπώς, η έλλειψη δέουσας έρευνας που παρατηρείται στην υπόθεση οδήγησε τον καθ' ου η αίτηση στη λήψη καταχρηστικής απόφασης εφόσον δεν τηρήθηκαν τα δικαιώματα του αιτητή ως αυτά προκύπτουν από τις πρόνοιες του άρθρου 26(2) του περί Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαµένουν Ελεύθερα στη Δηµοκρατία Νόµου, Ν. 7(Ι)/2007.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, καταλήγω ότι η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.»

 

Μελετήσαμε με τη δέουσα προσοχή τους προαναφερθέντες λόγους Έφεσης, τα περιγράμματα αγορεύσεων, το περιεχόμενο του πρωτόδικου δικαστικού φακέλου της υπόθεσης, καθώς και το διοικητικό φάκελο που έχει κατατεθεί (Τεκμήριο 1).

 

Δεν απαιτείται η παράθεση κάθε επιχειρήματος, το οποίο έχει εγερθεί (και το οποίο, εν πάση περιπτώσει, έχει ληφθεί υπόψη), πέραν των όσων απαιτούνται για την ανάγκη της απόφασης (βλ., επί τούτου, απόφαση του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου (ενεργούντος ως τριτοβάθμιου) ημερομηνίας 21.2.2024 στην Αίτηση Αρ. 9/23):

 

Οι λόγοι Εφέσεως είναι αλληλένδετοι και/ή αλληλοσυμπληρούμενοι και, ενόψει της συνάφειας τους, θα εξεταστούν μαζί (βλ. Κανονισμό 41.16(8)(α) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας.)

 

Το Άρθρο 26(2) του Νόμου, τη μη τήρηση του οποίου από τη διοίκηση αποφάσισε το Πρωτόδικο Δικαστήριο (βλ. ανωτέρω), έχει ως ακολούθως (με δικούς μας τονισμούς):

«26.-(1) [.]

(2) Το διαζύγιο ή η ακύρωση του γάμου, δε συνεπάγεται απώλεια του δικαιώματος διαμονής των μελών της οικογένειας του πολίτη της Ένωσης, τα οποία δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) Αν ο γάμος διήρκησε μέχρι την έναρξη της διαδικασίας έκδοσης διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου, τρία έτη τουλάχιστον, εκ των οποίων το ένα έτος στη Δημοκρατία∙ ή

(β) αν η επιμέλεια των τέκνων του πολίτη της Ένωσης έχει ανατεθεί βάσει συμφωνίας δεόντως επικυρωμένης από αρμόδιο δικαστήριο μεταξύ των συζύγων, στο/στη σύζυγο, που δεν είναι υπήκοος κράτους μέλους, ή με διάταγμα δικαστηρίου∙ ή

(γ) αν τούτο υπαγορεύεται από ιδιαιτέρως δυσχερείς καταστάσεις, περιλαμβανομένης της περίπτωσης που το μέλος της οικογένειας κατέστη θύμα βίας στην οικογένεια όπως αυτό καθορίζεται στον περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμο, ενόσω υφίστατο ο γάμος∙ή

(δ) αν ο/η σύζυγος που δεν είναι υπήκοος κράτους μέλους απολαύει, βάσει συμφωνίας δεόντως επικυρωμένης από αρμόδιο δικαστήριο μεταξύ των συζύγων, ή με διάταγμα δικαστηρίου, του δικαιώματος επικοινωνίας με ανήλικο τέκνο, υπό τον όρο ότι το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η επικοινωνία αυτή πρέπει να πραγματοποιείται στη Δημοκρατία και για όσο διάστημα απαιτείται:

Νοείται ότι, πριν από την απόκτηση του δικαιώματος μόνιμης διαμονής, το δικαίωμα διαμονής των ενδιαφερόμενων εξακολουθεί να τελεί υπό την προϋπόθεση ότι μπορούν να αποδείξουν ότι είναι μισθωτοί εργαζόμενοι ή μη μισθωτοί εργαζόμενοι ή ότι διαθέτουν επαρκείς πόρους για τους ίδιους και για τα μέλη της οικογένειάς τους, ώστε να μην επιβαρύνουν κατά τη διάρκεια της περιόδου διαμονής τους το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας της Δημοκρατίας, και ότι διαθέτουν πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθένειας στη Δημοκρατία, ή ότι είναι μέλη της ήδη συσταθείσας στη Δημοκρατία οικογένειας ενός προσώπου το οποίο πληρεί τις ανωτέρω προϋποθέσεις.

(3) [.] »

 

Καταρχάς, είναι ορθό να τονιστεί, για σκοπούς σαφήνειας, ότι, η Προσφυγή Αρ. 1706/2017 στρέφεται μόνο ως προς το μέρος, με το οποίο αποφασίστηκε η απόρριψη της αίτησης του Εφεσίβλητου ημερομηνίας 14.6.2017 για χορήγηση Δελτίου Διαμονής ως μέλος οικογένειας πολίτη της Ένωσης (βλ. ανωτέρω). Δεν συμπεριέλαβε το αιτητικό της και το μέρος της απόφασης ή την απόφαση της Εφεσείουσας, με την οποία ακυρώθηκε το Δελτίο Διαμονής που ήδη κατείχε ο Εφεσίβλητος μέχρι τις 8.9.2019 (βλ. ανωτέρω), επί του οποίου, ως εκ τούτου, δεν επεκτείνεται το αποτέλεσμα της πρωτόδικης δικαστικής απόφασης.

 

Κατά τα λοιπά, με κάθε σεβασμό στην πρωτόδικη δικαστική κρίση, αυτή δεν μας βρίσκει σύμφωνους και θα πρέπει να ανατραπεί.

 

Εξηγούμε: Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε στην απόφαση του μέρος από το σημείωμα Διοικητικής Λειτουργού ημερομηνίας 23.8.2017 προς τον Αν. Διευθυντή σε σχέση με το υπό εξέταση ζήτημα (βλ. ανωτέρω). Το οποίο είναι αυτό που υιοθετήθηκε, στις 30.8.2017, από τον Αν. Διευθυντή, καταγράφοντας επ’ αυτού χειρογράφως τη φράση «ως η εισήγηση σας» και την προσθήκη υπογραφής και ημερομηνίας (Η υιοθέτηση εισήγησης καθιστά την αιτιολογία της τελευταίας μέρος της απόφασης βλ. Κατσούρα και Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1728, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας (1929-1959), σελ. 193). Και το οποίο παραπέμπει, πέραν των όσων εκεί ρητώς αναφέρονται και στο περιεχόμενο των εγγράφων Αρ. 126, 123 και 121 (το οποίο παραπέμπει στα έγγραφα Αρ. 120 και 116) του διοικητικού φακέλου, Τεκμήριο 1. Το έγγραφο Αρ. 120, ειδικότερα, αποτελεί σημείωμα λοχία της ΥΑΜ Λεμεσού ημερομηνίας 29.6.2015, με αναλυτικές αναφορές των ενεργειών που έγιναν και την πληροφόρηση, η οποία λήφθηκε, για την περίπτωση .

 

Στην δε, ενημερωτική της επίδικης αποφάσεως επιστολή προς τον Εφεσίβλητο ημερομηνίας 7.11.2017 (βλ. ανωτέρω) με τίτλο «Rejection of application for a Residence Card», καταγράφηκαν τα εξής (οι τονισμοί είναι της επιστολής, η υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«I am directed to refer to your application dated 14/06/2017 for the issue of Residence card in the Republic of Cyprus as a non EU family member of a Union Citizen family and to inform you that after thorough investigation it was detected that you never found to live together with your ex-wife, Anelia Petrova, citizen of EU.

 

Furthermore, you do not retain the right of residence, according to Article 27(2) of Law 7(I)/2007, even if your marriage las lasted more than 3 years, prior to initiation of divorce.

 

Therefore, you don’t meet the conditions for retention of your right of residence in the Republic of Cyprus, according to Articles 27(2) and 37 of Law 7(i)/2007 as amended. Consequently your application has been rejected and you have to depart from the Republic in one month. Otherwise measures will be taken against you, according to the relevant provisions of the Law 7(I)/2007.

 

Η μία θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως καταγράφηκε στην απόφαση του, ήταν ότι «[.] ουδέποτε ο καθ' ου η αίτηση κατέληξε με βεβαιότητα στο συμπέρασμα ότι ο γάμος του αιτητή ήταν εικονικός», θέση, όμως, η οποία, κατά την αντίληψη μας, φαίνεται να αναιρεί το ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο στην αμέσως επόμενη πρόταση της δικαστικής απόφασης, στην οποία αναφέρεται ρητά ότι (η υπογράμμιση δική μας) «Αντιθέτως, παρόλο που τέθηκε σε γνώση της διοίκησης ότι το ζευγάρι πράγματι διέμενε μαζί σε συγκεκριμένη οικία μέχρι το τέλος Ιανουαρίου του 2015, δεν φαίνεται να τους εμπόδισε από το να καταλήξουν στο ότι επειδή δεν μπορούσαν να τους εντοπίσουν άρα ο γάμος ήταν εικονικός. Δεν υπήρξε, άρα, κατάληξη με βεβαιότητα περί εικονικότητας του γάμου και γι’ αυτό ακυρώθηκε λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας η απόφαση από το πρωτόδικο Δικαστήριο ή υπήρξε τέτοια κατάληξη περί εικονικότητας από τη διοίκηση, λόγω μη εντοπισμού του Εφεσίβλητου αλλά κρίθηκε πρωτόδικα ότι αυτό δεν επαρκούσε για σκοπούς δέουσας έρευνας; Η δικαστική απόφαση επί τούτου δεν φαίνεται να είναι αρκούντως σαφής.

Εν πάση περιπτώσει, όμως, το πιο πάνω ερώτημα δεν χρειάζεται να απαντηθεί. Και ο λόγος είναι ότι, η διοίκηση, κατά την κρίση μας, δεν έλαβε την απόφαση της επί της επίδικης αίτησης για έκδοση δελτίου διαμονής στη βάση, ως εξέλαβε το πρωτόδικο Δικαστήριο, της γνησιότητας ή μη του γάμου του Εφεσίβλητου, αλλά στη βάση ευρήματος της ότι, ο Εφεσίβλητος δεν συμβίωνε με τη σύζυγο του. Αναφέρεται, επί παραδείγματι και χαρακτηριστικά, στο σημείωμα ημερομηνίας 29.6.2015 της ΥΑΜ Λεμεσού (οι τονισμοί και η υπογράμμιση δική μας):

 

Ενόψει των πιο πάνω, και λαμβάνοντας υπόψη ότι το ζεύγος μετακόμισε εδώ και έξι μήνες, χωρίς να δηλώσει νέα διεύθυνση διαμονής και τα τηλέφωνα επικοινωνίας τους είναι απενεργοποιημένα, το γραφείο μας εκτιμά ότι ο γάμος τελέστηκε για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα του αλλοδαπού και ότι πιθανότατα μετά την έκδοση της άδειας παραμονής του στη Δημοκρατία το ζεύγος δεν διαμένει πλέον κάτω από την ίδια στέγη. Επίσης δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο η Ευρωπαία να αναχώρησε στη χώρα της.

 

 

Με σαφήνεια προκύπτει, για του λόγου το ασφαλές, ο λόγος της μη συμβίωσης του Εφεσίβλητου με τη σύζυγο του υπό την ίδια στέγη, ως η αιτία της απόρριψης της αίτησης του Εφεσίβλητου και από την επιστολή ημερομηνίας 7.11.2017 (βλ. ανωτέρω) προς τον Εφεσίβλητο και από την εκεί αναφορά «[.]and to inform you that after thorough investigation it was detected that you never found to live together with your ex-wife [.]» ως λόγο για την επίδικη διοικητική απόφαση.

 

Πρόσθετα, ενισχυτική του εν λόγω συμπεράσματος είναι και η επισήμανση στο σημείωμα της Διοικητικής Λειτουργού ημερομηνίας 23.8.2017 προς τον Αν. Διευθυντή (βλ. ανωτέρω) ότι «ο γάμος τελέστηκε για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα του αλλοδαπού και ότι πιθανότατα μετά την έκδοση της άδειας παραμονής του στην Δημοκρατία το ζεύγος δεν διαμένει πλέον κάτω από την ίδια στέγη» (η υπογράμμιση δική μας).

 

Στην απόφαση του τότε Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερομηνίας 4.10.2021 στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 23/2015 NISSE v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ Δ/ΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ, λέχθηκαν και τα εξής, κατά την άποψη μας, σχετικά (με δικές μας υπογραμμίσεις):

 

«Όπως προκύπτει από τα πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού επεσήμανε ότι η απόρριψη του αιτήματος της Εφεσείουσας δεν είχε γίνει στη βάση της γνησιότητας ή μη του γάμου, αλλά στη βάση του ότι οι σύζυγοι δεν διαμένουν μαζί, επεσήμανε ότι ούτε η επίκληση των προνοιών του Άρθρου 4(2)(α) του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμου 7(Ι)/2007, το οποίο προβλέπει, μεταξύ άλλων, για συμβίωση «κάτω από την ίδια στέγη με τον εν λόγω πολίτη της Ένωσης στη χώρα προέλευσης», που στην προκείμενη περίπτωση ήταν η Γαλλία, μπορούσαν να βοηθήσουν την περίπτωση της Εφεσείουσας.

 

Το ότι η εν λόγω απόρριψη είχε πράγματι γίνει στη βάση της έλλειψης του στοιχείου της συμβίωσης και όχι της αμφισβήτησης της γνησιότητας του γάμου, προκύπτει από την επιστολή του ΤΑΠΜ, ημερ. 18/6/2012, με την οποία η Εφεσείουσα ενημερώθηκε για τους λόγους απόρριψης της αίτησης της ως ακολούθως:

 

«. it was detected that you don΄t live with your husband xxx xxx Ndoumbe Lobe [.] Τherefore, you don΄t meet the conditions for retention of your right of residence in the Republic of Cyprus according to article 27(2) of Law 7(I)/2007.»

 

Βέβαια, ο συνήγορος της Εφεσείουσας μέσω παραπομπής στο Παράρτημα 17 της Ένστασης υποστήριξε ότι η αίτηση της απερρίφθη και για το λόγο ότι υπήρχαν αμφιβολίες για τη γνησιότητα του γάμου. Η θέση του αυτή στηρίχθηκε στο ότι ο Λειτουργός που υπογράφει το χειρόγραφο Σημείωμα ημερ. 14/5/2012, Τεκμήριο 17 της Ένστασης, παρέπεμπε στο Τεκμήριο 12 που περιείχε τον έλεγχο που διενήργησε η Αστυνομία για τη γνησιότητα ή μη του γάμου της Εφεσείουσας.

 

Το γεγονός ότι στο Παράρτημα 12, σελ. 5, παρ. 10, αναφέρεται ότι «υπάρχουν αμφιβολίες για τη γνησιότητα του γάμου», όπως και το γεγονός ότι στον Τύπο του συγκεκριμένου Παραρτήματος αναφέρεται ότι έγινε στο πλαίσιο «ελέγχου για γνησιότητα του γάμου», δεν οδηγεί στη θέση που διατύπωσε ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εφεσείουσας ως προς τους λόγους απόρριψης του αιτήματος της. Εκείνο που, εν προκειμένω, έχει σημασία είναι ότι στο Σημείωμα του Λειτουργού υπήρχε η διαπίστωση ότι τα υπό εξέταση άτομα «δεν διαμένουν μαζί» και ότι «ο Ευρωπαίος σύζυγος βρίσκεται στο εξωτερικό από τον Οκτώβριο του 2011» και στη βάση αυτής της διαπίστωσης ακολούθησε η εισήγηση για απόρριψη της αίτησης της Εφεσείουσας. [.]

 

[.] Η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι μέσω της προσβαλλόμενης Απόφασης δίδετο επαρκής αιτιολογία από τους Εφεσιβλήτους είναι ορθή, δεδομένου του ότι σε αυτή όντως εξειδικεύονταν πλήρως οι λόγοι για απόρριψη της αίτησης της Εφεσείουσας, ήτοι, το γεγονός ότι η Εφεσείουσα δεν συνόδευε και/ή δεν συμβίωνε με πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με παραπομπή μάλιστα και στη νομική βάση της Απόφασης που ήταν το Άρθρο 27(2) του Νόμου 7(Ι)/2007[1].»

 

Ακόμα, όμως και αν ήθελε υποστηριχθεί (ενόψει και της επίκλησης από την Εφεσείουσα και του Άρθρου 37 του Νόμου) ότι, η διοίκηση επικαλέστηκε τόσο τη μη γνησιότητα του γάμου, όσο και το ότι ο Εφεσίβλητος και η σύζυγος του δεν διέμεναν μαζί, η δικαστική κρίση περί μη τελεσίδικης διαπίστωσης ή ελλιπούς έρευνας της διοίκησης αναφορικά με το πρώτο σκέλος της αιτιολογίας (αναφορικά με τη γνησιότητα) δεν προεξοφλεί το ακυρωτικό αποτέλεσμα στην Προσφυγή, αφού το δεύτερο σκέλος της (αναφορικά με την μη συμβίωση) συνιστά από μόνο του αυθύπαρκτη αιτιολογία ικανή να στηρίξει τη νομιμότητα της απόφασης (βλ. NISSE, ανωτέρω), η οποία όφειλε να τύχει επίσης δικαστικής εξέτασης κάτι που δεν έγινε. Ως αναφέρεται και στον περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο του 1999 (158(I)/1999), εκεί Άρθρο 31:

 

«31. Εσφαλμένη νομική αιτιολογία δεν οδηγεί σε ακύρωση της πράξης, αν η πράξη μπορεί να έχει άλλο νομικό έρεισμα.»

 

Παρατηρούμε, συναφώς στα ανωτέρω, ότι, ο πιο πάνω λόγος της απορριπτικής της αιτήσεως του Εφεσίβλητου απόφασης ημερομηνίας 7.11.2017, ήτοι η μη συμβίωση του ζεύγους, δεν βασίστηκε μόνο στο γεγονός του μη εντοπισμού του Εφεσίβλητου, παρά τις προσπάθειες που έγιναν. Η αναφορά στο σημείωμα ημερομηνίας 29.6.2015 της ΥΑΜ Λεμεσού «ενόψει των πιο πάνω, και λαμβάνοντας υπόψη ότι το ζεύγος μετακόμισε εδώ και έξι μήνες, χωρίς να δηλώσει νέα διεύθυνση διαμονής και τα τηλέφωνα επικοινωνίας τους είναι απενεργοποιημένα», αποδεικνύει του λόγου το ασφαλές. Τα «πιο πάνω», στα οποία το σημείωμα ημερομηνίας 29.6.2015 αναφέρεται (βλ. και  σημείωμα 30.8.2017, ανωτέρω) είναι οι πληροφορίες, οι οποίες

λήφθηκαν από ομοεθνείς του Εφεσίβλητου, οι οποίοι διέμεναν στο ίδιο κτίριο και δήλωσαν ότι γνωρίζουν αυτόν και ότι διέμενε εκεί αλλά δε γνωρίζουν τη σύζυγο του, η επικοινωνία με τον διαχειριστή της πολυκατοικίας, στην οποία ο Εφεσίβλητος διέμενε, η επικοινωνία με τον εργοδότη της συζύγου, ο οποίος ανέφερε ότι αυτή εργάστηκε μόνο για λίγες ημέρες και δεν τη θυμάται κ.ά.

 

Συνεπώς, προκύπτει ότι δεν ήταν αποκλειστικά η μη δυνατότητα τηλεφωνικής επικοινωνίας με τον Εφεσίβλητο (μέχρι την ημερομηνία του σημειώματος ημερομηνίας 29.6.2015 της ΥΑΜ Λεμεσού), ο λόγος της κρίσης της Εφεσείουσας, αλλά συνδυαστικά αριθμός ενεργειών και πληροφοριών που οδήγησαν προς τέτοια κρίση. Ούτε, βεβαίως, συνιστά βασίμως πλημμέλεια ή παραβίαση των όποιων δικαιωμάτων του Εφεσίβλητου με βάση τον Νόμο η έλλειψη επικοινωνίας της διοίκησης με τον ενδιαφερόμενο (πάντοτε μέχρι την ημερομηνία του σημειώματος ημερομηνίας 29.6.2015 της ΥΑΜ Λεμεσού), όταν αυτή οφείλεται, όπως στην παρούσα περίπτωση, αποκλειστικά σε υπαιτιότητα του Εφεσίβλητου, ένεκα της απενεργοποίησης του τηλεφώνου του και εγκατάλειψης της δηλωθείσας διεύθυνσης του, χωρίς τη δήλωση στη διοίκηση της νέας του, ως έχει υποχρέωση.

 

Καταλήγουμε ότι, η αιτιολογία που δόθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο για στήριξη του ευρήματος του περί έλλειψης δέουσας έρευνας, από την σκοπιά που το προσέγγισε, στη βάση δηλαδή ότι η αιτιολογία της επίδικης διοικητικής απόφασης  βασίστηκε στη μη γνησιότητα του γάμου, ελέγχεται ως μη ορθή. Ως τέθηκε και στην απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου ημερομηνίας 7.11.2023 στην  Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 64/2017 GUO SHUYING v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ:

 

«Συναφώς υπενθυμίζουμε ότι, κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η αιτιολόγηση μιας δικαστικής απόφασης αποτελεί συστατικό στοιχείο της ίδιας της δικαστικής λειτουργίας. Συνιστά απαρέγκλιτο καθήκον των δικαστικών Αρχών και αντίστοιχο δικαίωμα του διαδίκου να γνωρίζει το λόγο, το σκεπτικό της κατάληξης του Δικαστηρίου, το οποίο είναι συστατικό στοιχείο έγκυρης δικαστικής απόφασης. Η αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων δεν επιβάλλεται μόνο από το ΄Αρθρο 30.2 του Συντάγματος ως απαραίτητο στοιχείο για την εγκυρότητα της δικαστικής απόφασης, αλλά αποτελεί θεμελιακό κανόνα της δικαστικής διαδικασίας και θεσμικό φραγμό κατά του ανέλεγκτου, ως και εχέγγυο για τη σύννομη άσκηση της δικαστικής εξουσίας (Βλ. Καραγιώργη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 92, Δρουσιώτης ν. Ιερωνυμίδης (1990) 1 Α.Α.Δ. 1026, Βασιλείου κ.ά. ν. Μενελάου κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 1125, Καννάουρου κ.ά. ν. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35, Εταιρεία Παφίτης & Ιορδάνους Κοντράκτορς Λτδ κ.ά. ν. Α.Ν. Στασής Εστέϊτς Κο. Λτδ (1998) 1 Α.Α.Δ. 916 και Alnaser v. Δημοκρατίας, Ποιν.εφ. 81/20, ημερ. 21.7.20).»

 

Με βάση τα ανωτέρω, καταλήγουμε ότι αμφότεροι οι λόγοι Εφέσεως ευσταθούν. Η πρωτόδικη απόφαση, συμπεριλαμβανομένης της διαταγής εξόδων της, παραμερίζεται. Η υπόθεση επιστρέφεται στο ίδιο πρωτόδικο Δικαστήριο, για εκδίκαση της κατά προτεραιότητα, κατά το δυνατόν.

 

Διασαφηνίζουμε ότι, η αποδοχή των λόγων Έφεσης δεν συνιστά εύρημα μας ότι, διεξήχθη η δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα, αλλά μόνο ότι, το σχετικό εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί έλλειψης δέουσας έρευνας δεν στηρίχθηκε επί των ορθών διαπιστώσεων για την πραγματική/ νομική βάση της επίδικης απόφασης,

για να καταλήξει ότι, τέτοια δεν διεξήχθη, αφού λανθασμένα θεωρήθηκε ότι αυτή ήταν το ζήτημα της γνησιότητας του γάμου και όχι της συμβίωσης του ζεύγους. Στο σημείο αυτό δεν διαφεύγει της προσοχής η αναφορά το πρωτόδικου Δικαστηρίου στην απόφαση του περί του ότι ο Εφεσίβλητος συζούσε με τη σύζυγο του μέχρι τον Ιανουάριο του 2015, η κρίση του όμως εκφράστηκε, ως προαναφέρθηκε, σε σχέση με το κατά πόσο αυτό το δεδομένο (υπήρχαν, ως προαναφέρθηκε και άλλες πληροφορίες που συνέλεξε η διοίκηση) οδηγούσε σε έλλειψη δέουσας έρευνας σε σχέση με την γνησιότητα του γάμου και όχι για το ζήτημα αν συμβίωνε το ζεύγος, πάντα, βεβαίως, σύμφωνα και με τις απαιτήσεις των Άρθρων 4. και 9(2), 27(2) (προφανώς εκεί εδάφιο (α)) και 37 του Νόμου 7(Ι)/2007, τα οποία επικαλέστηκε η Εφεσείουσα για την απόφαση της, καθώς και της απαιτήσεις της νομολογίας (βλ. NISSE, ανωτέρω). Αυτό για να μπορεί επί του ζητήματος να εκφραστεί πρώτα, σύμφωνα πλέον και με τις ανωτέρω διαπιστώσεις του παρόντος Δικαστηρίου, με σαφήνεια και επί του ορθού νομικού και πραγματικού υπόβαθρου η πρωτόδικη κρίση επί του θέματος, ενδεχομένως, αν απαιτείται και επί των υπόλοιπων λόγων ακυρώσεως που εγέρθηκαν, αν ήθελε, βεβαίως, κριθεί ότι αυτοί δικογραφήθηκαν δεόντως.

 

Τα έξοδα συμποσούνται στις €3000 υπέρ της Εφεσείουσας και εναντίον της Εφεσίβλητης.

 

 Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

 Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.: Με κάθε σεβασμό προς την απόφαση των αδερφών μου Δικαστών, θα αποδεχόμουν την έφεση με το ακόλουθο διακριτό σκεπτικό:

 

Ο (εκ Μπαγκλαντές) Εφεσίβλητος σύναψε 29.4.2014 πολιτικό γάμο στη Δημοκρατία με πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Βουλγαρικής καταγωγής). Ως μέλος, λοιπόν, της οικογένειας πολίτη της Ένωσης εξασφάλισε δελτίο διαμονής.

 

Στις 8 Μαΐου 2017, ο Εφεσίβλητος υπέβαλε ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας αίτηση διαζυγίου από την σύζυγό του και, εν συνεχεία, αιτήθηκε από την Εφεσείουσα παράταση του δελτίου διαμονής του ως τέως σύζυγος πολίτη της Ένωσης.

 

Με δύο διακριτές επιστολές της ημερ. 7.11.2017, η Εφεσείουσα αφενός ακύρωσε το ισχύον δελτίο διαμονής του Εφεσείοντα και, αφετέρου, απέρριψε την αίτηση για έκδοση νέου δελτίου.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση η οποία αφορά την απόρριψη της αίτησης για έκδοση νέου δελτίου, διέπεται από την εξής αιτιολογία:

 

“…after thorough investigation, it was detected that you [sic] never found to live together with your ex-wife, […], citizen of EU.

 

Furthermore, you do not retain the right of residence, according to Article 27(2) of Law 7(I)/2007, even if your marriage has lasted more than 3 years, prior to the initiation of divorce.

 

Therefore, you don’t meet the conditions for retention of your right of residence in the Republic of Cyprus, according to Articles 27(2) and 37 of Law 7(I)/2007, as amended. Consequently, oyur application has been rejected and you have to depart from the Republic, otherwise measures will be taken against you, according to the relevant provisions of the Law 7(I)/2007.”

 

 

Oι προρρηθείσες επιστολές εκδόθηκαν στη βάση υιοθετηθέντος ενδοϋπηρεσιακού σημειώματος κατά το οποίο:

 

«Μετά από διερεύνηση του γάμου από την ΥΑΜ (ερ. 120-119), το ζευγάρι δεν εντοπίστηκε, ενώ τα τηλέφωνά τους ήταν συνεχώς απενεργοποιημένα. Έπειτα από επικοινωνία της ΥΑΜ με τον ιδιοκτήτη της οικίας στην οποία διέμενε το ζευγάρι διαπιστώθηκε ότι εγκατέλειψαν την οικία περί τα τέλη Ιανουαρίου 2015, αφήνοντας απλήρωτους λογαριασμούς. Το τμήμα ουδέποτε ενημερώθηκε για την αλλαγή της διεύθυνσης τους. Η Ευρωπαία δούλεψε για λίγες μόνο μέρες στη Δημοκρατία και έπειτα αναχώρησε για την χώρα της, ενώ ο Αλλοδαπός ουδέποτε προσκόμισε βεβαίωση από τον νέο του εργοδότη και προσπαθούσε συστηματικά να αποφύγει τον έλεγχο, καθώς διαφαινόταν ο γάμος δεν ήταν γνήσιος (ερ. 126, 123, 121).».

 

Ως προαναφέρθηκε, η προσβαλλόμενη απόφαση παραθέτει τη διοικητική κρίση περί του ότι ο Εφεσίβλητος δεν πληροί τις προϋποθέσεις της διατήρησης του δικαιώματος διαμονής σύμφωνα με τα Άρθρα 27(2) και 37 του Νόμου 7(Ι) του 2007 ως τροποποιήθηκε.

 

Συναφώς, οι άνω νομοθετικές διατάξεις προβλέπουν τα εξής:

 

 

Κατά το Άρθρο 27(2) του Νόμου 7(Ι) του 2007, οι πολίτες της Ένωσης και τα μέλη της οικογένειάς τους έχουν το δικαίωμα διαμονής που προβλέπεται στα Άρθρα 9, 25, και 26 του ίδιου Νόμου, ενόσω πληρούν τους όρους που καθορίζονται στα Άρθρα αυτά.

 

Από τα Άρθρα του Νόμου 7(Ι) του 2007 στα οποία το Άρθρο 27(2) παραπέμπει, το Άρθρο 26(2) επιτρέπει υπό προϋποθέσεις σε μέλος της οικογένειας πολίτη της Ένωσης, το οποίο μέλος δεν είναι το ίδιο πολίτης κράτους μέλους, να διατηρήσει το δικαίωμα διαμονής του στη Δημοκρατία, σε περίπτωση διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου. Μία από τις προϋποθέσεις προβλέπεται στην παράγραφο (α) του Άρθρου 26(2), κατά την οποία το δικαίωμα διαμονής διατηρείται αν ο γάμος διήρκεσε τρία έτη (το ένα εκ των οποίων διανύθηκε στην κυπριακή επικράτεια) μέχρι την έναρξη της διαδικασίας έκδοσης διαζυγίου ή ακύρωση του γάμου.

 

Το δε Άρθρο 37 του Νόμου 7(Ι) του 2007 επιτρέπει στην αρμόδια αρχή (ήτοι, στο Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης και σε υπάλληλο εξουσιοδοτημένο από αυτόν, κατά τον συναφή ορισμό του Άρθρου 2 του ίδιου Νόμου) να αρνείται, τερματίζει ή ανακαλεί τα δικαιώματα τα οποία πρόσωπο αντλεί στη βάση του Νόμου, σε περίπτωση κατάχρησης δικαιωμάτων ή απάτης, περιλαμβανομένου του εικονικού γάμου. Ο εικονικός γάμος ορίζεται στο Άρθρο 2 του ίδιου Νόμου ως διαπιστωθείς ως τέτοιος βάσει των προβλεπόμενων διαδικασιών στον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο.

 

Ο Εφεσίβλητος προσέβαλε τη διοικητική απόφαση για μη έκδοση νέου δελτίου διαμονής δια της Προσφυγής Αρ. 1706/2017 την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε με την εφεσιβαλλόμενη  απόφασή του ημερ. 4.6.2021 η οποία διέπεται από το εξής σκεπτικό:

 

«Ουσιαστικά, αυτό που προκύπτει από τα πιο πάνω είναι ότι ουδέποτε ο καθ' ου η αίτηση κατέληξε με βεβαιότητα στο συμπέρασμα ότι ο γάμος του αιτητή ήταν εικονικός. Αντιθέτως, παρόλο που τέθηκε σε γνώση της διοίκησης ότι το ζευγάρι πράγματι διέμενε μαζί σε συγκεκριμένη οικία μέχρι το τέλος Ιανουαρίου του 2015, δεν φαίνεται να τους εμπόδισε από το να καταλήξουν στο ότι επειδή δεν μπορούσαν να τους εντοπίσουν άρα ο γάμος ήταν εικονικός.

 

Συνεπώς, η έλλειψη δέουσας έρευνας που παρατηρείται στην υπόθεση  οδήγησε τον καθ' ου η αίτηση στη λήψη καταχρηστικής απόφασης εφόσον δεν τηρήθηκαν τα δικαιώματα του αιτητή ως αυτά προκύπτουν από τις πρόνοιες του άρθρου 26(2) του περί Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαµένουν Ελεύθερα στη Δηµοκρατία Νόµου, Ν. 7(Ι)/2007.».

 

Με την έφεση της, η Εφεσείουσα αιτιάται το πρωτόδικο Δικαστήριο για εσφαλμένη κρίση. Κατά τη θέση της, το σύνολο των στοιχείων του διοικητικού φακέλου δείχνει επαρκή έρευνα που της επέτρεπε να εξαγάγει ασφαλή συμπεράσματα περί του ότι ο Εφεσίβλητος δε συμβίωσε ποτέ με την πρώην ευρωπαία σύζυγό του, ο γάμος τους δεν ήταν γνήσιος και δεν διατηρούσε το δικαίωμα παραμονής στην Δημοκρατία, ακυρώνοντας νόμιμα, λοιπόν, το δελτίο διαμονής του ως μέλους της οικογένεια πολίτη της Ένωσης και απορρίπτοντας την επίδικη αίτησή του προς ανανέωση αυτού του δελτίου. Κατά την Εφεσείουσα, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο εστίασε σε μεμονωμένα στοιχεία του διοικητικού φακέλου και ανεπίτρεπτα υπερέβη τα όρια του ελέγχου νομιμότητας ο οποίος οριοθετεί τη δικαιοδοσία του, προβαίνοντας έτσι ανεπίτρεπτα σε έλεγχο ορθότητας επί των εν λόγω στοιχείων.

 

Καταρχάς, το σκεπτικό που διέπει την πρωτόδικη κρίση καταδεικνύει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο περιορίστηκε σε έλεγχο νομιμότητας, αποδεχόμενο ως λόγο ακύρωσης την παράλειψη δέουσας έρευνας ως προς την εικονικότητα του γάμου.

 

Με κάθε σεβασμό, αποκλίνω από το πρωτόδικο σκεπτικό ότι υπήρξε αμφιταλάντευση της Διοίκησης ως προς την εικονικότητα του γάμου. Η δική μου εκτίμηση είναι ότι η Διοίκηση κατάληξε σε κρίση περί εικονικότητας του γάμου, στη  βάση του επικληθέντος Άρθρου 37 του Νόμου 7(Ι) του 2007, λόγω της διοικητικής διαπίστωσης περί του ότι το ζεύγος δεν διέμεινε ποτέ υπό την ίδια στέγη. 

 

Με το να δηλώσει η Διοίκηση ότι ο Εφεσίβλητος δεν πληροί τις προϋποθέσεις των Άρθρων 27(2) και 37 του Νόμου 7(Ι) του 2007, ευλόγως εννοούσε ότι στη βάση του Άρθρου 37 (λόγω της διαπίστωσης περί εικονικότητας του γάμου, προφανώς), δεν θα αναγνώριζε στον Εφεσίβλητο (ως τέως σύζυγο πολίτη της Ένωσης) δικαίωμα διαμονής, παρότι πληρούσε την συναφή προϋπόθεση του Άρθρου 27(2)(α).

 

Παρατηρώ ότι, με το σκεπτικό του, το πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε την προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση εστιάζοντας και στο ότι η Διοίκηση έκρινε το γάμο εικονικό παρά την ενώπιόν της μαρτυρία κατά την οποία το ζεύγος διέμενε υπό την ίδια οικία μέχρι τον Ιανουάριο του 2015.

 

Κατά την ταπεινή μου άποψη, η αντιπαραβολή αυτού του στοιχείου με την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης ενδεχομένως να υποστήριζε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης λόγω της εκ του πρωτόδικου Δικαστηρίου τυχόν διαπίστωσης δυνητικής πλάνης περί τα πράγματα.

 

Ως λόγος ακύρωσης, η ελλιπής δέουσα έρευνα είναι εννοιολογικά διακριτή από την πλάνη περί τα πράγματα. Η πρώτη υφίσταται όταν δεν ερευνήθηκε και διαπιστώθηκε συγκεκριμένο στοιχείο ενώ θα έπρεπε, ενώ η δεύτερη αφορά την αξιολόγηση αυτού του στοιχείου στο πλαίσιο της νοητικής διεργασίας της Διοίκησης, π.χ. όταν αγνοείται υπαρκτό γεγονός. Μπορεί η ελλιπής δέουσα έρευνα να οδηγήσει τη Διοίκηση σε πλάνη περί τα πράγματα, υπό την έννοια ότι η Διοίκηση πεπλανημένα αγνόησε ουσιώδες πραγματικό γεγονός επειδή δεν το έψαξε (παρότι όφειλε), όμως, εδώ το πραγματικό στοιχείο (η προρρηθείσα μαρτυρία) διερευνήθηκε και ήταν ενώπιον της Διοίκησης, οπότε εκτιμώ- με κάθε σεβασμό- ότι δεν μπορεί να βασιστεί επ’ αυτής πρωτόδικο εύρημα για ελλιπή έρευνα. 

 

Κατά τη νομολογία, λόγος ακύρωσης περί ελλιπούς δέουσας έρευνας μπορεί να γίνει αποδεκτός από το Δικαστήριο, μόνο όταν ο προσφεύγων καταδείξει τι έπρεπε να διερευνηθεί και δεν ερευνήθηκε, διότι μόνο τότε αίρει το μαχητό τεκμήριο περί επάρκειας της διοικητικής έρευνας (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 61/2022 Nyemb v. Δημοκρατίας, απόφαση Εφετείου ημερ. 30.10.2024).

 

Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο