
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε118/2022)
30 Ιουνίου, 2025
[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στές]
ΔΕΣΠΩ ΛΟΪΖΟΥ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΙΚΑΝΗΣ ΜΑΡΟΥΛΛΑΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ,
Εφεσείουσα,
v.
ΜΑΡΟΥΛΛΑΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ
Εφεσίβλητη.
____________________
Ε. Θεμιστοκλέους (κα) για κ.κ. Δημήτριος Α. Παυλίδης και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείουσα.
Κ. Καντούνας για κ.κ. Κωνσταντής Καντούνας Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσίβλητη.
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.: Η εφεσείουσα, ως διαχειρίστρια της περιουσίας της αποβιώσασας μητέρας της, καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας την αγωγή 6570/2012 εναντίον της εφεσίβλητης, ζητώντας ακύρωση μεταβίβασης συγκεκριμένων ακινήτων στην οποία είχε προβεί η μητέρα της προς την εφεσίβλητη. Η δικογραφημένη εκδοχή της εφεσείουσας είναι πως η αποβιώσασα μητέρα της δεν ήταν σε θέση να διαχειριστεί την περιουσία της, λόγω ανικανότητας (έπασχε από άνοια και/ή Alzheimer σύμφωνα με τον ισχυρισμό), ενώ η εφεσίβλητη, γνωρίζοντας το γεγονός αυτό, με δόλιο τρόπο και ασκώντας ανεπίτρεπτη επιρροή επί της αποβιώσασας, την πίεσε και της μεταβίβασε τα συγκεκριμένα ακίνητα.
Δέκα σχεδόν χρόνια μετά την καταχώριση της αγωγής, και ενώ αυτή εκκρεμούσε, η εφεσίβλητη καταχώρισε αίτηση με την οποία ζήτησε την έκδοση διατάγματος με το οποίο να διατάσσεται όπως η διαδικασία της αγωγής 6570/2012 «σταματήσει/ανασταλεί (be stayed) για τόση περίοδο που θα ορίσει το Δικαστήριο εντός της οποίας η Ενάγουσα πληρώσει στην Εναγομένη τα έξοδα που επιδικάσθηκαν υπέρ της Εναγομένης στην αγωγή υπ’ αρ. 1040/12 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας και εάν η ενάγουσα παραλείψει να πληρώσει τέτοια έξοδα εντός της τοιαύτης προθεσμίας που θα ορίσει το Δικαστήριο τότε η αγωγή 6750/12 να απορριφθεί με έξοδα υπέρ της Εναγομένης».
Η πιο πάνω αίτηση εκδικάστηκε, δεδομένης και της Ειδοποίησης Περί Πρόθεσης Ένστασης που καταχωρίστηκε από την εφεσείουσα, και το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού, κατ’ αρχάς, κατέληξε ότι οι πρόνοιες των παλαιών Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, που συνέθεταν τη νομική βάση της αίτησης, δεν τύγχαναν εφαρμογής, ασχολήθηκε, στη συνέχεια, με τη σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου. Αναφερόμενο σε νομολογία, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποφάσισε, στις 06.06.2022, την αναστολή της αγωγής 6750/2012 για περίοδο 3 μηνών μέχρι την πληρωμή των εξόδων της αγωγής 1040/2012, σε διαφορετική περίπτωση η αγωγή 6750/2012 θα θεωρούνταν απορριφθείσα με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης (εναγομένης).
Η προαναφερόμενη απόφαση, ημερομηνίας 06.06.2022, προσβάλλεται με την παρούσα έφεση. Με πέντε λόγους έφεσης, η εφεσείουσα αμφισβητεί την ορθότητα της εκκαλούμενης απόφασης. Οι λόγοι έφεσης είναι μεταξύ τους συνυφασμένοι με κύρια τη θέση ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα της εφεσείουσας να έχει πρόσβαση στη δικαιοσύνη, δεδομένου ότι η αγωγή 6750/2012 δεν ήταν προγενέστερη της 1040/2012, καθώς και ότι, η εφεσείουσα, δεν έτυχε δίκαιης δίκης.
Θεωρούμε χρήσιμο, σ’ αυτό το στάδιο, να παραθέσουμε, για σκοπούς καλύτερης κατανόησης του αποτελέσματος της απόφασης μας, απόσπασμα από το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο οδήγησε στην κατάληξη της αναστολής της αγωγής 6750/2012, που είχε ενώπιον του, το οποίο έχει ως ακολούθως:
«Επανερχόμενη στα δεδομένα της παρούσας περίπτωσης, υπενθυμίζω τη θέση της πλευράς της εναγομένης – αιτήτριας, ότι η αξίωση της ενάγουσας-καθ’ ης η αίτηση στην αγωγή 1040/2012 βασίζεται στην ίδια αιτία και στους ίδιους ισχυρισμούς, ότι η μεταβίβαση των επίδικων, στην κάθε αγωγή, ακινήτων στο όνομα της εναγομένης (ή και στη συνέχεια των θυγατέρων της) έγινε κατόπιν δόλου και αθέμιτου επηρεασμού ενόσω η αποβιώσασα έπασχε από άνοια και/ή Alzheimer. Η ενάγουσα – καθ’ ης η αίτηση με τη δική της ένορκη δήλωση, ουδόλως αντικρούει καθ’ οιονδήποτε ουσιαστικό τρόπο ότι η βάση των δύο αγωγών είναι ουσιωδώς η ίδια, παρά μόνο προβάλλει τη θέση ότι η αγωγή 1040/2012 ουδεμία σχετικότητα ή ομοιότητα έχει με την παρούσα, για τον λόγο ότι αφορούσε ακύρωση μεταβίβασης άλλων ακινήτων της αποβιωσάσης, σε άλλη επαρχία, και συνεπώς είχε άλλο αντικείμενο και επίδικο θέμα, ενώ παράλληλα είχε ως εναγόμενες και τις θυγατέρες τις εναγομένης στην παρούσα. Εν τούτοις, κατά την κρίση μου, το γεγονός ότι η αξίωση αφορούσε την ακύρωση μεταβίβασης άλλου ακινήτου, σε καμία περίπτωση δεν μεταβάλλει το δεδομένο, το οποίο δεν αντικρούστηκε, ότι η αιτία αγωγής ήταν η ίδια με αυτή της παρούσας, ήτοι ότι οι μεταβιβάσεις έγιναν με δόλο, ανεπίτρεπτή επιρροή και παράνομο επηρεασμό καθ’ ον χρόνο η αποβιώσασα έπασχε από συμπτώματα άνοιας ή Alzheimer. Το κατά πόσο το κάθε ακίνητο που μεταβιβάστηκε και ζητείται η ακύρωση μεταβίβασής του είναι σε άλλη επαρχία, και καταχωρίστηκαν αγωγές σε διαφορετικά Επαρχιακά Δικαστήρια, δεν διαφοροποιεί το γεγονός ότι οι δύο αυτές αγωγές έχουν κοινή αιτία. Το ίδιο ισχύει και για το γεγονός ότι στην αγωγή 1040/2012 υπήρχαν δύο επιπλέον εναγόμενες, πέραν της εναγομένης της παρούσας, ένεκα του ότι τα ακίνητα σε εκείνη την αγωγή είχαν στη συνέχεια μεταβιβαστεί από την εναγομένη στις θυγατέρες της.
Περαιτέρω, αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός, με βάση τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν μου, ότι η αγωγή 1040/2012 εκδικάστηκε και στις 24.4.2020 απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον της ενάγουσας, τα οποία δεν έχει μέχρι σήμερα καταβάλει. Η δε απόφαση έχει καταστεί τελεσίδικη.
Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω, κρίνω ότι το υπό εξέταση αίτημα είναι καθόλα δικαιολογημένο υπό τις περιστάσεις. Δεν νοείται να έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση σε αγωγή της ενάγουσας με την ίδια αιτία αγωγής με την παρούσα, να έχει καταδικασθεί στα έξοδα, να παραλείπει να τα καταβάλει για δύο έτη, αλλά να εμμένει στην προώθηση άλλης αγωγής εναντίον της ίδιας εναγομένης, ναι μεν για την ακύρωση μεταβιβάσεων άλλων ακινήτων, πλην όμως στην ίδια ακριβώς βάση. Δεν παραγνωρίζω ότι η παρούσα δεν αποτελεί αγωγή που καταχωρίστηκε μετά την απόρριψη της αγωγής 1040/2012. Εν τούτοις, δεν παύει από του να είναι αγωγή με την ίδια αιτία. Η ενάγουσα οφείλει πρώτα η ίδια να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις της έναντι της εναγομένης ως καθορίστηκαν από το Δικαστήριο στην 1040/2012, προτού της επιτραπεί η συνέχιση της προώθησης της παρούσας εναντίον της, δεδομένου ότι οι δύο αγωγές έχουν κοινή αιτία. Κρίνω ότι πρόκειται για κατάλληλη περίπτωση για άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου και να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα με τον όρο που ζητείται, έτσι ώστε να εμποδιστεί η ενάγουσα από το να υποβάλει την εναγομένη σε δεύτερη, ουσιωδώς παρόμοια, αγωγή, δημιουργώντας περαιτέρω έξοδα και δη στην κλίμακα €100.000 - €500.000, χωρίς πρώτα να ικανοποιήσει τις υποχρεώσεις της από την αγωγή που έχει εκδικαστεί και απορριφθεί. Οι αιτιάσεις της ενάγουσας – καθ’ ης η αίτηση ότι υπάρχουν και άλλοι τρόποι εκτέλεσης της απόφασης για τα έξοδα της αγωγής 1040/12 δεν δύνανται να αποτελέσουν καλό λόγο για απόρριψη του αιτήματος. Εφόσον επιθυμεί να συνεχίσει να προωθεί αγωγή με την ίδια αιτία με άλλη αγωγή η οποία έχει απορριφθεί μετά από ακρόαση, οφείλει να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις της έναντι της εναγομένης και να καταβάλει τα έξοδα στα οποία έχει καταδικαστεί από τις 24.4.2020. Επαναλαμβάνεται ότι η σχετική εξουσία του Δικαστηρίου δεν παραβιάζει το δικαίωμα διαδίκου για δίκαιη δίκη (βλ. Halsbury’s Laws of England, Civil Procedure, Volume 12 (2020), παράγραφος 1032, υποσημείωση 11).»
Λόγω της συνάφειας των λόγων έφεσης, θεωρούμε ότι, αυτοί, είναι επιτρεπτό να συνεξετασθούν. Έχουμε διέλθει την αιτιολογία τους καθώς και τα επιχειρήματα των ευπαίδευτων συνηγόρων των διαδίκων, όπως αυτά διατυπώνονται στα περιγράμματα αγόρευσης. Φρονούμε ότι το παράπονο της εφεσείουσας είναι βάσιμο. Υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις που βρίσκονταν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, για τους λόγους που εξηγούμε στη συνέχεια, θεωρούμε ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκήθηκε κατά τρόπο που η απόφαση του λειτούργησε ως στέρηση του δικαιώματος της εφεσείουσας να έχει πρόσβαση στη δικαιοσύνη. Τα ουσιώδη στοιχεία, τα οποία δικαιολογούσαν, ως κρίνουμε, απόρριψη της αίτησης της εφεσίβλητης, ημερομηνίας 21.12.2022, και όχι έγκριση της, είναι τα ακόλουθα:
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε, ορθά, ότι καμία από τις πρόνοιες των παλαιών Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, και ειδικότερα η Δ.15 Κ.4, δεν τύγχαναν εφαρμογής.
2. Η άσκηση της σύμφυτης εξουσίας του Δικαστηρίου προσφέρεται προκειμένου να καταστεί αποτελεσματική η άσκηση των δικαιοδοσιών του Δικαστηρίου και της αποτροπής κατάχρησης διαδικασιών (βλέπετε Κορέλλης (1999) 1 Α.Α.Δ. 1122). Επίσης, προσφέρεται, ως εφεδρικός κανόνας για τη διασφάλιση της λειτουργικότητας του Δικαστηρίου και την εκπλήρωση της αποστολής του να απονέμει το δίκαιο εις πάντας, σύμφωνα με Σύνταγμα και τους νόμους (βλέπετε Μαυρογένης v. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.α. (1996) 1 Α.Α.Δ. 49). Στην παρούσα, όμως, περίπτωση δεν διαπιστώνεται, και ορθά, θεωρούμε, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εύρημα περί κατάχρησης της διαδικασίας εκ μέρους της εφεσείουσας.
3. Η εφεσείουσα είχε καταχωρίσει και τις δύο αγωγές, την 1040/2012 και την 6750/2012 ταυτόχρονα, και όχι την 6750/2012 μετά από την απόρριψη της 1040/2012, με την πρώτη αγωγή να εκκρεμούσε για δέκα, περίπου, χρόνια και την εφεσείουσα να αναμένει την εκδίκαση της αγωγής της. Κρίνουμε ότι ορθότερη επιλογή ήταν η απόρριψη της αίτησης και δεν προσφερόταν, ουσιαστικά, ως μέτρο εξαναγκασμού και εκτέλεσης ως προς τα έξοδα της αγωγής 1040/2012, που δεν ήταν προγενέστερη της 6750/2012, υπό την έννοια που προνοείται στη Δ.15 Κ.4 των παλαιών Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.
4. Παρ’ ότι και στις δύο αγωγές η βάση και η αιτία αγωγής, ως είναι κοινώς αποδεκτό, ήταν η ίδια, και δη η ακύρωση διαφορετικών, βέβαια, μεταβιβάσεων ακινήτων ευρισκόμενων σε άλλη επαρχία, στην κάθε αγωγή, το γεγονός αυτό, μαζί με το ότι δεν επρόκειτο, στην περίπτωση της 6750/2012, για μεταγενέστερη αγωγή, ορθότερο ήταν να οδηγήσουν στην απόρριψη της αίτησης.
5. Η παραπομπή στο σύγγραμμα The Annual Practice 1958, σελίδες 596-200, δεν προσφερόταν ως καθοδήγηση, αφού το σχετικό απόσπασμα αναλύει την πρόνοια του Αγγλικού Order 26 Rule 4, που είναι ίδιο με τη Δ.15 Κ.4 των παλαιών Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών για την οποία, όμως, το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αποφανθεί, και ορθά, ότι δεν ετύγχανε εφαρμογής.
6. Ούτε η παραπομπή στο σύγγραμμα Halsbury’s Laws of England προσφερόταν για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, παρ’ ότι το θέμα που αναλύεται στο εν λόγω σύγγραμμα είναι η γενική αρμοδιότητα για αναστολή διαδικασιών, δυνάμει της σύμφυτης εξουσίας του Δικαστηρίου, η οποία διατηρείται στο αγγλικό δίκαιο με τη νομοθεσία Senior Courts Act 1981 όπου περιλαμβάνονται και αριθμούνται συγκεκριμένες περιπτώσεις. Η εν λόγω νομοθεσία δεν αποτελεί μέρος του κυπριακού δικαίου. Ακόμη δε και αν ήθελε αντληθεί κάποια καθοδήγηση, ούτε επί της ουσίας των δύο περιπτώσεων ήταν δικαιολογημένη η επιλογή και κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αφού αυτές αφορούν (α) “where there has been an abuse of the process of the Court” και (β) “where the costs of a previous claim or previous proceedings have not been paid”. Ως έχουμε, όμως, ήδη παρατηρήσει πιο πάνω, δεν υπήρξε εύρημα για κατάχρηση διαδικασίας, αλλά ούτε και ότι επρόκειτο για περίπτωση προηγούμενης διαδικασίας ή απαίτησης.
Η αναστολή διαδικασίας, αφορά διαταγή η οποία θα πρέπει να ασκείται με φειδώ και ιδιαίτερη προσοχή στη φύση και στα γεγονότα της κάθε υπόθεσης που συσχετίζεται με την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου και την ενάσκηση σύμφυτης εξουσίας. Κρίνεται πως η επιλογή του πρωτόδικου Δικαστηρίου αποστερεί, ουσιαστικά, στην εφεσείουσα να έχει πρόσβαση στη δικαιοσύνη επειδή δεν πλήρωσε τα έξοδα μιας άλλης, παρόμοιας έστω, αγωγής, η οποία όμως αφορούσε διαφορετικά ακίνητα και, ενδεχομένως, διαφορετικές λεπτομέρειες ως προς την απόδειξη της απαίτησης της, όπως θα μπορούσε να ήταν οι γενικότερες συνθήκες και ιδιαίτερα ο χρόνος τέλεσης των κατ’ ισχυρισμών παράνομων πράξεων της εφεσίβλητης. Δεν επρόκειτο, συνεπώς, για ταυτόσημη απαίτηση την οποία η εφεσείουσα επανέφερε μετά την απόρριψη προηγούμενης αγωγής της.
Παρατηρούμε, παράλληλα, πως η νομολογία στην οποία παρέπεμψε η ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστής, αφορούσε μεν γενικότερα στη σύμφυτη εξουσία των Δικαστηρίων για αναστολή διαδικασιών, όμως, δεν σχετίζεται με τη στέρηση του δικαιώματος πρόσβασης στη δικαιοσύνη, δέκα χρόνια μετά την καταχώριση της αγωγής και 1 χρόνο και 9 μήνες μετά που επιδικάστηκαν έξοδα στην αγωγή 1040/2012. Συναφώς, η υπόθεση Παπόρη v. Maskinfabriken “SIO” A/S (1996) 1 Α.Α.Δ. 1037, η οποία ούτως η άλλως δεν δέχθηκε τον ισχυρισμό ότι συνέτρεχε περίπτωση κατάχρησης της διαδικασίας, είχε διαφορετικό υπόστρωμα γεγονότων. Δεν παρείχε, ως εκ τούτου, καθοδήγηση για το αποτέλεσμα στο οποίο κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ταυτόχρονα, οφειλόταν συνυπολογισμός και του γεγονότος ότι με την αντίθετη επιλογή η εφεσίβλητη είχε τη δυνατότητα να προωθήσει μέτρα εκτέλεσης ενώ με την εκκαλούμενη απόφαση η εφεσείουσα δεν θα ακουσθεί για να διαγνωσθούν τα δικαιώματα της, για τα οποία δεν προνοείται πουθενά, σε κάποιο νόμο ή κανονισμό, ως προϋπόθεση, η πληρωμή εξόδων από άλλη διαδικασία που αυτή ήγειρε στο Δικαστήριο, εκτός και αν επρόκειτο για προγενέστερη αγωγή με ίδια ή παρόμοια αξίωση-απαίτηση. Υπό τις περιστάσεις, κρίνουμε ότι δεν ήταν πρόσφορη η περίπτωση για στέρηση του θεμελιώδους δικαιώματος ακρόασης της εφεσείουσας ενώπιον του Δικαστηρίου.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 4 κρίνονται βάσιμοι. Η ενασχόληση με τους λόγους έφεσης 3 και 5 κρίνεται αχρείαστη. Η έφεση επιτυγχάνει. Η εκκαλούμενη απόφαση παραμερίζεται.
Κατ’ επέκταση των εξουσιών που παρέχονται στο Εφετείο δυνάμει του Άρθρου 25(3) του Περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/1960, και του Μέρους 41.12(1) και 41.13(4) των Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2023, καταλήγουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να απορρίψει την αίτηση ημερομηνίας 21.12.2022, με έξοδα σε βάρος της Αιτήτριας (εφεσίβλητης) και προς όφελος της Καθ’ ης η Αίτηση (εφεσείουσας).
Απορρίπτουμε την αίτηση ημερομηνίας 21.12.2022 με έξοδα ως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και θα εγκριθούν από αρμόδιο Δικαστή του εν λόγω Δικαστηρίου.
Επιδικάζονται έξοδα έφεσης €4.200,00 πλέον Φ.Π.Α. (αν υπάρχει), προς όφελος της εφεσείουσας και εναντίον της εφεσίβλητης.
Αναμένεται ότι θα δοθεί, από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, λαμβανομένου υπόψη του προγράμματος του, προτεραιότητα στην εκδίκαση της αγωγής 6075/2012.
Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.
Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο