
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε86/2020)
25 Ιουνίου, 2025
[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣTΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. ΑΙΓΛΗ ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ
2. ΑΝΝΗ ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ
3. ΝΤΙΝΟΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ
Εφεσείοντες /Αιτητές
και
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ, ΥΠΟ ΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΕΚΤΕΛΕΣΤΗ/ΣΥΝΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ ΖΩΗΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ
Εφεσίβλητος /Καθ' ου η αίτηση
------------------------------
Μαρίτα Πανταζή για Κούσιος Κορφιώτης Παπαχαραλάμπους, Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.
Γιώργος Παπαθεοδώρου για Στέφανος Παπαθεοδώρου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο.
-------------------------------
ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Με αίτηση ημερ.9.3.2018 οι εφεσείοντες/αιτητές ζήτησαν από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας – Δικαιοδοσία Διαχειρίσεως Κληρονομιών, μεταξύ άλλων, την έκδοση διατάγματος παύσης του εφεσίβλητου/καθ’ ου η αίτηση από τη θέση συνεκτελεστή/συνδιαχειριστή της περιουσίας της αποβιώσασας Ζωής Νικολαΐδου, τέως από τη Λευκωσία.
Η αίτηση στηριζόταν «στον περί Διαχειρίσεως Κληρονομιών Αποθανόντων Νόμος (Κεφ. 189), άρθρο 52, στους Περί Διαχειρίσεως Περιουσιών Κανονισμούς 1955, στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.48. Θ.1 μέχρι 12, στον περί Δικαστηρίων Νόμο 14/60, άρθρα 31 και 32, στα άρθρα 17 (α), 31 (2), (32), 41 (1) (2), 45, 52, 53, 55, 57 και επί των Γενικών Εξουσιών και Πρακτικής του Δικαστηρίου».
Από πλευράς γεγονότων, η αίτηση στηριζόταν σε ένορκη δήλωση της εφεσείουσας 1/αιτήτριας 1. Στην ένορκη αυτή δήλωση αποδίδεται στον εφεσίβλητο/καθ’ ου η αίτηση απρεπή και/ή μεμπτή συμπεριφορά, που ξεκινά ουσιαστικά από τη στιγμή που πέτυχε τον διορισμό του ως συνεκτελεστής της διαθήκης, ξεγελώντας και/ή παραπληροφορώντας την τότε 93χρονη διαθέτρια και εκτείνεται μέχρι την κωλυσιεργία που επιδεικνύει και την άρνηση του να συντελέσει εποικοδομητικά στην ορθή ετοιμασία απογραφής και λογαριασμών, ώστε να γίνει ο διαμοιρασμός της περιουσίας στους κληρονόμους και να κλείσει αισίως η διαχείριση. Ο εφεσίβλητος/καθ’ ου η αίτηση, πάντα κατά την ενόρκως δηλούσα, έφτασε στο σημείο να ετοιμάσει από μόνος του «παράνομα» μια απογραφή προβάλλοντας «αναληθή και παραπλανητικά» γεγονότα και με διάφορα «ψέματα» και «πιέσεις» προσπάθησε να αποσπάσει την υπογραφή της συνδιαχειρίστριας, χωρίς όμως να το πετύχει. Η ενέργεια του αυτή επέφερε την πλήρη ρήξη των σχέσεων του με τους εφεσείοντες/αιτητές. Η συμπεριφορά του εφεσίβλητου/καθ’ ου η αίτηση, κατά την ενόρκως δηλούσα, εκπορεύεται από το αδιάληπτο κίνητρο για μεγιστοποίηση της προσωπικής του αμοιβής και γενικά την προσπάθεια προσπορισμού αδικαιολόγητου οικονομικού οφέλους, σε βάρος και σε πλήρη αδιαφορία προς τη διαφύλαξη της περιουσίας της κληρονομιάς.
Ως εκ τούτων οι εφεσείοντες/αιτητές, ζήτησαν το προαναφερθέν διάταγμα παύσης του.
Ο εφεσίβλητος/καθ’ ου η αίτηση με την ένσταση που καταχώρησε αρνήθηκε τα όσα του αποδίδονται και προέβαλε οκτώ ειδικούς λόγους ένστασης για απόρριψη της αίτησης. Οι λόγοι αυτοί συνεπικουρήθηκαν με ένορκη δήλωση του ιδίου του εφεσίβλητου/καθ’ ου η αίτηση, στην οποία προβάλλει τις δικές του, διαφορετικές θέσεις και αντίθετους ισχυρισμούς.
Η πρωτόδικη ακροαματική διαδικασία διεξήχθη αποκλειστικά στη βάση των ενόρκων δηλώσεων των δύο πλευρών. Τελικώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο για τους λόγους που εξηγεί στις σελ.20-21 της εκκαλούμενης απόφασης ημερ.30.4.2020 απέρριψε την αίτηση. Έκρινε ουσιαστικά το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι, οι εφεσείοντες/αιτητές δεν είχαν αποσείσει το βάρος απόδειξης που τους εναπόθετε το άρθρο 52(1) του Κεφ.189, ότι, δηλαδή, υπήρξε από μέρους του εφεσίβλητου/καθ’ ου η αίτηση «εσκεμμένη παράλειψη ή παράπτωμα σχετικά με τη διαχείριση της περιουσίας».
Οι εφεσείοντες δυσαρεστημένοι με την πιο πάνω κατάληξη καταχώρησαν στις 10.6.2020 έφεση. Οι λόγοι έφεσης είναι τρεις. Πρώτον, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε ότι οι αιτητές ζητούν την παύση του συνεκτελεστή/εφεσίβλητου λόγω καθυστέρησης καταχώρησης της απογραφής και ως εκ τούτου προχώρησε και αποφάσισε ότι η μη έγκαιρη καταχώρηση απογραφής και λογαριασμών από μόνη της δεν αποτελεί λόγο για παύση του εκτελεστή και απέρριψε την αίτηση. Δεύτερον, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει δεόντως υπόψη του τη σύμφυτη εξουσία που έχει, όπως αυτή περιγράφεται στην απόφαση Μιχαηλίδη κ.α v. Μαυρονικόλα κ.α., Πολιτική Έφεση Ε34/2016, αλλά και να την εξασκήσει στην προκειμένη περίπτωση. Η παράλειψη αυτή ως καθοριστικής σημασίας, θα πρέπει να οδηγήσει στην ακύρωση της απόφασης. Στο πλαίσιο του λόγου έφεσης αυτού, οι εφεσείοντες ζητούν την «άσκηση της σύμφυτης εξουσίας του Εφετείου δια την παύση του συνεκτελεστή/εφεσίβλητου». Τρίτον, το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάνθηκε ότι η μαρτυρία που καταχωρήθηκε με ένορκες δηλώσεις από τους αιτητές δεν ήταν αρκετή δια να βασισθεί σε αυτή και να παύσει τον συνεκτελεστή/εφεσίβλητο.
Κατά την ακροαματική διαδικασία, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των μερών υιοθέτησαν τα περιγράμματα αγόρευσης τους, ενώ αγόρευσαν και προφορικά εστιάζοντας σε κύρια σημεία της εκατέρωθεν επιχειρηματολογίας τους. Ένα ζήτημα που ξεχώρισε κατά την ακροαματική διαδικασία που αναπτύσσεται και στο περίγραμμα αγόρευσης του εφεσίβλητου, είναι το κατά πόσο η πρωτόδικη απόφαση είναι ενδιάμεση ή τελική και κατ’ επέκταση αν η υποβληθείσα έφεση είναι εκπρόθεσμη ή εμπρόθεσμη.
Λόγω της καθοριστικής σημασίας για τη συνέχεια της έφεσης, προέχει η εξέταση αυτού του ζητήματος. Να υπενθυμίσουμε κατ’ αρχάς ότι η εκκαλούμενη απόφαση που τιτλοφορείται «ενδιάμεση απόφαση» εκδόθηκε στις 30.4.2020 και η παρούσα έφεση με την οποία προσβάλλεται, καταχωρήθηκε 40 μέρες μετά, στις 10.6.2020.
Επισημαίνουμε ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο η προθεσμία για την καταχώρηση έφεσης καθοριζόταν στη Διαταγή 35, θεσμός 2 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Υπό το πρίσμα αυτής της Διαταγής και της αναφύουσας Νομολογίας, θα εξετάσουμε το εγειρόμενο ζήτημα. Η εν λόγω Διαταγή στον βαθμό που ενδιαφέρει προέβλεπε τα εξής:
«Άνευ βλάβης των εξουσιών του Εφετείου σύμφωνα με τη Διάταξη 57 κανονισμός 2 ουδεμία έφεση σε οιονδήποτε ενδιάμεσο διάταγμα ή διάταγμα είτε τελικό είτε ενδιάμεσο σε οιονδήποτε ζήτημα που δεν είναι αγωγή θα καταχωρείται, μετά την εκπνοή δεκατεσσάρων ημερών και ουδεμία άλλη έφεση θα καταχωρείται μετά την εκπνοή έξη εβδομάδων εκτός αν το Δικαστήριο ή Δικαστής κατά την ώρα που δίδει το διάταγμα ή σε οιονδήποτε άλλο χρόνο ή το εφετείο, επεκτείνει τον χρόνο...»
Παρενθετικά, χωρίς να τυγχάνει εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση, να σημειώσουμε ότι η αντίστοιχη διάταξη στους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας 2023, οι οποίοι σε σχέση με το Εφετείο τέθηκαν σε εφαρμογή στις 3 Ιουλίου 2023, είναι το Μέρος 41 Κανονισμός 2 (2) (α) και (β), όπου για τελική απόφαση η προθεσμία καταχώρησης έφεσης καθορίζεται σε 42 ημέρες και για «ενδιάμεση απόφαση επί οποιουδήποτε θέματος το οποίο δεν κρίνει τελικά την απαίτηση», η προθεσμία καταχώρησης έφεσης καθορίζεται σε 14 ημέρες.
Στη Σπηταλιώτης κ.α. v. Liberty Life Insurance Ltd (2002) 1 Α.Α.Δ. 1140 κρίθηκε ότι απόφαση που λήφθηκε σε αγωγή κατ' επίκληση και εφαρμογή των διατάξεων της τότε Διαταγής 18 (αίτηση για συνοπτική απόφαση) είναι ενδιάμεση. Έγινε η εξής σημαντική επισήμανση:
«Με αναφορά στην προηγούμενη νομολογία εξηγείται πως, όπως διαμορφώθηκαν τα πράγματα, εκείνο που μετρά είναι όχι αυτή καθ’ εαυτή η φύση του διατάγματος που εκδόθηκε [order approach] αλλά η αίτηση ή η διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε [application approach]. Για το συζητούμενο σκοπό, τελικό είναι το διάταγμα που εκδίδεται στο πλαίσιο αίτησης ή διαδικασίας που θα απέληγε σε τελική επίλυση του επίδικου θέματος, όποιος από τους διαδίκους και αν κέρδιζε.»
Στη Γιαπάτη v. Themis Portfolio Management Holdings Ltd, Πολιτική Έφεση Ε59/2019, ημερ.2.2.2024, εξετάστηκε το εμπρόθεσμο ή μη καταχώρισης έφεσης σε απόφαση που αφορούσε αίτηση για ακύρωση εγγραφής memo, με βάση το Κεφ. 6. Κρίθηκε πως ή εν λόγω αίτηση αποτελούσε πρωτογενή διαδικασία, με πρωτογενή χαρακτήρα, άρα η συνακόλουθη απόφαση ήταν τελική και με δεδομένο ότι η έφεση καταχωρήθηκε πριν την παρέλευση των 42 ημερών, ήταν εμπρόθεσμη.
Πρόσφατα, στη VITAEMED LTD v. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΣΦΑΓΙΟΥ ΚΟΦΙΝΟΥ, Πολ. Έφεση Ε29/2025, ημερ.28.5.2025, το Εφετείο έκρινε ότι αίτηση για τον παραμερισμό της επίδοσης αίτησης έρευνας με βάση το Κεφ. 6 (αυτόνομη διαδικασία) ήταν ενδιάμεση αίτηση και όχι τελική. Ενδιάμεση επομένως ήταν και η απόφαση που εκδόθηκε επί του συγκεκριμένου θέματος (του παραμερισμού της επίδοσης δηλαδή) με αποτέλεσμα η ασκηθείσα έφεση κατά της εν λόγω απόφασης που καταχωρήθηκε μετά την παρέλευση 14 ημερών, να θεωρηθεί εκπρόθεσμη.
Σχετική επίσης είναι η υπόθεση Άντρη Ιωακείμ κ.α. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (Αρ. 1) (2003) 1 Α.Α.Δ. 198.
Στην προκειμένη περίπτωση, η πρωτόδικη Αίτηση 224/14 Επικύρωσης Διαθήκης, ήταν πρωτογενής και ως τέτοια ταξινομείται ως αγωγή υπό την έννοια των παλαιών Θεσμών (βλ. Wortham κ.α. v. Τσίμον κ.α. (2001) 1 Α.Α.Δ. 2001 στην οποία γίνεται σημαντική ανασκόπηση της μέχρι τότε αγγλικής νομολογίας). Η επίδικη αίτηση των εφεσειόντων που οδήγησε στην έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης ημερ.30.4.2020 καταχωρήθηκε στο πλαίσιο της πρωτογενούς αίτησης (που ταξινομείται ως αγωγή). Συνεπώς, σαφέστατα μπορεί να τεθεί το ερώτημα αν η εκκαλούμενη απόφαση είναι τελική ή ενδιάμεση αφού τυγχάνουν πλήρους εφαρμογής οι αρχές της προαναφερθείσας νομολογίας.
Η επίδικη αίτηση είχε ως νομικό υπόβαθρο το άρθρο 52(1) και (2) του Περί Διαχείρισης Κληρονομιών Νόμου, Κεφ. 189 που προβλέπει ότι:
«(1) Το Δικαστήριο δύναται αυτεπάγγελτα ή με αίτηση οποιουδήποτε προσώπου που έχει συμφέρον στην κληρονομιά-
(α) να παύσει οποιοδήποτε εκτελεστή ή Διαχειριστή για εσκεμμένη παράλειψη ή παράπτωμα σχετικά με τη διαχείριση της κληρονομιάς.
(β) να χορηγήσει έγγραφο διαχείρισης σε κάποιο πρόσωπο για να διεξαγάγει τη δέουσα διαχείριση της κληρονομιάς στη θέση του εκτελεστή ή Διαχειριστή που παύθηκε, απεβίωσε ή κατέστη ανίκανος να ενεργεί.
(2) Όταν χορηγείται το εν λόγω έγγραφο διαχείρισης, όλα τα δικαιώματα, καθήκοντα και εξουσίες εκτελεστή ή Διαχειριστή επάγονται στο νέο Διαχειριστή.»
Να σημειώσουμε ότι σε συνάφεια και προς συμπλήρωση της πιο πάνω νομοθετικής πρόνοιας, το Δικαστήριο διατηρεί όντως σύμφυτη εξουσία παύσης διαχειριστή, τουλάχιστον σε περίπτωση εχθρότητας με τους κληρονόμους (βλ. Μιχαηλίδη κ.α. v. Μαυρονικόλα κ.α. Πολ. Έφεση Ε34/2016, ημερ.7.7.2017).
Είναι πιστεύουμε πρόδηλο ότι η επιτυχία ή μη της αίτησης δεν θα επέλυε το επίδικο θέμα, το οποίο ήταν και εξακολουθεί να είναι η επικύρωση της διαθήκης, αφού βέβαια προηγηθούν οι προβλεπόμενες από τον Νόμο διαδικασίες (απογραφή, λογαριασμοί κλπ.). Αν παυόταν ο εφεσίβλητος, η διαδικασία επικύρωσης της διαθήκης θα συνεχιζόταν αποκλειστικά από τη συνεκτελεστή/συνδιαχειριστή. Αν όχι, όπως συνέβη, η διαδικασία θα συνεχιστεί και από τους δύο. Η φύση επομένως της διαδικασίας, στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση είναι ξεκάθαρα ενδιάμεση, όπως ενδιάμεση θα πρέπει να λογισθεί και η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Το ότι η διαδικασία ήταν ενδιάμεση προκύπτει και από την ίδια τη νομική βάση της πρωτόδικης αίτησης, με την επίκληση της Διαταγής 48 που διέπει ενδιάμεσες αιτήσεις - interlocutory applications (βλ.G & Z ENGINEERS LTD v. AMERON B.V (2009) 1 Α.Α.Δ. 1106).
Ως προαναφέραμε, η προθεσμία για καταχώρηση έφεσης κατά ενδιάμεσης απόφασης ήταν και είναι 14 μέρες, γεγονός που καθιστά την παρούσα έφεση, καταχωρηθείσα μετά από 40 μέρες, ως εκπρόθεσμη.
Δεν υπάρχει επομένως πεδίο για εξέταση των λόγων έφεσης.
Η έφεση απορρίπτεται ως εκπρόθεσμη. Επιδικάζονται €5.100 έξοδα πλέον ΦΠΑ, υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον των εφεσειόντων.
ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.
Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο