
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στές]
30 Ιουνίου, 2025
Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε99/2024
(Σχετ. με Ε100/2024)
(i-justice)
1. Μαρία Βέντομ Γκάρτνερ,
2. Άννα Μαγδαλινή Γεωργίου ως διαχειρίστριες της περιουσίας του αποβιώσαντος Παναγιώτη Γεωργίου τέως από τα Περβόλια με περιορισμένα έγγραφα διαχείρισης (Limited Grand),
Εφεσείουσες,
v.
ΒΑΣΙΛΙΚΗ (ΒΑΣΩ) ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
ΚΑΙ Ή VASILIKI GEORGHIOU,
Εφεσίβλητη.
_______________________________________
Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε100/2024
(Σχετ. με Ε99/2024)
(i-justice)
1. Βασιλική (Βάσω) Χριστοδούλου και/ή
Vasiliki Georgiou,
2. Ελένη Χριστοδούλου,
Εφεσείουσες,
v.
1. Μαρία Βέντομ Γκάρτνερ,
2. Άννα Μαγδαλινή Γεωργίου ως διαχειρίστριες της περιουσίας του αποβιώσαντος Παναγιώτη Γεωργίου τέως από τα Περβόλια με περιορισμένα έγγραφα διαχείρισης (Limited Grand),
Εφεσίβλητες.
_______________________________________
Στην Πολιτική Έφεση Αρ. Ε99/2024:
Χρ. Αργυρού (κα) για Αργυρού και Κωνσταντίνου Δ.Ε.Π.Ε., για τις Εφεσείουσες.
Λ. Βραχίμης για Ελένη Βραχίμη & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.
Στην Πολιτική Έφεση Αρ. Ε100/2024:
Λ. Βραχίμης για Ελένη Βραχίμη & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τις Εφεσείουσες.
Χρ. Αργυρού (κα) για Αργυρού και Κωνσταντίνου Δ.Ε.Π.Ε., για τις Εφεσίβλητες.
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.: Ο αποβιώσαντας το έτος 2024, Π. Γεωργίου, υπήρξε παντρεμένος με τη Μάγδα Γεωργίου και απέκτησαν τρία παιδιά. Η εν λόγω σύζυγος του είχε προαποβιώσει αυτού στις 05.02.2005. Μετά τον θάνατο της, ο αποβιώσαντας μετακόμισε, από την Αγγλία, στην Κύπρο. Μαζί με την αποβιώσασα σύζυγο του είχε αποκτήσει τόσο κινητή όσο και ακίνητη περιουσία. Ο αποβιώσαντας, όταν ήρθε στην Κύπρο, το 2005, γνώρισε τη Βασιλική Χριστοδούλου (εφεσίβλητη στην Έφεση Ε99/2024) με την οποία παντρεύτηκαν και συγκατοίκησαν σε κατοικία που άνηκε στην προαποβιώσασα σύζυγο του. Τον Μάιο του 2022 επήλθε διάσταση με την εφεσίβλητη, Β. Χριστοδούλου, οπότε αυτή εγκατέλειψε την κατοικία που έμεναν και διέμενε μαζί με τη θυγατέρα της (εφεσείουσα 2 στην έφεση Ε100/2024) στη Λευκωσία. Διαπίστωσε ο αποβιώσαντας, ως ήταν η εκδοχή του, ότι η εφεσίβλητη, Β. Χριστοδούλου, επενέβη σε τραπεζικούς του λογαριασμούς, οικειοποιήθηκε χρήματα του και, γενικά, ότι λειτουργούσε με σχέδιο ώστε να τον αποξενώσει από τα παιδιά του και να περάσει την περιουσία του στα χέρια της. Θεώρησε, ο αποβιώσαντας, ότι έπεσε θύμα πλάνης και απάτης από την εφεσίβλητη, Β. Χριστοδούλου, η οποία με δόλιους τρόπους αφαίμαξε την περιουσία του, με τη συμμετοχή της θυγατέρας της, εφεσείουσας 2 στην έφεση Ε100/2024.
Στη βάση της προαναφερόμενης αντίληψης του, ο αποβιώσαντας είχε αποταθεί, με Αίτηση Περιουσιακών Διαφορών, στο Οικογενειακό Δικαστήριο για επίλυση των περιουσιακών του διαφορών με την εφεσίβλητη, Β. Χριστοδούλου, και, με ενδιάμεση αίτηση του, ζήτησε την έκδοση, μονομερώς, προσωρινών διαταγμάτων.
Το Οικογενειακό Δικαστήριο ενώπιον του οποίου τέθηκε, μονομερώς, η αίτηση του αποβιώσαντα, εξέδωσε στις 24.05.2023, εναντίον των εφεσειόντων 1 και 2 στην έφεση Ε100/2024, οι οποίες ήταν Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2, αντίστοιχα, τα ακόλουθα διατάγματα:
««ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ αφού μελέτησε την αίτηση και την Ένορκη Δήλωση που την συνοδεύει και αφού ο Αιτητής υπέγραψε εγγύηση ενώπιον Πρωτοκολλητή για το ποσό των €50.000 για να καλυφθούν οποιεσδήποτε ζημιές και έξοδα που μπορεί να προκύψουν στους Καθ’ ων η αίτηση από την έκδοση του παρόντος διατάγματος,
ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ ΠΡΟΣΩΡΙΝΑ όπως απαγορευτεί και δια του παρόντος απαγορεύεται στην καθ’ ης η Αίτηση 1 να πωλήσει, δωρίσει, υποθηκεύσει, μεταβιβάσει, διαθέσει και/ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο αποξενώσει και ή επιβαρύνει τα πιο κάτω ακίνητα μέχρι τελικής εκδίκασης της κυρίως αίτησης και/ή μέχρι νεωτέρων οδηγιών του Δικαστηρίου:
(α) οικόπεδο με αρ. εγγραφής 2/3308, Φ/Σχ: 30/15W2, Τμήμα: 2, Τεμάχιο: 3051, τοποθεσία: ΤΣΙΑΚΚΙΛΑ – Οδός Ελευθερουπόλεως αρ. 17, Ενορία: Άγιος Γεώργιος, Δήμος: Λατσιών, Επαρχία: Λευκωσία, εμβαδόν: 179τμ, Μερίδιο: 1/2
(β) χωράφι με αρ. εγγραφής: 0/9863, Φ/Σχ: 35/14, Τμήμα: 0, Αρ. τεμαχίου: 545, τοποθεσία:Σ ΤΑΥΡΙΝ, Εμβαδόν: 2.676τμ. Μερίδιον: 1/4, στο χωριό Λυσός της Επαρχίας Πάφου.
(γ) διώροφη κατοικία με αρ. εγγραφής: 0/10280, Φ/Σχ: 35/6320V01, Τμήμα: 1, Αρ. τεμαχίου: 301, τοποθεσία: Μέσα στο Χωριό, Εμβαδόν: 214τμ. Μερίδιον: 1/20, στο χωριό Λυσός της Επαρχίας Πάφου.
ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ ΠΡΟΣΩΡΙΝΑ όπως απαγορευτεί και δια του παρόντος απαγορεύεται στην καθ’ ης η Αίτηση 1 να αποσύρει, δεσμεύσει, διαθέσει, ξοδέψει, δωρίσει, και/ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο αποξενώσει οποιοδήποτε ποσό βρίσκεται κατατεθειμένο επ΄ ονόματι του στο λογαριασμό με αρ. 372-10-511141-00 στην Ελληνική Τράπεζα ή σε οποιοδήποτε άλλο λογαριασμό στην ίδια τράπεζα που είναι είτε επ’ ονόματί της είτε σε κοινούς λογαριασμούς με τρίτα πρόσωπα και ή στους ίδιους λογαριασμούς που έλαβαν άλλους αριθμούς λόγω ανανέωσης της κατάθεσης και/ή γενικά είναι κατατεθειμένα σε λογαριασμό με οποιοδήποτε αριθμό και/ή στον ίδιο ή άλλο λογαριασμό με οποιοδήποτε αριθμό του δόθηκε και/ή τυχόν θα του δοθεί στο μέλλον λόγω ανανέωσης του λογαριασμού και/ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο, που οφείλεται στις διαδικασίες και/ή την πρακτική του αναφερόμενου Πιστωτικού Ιδρύματος, μέχρι την τελική εκδίκαση της υπόθεσης και/ή μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου να παραμένει δεσμευμένο.
ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ ΠΡΟΣΩΡΙΝΑ όπως απαγορευτεί και δια του παρόντος απαγορεύεται αποκλειστικά και μόνο στην καθ’ ης η Αίτηση 1 Βασιλική Χριστοδούλου και/ή VASILIKI GEORGHΙΟU συνδικαιούχο στον κοινό λογαριασμό με τον Αιτητή PANAYIOTIS GEORGHIOU στην τράπεζα HSBC UK με αριθμό λογαριασμού 31286846 (Account Number) να αποσύρει, δεσμεύσει, διαθέσει, ξοδέψει, δωρίσει, και/ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο αποξενώσει το σύνολο του ποσού και/ή οποιοδήποτε άλλο ποσό βρίσκεται κατατεθειμένο στον εν λόγω κοινό λογαριασμό.
ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ ΠΡΟΣΩΡΙΝΑ όπως επιτραπεί και δια του παρόντος επιτρέπεται στον Αιτητή να αποδεσμεύσει από τον κοινό λογαριασμό του PANAYIOTIS GEORGHIOU που διατηρεί με την καθ’ ης η Αίτηση 1 VASILIKI GEORGHΙΟU στην τράπεζα HSBC UK με αριθμό λογαριασμού 31286846 και η εν λόγω αποδέσμευση να αφορά μόνο τον Αιτητή και να δίνει αποκλειστικά και μόνο στον Αιτητή το δικαίωμα να αποσύρει από τον πιο πάνω λογαριασμό το ποσό των £50.000,- στερλινών. Για το υπόλοιπο ποσό παραμένει για επίδοση στις 09/06/2023, ώρα 09:00π.μ.
ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ ΠΡΟΣΩΡΙΝΑ όπως απαγορευτεί και δια του παρόντος απαγορεύεται στην καθ’ ης η Αίτηση 1 να αποσύρει, δεσμεύσει, διαθέσει, ξοδέψει, δωρίσει, και/ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο αποξενώσει οποιοδήποτε ποσό βρίσκεται κατατεθειμένο επ΄ ονόματι της στην ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ, στην ALPHA BANK, στην EUROBANK, στην ASTROBANK σε κοινούς λογαριασμούς με τον Αιτητή, στην Κύπρο ή το εξωτερικό μέχρι την τελική εκδίκαση της υπόθεσης και/ή μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου.
ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ ΠΡΟΣΩΡΙΝΑ όπως απαγορευτεί και δια του παρόντος απαγορεύεται στην καθ’ ης η Αίτηση 1να ενεχυριάσει, επιβαρύνει, και/ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο δεσμεύσει και/ή αποξενώσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο από την κατοχή της είτε έσω πώλησης, δωρεάς, και/ή καθ’ οιονδήποτε άλλο τρόπο τα πιο κάτω αντικείμενα τα οποία ο Αιτητής δώρισε στην καθ’ ης η Αίτηση 1 κατά την διάρκεια του γάμου τους και/ή με την προοπτική του γάμου τους:
(α) ένα ρολόι Rolex αξίας €12.000
(β) δύο σταυροί με διαμάντι αξίας €8.000
(γ) 2 δακτυλίδια με διαμάντι αξίας €6.000
(δ) 1 σετ σκουλαρίκια αξίας €4.000
ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ ΠΡΟΣΩΡΙΝΑ όπως απαγορευτεί και δια του παρόντος αναγορεύεται στην καθ’ ης η Αίτηση 2 Ελένη Χριστοδούλου να πωλήσει, δωρίσει, υποθηκεύσει, μεταβιβάσει, επιβαρύνει, διαθέσει και/ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο αποξενώσει και ή επιβαρύνει το οικόπεδο με την κατοικία με αρ. εγγραφής 0/10202, τεμάχια 182 – 183, Φ/Σχ 35/6320V01, Τμήμα 1, που βρίσκεται στο χωριό Λυσός της Επαρχίας Πάφου μέχρι τελικής εκδίκασης της κυρίως αίτησης και/ή μέχρι νεωτέρων οδηγιών του Δικαστηρίου.»»
Περαιτέρω, το Οικογενειακό Δικαστήριο, στις 25.05.2024 στη βάση, επίσης, μονομερούς αίτησης του αποβιώσαντα, εξέδωσε διάταγμα διόρθωσης του πρακτικού ημερομηνίας 24.05.2023 ως ακολούθως:
«1. Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να διορθώνεται και/ή τροποποιείται το πρακτικό του Δικαστηρίου ημερομηνίας 24/5/2023 το οποίο καταγράφηκε κατά την διαδικασία έκδοσης του προσωρινού διατάγματος ιδίας ημερομηνίας ώστε αφού προστεθεί η λέξη «είτε» στο πρακτικό η παράγραφος 4 του διατάγματος να διαβάζεται ως εξής:
ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ ΠΡΟΣΩΡΙΝΑ όπως απαγορευτεί και δια του παρόντος απαγορεύεται στην καθ' ης η Αίτηση 1 να αποσύρει, δεσμεύσει, διαθέσει, ξοδέψει, δωρίσει, και/ή καθ' οιονδήποτε τρόπο αποξενώσει οποιοδήποτε ποσό βρίσκεται κατατεθειμένο επ' ονόματι της στην ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ, στην ALPHA ΒΑΝΚ, στην EUROBANK, στην ASTROBANK είτε σε κοινούς λογαριασμούς με τον Αιτητή στην Κύπρο ή το εξωτερικό μέχρι την τελική εκδίκαση της υπόθεσης και/ή μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου.
2. Διάταγμα του Δικαστηρίου για την διαγραφή από την Αίτηση ημερομηνίας 24/5/2023 για έκδοση προσωρινού διατάγματος από την παράγραφο 2 του Αιτητικού της λέξης «του» στην 4 γραμμή και την αντικατάσταση με την λέξη «της» ώστε να διαβάζεται «κατατεθειμένο επ' ονόματι της» και διάταγμα για σχετική διόρθωση του πρακτικού ημερομηνίας 24/5/23 και του διατάγματος ημερομηνίας 24/5/23 με την αντικατάσταση της λέξης «του» με την λέξη «της» στην τελευταία παράγραφο της πρώτης σελίδας του διατάγματος.»
Η έκδοση των πιο πάνω ενδιάμεσων διαταγμάτων είχε ως κύρια βάση ένορκη δήλωση του αποβιώσαντα. Ενάντια στην έκδοση και διατήρηση σε ισχύ των πιο πάνω προσωρινών διαταγμάτων, καταχωρίστηκε ένσταση από τις εφεσείουσες 1 και 2 στην έφεση Ε100/2024. Το Οικογενειακό Δικαστήριο, κατόπιν ακρόασης, εξέδωσε, στις 30.08.2024, απόφαση με την οποία, για τους λόγους που εξήγησε, κατέστησε απόλυτα τα προσωρινά διατάγματα, τροποποιώντας τα όμως κατά τρόπο που, από τις 30.08.2024, επιτράπηκε στη Β. Χριστοδούλου, εφεσίβλητη στην έφεση Ε99/2024 και εφεσείουσα 1 στην έφεση Ε100/2024, να αποσύρει το ποσό των €50.000,00, από τον λογαριασμό της Ελληνικής Τράπεζας, με αριθμό 372-10-511141-00, ούτως ώστε να καλύψει τις τρέχουσες ανάγκες της, καθώς επίσης και τα δικηγορικά έξοδα των δικηγόρων της. Περαιτέρω, τροποποίησε τα διατάγματα ούτως ώστε να επιτραπεί και στις διαχειρίστριες του αποβιώσαντα, Π. Γεωργίου, ο οποίος απεβίωσε την 16.02.2024, ήτοι μετά την καταχώριση της μονομερούς αίτησης του στη βάση της οποίας εκδόθηκαν τα προσωρινά διατάγματα, ή και σε αντικαταστάτες αυτών, να αποσύρουν το ποσό των €50.000,00, από τον προαναφερόμενο τραπεζικό λογαριασμό, για σκοπούς κάλυψης των εξόδων της διαχείρισης της περιουσίας του αποβιώσαντα.
Με την προαναφερόμενη απόφαση, ημερομηνίας 30.08.2024, διαφωνούν όλοι οι διάδικοι. Τόσο οι διαχειρίστριες της περιουσίας του αποβιώσαντα, Π. Γεωργίου, οι οποίες μετά τον θάνατο του προωθούν την αίτηση για επίλυση των περιουσιακών του σχέσεων με τη Β. Χριστοδούλου, εξ ου και καταχώρισαν την έφεση Ε99/2024, αλλά και η σύζυγος του αποβιώσαντα με τη θυγατέρα της, καθ’ ων η αίτηση 1 και 2 στην προαναφερόμενη μονομερή αίτηση, οι οποίες καταχώρισαν την έφεση Ε100/2024, ως εφεσείουσες 1 και 2.
Με την έφεση Ε99/2024 οι εφεσείουσες διαφωνούν με την πρωτόδικη απόφαση επειδή, ως είναι η θέση τους, το πρωτόδικο Δικαστήριο, λανθασμένα τροποποίησε το προσωρινό διάταγμα, ημερομηνίας 24.05.2023, δίδοντας άδεια στην εφεσίβλητη, Β. Χριστοδούλου, να αποσύρει το ποσό των €50.000,00 από τραπεζικό λογαριασμό που είχε αρχικά παγοποιήσει (πρώτος λόγος έφεσης) και ότι, λανθασμένα, παρέλειψε να εξετάσει το αίτημα των εφεσειουσών όπως αποσύρουν από τον κοινό λογαριασμό του αποβιώσαντα, Π. Γεωργίου και της εφεσίβλητης, Β. Χριστοδούλου, που βρίσκεται στην τράπεζα HSBC UK, με αριθμό 31286846, το εναπομείναν ποσό και/ή τουλάχιστον το ποσό των 206.098,36 στερλινών Αγγλίας και, λανθασμένα, δεν εξέδωσε απόφαση με την οποία να επιτρέπεται στις εφεσείουσες να αποσύρουν ολόκληρο το εναπομείναν ποσό ή το προαναφερόμενο ποσό στερλινών (δεύτερος λόγος έφεσης).
Με την έφεση Ε100/2024 οι εφεσείουσες (καθ’ ων η αίτηση 1 και 2 στην πρωτόδικη διαδικασία) αποδίδουν, επίσης, λάθη στο πρωτόδικο Δικαστήριο και προβάλλουν τις θέσεις πως αυτό, εσφαλμένα, παρέλειψε να αποφασίσει ότι η αξίωση των εφεσίβλητων αναφορικά με το ποσό των 200.000,00 στερλινών, δεν συνιστούσε περιουσιακή διαφορά, αλλά και ότι βρισκόταν εκτός δικαιοδοσίας του Οικογενειακού Δικαστηρίου, αφού ανήκε στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου, συνεπώς, λανθασμένα κατέστησε απόλυτα τα διατάγματα που αφορούν σε λογαριασμούς της εφεσείουσας 1 στην Κύπρο ή στο εξωτερικό, καθώς και το διάταγμα που απαγόρευε αποκλειστικά στην εφεσείουσα 1 να αποσύρει χρήματα από τον λογαριασμό 31286846, της HSBC UK, τα οποία σχετίζονται με την εν λόγω αξίωση και, κατ’ επέκταση, εσφαλμένα έκρινε ότι πληρούνταν οι δύο πρώτες προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Ν. 14/1960 (πρώτος λόγος έφεσης), ότι λανθασμένα εξέδωσε, και ακολούθως κατέστησε απόλυτο, το διάταγμα που αφορούσε ένα ρολόι ROLEX και κοσμήματα, αφού ήταν παραδεκτό ότι αυτά αποτελούσαν δωρεά του αποβιώσαντα, Π. Γεωργίου, προς την Β. Χριστοδούλου, εφεσείουσα 1, γεγονός που δεν επέτρεπε την αξίωση τους (δεύτερος λόγος έφεσης), ότι εσφαλμένα εξέδωσε, και ακολούθως κατέστησε απόλυτο, το διάταγμα που αφορούσε ένα ακίνητο της εφεσείουσας 2 στη Λυσό, και, εσφαλμένα, έκρινε ότι πληρούνταν οι δύο πρώτες προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Ν. 14/1960 (τρίτος λόγος έφεσης), ότι εσφαλμένα εξέδωσε μονομερώς, και στη συνέχεια κατέστησε απόλυτο, το διάταγμα που αφορούσε το ακίνητο της εφεσείουσας 1 στα Λατσιά και ότι πληρούνταν οι δύο πρώτες προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Ν. 14/1960 (τέταρτος λόγος έφεσης), ότι εσφαλμένα εξέδωσε μονομερώς, και κατέστησε απόλυτο, το διάταγμα που αφορούσε δύο ακίνητα στη Λυσό (τέταρτος, δις, λόγος έφεσης), ότι εσφαλμένα εξέδωσε μονομερώς, και κατέστησε απόλυτο, το διάταγμα που αφορούσε στο σύνολο των λογαριασμών της εφεσείουσας 1 (πέμπτος λόγος έφεσης), ότι, και αν ακόμα ήταν επιτρεπτό να εκδώσει διάταγμα που αφορούσε στο σύνολο των λογαριασμών της εφεσείουσας 1, εσφαλμένα δεν εξέδωσε διάταγμα με το οποίο να επιτρεπόταν σ’ αυτήν να αποσύρει, από τους λογαριασμούς της, το ποσό των €2.800,00 μηνιαίως, για την κάλυψη των αναγκών διαβίωσης της αλλά και λογικού ποσού για κάλυψη των δικηγορικών της εξόδων (έκτος λόγος έφεσης), ότι εσφαλμένα εξέδωσε τα διατάγματα που είχαν τον χαρακτήρα Mareva και που αφορούσαν στην ακίνητη περιουσία της εφεσείουσας 1, καθώς και στα χρήματα των λογαριασμών της (έβδομος λόγος έφεσης), ότι εσφαλμένα επέτρεψε στις εφεσίβλητες να αποσύρουν το ποσό των €50.000,00 από τον λογαριασμό της εφεσείουσας 1 στην Ελληνική Τράπεζα (έβδομος, δις, λόγος έφεσης) και ότι, εσφαλμένα, δεν απέρριψε τα μονομερώς εκδοθέντα διατάγματα, αφού ο αποβιώσαντας, Π. Γεωργίου, παραβίασε την υποχρέωση του για πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη (όγδοος λόγος έφεσης).
Καθίσταται σαφές, μέσα από το περιεχόμενο των δύο εφέσεων, ότι εγείρονται, από τους διαδίκους, ισχυρισμοί που είναι μεταξύ τους συνυφασμένοι με τις εκατέρωθεν εκδοχές, συνεπώς και με την έκβαση και το αποτέλεσμα των εφέσεων, ως εκ τούτου, στο βαθμό που είναι δικαιολογημένο, θα αναφερθούμε στους λόγους έφεσης των δύο εφέσεων αλλά θα εξετάσουμε τους λόγους έφεσης της κάθε μίας από αυτές ξεχωριστά, αφού πρώτα διαβαθμίσουμε τη σημασία που έχει ο κάθε λόγος έφεσης εν σχέσει με το αποτέλεσμα. Εν πάση περιπτώσει, δεν έχουμε διακρίνει οτιδήποτε το οποίο να μας επιβάλλει να μην εξετάσουμε πρώτα τους λόγους έφεσης που προβάλλονται με την έφεση Ε99/2024.
Έφεση Ε99/2024
Με τον πρώτο λόγο έφεσης, οι εφεσείουσες θεωρούν πως λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο τροποποίησε το προσωρινό διάταγμα ημερομηνίας 24.05.2023, επιτρέποντας στην εφεσίβλητη, Β. Χριστοδούλου, να αποσύρει από τον τραπεζικό λογαριασμό που διατηρείται στην Ελληνική Τράπεζα το ποσό των €50.000,00 για να καλύψει τις τρέχουσες ανάγκες της. Υποστηρίζεται ο λόγος αυτός, πρώτον, με τη θέση ότι τα χρήματα που βρίσκονται στον συγκεκριμένο λογαριασμό είναι περιουσία η οποία, μετά βεβαιότητας, ανήκει στον αποβιώσαντα, Π. Γεωργίου, δεύτερον, ότι η εφεσίβλητη, Β. Χριστοδούλου, ουδέποτε υπέβαλε αίτημα για να αποσύρει οποιοδήποτε ποσό από τον εν λόγω λογαριασμό, και ούτε ζήτησε εξαίρεση από το προσωρινό διάταγμα του ποσού της σύνταξης της, που ισχυρίστηκε ότι κατατίθεται στον εν λόγω λογαριασμό και τρίτον, ότι η εφεσίβλητη απέσυρε, λίγες μέρες μετά τη διάσταση, το ποσό των 200.000,00 στερλινών από κοινό λογαριασμό σε τράπεζα της Αγγλίας, την HSBC UK, και, τέταρον, εν πάση περιπτώσει, δεν δόθηκαν καθόλου λεπτομέρειες από την εφεσίβλητη για τα χρήματα που χρειάζεται να ζήσει ή για να πληρώσει τους δικηγόρους της.
Έχουμε αξιολογήσει τις εκατέρωθεν θέσεις των δύο πλευρών, περιλαμβανομένων των επιχειρημάτων που αναπτύσσονται στα περιγράμματα αγόρευσης των ευπαίδευτων συνηγόρων των διαδίκων. Φρονούμε ότι οι πρώτες τρεις αιτιάσεις των εφεσειουσών είναι ανεδαφικές. Η θέση τους ότι τα χρήματα, που επέτρεψε το πρωτόδικο Δικαστήριο να αποσυρθούν, είναι με βεβαιότητα περιουσία του αποβιώσαντα, Π. Γεωργίου, παραγνωρίζει ότι δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή, στο πρόωρο στάδιο της εκδίκασης της αίτησης για προσωρινά διατάγματα, δεδομένου ότι τέτοιο εύρημα προϋποθέτει την εκδίκαση της κύριας – εναρκτήριας αίτησης για επίλυση των περιουσιακών διαφορών του αποβιώσαντα με την εφεσίβλητη, Β. Χριστοδούλου. Επρόκειτο για διαδικασία προσωρινών, ενδιάμεσων, διαταγμάτων και δεν ήταν επιτρεπτό να γίνει οποιοδήποτε εύρημα στη βάση της θέσης των εφεσειουσών για την οποία υπάρχει αντίθετη εκδοχή.
Περαιτέρω, εφ’ όσον το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ήταν εύλογο και δίκαιο να επιτραπεί η απόσυρση του ποσού των 50.000,00, ευρώ για τις ανάγκες της εφεσίβλητης, Β. Χριστοδούλου, δεν θα αποτελούσε σφάλμα, εκ μέρους του Δικαστηρίου, η παραχώρηση άδειας απόσυρσης από τον συγκεκριμένο λογαριασμό και όχι από κάποιον άλλο. Ομοίως, δεν αποδεχόμαστε πως το γεγονός ότι η εφεσίβλητη είχε αποσύρει το ποσό των 200.000,00 στερλινών θα αποτελούσε εμπόδιο, αφού αυτή κατέθεσε το εν λόγω ποσό στην Ελληνική Τράπεζα και βρίσκεται δεσμευμένο.
Σ’ ότι αφορά δε στο παράπονο των εφεσειουσών ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του το γεγονός πως η εφεσίβλητη δεν έδωσε στοιχεία για το υπόλοιπο του λογαριασμού στον οποίο κατέθεσε τις 200.000,00 στερλίνες, δεν θεωρούμε ότι, επειδή δεν δόθηκαν λεπτομέρειες για το υπόλοιπο του εν λόγω λογαριασμού, το γεγονός θα εμπόδιζε το πρωτόδικο Δικαστήριο να επιτρέψει την απόσυρση των €50.000,00 για τις ανάγκες της εφεσίβλητης. Άλλωστε, δεν περιλαμβανόταν, στα εκδοθέντα προσωρινά διατάγματα, και διάταγμα για αποκάλυψη τέτοιων λεπτομερειών.
Ό,τι, όμως, μας έχει σοβαρά προβληματίσει είναι η αποδέσμευση, κατ’ αποκοπήν, του ποσού των €50.000,00 χωρίς να δίδεται κάποιο σκεπτικό, εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεδομένου και του γεγονότος ότι άλλο ήταν το αίτημα, αφού ζητούνταν αποδέσμευση μηνιαίου ποσού. Δεν δόθηκε οποιαδήποτε αιτιολογία. Εν πάση, όμως, περιπτώσει, θεωρούμε πως, είτε πρόκειται για κατ’ αποκοπήν ποσό είτε σε μηνιαία ή άλλη βάση, θα πρέπει να προσκομίζεται μαρτυρία αφορώσα σε συγκεκριμένα ποσά, ούτως ώστε να ελέγχονται από το Δικαστήριο αν είναι αναγκαία και εύλογα, και ότι είναι μονόδρομος, υπό την έννοια ότι δεν υπάρχει άλλη διαθέσιμη περιουσία πλην της επίδικης. Τέτοια μαρτυρία δεν υπήρχε, ούτε και διαχωρισμός ως προς τις δύο ανάγκες ((α) διαβίωσης και (β) πληρωμής δικηγορικών εξόδων), συνεπώς, η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αποδεσμεύσει, κατ’ αποκοπήν, το ποσό των €50.000,00, χωρίς την απαραίτητη επεξηγηματική, λεπτομερειακή, μαρτυρία, αλλά και χωρίς το επιβεβλημένο σκεπτικό ή αιτιολογία, προβάλλει λανθασμένη.
Συνακόλουθα των, αμέσως, προλεχθέντων, ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται βάσιμος.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, προβάλλεται η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει το αίτημα των εφεσειουσών όπως αποσύρουν, από τον λογαριασμό επί της τράπεζας HSBC UK, το ποσό των 206.098,36 στερλινών, ή ολόκληρο το ποσό που βρίσκεται στον εν λόγω λογαριασμό. Ο λόγος αυτός υποστηρίζεται από τις θέσεις ότι, πρώτον, η εφεσίβλητη παραδέχεται πως τα ποσά που κατατέθηκαν στον προειρημένο λογαριασμό προήλθαν από ρευστοποίηση περιουσίας του αποβιώσαντα, την οποία απέκτησε πριν τη συμβίωση του και πριν το γάμο του με την εφεσίβλητη, και, συνεπώς, δεν είναι επίδικη περιουσία με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 14 του Ν. 216/1991, και δεύτερον, με δεδομένο ότι, κατά τον χρόνο διάστασης, στον εν λόγω λογαριασμό υπήρχε κατατεθειμένο το ποσό των 512.196,72 στερλινών, ακόμη και να γινόταν αποδεκτός ο ισχυρισμός της εφεσίβλητης ότι δικαιούται το ½ του ποσού του εν λόγω λογαριασμού, εφόσον αυτή απέσυρε, από τον λογαριασμό, το ποσό των 200.000,00 στερλινών, το μόνο ποσό που θα δικαιούται στο τέλος της δίκης, και αν γίνει αποδεκτός ο ισχυρισμός της, είναι μόνο 56.098,36 στερλίνες, δεδομένου, επίσης, ότι της επιτράπηκε, με την τροποποίηση του προσωρινού διατάγματος, να αποσύρει το ποσό των 50.000,00 στερλινών, το υπόλοιπο ποσό των 206.098,00 στερλινών που παραμένει, θα έπρεπε να αποδεσμευθεί, και να αποδοθεί στον αποβιώσαντα, αφού δεν είναι επίδικο ή διεκδικούμενο από την εφεσίβλητη.
Έχοντας διεξέλθει τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και τις θέσεις των δύο πλευρών, όπως αναπτύχθηκαν στα περιγράμματα αγόρευσης, κρίνουμε πως ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι ανεδαφικός. Η εφεσίβλητη προέβαλε τη θέση ότι είναι συνδικαιούχος με τον αποβιώσαντα στον κοινό λογαριασμό της HSBC UK. Στο πρόωρο στάδιο της έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε εύρημα αναφορικά με τη σημασία και την έννοια του όρου συνδικαιούχος. Κάτι τέτοιο μόνο στο τέλος της δίκης θα είναι επιτρεπτό, και εφ’ όσον ακουσθεί σχετική μαρτυρία η οποία θα αξιολογηθεί. Έχει δε τη σημασία του και το περιεχόμενο της συμφωνίας με την οποία ανοίχθηκε ο εν λόγω λογαριασμός. Εξάλλου, το ποσό των 200.000,00 στερλινών που απέσυρε η εφεσίβλητη κατατέθηκε σε λογαριασμό στην Ελληνική Τράπεζα ο οποίος έχει, επίσης, δεσμευθεί μέχρι την εκδίκαση της ουσίας της κύριας Αίτησης Περιουσιακών Διαφορών.
Εν πάση περιπτώσει, δεν θεωρούμε ότι το ποσό των 206.098,00 στερλινών, αν αυτό είναι το υπόλοιπο στον λογαριασμό της HSBC UK, (αφού η απόσυρση από την εφεσίβλητη, σύμφωνα με την εκκαλούμενη απόφαση, δεν αφορούσε 50.000,00 στερλίνες αλλά ευρώ, ως επίσης, η εν λόγω απόσυρση, σύμφωνα με το διάταγμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, έγινε από τον λογαριασμό της Ελληνικής Τράπεζας, στην Κύπρο, και όχι από την USBC UK) όντως δεν διεκδικείται από την εφεσίβλητη, έχοντας υπόψη τον ισχυρισμό της ότι είναι συνδικαιούχος. Σημειώνεται, εξάλλου, πως ο αποβιώσαντας, Π. Γεωργίου, αναφορικά με τον εν λόγω λογαριασμό, και μετά που η εφεσίβλητη απέσυρε το ποσό των 200.000,00 στερλινών, κατέθεσε, με την ένορκη δήλωση του, που υποστήριξε την αίτηση για τα προσωρινά διατάγματα, πως «Η Τράπεζα της Αγγλίας με ενημέρωσε ότι θα δεσμεύσει τον λογαριασμό για να μην μπορεί κανένας από τους δύο να αποσύρει χρήματα και όπως πληροφορήθηκα πρόσφατα από επιστολή που έλαβα από την τράπεζα κατά την διαδικασία που έκανα για να προσθέσω την Καθ’ ης η Αίτηση 1 ως συνδικαιούχο στον λογαριασμό μου, υπέγραψα διάφορα έγγραφα μεταξύ των οποίων ένα έγγραφο το οποίο έδινε το δικαίωμα στον καθένα από τους δύο μας να αποσύρει χρήματα από τον εν λόγω λογαριασμό χωρίς τη συγκατάθεση του άλλου».
Κοντολογίς, δεν ήταν αναγκαίο για το πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει, σ’ αυτό το πρώιμο στάδιο, σε ευρήματα κατά πόσον επρόκειτο για συνήθη κοινό λογαριασμό και υπό ποια έννοια ή σε ποιο βαθμό ήταν συνδικαιούχος η εφεσίβλητη, αφού το θέμα συνδέεται με τις εκατέρωθεν εκδοχές. Υπενθυμίζουμε ότι ο αποβιώσαντας ισχυρίστηκε πως τα χρήματα που βρίσκονται στον λογαριασμό της τράπεζας HSBC UK, στην Αγγλία, ανήκαν αποκλειστικά σ’ αυτόν, ενώ η εφεσίβλητη ότι είναι συνδικαιούχος.
Υπό την πιο πάνω μαρτυρία, και στοιχεία που υπήρχαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ορθά, θεωρούμε, αυτό δεν εξέδωσε διάταγμα, ως ζητήθηκε, για επιστροφή, προς τον αποβιώσαντα, του εναπομείναντος ποσού που ήταν κατατεθειμένο στον κοινό λογαριασμό επί της τράπεζας HSBC UK.
Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος.
Έφεση Ε100/2024
Θεωρούμε ορθό να τοποθετηθούμε, πρώτα, επί του όγδοου λόγου έφεσης με τον οποίο προβάλλεται η θέση ότι ο αποβιώσαντας παραβίασε την υποχρέωση του για πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη, γεγονός που, σύμφωνα με την εισήγηση των εφεσειόντων, έπρεπε να οδηγήσει στην ακύρωση του προσωρινού, μονομερώς εξασφαλισθέντος διατάγματος, ημερομηνίας 24.05.2023. Στην αιτιολογία του υπό συζήτηση λόγου έφεσης δεν εξειδικεύονται οι μη αποκαλύψεις, γίνεται όμως παραπομπή στην ένορκη δήλωση που συνόδευσε την ένσταση των εφεσειόντων. Ανατρέχοντας, τόσο στην προαναφερόμενη ένορκη δήλωση, όσο και στο περίγραμμα αγόρευσης του συνηγόρου των εφεσειουσών, διαπιστώνουμε πως τα πλείστα αποκαλούμενα στοιχεία ως μη αποκαλυφθέντα δεν συνιστούν, εν τη εννοία της σχετικής νομολογίας, μη αποκαλύψεις ή αποκρύψεις, αφού σχετίζονται με τις εκατέρωθεν εκδοχές των διαδίκων. Η διαπίστωση αυτή προβάλλει ευδιάκριτη, αφού οι καλούμενες μη αποκαλύψεις βάλλονται με γεγονότα και ισχυρισμούς που προωθεί η εφεσείουσα 1 στην ένορκη δήλωση επί της ένστασης της. Δεν θα ήταν ορθό για το πρωτόδικο Δικαστήριο να θεωρήσει τέτοια αμφισβητούμενα στοιχεία μαρτυρίας ως αποκρύψεις. Το καθοριστικότερο, ωστόσο, στοιχείο το οποίο σφραγίζει και την έκβαση του υπό συζήτηση λόγου έφεσης, είναι το γεγονός ότι οι εφεσείουσες, επί της ένστασης τους, δεν προέβαλαν ως λόγο την απόκρυψη οποιωνδήποτε στοιχείων εκ μέρους του αποβιώσαντα. Έστω, όμως, ότι δεν υπήρχε το πιο πάνω κώλυμα, το μόνο στοιχείο που θα μπορούσε να συσχετισθεί με απόκρυψη είναι η αναφορά της εφεσείουσας 1, επί της ένορκης δήλωσης της, πως ο αποβιώσαντας δεν απεκάλυψε ότι για το σπίτι στα Περβόλια είχε, αυτός, συντάξει διαθήκη με την οποία την κατέστησε γενική κληρονόμο, κάνοντας και ιδιαίτερη αναφορά για το εν λόγω σπίτι. Όντως δεν φαίνεται να γίνεται τέτοια αναφορά, στην ένορκη δήλωση του αποβιώσαντα, όμως, δεν θεωρούμε πως αν γινόταν θα διαφοροποιούσε την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεδομένου ότι το σπίτι στα Περβόλια το είχε ήδη μεταβιβάσει δια δωρεάς ο αποβιώσαντας στην εφεσείουσα 1 γεγονός που αποκάλυψε.
Κατ’ επέκταση των πιο πάνω, κρίνουμε ότι ο όγδοος λόγος έφεσης είναι αβάσιμος.
Αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης, προβάλλεται η θέση ότι το ποσό των 200.000,00 στερλινών, το οποίο η εφεσείουσα 1 απέσυρε από την τράπεζα HSBC UK, στην Αγγλία, μετά τη διάσταση του ζευγαριού, αφορούσε αξίωση, που γεννήθηκε μετά τη διάσταση, για οικειοποίηση περιουσίας και (β) αφορούσε αξίωση για οικειοποίηση περιουσίας που ανήκει στη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου και όχι του Οικογενειακού. Με αναφορά σε σχετική νομολογία, ((1) Τσούντα v. Δημητριάδη (2014) 1 Α.Α.Δ. 413, (2) Σοφοκλέους v. Σοφοκλέους (2005) 1 Α.Α.Δ. 1030 και (3) Ιορδάνους v. Τομάζου (2013) 1 Α.Α.Δ. 897), ο συνήγορος των εφεσειουσών εισηγείται πως δεν ήταν δικαιολογημένο να δεσμευθούν λογαριασμοί της εφεσείουσας 1, οι οποίοι σχετίζονται με τέτοια αξίωση, καθ’ ότι δικαιοδοσία έχει το Επαρχιακό Δικαστήριο. Έχουμε διεξέλθει την προταχθείσα νομολογία. Θεωρούμε πως, δεδομένου ότι το ποσό των 200.000,00 στερλινών, παρ’ ότι αποσύρθηκε, σύμφωνα με τη μαρτυρία του αποβιώσαντα, μετά τη διάσταση, τέτοια αξίωση συνδέεται με το γεγονός ότι, ως είναι ο ισχυρισμός του αποβιώσαντα, τα χρήματα που βρίσκονταν στον κοινό λογαριασμό της εφεσείουσας 1 αποτελούσαν αύξηση στην περιουσία της πριν τη διάσταση, αφού ο εν λόγω λογαριασμός ανοίχθηκε πριν από αυτήν, με κατάθεση χρημάτων από πώληση ακίνητης ιδιοκτησίας του, άρα χωρίς δική της συνεισφορά. Συνεπώς, είναι με αυτή τη βάση που ο αποβιώσαντας προωθεί αξίωση. Ως εκ τούτου, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι είχε, ως Οικογενειακό Δικαστήριο, δικαιοδοσία και για τον εν λόγω λογαριασμό, αλλά και για το ποσό των 200.000,00 στερλινών.
Έπεται, σε αρμονία με τα προλεχθέντα, ότι ο πρώτος λόγος έφεσης είναι αβάσιμος.
Όσον αφορά στον δεύτερο λόγο έφεσης, αποδεχόμαστε τη θέση του συνηγόρου των εφεσειουσών πως όντως, μέσα από τη νομολογία (βλέπετε Παπαϊωάννου v. Παπαϊωάννου (2000) 1 Α.Α.Δ. 656) προκύπτει ότι οι δωρεές μεταξύ των συζύγων δεν εμπίπτουν στην αξίωση που προβλέπεται στο Άρθρο 14 του Ν. 232/1991, αφού την κυριότητα τους διατηρεί, μετά τη διάσταση, ο δωρεοδόχος.
Παραπέμπουμε, συναφώς, στο εν λόγω άρθρο το οποίο προβλέπει τα ακόλουθα:
«14.-(1) Σε περίπτωση που ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί, ή σε περίπτωση διάστασης των συζύγων, και η περιουσία του ενός συζύγου έχει αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσο συνέβαλε με οποιοδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να εγείρει αγωγή στο Δικαστήριο και να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή.
(2) Η συνεισφορά του ενός συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη συνεισφορά.
(3) Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν:
(α) Από δωρεά, κληρονομιά, κληροδοσία ή άλλη χαριστική αιτία
(β) με διάθεση περιουσίας που αποκτήθηκε με τις αναφερόμενες στην παράγραφο (α) αιτίες.»
Το δε Άρθρο 16 του Ν.232/91, παρ’ ότι προβλέπει ότι το Δικαστήριο, σε αγωγή μεταξύ των συζύγων, θα λαμβάνει υπόψη, κατά την επιδίκαση ποσού το οποίο τυχόν ο ενάγων σύζυγος δικαιούται, και την αξία των δώρων που δώρισε ο εναγόμενος κατά τη διάρκεια του γάμου, δεν προβλέπει την επιστροφή αυτών καθ’ αυτών των αντικειμένων που δωρήθηκαν.
Αυτή η ρύθμιση, βέβαια, οφείλουμε να επισημάνουμε, αφορά στις εξουσίες του Δικαστηρίου κατά την απόδοση τελικής θεραπείας. Συνακόλουθα, παρότι τα δώρα δεν αποδίδονται ή δεν επιστρέφονται κατά την τελική θεραπεία, στο πλαίσιο της επίλυσης των περιουσιακών διαφορών, είναι δυνατόν αντικείμενα που δόθηκαν ως δώρα από τον ένα σύζυγο προς τον άλλο να αποτελέσουν αντικείμενο δέσμευσης, σε διαδικασία προσωρινού διατάγματος, αν προβάλλεται θέση, υποστηριζόμενη από μαρτυρία, ότι δεν θα ήταν δίκαιο να αποξενωθούν, καθότι θα υπάρχει κίνδυνος για μη ικανοποίηση της απαίτησης, αφού θα μπορούσαν, για σκοπούς εκτέλεσης τυχόν απόφασης, να εκποιηθούν. Ήτοι μπορούν να συνδεθούν με την τρίτη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Ν.14/1960 χωρίς να είναι όμως επίδικη περιουσία. Προφανώς, οι αναφορές του αποβιώσαντα επί της ένορκης του δήλωσης ότι αυτός έκανε τα συγκεκριμένα δώρα στην εφεσίβλητη ενώ αυτή του αγόρασε, με δικά του χρήματα, έναν σταυρό τον οποίο, όμως, φεύγοντας από το σπίτι τον πήρε μαζί της, αλλά και ότι σε περίπτωση που δεν δεσμευθεί η κινητή και ακίνητη περιουσία της είναι βέβαιο ότι μόλις λάβει γνώση για την αίτηση του θα προχωρούσε στην αποξένωση της, για να μην ικανοποιηθεί η απαίτηση του, κρίθηκε επαρκής από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ωστόσο, κρίνουμε ότι η εν λόγω μαρτυρία δεν είχε τέτοια δυναμική δεδομένων όλων των στοιχείων που βρίσκονταν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αφού τα στοιχεία της ισχυριζόμενης αύξησης της περιουσίας της εφεσείουσας 1, καθώς και οι τραπεζικοί λογαριασμοί της είχαν ήδη δεσμευθεί, στο πλαίσιο της ίδιας αίτησης, το δε ποσό των 200.000,00 στερλινών που, κατ’ ισχυρισμό του αποβιώσαντα, η εφεσείουσα απέσυρε από τράπεζα της Αγγλίας ενώ δεν δικαιούνταν, κατατέθηκε από την τελευταία σε λογαριασμό της Ελληνικής Τράπεζας ο οποίος δεσμεύθηκε. Συνεπώς, δεν προέκυπτε λόγος για ανησυχία μη ικανοποίησης της απαίτησης του αποβιώσαντα, άρα ούτε και λόγος για δέσμευση των εν λόγω δώρων, για σκοπούς εκτέλεσης τυχόν εκδοθείσας προς όφελος του απόφασης. Καταλήγουμε πως η δέσμευση των συγκεκριμένων δώρων προβάλλει ως μη αναγκαία και δεν ήταν ορθό να ενταχθεί στην τρίτη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Ν. 14/1960.
Συνακόλουθα, ο δεύτερος λόγος έφεσης κρίνεται βάσιμος.
Αναφορικά με τον τρίτο λόγο έφεσης, οι εφεσείουσες θεωρούν ότι η αξίωση του αποβιώσαντα, ως προς το σπίτι στη Λυσό, το οποίο ανεγέρθηκε σε ακίνητο που είναι εγγεγραμμένο στην εφεσείουσα 2, θυγατέρα της εφεσείουσας 1, δεν αποτελεί αντικείμενο της επίδικης περιουσιακής διαφοράς, και άρα το Οικογενειακό Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία. Διαφωνούμε με την εν λόγω θέση την οποία απορρίπτουμε. Έστω ότι ο αποβιώσαντας αποδίδει απάτη ή συνομωσία στις δύο εφεσείουσες, οι εν λόγω περιστάσεις οδήγησαν, κατά τον αποβιώσαντα, με τη συνεισφορά του, σε αύξηση της περιουσίας της εφεσείουσας 1 που είναι το σπίτι και όχι το οικόπεδο. Ο συνήγορος των εφεσειουσών παρέπεμψε στις υποθέσεις (1) Περικλέους v. Εγγλέζου (2011) 1 Α.Α.Δ. 1015, (2) Λ.Κ. κ.α. v. Π.Ρ., Πολιτική Έφεση Αρ. 38/2019, ημερομηνίας 07.07.2022 αλλά και (3) στην Μαθηκολώνη – Πουργουρίδου κ.α. v. Σαββίδη κ.α., Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 2/2019 και Αρ. 3/2019, ημερομηνίας 20.12.2021, εισηγούμενος ότι, μέσα από το περιεχόμενο τους, συνάγεται πως τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης δεν δικαιολογούσαν συμπέρασμα ότι το Οικογενειακό Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία για το σπίτι που κτίστηκε σε ακίνητο που είναι εγγεγραμμένο στη θυγατέρα της εφεσείουσας 1, ο δε αποβιώσαντας, με τη μαρτυρία του, αποδίδει οικειοποίηση περιουσίας εκ μέρους της εφεσείουσας 1, συνεπώς, αποκλειστική αρμοδιότητα έχουν τα Επαρχιακά Δικαστήρια.
Έχουμε εξετάσει την προβαλλόμενη, από τον συνήγορο της εφεσείουσας 1, θέση. Διαφεύγει, θεωρούμε, της προσοχής ότι, ο αποβιώσαντας, στην ένορκη του δήλωση, έδωσε στοιχεία συνεισφοράς προς την εφεσείουσα 1 προκειμένου για την ανέγερση της κατοικίας στη Λυσό και πως αυτή προοριζόταν ως εξοχική τους κατοικία. Εξάλλου, ο αποβιώσαντας με την κύρια αίτηση του δεν διεκδικεί το ακίνητο της εφεσείουσας 2 αλλά την κατοικία που ανεγέρθηκε εντός αυτής, που ως ισχυρίζεται προοριζόταν η εξοχική κατοικία του ζεύγους. Ορθά δεν εξετάστηκε στο ενδιάμεσο αυτό στάδιο, από το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά πόσο θα ήταν εφικτή η απόδοση ή μεταβίβαση της εξοχικής κατοικίας επ’ ονόματι του αποβιώσαντα, αφού διαζευκτικά, αν επιτύχει στους ισχυρισμούς του στο τέλος της δίκης, επί της ουσίας, ενδεχομένως να δικαιολογείται η απόδοση μόνο αποζημίωσης, άρα η εξοχική κατοικία δεν παύει από το να είναι επίδικη. Κρίνουμε, συνεπώς, ότι, ενόψει των προαναφερόμενων στοιχείων, δεν ήταν λάθος του πρωτόδικου Δικαστηρίου να θεωρήσει ότι είχε δικαιοδοσία και για την εξοχική κατοικία στη Λυσό. Αν στην εκδίκαση της ουσίας της διαφοράς και αναλόγως των αποδεκτών γεγονότων, κατόπιν αξιολόγησης, το εκδικάζον Δικαστήριο καταλήξει ότι εν τέλει δεν στοιχειοθετείται δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου αναμένεται ότι θα δοθούν οι κατάλληλες οδηγίες.
Δεν παραγνωρίζουμε τα νομολογηθέντα στις υποθέσεις που μας παρέπεμψε ο συνήγορος των εφεσειουσών, ωστόσο, υποδεικνύουμε ότι στην υπόθεση Ιορδάνους (ανωτέρω) η διεκδίκηση της περιουσίας από τον άλλο σύζυγο στηριζόταν σε παραλαβή της, περιουσίας, μετά τη διάσταση, ενώ κατακρατείτο και δεν επιστρεφόταν. Ούτε τα γεγονότα της υπόθεσης Περικλέους (ανωτέρω) βοηθούν ή υποστηρίζουν τις θέσεις των εφεσειουσών. Επρόκειτο πάλι για απόφαση τελική και όχι επί προσωρινού διατάγματος. Συμφωνούμε με την πρωτόδικη κατάληξη ότι η αξίωση για την κατοικία στη Λυσό, για τους σκοπούς των προσωρινών διαταγμάτων ενέπιπτε στη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου.
Κρίνουμε, συνακόλουθα των πιο πάνω, αβάσιμο τον τρίτο λόγο έφεσης.
Ομοίως, κρίνουμε αβάσιμο και τον τέταρτο λόγο έφεσης. Οι θέσεις που προβάλλονται στην αιτιολογία του υπό συζήτηση λόγου έφεσης, αλλά και τα επιχειρήματα που αναπτύσσονται στο περίγραμμα αγόρευσης του συνηγόρου των εφεσειουσών, δεν είναι ικανά να ανατρέψουν την πρωτόδικη κατάληξη ότι συνέτρεχε η δεύτερη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Ν. 14/1960. Είναι γεγονός ότι ο αποβιώσαντας αναφέρει πως ξόδεψε περί τις €60.000,00 για την ανακαίνιση του σπιτιού στα Λατσιά, που κατά 1/2 ανήκει στην εφεσείουσα 1, το οποίο δεσμεύθηκε, και το άλλο 1/2 στη θυγατέρα της, εφεσείουσα 2, πλην όμως αυτός δεν προσκόμισε αποδείξεις πληρωμών για το πιο πάνω ποσό, ωστόσο, επικαλέστηκε κατάσταση λογαριασμού, Τεκμήριο 13, από την οποία διαφαίνεται ότι γενικότερα, ως ισχυρίστηκε, διέθεσε, από το έτος 2008 μέχρι τη διάσταση, το ποσό των €1.424.188,79, εννοώντας ότι σε αυτό το ποσό περιλαμβάνονταν και οι €60.000,00. Στον αντίποδα η εφεσείουσα 1 ισχυρίστηκε ότι η εν λόγω ανακαίνιση έγινε με χρήματα της θυγατέρας της, εφεσείουσας 2, ωστόσο, ούτε αυτή παρουσίασε αποδείξεις πληρωμής. Υπό αυτά τα δεδομένα δεν θεωρούμε ότι, για σκοπούς του προσωρινού διατάγματος δέσμευσης του ½ του ακινήτου που ανήκει στην εφεσείουσα 1, δεν ήταν εύλογο το συμπέρασμα ότι συνέτρεχε η δεύτερη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Ν.14/1960.
Ούτε θεωρούμε πως ήταν απαραίτητο να προσδιοριστεί η αξία του ακινήτου σε εκείνο το στάδιο. Στην υπόθεση Αποστόλου v. Ιωάννου, (2012) 1 Α.Α.Δ. 604, υποδείχθηκε πως «Το κατά πόσο θα έπρεπε να δεσμευθεί το 1/2 ή το 1/3 ή τα 3/4 της περιουσίας εκείνης, δηλαδή των μετοχών του εφεσείοντα ή κάποιου ακινήτου του, αυτό έχει να κάνει με την τυχόν αξία της συνεισφοράς της εφεσείουσας και όχι με την αξία του περιουσιακού στοιχείου». Ταυτόχρονα, παρατηρούμε πως ούτε η εφεσείουσα 1 παρείχε σχετική πληροφόρηση ζητώντας μικρότερο ποσοστό δέσμευσης από το 1/2 που της ανήκει. Ας μη λησμονείται ότι το εν λόγω 1/2 ήταν μέρος του επίδικου, της αύξησης της περιουσίας, ακινήτου. Περαιτέρω μαθηματικοί υπολογισμοί, προφανώς, θα απασχολήσουν το Οικογενειακό Δικαστήριο όταν θα κληθεί να αποδώσει τελικές θεραπείες επί του θέματος, αν αποδειχθεί ότι όντως ο αποβιώσαντας συνεισέφερε, με το ποσό των €60.000,00, ή άλλο ποσό, στην αύξηση της αξίας της εν λόγω κατοικίας, που κατά το 1/2 ανήκει στην εφεσείουσα 1.
Όσον αφορά στη δέσμευση δύο ακινήτων στη Λυσό, πρόσθετα από την εξοχική κατοικία, η οποία ανεγέρθηκε σε ακίνητο της εφεσείουσας 2, προβάλλεται, με τον τέταρτο (δις) λόγο έφεσης, ότι καμία μαρτυρία προσφέρθηκε από τον αποβιώσαντα που να συνδέει τα δύο ακίνητα με την εφεσείουσα 1, και πως πράγματι αυτή ήταν ιδιοκτήτρια. Εν πάση περιπτώσει, σύμφωνα με τις εφεσείουσες, η δέσμευση των δύο ακινήτων, στη Λυσό, συνδέεται, από τον αποβιώσαντα, με τη γενική θέση του ότι έπρεπε να δεσμευθεί όλη η περιουσία της εφεσείουσας 1, ώστε να εξασφαλισθεί η αξίωση του για συνεισφορά στην αύξηση της περιουσίας της.
Έχουμε εξετάσει τις θέσεις και τα επιχειρήματα των δύο πλευρών. Φρονούμε πως η εφεσείουσα 1 έχει δίκαιο. Τα δύο ακίνητα στη Λυσό, πέραν της εξοχικής κατοικίας, δεν συνδέθηκαν με οποιαδήποτε αύξηση στην περιουσία της εφεσείουσας 1, λόγω συνεισφοράς του αποβιώσαντα. Ό,τι απομένει είναι η τυχόν σύνδεση τους με την αδυναμία απόδοσης πλήρους δικαιοσύνης στο μέλλον, και εκτέλεσης τυχόν απόφασης προς όφελος του αποβιώσαντα. Όμως, ο αποβιώσαντας στην ένορκη δήλωση του αναφέρει γενικά ότι είναι αναγκαίο να δεσμευθεί ολόκληρη η ακίνητη και κινητή περιουσία της εφεσείουσας 1 για σκοπούς ικανοποίησης της απαίτησης του, την οποία, ωστόσο, από τη στιγμή που επέλεξε να ζητήσει καθ’ ολοκληρία τη δέσμευση της, όφειλε να δώσει στοιχεία που να καθιστούν την εφεσείουσα 1 αφερέγγυα, ώστε να δικαιολογείται συμπέρασμα πως παρά τη δέσμευση της υπόλοιπης περιουσίας που ήταν επίδικη, χρειαζόταν να δεσμευθούν επιπλέον οικονομικά στοιχεία. Δεν προσκομίστηκε όμως τέτοια μαρτυρία.
Με δεδομένο τον σεβασμό μας στον ευπαίδευτο πρωτόδικο Δικαστή, τα πιο πάνω δεδομένα που βρίσκονταν ενώπιον του θα έπρεπε να τον κατευθύνουν προς την επιλογή της μη δέσμευσης των εν λόγω ακινήτων, εφόσον, αφενός, δεν ήταν μέρος της επίδικης περιουσίας, αφετέρου, λόγω έλλειψης επαρκούς μαρτυρίας σχετιζόμενης με την τρίτη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Ν. 14/1960. Επιπλέον, θα έπρεπε να συνυπολογισθεί και το γεγονός ότι το ποσό των 200.000,00 στερλινών είχε κατατεθεί, ως προέκυψε μέσα από την ένσταση της εφεσείουσας 1, σε τραπεζικό λογαριασμό της Ελληνικής Τράπεζας, ο οποίος ήδη δεσμεύθηκε. Επομένως οι όποιες ανησυχίες του αποβιώσαντα, για το ποσό των 200.000,00, που απέσυρε η εφεσείουσα 1, δεν δικαιολογούνταν. Κατ’ επέκταση, δεν ήταν εύλογο και δίκαιο, υπό τις περιστάσεις, να δεσμευθούν τα δύο ακίνητα στη Λυσό.
Συνακόλουθα, ο τέταρτος (δις) λόγος έφεσης, κρίνεται βάσιμος.
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης η εφεσείουσα 1 θεωρεί ότι κατά τον ίδιο, γενικό, τρόπο που ο αποβιώσαντας ζήτησε τη δέσμευση της ακίνητης περιουσίας της, ζήτησε και τη δέσμευση όλης της κινητής περιουσίας της και, κατ’ επέκταση, όλους τους τραπεζικούς της λογαριασμούς, στη βάση του ισχυρισμού του ότι ξόδευε αλόγιστα το ποσό των 200.000.00 στερλινών που απέσυρε από την τράπεζα HSBC UK, στην Αγγλία. Καμία μαρτυρία όμως, σύμφωνα με την εφεσείουσα 1, υπήρχε ότι κινδύνευε η εκτέλεση απόφασης που τυχόν ήθελε εκδοθεί προς όφελος του αποβιώσαντα, ώστε να ήταν απαραίτητη η δέσμευση κάθε οικονομικού στοιχείου. Ως αποτέλεσμα, επειδή δεσμεύθηκε και λογαριασμός της στον οποίο κατατίθετο η σύνταξη της, αυτή δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις ανάγκες διαβίωσης της.
Θεωρούμε ότι, στη βάση προηγούμενου σκεπτικού μας, η δέσμευση τραπεζικών λογαριασμών ήταν εύλογη και επιτρεπτή καθ’ ότι αυτοί συνδέθηκαν με μαρτυρία ότι συνιστούσαν μέρος της αύξησης της περιουσίας της εφεσείουσας 1. Όσον αφορά στο θέμα της σύνταξης της εφεσείουσας 1, προφανώς, αυτό, αν δεν αντιμετωπίστηκε, μπορεί να αντιμετωπισθεί με οδηγίες της όπως κατατίθεται σε άλλο προσωπικό της λογαριασμό.
Συνεπώς, ο πέμπτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος.
Με τον έκτο λόγο έφεσης, η εφεσείουσα παραπονείται που, έστω ότι ήταν δικαιολογημένο να εκδοθεί διάταγμα για δέσμευση όλων των λογαριασμών της, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέδωσε διάταγμα με το οποίο να της επιτρέπεται να αποσύρει μηνιαίως το ποσό των €2.800,00 για σκοπούς της κάλυψης των αναγκών διαβίωσης της και λογικού ποσού για κάλυψη των δικηγορικών της εξόδων. Εξετάζοντας τον υπό συζήτηση λόγο έφεσης, υιοθετούμε όσα έχουμε αναφέρει, στο βαθμό που εδώ αναλογούν, κατά την εξέταση του πρώτου λόγου έφεσης στην Ε99/2024. Επειδή καλούμαστε δε να εκδώσουμε, ως Εφετείο, διάταγμα και να εγκρίνουμε το αίτημα για απόσυρση του ποσού των €2.800,00 μηνιαίως, υποδεικνύουμε, και εδώ, ότι το εν λόγω ποσό δεν εξειδικεύεται ούτως ώστε να κρίνουμε το εύλογο αυτού.
Ως αποτέλεσμα ο έκτος λόγος έφεσης κρίνεται, υπό τις δεδομένες περιστάσεις, αβάσιμος.
Αβάσιμος κρίνεται και ο έβδομος λόγος έφεσης, με τον οποίο η εφεσείουσα 1 θεωρεί ότι τα διατάγματα που εξέδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν τύπου Mareva και δεν έπρεπε να εκδοθούν. Έχοντας κατά νου την επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται στο περίγραμμα αγόρευσης της εφεσείουσας 1, θεωρούμε ότι αυτή έχει απαντηθεί τόσο όσον αφορά στα δύο ακίνητα που δεσμεύθηκαν στη Λυσό, παρ’ ότι δεν ήταν δικαιολογημένο, αλλά και όσον αφορά στους τραπεζικούς λογαριασμούς της εφεσείουσας 1. Σε αντίθεση με τη θέση της εφεσείουσας 1, δεν θεωρούμε ότι απαιτείτο αποκάλυψη πρόθεσης αποξένωσης της περιουσίας της που είναι επίδικη. Η νομολογία (βλέπετε υπόθεση Αποστόλου (ανωτέρω)) δεν απαιτεί, για τέτοιο ζήτημα, απόδειξη πρόθεσης αποξένωσης. Σ’ ότι αφορά στην παρούσα υπόθεση προφανώς ήταν αρκετή η μαρτυρία που προσκόμισε ο αποβιώσαντας ότι η εφεσείουσα 1 επιχείρησε να αποσπάσει την περιουσία του, και ως επίσης, απέσυρε μετά τη διάσταση τους το ποσό των 200.000,00 στερλινών. Εν πάση περιπτώσει, στο στάδιο όπου έχουμε καταλήξει ότι λανθασμένα δεσμεύθηκαν τα δύο ακίνητα της εφεσείουσας 1 στη Λυσό, το όλο επιχείρημα της εφεσείουσας 1 δεν έχει τη δυναμική που του αποδίδεται. Η δέσμευση θα αφορά στα ακίνητα και τους τραπεζικούς λογαριασμούς που συνδέθηκαν με την αύξηση της περιουσίας της και έχουν καταστεί επίδικα στοιχεία.
Θεωρούμε, συνεπώς, αβάσιμο και τον έβδομο λόγο έφεσης.
Με τον έβδομο (δις) λόγο έφεσης, η εφεσείουσα 1 διαφωνεί που το πρωτόδικο Δικαστήριο επέτρεψε στις εφεσίβλητες να αποσύρουν το ποσό των €50.000,00 από τραπεζικό λογαριασμό της για κάλυψη των εξόδων διαχείρισης του αποβιώσαντα. Για τους ίδιους λόγους, και σκεπτικό που έχουμε κρίνει βάσιμο τον πρώτο λόγο έφεσης στην Ε99/2024, θεωρούμε ότι λανθασμένα εγκρίθηκε η απόσυρση του ποσού των €50.000,00 από τον λογαριασμό της εφεσείουσας 1. Θα έπρεπε επίσης να ληφθεί υπόψη ότι τέτοιο διάταγμα θα μπορούσε να ζητηθεί, για απόσυρση, από άλλο λογαριασμό που διατηρούσε ο αποβιώσαντας στην Αγγλία, εφ’ όσον πρόκειται για τα έξοδα της διαχείρισης του.
Έπεται, ενόψει των προλεγόμενων, πως ο έβδομος (δις) λόγος έφεσης είναι βάσιμος.
Ενόψει όλων των προλεγόμενων, δεδομένου ότι κρίθηκαν βάσιμοι οι πρώτος λόγος έφεσης στην Έφεση 99/2024 και οι τέταρτος (δις) και έβδομος (δις) λόγοι έφεσης στην Έφεση 100/2024, οι δύο εφέσεις επιτυγχάνουν μερικώς, με αποτέλεσμα η εκκαλούμενη απόφαση να διαφοροποιείται ώστε το διάταγμα, που αφορά στη δέσμευση δύο ακινήτων στη Λυσό, ήτοι (1) χωράφι με αριθμό εγγραφής 0/9863, Φ/Σχ. 35/14, αρ. τεμαχίου 545, Μερίδιο 1/4 και (2) διώροφη κατοικία με αριθμό εγγραφής 0/10280, Φ/Σχ. 35/6320V01, αρ. τεμαχίου 301, Μερίδιο 1/20, ακυρώνεται. Περαιτέρω, ακυρώνεται το διάταγμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερομηνίας 30.08.2024 με το οποίο επιτράπηκε στις εφεσείουσες, της Έφεσης 99/2024, να αποσύρουν, από τον λογαριασμό της Ελληνικής Τράπεζας 372-10-511141-00, το ποσό των €50.000,00. Ακυρώνεται, επίσης, και το διάταγμα ημερομηνίας 30.08.2024 με το οποίο επιτράπηκε στην εφεσείουσα 1, στην έφεση Ε100/2024, να αποσύρει το ποσό των €50.000,00 από τον προαναφερόμενο τραπεζικό λογαριασμό στην Ελληνική Τράπεζα.
Παρ’ ότι και οι δύο εφέσεις έχουν επιτύχει μερικώς, επειδή οι διάδικοι δεν είναι οι ίδιοι και στις δύο εφέσεις, δεν προσφέρεται διαταγή για να επωμισθεί η κάθε πλευρά τα έξοδα της.
Επιδικάζονται έξοδα προς όφελος των εφεσειουσών, στην έφεση Ε99/2024, ύψους €4.200,00 πλέον Φ.Π.Α. (αν υπάρχει) και έξοδα προς όφελος των εφεσειουσών, στην έφεση Ε100/2024, ύψους €4.200,00 πλέον Φ.Π.Α. (αν υπάρχει).
Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.
Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο