ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΠΑΡΗ κ.α. v. ΤΑΜΕΙΟ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, Πολιτική Έφεση αρ. 102/2018, 31/22, 18/7/2025
print
Τίτλος:
ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΠΑΡΗ κ.α. v. ΤΑΜΕΙΟ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, Πολιτική Έφεση αρ. 102/2018, 31/22, 18/7/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Έφεση αρ. 102/2018 σχ. με 31/22)

 

(Πολιτική Έφεση αρ. 102/2018)

 

ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΠΑΡΗ

Εφεσείουσα/Αιτήτρια

v.

 

ΤΑΜΕΙΟ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

                                                           

Εφεσίβλητων/Καθ’ ων η Αίτηση

 

-----------------------------

 

(Πολιτική Έφεση αρ. 31/22)

 

1.     Κωνσταντίνου Φραγκούδη κ.ά.

2.     Κυριάκου Χαραλαμπίδη κ.ά.

3.     Μάρκου Μάρκου κ.ά.

4.     Μαρίας Χαραλάμπους κ.ά.

 

v.

 

ΤΑΜΕΙΟ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

                                                           

Εφεσίβλητων/Καθ’ ων η Αίτηση

 

-----------------------------

Εμφανίσεις για την 102/2018:

Κ. Χατζηιωάννου για Α.Κ. Χατζηιωάννου & Σία, για εφεσείουσα.

Γ. Βαλιαντής με Χ. Παρασκευά (κα) για Λ. Παπαφιλίππου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για εφεσίβλητους.

Εμφανίσεις για την 31/22:

Κ. Χατζηιωάννου για Α.Κ. Χατζηιωάννου & Σία, για εφεσείοντες.

Γ. Βαλιαντής με Χ. Παρασκευά (κα) για Λ. Παπαφιλίππου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για εφεσίβλητους.

Εφεσείοντες 1 και 122, παρόντες

 

          ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Στυλιανίδου, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα, στην Πολιτική Έφεση 102/2018, ήταν μέλος του εφεσίβλητου Ταμείου μέχρι την πρόωρη αφυπηρέτησή της από την Τράπεζα Κύπρου στις 7.8.2013, την οποία επέλεξε στη βάση «Σχεδίου Εθελούσιας Εξόδου». Με αίτηση της στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, τον Ιανουάριο του 2014, ζήτησε όπως εκδοθεί απόφαση εναντίον του εφεσίβλητου Ταμείου, για καταβολή σε αυτήν ποσού το οποίο, κατά τον ισχυρισμό της, της οφειλόταν από το Ταμείο βάσει του Καταστατικού του. Η συνεκδικαζόμενη Πολιτική Έφεση 31/22, καταχωρίστηκε από αριθμό εφεσειόντων μελών του ίδιου Ταμείου οι οποίοι αποχώρησαν σε διάφορες ημερομηνίες στη βάση του ως άνω σχεδίου, και υπέβαλαν αιτήσεις σε διαφορετικές ημερομηνίες οι οποίες συνεκδικάστηκαν από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, υπό διαφορετική σύνθεση.

 

Αμφότερα τα πρωτόδικα Δικαστήρια απέρριψαν τις αιτήσεις των εφεσειόντων στις συνεκδικαζόμενες υπό κρίση εφέσεις με εν πολλοίς το ίδιο σκεπτικό, αν και αναφύονται κάποιες διαφορές στην κατάληξή τους. Ειδικότερα, στην Πολιτική Έφεση 31/22 τέθηκε πρωτοδίκως και το επιπλέον θέμα της παραγραφής της αίτησης ορισμένων εκ των αιτητών - εφεσειόντων. Το ζήτημα αυτό αφορά τον έβδομο λόγο έφεσης.

 

Θα εξετάσουμε πρώτα την Πολιτική Έφεση 102/2018, εν όψει του ότι το σκεπτικό της εκκαλούμενης απόφασης, σε μεγάλο βαθμό υιοθετήθηκε και στην εκκαλούμενη με την Πολιτική Έφεση 31/22 πρωτόδικη απόφαση.

 

Στην πολιτική Έφεση 102/2018, το πρωτόδικο Δικαστήριο απορρίπτοντας την απαίτηση της εφεσείουσας για καταβολή του αιτούμενου ποσού, κατέληξε ως εξής:

 

«Η υποχρέωση του Ταμείου, όπως έχουμε καταλήξει περιορίζεται στο μερίδιο της Αιτήτριας επί των μετοχών, το οποίο λόγω των νομοθετικών περιορισμών παραμένει ανεκπλήρωτο.»

 

Με τον τρίτο και τον πέμπτο λόγο έφεσης, προσβάλλεται η πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Εν όψει των πιο κάτω ρητών διατάξεων του περί της Ίδρυσης, των Δραστηριοτήτων και της Εποπτείας των Ταμείων Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών Νόμου του 2012» (Ν.208(Ι)/2012), («ο Νόμος»), ο οποίος έχει καταργηθεί αλλά εφαρμοζόταν στην παρούσα υπόθεση, κρίνουμε για τους λόγους που θα εξηγήσουμε πιο κάτω, ότι αναπόδραστα, οι λόγοι έφεσης 3 και 5 επιτυγχάνουν και η πρωτόδικη απόφαση θα πρέπει να παραμεριστεί.

 

Σημειώνουμε ότι στο ερμηνευτικό Άρθρο 2 του Νόμου, μεταξύ άλλων προβλέπεται ότι:

 

«Ταμείο Προνοίας» σημαίνει Ταμείο το οποίο παρέχει συνταξιοδοτικές παροχές οι οποίες καταβάλλονται υπό μορφή εφάπαξ πληρωμών·»

 

Το Άρθρο 29 του Νόμου προβλέπει:

«Παροχές από Ταμεία

 

29.-(1) Τηρουμένων των λοιπών διατάξεων του παρόντος Νόμου, οι παροχές που καταβάλλονται από κάθε Ταμείο καθορίζονται από τους κανόνες λειτουργίας του.

 

(2) Παροχές από Ταμείο δύνανται να καταβάλλονται μόνο σε μέλος του και τους νόμιμους κληρονόμους του μέλους-

 

(α) σε περίπτωση αφυπηρέτησης, που λαμβάνει χώρα όταν το μέλος υπερβεί την καθοριζόμενη από τους κανόνες λειτουργίας ηλικία,

(β) σε περίπτωση κατά την οποία το μέλος καθίσταται μόνιμα ανίκανο για την εργασία που εκτελεί,

 

(γ) σε περίπτωση θανάτου του μέλους,

 

(δ) σε περίπτωση τερματισμού της απασχόλησης του μέλους, ή

 

(ε) σε περίπτωση διάλυσης του Ταμείου:

 

Νοείται ότι, όταν πρόκειται για μέλος Ταμείου, το οποίο λειτουργεί για μισθωτούς περισσοτέρων της μιας χρηματοδοτουσών επιχειρήσεων, είτε της ίδιας είτε διαφορετικής οικονομικής δραστηριότητας, ο τερματισμός της απασχολήσεως του μέλους αυτού δεν θεμελιώνει δικαίωμα για παροχή δυνάμει της παραγράφου (δ), πριν την εκπνοή έξι (6) μηνών από τον τερματισμό της απασχόλησης του μέλους και εφόσον το μέλος δεν έχει στο μεταξύ απασχοληθεί σε άλλη από τις εν λόγω επιχειρήσεις.

 

(3) Καμιά μείωση συσσωρευμένων δικαιωμάτων από Ταμείο δεν επιτρέπεται, εκτός στην περίπτωση οικειοθελούς τερματισμού της απασχόλησης του μέλους πριν από τη συμπλήρωση τεσσάρων (4) ετών συνεχούς απασχόλησης με τη χρηματοδοτούσα επιχείρηση׃

 

Νοείται ότι, προκειμένου περί Ταμείου Προνοίας, απαγορεύεται η μείωση των συσσωρευμένων δικαιωμάτων τα οποία προκύπτουν από τις προσωπικές εισφορές του μέλους.

 

(4) Η μέθοδος υπολογισμού του ποσού της παροχής, η οποία καταβάλλεται από Ταμείο Προνοίας σε μέλος ή στους νόμιμους κληρονόμους του καθορίζεται με Κανονισμούς.»

 

(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο)

 

Σημειώνουμε εντούτοις ότι δεν είχαν θεσπιστεί κατά τον επίδικο χρόνο Κανονισμοί όπως προβλέπεται στο Άρθρο 29(4) του Νόμου, ανωτέρω.

 

Διεξήλθαμε του Καταστατικού του επίδικου Ταμείου. Δεν υπάρχει οποιαδήποτε πρόνοια, η οποία μπορεί να ερμηνευθεί ως παρέχουσα την ευχέρεια να καταβληθεί παροχή από το Ταμείο, σε μορφή άλλη, από χρηματικό ποσόν. Σημειώνουμε επίσης, ότι διατηρούμε την επιφύλαξη ότι και να υπήρχε τέτοια πρόνοια στο Καταστατικό, αυτή δεν μπορούσε να ήταν έγκυρη, εφόσον θα ήταν αντίθετη με τις πιο πάνω ρητές πρόνοιες του Νόμου.

 

Με δεδομένη την επιτυχία των πιο πάνω λόγων έφεσης, θα εξετάσουμε κατά πόσον μπορεί το ίδιο το Εφετείο να υποκαταστήσει την πρωτόδικη κρίση.

 

Θα πρέπει συναφώς να εξεταστούν και οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης, ειδικά αυτοί που αφορούν στην ερμηνεία του Καταστατικού, εφόσον δυνάμει του Νόμου, το όποιο ωφέλημα, υπό μορφή χρηματικού ποσού, δικαιούται η εφεσείουσα, θα πρέπει να υπολογισθεί στη βάση του Καταστατικού.

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης, σχετίζεται, κατά την άποψη μας, με την ερμηνεία του Καταστατικού. Παραπονείται η εφεσείουσα ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν θεώρησε ότι εφόσον κατά τον χρόνο αποχώρησής της, υπήρχε εν ισχύ ενδιάμεσο μονομερές απαγορευτικό διάταγμα εκδοθέν από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, δυνάμει του οποίου εμποδίζετο η μετατροπή των καταθέσεων του Ταμείου σε μετοχές και εφόσον δυνάμει της ΚΔΠ 278/13 προνοείτο ότι τα περί διάσωσης με ίδια μέσα λοιπά διατάγματα, δεν εφαρμόζονταν σε περιπτώσεις όπου βρίσκονταν σε ισχύ απαγορευτικά διατάγματα, δεν θα έπρεπε να τύχει υπολογισμού η ζημιά στο ενεργητικό του ταμείου, από τη μετατροπή των καταθέσεων του, σε μετοχές της Τράπεζας Κύπρου.

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται χωρίς να χρειαστεί να ειπωθούν πολλά. Τα παρεμπίπτοντα διατάγματα, όπως το επίδικο, έχουν σκοπό τη διατήρηση του status quo ante, μέχρι την επίλυση της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων. Δεν διαγιγνώσκουν την ουσία της διαφοράς των διαδίκων, βλέπε, μεταξύ άλλων, American Cyanamid Co v. Ethicon Ltd [1975] 1 ALL ER 772. Η όποια ισχύς του διατάγματος δεν μπορούσε παρά να επιφέρει μία προσωρινή επίδραση στη διαφορά μεταξύ των διαδίκων. Συμφωνούμε επομένως με την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την σημασία του επίδικου μονομερώς εκδοθέντος απαγορευτικού διατάγματος.

 

Όπως προαναφέραμε, σύμφωνα με τον Νόμο, η απαίτηση της εφεσείουσας θα πρέπει να υπολογισθεί στη βάση του επίδικου Καταστατικού. Τα σχετικά Άρθρα του, έχουν ως εξής:

 

Άρθρο 13 του Καταστατικού:

 

«Μέλος που αποχωρεί κατά τη διάρκεια του έτους για οποιονδήποτε λόγο και όταν η ημερομηνία αποχώρησης είναι από την πρώτη μέχρι και τη δέκατη Πέμπτη μέρα του μηνός συμπεριλαμβανομένης, θα δικαιούται το ποσό που είναι πιστωμένο στο λογαριασμό του κατά το τέλος του μήνα που προηγείται του μηνός της αποχώρησης πλέον κέρδη, μείον ζημιές για την περίοδο. Σε περίπτωση που η ημερομηνία αποχώρησης είναι στην περίοδο από τη δέκατη έκτη μέχρι και την τελευταία μέρα του μηνός συμπεριλαμβανομένων, το μέλος θα δικαιούται το ποσό που θα είναι πιστωμένο κατά το τέλος του μήνα της αποχώρησης πλέον κέρδη μείον ζημιές για την περίοδο.»

 

Άρθρο 11(4) του Καταστατικού:

 

«4. Υπολογισμός των καθαρών πλεονασμάτων ή ελλειμμάτων του Ταμείου, θα γίνεται τουλάχιστον στο τέλος κάθε τριμηνίας. Πλεονάσματα ή ελλείμματα που προκύπτουν, θα διανέμονται στα Μέλη αναλογικά με βάση τα σε πίστη τους υπόλοιπα κατά την τελευταία μέρα της περιόδου που αφορούν τα πιο πάνω πλεονάσματα ή ελλείμματα.

 

Για το σκοπό αυτό, θα γίνεται αποτίμηση των επενδύσεων του Ταμείου που δεν συνίσταται σε μετρητά ή καταθέσεις μετρητών, με βάση η δίκαιη αξία τους ως ακολούθως:

 

(α) Προκειμένου περί επενδύσεων σε ακίνητα, η εκτίμηση της αξίας της ακίνητης ιδιοκτησίας του Ταμείου θα γίνεται στο τέλος κάθε έτους από δύο ανεξάρτητους εγγεγραμμένους εκτιμητές. Η αξία της ιδιοκτησίας θα είναι η μέση τιμή των δύο εκτιμήσεων. Η Διαχειριστική Επιτροπή έχει το δικαίωμα όποτε το θεωρεί αναγκαίο να ζητήσει εκτίμηση των επενδύσεων σε ακίνητη ιδιοκτησία του Ταμείου.

 

(β) Προκειμένου περί επενδύσεων σε τίτλους αξιών (μετοχές, δικαιώματα αγοράς μετοχών ή άλλες αξίες) η αποτίμηση θα γίνεται τηρουμένων των προνοιών σχετικής εκάστοτε νομοθεσίας και των Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης».

 

Η ερμηνεία και εφαρμογή του Καταστατικού επί των γεγονότων της υπόθεσης από το πρωτόδικο Δικαστήριο, προσβάλλεται με τον δεύτερο και τον τέταρτο λόγο έφεσης.  Το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση έχει ως ακολούθως:


«Προφανώς από τις παραπάνω διατάξεις, του Νόμου και του Καταστατικού, ο χρόνος αποχώρησης του μέλους από το Ταμείο είναι ο χρόνος που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στον καθορισμό του ποσού που δικαιούται το αποχωρούν μέλος. Στην προκείμενη περίπτωση η αποχώρηση της Αιτήτριας συμπίπτει με τον χρόνο τερματισμού της απασχόλησης της που έγινε στις 7.8.2013. Συνεπώς με βάση τον Κανονισμό 13, η Αιτήτρια δικαιούται το ποσό που ήταν πιστωμένο στο λογαριασμό της κατά το τέλος του μήνα που προηγήθηκε του μηνός της αποχώρησης της (δηλαδή μέχρι τις 31.7.2013) πλέον κέρδη μείον ζημιές για την περίοδο.

 

Του τερματισμού της απασχόλησης της προηγήθηκαν τα μέτρα εξυγίανσης που οδήγησαν στην απομείωση και μετατροπή ποσοστού 47,5% από τους λογαριασμούς του Ταμείου στην Τράπεζα σε μετοχές ονομαστικής αξίας €1 εκάστη. Το Ταμείο λαμβάνοντας υπόψη την εν λόγω απομείωση διένεμε κατ' αναλογία (pro rata) σε όλα τα μέλη τη ζημιά που υπέστη με βάση τα σε πίστη τους υπόλοιπα και κατέβαλε στην Αιτήτρια το 52,5% του ποσού που υπολόγισαν ότι ήταν κατατεθειμένο σε πίστη του Ταμείου στην Τράπεζα και που αναλογούσε στην Αιτήτρια κατ' αναλογία των ποσών που φαίνονταν στη μερίδα της κατά την 10.9.2013, με επακόλουθο η Αιτήτρια να δικαιούται σε αριθμό μετοχών ονομαστικής αξίας €1 εκάστη ήτοι μετοχές ονομαστικής αξίας €128.061,55.

 

Η εν λόγω διαδικασία, οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι προβλέπεται και από τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (IFRS), καθώς είναι αδύνατη η καταβολή πληρωμής σε μέλος χωρίς να ληφθεί υπόψη η απομείωση της πραγματικής αξίας του ενεργητικού του Ταμείου και η κατανομή οποιουδήποτε ελλείμματος από επενδυτικές απώλειες ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο. Διαφορετικά ο μη υπολογισμός των αρνητικών επενδυτικών αποδόσεων του Ταμείου και η καταβολή σε αποχωρούν μέλος πρόσθετων ποσών από τους Λογαριασμούς του, οπωσδήποτε θα έθετε σε δυσμενέστερη θέση τα υφιστάμενα μέλη, καθώς θα έπρεπε αναγκαστικά να μειωθούν περαιτέρω τα ποσά που τους αναλογούν από τους εν λόγω Λογαριασμούς, προκειμένου να δοθούν περισσότερα στα αποχωρούντα μέλη.

 

Όπως ήδη έχουμε αναφέρει και σε προηγούμενες αποφάσεις μας, η σχέση μεταξύ μέλους και Ταμείου Προνοίας λειτουργεί ως σχέση εμπιστοσύνης η οποία ωστόσο σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να λειτουργεί σε βάρος των υπόλοιπων μελών. Συνεπώς σε κάθε περίπτωση που το Ταμείο λειτουργεί έξω από τα πλαίσια των θεμιτών του υποχρεώσεων οπωσδήποτε θα είναι υπόλογο απέναντι στα μέλη του.

 

Στην προκείμενη περίπτωση, από τα γεγονότα της υπόθεσης δεν έχει αποδειχθεί οποιαδήποτε υπαίτια ή αμελής ενέργεια προερχομένη από το Ταμείο για την απομείωση που δέχθηκαν τα προς όφελος της Αιτήτριας και των υπολοίπων μελών κατατιθέμενα ποσά. Τα μέτρα εξυγίανσης και τα επακόλουθα τους αποτέλεσαν ένα αναπάντεχο γεγονός που δεν ήταν προβλεπτό ούτε και στο Ταμείο.

 

Η αξία των μετοχών

 

Προφανώς από το γράμμα του Νόμου οι συνταξιοδοτικές παροχές από Ταμείο Προνοίας καταβάλλονται υπό μορφή εφάπαξ πληρωμής σε μέλος του Ταμείου ή στους νόμιμους κληρονόμους του, είτε σε περίπτωση τερματισμού της απασχόλησης, αφυπηρετήσεως ή θανάτου του μέλους είτε σε περίπτωση διάλυσης του Ταμείου. Το επίρρημα εφάπαξ αναφέρεται συνήθως σε χρηματικά ποσά που καταβάλλονται άπαξ δια παντός, με μία μόνο δόση και όχι τμηματικά, κατά διαστήματα (Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας). Συνεπώς, σύμφωνα με το γράμμα του Νόμου, οι παροχές είναι χρηματικές και δεν καλύπτονται παροχές σε είδος.

 

Από τη μαρτυρία των δύο πραγματογνωμόνων (κ. Γ. Μούντη και κ. Δ. Ταξιτάρη) δεν φαίνεται να προκύπτει ένα συγκεκριμένο εκκαθαρισμένο ποσό επί του οποίου το Δικαστήριο θα μπορούσε να εκδώσει απόφαση, καθώς ο πρώτος αναφέρεται σε εύρος τιμών από 9.6 -13.8 σεντς ανά μετοχή, ενώ ο δεύτερος από 8.7 -17.9 σεντς ανά μετοχή. Το σίγουρο όμως, όπως προκύπτει μέσα από τις εκτιμήσεις, είναι ότι σε κάθε περίπτωση η ονομαστική αξία των μετοχών του Ταμείου που προέκυψαν από την ΚΔΠ 103/2013 δεν προσεγγίζει την πραγματική τους αξία.»

 

Το ζήτημα της ερμηνείας των Καταστατικών Ταμείων Προνοίας, έχει απασχολήσει το Εφετείο στην υπόθεση ΣΩΤΗΡΗ ΠΕΛΕΓΚΑΡΗ κ.α. v. THE BRITISH AIRWAYS CYPRUS EMPLOYEES PROVIDENT FUND, Πολιτική Έφεση Αρ. 27/2018, 21/2/2024, στην οποία λέχθηκαν τα εξής:

 

«Προτού υπεισέλθουμε σε ένα έκαστο Λόγο Έφεσης, θα προχωρήσουμε σε ερμηνεία των επίμαχων προνοιών του Καταστατικού του Ταμείου. Επισημαίνουμε, εν πρώτοις, ότι σύμφωνα με το Άρθρο 9(1) του περί της Ίδρυσης, Εγγραφής, Λειτουργίας και Εποπτείας των Ταμείων Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών Νόμου Ν208(Ι)/2012 (ο «Νόμος») κάθε ταμείο διέπεται από τους κανόνες λειτουργίας του, οι οποίοι ερμηνεύονται στον Νόμο ως «νομοθεσία, σύμβαση, συμφωνία, έγγραφο καταπιστεύματος, καταστατικό ή άλλο έγγραφο, ανάλογα με την περίπτωση, βάσει των οποίων ιδρύεται και λειτουργεί το Ταμείο».

 

Όπως προκύπτει από τη νομολογία δεν υπάρχουν ειδικοί κανόνες για την ερμηνεία κανονισμών ταμείων συντάξεων, τυγχάνουν δε εφαρμογής οι γενικοί κανόνες ερμηνείας. Είναι, εντούτοις, απαραίτητο όπως οι εν λόγω κανονισμοί ερμηνεύονται με τρόπο πρακτικό και έχοντας κατά νου τον σκοπό για τον οποίο συνομολογήθηκαν.

 

Όπως λέχθηκε στην Αγγλική απόφαση Hoover Limited v Robert Hetherington, The Hoover Trust Fund (1987) Limited (2002) EWCH 1052 (Ch):

 

«The approach to the documents constituting a pension scheme must necessarily be practical and purposive».

 

Η ερμηνεία εγγράφων είναι θέμα νομικό και, ως τέτοιο, αποτελεί έργο του Δικαστηρίου. Κατά την άσκηση της αρμοδιότητας του αυτής, το Δικαστήριο έχει ως σκοπό την ανεύρεση της πραγματικής πρόθεσης των μερών, με βασική αρχή ότι η πρόθεση των μερών είναι όπως εκφράστηκε στο έγγραφο. Στο σύγγραμμα Chitty On Contracts - General Principles, 25η έκδοση, στις παραγράφους 765 και 766 αναφέρεται ότι, σκοπός της ερμηνείας των όρων μίας γραπτής συμφωνίας, είναι το να διαφανεί από αυτούς η πρόθεση των συμβαλλομένων μερών. Περαιτέρω, τεκμαίρεται ότι οι συμβαλλόμενοι εννοούσαν αυτά τα οποία και αναγράφονται επί της συμφωνίας, και άρα οι λέξεις ερμηνεύονται ως έχουν. Όπως λέχθηκε στην Investors Compensation Scheme Ltd v West Bromwich Building Society (1998) 1 W.L.R. 896, όμως:

 

«Interpretation is the ascertainment of the meaning which the document would convey to a reasonable person having all the background knowledge which would reasonably have been available to the parties in the situation in which they were at the time of the contract».

 

 Ουσιαστικό κριτήριο για την ερμηνεία εγγράφων αποτελεί η συνήθης σημασία των λέξεων και όρων μίας συμφωνίας. Για να διακριβωθεί η σημασία και το πραγματικό νόημα ενός όρου πρέπει το κείμενο να ερμηνεύεται συνολικά και όχι μεμονωμένα ή αποσπασματικά έτσι ώστε να αποφεύγεται ο κίνδυνος δυσαρμονίας στην εξήγηση τους, που στο τέλος δεν θα αντικατοπτρίζει αντικειμενικά την πρόθεση των μερών (βλ. Ανόρθωσις ν. Απόλλων (2002) 1 (AA.A.Δ. 518).

 

Όπου υπάρχει ασάφεια, υπεισέρχεται η ερμηνευτική αρχή verba chartarum forties accipiuntur contra prοferentem. (βλ. Πανευρωπαϊκή Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ ν. Χριστίνα Γλυκή (1998) 1 Α.Α.Δ. 1639 και Λιπέρη υπό την ιδιότητα του ως Διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντα Ελευθέριου Γεώργιου Πουντζιουρή ν Ecclesiastical Insurance Office Plc, Πολ. Εφ. 42/2013 ημερ. 19.7.2019), ECLI:CY:AD:2019:A329

 

Εν όψει των πιο πάνω νομολογιακών αρχών αναφορικά με την ερμηνεία Καταστατικών Ταμείων Προνοίας, θεωρούμε εσφαλμένη την πρωτόδικη ερμηνεία των προνοιών του επίδικου Καταστατικού ήτοι, ότι βάσει αυτού, θα έπρεπε να κατανεμηθεί ισότιμα σε όλα τα μέλη του ταμείου, η όποια ζημιά του Ταμείου ανεξαρτήτως της ημερομηνίας αποχώρησής τους. Η πιο πάνω θέση δεν βρίσκει οποιοδήποτε έρεισμα ούτε στον Νόμο ούτε σε νομολογία. Στην αγγλική νομολογία επί του θέματος, τίθενται οι αρχές ερμηνείας Καταστατικών Ταμείων Προνοίας, τις οποίες υιοθετούμε:

 

Συγκεκριμένα, στην υπόθεση Mettoy Pension Trustees Ltd v Evans (1990) WLR 1587, λέχθηκαν τα εξής:

 

Thirdly, although there are no special rules governing the construction of pension scheme documents, the background facts or surrounding circumstances in the light of which those documents have to be construed — their “matrix of fact” to use the modern phrase coined by Lord Wilberforce — include four special factors. The first factor is that, as the Court of Appeal pointed out in two unreported cases of which I have been provided with Lexis transcripts, namely Kerr v. British Leyland (Staff) Trustees Ltd. (unreported), 26 March 1986; Court of Appeal (Civil Division) Transcript No. 286 of 1986 and Mihlenstedt v. Barclays Bank International Ltd., The Times, 18 August 1989, Court of Appeal (Civil Division) Transcript No. 817 of 1989, the beneficiaries under a pension scheme such as this are not volunteers. Their rights have contractual and commercial origins. They are derived from the contracts of employment of the members. The benefits provided under the scheme have been earned by the service of the members under those contracts and, where the scheme is contributory, pro tanto by their contributions… It would be inappropriate and indeed perverse to construe such documents so strictly as to undermine their effectiveness or their effectiveness for their purpose. I do not think that, in saying that, I am saying anything different from, what was said by Lord Upjohn when in In re Gulbenkian's Settlements [1970] A.C. 508, 522, he referred, in the context of a private settlement, to

 

“the duty of the court by the exercise of its judicial knowledge and experience in the relevant matter, innate common sense and desire to make sense of the settlor's or parties' expressed intentions, however obscure and ambiguous the language that may have been used, to give a reasonable meaning to that language it if can do so without doing complete violence to it.”

 

What the court has to do here is to perform that duty in the comparatively novel and different context of pension scheme trusts”.

 

Οι πιο πάνω αρχές έτυχαν περαιτέρω επεξήγησης στη μεταγενέστερη υπόθεση, Hoover Limited v Robert Hetherington, The Hoover Trust Fund (1987) Limited (2002) EWCH 1052 (Ch):

 

There was no dispute as to the relevant principles. The approach to the documents constituting a pension scheme must necessarily be practical and purposive (see Mettoy Pension Trustees v Evans [1991] 2 All ER 513[1990] 1 WLR 1587). The Rules cannot always be expected to have the consistency and coherence which in an ideal world they would possess and arguments based on a too detailed analysis of the terms used may frustrate themselves. Ultimately the task is that identified by Lord Hoffmann in Investors Compensation Scheme v West Bromwich Building Society [1998] 1 All ER 98[1998] 1 WLR 896 (HL), ascertainment of the meaning which the document would convey to a reasonable person having all the background knowledge which would reasonably have been available to the parties in the situation in which they were at the time. It is necessary to bear in mind that the Rules are Rules of a pension scheme, and a pension represents deferred remuneration of the employee. To take an extreme example, a construction which incidentally resulted in a class of former employees receiving no pension might be approached with suspicion. Equally, fiscal background is often of central importance in the construction of documents such as the present.»

 

Δεν παραβλέπουμε ότι η εφεσείουσα, με τον δεύτερο και τέταρτο λόγο έφεσης, προωθεί τη θέση ότι εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε εύρημα για το ύψος της ζημιάς, θα έπρεπε να της αποδώσει ολόκληρο, το εις πίστην της ποσόν. Δεν συμφωνούμε όμως με τη θέση αυτή. Δεν θεωρούμε ότι οι πιο πάνω πρόνοιες του Καταστατικού τυγχάνουν τέτοιας ερμηνείας. Δεν συμφωνούμε επίσης, με τη θέση της εφεσείουσας ότι έπρεπε να αποδοθεί στις εν λόγω μετοχές, κατ’ ανάγκη, η ονομαστική τους αξία ύψους €1. Η αποτίμησή τους θα πρέπει να γίνει δια των αρχών που προβλέπονται στο Καταστατικό.  

 

Εν όψει της κατάληξής μας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία του Καταστατικού, προβαίνουμε σε υποκατάσταση της πρωτόδικης κρίσης επ’ αυτού του ζητήματος. Κρίνουμε ότι εν όψει των πιο πάνω νομολογιακών αρχών, προκύπτει ότι η ορθή ερμηνεία του Καταστατικού είναι η ακόλουθη:

 

·         Η εφεσείουσα δικαιούται να λάβει υπό μορφή χρηματικού ποσού ωφέλημα από το Ταμείο, υπολογισθέν κατά την ημερομηνία αποχώρησής της.

 

·        Στην εφεσείουσα δεν αντιστοιχεί μερίδιο από τα εις πίστην του ταμείου ποσά ή μετοχές. Η μέθοδος υπολογισμού του ποσού που ενδεχομένως να της οφείλεται είναι η εξής: Της οφείλεται ποσόν που αντιστοιχεί στα εις πίστην της χρηματικά ποσά κατά την ημερομηνία αποχώρησής της, πλέον πλεόνασμα ή μείον έλλειμα επί του ενεργητικού του Ταμείου.

 

Προς επίρρωση της κατάληξής μας αναφορικά με την ερμηνεία του Καταστατικού, επισημαίνουμε ότι αυτή συνάδει με τον Κανονισμό 10 των περί των Ταμείων Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών Κανονισμών του 2014, οι οποίοι, εκδόθηκαν δυνάμει του Νόμου, μετά την αποχώρηση της εφεσείουσας από την εργασία της, ο οποίος θεωρούμε ότι ρίχνει φως στις σχετικές με το ζήτημα των παροχών διατάξεις του Νόμου. Αναφέρεται σε μεθόδους επιμέτρησης της αξίας κινητών αξιών, για σκοπούς υπολογισμού παροχής. Προκύπτει σαφώς, από τον εν λόγω Κανονισμό, ότι δεν προβλέπεται από τον Νόμο η κατανομή μετοχών αντί χρηματικού ποσού, ως παροχή σε μέλος Ταμείου, και συνακόλουθα ούτε και δύναται να ερμηνευθεί τοιουτοτρόπως, Καταστατικό Ταμείου.

 

Έχουμε ήδη καταλήξει στο πλαίσιο του πρώτου λόγου έφεσης, ότι κατά την ημερομηνία αποχώρησης της εφεσείουσας, το Ταμείο διέθετε μετοχές στην Τράπεζα Κύπρου, οπότε θα έπρεπε να αποτιμηθεί δυνάμει του Καταστατικού, η «δίκαιη αξία τους», «τηρουμένων των προνοιών σχετικής εκάστοτε νομοθεσίας και των Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης», ως προβλέπεται στο Καταστατικό.

 

          Το γεγονός ότι η εφεσείουσα ενδεχομένως να δικαιούται σε μεγαλύτερο ποσό από τα μέλη που δεν αποχώρησαν κατά την ημερομηνία την οποία η ίδια επέλεξε, δεν αποτελεί ακραίο αποτέλεσμα της ερμηνείας των ρητών όρων του Καταστατικού, σε βαθμό που δεν θα μπορούσε ευλόγως να συνάδει με την τελεολογική ερμηνεία του Καταστατικού. Εφαρμόζεται επί του προκειμένου, η ανάλυση των νομολογιακών αρχών όπως τέθηκαν στην υπόθεση Hoover Limited, ανωτέρω.

 

Είναι προφανές ότι στην παρούσα υπόθεση, δεν έχουμε ενώπιόν μας πρωτόδικο εύρημα ως προς τη ζημιά την οποία κατ’ ισχυρισμό υπέστη το Ταμείο, ώστε να μπορέσουμε να καταλήξουμε με βάση την  «μέθοδο υπολογισμού» του ποσού στο οποίο δικαιούται η εφεσείουσα με βάση το Καταστατικό, και κατ’ εφαρμογή της σχετικής ως άνω ρητής νομοθετικής ρύθμισης. Διαπιστώνουμε κενό στον τρόπο αξιολόγησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεδομένου και του ερευνητικού χαρακτήρα της διαδικασίας. Δεν θεωρούμε ότι θα ήταν ορθό να προβεί, το Εφετείο, σε αξιολόγηση της μαρτυρίας, έργο που ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Εν όψει των πιο πάνω δεδομένων, κατ’ αναλογία με την προσέγγιση στην υπόθεση SALAMIS TOURS (HOLDINGS) PUBLIC LIMITED v. ΚΩΣΤΑ ΚΑΘΗΤΖΙΩΤΗ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 278/2018, 29/1/2025, θεωρούμε ότι είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης όπως η υπόθεση παραπεμφθεί για επανεκδίκαση από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο εκδίκασε την παρούσα, μόνον ως προς τον υπολογισμό του οφειλόμενου προς την εφεσείουσα ποσού, με βάση την κρίση μας επί του πρώτου λόγου έφεσης και με βάση την πιο πάνω ερμηνεία του Καταστατικού και του Νόμου, στην οποία καταλήξαμε.

 

Εν όψει της αποτυχίας του πρώτου λόγου έφεσης και της μερικής επιτυχίας των λόγων έφεσης 2, 3, 4 και 5 η παρούσα έφεση επιτυγχάνει μερικώς. Συνακόλουθα, η εξέταση των λόγων έφεσης 6, 7 και 8 κρίνεται αχρείαστη.

 

Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Παραμερίζεται, επίσης, η πρωτόδικη διαταγή για έξοδα. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα παραμείνουν στην πορεία εκδίκασης της αίτησης.

 

Στρεφόμενοι στην έφεση 31/22, επισημαίνουμε εν πρώτοις, ότι πρόκειται για έφεση επί μίας απόφασης σε αιτήσεις που συνεκδικάστηκαν, αλλά εντούτοις δεν αποσυνδέθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Δραττόμαστε ως εκ τούτου της ευκαιρίας, να επαναλάβουμε την επισήμανση μας, στην πρόσφατη υπόθεση Αργυρώ Παπατρύφωνος v. Κυπριακή Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ, Πολιτική Έφεση αρ. Ε73/2024, 27/1/2025, ήτοι, ότι η ορθότερη δικονομική προσέγγιση θα ήταν η αποσύνδεση των εκδικασθεισών αιτήσεων από το πρωτόδικο Δικαστήριο, η συνεπακόλουθη ξεχωριστή απόφαση για κάθε αίτηση, καθώς και η καταχώριση ξεχωριστών εφέσεων από τους αιτητές στην κάθε αίτηση που συνεκδικάστηκε.

 

Περαιτέρω, σημειώνουμε ότι στην υπόθεση Ελευθέριος Θεοδώρου v. Κωνσταντίνος Μαλλούπα κ.α.Πολιτική Έφεση αρ. 62/18, ημερομηνίας 5/4/2024, αποφασίστηκε ότι η εκεί έφεση εναντίον συνεκδικασθεισών υποθέσεων, οι οποίες είχαν αποσυνδεθεί, ήταν προδήλως αβάσιμη, δυνάμει του Μέρους 41.9 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023. Εντούτοις, εφαρμόζοντας το σκεπτικό της εν λόγω υπόθεσης, στις περιστάσεις της παρούσας έφεσης, καταλήγουμε ότι, παρά τις επιφυλάξεις μας, εν όψει του ότι, κυρίως, στην παρούσα περίπτωση, τα γεγονότα στις αιτήσεις που συνεκδικάστηκαν, ήταν πανομοιότυπα και η απόφαση η οποία εκδόθηκε για έκαστο εφεσείοντα ήταν και πάλι πανομοιότυπη, η παρούσα δεν αποτελεί προδήλως αβάσιμη έφεση. Θα προχωρήσουμε, ως εκ τούτου στην εξέτασή της.

 

 Με τον έβδομο λόγο έφεσης προσβάλλεται η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το δικαίωμα αριθμού εκ των εφεσειόντων, να υποβάλουν αίτηση είχε παραγραφεί δυνάμει του Άρθρου 12(10Α) του περί Ετησίων Αδειών μετ’ Απολαβών Νόμου του 1967 (8/1967), όπως έχει τροποποιηθεί, το οποίο προβλέπει ότι «Αίτηση στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών υποβάλλεται εντός δώδεκα μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία ανέκυψε το προς υποβολήν αιτήσεως δικαίωμα». Είναι θεωρούμε προφανές ότι ο παρών λόγος έφεσης χρήζει εξέτασης κατά προτεραιότητα.

 

Είναι η θέση του συνηγόρων των εφεσειόντων ότι το εν λόγω εδάφιο, δεν εφαρμόζεται στην επίδικη διαφορά, αλλά περιορίζεται σε διαφορά που εμπίπτει στην εμβέλεια του Άρθρου 12(1) του Νόμου 8/1967.  Το Άρθρο 12(1)(β) του Νόμου 8/1967, προβλέπει:

 

«12.-(1) Καθιδρύεται Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών, (εν τω παρόντι Νόμω καλούμενον “Το Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών”) εις την αποκλειστικήν δικαιοδοσίαν του οποίου υπάγεται η διάγνωσις και απόφασις επί των ακολούθων διαφορών:

 

………………………………………………………………………….….

 

(β) απασών των εργατικών διαφορών, συμπεριλαμβανομένου και παντός συμπληρωματικού ή παρεμπίπτοντος θέματος παραπεμπομένου αυτώ δυνάμει ρητής διατάξεως οιουδήποτε ετέρου νόμου ή Κανονισμών εκδοθέντων δυνάμει αυτού ή αμφοτέρων·»

 

(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο)

 

 

Η επίδικη διαφορά παραπέμφθηκε στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών δυνάμει του Άρθρου 30 του Νόμου, το οποίο προβλέπει ότι κάθε διαφορά, εγειρόμενη συνεπεία της εφαρμογής των διατάξεων του, μεταξύ μέλους ή δικαιούχου και Ταμείου, υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών.

 

Εντούτοις, η επίδικη απαίτηση η οποία βασίζεται στον Νόμο, δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως θέμα συμπληρωματικό ή παρεμπίπτον «εργατικής διαφοράς.» Το ερμηνευτικό Άρθρο 2 του Νόμου 8/1967  ορίζει την «εργατική διαφορά» ως εξής:

 

«Εργατική Διαφορά” σημαίνει οιανδήποτε διαφοράν μεταξύ εργοδοτών και εργοδοτουμένων ή μεταξύ εργοδοτουμένων και εργοδοτουμένων, εν σχέσει προς την απασχόλησιν ή την μη απασχόλησιν ή τας συνθήκας απασχολήσεως ή τους όρους απασχολήσεως οιωνδήποτε προσώπων είτε εργοδοτουμένων υπό του εργοδότου μετά του οποίου εγείρεται η διαφορά είτε μή·»

 

Είναι θεωρούμε σαφές, ότι η επίδικη διαφορά δεν αποτελεί διαφορά μεταξύ εργοδότη και εργοδοτούμενου, ούτε και διαφορά μεταξύ εργοδοτουμένων. Το εφεσίβλητο Ταμείο απέκτησε ξεχωριστή από τα μέλη του και τον εργοδότη, νομική προσωπικότητα με την εγγραφή του στο μητρώο, που προβλέπεται από τον Νόμο, (βλέπε Άρθρο 8 του Νόμου). Αποτελεί νομικό πρόσωπο, το οποίο δεν είναι ούτε εργοδότης, ούτε άλλος εργοδοτούμενος ο οποίος απασχολείται από τον εργοδότη των εφεσειόντων. 

 

Ως εκ τούτου, το Άρθρο 12(10Α) του Νόμου 8/1967, δεν τυγχάνει εφαρμογής.  Παρατηρούμε ότι υπάρχει νομοθετικό κενό ως προς τον χρόνο παραγραφής της υπό κρίση απαίτησης, εφόσον ενώ το Άρθρο 31 του Νόμου προβλέπει ότι Κανονισμοί καθορίζουν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες παραγράφεται η αξίωση μέλους Ταμείου Προνοίας ή προσώπων που καθίστανται δικαιούχοι δυνάμει του Νόμου, εντούτοις, στον Κανονισμό 17 των περί των Ταμείων Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών Κανονισμών του 2014 γίνεται πρόβλεψη αναφορικά με την προθεσμία υποβολής απαίτησης στη Διαχειριστική Επιτροπή του Ταμείου και όχι ρητή αναφορά σε προθεσμία υποβολής απαίτησης στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών.

 

Εν πάση περιπτώσει, εν όψει των ανωτέρω διαπιστώσεων μας, ο έβδομος λόγος έφεσης ευσταθεί και επιτυγχάνει και συνεπώς η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αναστείλει την αίτηση 613/14 παραμερίζεται. Σημειώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αναστείλει και την αίτηση 48/15, όμως εξ όσων φαίνεται ουδείς εκ των εκεί αιτητών δεν έχει εφεσιβάλει την εκκαλούμενη απόφαση.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την επίδραση του προαναφερθέντος απαγορευτικό διατάγματος, η οποία είναι ταυτόσημη με την κατάληξη στην εκκαλούμενη με την συνεκδικαζόμενη έφεση 102/2018 πρωτόδικη απόφαση. Ο πρώτος λόγος έφεσης επιτυγχάνει με το ίδιο σκεπτικό όπως και στην έφεση 102/2018.

 

Εν αντιθέσει με την εκκαλούμενη με την έφεση 102/2018 απόφαση, το πρωτόδικο Δικαστήριο στην υπό κρίση έφεση, δεν κατέληξε ότι οι εφεσείοντες δικαιούνται σε μετοχές της Τράπεζας Κύπρου. Αν και διακρίνουμε κάποια ασάφεια στο σκεπτικό του, φαίνεται να δέχεται ότι οι εφεσείοντες δικαιούνταν σε καταβολή χρηματικού ποσού, όμως κατέληξε ότι δεν είχε ενώπιόν του αξιόπιστη μαρτυρία για συγκεκριμένο ποσόν επί του οποίου θα μπορούσε να εκδώσει απόφαση υπέρ των εφεσειόντων, εν όψει των ενώπιον του εκτιμήσεων υπό εμπειρογνωμόνων. 

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης προωθείται η θέση ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποφάσισε ρητά και απερίφραστα ότι εκείνο που δικαιούνται οι εφεσείοντες, είναι η καταβολή των ωφελημάτων τους σε μετρητά και όχι σε είδος, ήτοι σε μετοχές. Ο τρίτος λόγος έφεσης ευσταθεί και επιτυγχάνει ενόψει της ερμηνείας του Καταστατικού και των ρητών προνοιών του Νόμου στην οποία προβήκαμε στο πλαίσιο της έφεσης 102/2018, ανωτέρω.

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, να μην προβεί σε υπολογισμό του οφειλόμενου ποσού παροχής, καθώς και η κατάληξή του ότι η αξία των επίδικων μετοχών δεν μπορούσε να ισούται με την ονομαστική τους αξία. Ο τέταρτος λόγος έφεσης επιτυγχάνει μερικώς, με το ίδιο σκεπτικό που εφαρμόσαμε για τα ίδια σημεία στο πλαίσιο του δεύτερου και τέταρτου λόγου έφεσης στην έφεση 102/2018.

 

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, προσβάλλεται η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία υιοθέτησε την ανάλυση και τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην εκκαλούμενη με την έφεση 102/2018 απόφαση, ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του Καταστατικού αναφορικά με τον υπολογισμό των ωφελημάτων των εφεσειόντων. Ο δεύτερος λόγος έφεσης ευσταθεί και επιτυγχάνει με το ίδιο ως άνω σκεπτικό που εφαρμόσαμε στην έφεση 102/2018.

 

Εν όψει αποτυχίας του πρώτου λόγου έφεσης και της επιτυχίας των πιο πάνω λόγων έφεσης, η έφεση επιτυγχάνει μερικώς.

 

Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας, θα παραμείνουν στην πορεία της αίτησης.

 

Για τους ίδιους λόγους όπως και στην έφεση 102/2018, ανωτέρω, θεωρούμε ότι είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης όπως η υπόθεση παραπεμφθεί για επανεκδίκαση από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο εκδίκασε την εκκαλούμενη με την παρούσα έφεση απόφαση, μόνον ως προς τον υπολογισμό των οφειλόμενων προς τους εφεσείοντες ποσών, με βάση την κρίση μας επί του πρώτου λόγου έφεσης και με βάση την πιο πάνω ερμηνεία του Καταστατικού και του Νόμου, στην οποία καταλήξαμε ανωτέρω στο πλαίσιο της έφεσης 102/2018.

 

          Στην έφεση 102/2018 επιδικάζονται εναντίον του εφεσίβλητου και υπέρ της εφεσείουσας €3.000, πλέον ΦΠΑ (εάν υπάρχει), ως έξοδα.

 

 

 

 

Στην έφεση 31/22 επιδικάζονται εναντίον του εφεσίβλητου και υπέρ των εφεσειόντων €3.000, πλέον ΦΠΑ (εάν υπάρχει), ως έξοδα.

 

 

 

                                                                   

                                                                        ΑΛ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.

 

 

                                                                        Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

                                                                        Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο