
ΕΦΕΤΕΙΟ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 102/2023)
17 Ιουλίου, 2025
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
S. A.
Εφεσείουσα,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ
Εφεσίβλητης.
--------------------
Ν. Γεωργίου, για Π. ΑΓΓΕΛΙΔΗΣ & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε., δικηγόροι για την Εφεσείουσα.
Μ. Φιλίππου (κα), δικηγόρος, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο για την Εφεσίβλητη.
__--------------------
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Σεραφείμ, Δ.:
--------------------
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.: Με την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας ημερομηνίας 3.8.2023 στην Προσφυγή Αρ. 1734/22 S.A. v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ επικυρώθηκε η απόφαση της Εφεσίβλητης, κοινοποιηθείσα στην Εφεσείουσα στις 3.3.2023 δια επιστολής ημερομηνίας 10.2.2022, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση της τελευταίας για παροχή διεθνούς προστασίας και, συνακόλουθα, αποφασίστηκε η επιστροφή της.
Η Εφεσείουσα είναι υπήκοος και κάτοχος διαβατηρίου του Ιράν. Στην Κυπριακή Δημοκρατία εισήλθε νόμιμα, στις 8.3.2019, μέσω του αεροδρομίου Λάρνακας και στις 14.3.2019 υπέβαλε στην Εφεσίβλητη αίτηση για χορήγηση διεθνούς προστασίας. Στις 19.11.2021 και την 1.12.2021, στα πλαίσια εξέτασης της εν λόγω αίτησης της, έλαβε χώρα συνέντευξη της Εφεσείουσας από λειτουργό της (τότε) EASO (αναφερόμενος με τον κωδικό αναγνώρισης «CW 066»), ο οποίος/η οποία κατέληξε στη σύνταξη εισηγητικής έκθεσης ημερομηνίας 4.1.2022 προς την Εφεσίβλητη με καταληκτική εισήγηση για απόρριψη της αίτησης της Εφεσείουσας τόσο για παροχή ασύλου, όσο και για παροχή συμπληρωματικής προστασίας.
Η εν λόγω έκθεση «εγκρίθηκε» από συγκεκριμένη λειτουργό της Εφεσίβλητης στις 13.1.2022. Η σχετική απορριπτική της αίτησης απόφαση, λόγω μη πλήρωσης των Άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 (εφεξής «ο Νόμος») κοινοποιήθηκε στην Εφεσείουσα, ως προαναφέρθηκε. Μ’ αυτήν αποφασίστηκε, πρόσθετα ή επακόλουθα, από την Εφεσείουσα, η επιστροφή της Εφεσίβλητης, δυνάμει του Άρθρου 13(2)(δ) του Νόμου και κλήθηκε όπως αναχωρήσει οικειοθελώς από την Κυπριακή Δημοκρατία εντός επτά (7) ημερών. Η απόφαση επιστροφής, η απόρριψη χορήγησης καθεστώτος ασύλου και η απόρριψη της χορήγησης συμπληρωματικής προστασίας, αποτέλεσαν αντικείμενο της καταχωρηθείσας Προσφυγής Αρ. 1734/22 (βλ. αιτούμενες θεραπείες Α, Β και Γ, αντίστοιχα, στην Αίτηση Ακυρώσεως). Ως επιπλέον θεραπεία Δ με την αίτηση ακυρώσεως ζητήθηκε ως εξής:
«Απόφαση και/ή Δήλωση και/ή Διάταγμα του Δικαστηρίου αναγνώριση (sic) ότι σε περίπτωση επικύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης και/ή επαναπατρισμού της και/ή επιστροφή (sic) της στην χώρα καταγωγής της, θα παραβιάζεται το Άρθρο 2 και/ή το άρθρο 3 και/ή 5 και/ή 8 και/ή 9 και/ή 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης δια την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών και/ή των αντίστοιχων Άρθρων του Συντάγματος τη (sic) Κυπριακής Δημοκρατίας.)»
Η δικαστική απόφαση απόρριψης της Προσφυγής Αρ. 1734/22 είναι η με την παρούσα Έφεση εκκαλούμενη.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης, η Εφεσείουσα προβάλλει ότι (με διατήρηση αυτούσιου του λεκτικού του λόγου έφεσης, όπως και των υπολοίπων που θα παρατεθούν κατωτέρω) «Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και/ή αυθαίρετα και/ή διαπράττοντας νομικό σφάλμα αποφάσισε ότι δεν υπήρξε παράβαση του Άρθρου 31 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 (εφεξής «Η Οδηγία») και/ή του Άρθρου 13 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως τροποποιήθηκε (εφεξής «ο Νόμος») και/ή καθυστέρηση και/ή υπέρμετρη καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της διαδικασίας εξέτασης και/ή αξιολόγησης της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας / Εφεσείουσας από την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος της στην Υπηρεσία Ασύλου.».
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, η Εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι «το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και/ή αυθαίρετα και/ή διαπράττοντας νομικό σφάλμα αποφάσισε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση υπήρξε επαρκή έρευνα και/ή δεν υπήρξε πλάνη περί τα πράγματα εκ της Διοίκησης εν τη έννοια του Διοικητικού Δικαίου και/ή δεν αιτιολόγησε και/ή δεν αιτιολόγησε επαρκώς και/ή δεόντως την απόφαση του και/ή τα ευρήματα και/ή προέβη σε ασαφή ευρήματα ως προς την κατάληξη ότι υπήρξε επαρκή έρευνα εκ της Διοίκησης και/ή ότι αυτή δεν επλανήθη ως προς τα πράγματα.».
Με τον τρίτο λόγο έφεσης, η Εφεσείουσα διατείνεται ότι «το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και/ή αυθαίρετα και/ή διαπράττοντας νομικό σφάλμα αποφάσισε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η Διοίκηση αιτιολόγησε επαρκώς την απόφαση της τη έννοια του Διοικητικού Δικαίου και/ή δεν αιτιολόγησε και/ή δεν αιτιολόγησε επαρκώς και/ή δεόντως την απόφαση του και/ ή τα ευρήματα και/ή προέβη σε ασαφή ευρήματα ως προς την κατάληξη πως η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν αιτιολογημένη.»
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, η Εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι «το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένως και/ή διαπράττοντας νομικό σφάλμα έκρινε και/ή αποφάσισε ότι η Υπηρεσία Ασύλου δεν παραβίασε την αρχή της καλής πίστης και/ή της χρηστής διοίκησης.»
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης, η Εφεσείουσα στρέφεται εναντίον της επάρκειας της δικαστικής αιτιολογίας, ισχυριζόμενη ότι «η πρωτόδικη Απόφαση δεν είναι αρκούντως αιτιολογημένη και/ή το πρωτόδικο Δικαστήριο απέτυχε να εκπληρώσει το καθήκον του σε σχέση με τη συνταγματική αναγκαιότητα αιτιολογίας που πρέπει να δίδεται στις αποφάσεις των δικαστηρίων και/ή παρέλειψε να εξετάσει και να ασκήσει τη κρίση του σε σχέση με ισχυρισμούς και/ή σημαντικούς ισχυρισμούς και/ή λόγους ακύρωσης που προώθησε η Εφεσείουσα και/ή δεν τους εξέτασε καθόλου.»
Με τον έκτο λόγο έφεσης, η Εφεσείουσα υποστηρίζει ότι «το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένως και/ή διαπράττοντας νομικό σφάλμα αποφάσισε ότι η Υπηρεσία Ασύλου ορθώς δεν χορήγησε στην Εφεσείουσα το καθεστώς του πρόσφυγα και/ή της συμπληρωματικής προστασίας» ενώ, τέλος, με τον έβδομο λόγο έφεσης διατείνεται ότι «το Πρωτόδικο Δικαστήριο διαπράττοντας νομικό σφάλμα και/ή λανθασμένως κατά την άσκηση ουσιαστικού ελέγχου επί της Προσφυγής, αποφάσισε ότι δεν δικαιολογείτο η χορήγηση στην Εφεσείουσα του καθεστώτος του πρόσφυγα και/ή της συμπληρωματικής προστασίας.»
Με το περίγραμμα αγόρευσης της (εκεί σελ. 2), η Εφεσείουσα κοινοποίησε- ρητώς και σαφώς- ότι δεν θα προωθήσει τόσο τον έκτο, όσο και τον έβδομο λόγο έφεσης (βλ. ανωτέρω). Κατά την ακρόαση της υπόθεσης, επαναβεβαιώθηκε, κατόπιν σχετικού ερωτήματος του Εφετείου προς την πλευρά της Εφεσείουσας, η απόσυρση των προαναφερόμενων λόγων εφέσεως.
Το γεγονός αυτό προβλημάτισε το Εφετείο, υπό το πρίσμα της ισχύουσας νομολογίας επί του θέματος, σε σχέση με τις συνέπειες του ως προς την ενώπιον του Έφεση. Και εξηγούμε:
Ως αναφέρθηκε και στην απόφαση του Εφετείου ημερομηνίας 30.6.2025 στην Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 48/2024 J. K. C. U. v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ:
«Ως επισημάνθηκε σχετικά και στην πρόσφατη απόφαση του παρόντος Εφετείου ημερομηνίας 20.3.2025 στην Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 135/2023 DEVI PRASAD SIWAKOTI v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ:
«Ιδιαιτέρως ως προς τον Λόγο Έφεσης Αρ. 2, διαπιστώνουμε ότι οι πρωτοδίκως προβληθέντες λόγοι ακύρωσης στους οποίους ο Εφεσείων εστιάζει, αφορούν κατ' ισχυρισμόν πλημμέλειες της Υπηρεσίας Ασύλου. Δεδομένου ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο διενήργησε έλεγχο ορθότητας/ ουσίας, υποκαθιστώντας την κρίση της Διοίκησης με τη δική του, ο Λόγος Έφεσης είναι αλυσιτελής, καθότι κρίσιμο πλέον ζήτημα είναι η ορθότητα της επί της ουσίας κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, κρίση στην οποία, ως προαναφέραμε, δεν υφίσταται περιθώριο παρέμβασής μας (βλ. κατ' αναλογία Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 9/2023 Mehedi ν. Δημοκρατίας, απόφαση Εφετείου ημερ. 30.10.2024).»
Με βάση τα ανωτέρω νομολογηθέντα, είναι, καταρχάς, σαφές ότι, όσοι λόγοι εφέσεως (και στο βαθμό που αυτοί) στρέφονται εναντίον της νομιμότητας της απόφασης/αποφάσεων της Υπηρεσίας Ασύλου, θα πρέπει να θεωρούνται αλυσιτελώς προβαλλόμενοι, με δεδομένο ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη και
σε έλεγχο και λήψη απόφασης επί της ουσίας της περίπτωσης, ως εξάλλου είναι το καθήκον του δυνάμει του Άρθρου 11(3)(α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν. 73(I)/2018. Συνεπώς, η βλαπτική απόφαση για την Εφεσείουσα δεν είναι, πλέον, η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, αλλά η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της ουσίας της αίτησης διεθνούς προστασίας, εκτός, βεβαίως, αν ήθελε επαρκώς πιθανολογηθεί ότι, παραμένει ζημία προς θεραπεία από την πρωτοδίκως επίδικη διοικητική απόφαση υφιστάμενη πέραν και ανεξάρτητα της βλάβης που πιθανολογείται εκ της δικαστικής, πλέον, κρίσης επί της ουσίας της αίτησης της Εφεσείουσας. Στην παρούσα περίπτωση τέτοια ζημία δεν έχει υποδειχθεί, πόσο μάλλον αρκούντως πιθανολογηθεί.
Υπενθυμίζουμε, συναφώς και τα δικαιοδοτικά όρια του (αναθεωρητικού) Εφετείου, το οποίο δεν διενεργεί έλεγχο ορθότητας της πρωτόδικης κατ’ ουσία κρίσης, αλλά της νομιμότητας της (βλ. Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ.17/2021 Janelidze ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 21.9.2021, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 35/2023 Lubangamu ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 5.12.2024, Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 65/2023 EJIKEME v. Δημοκρατίας, απόφαση ημερομηνίας 29.11.2024 και Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 64/2023 Ο.Ε. ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 18.7.2024).
Εγείρεται, συνεπώς, το ερώτημα, κατά πόσον η απόσυρση του έβδομου λόγου έφεσης, ο οποίος, με βάση το λεκτικό του, στρεφόταν εναντίον της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της ουσίας (βλ. ανωτέρω), καθιστά όλους τους υπόλοιπους λόγους εφέσεως αλυσιτελείς και εν τέλει, αλυσιτελές το σύνολο της εφέσεως.
Εξετάσαμε τους εναπομείναντες λόγους έφεσης και την αιτιολογία αυτών με ιδιαίτερη προσοχή.
Ο πρώτος και ο τέταρτος λόγος έφεσης, ως προκύπτει από το ρητό γράμμα τους αλλά και από την αιτιολογία τους, σαφώς στρέφονται αποκλειστικά εναντίον της δικαστικής κρίσης περί νομιμότητας της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου και, ως εκ τούτου, ως επεξηγήσαμε ανωτέρω, δεν δύνανται να εξεταστούν λόγω αλυσιτέλειας, αφού τυχόν ευόδωση τους δεν θα οδηγούσε- άνευ άλλου τινός- στην
επιθυμητή από την Εφεσείουσα θεραπεία (ήτοι την ευόδωση του αιτήματος της για απόδοση διεθνούς ή συμπληρωματικής προστασίας), με δεδομένη την απόρριψη του αιτήματος της και επί της ουσίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Όσον αφορά, όμως, το δεύτερο και τρίτο λόγο έφεσης (μη δέουσα έρευνα, πλάνη, μη δέουσα αιτιολογία), αν και το λεκτικό αυτών εκ πρώτοις μάλλον δεικνύει προς το αντίθετο (βλ. ανωτέρω) καταλήγουμε, με εξάντληση πάσας επιείκειας, ότι συγκεκριμένη πανομοιότυπη καταληκτική αναφορά η οποία εντοπίζεται σε έκαστη παράγραφο της αιτιολογίας που δικογραφήθηκε στους προαναφερθέντες λόγους έφεσης και, συγκεκριμένα, η φράση «ιδιαιτέρως λαμβανομένου υπόψη ότι το Πρωτόδικο προέβη σε έλεγχο νομιμότητας και ουσίας της υπόθεσης», οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, οι εν λόγω λόγοι έφεσης – στην πραγματικότητα- δεν στρέφονται μόνο ενάντια στο μέρος του ακυρωτικού ελέγχου της δικαστικής απόφασης (το οποίο, ως επεξηγήθηκε προηγουμένως, δεν δύναται να ελεγχθεί λόγω αλυσιτέλειας), αλλά και εν μέρει, επί της απόφασης του επί της ουσίας.
Ως εκ τούτου και ενόψει της συνάφειας τους θα προχωρήσουμε στην κοινή εξέταση τους, συνδυαστικά, προσθέτουμε, και με τον πέμπτο λόγο έφεσης, στον βαθμό όμως και μόνο που μ’ αυτούς βάλλεται η αιτιολογία της δικαστικής απόφασης επί της εξέτασης ουσίας που το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη και όχι, βεβαίως, οι διαπιστώσεις του στα πλαίσια του ακυρωτικού του ελέγχου.
Εξετάζοντας, λοιπόν, τα εγειρόμενα προς κρίση ζητήματα στους προαναφερθέντες υπό εξέταση λόγους έφεσης, είναι ορθό να παρατεθεί, καταρχάς, η σχετική κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η οποία αυτούσια έχει ως ακολούθως:
«Σε κάθε περίπτωση το Δικαστήριο αντλώντας τις εξουσίες που ορίζονται στο Άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2023, (Ν. 73(I)/2018) προχωρεί σε εξέταση των στοιχείων του φακέλου της Αιτήτριας σε συνδυασμό με τους εγειρόμενους λόγους ακύρωσης που αφορούν έλλειψη δέουσας έρευνας, αιτιολογίας και πλάνης σε συνδυασμό με γεγονότα που καταγράφονται στην Γραπτή της Αγόρευση που αποτελούν στην ουσία επανάληψη των όσων αναφέρθηκαν κατά την συνέντευξη. Σημειώνεται ότι, γεγονότα τα οποία καταγράφονται μέσω της Γραπτής της Αγόρευσης και δεν αποτελούν μέρος του φακέλου της δεν λαμβάνονται υπόψη καθότι δεν προσκομίστηκαν με την νενομισμένη διαδικασία (Βλέπε Sportsman Betting Co Limited v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 591 συνεχίζουν να είναι καθοδηγητικές επί του ζητήματος - βλέπε επίσης Ρούσος ν. Ιωαννίδης κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 549, Ζαβρός ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 106).
Κατά την καταγραφή του αιτήματός της, η Αιτήτρια δήλωσε διαζευγμένη, ότι εγκατέλειψε στις 08/03/19 τη χώρα της αεροπορικώς με τουριστική θεώρηση και εισήλθε στη Κυπριακή Δημοκρατία την ίδια ημέρα. Κατά το στάδιο της συνέντευξης, δήλωσε πως έχει πρόβλημα καρδίας εκ γενετής, αλλά βρίσκεται σε καλή κατάσταση την παρούσα στιγμή (ερυθρό 34 ΔΦ). Ως προς την εκπαίδευσή της, δήλωσε ότι έλαβε πρωτοβάθμια εκπαίδευση και δευτεροβάθμια μέχρι το Γυμνάσιο (ερυθρό 34 ΔΦ) και ότι μετά από το διαζύγιό της συνέχισε τις σπουδές της σε νυχτερινά σχολεία. Ανέφερε ότι δεν είναι μητέρα κάποιου τέκνου, ότι ο πατέρας της την απέρριψε έπειτα από το διαζύγιό της, η μητέρα της διαμένει στην κατοικία της γιαγιάς της και ότι έχει ετεροθαλή αδέλφια από την πλευρά του πατέρα της. Εξήγησε πως δε διατηρεί επικοινωνία με κάποιον από την οικογένειά της (ερυθρό 34 ΔΦ). Ως προς την επαγγελματική της εμπειρία, εξήγησε πως διατηρούσε κέντρο αθλητικών δραστηριοτήτων ως γυμνάστρια και στην συνέχεια είχε διοικητική θέση σε κέντρο αθλητικών δραστηριοτήτων (προσέφερε μαλάξεις και συναφείς θεραπείες) (ερυθρό 33 ΔΦ). Αρκετές φορές, ανέφερε, άλλαξε τον τόπο κατοικίας της στην περιοχή Mashad. (ερυθρό 33 ΔΦ)
Με βάση την αίτηση ασύλου της καταγράφει ότι έχει απωλέσει τα πάντα. Επρόκειτο να νυμφευθεί, ωστόσο η οικογένειά του συντρόφου της ανακάλυψε ότι είχε ασπαστεί το Χριστιανισμό, εγκαταλείποντας το Ισλάμ, την απείλησαν και ότι σε περίπτωση επιστροφής της, θα φυλακιστεί και θα τιμωρηθεί. Λόγω της μεταστροφής της δεν έχει κάποιο μέρος διαμονής, εργασία και μέλλον στη χώρα καταγωγής της και δεν είναι πλέον ασφαλής (ερυθρό 14 ΔΦ) Κατά το στάδιο της συνέντευξής της η Αιτήτρια εξήγησε πως εξαναγκάστηκε σε γάμο στην ηλικία των δεκαεπτά ετών με τον εξάδελφο της. Ο εν λόγω άνθρωπος συμφώνησε να την διαζευχθεί (ερυθρό 29 ΔΦ) και ότι ο πατέρας της αποπειράθηκε να τη σκοτώσει εξαιτίας του διαζυγίου, με την τελευταία να διασώζεται από την μητέρα της και περιοίκους (ερυθρό 29 ΔΦ). Με τη νοσηλεία της, πληροφορήθηκε για τα περιστατικά ο εξάδελφος της μητέρας της, ο οποίος κατείχε υψηλόβαθμη θέση στις Ιρανικές Ένοπλες Δυνάμεις (Sepah) (ερυθρό 71 ΔΦ, 32 ΔΦ) Η ίδια κατέφυγε σε αλλαγή του επιθέτου της και της ζωής της προκειμένου να μην εξευρεθεί από τον εν λόγω άνθρωπο ο οποίος επιθυμούσε σχέση μαζί της - προέβαινε σε απειλές εναντίον της και κάποια στιγμή την βίασε. (ερυθρό 28 ΔΦ) Η Αιτήτρια περιέγραψε ότι κατέφυγε στην Ταϋλάνδη, όπου ήρθε σε επαφή με το θείο στοιχείο και έμαθε την τεχνική των μαλάξεων (ερυθρό 32 ΔΦ) ωστόσο, εξαιτίας της δυσχαιρούς κατάστασης υγείας της μητέρας της, αναγκάστηκε να απευθυνθεί στον εξάδελφο της, ενόψει της επαγγελματικής του ιδιότητας (ερυθρό 32 ΔΦ) Μετά το πέρας χρονικού διαστήματος κατά το οποίο η Αιτήτρια και η μητέρα της επισκέπτονταν το γραφείο του συγκεκριμένου προσώπου, ο τελευταίος της πρότεινε την παροχή μαλάξεων σε φιλικό του πρόσωπο (ερυθρό 32 ΔΦ) Όταν η Αιτήτρια επισκέφθηκε τον τελευταίο, υπέστη βιασμό (ερυθρό 31 ΔΦ). Μετά από το εν λόγω περιστατικό καταφθάνοντας στην κατοικία της, αντίκρισε τον εν λόγω άνδρα έμπροσθεν της κατοικίας της, με αποτέλεσμα να αποταθεί στην αστυνομία. Εκεί, ωστόσο, με την καταγραφή του ονόματος του δράστη, ζητήθηκε η αναμονή της Αιτήτριας όπου εμφανίστηκε ο τελευταίος, με αποτέλεσμα να συνειδητοποίει ότι πρόκειται για πρόσωπο ιεραρχικά ανώτερο του αστυνομικού (ερυθρό 31 ΔΦ) Ο ίδιος και η σύζυγός του κατηύθυναν την Αιτήτρια προς ορισμένο μέρος, όπου την απείλησαν ότι θα την κατηγορήσουν για αποστασία, καθώς προωθεί το διαλογισμό, την ενεργειακή θεραπεία και επιδίδεται σε μαλάξεις (ερυθρό 31 ΔΦ) Αναγνωρίζοντας την πολύπλοκη κατάσταση στην οποία βρισκόταν, η Αιτήτρια αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει (ερυθρό 31 ΔΦ). Βοηθήθηκε να εγκαταλείψει τη χώρα της από τον αδελφό στενού φιλικού της προσώπου (ερυθρό 31-32 ΔΦ). Επιπλέον, εντός δύο μηνών από την προσέλευσή της στη Κυπριακή Δημοκρατία, ξεκίνησε το ενδιαφέρον της για το Χριστιανισμό (ερυθρό 59 Δ Φ). Αναζήτησε κάποια εκκλησία προκειμένου να απολαμβάνει την εκεί επικρατούσα ηρεμία, με τον πνευματικό της πατέρα να της προτείνει συγκεκριμένη εκκλησία (ερυθρό 58 ΔΦ) Βαπτίστηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα, περνώντας όλη την ημέρα της στην εκκλησία. Εξήγησε πως η σχέση της με το Ισλάμ ήταν πάντα κακή, εξαιτίας των άδικων πρακτικών σε βάρος των γυναικών, ειδικότερα μετά την επιστροφή της από την Ταϋλάνδη (ερυθρό 59 ΔΦ) Αναφέρει ότι είναι μέλος της Ευαγγελικής Εκκλησίας, ότι έχει δημοσιεύσει σε προσωπική της υπηρεσία ανταλλαγής μηνυμάτων το πιστοποιητικό της βάπτισής της (ερυθρό 56 ΔΦ) και ότι η οικογένεια της έχει πληροφορηθεί πλέον τη μεταστροφή της, με τον πατέρα της να την απειλεί εκ νέου ότι θα προβεί σε καταγγελία της (ερυθρό 56 ΔΦ) Η Αιτήτρια προσέθεσε ότι εκτελεί εργασίες σχετικές με παραγωγή υλικού και προβολή του θείου λόγου, ενώ είναι υπεύθυνη για τις προβολές κατά τη διάρκεια των λειτουργιών της εν λόγω εκκλησίας (ερυθρό 55, 58 ΔΦ) Δήλωσε ότι συνεργάζεται και με ραδιοφωνικούς σταθμούς (ερυθρό 58 ΔΦ)
Προσέθεσε πως εξαιτίας του χωρισμού της, της ιδιότητάς της ως μόνης γυναίκας δεν είχε υποστήριξη, διευκρινίζοντας έπειτα πως οι επιλογές της ήταν μειωμένες εξαιτίας του στίγματος που συνοδεύει τις γυναίκες οι οποίες έχουν διαζευχθεί (ερυθρό 29 ΔΦ). Εξήγησε ακόμα πως μέσω της μητέρας της πληροφορείται απειλές τις οποίες ο πατέρας της εξαπολύει περί παράδοσης της στην αστυνομία εξαιτίας της προσβολής της φήμης της οικογένειας (ερυθρό 72 ΔΦ) Σε περίπτωση επιστροφής της η Αιτήτρια δήλωσε ότι θα κατηγορηθεί ως αποστάτρια από αξιωματούχους, συνδυαστικά και με τις παρούσες δραστηριότητές της οι οποίες περιλαμβάνουν τη δημόσια προώθηση του Χριστιανισμού (ερυθρό 29 ΔΦ).
Τα έγγραφα τα οποία κατέθεσε στην Υπηρεσία Ασύλου περιλαμβάνουν (α) πρωτότυπο του διαβατηρίου της (ερυθρό 13 - αντίγραφο να ανευρίσκεται στο ερυθρό 51 ΔΦ), (β) πιστοποιητικό γέννησης όπου αναφέρεται η αλλαγή του επιθέτου της Αιτήτριας όπως και η αλλαγή του ονόματός της (ερυθρό 43 ΔΦ), (γ) έγγραφο καταχώρισης διαζυγίου ημερομηνίας 31/05/04 και εκδοθέν από από το Γραφείο Καταχωρίσεως Διαζυγίων (ερυθρό 49 ΔΦ), (δ) πιστοποιητικό εκπλήρωσης μάθησης Thai Traditional Massage ημερομηνίας 30/06/12 (ερυθρό 38 ΔΦ), καθώς και αμετάφραστο έγγραφο το οποίο φέρει σφραγίδα «Παραδοσιακής Σχολής Massage» (ερυθρό 39 ΔΦ), (ε) πιστοποιητικό Βάπτισης με το όνομα της Αιτήτριας ημερομηνίας 16/06/19, εκδοθέν από την Ευαγγελική Εκκλησία της Λάρνακας (ερυθρό 41 ΔΦ), (στ) πιστοποιητικό λήψης μέρους σε εβδομαδιαίες σπουδές επί της Βίβλου, εκδοθέν από την Ευαγγελική Εκκλησία στις 17/11/21 (ερυθρό 42 ΔΦ). Η Αιτήτρια έχει ακόμα καταθέσει έγγραφα αποδεικτικά της παραμονής της στη Κυπριακή Δημοκρατία, μεταξύ των οποίων Συμφωνία Ενοικίασης (ερυθρό 45 ΔΦ) και Απόδειξη Παροχής Υπηρεσιών από την Υπηρεσία TECOMA (ερυθρά 46-47 ΔΦ)
Η Υπηρεσία Ασύλου σχημάτισε τέσσερις ουσιώδεις ισχυρισμούς, ήτοι (α) ταυτότητα, προφίλ και χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, (β) βιασμός της Αιτήτριας από δύο άνδρες το 2011 και 2018 αντίστοιχα, (γ) μεταστροφή της στο Χριστιανισμό, και (δ) απειλές που δέχθηκε κατά τη διαμονή της στη Κυπριακή Δημοκρατία και κατηγορίες για αποστασία τις οποίες θα αντιμετωπίσει με την επιστροφή της στη χώρα καταγωγής (ερυθρό 101 Δ Φ). Αποδεκτοί έγιναν οι ισχυρισμοί της που αφορούν το προφίλ της, ότι έχει αποξενωθεί από την οικογένειά της, ενώ αξιολογήθηκαν επίσης και έγιναν δεκτά όλα τα προσκομισθέντα έγγραφά της (μεταξύ άλλων - ονόματος και αλλαγής αυτού, τα πιστοποιητικά εκπαίδευσής της και τα έγγραφα διαζυγίου της) (ερυθρό 100 ΔΦ) Οι υπόλοιποι ωστόσο ισχυρισμοί της έτυχαν απόρριψης.
Αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, ειδικότερα το πρώτο περιστατικό βιασμού της, καταγράφεται στην έκθεση/εισήγηση του λειτουργού ότι όταν της ζητήθηκε να παράσχει περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τις περιστάσεις υπό τις οποίες τα περιστατικά έλαβαν χώρα, αυτή δεν ήταν σε θέση να το πράξει (ερυθρό 32/χ1 , 29/χ2, 28/χ2, 71/χ1, 70/χ1, 99 ΔΦ) Ως γενικόλογες χαρακτηρίστηκαν οι δηλώσεις της επί των απειλών τις οποίες έλαβε, ενώ οι απαντήσεις της σε σχέση με τα πρόσωπα τα οποία είχαν γνώση του ζητήματος και τις αντιδράσεις τους κρίθηκαν υπερβολικά γενικές και χωρίς προσωπικό/βιωματικό στοιχείο (ερυθρό 70/χ2, 70/χ1, 70/χ3, 99 ΔΦ) Η Αιτήτρια κρίθηκε πως δεν ήταν σε θέση να απαντήσει διεξοδικά και/ή συνεκτικά επί των ερωτήσεων που της τέθηκαν (ερυθρό 99 ΔΦ), ενώ η περιγραφές της σε σχέση με τις περιστάσεις βιασμού της κρίθηκαν γενικόλογες τόσο κατά την πρώτη περίπτωση (ερυθρό 69/χ2, 99 ΔΦ) όσο και τη δεύτερη (ερυθρό 68/χ1, 68/χ2, 99 ΔΦ) που αυτοί κατ' ισχυρισμό έλαβαν χώρα. Επιπλέον, ως προς το περιστατικό κλεισίματος της επιχείρησής της από το συγγενή της μητέρας της, η απάντησή της κρίθηκε γενικόλογη και ασαφής σε συνάρτηση με τις αντιφατικές δηλώσεις της ότι επρόκειτο για Ιατρό και Αρχιστράτηγο (Commander in Chief) (ερυθρό 67/χ1, 67/χ2, 99 Δ Φ). Αντίστοιχα, οι απαντήσεις της ως προς τυχόν έρευνα για τη σφράγιση της επιχείρησής της και τα σχετικά περιστατικά (ερυθρό 67/χ2, 98-99 ΔΦ), κρίθηκε ότι δε στοιχειοθετούν τον ισχυρισμό της, ούσες ανεπαρκείς και δεδομένης της έλλειψης του προσωπικού στοιχείου και συνοχής. Ως προς το δεύτερο περιστατικό βιασμού της, η Αιτήτρια κρίθηκε πως παρείχε γενικές απαντήσεις οι οποίες δεν εξηγούν την απόφασή της να επικοινωνήσει με το πρόσωπο από το οποίο προσπαθούσε να κρυφτεί για άνω της δεκαετίας και εξαιτίας του οποίου άλλαξε το επώνυμο και την τοποθεσία της (ερυθρό 64/χ1, 63/χ1, 63/χ2, 63/χ3, 98 ΔΦ) Κρίθηκε επιπλέον ως προς τις περιστάσεις του δεύτερου γεγονότος πως παρείχε μη ξεκάθαρες και ανεπαρκείς απαντήσεις και δεν ήτο σε θέση να εξηγήσει τους ισχυρισμούς της με ολοκληρωμένο τρόπο (62/1χ, 62/2χ, 98 ΔΦ), τους λόγους για όσα συνέβησαν, τα κίνητρα των κατ' ισχυρισμό διωκτών της, την ανάμειξη των προσώπων στις καταστάσεις αυτές καθώς και τις προσωπικές της αποφάσεις και πράξεις πριν, κατά τη διάρκεια και μετά από το πέρας των γεγονότων (ερυθρό 98 ΔΦ). Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, παρατέθηκαν πληροφορίες σχετικά το έγκλημα του βιασμού στο Ιράν καθώς και τις περιστάσεις ποινικής δίωξης του εγκλήματος. Τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική αξιοπιστία της δεν τεκμηριώθηκαν, επομένως, ο εν λόγω ισχυρισμός έτυχε απόρριψης (ερυθρό 86-85, 97-98 ΔΦ)
Σε σχέση με τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό περί μεταστροφής της στο Χριστιανισμό, επίσης κρίθηκε πως οι δηλώσεις της για την κατ' ισχυρισμό μεταστροφή της και βάπτισή της δεν είναι επαρκώς συγκεκριμένες, ενώ ελλείπει το αναμενόμενο προσωπικό στοιχείο. Οι απαντήσεις της και οι εξηγήσεις της σχετικά με τα κίνητρα της μεταστροφής της κρίθηκαν ανεπαρκείς (ερυθρό 59/χ1, 59/χ2, 59/χ4, 97 ΔΦ), ενώ αντίστοιχα μη λεπτομερείς και αόριστες κρίθηκαν οι γνώσεις της σχετικά με τη νέα της θρησκεία (ερυθρό 97 ΔΦ). Πιο συγκεκριμένα, οι απαντήσεις της ερωτηθείσα σχετικά με το Χριστιανισμό (ερυθρό 58/χ1, 97 ΔΦ), τη διαδικασία της μεταστροφής της (58/χ3, 97 ΔΦ) και τη σημασία του Ιησού στη ζωή της (ερυθρό 58/χ4, 97-96 ΔΦ) κρίθηκαν ως γενικόλογες και μη ενισχυτικές του ισχυρισμού της περί μεταστροφής, ελλείψει του βιωματικού στοιχείου. Ως προς τις βασικές της γνώσεις επί του Χριστιανισμού, ανέφερε την αρέσκειά της στο ρητό περί του Ιησού ως ποιμένα (ερυθρό 57/χ1, 96 Δ. Φ.), ενώ ερωτηθείσα λεπτομέρειες για το Χριστιανισμό κρίθηκε ότι απάντησε γενικόλογα (ερυθρό 57/χ2, 96 ΔΦ). Ερωτηθείσα ως προς την αναγραφόμενη στο Πιστοποιητικό σπουδή και έρευνα την οποία είχε πραγματοποιήσει πριν εγκαταλείψει το Ιράν, κρίθηκε ότι η απάντησή της δεν αντιστοιχεί στο «είδος της έρευνας και της επιμελούς μελέτης» την οποία διεξήγαγε πριν εγκαταλείψει την χώρα της (ερυθρό 56/χ1, 97 ΔΦ). Ερωτηθείσα ως προς προσευχές και τον τρόπο διεξαγωγής της λειτουργίας της Κυριακής, κρίθηκε πως παρείχε βασικές και γενικές πληροφορίες (ερυθρό 55/χ1, 55/χ2, 96 ΔΦ), ενώ ήταν σε θέση να ονοματίσει τις Χριστιανικές γιορτές. Ωστόσο, ερωτηθείσα σχετικά με τον τρόπο που η θρησκεία άλλαξε τη ζωή της, απάντησε απλώς ότι «τώρα έχει τα πάντα, το οποίο σημαίνει ελευθερία και πατρικές φιγούρες στη ζωή της» (ερυθρό 55/χ3, 54/χ3, 96 ΔΦ) Από τις δηλώσεις της ελλείπει η λεπτομέρεια, συνοχή και το προσωπικό στοιχείο, το οποίο είναι απαραίτητο σε προσωπικές διαδικασίες μεταστροφής και βάπτισης. Ως εκ τούτου, η εσωτερική της αξιοπιστία της δεν είχε στοιχειοθετηθεί. Στα πλαίσια διερεύνησης της εξωτερικής της αξιοπιστίας κρίθηκε πως τα κατατεθέντα έγγραφα δεν επαρκούν για να τεκμηριώσουν ότι πράγματι συνιστά πρόσωπο μεταστραφέν στο Χριστιανισμό, δεδομένου ότι δεν ήταν σε θέση να στοιχειοθετήσει τον ισχυρισμό της μέσω των δηλώσεών της (ερυθρό 95 ΔΦ). Στο πλαίσιο των πληροφοριών από τη χώρα καταγωγής, παρατέθηκαν πηγές οι οποίες υποδεικνύουν τη μεταχείριση της αποστασίας από το Ισλάμ και των συλληφθέντων μεταστραφέντων (ερυθρό 84-80, 95 ΔΦ). Τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική αξιοπιστία της δεν τεκμηριώθηκαν, επομένως, ο εν λόγω ισχυρισμός έτυχε απόρριψης. Σημειώνεται δε ότι τα έγγραφα τα οποία υποβλήθηκαν, κρίθηκε ότι δεν μπορούν από μόνα τους να αποδείξουν τους ισχυρισμούς της, χωρίς διασύνδεση με τις προφορικές της δηλώσεις (ερυθρό 95 ΔΦ).
Απορρίφθηκε και ο τέταρτος ουσιώδης ισχυρισμός, περί απειλών που δέχθηκε από ανθρώπους στο Ιράν μέσω του πνευματικού της πατέρα - κατά την παρουσία της στη Κυπριακή Δημοκρατία. Αξιολογήθηκε ότι δεν δέχθηκε η ίδια απειλές, αλλά μέσω του πνευματικού της πατέρα, ενώ δύο εβδομάδες μετά από την άφιξή της στη Δημοκρατία, οι απειλές σταμάτησαν. Η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει, αλλά υποθέτει την ταυτότητα των εν λόγω προσώπων (ερυθρό 53/χ1, 54/χ2, 95 ΔΦ), δεν έχει περαιτέρω γνώση επ' αυτού και δεν της έχει συμβεί οτιδήποτε (ερυθρό 53/χ1, 54/χ2, 95 ΔΦ). Κρίθηκε ότι ευλόγως αναμενόταν από την Αιτήτρια να έχει περαιτέρω γνώση σχετικά ή να έχει προσπαθήσει να αποκτήσει περαιτέρω πληροφορίες για το εν λόγω ζήτημα. Ελλείψει λεπτομερών και συνεκτικών πληροφοριών και, καθώς ο ισχυρισμός βασίζεται σε υποθέσεις, η εσωτερική αξιοπιστία της δε στοιχειοθετήθηκε. Ούτε η Αιτήτρια έχει καταθέσει έγγραφα προκειμένου να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό της. Δήλωσε πως οι απειλές τις οποίες δέχθηκε ο πνευματικός της πατέρας ήταν σε προφορική μορφή, και καθώς δε γνώριζε ότι θα ήταν δυνατή η καταγγελία στις αρχές, δεν προέβη σε τέτοια ενέργεια. Ως εκ τούτου, δεν έχει κάποια σχετική ένδειξη (ερυθρό 95 ΔΦ), Επιπλέον, ενώ η Αιτήτρια ισχυρίστηκε την ύπαρξη απειλών εναντίον της, ωστόσο δεν είχε οποιαδήποτε προσωπική επαφή η ίδια και μόνο υποθέτει την ταυτότητα των προσώπων που προέβησαν σε αυτές (ερυθρό 95 ΔΦ) Ελλείψει άλλων λεπτομερειών, πέρα από φημολογία η οποία οδηγεί σε προσωπικές υποθέσεις της Αιτήτριας, δεν ήτο δυνατή η έρευνα σε πηγές επί του ιδιωτικού αυτού ζητήματος (ερυθρό 95 ΔΦ). Ενόψει των ανωτέρω, ο ουσιώδης αυτός ισχυρισμός επίσης έτυχε απόρριψης από τον λειτουργό.
Με βάση τα αποδεκτά στοιχεία της αίτησης της Αιτήτριας, ήτοι προσωπικές λεπτομέρειες, κρίθηκε πως δε στοιχειοθετείται βάσιμος φόβος δίωξης είτε πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής της στο Ιράν (ερυθρό 94 ΔΦ). Ως προς την ιδιότητά της ως διαζευχθείσα, αξιολογήθηκε ότι έλαβε χώρα προ εικοσαετίας και πέραν της αποξένωσής της από την οικογένειά της και ιδίως τον πατέρα της δεν έλαβε χώρα κάποιο άλλο αποδεκτό/τεκμηριωμένο συμβάν. Δεν παρουσίασε οποιοδήποτε περιστατικό με την εν γένει κοινωνία, ούτε βίωσε κάποιο πρόβλημα στην καθημερινή της ζωή ως διαζευχθείσα γυναίκα. Εξάλλου, δήλωσε πως συνιστά μοναχικό πρόσωπο χωρίς μεγάλο αριθμό συναστροφών, το διαζύγιο κρίθηκε ότι δεν έθεσε οποιαδήποτε απειλή στην Αιτήτρια στο παρελθόν και δεν αναμένεται ευλόγως να αντιμετωπίσει ζητήματα στο μέλλον (ερυθρό 94 ΔΦ). Αξιολογήθηκε ακόμα ότι δε θα αντιμετωπίσει αντίστοιχο κίνδυνο ούτε ως ατυχώς αιτούσα άσυλο, δεδομένης της μη ανάμειξής της σε πολιτικό ακτιβισμό ή σε πράξεις προπαγάνδας σε βάρος του Ιράν (ερυθρό 79, 94 ΔΦ). Ενόψει της μη πλήρωσης του αντικειμενικού στοιχείου του φόβου για έναν από τους πέντε προβλεπόμενους λόγους του Άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2022 (Ν.6(Ι)/2000), κρίθηκε ότι δεν προκύπτει για την τελευταία βάσιμος φόβος δίωξης, ούτε προκύπτει πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης στα πλαίσια του Άρθρου 19 του Περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2022 (Ν.6(Ι)/2000).
Μετά δε από συνολική αξιολόγηση της γενικότερης αξιοπιστίας της Αιτήτριας, των όσων τέθηκαν ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου υπό μορφή δηλώσεων/εγγράφων και των όσων ανέφερε κατά την εξέταση της αίτησης ασύλου της[1] διαπιστώνω ότι η αξιοπιστία της Αιτήτριας δεν τεκμηριώνεται. Η πλήρης εικόνα που διαμορφώνεται μέσω των στοιχείων του φακέλου της Αιτήτριας, κατόπιν ορθολογικής ανάλυσης και δίκαιης στάθμισής τους[2], επιβεβαιώνει τα συμπεράσματα του λειτουργού. Το αφήγημα της Αιτήτριας εμπεριέχει δηλώσεις που δεν θεωρούνται συνεπείς και ευλογοφανείς. Από τις απαντήσεις της, κατά την διαδικασία της συνέντευξης, διαπιστώνεται ότι δεν παρείχε κάθε διαθέσιμη βοήθεια στον εξεταστή για τη διαπίστωση των στοιχείων της υπόθεσής της, ούτε τεκμηρίωσε τους ισχυρισμούς της με επαρκή λεπτομέρεια. (Βλέπε Άρθρο 18 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2022, Ν.6(Ι)/2000, βλέπε επίσης Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων, Μάρτιος 2015, σελ.11[3]). Σύμφωνα, επίσης, και με την § 205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων,του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών, ο Αιτητής θα έπρεπε:
«(i) να λέει την αλήθεια και να βοηθά τον εξεταστή με κάθε δυνατό τρόπο με την τεκμηρίωση των ισχυρισμών του με κάθε δυνατό τρόπο.
(ii) Να κάνει προσπάθεια να υποστηρίξει τα λεγόμενά του με κάθε διαθέσιμο τεκμήριο και να δώσει ικανοποιητική επεξήγηση για κάθε απουσία τεκμηρίων. Αν είναι αναγκαίο πρέπει να καταβάλει προσπάθεια να προσκομίσει επιπρόσθετα τεκμήρια.
(iii) Να παρέχει όλες τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν τον εαυτό του και τις προγενέστερες εμπειρίες του με όσο το δυνατόν περισσότερες λεπτομέρειες για να καταστήσει ικανό τον εξεταστή να αποδείξει τους σχετικούς ισχυρισμούς. Αναμένεται ότι θα του ζητηθεί να δώσει μια συνεκτική εξήγηση όλων των λόγων που επικαλείται για υποστήριξη του αιτήματός του για προσφυγικό καθεστώς και θα πρέπει να απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις που θα του υποβληθούν.»
Αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό (περιστατικά βιασμού) μετά από αξιολόγηση των πρακτικών της συνέντευξης, οι λεπτομέρειες του αφηγήματος της ήτο ασύνδετες, γενικές και όπως ορθά καταγράφεται στην έκθεση/εισήγηση ελλείπει το προσωπικό/βιωματικό στοιχείο. Μη ευλογοφανής προκύπτει και η περιγραφή της ως προς το περιστατικό κλεισίματος της επιχείρησής της από το συγγενή της μητέρας της σε συνάρτηση με το ότι επρόκειτο για ιατρό και Αρχιστράτηγο (Commander in Chief). Ούτε μπορεί να δικαιολογηθεί, η απόφασή της Αιτήτριας να επικοινωνήσει με πρόσωπο (κατ΄ ισχυρισμό διώκτη της) από το οποίο προσπαθούσε να κρυφτεί για άνω της δεκαετίας και εξαιτίας του οποίου άλλαξε το επώνυμο και την τοποθεσία της. Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι στο αίτημα ασύλου της στο σημείο 19, καμία αναφορά γίνεται για βιασμό που υπέστη στη χώρα καταγωγής της (ερυθρό 19 ΔΦ), αλλά για άλλους λόγους. Ούτε στο Έντυπο Αναφοράς Ειδικών Αναγκών[4] κατά την συμπλήρωση του έγινε οποιαδήποτε αναφορά από την Αιτήτρια για καταγραφή (ερυθρό 10-9 ΔΦ).
Αναφορικά με τον ισχυρισμό της να μεταστραφεί στον Χριστιανισμό και τους λόγους που απέρριψε το Ισλάμ, από τις απαντήσεις της προκύπτει ότι εξέλιπε το βιωματικό στοιχείο, ήτο συνοπτική και ρηχή. Ενώ μέσα από τις ερωτήσεις του λειτουργού της δόθηκε η ευκαιρία να αποσαφηνίσει τους λόγους που την οδήγησαν να ασπαστεί τη νέα θρησκεία οι απαντήσεις της ήταν ανεπαρκείς και συγκεχυμένες. Ούτε οι απαντήσεις της σε ερωτήσεις για τις αλλαγές στη ζωή της από τη μεταστροφή της θεωρούνται ικανοποιητικές. Ενώ της δόθηκε η ευκαιρία να αναπτύξει τις σκέψεις της σχετικά με τη Χριστιανική πίστη με ερωτήσεις ανοικτού τύπου, παρά ταύτα δεν κατόρθωσε να προβάλει ουσιαστική και βιωματική αναφορά σε αυτή, ούτε να δώσει λεπτομέρειες σχετικά με την απόφασή της και με την εσωτερική αλλαγή που ένιωσε λόγω της πράξης της. Οι δε απαντήσεις της για τις γνώσεις της για τη Χριστιανική πίστη ήταν επιφανειακές (γνώση ορισμένων ζητημάτων που άπτονται του Χριστιανισμού), χωρίς όμως να είναι σε θέση να εισχωρήσει σε πολλές και εις βάθος λεπτομέρειες. Η γνώση της και μόνο βασικών πληροφοριών δεν αρκεί από μόνο του προκειμένου να τεκμηριωθεί η μεταστροφή της σε μια άλλη θρησκεία. Ούτε μπορεί να θεωρηθεί ευλογοφανής η θέση του δικηγόρου της ότι επειδή βρισκόταν στην Ταϊλάνδη για ένα περίπου έτος (περί το 2011-2012) όπου σπούδασε θεραπευτικό μασάζ - είχε την ευκαιρία να αναπτύξει ενδιαφέρον για το Χριστιανισμό (ήτοι ότι κατά την παραμονή της στην Ταϊλάνδη, ήλθε σε επαφή με άτομα τα οποία ασπάζονταν το Χριστιανισμό, διαβάζοντας διαρκώς θρησκευτικά βιβλία και τη βίβλο). Καμία σύνδεση υπάρχει μεταξύ των δραστηριοτήτων που επιδόθηκε η Αιτήτρια πριν το 2011 στο Ιράν, των δραστηριοτήτων που ακολούθησαν στην Ταϊλάνδη το 2011-2012, των όσων διαδραματίστηκαν κατά επιστροφή της στο Ιράν και της μεταστροφής στο Χριστιανισμό το 2019 - ενώ βρισκόταν νόμιμα στην Κυπριακή Δημοκρατία για τουριστικούς λόγους. Αναφορικά δε με τον τέταρτο ουσιώδη ισχυρισμό ο οποίος είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τον τρίτο που αφορά μεταστροφή - ήτοι περί απειλών που δέχθηκε μέσω του πνευματικού της πατέρα από ανθρώπους στο Ιράν κατά την παρουσία της στη Κυπριακή Δημοκρατία - η απόρριψη αυτού (ως επίσης εσωτερικά αναξιόπιστος) δημιουργεί περαιτέρω αμφιβολίες ως προς την συνολική αξιοπιστία της Αιτήτριας και τα κίνητρα της για υποβολή της αίτησης ασύλου αυτής. Ούτε ήταν σε θέση να γνωρίζει, αλλά να υποθέτει την ταυτότητα των προσώπων που την απείλησαν μέσω του πνευματικού της πατέρα, ενώ ευλόγως αναμενόταν να έχει περαιτέρω πληροφορίες για το εν λόγω ζήτημα.
Ως εκ της ανωτέρω ανάλυσης, κρίνω ότι δεν θα μπορούσε να τύχει του ευεργετήματος της αμφιβολίας το οποίο δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντα (Βλέπε §204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Τα γεγονότα της περίπτωσης της σε συνάρτηση με τα στοιχεία του φακέλου και τις αιτιάσεις της δεν προκύπτει να συντρέχουν στο πρόσωπο της εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά κριτήρια που μπορούν να στοιχειοθετήσουν το γεγονός ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης (§37-38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Ούτε με τα όσα καταγράφονται στην Γραπτή Αγόρευση του συνηγόρου της ανατρέπονται τα ευρήματα της έκθεσης/εισήγησης του λειτουργού, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασης του εξουσιοδοτημένου από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιου λειτουργού. Ενώ δε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας υπήρχε η ευχέρεια να προσκομιστεί στο Δικαστήριο οποιαδήποτε σχετική υπό τις περιστάσεις μαρτυρία[5] (επί των τριών λόγων που η Αιτήτρια υποστηρίζει ότι την ώθησαν να εγκαταλείψει την χώρα της) για να τύχει αξιολόγησης (Βλέπε Sportsman Betting Co. Limited v. Κυπριακής Δημοκρατíaς (2000) 3 Α.Α.Δ. 591, Α.Ε. 49/2012, Σάββα ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 07/02/2018) δεν το έπραξε. Επέλεξε να ζητήσει να παρουσιάσει μαρτυρία η οποία δεν σχετιζόταν με τους λόγους που την οδήγησαν να εγκαταλείψει την χώρα της και δεν επιθυμεί να επιστρέψει, ούτε μπορούσε αυτή η μαρτυρία να βοηθήσει στην συνολική αξιολόγηση της αξιοπιστίας της[6], αλλά ούτε σχέση είχε με τα ευρήματα και/ή την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου (απορρίφθηκε η σχετική αίτηση μαρτυρίας με ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 20/03/23).
Αξίζει επί αυτού του σημείου να αναφερθεί ότι στις οδηγίες της Ύπατης Αρμοστείας για τους Πρόσφυγες (UNHCR) σχετικά με την εξέταση αιτημάτων ασύλου με θρησκευτικό περιεχόμενο, γίνεται σαφές ότι η γνώση και μόνο ενός αιτούντα διεθνούς προστασίας για μία θρησκεία δεν αρκεί από μόνη της προκειμένου να τεκμηριωθεί η μεταστροφή του σε αυτή:
«Αν και οι υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων συχνά το θεωρούν χρήσιμο κατά τη διάρκεια της έρευνας και της προετοιμασίας, η εκτενής εξέταση ή δοκιμή των αρχών ή της γνώσης της θρησκείας του αιτούντος μπορεί να μην είναι πάντα απαραίτητη ή χρήσιμη. Σε κάθε περίπτωση, τα τεστ γνώσεων πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις ατομικές περιστάσεις, ιδίως επειδή η γνώση μιας θρησκείας μπορεί να ποικίλλει σημαντικά ανάλογα με το κοινωνικό, οικονομικό ή μορφωτικό υπόβαθρο του ατόμου ή/και την ηλικία ή το φύλο του/της.»[7]
[.]
«Η εμπειρία έχει δείξει ότι είναι χρήσιμο να καταφεύγει κανείς σε μια αφηγηματική μορφή αμφισβήτησης, μεταξύ άλλων μέσω ερωτήσεων ανοιχτού τύπου που επιτρέπουν στον αιτούντα να εξηγήσει την προσωπική σημασία της θρησκείας σε αυτόν/αυτήν, τις πρακτικές στις οποίες έχει ασκήσει (ή έχει αποφύγει να εμπλακεί από φόβο δίωξης) ή οποιουδήποτε άλλου παράγοντα που σχετίζεται με τους λόγους για τον φόβο του να διωχθεί. Μπορεί να προκύψουν πληροφορίες σχετικά με τις θρησκευτικές εμπειρίες του ατόμου, όπως να του ζητηθεί να περιγράψει λεπτομερώς πώς υιοθέτησε τη θρησκεία, τον τόπο και τον τρόπο λατρείας ή τις τελετουργίες, τη σημασία της θρησκείας για το άτομο, ή τις αξίες που πιστεύει ότι η θρησκεία ασπάζεται. Για παράδειγμα, το άτομο μπορεί να μην είναι σε θέση να απαριθμήσει τις Δέκα Εντολές ή να ονομάσει τους Δώδεκα Ιμάμηδες, αλλά μπορεί να δείχνει μια κατανόηση των βασικών αρχών της θρησκείας γενικότερα. Η απόσπαση πληροφοριών σχετικά με τη θρησκευτική ταυτότητα ή τον τρόπο ζωής του ατόμου θα είναι συχνά πιο κατάλληλη και χρήσιμη και μπορεί ακόμη και να είναι απαραίτητη. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η λεπτομερής γνώση της θρησκείας του/της αιτούντος δεν συσχετίζεται απαραίτητα με την ειλικρίνεια των πεποιθήσεων».[8]
(ο τονισμός δικός μου)
Ιδιαίτερα ως προς τα αιτήματα ασύλου που αφορούν μεταστροφή ενός αιτούντα η οποία πραγματοποιήθηκε ενώ βρισκόταν ήδη σε μια χώρα υποδοχής (sur place) - (λαμβάνοντας υπόψη ότι η Αιτήτρια βαπτίστηκε 3 μήνες μετά την άφιξη της στη Δημοκρατία), οι οδηγίες της Ύπατης Αρμοστείας αναφέρουν ότι:
«τα ζητήματα που θα πρέπει να αξιολογήσει ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων περιλαμβάνουν τη φύση και τη σύνδεση μεταξύ τυχόν θρησκευτικών πεποιθήσεων που τηρούνται στη χώρα καταγωγής και αυτών που κατέχονται τώρα, οποιαδήποτε δυσαρέσκεια με τη θρησκεία που τηρείται στη χώρα καταγωγής, για παράδειγμα, λόγω της θέσης της σε θέματα φύλου ή σεξουαλικού προσανατολισμού, πώς ο αιτών γνώρισε τη νέα θρησκεία στη χώρα ασύλου, την εμπειρία του από αυτή τη θρησκεία, την ψυχική του κατάσταση και την ύπαρξη επιβεβαιωτικών αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με τη συμμετοχή και την ιδιότητα μέλους του νέου θρησκεία».[9]
Όπως φαίνεται από το πρακτικό της συνέντευξης, ο λειτουργός ακολούθησε τις συγκεκριμένες οδηγίες κατά την εξέταση του αιτήματος διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας. Δεν περιορίστηκε μόνο στις γνώσεις της για την νέα θρησκεία που επέλεξε να ακολουθήσει, αλλά έδωσε παράλληλα έμφαση στα βιώματα και στις αντιλήψεις που την οδήγησαν να λάβει αυτή την απόφαση. Ούτε τεκμαίρεται μεταστροφή της με την ύπαρξη και μόνο του πιστοποιητικού βάπτισής της που εκδόθηκε μόλις 3 μήνες μετά την άφιξη της στη Κυπριακή Δημοκρατία. Σε σχέση με αυτό το ζήτημα, οι οδηγίες της Ύπατης Αρμοστείας αναφέρουν ότι:
«Οι λεγόμενες δραστηριότητες "αυτοεξυπηρέτησης" δεν δημιουργούν βάσιμο φόβο δίωξης με βάση τη Σύμβαση της Γενεύης στη χώρα καταγωγής του αιτούντος, εάν ο οπορτουνιστικός χαρακτήρας τέτοιων δραστηριοτήτων είναι εμφανής σε όλους, συμπεριλαμβανομένων των αρχών εκεί, και δεν προκύπτει ότι θα υπάρξουν σοβαρές αρνητικές συνέπειες εάν το άτομο επιστρεφόταν στη χώρα καταγωγής. Υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, ωστόσο, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι συνέπειες της επιστροφής στη χώρα καταγωγής και κάθε πιθανή βλάβη που θα μπορούσε να δικαιολογήσει το καθεστώς του πρόσφυγα ή μια συμπληρωματική μορφή προστασίας. Σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι η αξίωση είναι ιδιοτελής αλλά ο αιτών έχει ωστόσο βάσιμο φόβο δίωξης κατά την επιστροφή, απαιτείται διεθνής προστασία. Όπου η ευκαιριακή φύση της δράσης είναι σαφώς εμφανής, αυτό θα μπορούσε να βαρύνει σοβαρά την ισορροπία κατά την εξέταση πιθανών λύσεων που μπορεί να είναι διαθέσιμες σε τέτοιες περιπτώσεις, καθώς και, για παράδειγμα, το είδος του καθεστώτος διαμονής».[10]
Καταληκτικά, η Αιτήτρια απέτυχε να τεκμηριώσει και/ή κρίθηκε συνολικά αναξιόπιστη ήτοι ότι σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής, υπάρχει κίνδυνος δίωξης της για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, επομένως, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2022, (Ν.6(Ι)/2000).
Απορρίπτονται και οι θέσεις του δικηγόρου της ότι οι αρνητικές συνέπειες επιστροφής της στο Ιράν την καθιστούν δικαιούχο διεθνούς προστασίας και/ή ότι η χώρα της δεν είναι ασφαλής ειδικά λόγω της «αποστασίας» της από το Ισλάμ. Καταρχάς ως η ανωτέρω ανάλυση η Αιτήτρια δεν τεκμηρίωσε με τους ισχυρισμούς της ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2022, (Ν.6(Ι)/2000). Η Αιτήτρια έχει αποξενωθεί από την οικογένεια της και διαφαίνεται πως διατηρεί επαφή μόνο με τη μητέρα της (ερυθρό 100-94 ΔΦ). Από το ιστορικό της περίπτωσης της προκύπτει ότι αποχώρησε από την χώρα της για ένα μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα και ξαναεπέστρεψε, προτού καταλήξει στη Δημοκρατία. Εξήλθε της χώρας της χωρίς να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα από τις αρχές του Ιράν (τουλάχιστον σε δύο περιπτώσεις), ενώ από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης προκύπτει ότι ως γυναίκα διαζευγμένη αν και νομοθετικά προβλέπεται η ελευθερία εσωτερικής μετακίνησης, «για τις γυναίκες συχνά απαιτούνταν η επίβλεψη ενός άνδρα κηδεμόνα ή συνοδού προκειμένου να ταξιδέψουν και αντιμετώπιζαν επίσημη και κοινωνική παρενόχληση εξαιτίας του ότι ταξίδευαν μόνες».[11] Αναφορά της DFAT για το 2020 αναφέρει ότι γυναίκες από οικογένειες περισσότερο θρησκευτικής νοοτροπίας γενικά απαιτούνταν να έχουν την άδεια του ενός άνδρα κηδεμόνα προκειμένου να ταξιδέψουν μόνες.[12] Οι προσωπικές της περιστάσεις, λοιπόν, βρίσκονται σε αντίφαση με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης που υποδεικνύουν ότι οι ανύπανδρες γυναίκες στην ηλικία των 40 αναφέρεται ότι χρειάζονται την άδεια του πατέρα τους ή άλλων ανδρών συγγενών προκειμένου να αποκτήσουν διαβατήριο και να ταξιδέψουν στο εξωτερικό.[13] Σε σχέση δε με τη μεταχείριση των διαζευγμένων γυναικών, βάσει των πληροφοριών από τη χώρα καταγωγής, οι γυναίκες στο Ιράν έχουν κερδίσει περισσότερα δικαιώματα στο διαζύγιο τα τελευταία χρόνια, ενώ το διαζύγιο είναι περισσότερο κοινό σήμερα, ιδίως στις μεγάλες πόλεις. Οι δε διαζευγμένες γυναίκες, όπως η Αιτήτρια, (όπως και οι χήρες γυναίκες) έχουν το περισσότερο αυτόνομο καθεστώς όλων.[14]
Αναφορικά, τώρα, με το ζήτημα μεταστροφής - το Σύνταγμα του Ιράν αναγνωρίζει το Ισλάμ ως κρατική θρησκεία[15], με τους Χριστιανούς να αποτελούν μία από τις τρείς αναγνωρισμένες θρησκευτικές μειονότητές στις οποίες σύμφωνα με Άρθρο 13 του Συντάγματος αναγνωρίζεται το δικαίωμα στη θρησκευτική λατρεία.[16] Η μεταστροφή από το Ισλάμ σε άλλη θρησκεία αυτή απαγορεύεται από το νόμο[17], ενώ σε αναφορά του LandInfo αναφέρεται ότι η εγκατάλειψη του Ισλάμ «αποστασία», τιμωρείται με θάνατο για τους άνδρες και ισόβια κάθειρξη για τις γυναίκες, μέχρι πιθανή μετάνοιά της και επιστροφή στο Ισλάμ. H μόνη, όμως, «επίσημη» εκτέλεση Χριστιανού με κατηγορία αποστασίας φαίνεται να έλαβε χώρα το 1990[18]. Υπάρχουν δε αναφορές για μεταστραφέντες στο Χριστιανισμό ότι υποβάλλονταν σε αυθαίρετες συλλήψεις, κατάσχεση της προσωπικής τους περιουσίας, ποινική δίωξη με κατηγορίες εθνικής ασφάλειας και τιμωρίες όπως φυλάκιση, πρόστιμα και εσωτερική εξορία[19]. Σύμφωνα, όμως, με απόφαση του Ανωτατου Δικαστηριου του Ιράν τον 11ο/2021 έκρινε ότι η συμμετοχή των Χριστιανών σε εκκλησίες κατ' οίκον δε συνιστά παραβίαση εθνικής ασφάλειας υπό τα άρθρα 498 και 499 του Ισλαμικού Ποινικού Κώδικα, άρθρα τα οποία απαγορεύουν τη συμμετοχή σε ομάδες οι οποίες αποσκοπούν στη διατάραξη της ασφάλειας της χώρας και χρησιμοποιούνται συχνά προκειμένου να προσαχθούν Χριστιανοί.[20] Κατόπιν δε αυτής της απόφασης, έλαβαν χώρα αθωώσεις και απελευθερώσεις Χριστιανών. Ως προς το ζήτημα της επιστροφής των μεταστραφέντων από την Ευρώπη, (σημειώνεται ότι η Αιτήτρια δεν έχει τεκμηριώσει μεταστροφή) η έκθεση του DIS/ DRC παρέχει σχετικές πληροφορίες. Υποδεικνύεται ότι σύμφωνα με δύο πηγές, οι μεταστραφέντες επιστραφέντες οι οποίοι δεν ασκούν δραστηριότητες σχετικά με το Χριστιανισμό με την επιστροφή τους, δε θα είναι του ενδιαφέροντος των αρχών. Η Middle East Concern διέκρινε μεταξύ του αν το μεταστραφέν πρόσωπο είναι γνωστό στις αρχές πριν την αναχώρησή του ή όχι, με την τελευταία περίπτωση να μην είναι προβληματική. Το Υπουργείο Εξωτερικών Σχέσεων και Εμπορίου της Αυστραλίας καταγράφει ότι «οι διεθνείς παρατηρητές αναφέρουν ότι οι αρχές του Ιράν έχουν μικρό ενδιαφέρον στην ποινική δίωξη των ατυχώς αιτούντων άσυλο για δραστηριότητες οι οποίες έλαβαν χώρα εκτός του Ιράν [.] Αυτό συμπεριλαμβάνει τη μεταστροφή στο Χριστιανισμό. [.] Σε τέτοιες περιπτώσεις το προφιλ κινδύνου του ιδιώτη θα είναι το ίδιο όπως οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο στο Ιράν εντός της κατηγορίας αυτής. Αυτοί με υπάρχον υψηλό προφίλ ενδεχομένως να αντιμετωπίσουν υψηλότερο κίνδυνο να γίνουν αντιληπτοί από επίσημη προσοχή κατά την επιστροφή τους στο Ιράν [.]. Η μεταχείριση των επιστραφέντων, συμπεριλαμβανομένων των ατυχώς αιτούντων άσυλο εξαρτάται από το προφιλ του επιστραφέντα πριν αποχωρήσει από το Ιράν και από τις πράξεις του μετά την επιστροφή. Σύμφωνα με τοπικές πηγές, η μεγαλύτερη πρόκληση την οποία αντιμετωπίζουν οι ατυχώς αιτούντες άσυλο κατά την επιστροφή είναι η οικονομική ενσωμάτωση και η εξεύρεση εργασίας με νόημα»[21]
Σε σχέση δε με τη βαρύτητα που αποδίδουν οι αρχές του Ιράν σε βάπτιση στο εξωτερικό, (όπως η παρούσα περίπτωση) σχετικές πληροφορίες υποδεικνύουν ότι εάν ο μεταστραφείς βαπτίστηκε στο εξωτερικό και επιστρέψει στο Ιράν, η βάπτιση καθαυτή δε θα έχει σημασία. Εάν ο μεταστραφείς βιώνει μία ήσυχη ζωή, δε θα ήταν προβληματικό για κάποιον να είναι μεταστραφείς. Ωστόσο, εάν ο μεταστραφείς αρχίσει να εκπαιδεύει άλλους, θα δημιουργούσε ζήτημα [22]Επομένως, το πιστοποιητικό βάπτισης και/ή η βάπτιση της Αιτήτριας από μόνη της δεν αποτελεί δείκτη αρνητικών συνεπειών κατά την επιστροφή στη χώρα καταγωγής της και πιθανή βλάβη που θα μπορούσε να δικαιολογήσει το καθεστώς του πρόσφυγα ή συμπληρωματικής μορφής προστασίας.
Ούτε η Αιτήτρια αποτελεί δημόσια εκτεθειμένο πρόσωπο. Ειδικότερα, επί αυτού του σημείου, οι Ιρανοί αιτούντες άσυλο σε συνάρτηση με εξωτερικές πηγές ενημέρωσης αναφέρουν ότι οι ιρανικές αρχές δίνουν λίγη προσοχή στους αποτυχημένους αιτούντες άσυλο κατά την επιστροφή τους στο Ιράν. Οι Ιρανοί έχουν εγκαταλείψει τη χώρα σε μεγάλους αριθμούς ύστερα από την επανάσταση του 1979 και οι αρχές αποδέχονται ότι πολλοί θα επιδιώξουν να ζήσουν και να εργαστούν στο εξωτερικό για οικονομικούς λόγους. Ούτε οι αρχές ελέγχουν τους λογαριασμούς στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης των Ιρανών που επιστρέφουν από το εξωτερικό και διεθνείς παρατηρητές αναφέρουν ότι οι ιρανικές αρχές δεν ενδιαφέρονται για τη δίωξη των αποτυχημένων αιτούντων άσυλο για δραστηριότητες που διεξάγονται εκτός Ιράν.Αυτό περιλαμβάνει τη δημοσίευση σχολίων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (το φιλτράρισμα του Διαδικτύου σημαίνει ότι οι περισσότεροι Ιρανοί δεν θα δουν ποτέ σχόλια του αιτούντος στα μέσα κοινωνικού δικτύου), διαμαρτυρίες έξω από μια ιρανική διπλωματική αποστολή, μεταστροφή στον Χριστιανισμό ή ενασχόληση με δραστηριότητες LGBTI. Σε τέτοιες περιπτώσεις, το προφίλ κινδύνου για το άτομο θα είναι το ίδιο με οποιοδήποτε άλλο άτομο στο Ιράν εντός αυτής της κατηγορίας. Όσοι έχουν ήδη υψηλό προφίλ μπορεί να αντιμετωπίσουν μεγαλύτερο κίνδυνο να βρεθούν στο μικροσκόπιο των αρχών κατά την επιστροφή τους στο Ιράν, ιδιαίτερα όσοι είναι πολιτικοί ακτιβιστές. Η μεταχείριση των επιστρεφόντων, συμπεριλαμβανομένων των αποτυχημένων αιτούντων άσυλο, εξαρτάται από το προφίλ των επιστρεφόντων πριν αναχωρήσουν από το Ιράν και τις ενέργειές τους κατά την επιστροφή. Σύμφωνα με τοπικές πηγές, η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζουν οι αποτυχημένοι αιτούντες άσυλο κατά την επιστροφή τους είναι η οικονομική επανένταξη και με ουσιαστική απασχόληση.[23] Με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες για την χώρα προέλευσης και το βάσιμο της αξίωσης, δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι υπάρχει εύλογος βαθμός πιθανότητας η Αιτήτρια λόγω του χαμηλού της προφίλ να υποβληθεί σε μεταχείριση που θα μπορούσε να ισοδυναμεί με δίωξη ή να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στο Ιράν.
Ούτε η περίπτωση της Αιτήτριας εμπίπτει στις προϋποθέσεις παροχής σε αυτήν καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Ο λειτουργός εξέτασε κατά πόσο θα υπόκειτο σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής σε οποιαδήποτε τέτοια σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη ως προσδιορίζεται στο Άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2022, (Ν.6(Ι)/2000) και κατέληξε ότι τέτοιος κίνδυνος δεν υφίσταται (ερυθρό 92 ΔΦ).
Μετά δε από αναθεωρημένη έρευνα του Δικαστηρίου ως προς τη γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στο Ιράν, βάσει του portal RULAC (Rule of Law in Armed Conflict), η χώρα δε βρίσκεται σε κατάσταση διεθνούς ή μη διεθνούς ένοπλης σύρραξης.[24] Κατά το διάστημα 01/01/22 με 01/01/23 η βάση δεδομένων ACLED κατέγραψε στη χώρα 733 περιστατικά ασφαλείας, εκ των οποίων επήλθαν 666 απώλειες. 46 εξ αυτών καταγράφηκαν ως μάχες, 500 ως εξεγέρσεις, 3 ως περιστατικά απομακρυσμένης βίας και 184 ως περιστατικά βίας κατά αμάχων.[25] Στις 16/09 ο θάνατος γυναίκας υπό την κράτηση της αστυνομίας ηθών αποτέλεσε τη γενεσιουργό αιτία διαδηλώσεων σε όλη τη χώρα. Οι δυνάμεις ασφαλείας χρησιμοποίησαν πυροβόλα όπλα, όπλα εφόδου και όπλα χειρός κατά των διαδηλωτών σε μεγάλο βαθμό ειρηνικές καταστάσεις. Αντίστοιχα, νωρίτερα το 2022 απεργίες εργατικών ενώσεων και συνεχιζόμενες διαμαρτυρίες σε βάρος των αυξανόμενων τιμών κλιμακώθηκαν και επίσης αντιμετωπίστηκαν με βία.[26] Σε σχέση με τον τόπο τελευταίας διαμονής της Αιτήτριας, ήτοι την πόλη Mashhad, αυτή ανήκει στην περιφέρεια Razavi Khorasan.[27] Για τη χρονική περίοδο από 01/01/22 μέχρι και 01/01/23, στην ως άνω περιφέρεια καταγράφηκαν μόνο 34 περιστατικά ασφαλείας με 21 απώλειες. Εξ αυτών 2 περιστατικά καταγράφηκαν ως μάχες, 24 ως εξεγέρσεις και 8 ως βία κατά αμάχων.[28] Το μόνο περιστατικό το οποίο σχετιζόταν με δυνάμεις ανταρτών καταγράφηκε στην περιοχή, αφορούσε επιδρομή των δυνάμεων ασφαλείας του Ιράν σε μονάδα του Army of Justice στην πόλη της Mashhad, εμποδίζοντας πιθανή προγραμματισμένη επίθεση, κατάσχοντας μεγάλη ποσότητα οπλισμού και εκρηκτικών και συλλαμβάνοντας όλα τα μέλη της μονάδας.[29]
Αναφορικά με τους ισχυρισμούς του δικηγόρου της Αιτήτριας για ανεπάρκεια των ερωτήσεων και/ή δε διέθετε τα κατάλληλα προσόντα (για τα θέματα που άπτονται της ουσίας του αιτήματος της) ο λειτουργός που διενήργησε την συνέντευξη διαπιστώνω από σχετικά πρακτικά, ως και η ανωτέρω ανάλυση, ότι της έγιναν επαρκείς ερωτήσεις για να περιγράψει τους λόγους που υπέβαλε αίτημα ασύλου όπως επίσης και άλλα ζητήματα που αφορούν τις προσωπικές της περιστάσεις. Δεν εντοπίζω οτιδήποτε παράτυπο, παράνομο και μεμπτό στην διαδικασία που ακολουθήθηκε που μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Η διαδικασία της συνέντευξης ήτο σε πλήρη σύμπνοια με το Άρθρο 13 & 13Α του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2022 (Ν.6(Ι)/2000) και δεν ανατρέπεται το τεκμήριο της κανονικότητας που διέπει διοικητικές πράξεις της διοίκησης. Η διοίκηση τεκμαίρεται πως λειτουργεί σύμφωνα με το Νόμο, εκτός όπου καθαρά αποδεικνύεται πως αυτό δεν συμβαίνει - ενώ στα πλαίσια της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων, επί των οποίων υπάρχει μαχητό τεκμήριο, δεν νοείται ανατροπή του με τα όσα επιχειρηματολογεί η πλευρά του αιτούντα μέσω του συνηγόρου του. Ούτε η Αιτήτρια εξηγεί επαρκώς για ποιο λόγο ο λειτουργός που διεξήγαγε τη συνέντευξη δε διέθετε τα κατάλληλα προσόντα, καθότι θα πρέπει να προβάλλονται ειδικοί και συγκεκριμένοι λόγοι για τους οποίους κατά την άποψή της δεν ικανοποιείται ένα προαπαιτούμενο από το Νόμο (Βλέπε Υπόθ.Αρ.801/1999, Μαυρονύχη v. Δημοκρατίας, ημερ.12/03/2001και Χριστίνα Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας, (2009) 4 Α.Α.Δ. 929). Ούτε έχει προσκομιστεί οποιαδήποτε μαρτυρία επί αυτού του λόγου ακύρωσης που να ανατρέπει τα όσα προκύπτουν από το περιεχόμενο του φακέλου της Αιτήτριας.
Ούτε διαπιστώνω από τα ενώπιον μου στοιχεία ελλιπή έρευνα αλλά ούτε πλάνη περί το νόμο και των πραγματικών δεδομένων που λήφθηκαν από την Υπηρεσία Ασύλου κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Αποτελεί δε βασική νομολογιακή αρχή ότι η έκταση της έρευνας, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα, ανάγεται δε στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης (Βλέπε Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, ημερ. 05/06/2002, (2002) 3 Α.Α.Δ. 345).Η επάρκεια της αιτιολογίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα πραγματικά και νομικά περιστατικά της υπόθεσης, ενώ η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης συμπληρώνεται και/ή αναπληρώνεται μέσα από τα στοιχεία του φακέλου της Αιτήτριας ήτοι της έκθεσης/εισήγησης του λειτουργού η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασης του εξουσιοδοτημένου από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιου λειτουργού, όπως επίσης και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας με αποτέλεσμα να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος (Βλέπε Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ.270).
Το ίδιο δε Δικαστήριο, στα πλαίσια των εξουσιών του ήτοι ελέγχου νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, μετά από πραγματικό έλεγχο των περιστάσεων της Αιτήτριας, καταλήγει στο ίδιο εύρημα ότι δηλαδή δεν μπορεί να της αναγνωριστεί το καθεστώς του πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας.
Για όλους του πιο πάνω λόγους, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται με €1300 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.».
Αξιολογώντας τα ανωτέρω, βρίσκουμε, καταρχάς, ότι, η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου (βλ. ιδιαίτερα αιτιολογία του πέμπτου λόγου έφεσης) είναι ιδιαίτερα αναλυτική και εμπεριστατωμένη και αποφαίνεται επί έκαστου -κρίσιμου για την αίτηση της Εφεσείουσας- ισχυρισμού, ως εξάλλου έπραξε και η Εφεσίβλητη σε διοικητικό επίπεδο (βλ.Ερ. 103 έπ. στο διοικητικό φάκελο της υπόθεσης). Τα συμπεράσματα του, τα οποία κινούνται σε παρόμοια τροχιά με τα ευρήματα της Εφεσίβλητης στη σχετική έκθεση/αξιολόγηση του λειτουργού του ESAO ημερομηνίας 4.1.2022 (βλ. Ερ 103 έως 91 στο διοικητικό φάκελο της υπόθεσης και συνοδευτικά έγγραφα αυτής, Ερ. 90 έως 75), η οποία αξιολόγησε τις (επαρκείς, βρίσκουμε, στην πληρότητα και ευρύτητα τους) ερωταπαντήσεις στη συνέντευξη της Εφεσείουσας (βλ. Ερ 74 έως 52 και λοιπά συνοδευτικά έγγραφα, Ερ 52 έως 19, συμπεριλαμβανομένης σε αυτά και της αίτησης για χορήγηση διεθνούς προστασίας της Εφεσείουσας), συνάδουν με τα προαναφερθέντα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, είναι εναρμονισμένα με τις κατευθυντήριες γραμμές περί εξέτασης τέτοιων αιτήσεων της EASO και τα συλλεχθέντα στοιχεία σε σχέση με την κατάσταση ασφάλειας στη χώρα καταγωγής της Εφεσείουσας (βλ. μέρος της αιτιολογίας του δεύτερου και πέμπτου λόγου έφεσης) είναι, αποφαινόμαστε, απόρροια δόκιμων πηγών οι οποίες ρητώς παρατίθενται στη δικαστική απόφαση και οι οποίες δεν αμφισβητήθηκαν επιτυχώς από την Εφεσείουσα ενώπιον μας. Επί όλων των κρίσιμων ζητημάτων για την επίδικη αίτηση, ήτοι α) την ταυτότητα προφίλ, χώρα καταγωγής της Εφεσείουσας, β) τους ισχυρισμούς περί βιασμού της Εφεσείουσας το έτος 2011 και 2018, γ) τον ισχυρισμό για την μεταστροφή της στο Χριστιανισμό και δ) τον ισχυρισμό για απειλές εναντίον της από ανθρώπους από το Ιράν ενόσω ήταν στην Κύπρο, υπήρξε τόσο διοικητικά, όσο και από το πρωτόδικο Δικαστήριο, του οποίου η δική του έρευνα και αιτιολογία εδώ κρίνεται, εξατομικευμένη, ως όφειλε να είναι, τα δε συμπεράσματα του ευλόγως επιτρεπτά. Δεν συμφωνούμε με την αιτιολογία που παρατίθεται προς υποστήριξη του τρίτου λόγου έφεσης, η οποία φαίνεται κατ’ ουσία να εξαντλείται, παρατηρούμε, στην απόρριψη του ισχυρισμού της Εφεσείουσας περί μεταστροφής της στο Χριστιανισμό (ζήτημα που, εν μέρει, αποτελεί και μέρος της αιτιολογίας του δεύτερου και πέμπτου λόγου Έφεσης). Αντιθέτως, κρίνουμε ότι η απόρριψη αυτού του ισχυρισμού από το πρωτόδικο Δικαστήριο (βλ. ανωτέρω) είχε εξέχουσα θέση στη δοθείσα απ’ αυτό αιτιολογία και η εξέταση του διενεργήθη από το πρωτόδικο Δικαστήριο επαρκώς εξατομικευμένα και με καταληκτικά συμπεράσματα, επαναλαμβάνουμε, ευλόγως επιτρεπτά. Ούτε ο ισχυρισμός ότι επειδή επιτράπηκε η προσκόμιση του πιστοποιητικού βάπτισης της Εφεσείουσας, αυτό οδηγεί αυτόματα στην αποδοχή του ισχυρισμού της περί μεταστροφής της στο Χριστιανισμό, για τους λόγους που στη δικαστική απόφαση ευστόχως με σχετικές παραπομπές επεξηγούνται (βλ. ανωτέρω).
Ούτε ο ισχυρισμός ότι δεν δόθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο καμία βαρύτητα στο ότι η Εφεσείουσα υπέβαλε την αίτηση της χωρίς καθυστέρηση άμα τη αφίξει της στην Κύπρο, ευσταθεί. Πέραν της συναφούς υποδείξεως του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αυτή επαληθευόμενη από το διοικητικό φάκελο της υπόθεσης, ότι, η Εφεσείουσα αποχώρησε από την χώρα της για ένα μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα και ξαναεπέστρεψε σ’ αυτή, προτού καταλήξει στην Κυπριακή Δημοκρατία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει στη διενεργηθείσα στάθμιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και εξαγωγή συμπερασμάτων επί –κατά τα λοιπά- ορθών στοιχείων, για τα οποία δεν παρατηρείται είτε έλλειψη δέουσας έρευνας, είτε ουσιώδης πλάνη (βλ. απόφαση Εφετείου ημερομηνίας 29.5.2025 στην Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 56/2024 YOUSSOUF TOURE v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ).
Σημειώνουμε, επίσης, ότι καίρια συμπεράσματα σε σχέση με τα ευρήματα έλλειψης αξιοπιστίας της Εφεσείουσας σε σχέση με τους ισχυρισμούς της περί βιασμού της, αλλά και τον ισχυρισμό για απειλές εναντίον της από ανθρώπους από το Ιράν ενόσω ήταν στην Κύπρο, δεν προκύπτει από τους εξεταζόμενους λόγους έφεσης να αμφισβητούνται συγκεκριμένα, αλλά ούτε στην αιτιολογία τους εντοπίζεται οποιαδήποτε συγκεκριμένη αναφορά ή λόγος αμφισβήτησης της ορθότητας των σχετικών περί τούτων των ισχυρισμών δικαστικών ευρημάτων. Υπενθυμίζεται ότι, οι λόγοι εφέσεως δεν δύνανται να τύχουν εξέτασης στο βαθμό που επεκτείνονται, στο εύρος τους, διαμέσου του περιγράμματος αγόρευσης, αν αυτά δεν έχουν τύχει δικογράφησης και δεν ενσωματώθηκαν στη δικογραφημένη αιτιολογία (βλ. απόφαση του Εφετείου ημερομηνίας 27.3.2025 στην Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 166/2023 GEORGE CHUKWUDI NZEOCHA v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ MEΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ).
Δεν διακρίνουμε, λοιπόν, οποιαδήποτε ουσιώδη πλημμέλεια στη πρωτόδικη κρίση επί της ουσίας της αίτησης της Εφεσείουσας. Στο σημείο αυτό υπενθυμίζουμε ότι, ο έλεγχος, τον οποίο διεξάγει το Εφετείο δεν είναι έλεγχος ουσίας, αλλά νομιμότητας της επί της ουσίας απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας. Ως αποφασίστηκε, συναφώς και στην Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 95/2023 BOLARNINWA EMMANUEL JOHNSON v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ, απόφαση ημερομηνίας 27.2.2025:
«Σύμφωνα με τη νομολογία (βλ. Παπαδόπουλος ν. Χριστοφόρου (2002) 1 Α.Α.Δ. 2004, Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1 Α.Α.Δ. 454, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ 236) δικαιολογείται η εφετειακή επέμβαση σε πραγματικά ευρήματα, συμπεράσματα και ευρήματα αξιοπιστίας μαρτύρων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όταν τα ευρήματα αυτά είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα και δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που έχει αποδεχθεί το πρωτόδικο Δικαστήριο. Σε τελική δε ανάλυση αν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει στα ευρήματα που κατέληξε, δεν χωρεί επέμβαση από το Εφετείο, το οποίο, υπενθυμίζουμε, σε αντίθεση με το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν είναι δικαστήριο εξέτασης της ουσίας, αλλά (μόνο) της νομιμότητας της επίδικης απόφασης. Με το δεδομένο δε ότι, όπως λέχθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία ν. Singh, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 26/2024, ημερομηνίας 10/09/2024 «οι εξουσίες του συγκεκριμένου δικαστηρίου σε θέματα διαδικασίας και απόδειξης, είναι ευρείες και ο ρόλος του ρυθμιστικός», δεν παρέχεται πεδίο παρέμβασής μας υπό τα δεδομένα της εξεταζόμενης περίπτωσης.»
Τέλος, δεν διέλαθε την προσοχή μας ότι, η Εφεσείουσα ισχυρίστηκε ενώπιον της Εφεσίβλητης και ότι διενήργησε και δύο απόπειρες αυτοκτονίας, ισχυρισμός ο οποίος καταγράφηκε τόσο από την Εφεσίβλητη στη σχετική έκθεση/εισήγηση του αξιολογούντος την αίτηση λειτουργού (βλ.Ερ. 102 έπ. στο διοικητικό φάκελο της υπόθεσης), όσο και από το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του (βλ. ανωτέρω), χωρίς να φαίνεται οποιαδήποτε ιδιαίτερη ενασχόληση τους με το ζήτημα αυτό και, ιδιαίτερα, κατά πόσο το όποιο περί τούτου του ισχυρισμού εύρημα τους θα ήταν δυνατό να είχε επηρεάσει ενδεχομένως την αξιοπιστία της Εφεσείουσας και επί των άλλων ισχυρισμών της, για τους οποίους κρίθηκε αναξιόπιστη. Ωστόσο, ισχυρισμός περί τέτοιας ενδεχόμενης παράλειψης δεν δικογραφήθηκε με λόγο έφεσης ή παρατέθηκε στη δικογραφημένη αιτιολογία των λόγων έφεσης που προβλήθηκαν και δεν είναι δικονομικώς επιτρεπτό για το Εφετείο να προβεί σε έλεγχο και κατάληξη επί ζητημάτων, τα οποία δεν εγέρθηκαν, δεν συζητήθηκαν, αλλά ούτε ανήκουν νομολογιακώς στα αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενα.
Με βάση τα ανωτέρω και για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, ουδείς εκ των λόγων Εφέσεως, που εδύναντο (και στην έκταση που εδύναντο) να εξεταστούν και εξετάστηκαν από το Εφετείο, ευσταθεί και, ως εκ τούτου, απορρίπτονται, ως αβάσιμοι.
Η Έφεση απορρίπτεται, με έξοδα ύψους €2000 εναντίον της Εφεσείουσας και υπέρ της Εφεσίβλητης. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.
Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.
Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο