Pop Life Electric Ltd v. Χριστόδουλος Χριστοδούλου, Πολιτική Έφεση αρ. 125/2019, 16/7/2025
print
Τίτλος:
Pop Life Electric Ltd v. Χριστόδουλος Χριστοδούλου, Πολιτική Έφεση αρ. 125/2019, 16/7/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση αρ. 125/2019)

16 Ιουλίου 2025

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]

[ΤΟΥΜΑΖΗ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ Δ/στες]

                  

Pop Life Electric Ltd

Εφεσείουσα

ν.

Χριστόδουλος Χριστοδούλου

Εφεσίβλητος

Για Εφεσείουσα: κ. Θεόδωρος Ιωαννίδης για Θεόδωρος Μ. Ιωαννίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε

Για Εφεσίβλητο: κ. Στέλιος Χρ. Ιακωβίδης

               

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Με την παρούσα έφεση, αμφισβητείται η απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Λεμεσού, με την οποία επιδικάστηκε στον εφεσίβλητο το ποσόν των €22.234,71 ως αποζημιώσεις για παράνομη απόλυση από την εφεσείουσα, στην οποία εργάστηκε για περίοδο 9 ετών.

Σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα όπως τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η εφεσείουσα αρχικά ασχολείτο με την πώληση ηλεκτρικών ειδών, αλλά σταδιακά μετατράπηκε σε επιχείρηση υπεραγορών. Ο εφεσίβλητος προσλήφθηκε στην υπηρεσία της εφεσείουσας στις 07/03/2004. Μέχρι τις 15/01/2013, εργαζόταν ως υπεύθυνος του καταστήματος της εφεσείουσας στον Ύψωνα. Λάμβανε σταθερό βασικό μηνιαίο μισθό για τις υπηρεσίες του, και ακόμα ένα ποσό ως προμήθειες που δεν ήταν σταθερό, αλλά υπολογιζόταν στη βάση ποσοστού επί των πωλήσεων του καταστήματος, στο οποίο ήταν υπεύθυνος.

Στις 15/01/2013, η εφεσείουσα με επιστολή της προς τον εφεσίβλητο, τον πληροφορούσε ότι λόγω άμεσης ανάγκης, θα έπρεπε να μετακινηθεί και να αναλάβει την ίδια ημέρα, τα καθήκοντα Διευθυντή άλλου καταστήματος της εφεσείουσας στη Λεμεσό. Σημειώνετο στην εν λόγω επιστολή ότι τυχόν άρνηση συμμόρφωσης του εφεσίβλητου, θα είχε ως αποτέλεσμα τον άμεσο τερματισμό της εργασίας του.

Ο εφεσίβλητος απάντησε με επιστολή του ημ. 17/01/2013 (τεκμ. 3), στην οποία αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι η εν λόγω μετακίνηση, εκτός από την ουσιαστική υποβάθμιση της θέσης του, θα επιφέρει και σημαντική μείωση των εισοδημάτων του, δεδομένης της μεγάλης διαφοράς στον κύκλο εργασιών των δύο καταστημάτων. Αναφέρει, συγκεκριμένα, ότι θα υποστεί 50% μείωση εισοδημάτων, ήτοι πέραν των €2.000,00 μηνιαίως. Για αυτό τον λόγο, αντιπρότεινε όπως καθοριστεί συγκεκριμένο μικρό χρονικό διάστημα μετακίνησης στο νέο κατάστημα και επίσης για όσο διάστημα μετακινηθεί, αντί προμήθειας, να του καταβάλλεται σταθερός βασικός μισθός, που να ισούται με τις απολαβές που είχε τους τελευταίους 12 μήνες, στο κατάστημα του Ύψωνα. Αναφέρει, επίσης, ότι θα εμφανιστεί στο νέο κατάστημα, υπό την επιφύλαξη ότι θα τηρηθούν τα πιο πάνω, αλλιώς θα θεωρήσει ότι εξαναγκάζεται σε παραίτηση.

Την επομένη 18/01/2013, ο εφεσίβλητος παρουσιάστηκε στο νέο κατάστημα στο οποίο μετακινήθηκε με απόφαση της εφεσείουσας. Εκεί του παραδόθηκε επιστολή ίδιας ημερομηνίας με τίτλο «Επιστολή Αποδοχής Παραίτησης» (τεκμ. 4). Αναφέρεται, μεταξύ, άλλων στην εν λόγω επιστολή ότι οι απαιτήσεις του εφεσείοντα δεν μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές και ως εκ τούτου, η παραίτηση του γίνεται αποδεκτή από τις 18/01/2013.

Ο δικηγόρος του εφεσίβλητου, απέστειλε στις 21/1/2013 επιστολή στην εφεσείουσα (τεκμ. 5), στην οποία σημείωνε ότι ο εφεσίβλητος παρουσιάστηκε στις 18/1/2013 στο νέο κατάστημα παρά το ότι είχε δικαίωμα να αρνηθεί, σε μια προσπάθεια επίδειξης καλής θέλησης και αναμένοντας ότι στο μεταξύ οι προτάσεις του θα γίνονταν αποδεχτές ή ότι θα γινόταν μια διαπραγμάτευση. Αντιθέτως, δεν του επιτράπηκε να αναλάβει καθήκοντα και του δόθηκε η επιστολή - τεκμήριο 4, στην οποία γίνεται αποδοχή της δήθεν παραίτησης του. Αναφέρει, επίσης, ότι ο εφεσίβλητος δεν υπέβαλε παραίτηση, και ότι είναι η εφεσείουσα με τη συμπεριφορά της, που τερμάτισε στην ουσία την απασχόληση του. Αναφέρεται περαιτέρω ότι σε περίπτωση που αποσυρθεί η απόλυση του, ο εφεσίβλητος είναι έτοιμος να παρουσιαστεί στην εργασία του στο νέο κατάστημα και να προσφέρει τις υπηρεσίες του χωρίς βλάβη των δικαιωμάτων του, αναμένοντας ότι θα γίνει διαπραγμάτευση για την διαφορά που προέκυψε, ώστε να εξευρεθεί μια λύση. Σημειώνεται τέλος, ότι ο εφεσίβλητος είναι έτοιμος να παρουσιαστεί στην εργασία του, στις 22/01/2013.

Η εφεσείουσα παρέδωσε στην συνέχεια στον εφεσίβλητο, επιστολή ημ. 22/01/2013 (τεκμ.6), με τίτλο «Επιστολή Τερματισμού Εργασίας» με την οποία ο εφεσίβλητος ενημερώνεται ότι η εργοδότηση του στην εφεσείουσα  τερματίζεται άμεσα από τις 22/01/2013, καθώς η εφεσείουσα δεδομένης της δυσχερούς οικονομικής κατάστασης που αντιμετωπίζει δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις οικονομικές απαιτήσεις του εφεσιβλήτου.

Είναι επίσης παραδεκτό ότι στις 05/04/2013, η εφεσείουσα συμπλήρωσε το έντυπο του Επαρχιακού Γραφείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων Λεμεσού (τεκμ. 7), σε σχέση με την αίτηση που υπέβαλε ο εφεσίβλητος για επίδομα ανεργίας. Σε αυτό αναγράφεται ότι ο εφεσίβλητος εργάστηκε στην εφεσίβλητη μέχρι τις 22/01/2013, ημερομηνία που απολύθηκε και ότι κατά την απόλυσή του, του καταβλήθηκε αποζημίωση για προειδοποίηση 8 εβδομάδων.

Πρωτοδίκως, ήταν η θέση του εφεσίβλητου ότι ουδέποτε υπέβαλε παραίτηση και ως εκ τούτου η απόλυση του ήταν παράνομη. Η εφεσείουσα αντέτεινε με τo έγγραφο εμφάνισης της, ότι ο εφεσίβλητος δεν αποδέχθηκε τη μετάθεση του και ότι τόσο ο ίδιος, όσο και με επιστολή του δικηγόρου του, υπέβαλε παραίτηση στις 22/01/2013, η οποία έγινε αποδεκτή.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνει στην απόφαση του ότι ενόψει των ισχυρισμών της εφεσείουσας ότι ο εφεσίβλητος αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία του, ο εφεσίβλητος είχε το βάρος να αποδείξει ότι η εργοδότηση, τερματίστηκε μονομερώς από την εφεσείουσα (βλ. Aριστείδου ν. R.K. Super Beton Ltd κα (1999) 1 Α.Α.Δ 114 και Λούης Τούριστ Έϊτσενσυ Λτδ. (Αρ 2) (1990) 1 Α.Α.Δ 315). Γίνεται στην πρωτόδικη απόφαση αναφορά, σε πάγια νομολογιακή αρχή ότι όταν αμφισβητείται από τους διαδίκους ο τρόπος τερματισμού της εργασιακής σχέσης, το ζήτημα κατά πόσον ένας εργοδοτούμενος έχει παραιτηθεί οικειοθελώς από την εργασία του ή έχει απολυθεί από τον εργοδότη του, είναι θέμα γεγονότων για τα οποία το Δικαστήριο πρέπει να στηριχθεί προκειμένου να αποφασίσει, αφού σταθμίσει όλες τις περιβάλλουσες περιστάσεις της υπόθεσης. Έγινε επί του προκειμένου αναφορά στην αγγλική υπόθεση Martin ν. Glynwed Distribution Ltd [1983] ICR 511, από την οποία παρατέθηκε το πιο κάτω απόσπασμα:

"Whatever the respective actions of the employer and the employee at the time when the contract of employment is terminated, at the end of the day the questions always remains the same, ‘Who really ended the contract of employment?’

Ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε την μαρτυρία του εφεσίβλητου σχετικά με τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στις 18/01/2013, στις 21/01/2013 και στις 22/01/2013, κρίνοντας την ως σταθερή, χωρίς αντιφάσεις και σε συνοχή με τους ισχυρισμούς του, που περιέχονται στο τεκμήριο 4 και στους γενικούς λόγους της αίτησης. Η μαρτυρία που προσκόμισε η εφεσείουσα δεν έγινε αποδεκτή αφού, μεταξύ άλλων, δεν διευκρινίστηκε, για ποιο λόγο στα τεκμήρια 6 και 7 αναγράφηκε ως τελευταία ημερομηνία απασχόλησης η 22/01/2013. Ούτε εξηγήθηκε για ποιο λόγο καταβλήθηκε στον εφεσίβλητο πληρωμή αντί προειδοποίησης, αφού σύμφωνα με την εφεσείουσα,  αυτός παραιτήθηκε οικειοθελώς από την εργασία του και δεν απολύθηκε.

Ακολούθως, ερμηνεύοντας το περιεχόμενο της επιστολής του εφεσίβλητου ημ. 17/01/2013 (τεκμ. 3), το πρωτόδικο Δικαστήριο υπό το φως των νομικών αρχών που παρέθεσε, κατέληξε ότι το περιεχόμενό της εν λόγω επιστολής είναι σαφές, ότι δεν είχε την έννοια της υποβολής παραίτησης. Αντιθέτως, επρόκειτο για επιφύλαξη των δικαιωμάτων του εφεσιβλήτου, σε περίπτωση απόρριψης από την εφεσείουσα των προτάσεων και αιτημάτων που υπέβαλε, σε σχέση με την μετάθεση του σε άλλο κατάστημα από αυτό που εργαζόταν. Ήταν η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος έδωσε στην εφεσείουσα με το τεκμήριο 3, μια προειδοποίηση σε σχέση με τις προθέσεις του και όχι την παραίτηση του.  

Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνει, επίσης, ότι στους γενικούς λόγους του εγγράφου εμφάνισης της εφεσείουσας δεν αναφέρεται ότι ο εφεσίβλητος, είτε ρητά είτε εξυπακουόμενα, υπέβαλε την παραίτησή του με την εμφάνιση του στις 18/01/2013 στο νέο κατάστημα και την παράδοση του τεκμηρίου 3. Αντιθέτως, η δικογραφημένη θέση της εφεσείουσας είναι ότι ο εφεσίβλητος δεν αποδέχτηκε τη μετάθεση και τόσο ο ίδιος, όσο και με επιστολή του δικηγόρου του, υπέβαλε παραίτηση σε μεταγενέστερη ημερομηνία, ήτοι στις 22/01/2013.

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε εύρημα ότι ο εφεσίβλητος δεν παραιτήθηκε από την εργασία του, αλλά αντιθέτως, απολύθηκε από την εφεσείουσα. Αναφέρονται καταληκτικά τα εξής από το πρωτόδικο Δικαστήριο:

«Συνακόλουθα με τα πιο πάνω βρίσκουμε ότι (α) ο Αιτητής δεν υπέβαλε παραίτηση ρητά στις 18/1/2013 και ότι η συμπεριφορά που επέδειξε στις 18/1/2013 σε συνδυασμό με το Τεκμήριο 3 δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι αποτελούν εξυπακουόμενη παραίτησή του και (β) η συμπεριφορά που επέδειξαν οι Καθ’ ων η Αίτηση στις 18/1/2013 μέχρι 22/1/2013 συνιστούσε απόλυση του Αιτητή αφού λανθασμένα θεώρησαν ότι ο Αιτητής υπέβαλε παραίτηση στις 18/1/2013 (βλέπε Τεκμήριο 4) και στη συνέχεια ενώ δεν αμφισβήτησαν το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 5 έδωσαν στον Αιτητή το Τεκμήριο 6 σημειώνοντας σε αυτό ότι η απόλυση του έγινε στις 22/1/2013 και δίνοντας του και προειδοποίηση (τερματισμού της απασχόλησης του) 8 εβδομάδων για την οποία στη συνέχεια του κατέβαλαν σχετική πληρωμή αντί προειδοποίησης.»

Κρίθηκε συνακόλουθα από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ο πιο πάνω τερματισμός της απασχόλησης του εφεσίβλητου είναι παράνομος, επειδή δεν έγινε για κάποιο ή κάποιους από τους λόγους που εκτίθενται στο Άρθρο 5 του Περί Τερματισμού Απασχόλησης Νόμου 24/67. Ως εκ τούτου και σύμφωνα με το Άρθρο 3(1) του ιδίου Νόμου, ο εφεσίβλητος δικαιούται σε αποζημιώσεις λόγω παράνομης απόλυσης.

Ως προς το ύψος των αποζημιώσεων, το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του όλα τα περιστατικά της υπόθεσης, όπως την εργασία του εφεσίβλητου για 9 χρόνια στην εφεσείουσα, τα εισοδήματα του κατά τον χρόνο της απόλυσης, την μη απόδειξη των πραγματικών οικονομικών συνεπειών που υπέστη ως αποτέλεσμα της απόλυσης αφού δεν δόθηκε μαρτυρία ως προς τις απολαβές του στην νέα του εργασία μετά την απόλυση αλλά και την απουσία απόδειξης κακοπιστίας από την εφεσείουσα αφού αυτή διατηρούσε το δικαίωμα μετάθεσης του. Κρίθηκε, ενόψει των πιο πάνω, ως εύλογη και δίκαιη αποζημίωση, ποσό που αντιστοιχεί με τις απολαβές 20.5 εβδομάδων, ήτοι €22.234,71. Εκδόθηκε ως εκ τούτου απόφαση υπέρ του εφεσιβλήτου και εναντίον της εφεσείουσας για το συνολικό ποσό των €22.234,71 πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα.

Η ειδοποίηση έφεσης

Η εφεσείουσα με 4 λόγους έφεσης, αμφισβητεί την πιο πάνω πρωτόδικη απόφαση. Με τον 1ο λόγο έφεσης η εφεσείουσα παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, λανθασμένα ερμήνευσε την επιστολή του εφεσίβλητου ημ.17/01/2013 (τεκμ. 3) ότι δεν είχε την έννοια της υποβολής παραίτησης, αλλά της επιφύλαξης των δικαιωμάτων του σε περίπτωση μη συμφωνίας της εφεσείουσας με τις προτάσεις - αιτήματα που υπέβαλε ο εφεσίβλητος στην εφεσείουσα.

Στην αιτιολογία του 1ου λόγου έφεσης αναφέρεται ότι στο τεκμήριο 3 ήταν σαφές ότι υποβλήθηκε παραίτηση αφού δεν ικανοποιήθηκαν τα αιτήματα του εφεσίβλητου. Προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η θέση του εφεσιβλήτου ήταν ότι υπήρξε εξαναγκασμός σε παραίτηση και όχι ότι επιφύλασσε τα δικαιώματα του, όπως εσφαλμένα αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η επιστολή του δικηγόρου του ημερομηνίας 21/01/2013 (τεκμ. 5), αποτελεί σκέψη εκ των υστέρων και μετά την σαφή υποβολή παραίτησης του εφεσιβλήτου, ώστε να αποκτήσει δικαίωμα για αποζημιώσεις.

Με τον 2ο λόγο έφεσης, η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδέχθηκε ότι ο εφεσίβλητος απολύθηκε μετά από μια διαφωνία που είχε με την εφεσείουσα, σε σχέση με την απόφαση μετάθεσης του σε μικρότερο κατάστημα και ότι ο εφεσίβλητος δεν παραβίασε ουσιωδώς την σύμβαση εργασίας του, με το να μην αποδεχτεί την μετάθεση του και να θέσει όρους στην εφεσείουσα. Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι ο εφεσίβλητος για να αποδεχθεί την μετακίνηση του, έθεσε σαφέστατους όρους που αποτελούσαν ουσιώδη παράβαση της σύμβασης εργασίας του και μη αποδοχή των οδηγιών των εργοδοτών του. Η άρνηση του να μετατεθεί,  αποτελούσε σαφή παράβαση της σύμβασης εργασίας του, την οποίαν ο εφεσίβλητος επιβεβαίωσε με την παραίτηση του.

Ο 3ος λόγος έφεσης είναι παρεμφερής με τον πρώτο και αφορά την ερμηνεία των επιστολών που απέστειλε ο εφεσίβλητος στην εφεσείουσα και στο κατά πόσον σε αυτές υπάρχει δήλωση παραίτησης. Ισχυρίζεται συγκεκριμένα η εφεσείουσα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την αξιολόγηση των τεκμηρίων αυτών, απέτυχε να εξαγάγει τα ορθά συμπεράσματα από την γραπτή μαρτυρία. Ως αποτέλεσμα, απέδωσε εσφαλμένο νόημα στην γραπτή μαρτυρία, που δεν ανταποκρίνεται σε ερμηνείες που καταγράφονται στην νομολογία και στα λεξικά της ελληνικής γλώσσας, γεγονός που αποτελεί νομικό σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι η εσφαλμένη ανάγνωση και ερμηνεία των γραπτών τεκμηρίων, οδήγησε το πρωτόδικο Δικαστήριο σε εσφαλμένο τελικό συμπέρασμα.

Με τον 4ο λόγο έφεσης, η εφεσείουσα παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του, απέτυχε να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει ορθά τον Νόμο με τον οποίο ιδρύθηκε και λειτουργεί το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, καθώς απέτυχε να εφαρμόσει το βάρος απόδειξης των γεγονότων σε περίπτωση οικειοθελούς παραίτησης.

Στην αιτιολογία του τέταρτου λόγου έφεσης, αναφέρεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αξιολογήσει την αναληθή δήλωση του εφεσιβλήτου ότι εργαζόταν για 9 χρόνια στο κατάστημα στον Ύψωνα και για αυτόν τον λόγο αρνήθηκε την μετακίνηση του. Προέκυψε όμως από την μαρτυρία ότι το μεγαλύτερο διάστημα από την πρόσληψή του, ήτοι από το 2004 μέχρι το 2010, εργάστηκε στο κατάστημα στο οποίο του ζητήθηκε να μετατεθεί.

Είναι ισχυρισμός της εφεσείουσας, ότι αν η εν λόγω θέση του εφεσίβλητου στην οποία στήριξε την όλη υπόθεση του περί δυσμενούς μετάθεσης για να δικαιολογήσει την άρνησή του να αποδεχτεί την μετακίνηση του, ερμηνευόταν μαζί με την επιστολή του αιτητή (τεκμ. 3), το πρωτόδικο Δικαστήριο θα κατέληγε στο συμπέρασμα της οικειοθελούς παραίτησης.

Ισχυρίζεται επίσης η εφεσείουσα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αναφερθεί και να αξιολογήσει τον ισχυρισμό του εφεσιβλήτου, ότι του προσφέρθηκε νέα σύμβαση εργασίας με δυσμενείς όρους, την οποία παρέλειψε να παρουσιάσει όταν του ζητήθηκε.

Νομική πτυχή

Όπως πολύ σωστά υποδεικνύει το πρωτόδικο Δικαστήριο, μια εργασιακή σχέση μπορεί να τερματιστεί από τα μέρη της (α) με την απόλυση του εργοδοτουμένου από τον εργοδότη, (β) με την παραίτηση του εργοδοτουμένου από την εργασία του και (γ) μετά από συμφωνία μεταξύ του εργοδότη και του εργοδοτουμένου.

Σύμφωνα με τον Περί Τερματισμού Απασχόλησης Νόμο 24/67 (ο Νόμος), στις περιπτώσεις απόλυσης από τον εργοδότη, ο εργοδοτούμενος δικαιούται σε αποζημιώσεις δυνάμει του Άρθρου 3 του Νόμου, εκτός αν η απόλυση έγινε για λόγους που αναφέρονται στο Άρθρο 5 του Νόμου. Στις περιπτώσεις που η σχέση εργοδότησης τερματιστεί με αμοιβαία συμφωνία των μερών, δεν παρέχεται δικαίωμα αποζημίωσης στον εργοδοτούμενο. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση μονομερούς τερματισμού της εργοδότησης από τον εργοδοτούμενο με την υποβολή οικειοθελούς παραίτησης από την εργασία του. Αν όμως η υποβολή παραίτησης από τον εργοδοτούμενο οφείλεται σε διαγωγή του εργοδότη, τότε σύμφωνα με το Άρθρο 7 του Νόμου, ο τερματισμός της εργοδότησης θεωρείται ως εξαναγκασμός σε παραίτηση και ο εργοδοτούμενος δικαιούται σε αποζημιώσεις ως να επρόκειτο για παράνομο τερματισμό από τον ίδιο το εργοδότη, υπό την έννοια του Άρθρου 3 του Νόμου (βλ. μεταξύ άλλων Elbee Co ν. Efstathiou (1989) 1 CLR 448, Louis Tourist Agency ν. Αντιγόνης Ηλία (1992) 1(B) Α.Α.Δ. 98 και Western Excavating (ECC) Ltd v. Sharp (1978) 2 ALL E.R. 713).

Από τη στιγμή που εκδηλώθηκε η επιλήψιμη συμπεριφορά του εργοδότη, πχ παράβαση όρου της σύμβασης εργασίας σχετικά με τη μισθοδοσία ή μονομερής τροποποίηση των όρων εργασίας, που θα δικαιολογούσε την αποχώρηση του εργοδοτούμενου από την εργασία του, ο εργοδοτούμενος έχει το δικαίωμα, είτε να θεωρήσει τη μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας ως καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη, να παραιτηθεί από την εργασία του τερματίζοντας τη σύμβαση εργασίας και να αξιώσει αποζημιώσεις για εξαναγκασμό του σε παραίτηση, είτε να εμμένει στη σύμβαση εργασίας και να ζητήσει την τήρηση των συμβατικών όρων. Αυτό το δικαίωμα επιλογής σχετικά με τον τρόπο αντίδρασης δεν παραμένει ανοιχτό στον εργοδοτούμενο επ' αόριστο. Αν ο εργοδοτούμενος καθυστερήσει να εγκαταλείψει την εργασία του, τότε μπορεί να  θεωρηθεί ότι επιβεβαίωσε τη σύμβαση εργασίας του, όπως τροποποιήθηκε με τη συμπεριφορά του εργοδότη και ότι παραιτήθηκε από το δικαίωμα του να τερματίσει την εργοδότηση του και να αξιώσει αποζημιώσεις από τον εργοδότη του (βλ. μεταξύ άλλων Κυπριακές Αερογραμμές ν. Αντωνίου, Πολ. Έφεση 101/2013, 16/7/2019).

Αναφορικά με το βάρος απόδειξης, όταν ο εργοδοτούμενος απολύεται από τον εργοδότη, το Άρθρο 6.1 του Νόμου καθιερώνει νόμιμο μαχητό τεκμήριο υπέρ του εργοδοτουμένου, σύμφωνα με το οποίο ο τερματισμός της απασχόλησης τεκμαίρεται μέχρι αποδείξεως του εναντίου, ως μη γενόμενος για τους λόγους που προβλέπονται στο Άρθρο 5 του Νόμου. Ως αποτέλεσμα, ο εργοδότης φέρει το βάρος απόδειξης, της ένταξης της απόλυσης, εντός των προνοιών του Νόμου για τις οποίες δεν απαιτείται αποζημίωση.

Αντιθέτως, στις περιπτώσεις εξαναγκασμού σε παραίτηση, όπου ο εργοδοτούμενος αποχωρεί από την εργασία του λόγω διαγωγής του εργοδότη, τότε σύμφωνα με τα Άρθρα 7.1. και 7.2 του Νόμου, ο εργοδοτούμενος είναι αυτός που φέρει το βάρος απόδειξης ότι τερμάτισε νόμιμα την απασχόλησή του. Το ίδιο ισχύει και στις περιπτώσεις όπως η παρούσα, στις οποίες ο εργοδότης αμφισβητεί τον τερματισμό της απασχόλησης εκ μέρους του και προβάλλει ότι, είναι ο εργοδοτούμενος που αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία του. Και σε αυτή την περίπτωση, ο εργοδοτούμενος έχει όπως προαναφέρθηκε, το βάρος να αποδείξει ότι υπήρξε τερματισμός της απασχόλησής από τον εργοδότη και όχι οικειοθελής από τον ίδιο, αποχώρηση από την εργασία του (βλ. Aριστείδου και Λούης Τούριστ Έϊτσενσυ ανωτέρω).

Ο μονομερής τερματισμός της εργασιακής σχέσης, είτε από τον εργοδότη είτε από τον εργοδοτούμενο, ασκείται με μονομερή δήλωση βούλησης, η οποία μπορεί να εκδηλωθεί με οποιοδήποτε τρόπο, είτε γραπτά, είτε προφορικά ή ακόμη να τεκμαίρεται σιωπηρώς. Αρκεί να προκύπτει από αυτή την δήλωση, με σαφήνεια και χωρίς αμφιβολία, η βούληση του εργοδότη ή του εργοδοτουμένου να τερματίσει την εργασιακή σχέση.

Είναι ορθή επί του προκειμένου η νομολογιακή αρχή που παραθέτει το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι στις περιπτώσεις στις οποίες αμφισβητείται ο τρόπος και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες τερματίστηκε η εργασιακή σχέση, και οι διάδικοι αποδίδουν στην αντίδικη πλευρά την ευθύνη για τον τερματισμό της, το Δικαστήριο θα πρέπει να αποφασίσει ως πραγματικό γεγονός, κατά πόσον υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, οι φράσεις που λέχθηκαν και η συμπεριφορά που εκδηλώθηκε την δεδομένη στιγμή, επιδέχονται τέτοιας ερμηνείας που να καταδεικνύεται ο τρόπος με τον οποίο έγινε ο τερματισμός της εργασιακής σχέσης και ποιο από τα μέρη ευθύνεται για αυτόν τον τερματισμό. Εξετάζεται ειδικότερα κατά πόσον τα γεγονότα της υπόθεσης, καταδεικνύουν ότι ο εργοδοτούμενος, είτε ρητά είτε εξυπακουόμενα, αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία του ή αν αντιθέτως, ο εργοδότης ήταν αυτός που τον απέλυσε. Στο πλαίσιο αυτό, έχει σημασία κάτω από ποιες περιστάσεις λέχθηκαν κάποια λόγια ή φράσεις από τα εμπλεκόμενα μέρη.

Περαιτέρω, το Δικαστήριο θα πρέπει να λάβει υπόψη όλες τις περιβάλλουσες συνθήκες της υπόθεσης, τόσον πριν όσον και μετά την λήξη της εργοδότησης, προκειμένου να αποφανθεί κατά πόσον πρόκειται για απόλυση ή παραίτηση. Σχετικό είναι το πιο κάτω χαρακτηριστικό απόσπασμα από την απόφαση Tanner ν. Kean Ltd (1978) IRLR 110, στην οποία κάνει αναφορά και το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του:

«A word of caution is necessary because in considering later events it is necessary to remember that a dismissal or resignation once it has taken effect cannot be unilaterally withdrawn. Accordingly, as it seems to us later events need to be scrutinized with some care in order to see whether they are genuinely explanatory of the acts alleged to constitute dismissal or whether they reflect a ‘change of mind’. Subject to this, the question is essentially one of fact for employment tribunals. The surrounding circumstances both before and after the statement can be weighed by the tribunal to determine whether the statement had the effect of a dismissal as opposed to a resignation.»

Στην πρωτόδικη απόφαση γίνεται επίσης παραπομπή στο πιο κάτω χαρακτηριστικό απόσπασμα, από το αγγλικό σύγγραμμα St. D. Anderman, The Law of Unfair Dismissal, 3rd Edition, στην σελίδα 58:

«… there are cases in which the employer’s actions in terminating the contract have been completely unambiguous. Similarly there are many cases where the employee has quite unambiguously resigned. Yet the circumstances of some cases raise a basic question as to who really terminated the contract in looking at the language used by an employee or an employer, employment tribunals have a wide discretion on the issue of what weight to give the circumstances in which the words are uttered.... Where however a statement is ambiguous, because it has been made in the heat of the moment or where the statement is clear but the context makes it ambiguous, the effect of the statement is a question of fact and the tribunal will be entitled to conclude that there is no real resignation. The test of how the other party understood the language must be objective, i.e. what the ‘reasonable’ employer or employee might have understood the words to mean.»

Ορθή είναι επίσης η πρωτόδικη παρατήρηση ότι μια παραίτηση ή μια απόλυση από τη στιγμή που γίνουν δεν μπορούν μονομερώς να ανακληθούν, καθότι μετά τον τερματισμό της απασχόλησης, τερματίζεται και η σχέση εργοδότη και εργοδοτουμένου, η οποία δεν μπορεί να αναβιώσει, εκτός με τη συγκατάθεση και τη συμφωνία και των δύο μερών (βλ. Α. Ιάσωνος Λτδ ν. Χρίστου κ.α. (1994) 1 Α.Α.Δ. 703, Tanner ν. Kean Ltd (ανωτέρω). Είναι για αυτό τον λόγο που τα γεγονότα που επεσυνέβησαν μετά τον τερματισμό θα πρέπει επίσης να εξετάζονται από το Δικαστήριο, προκειμένου να αποφανθεί κατά πόσον επεξηγούν τις προηγηθείσες συνθήκες, που οδήγησαν στον τερματισμό ή καταδεικνύουν αλλαγή στάσης από τα μέρη.

Με το ζήτημα της αξιολόγησης μονομερών δηλώσεων απόλυσης ή παραίτησης ενός εργαζόμενου, ασχολήθηκε το αγγλικό Εφετείο Εργατικών Διαφορών (Employment Appeal Tribunal EAT), στην πρόσφατη απόφαση του Omar v Epping Forest District Citizens Advice [2023] EAT 132, 2 Nov 2023. Στην εν λόγω υπόθεση, εργαζόμενος παραιτήθηκε εν θερμώ από την εργασία του, μετά από διαπληκτισμό με τον διευθυντή του. Σε δύο προηγούμενες περιπτώσεις, όταν είχε και πάλι παραιτηθεί εν θερμώ, επέστρεψε πίσω στην εργασία του, με την σύμφωνο γνώμη των εργοδοτών του. Μετά την τελευταία παραίτηση και αργότερα την ίδια ημέρα, αναγνωρίστηκε ότι ο εργοδοτούμενος επιθυμούσε να συνεχίσει την εργασία του. Οι εργοδότες αποδέχθηκαν την επιστροφή του, αλλά αυτή την φορά σε διαφορετική θέση από αυτή που εργαζόταν αρχικά. Ωστόσο, ο διευθυντής του δεν ήθελε πλέον να συνεργαστεί μαζί του και αποφάσισε ότι η παραίτησή του θα είχε ισχύ, αποσύροντας έτσι την προσφορά εναλλακτικής θέσης εργασίας.

Ο εργοδοτούμενος κίνησε δικαστικές διαδικασίες ενώπιον του αγγλικού  Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών (Employment Tribunal) για καταχρηστική και παράνομη απόλυση, με το σκεπτικό ότι δεν είχε παραιτηθεί. Υποστήριξε ότι η περίπτωση ενέπιπτε στην «εξαίρεση ειδικών περιστάσεων» που δεν δικαιολογούσε αποδοχή της παραίτησης.

Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών (The Employment Tribunal) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εργοδοτούμενος είχε τερματίσει μονομερώς την απασχόλησή του με την παραίτησή του, και απέρριψε τις αξιώσεις του για αποζημιώσεις. Ο εργοδοτούμενος άσκησε έφεση ενώπιον του Εφετείου Εργατικών Διαφορών (Employment Appeal TribunalEAT).

Το EAT έκρινε ότι το ζήτημα της παραίτησης ενός εργαζομένου πρέπει να καθορίζεται αντικειμενικά από τη σκοπιά ενός λογικού παρευρισκόμενου που βλέπει το ζήτημα ως να ήταν ο εργοδότης. Λέχθηκε ότι στην υπό κρίση περίπτωση δεν υπάρχει «εξαίρεση ειδικών περιστάσεων» όπως καθορίζεται στο αγγλικό δίκαιο. Οι ίδιοι κανόνες ισχύουν σε όλες τις περιπτώσεις, στις οποίες η καταγγελία ή η παραίτηση, γίνεται στο πλαίσιο της απασχόλησης.

Το EAT κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε εξετάσει το πραγματικό ζήτημα, ήτοι κατά πόσον η δήλωση παραίτησης ήταν σκόπιμη, αφού δεν αξιολόγησε όλα τα δεδομένα της υπόθεσης. Ως εκ τούτου, η έφεση ήταν επιτυχής και η υπόθεση επιστράφηκε στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών για πλήρη επανεκδίκαση.

Παραθέτουμε πιο κάτω τις βασικές αρχές που το EAT παραθέτει στην πιο πάνω υπόθεση Omar v Epping Forest District Citizens Advice, και τις οποίες το Δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη, προκειμένου να κρίνει κατά πόσον μια δήλωση αποσκοπούσε σε εκδήλωση πραγματικής πρόθεσης για απόλυση ή παραίτηση:  

        Μια ειδοποίηση παραίτησης ή απόλυσης δεν μπορεί να ανακληθεί μονομερώς. Ο κοινοποιών δεν μπορεί να αλλάξει γνώμη εκτός εάν συμφωνήσει και το άλλο μέρος.

        Οι δηλώσεις που ενδεχομένως αποτελούν πρόθεση απόλυσης ή παραίτησης, πρέπει να ερμηνεύονται αντικειμενικά σύμφωνα με τους συνήθεις κανόνες συμβατικής ερμηνείας, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης.

        Οι σχετικές περιστάσεις της υπόθεσης περιλαμβάνουν «απολύτως οτιδήποτε που ήταν ευλόγως διαθέσιμο στα μέρη» (absolutely anything that was reasonable available to the parties), δηλαδή ό,τι γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν, και το οποίο θα επηρέαζε τον τρόπο με τον οποίο η χρησιμοποιούμενη γλώσσα στην δήλωση απόλυσης ή παραίτησης, θα είχε γίνει κατανοητή στην άλλη πλευρά.

        Η οπτική γωνία από την οποία πρέπει να κριθούν οι λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν, είναι αυτή του μέσου λογικού παρατηρητή, ο οποίος τοποθετείται στη θέση του παραλήπτη της δήλωσης.

        Πρέπει να είναι αντικειμενικά προφανές σε ένα μέσο λογικό παρευρισκόμενο παρατηρητή ότι (i) το μέρος που προβαίνει στην δήλωση χρησιμοποίησε λέξεις που αποτελούσαν πραγματική πρόθεση άμεσης απόλυσης ή παραίτησης. Δεν αρκεί απλά να εκφράζεται μελλοντική πρόθεση απόλυσης ή παραίτησης· ii) η απόλυση ή η παραίτηση πρέπει να είναι  "σοβαρά εννοούμενη", "με σοβαρή πρόθεση" ή "συνειδητή και ορθολογιστική". Δεν αποτελεί, ωστόσο, μέρος των κριτηρίων που λαμβάνονται υπόψη ότι η παραίτηση/απόλυση θα πρέπει να είναι «ορθολογιστική» με την έννοια ότι φαντάζει λογική. Μπορεί να είναι εντελώς παράλογο για τον εργαζόμενο να παραιτηθεί ή τον εργοδότη να απολύσει, αλλά αυτό είναι άσχετο εάν προκύπτει εύλογα από τα λεχθέντα ότι αυτή ήταν αντικειμενικά, η πραγματική πρόθεση του προσώπου που προβαίνει στην δήλωση.

        Το κρίσιμο χρονικό σημείο για την αντικειμενική εκτίμηση ως προς το αν η δήλωση καταδεικνύει εύλογα ότι υπάρχει πραγματική πρόθεση απόλυσης ή παραίτησης, είναι το σημείο έκφρασης της δήλωσης.  Ωστόσο, τα αποδεικτικά στοιχεία από μεταγενέστερα γεγονότα είναι αποδεκτά στο βαθμό που είναι συναφή και φωτίζουν αντικειμενικά, το κατά πόσον η παραίτηση/απόλυση ήταν η πραγματική πρόθεση την συγκεκριμένη στιγμή. Δεν υπάρχει όριο στο κρίσιμο χρονικό διάστημα μετά την υποτιθέμενη παραίτηση/απόλυση που θα μπορούσε να λάβει υπόψη το δικαστήριο. Ωστόσο, η κοινή λογική προτείνει ότι όσο μεγαλύτερος είναι ο χρόνος που πέρασε, τόσο πιο πιθανό είναι, οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο να μην συνιστά απόδειξη της πρόθεσης του ατόμου εκείνη τη στιγμή, αλλά, μάλλον, μιας επακόλουθης ανεπίτρεπτης αλλαγής γνώμης.

        Οι περιστάσεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι, αντικειμενικά, ο προβαίνων στην δήλωση δεν είχε την απαραίτητη πραγματική πρόθεση απόλυσης ή παραίτησης, περιλαμβάνουν και το στοιχείο να ήταν θυμωμένος, βιαστικός ή να βρισκόταν υπό ακραία πίεση από το άλλο μέρος. Ωστόσο, αυτές οι περιστάσεις δεν σημαίνουν απαραίτητα ότι η δήλωση δεν καταδεικνύει την πραγματική πρόθεση και εναπόκειται πάντα στο δικαστήριο να κρίνει ως πραγματικό γεγονός την πρόθεση του δηλώσαντος, αφού λάβει υπόψη το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης.

        Οι ίδιοι κανόνες ισχύουν για τις προφορικές και τις γραπτές ειδοποιήσεις παραίτησης ή απόλυσης. Εντούτοις, η γραπτή ειδοποίηση, καταδεικνύει έναν βαθμό σκέψης και επιμέλειας. Ως αποτέλεσμα, σε γραπτές δηλώσεις απόλυσης/παραίτησης όταν καθορίζεται σαφώς η πρόθεση του δηλώσαντος, καθίσταται λιγότερο πιθανό να υπάρχουν περιστάσεις οι οποίες, αντικειμενικά, θα οδηγούσαν τον μέσο λογικό παρατηρητή στο συμπέρασμα ότι η γραπτή ειδοποίηση δεν αποσκοπούσε πραγματικά στην απόλυση ή παραίτηση. 

Συμπεράσματα

Στην παρούσα αίτηση εργατικής διαφοράς, ενόψει των ισχυρισμών της εφεσείουσας ότι ο εφεσίβλητος αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία του, ο τελευταίος έχει το βάρος να αποδείξει ότι η εφεσείουσα τερμάτισε μονομερώς την απασχόλησή του. Ορθά ως εκ τούτου, ο εφεσίβλητος κλήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο να παρουσιάσει πρώτος την υπόθεσή του, προκειμένου να αποδείξει ότι η διακοπή της εργοδότησης, ήταν το αποτέλεσμα του μονομερούς τερματισμού της απασχόλησής του, από την εφεσείουσα.

Όπως προαναφέρθηκε, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσίβλητος απέσεισε το εν λόγω βάρος και ότι μετά από την αξιολόγηση του μαρτυρικού υλικού που τέθηκε πρωτοδίκως, δεν καταδεικνύεται να είχε υποβάλει την παραίτηση του, με αποτέλεσμα η απόλυση του να κριθεί ως παράνομη.

Οι λόγοι έφεσης 1, και 3 όπως παρατέθηκαν πιο πάνω, είναι συναφείς αφού στην ουσία αμφισβητούν την πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου και ως εκ τούτου θα εξεταστούν μαζί.

Εν πρώτοις, εντοπίζεται στην μαρτυρία που τέθηκε πρωτοδίκως, μια αντιφατική προσέγγιση της εφεσείουσας ως προς το πότε υποβλήθηκε, η κατ’ ισχυρισμό παραίτηση του εφεσιβλήτου. Αρχικά η εφεσείουσα θεωρεί ως γραπτή παραίτηση την επιστολή του εφεσίβλητου ημ. 17/01/2013 (τεκμ. 3), στην οποία απάντησε με την επιστολή της ημ. 18/01/2013 (τεκμ. 4), αναφέροντας ρητά ότι αποδέχεται την παραίτηση. Στην συνέχεια όμως, τόσον με τις δικογραφημένες θέσεις της, όσον και με τους εν γένει ισχυρισμούς της ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου, επέμενε ότι η υποβολή παραίτησης του εφεσιβλήτου, έγινε σε μεταγενέστερο στάδιο, ήτοι με την επιστολή του δικηγόρου του εφεσιβλήτου ημ. 21/01/2013 (τεκμ. 5), την οποία παραίτηση, η εφεσείουσα αποδέχθηκε με την επιστολή της, ημ. 22/01/2013 (τεκμ.6).

Ανεξαρτήτως του πότε υποβλήθηκε η κατ’ ισχυρισμό παραίτηση του εφεσιβλήτου, κρίνουμε, αφού εξετάσαμε το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης όπως τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι σε καμία από τις δύο περιπτώσεις δεν τεκμηριώνεται υποβολή παραίτησης από τον εφεσίβλητο. Ο εφεσίβλητος και στις 2 επιστολές (τεκμ. 3 και 5), αφού σημειώνει για συγκεκριμένους λόγους την αντίθεση του στην μετάθεση και προβάλει κάποια αιτήματα προκειμένου να την αποδεχθεί, στην συνέχεια αναφέρει ότι θα εμφανιστεί στο νέο κατάστημα υπό την επιφύλαξη ότι θα τηρηθούν τα αιτήματα του, αλλιώς θα θεωρήσει ότι εξαναγκάζεται σε παραίτηση. Η δήλωση για εξαναγκασμό σε παραίτηση αναφέρεται σε μελλοντικό χρόνο και υπό την αίρεση να μην γίνουν αποδεκτά τα αιτήματα του εφεσιβλήτου.

Πέραν του γεγονότος ότι σύμφωνα με την υπόθεση Omar  (ανωτέρω) δεν αρκεί απλά να εκφράζεται μια μελλοντική πρόθεση παραίτησης, είναι σαφές από το λεκτικό που χρησιμοποιείται στα πιο πάνω τεκμήρια ότι δεν προβάλλεται καμία απολύτως δήλωση, που να καταδεικνύει εύλογα ότι υπάρχει πραγματική πρόθεση άμεσης παραίτησης εκ μέρους του εφεσιβλήτου. Ούτε μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι οι λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν, καθιστούσαν αντικειμενικά προφανές σε ένα μέσο λογικό παρευρισκόμενο παρατηρητή ότι ο εφεσίβλητος εκδήλωσε πραγματική πρόθεση άμεσης παραίτησης από την εργασία του, ή ότι οι λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν καταδείκνυαν "συνειδητή και ορθολογιστική" πρόθεση παραίτησης. Αντιθέτως, στο τεκμήριο 5, ο εφεσίβλητος τονίζει ρητώς ότι με το τεκμήριο 3 δεν υπέβαλε παραίτηση, και ότι είναι η εφεσείουσα με τη συμπεριφορά της, που τερμάτισε στην ουσία την απασχόληση του με την επιστολή - τεκμήριο 4.

Πλην του λεκτικού των τεκμηρίων 3 και 5, και τα υπόλοιπα περιστατικά που ακολούθησαν τη διακοπή της εργασιακής σχέσης, καταδεικνύουν κατά την κρίση μας ότι δεν υπήρξε παραίτηση, αλλά απόλυση του εφεσιβλήτου. Σημειώνουμε το γεγονός ότι η εφεσείουσα κατέβαλε στον εφεσίβλητο πληρωμή αντί προειδοποίησης χωρίς να εξηγήσει, όπως πολύ ορθά υποδεικνύεται από το πρωτόδικο Δικαστήριο, για ποιο λόγο έγινε αυτό, αφού σύμφωνα με την εφεσείουσα, ο εφεσίβλητος παραιτήθηκε οικειοθελώς.

Το ίδιο ισχύει και για το τεκμήριο 7 που αποτελεί έντυπο του Επαρχιακού Γραφείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων Λεμεσού, στο οποίο η εφεσείουσα αναφέρεται σε απόλυση του εφεσιβλήτου και την σε αυτόν καταβολή αποζημίωσης για προειδοποίηση 8 εβδομάδων.

Όλα τα πιο πάνω καθιστούν σαφές ότι δεν υπήρξε καμία παραίτηση του εφεσιβλήτου. Είναι ως εκ τούτου ορθή η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι στην απουσία παραίτησης του εφεσιβλήτου, ο τερματισμός της απασχόλησης του από την εφεσείουσα δεν έγινε νόμιμα και για κάποιο ή κάποιους από τους λόγους που εκτίθενται στο Άρθρο 5 του Νόμου.

Συνακόλουθα, οι λόγοι έφεσης 1 και 3, κρίνονται ως αβάσιμοι και απορρίπτονται.  

  Με τον 2ο λόγο έφεσης, η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε ότι ο εφεσίβλητος δεν παραβίασε ουσιωδώς την σύμβαση εργασίας του, με το να μην αποδεχτεί την μετάθεση του και να θέσει όρους στην εφεσείουσα.

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Όπως πολύ ορθά επισημαίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο εφεσίβλητος υπέβαλε κάποιες επιφυλάξεις ως προς την μετακίνηση του, οι οποίες αφορούσαν κυρίως την υποβάθμιση του μισθού του, σε ποσοστό πέραν του 50%. Ταυτόχρονα, υπέβαλε κάποιες προτάσεις προς την εφεσείουσα που παρά την μετακίνηση δεν θα επηρέαζαν την μισθοδοσία του.

Η ταυτόχρονη δήλωση του ότι αν δεν τηρηθούν τα αιτήματα του, θα θεωρήσει ότι εξαναγκάζεται σε παραίτηση, δεν μπορεί να θεωρηθεί ουσιώδης παράβαση της σύμβασης εργοδότησης. Αντιθέτως, θα σημειώναμε ότι οι εκ μέρους του εφεσιβλήτου επιφυλάξεις ως προς την υποβάθμιση της θέσης του, αλλά και της σημαντικής μείωσης της μισθοδοσίας του, ήταν εύλογες και υπό τας περιστάσεις αν αποδεικνύονταν, συνιστούσαν σύμφωνα με τη νομολογία, σημαντική αλλαγή των όρων εργασίας του, που σαφώς θα του έδιναν δικαίωμα να επικαλεστεί εξαναγκασμό σε παραίτηση (βλ. μεταξύ άλλων Elbee Co ν. Efstathiou ανωτέρω).  

Ανεξαρτήτως τούτου και χωρίς να αποφαινόμαστε επί της ουσίας στο ζήτημα αυτό αφού κρίναμε ότι δεν υπήρξε οικειοθελής παραίτηση, θεωρούμε ως ορθή την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η δήλωση του εφεσιβλήτου ότι αν δεν τηρηθούν τα αιτήματα του θα θεωρήσει ότι εξαναγκάζεται σε παραίτηση, δεν συνιστούσε παραβίαση εκ μέρους του, της σύμβασης εργοδότησης του με την εφεσείουσα, η οποία θα δικαιολογούσε την απόλυση του δυνάμει του Νόμου.

Ως αποτέλεσμα και ο 2ος λόγος έφεσης κρίνεται ως αβάσιμος και απορρίπτεται.

Με τον 4ο λόγο έφεσης, αμφισβητείται στην ουσία η αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσιβλήτου, η οποία οδήγησε κατά την εφεσείουσα το πρωτόδικο Δικαστήριο, στο λανθασμένο συμπέρασμα για την μη απόδειξη της οικειοθελούς παραίτησης του και της εσκεμμένης άρνησης της μετακίνησης του. Γίνεται αναφορά, μεταξύ άλλων, σε παράλειψη αξιολόγησης κατ’ ισχυρισμό αναληθούς δήλωσης του εφεσιβλήτου για τα καταστήματα της εφεσείουσας στα οποία εργάστηκε αλλά και στην παράλειψη του να παρουσιάσει λεπτομέρειες των δυσμενών όρων της νέας σύμβασης εργασίας που του προτάθηκε.

Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί αφού προσκρούει στον Κανονισμό 16 του Περί Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Διαδικαστικού Κανονισμού 1999 (1/1999), δυνάμει του οποίου έφεση κατά απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, χωρεί μόνο αναφορικά με νομικά σημεία, καθώς επίσης και στο Άρθρο 12 (11Α) του Περί Ετήσιων Αδειών Μετ' Απολαβών Νόμου 8/1967, δυνάμει του οποίου οποιαδήποτε απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, υπόκειται σε έφεση βάσει οποιουδήποτε λόγου που συνεπάγεται νομικό σημείο μόνο.

Είναι σαφές ότι ο προβαλλόμενος 4ος λόγος έφεσης, εμπίπτει στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσιβλήτου, δίχως να προκύπτει οτιδήποτε  που θα μπορούσε να δικαιολογήσει τον χαρακτηρισμό του ως νομικού σημείου σύμφωνα με το Άρθρο 12 (11Α) του Περί Ετήσιων Αδειών Μετ' Απολαβών Νόμου 8/1967 έτσι ώστε, να θεωρηθεί το παράπονο της εφεσείουσας ως επιτρεπτός λόγος έφεσης και ανατροπής των επίδικων πρωτόδικων ευρημάτων (βλ. μεταξύ άλλων Αντέννα Λτδ ν Κωνσταντίνου (2010) 1(Α) ΑΑΔ 392). Ως προς το τι σημαίνει «νομικό σημείο» για σκοπούς έφεσης  κατά απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών σχετική είναι η απόφαση Terra Santa College v Παπαπαρασκευά κ.α., Πολ. Εφ. 93/13 ημερ. 21.12.2020.

Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, η πρωτόδικη απόφαση στηρίχθηκε κατά βάση στο λεκτικό των τεκμηρίων 3, 4, 5, 6 και 7, τα οποία ήταν παραδεκτά και από τις δύο πλευρές και δεν θεωρούμε ότι οι λόγοι για τους οποίους η εφεσείουσα επικαλείται λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας, θα μπορούσαν να επηρεάσουν με οποιονδήποτε τρόπο, την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι δεν υπήρξε οικειοθελής παραίτηση, αλλά απόλυση του εφεσιβλήτου από την εφεσείουσα.

Ως εκ τούτου και ο 4ος λόγος έφεσης απορρίπτεται ως αβάσιμος.

Η έφεση απορρίπτεται στο σύνολο της με €2.500,00 έξοδα εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ του εφεσιβλήτου.

 

 

 

                                                                             ΑΛ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.

 

 

 

                                                                             Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.

 

 

 

                                                                             Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο