
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.: 140/2018)
3 Ιουλίου, 2025
[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ ‑ ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΔΙΓΕΝΗΣ ΑΚΡΙΤΑΣ ΜΟΡΦΟΥ
Εφεσείοντες
και
ΜΑΡΙΟΣ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ
Εφεσίβλητος
-----------------------------
Βελάρης & Βελάρης Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.
Ορφανίδης, Χριστοφίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε. , για τον Εφεσίβλητο.
[Η ακρόαση διεκπεραιώθηκε χωρίς τη φυσική παρουσία των μερών κατόπιν αιτήματος που υποβλήθηκε δυνάμει του περί Ηλεκτρονικής Δικαιοσύνης (Ηλεκτρονική Επικοινωνία) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2021]
-----------------------------
ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα
δοθεί από τη Χριστοδουλίδου-Μέσσιου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.: Η επαγγελματική απασχόληση του ενάγοντα/εφεσίβλητου ο οποίος καθ΄όλους τους ουσιώδεις χρόνους ήταν και είναι αστυνομικός, μέλος της Αστυνομικής Δύναμης Κύπρου, ως ποδοσφαιριστής σε ομάδες των εναγομένων/ εφεσειόντων και ειδικότερα κατά πόσο δικαιούται στην αμοιβή που είχε μεταξύ τους συμφωνηθεί, απασχόλησαν το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Ο εφεσίβλητος επεδίωξε και πέτυχε πρωτόδικα την έκδοση απόφασης υπέρ του και εναντίον των εφεσειόντων για το ποσό των €37.500 «ως ποσό οφειλόμενο δυνάμει επιταγών και/ή ως δεδουλευμένους μισθούς και/ή πριμς και/ή bonus και/ή αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας και/ή δυνάμει χρέους και/ή εγγράφου αναγνώρισης χρέους και/ή αδικαιολόγητου πλουτισμού (unjust enrichment).»
Ισχυρίστηκε με την Έκθεση Απαίτησης του ότι ως ποδοσφαιριστής εργοδοτήθηκε από τους εφεσείοντες οι οποίοι είναι σωματείο νόμιμα εγγεγραμμένο το οποίο διαθέτει και ποδοσφαιρικές ομάδες που αγωνίζονταν στην Κυπριακή Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου για τις ποδοσφαιρικές περιόδους 2007-2008 και 2008-2009. Για τις υπηρεσίες που θα προσέφερε ως ποδοσφαιριστής θα λάμβανε συγκεκριμένα χρηματικά ποσά. Κατά τη διάρκεια της εργοδότησης του εισέπραξε διάφορα ποσά πλην όμως παρέμεινε οφειλόμενο το αξιούμενο ποσό των €37.500, προς εξόφληση του οποίου οι εφεσείοντες εξέδωσαν επ΄ονόματι του 12 συνολικά επιταγές για διάφορα ποσά, συμποσούμενα στο απαιτούμενο ποσό. Όταν παρουσίασε τις επιταγές κατά την ημέρα που ήταν πληρωτέες στην τράπεζα, αυτές δεν τιμήθηκαν και/ή επιστράφηκαν απλήρωτες με την ένδειξη «η υπογραφή του εκδότη της επιταγής διαφέρει από το δείγμα στην κατοχή μας». Παρά το ότι γνωστοποίησε στους εφεσείοντες το γεγονός αυτό και απαίτησε εκ νέου τα οφειλόμενα ποσά οι εφεσείοντες αμέλησαν και/ή αρνήθηκαν να εξοφλήσουν αυτά.
Οι εφεσείοντες παραδέκτηκαν την ιδιότητα του εφεσίβλητου ως ποδοσφαιριστή, το γεγονός ότι τον εργοδότησαν ως ποδοσφαιριστή σε δική τους ομάδα για τις περιόδους 2007-2008 και 2008-2009 και ότι έναντι της εργοδότησης του έλαβε από αυτούς διάφορα χρηματικά ποσά. Προέβαλαν όμως τη θέση ότι η όποια συμφωνία εργοδότησης του εφεσίβλητου από τους εφεσείοντες είναι παράνομη και/ή άκυρη και/ή στερείται έννομου αποτελέσματος και αντίκειται προς τη δημόσια πολιτική. Ειδικότερα, ισχυρίστηκαν ότι ο εφεσίβλητος ως μέλος της Αστυνομικής Δύναμης Κύπρου, δια νόμου, δεν νομιμοποιείτο να ασκεί δεύτερο επάγγελμα εκτός αν είχε εξασφαλίσει σχετική άδεια από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, την οποία ισχυρίστηκαν ότι ο εφεσίβλητος δεν είχε εξασφαλίσει. Παραδέχτηκαν παράλληλη την έκδοση και παράδοση στον εφεσίβλητο των 12 επιταγών που αναφέρονται στην Έκθεση Απαίτησης.
Πέραν της Υπεράσπισης και της θέσης τους ότι η όποια συμφωνία εργοδότησης του εφεσίβλητου είναι εξυπαρχής άκυρη, οι εναγόμενοι/ εφεσείοντες ανταπαιτούσαν από αυτόν το ποσό των €20.000 που αφορά ποσό που αυτός εισέπραξε ως αντιπαροχή στο πλαίσιο της εργοδότησης του. Ζητούσαν επίσης με την Ανταπαίτηση τους, την έκδοση διαφόρων δηλωτικών αποφάσεων του Δικαστηρίου με τις οποίες να αναγνωρίζεται η ακυρότητα της μεταξύ των μερών συμφωνίας εργοδότησης και ότι η καταβολή του χρηματικού ποσού των €20.000 προς τον εφεσίβλητο είναι αποτέλεσμα λανθασμένης αντίληψης των εφεσειόντων επί γεγονότος και/ή επί νόμου.
Η αγωγή εδραζόταν σε αμιγώς νομικά ζητήματα και τα μέρη κατέθεσαν στο Δικαστήριο, στο στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας κατάλογο παραδεκτών γεγονότων (Τεκμήριο 1) και κατάλογο με τα διάφορα έγγραφα που πλαισιώνουν την μεταξύ τους διαφορά (Τεκμήριο 2). Ο εφεσίβλητος δεν προσκόμισε οποιαδήποτε δια ζώσης μαρτυρία ενώ εκ μέρους των εφεσειόντων κατέθεσε ένας μόνο μάρτυρας, του οποίου, όπως σημείωσε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, η μαρτυρία παρέμεινε αναντίλεκτη, ήταν περιορισμένη και η αντεξέταση του λιτή. Η ουσιαστική του συμβολή στην υπόθεση ήταν να αναφέρει ότι οι εφεσείοντες ουδέποτε ζήτησαν νομική συμβουλή αναφορικά με τη συμφωνία εργοδότησης του εφεσίβλητου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας τον, ανέφερε ότι του έκανε πολύ καλή εντύπωση και αποδέχτηκε τη μαρτυρία του στο σύνολο της.
Η βασική θέση των εφεσειόντων ότι η συμφωνία εργοδότησης μεταξύ των και του εφεσείοντα ήταν παράνομη και ή αντίκειτο προς τη δημόσια πολιτική με αποτέλεσμα να καθίσταται άκυρη εξαρχής, προωθείται με την παρούσα έφεση, την οποία καταχώρησαν μετά την έκδοση απόφασης από το πρωτόδικο Δικαστήριο που όπως έχει αναφερθεί δικαίωσε τον εφεσίβλητο.
Επιδιώκεται ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης με δύο λόγους έφεσης.
Αντικείμενο του πρώτου λόγου έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι η σύμβαση εργοδότησης μεταξύ των μερών δεν είναι παράνομη και συνεπώς άκυρη και ειδικότερα έκρινε λανθασμένα ότι ο εφεσίβλητος είχε την εκ του νόμου απαιτούμενη άδεια εξασκήσεως δεύτερου επαγγέλματος. Επίκεντρο της εν λόγω θέσης τους είναι η επιστολή ημερ. 1/3/2000, μέρος του Τεκμηρίου 2 στην πρωτόδικη διαδικασία, και κατά πόσο αυτή η επιστολή μπορούσε να θεωρηθεί ως άδεια εν τη εννοία του άρθρου 23 του περί Αστυνομίας Νόμου Ν.73(Ι)/2004, με βάση το παραδεκτό γεγονός ότι ο εφεσίβλητος δεν είχε ενημερώσει εκ των προτέρων, ως όφειλε, τον αρμόδιο Υπουργό για την απασχόληση του στους εφεσείοντες.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προωθείται η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε λανθασμένα το άρθρο 23 του περί Αστυνομίας Νόμου Ν. 73(Ι)/2004 με αποτέλεσμα να καταλήξει στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι η επίδικη σύμβαση δεν ήταν παράνομη και συνεπώς άκυρη εξαρχής.
Είναι φανερό ότι οι δύο λόγοι έφεσης είναι συνδεδεμένοι μεταξύ τους και είναι δόκιμο να εξεταστούν μαζί.
Επίκεντρο της παρούσας υπόθεσης είναι το άρθρο 23 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149 (α) και το άρθρο 23 του περί Αστυνομίας Νόμου Ν.73(Ι)/2004 (β) τα οποία κρίνεται σκόπιμο όπως παρατεθούν αυτούσια:
(α) «Αντιπαροχές και σκοποί νόμιμοι και μη
23. Η αντιπαροχή ή ο σκοπός της συμφωνίας είναι νόμιμος εκτός αν-
(α) είναι απαγορευμένος από νόμο~ ή
(β) είναι τέτοιας φύσης ώστε, αν επιτρεπόταν, θα καταστρατηγούσε τις διατάξεις οποιουδήποτε νόμου~ ή
(γ) συνιστά απάτη~ ή
(δ) επιφέρει ή ενέχει βλάβη στο πρόσωπο ή την περιουσία άλλου~ ή
(ε) το Δικαστήριο κρίνει ότι αυτός αντίκειται στα χρηστά ήθη ή τη δημόσια πολιτική.
Σε καθεμιά από τις περιπτώσεις αυτές η αντιπαροχή ή ο σκοπός της συμφωνίας θεωρείται παράνομος. Κάθε συμφωνία της οποίας ο σκοπός ή αντιπαροχή είναι παράνομος, είναι άκυρη.
(β) Ιδιωτική απασχόληση
23.- (1) Το σύνολο του χρόνου των μελών της Αστυνομίας τελεί στη διάθεση της Δημοκρατίας, εκτός αν προβλέπεται, ρητά, διαφορετικά στους όρους του διορισμού τους.
(2) Μέλος της Αστυνομίας του οποίου το σύνολο του χρόνου τελεί στη διάθεση της Δημοκρατίας δεν επιτρέπεται να ασκεί οποιοδήποτε επάγγελμα ή επιτήδευμα ή να ασχολείται ή μετέχει σε οποιαδήποτε εργασία ή επιχείρηση:
Νοείται ότι, σε εξαιρετικές περιπτώσεις και με τη σύσταση του Αρχηγού, ο Υπουργός δύναται να χορηγήσει άδεια σε μέλος της Αστυνομίας για μερική ιδιωτική απασχόληση ή πρόσληψη, εφόσον-
(α) κρίνεται ότι αυτή δεν επηρεάζει την άρτια εκτέλεση των καθηκόντων του,
…………………………….……………………………………………………………»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε επίσης σχετικό και τον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο Ν.1/1990, ειδικά το άρθρο 65 αυτού, το οποίο προνοεί τα ακόλουθα:
«Iδιωτική απασχόληση και εvδιαφέρov σ' εταιρείες
65.-(1) Ο δημόσιoς υπάλληλoς είvαι υπoχρεωμέvoς vα πρoσφέρει τηv εργασία τoυ σ' oπoιoδήπoτε χρόvo, εφόσo αυτό απαιτoύv oι αvάγκες της υπηρεσίας.
(2) Δεv επιτρέπεται σε δημόσιo υπάλληλo vα ασκεί oπoιoδήπoτε επάγγελμα ή επιτήδευμα ή vα ασχoλείται με oπoιαδήπoτε εργασία ή επιχείρηση εκτός από τηv εργασία τoυ στη δημόσια υπηρεσία:
Νοείται ότι, σε εξαιρετικές περιπτώσεις και με τη σύσταση της αρμόδιας αρχής, ο Υπουργός Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων δύναται να χορηγήσει άδεια σε δημόσιο υπάλληλο για μερική ιδιωτική απασχόληση ή πρόσληψη, μετά από αίτησή του, σύμφωνα με όρους και προϋποθέσεις που καθορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο, εφόσον αυτή κρίνεται ότι δεν επηρεάζει την εκτέλεση των καθηκόντων του αιτητή ως δημόσιου υπαλλήλου:
Νοείται περαιτέρω ότι, όροι και προϋποθέσεις που καθορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο δεσμεύουν τον υπάλληλο κατά την υποβολή της αίτησης για εξασφάλιση άδειας μερικής ιδιωτικής απασχόλησης ή πρόσληψης, όπως και την αρμόδια αρχή κατά την εξέταση της υποβληθείσας αίτησης:
Νοείται έτι περαιτέρω ότι, για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου, στην περίπτωση μέλους του εναλλάξιμου προσωπικού ή υπαλλήλου υπηρετούντος με απόσπαση, ο όρος «αρμόδια αρχή» σημαίνει το Υπουργείο ή Ανεξάρτητο Γραφείο ή Υπηρεσία όπου το πρόσωπο αυτό υπηρετεί:
Νοείται έτι περαιτέρω ότι, σε περίπτωση που, κατά τη διάρκεια της ισχύος της άδειας υπαλλήλου για μερική ιδιωτική απασχόληση ή πρόσληψης, διαπιστώνεται είτε από τον υπάλληλο είτε από την αρμόδια αρχή ότι παραβιάζεται οποιοσδήποτε όρος που καθορίστηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο, η άδεια τερματίζεται.
………………………………………………………………………………………….»
Ιδιαίτερη σημασία κατά τη γνώμη μας έχουν τα πιο κάτω έγγραφα τα οποία αποτελούσαν μέρος του Τεκμηρίου 2 που κατατέθηκαν κατά την πρωτόδικη διαδικασία:
Α) Επιστολή ημερ. 22/2/2000 την οποία απέστειλε ο εφεσίβλητος στον Αρχηγό Αστυνομίας με την οποία τον πληροφορούσε ότι είναι ποδοσφαιριστής στο Αθλητικό Σωματείο Ολυμπιακός και ζητούσε όπως του παραχωρηθεί άδεια για να λαμβάνει μέρος στις προπονήσεις και επίσημους αγώνες της ομάδας του.
Β) Απάντηση του Αρχηγού Αστυνομίας ημερ. 1/3/2000 με την οποία εγκρίνεται το πιο πάνω αίτημα του εφεσίβλητου.
Γ) Επιστολή του Αστυνομικού Διευθυντή Επαρχίας Λευκωσίας προς τον Αρχηγό Αστυνομίας ημερ. 20/3/2006 με θέμα «ιδιωτική απασχόληση μελών της Αστυνομίας» με την οποία ο Αστυνομικός Διευθυντής Επαρχίας Λευκωσίας, στέλλει στον Αρχηγό Αστυνομίας τα σχετικά έντυπα κατάλληλα συμπληρωμένα από διάφορα μέλη της Αστυνομικής Διεύθυνσης Λευκωσίας μεταξύ των οποίων και ο εφεσίβλητος.
Δ) Επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως προς τον Αρχηγό Αστυνομίας με θέμα ιδιωτική απασχόληση μελών Αστυνομίας στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρονται τα ακόλουθα:
«… 2. Καθώς όσον αφορά τα μέλη στα οποία έχει ήδη δοθεί άδεια ιδιωτικής απασχόλησης δεν τίθεται θέμα για εκ νέου χορήγηση τέτοιας, αφού αυτή δεν έχει ανακληθεί…»
Ε) Επιστολή του εφεσίβλητου προς τον Αναπληρωτή Αρχηγό Αστυνομίας ημερ. 26/10/2010 στην οποία ενημερώνει ότι στις 22/2/2000 υπέβαλε αίτηση για συμμετοχή του ως ποδοσφαιριστής στο Αθλητικό Σωματείο Ολυμπιακός Λευκωσίας η οποία εγκρίθηκε την 1/3/2000. Σημειώνει ότι αγωνιζόταν στο εν λόγω Σωματείο μέχρι τον Ιούνιο του 2007, από τον Ιούνιο 2007 μέχρι Ιούνιο 2009 αγωνιζόταν στο Αθλητικό Σωματείο Διγενής Ακρίτας Μόρφου και από τον Ιούνιο 2009 μέχρι τον Ιούνιο 2010 πίσω στο Αθλητικό Σωματείο Ολυμπιακός σημειώνοντας «πράγμα για το οποίο εκ παραδρομής παρέλειψα να ενημερώσω.» Αναφέρει εν τέλει ότι από τον Ιούνιο του 2010 μέχρι την ημερομηνία της επιστολής (26/10/2010) αγωνίζεται στο Αθλητικό Σωματείο Χαλκάνωρας Ιδαλίου.
ΣΤ) Επιστολή Αστυνομικού Διευθυντή επαρχίας Λευκωσίας προς Αναπληρωτή Αρχηγό Αστυνομίας ημερ. 29/10/2010 με την οποία αποστέλλεται η επιστολή του εφεσίβλητου ημερ. 26/10/2010, «για ενημέρωση και τις δικές σας ενέργειες παρακαλώ». Στην εν λόγω επιστολή υπάρχει χειρόγραφο σημείωμα στο οποίο αναφέρονται τα εξής: «Υπ/νο Γρ. Προσωπικού, σημειώθηκε. Ο Βοηθός Αρχηγός Δ ενημερώθηκε».
Ζ) Βεβαίωση Αρχηγού Αστυνομίας ημερ. 12/10/2011 στην οποία αναφέρονται τα εξής: «Σύμφωνα με τον Προσωπικό Φάκελο του Αστυφ. 2879 Μάριου Θεμιστοκλέους, Δ.Τ. 740464, που τηρείται στο Αρχηγείο Αστυνομίας, φαίνεται ότι την 01.03.2000, του δόθηκε έγκριση από τον Αρχηγό Αστυνομίας, να ασχολείται με αθλητικές δραστηριότητες και συγκεκριμένα με το ποδόσφαιρο.»
Από τις νομοθετικές διατάξεις που παρατέθηκαν πιο πάνω προκύπτει ξεκάθαρα ότι μέλος της Αστυνομικής Δύναμης Κύπρου δεν μπορεί να απασχοληθεί ιδιωτικά δια αμοιβής, εκτός εάν λάβει σχετική άδεια. Σύμβαση χωρίς άδεια είναι άκυρη εξαρχής και δεν μπορεί να αποτελέσει βάση για διεκδίκηση οποιασδήποτε αμοιβής, αποζημίωσης ή οφέλους. Θεωρούμε ότι ο σκοπός του νομοθέτη δεν είναι άλλος από το να υπάρχει έλεγχος και γνώση για το πότε ένα μέλος της δημόσιας υπηρεσίας και στην προκείμενη περίπτωση της Αστυνομίας, ασκεί ιδιωτική απασχόληση και ποια. Από τα έγγραφα που έχουν αναφερθεί πιο πάνω, προκύπτει ότι ο εφεσίβλητος δεν λειτουργούσε χωρίς να γνωρίζει η Υπηρεσία του ότι παρείχε τις υπηρεσίες του ως ποδοσφαιριστής. Αντίθετα, από τα παραδεκτά γεγονότα και τα τεκμήρια που κατατέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, προκύπτει ότι ο εφεσίβλητος ήταν ποδοσφαιριστής στις ομάδες Ολυμπιακού Λευκωσίας, Απόλλωνα Λεμεσού και Ομόνοια Λευκωσίας. Ήταν Διεθνής Ποδοσφαιριστής με την Εθνική Ομάδα Ανδρών της Κύπρου, υπήρξε ποδοσφαιριστής της Εθνικής Ομάδας Ενόπλων της Κύπρου και Αρχηγός της ομάδας της Αστυνομίας.
Σύμφωνα με τη νομολογία, εάν μία σύμβαση είναι παράνομη, τότε θεωρείται άκυρη και δεν προκύπτει οποιοδήποτε αγώγιμο δικαίωμα από αυτή. Στην πολύ παλαιά υπόθεση Holman v. Johnson (1775) 1 Cowp 341 σημειώθηκαν τα εξής:
«no court will lend its aid to a man who founds his cause of action upon an immoral or illecal act”.
Πρόκειται για το λατινικό δόγμα, γνωστό ως «ex turpi causa non oritur action».
Στην απόφαση μας Νίκος Εγγλέζου κ.ά. ν. Χάρης Καφαρίδης Εστέητ Λτδ, Πολ. Έφ. Αρ. 295/2018, ημερ. 28/3/2024 είχαμε την ευκαιρία να ασχοληθούμε με το θέμα αυτό και σημειώσαμε σχετικά τα εξής:
«… Οι εφεσείοντες τόσο ενώπιόν του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όσο και ενώπιόν του Εφετείου υποστήριξαν, παραπέμποντας σε σχετική νομολογία, ότι μόνο και μόνο η ανυπαρξία του πιστοποιητικού έγκρισης θέτει σε εφαρμογή την αρχή και το νομικό αξίωμα «ex turpi causa non oritur action» και στηρίζονται σχετικά στην αγγλική απόφαση Alexander v. Rayson [1936] 1 ΚB 169 και στην κυπριακή απόφαση Γιώργος Χριστοδούλου και άλλος v. Antonius H.F.M. Vraets (2009) 1 Α.Α.Δ. 802.»
…………………………………………….…………………………………………..
Η παρανομία την οποία επικαλούνται οι εφεσείοντες προς υποστήριξη της θέσης τους για μη πληρωμή ενοικίων και η εφαρμογή του λατινικού αξιώματος «ex turpi causa non oritur action», όπως και οι αποφάσεις στις οποίες στηρίζεται, δεν φαίνεται να υποστηρίζουν τη θέση τους, καθ' ότι τόσο το δόγμα αυτό όσο και οι αποφάσεις που αναφέρονται έχουν ως επίκεντρο την ανάμειξη του εφεσίβλητου σε ποινικά κολάσιμη συμπεριφορά. Η υπόθεση Alexander v. Rayson (ανωτέρω), αφορούσε την ενοικίαση για παράνομο σκοπό και έγινε σχετική αναφορά και στην υπόθεση The Gas Light and Coke Company v. Turner 133 Ε.R. 127 [1840], όπου και πάλι ο σκοπός ενοικίασης της επίδικης ενοικίασης ήταν παράνομος. Στην υπόθεση Χριστοδούλου v. Vraets (ανωτέρω) και πάλι υπογραμμίστηκε η αρχή ότι τα δικαστήρια αρνούνται να παρέχουν θεραπεία για αξιώσεις οι οποίες απορρέουν από άκυρες λόγω παρανομίας συμφωνίες. Εκεί η συμφωνία αφορούσε την αγορά ακατέργαστων διαμαντιών από την Ανγκόλα της Αφρικής, τα οποία θα εξάγονταν από την Ανγκόλα κατά παράνομο τρόπο, αφού αγοράζονταν στη μαύρη αγορά και ήταν σε γνώση και των δύο πλευρών ότι τόσο η αγορά όσο και η μεταφορά τους από την Ανγκόλα μέσω της Ευρώπης στον τελικό τους προορισμό που ήταν η Αμβέρσα του Βελγίου ήταν παράνομη.»
Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν υπάρχει παρανομία στη σύμβαση ενοικίασης, αφού ο σκοπός της, ενοικίαση εστιατορίου, είναι καθ' όλα θεμιτός και νόμιμος. Το γεγονός ότι δεν εκδόθηκαν κάποιες από τις άδειες που απαιτούνταν, συμπεριλαμβανομένης και της πολεοδομικής άδειας, οφείλεται σε λόγους που αφορούν ως τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου και τη συμπεριφορά των ίδιων των εφεσίβλητων.
…………………………………………………………………………………………..
Οι πιο πάνω ενέργειες, αν και παράνομες, δεν έχουν καταστήσει την ίδια τη σύμβαση ενοικίασης παράνομη για να εφαρμόζεται η αρχή «ex turpi causa non oritur action» που είναι και το καταλυτικό σημείο διαφοροποίησης της νομολογίας στην οποία στηρίζεται ο συνήγορος των εφεσειόντων από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Ουδέποτε υπήρξε παρανομία στη συγκεκριμένη σύμβαση ενοικίασης, η οποία ήταν πάντοτε για νόμιμο σκοπό.»
Όπως έχει αναφερθεί και στην Νίκος Νικολάου v. Eka Rock Designs Ltd (2016) 1 Α.Α.Δ. 2943:
«... η παρανομία πρέπει να προκύπτει έκδηλα και να έχει στέρεο υπόβαθρο γεγονότων που να δείχνουν παρανομία εν τη γενέσει της σύμβασης ή τέτοια αναντίλεκτα δεδομένα... ».
Στην υπόθεση Vraets (ανωτέρω), στη σελίδα 811 διαβάζουμε τα ακόλουθα:
«Το ενιαίο του δικαίου επιβάλλει και ενιαία αντιμετώπιση, επιτάσσει δε ισότιμη και κοινή μεταχείριση. Και ενώ αποδίδει δίκαιη και εύλογη θεραπεία αναδυόμενη από διαπιστωθέντα γεγονότα κατατάσσοντας τα στην ορθή νομική τους βάση, ασχέτως της δικογραφικής τους ανεπάρκειας, (Stylianou v. Papacleovoulou (1982) 1 C.L.R. 542, Vandervell's Trusts (No. 2) [1974] 3 All E.R. 205, Drane v. Evangelou [1978] 2 All E.R. 437 και Κυπριανού v. Βασιλείου (2004) 1 Α.Α.Δ. 1320), οφείλει ταυτόχρονα να αποστερήσει το διάδικο που αναμειγνύεται σε παράνομες ενέργειες από οποιαδήποτε θεραπεία, έστω και αν επιχειρεί τεχνηέντως να θεμελιώσει τέτοια θεραπεία διατρέχοντας μέσα από διάφορες πιθανές νομικές βάσεις.»
Ο γενικός κανόνας είναι ότι τα Δικαστήρια δεν επιτρέπουν την επανάκτηση μεταβιβασθέντων ωφελημάτων που προέρχονται από παράνομα συμβόλαια. Αυτή η αρχή υπερίσχυσε στην προσπάθεια να εξισορροπηθούν δύο αντικρουόμενες τάσεις, δηλαδή, να εμποδίζεται από τη μια ο αδικαιολόγητος πλουτισμός και από την άλλη να απαγορεύεται η συνομολόγηση παρανόμων συμβάσεων.
Επίσης, σύμφωνα και πάλι με το κοινοδίκαιο εκεί που υπάρχει παράνομη σύμβαση η οποία έχει εκτελεστεί είτε πλήρως είτε σε μεγάλο βαθμό και εκεί όπου στο πλαίσιο της παράνομης σύμβασης υπήρξε παράδοση ή μεταβίβαση περιουσίας ή ωφελημάτων από το ένα μέρος σε άλλο, σε δικαστική διαμάχη, το Δικαστήριο δεν θα προσφέρει τη βοήθεια του στον ενάγοντα στην προσπάθεια του να επανακτίσει την περιουσία ή τα ωφελήματα που έχουν μεταβιβαστεί στον εναγόμενο. Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση Joseph El Alam v. Χριστόφορου Τουμαζίδη (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 968:
«Το πρώτο που θα εξετάσουμε είναι η εγκυρότητα της συμφωνίας, υπό το πρίσμα του άρθρου 23 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, το οποίο καθιστά άκυρη κάθε συμφωνία της οποίας ο σκοπός ή αντιπαροχή είναι παράνομη. Θεωρείται παράνομη κάθε συμφωνία της οποίας είτε ο σκοπός είτε η αντιπαροχή απαγορεύεται από το νόμο, ή είναι τέτοιας φύσης ώστε θα καταστρατηγεί τις διατάξεις ενός ή περισσοτέρων νόμων. Η αγοραπωλησία και κάθε μορφή συναλλαγής σε ξένο συνάλλαγμα, από μή εξουσιοδοτημένο πρόσωπο, απαγορεύεται από τις πρόνοιες του Νόμου, εκτός εάν, διενεργείται με την έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας. Η παράνομη αγορά ξένου συναλλάγματος, κατά παράβαση του Νόμου, επίσης καταστρατηγεί τους ευρύτερους σκοπούς του, οι οποίοι συνίστανται στην καθιέρωση συστήματος ελέγχου της αγοραπωλησίας ξένου συναλλάγματος, προς διασφάλιση της νομισματικής πολιτικής, και γενικότερα του άρτιου προγραμματισμού της οικονομίας.»
Η Αγγλική όσο και η Κυπριακή νομολογία καθορίζουν ότι, συναλλαγή η οποία απαγορεύεται από το Νόμο ή καταστρατηγεί τους σκοπούς του, είναι εξαρχής άκυρη. Χρήματα, τα οποία καταβάλλονται βάσει εμφανώς παράνομης συμφωνίας, δεν μπορεί να ανακτηθούν εκτός εάν, η απαίτηση μπορεί να θεμελιωθεί σε βάση ανεξάρτητη από την παρανομία. (Βλ. Halsbury's Laws of England 4th Edition Vol. 9 σελ. 305 παρ. 436. Chitty on Contracts, Twenty-Sixth Edition, Vol. I, σελ. 780, παρα. 1259.)
Οι επιπτώσεις της παρανομίας, και ιδιαίτερα η υπόσταση συμφωνίας, το αντικείμενο της οποίας απαγορεύεται από το νόμο, εξετάστηκαν διεξοδικά στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Glamor Development v. Christodoulou (1984) 1 C.L.R. 444. Αποφασίστηκε ότι, συμφωνία η οποία συνομολογείται κατά παράβαση του νόμου, είναι παράνομη και άκυρη, ανεξάρτητα από την έκταση της συμμετοχής εκατέρου των συμβαλλομένων στην επίτευξή της. Με αυτό το δικαιολογητικό η συμφωνία, σ' εκείνη την υπόθεση για την παροχή υπηρεσιών από δημόσιο υπάλληλο σε ιδιώτη κατά παράβαση των προνοιών του άρθρου 64 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1967, κρίθηκε παράνομη και, εξαρχής άκυρη, ως αντικείμενη προς τις διατάξεις του άρθρου 23 του περί Συμβάσεων Νόμου.
Στην Glamor (ανωτέρω) το Δικαστήριο υιοθέτησε την απόφαση του Devlin J., όπως ήταν τότε, στη St. John Shipping Corpn. v. Joseph Rank Ltd. [1956] 3 All E.R. 683, 687 ως ορθή έκφραση του δικαίου, αναφορικά με τις συνέπειες συμφωνίας η οποία εν τη γενέσει της αντίκειται προς το νόμο. Το ακόλουθο απόσπασμα περικλείει την ισχύουσα αρχή:
«The second principle is that the court will not enforce a contract which is expressly or impliedly prohibited by statute. If the contract is of this class it does not matter what the intent of the parties is; if the statute prohibits the contract, it is unenforceable whether the parties meant to break the law or not.»
(Ελληνική μετάφραση, ελεύθερη.)
«Η δεύτερη αρχή είναι ότι το Δικαστήριο δεν θα εφαρμόσει σύμβαση η οποία ρητά ή εξυπακουόμενα απαγορεύεται από το νόμο. Εάν η σύμβαση ανήκει σ' αυτή την κατηγορία η πρόθεση των συμβαλλομένων είναι αδιάφορο στοιχείο· εάν ο Νόμος απαγορεύει τη σύμβαση, η σύμβαση δεν είναι εφαρμοστέα άσχετα από το εάν ήταν πρόθεση των συμβαλλομένων να παραβούν το Νόμο ή όχι.»
Ανάλογη υπήρξε η προσέγγιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη θεώρηση συμφωνίας, η οποία απαγορεύεται άμεσα ή έμμεσα από το νόμο, (βλ. Κanaris v. Tosoun (1969) 1 C.L.R. 637. (Βλ. επίσης Sefecon Ltd v. Elxano Ltd (1989) 1 C.L.R. 135, Χαραλάμπους ν. Daccache (1989) 1 A.A.Δ. 269). Η ευρύτητα των προνοιών του άρθρου 23 και η καθολικότητα της εφαρμογής του σε συμφωνίες οι οποίες απαγορεύονται από το νόμο, προσδιορίζονται στο ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Platritis & Co. v. Computer Patent (1988) 1 C.L.R. 135:
«Section 23(a) of the Contract Law lays down that an agreement forbidden by law is unlawful. Furthermore, "every agreement of which the object of consideration is unlawful, is void". Section 23 originates from and is modelled upon the provisions of s.23 of the Indian Contract Act. It is broader in ambit than the prohibition of illegal agreements under English law. In contrast to English law, illegality is not solely associated with tainted consideration but also extends to the objectives of an agreement; though the notions of consideration and objects of an agreement overlap in many respects. The subject is discussed in detail by Pollock & Mulla 10th ed., p. 227 et seq. Whenever the consideration for agreement or its objects are prohibited by law the agreement is illegal and as such void.»
(Ελληνική μετάφραση, ελεύθερη.)
«Το άρθρο 23(α) του περί Συμβάσεων Νόμου ορίζει ότι συμφωνία η οποία απαγορεύεται από το νόμο είναι παράνομη. Περαιτέρω, "κάθε συμφωνία της οποίας ο σκοπός ή το αντάλλαγμα είναι παράνομο, είναι άκυρη." Το άρθρο 23 έχει ως πρότυπο τις διατάξεις του άρθρου 23 του Ινδικού περί Συμβάσεων Νόμου. Η απαγόρευση είναι ευρύτερη από την απαγόρευση παράνομων συμφωνιών βάσει του Αγγλικού Δικαίου. Σε αντίθεση προς το Αγγλικό Δίκαιο, η παρανομία δεν συσχετίζεται μόνο με το παράνομο αντάλλαγμα, αλλά και τον σκοπό της συμφωνίας· παρόλο που οι έννοιες του ανταλλάγματος και του σκοπού της συμφωνίας εφάπτονται σε πολλά σημεία. Το θέμα συζητείται σε έκταση στο σύγγραμμα Pollock & Mulla 10η έκδοση, σελ. 227 και επέκ. Οποτεδήποτε το αντάλλαγμα της συμφωνίας για τον καταρτισμό της ή οι σκοποί της απαγορεύονται από το νόμο, η συμφωνία είναι παράνομη και ως εκ τούτου άκυρη.»
Με την ίδια οριστικότητα χαρακτηρίζονταν τα αποτελέσματα παράνομης συμφωνίας στην απόφασή μας στη Δρουσιώτης ν. Ιερωνυμίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 1026, στις σελ. 1035-1036:
«Συμφωνία η οποία απαγορεύεται από το νόμο ή οδηγεί στην καταστρατήγησή του συνιστά παράνομη και επομένως άκυρη σύμβαση βάσει των παραγράφων (α) και (β) του άρθρου 23 του Περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην παρούσα υπόθεση προσεγγίζοντας την εισήγηση των εφεσειόντων για παρανομία αποφάσισε τα εξής:
«Εκείνο που αβίαστα προκύπτει από τη Νομολογία που καταπιάστηκε με τις πρόνοιες του άρθρου 65 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου είναι ότι, συμφωνία που σκοπό ή αντιπαροχή έχει, δημόσιος υπάλληλος (μέλος της Αστυνομικής Δύναμης Κύπρου στην προκείμενη περίπτωση), να απασχοληθεί ιδιωτικά δια αμοιβής, είναι άκυρη εξ υπαρχής ως αντιβαίνουσα τις ρητές πρόνοιες του άρθρου 23 του Περί Συμβάσεως Νόμου. Ως τέτοια, δεν μπορεί να αποτελέσει τη βάση για διεκδίκηση οποιασδήποτε αποζημίωσης και γενικά οφέλους.
Προκύπτει ακόμα ότι, αν μια σύμβαση δημοσίου υπαλλήλου (στην προκείμενη περίπτωση μέλους της Αστυνομικής Δύναμης Κύπρου), κριθεί άκυρη ως αντιβαίνουσα τις πρόνοιες του άρθρου 23 του Περί Συμβάσεως Νόμου, τότε, ο εν λόγω υπάλληλος δεν δύναται να διεκδικήσει οποιανδήποτε αποζημίωση ούτε επί άλλων, από τη παράνομη σύμβαση, νομικών βάσεων, αν τα γεγονότα που τις στοιχειοθετούν, κρίνονται ως άρρηκτα συνυφασμένα με το σκοπό και/ή την αντιπαροχή της άκυρης σύμβασης. Ως έχει υιοθετηθεί από τα Κυπριακά Δικαστήρια (κρίση του Αρχιδικαστή Mansfield, στην υπόθεση Holman v. Johnson), «nο Court will lend its aid to a man who founds his cause of action upon an immoral or illegal act» (βλ. επίσης Drane v. Evangelou [1978] 2 All E.R.437, Vandervell's Trusts (No. 2) [1974] 3 All E.R. 205, Stylianou v. Papacleovoulou (1982) 1CLR 542, Κυπριανού ν. Βασιλείου 2004) 1.Α.Α.Δ. 1320, Χριστοδούλου και Lindsay v. Vraets (2009) 1B AAΔ.802 και, πολύ πρόσφατα, την Εθνική Γενικών Ασφαλειών (Κύπρου) Λτδ, ν. UIB Insurance Reinsurance and Consultants Brokers Ltd κ.α., ECLI:CY:AD:2017:A358, Πολ. Εφ. 23/2012, ημερομηνίας 16.10.2017), ECLI:CY:AD:2017:A358.
Ειδικότερα τώρα με τις πρόνοιες του άρθρου 23 του Περί Συμβάσεως Νόμου αναφέρθηκε ότι, τούτες στοχεύουν στο να αποτραπεί η τέλεση πράξεων που συγκρούονται με το δημόσιο δίκαιο ή τη δημόσια πολιτική προς αποφυγή πλήγματος του συμφέροντος του δημοσίου. Μια τέτοια συνέπεια θα είναι αναπόφευκτη αν επιτραπεί σε μια σύμβαση που αντιστρατεύεται τη δημόσια πολιτική να ισχύσει. Ως αναφέρθηκε στην Καλομοίρα Σολομού ν. Εταιρεία Vinegard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1AAΔ 300, «Η δημόσια πολιτική σχετίζεται με πολιτικούς, οικονομικούς ή κοινωνικούς λόγους ένστασης. Το άρθρο 23 δεν ασχολείται με τα κίνητρα. Περιορίζεται στους σκοπούς της πράξης και όχι στους λόγους ή στα κίνητρα που την υπαγόρεψαν. Υπάρχουν δύο γενικές αρχές. Σύμφωνα με την πρώτη, μια σύμβαση που συνάπτεται με σκοπό τη διάπραξη παράνομης πράξης είναι ανεφάρμοστη. Σύμφωνα με τη δεύτερη το Δικαστήριο δεν εφαρμόζει μια σύμβαση η οποία ρητά ή εξυπακουόμενα απαγορεύεται από το Νόμο. (βλ. Pollock & Mulla, 10η έκδοση, σελ. 227 - 228)». Για μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση ως προς την εμβέλεια και εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 23 του Περί Συμβάσεως Νόμου, δέστε και τα όσα αναφέρθηκαν στις Δρουσιώτης ν. Ιερωνυμίδη (1990) 1ΑΑΔ 1026, Joseph El Alam v. Τουμαζίδη (1998) 1ΑΑΔ 968, Α & C Antoniou Resort Ltd v. Eleonora Hotel Apartments Ltd (2002) 1AAΔ 1321, Conqueror Developments Ltd v. Dreamland Developments Ltd (2005) 1 AAΔ 170, Συρίμη ν. Παγκυπριακή Χρηματοδοτήσεις Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2010) 1 ΑΑΔ 1131, Ιωάννου ν. Ekma Furnishings Ltd, ECLI:CY:AD:2017:A471, Πολ. Εφ. 273/2012, ημερομηνία απόφασης 19.12.2017, ECLI:CY:AD:2017:A471 και Εθνική Γενικών Ασφαλειών (Κύπρου) Λτδ ν. UIB Insurance Reinsurance & Consultants Brokers Ltd, κ.α. (ανωτέρω).
Όσον τώρα αφορά στις πρόνοιες του άρθρου 64 του Περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου Ν.33/1967(σήμερα σχετικές σε ισχύ πανομοιότυπες πρόνοιες, ως σημειώθηκε ανωτέρω, είναι αυτές του άρθρου 65 του Νόμου 1/1990), το Ανώτατο Δικαστήριο, στην υπόθεση Glamor Developments v. Christodoulou (1984) CLR 444, με αναφορά και στις πρόνοιες του άρθρου 23 του Κεφ. 149, αποφάνθηκε ότι οι διατάξεις του ρηθέντος άρθρου του Περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (που είναι παρόμοιες με τις πρόνοιες του άρθρου 23 του Περί Αστυνομίας Νόμου, που εδώ ενδιαφέρει), καθιστούν παράνομη κάθε σύμβαση που έχει ως αντικείμενο την προσφορά, επί αμοιβής, εργασίας από δημόσιο υπάλληλο. Κρίθηκε ακόμα ότι η κατάληξη αυτή δικαιολογείται, τόσο από το λεκτικό του συγκεκριμένου άρθρου, όσο και από το σκοπό που επιδιώκει να προάγει.
Προς επεξήγηση των προθέσεων του Νομοθέτη (αναφορικά με το υπό συζήτηση άρθρο του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου), το Ανώτατο Δικαστήριο σημείωσε ότι, ο Νομοθέτης όρισε ότι το σύνολο του χρόνου ενός δημόσιου υπαλλήλου, και κατά αναλογία και ενός αστυφύλακα, τελεί στη διάθεση της Δημοκρατίας. Με το εδάφιο 2 δε του εν λόγω άρθρου, απαγορεύεται κάθε επαγγελματική ή επιχειρηματική δραστηριότητα του δημόσιου υπαλλήλου έξω από τον κύκλο εργασίας του, και δη ρητή απαγόρευση προσφοράς εργασίας έξω από τα καθήκοντα του. Είναι επί αυτής της βάσης, που το Ανώτατο Δικαστήριο κατέληξε ότι «κατά λογική συνέπεια απαγορεύεται άμεσα και κάθε σύμβαση που έχει ως αντικείμενο την προσφορά υπηρεσιών από δημόσιο υπάλληλο.» Σημειώθηκε, ωστόσο, ότι, μια τέτοια προσφορά υπηρεσιών, είναι δυνατό να επιτραπεί, εφόσον τύχει της έγκρισης του αρμόδιου Υπουργού, ως εξ άλλου, ρητώς προνοείται από την επιφύλαξη του σχετικού άρθρου (βλ. Glamor Developments v. Christodoulou (ανωτέρω), Δρουσιώτης ν. Ειρωνυμίδη (ανωτέρω) και Frangos v. Prasimo Libadhi (1978) 1 J.S.C. 48)».
Συμφωνούμε με την πιο πάνω προσέγγιση αλλά και την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση ο εφεσίβλητος προέβη στις απαραίτητες ενέργειες ώστε να του χορηγηθεί η προνοούμενη από το νόμο άδεια για ιδιωτική απασχόληση. Από τις επιστολές, μέρος του Τεκμηρίου 2, στις οποίες είχε γίνει αναφορά πιο πάνω, προκύπτει ότι ο Αρχηγός Αστυνομίας (μέσω των διάφορων υψηλόβαθμων στελεχών της Αστυνομικής Δύναμης Κύπρου) ενημέρωσε τον εφεσίβλητο ότι συγκαταλέγεται ανάμεσα στα μέλη της Δύναμης προς τα οποία χορηγήθηκε άδεια για ιδιωτική απασχόληση και ειδικότερα να ασχολείται ιδιωτικά με αθλητικές δραστηριότητες και συγκεκριμένα με το ποδόσφαιρο. Αυτό, γνωστοποιήθηκε και στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης το οποίο με επιστολή του Γενικού Διευθυντή του ημερ. 9/1/2007 ενημέρωσε τον Αρχηγό Αστυνομίας ότι όσα μέλη της Αστυνομικής Δύναμης Κύπρου είχαν ήδη λάβει άδεια για ιδιωτική απασχόληση πριν τις 9/1/2007 δεν χρειαζόταν να αποταθούν εκ νέου για χορήγηση τέτοιας άδειας, μια και οι άδειες που είχαν χορηγηθεί στο παρελθόν δεν έχουν ποτέ ανακληθεί.
Συμφωνούμε επίσης με την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εισήγηση των ευπαιδεύτων συνηγόρων των εφεσειόντων ότι η όποια άδεια χορηγήθηκε στον εφεσίβλητο για ιδιωτική απασχόληση δεν υπογράφεται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης ως το άρθρο 23 του Ν.73(Ι)/2004 προνοεί, οδηγεί σε κρίση ότι δεν κατέχει την απαιτούμενη από το νόμο άδεια, εδράζεται επί μικροσκοπικής προσέγγισης και θεώρησης των πραγμάτων, αγνοώντας εντελώς τον σκοπό που ο νόμος επιδιώκει να πετύχει.
Ο σκοπός του νομοθέτη, ως και το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει, με τις απαγορευτικές πρόνοιες των νομοθετημάτων που έχουν αναφερθεί, ήταν να απαγορευτεί η ιδιωτική απασχόληση των υπαλλήλων που εργάζονται στο δημόσιο με στόχο να διασφαλιστεί ο βασικός σκοπός του κάθε νομοθετήματος και ειδικότερα ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι (καλύπτει και τα μέλη της Αστυνομικής Δύναμης Κύπρου) θα διαθέτουν το σύνολο του χρόνου τους στη Δημοκρατία ώστε ακριβώς να μπορούν ανά πάσα στιγμή να προσφέρουν την εργασία τους προς όφελος της Υπηρεσίας στην οποία υπηρετούν.
Στην παρούσα περίπτωση ο Αρχηγός της Αστυνομίας εξέτασε και ενέκρινε διαχρονικά τα αιτήματα του εφεσίβλητου. Δεν φαίνεται αφενός αυτά να τέθηκαν ενώπιον του αρμοδίου Υπουργού για υπογραφή, όμως, δεν μπορεί να παραγνωριστεί το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος ενήργησε καθηκόντως. Απέστειλε διάφορα αιτήματα του στον άμεσα προϊστάμενο του, δηλαδή τον Αρχηγό Αστυνομίας, για χορήγηση της απαιτούμενης από το νόμο άδειας. Ο Αρχηγός Αστυνομίας αντί να τα προωθήσει συντάσσοντας σχετική σύσταση στον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης επέλεξε όχι μόνο να τα εγκρίνει αλλά περαιτέρω να βεβαιώσει τον εφεσίβλητο ότι η άδεια που του χορήγησε ουδέποτε ανακλήθηκε, αντίθετα παραμένει σε ισχύ από την 1/3/2000.
Σχετική με την παρούσα υπόθεση είναι επίσης η απόφαση Αγαθοκλής Μιχαήλ Αγαθοκλέους κ.ά. ν. Νίκης Λάππα (1998) 1 Α.Α.Δ. 2202, σύμφωνα με την οποία:
«… Η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται από την περίπτωση που η εφεσίβλητη δεν θα κατείχε άδεια εξασκήσεως του επαγγέλματός της. Στην τελευταία περίπτωση η σύμβαση θα ήταν άκυρη. Όταν ένα πρόσωπο, κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης μιας σύμβασης, ενεργεί με τρόπο που παραβιάζει μια νομοθετική πρόνοια, η συμπεριφορά του αυτή δεν μπορεί να του αποστερήσει ταυτόχρονα και το δικαίωμά του να προσφύγει στα Δικαστήρια. Η περί του αντιθέτου θέση του δικηγόρου των εφεσειόντων, είναι αντίθετη προς τις καθιερωμένες αρχές της νομολογίας και των νομοθετημάτων που στοχεύουν στην προστασία του κοινού ή την υλοποίηση ενός σκοπού γενικής πολιτικής. Στην περίπτωση που ο Νόμος στοχεύει στην προστασία του κοινού, όπως π.χ. με την απαγόρευση εξάσκησης ενός επαγγέλματος από πρόσωπα που δεν είναι προσοντούχα, τότε η σύμβαση που συνάπτει ένα τέτοιο μη προσοντούχο πρόσωπο είναι παράνομη και δεν μπορεί να εφαρμοστεί.»
Στην εν λόγω υπόθεση εξετάστηκε μεταξύ άλλων και η υπόθεση Glamor Development Ltd (ανωτέρω) όπου η εκεί διαφορά αφορούσε δημόσιο υπάλληλο ο οποίος δεν κατείχε άδεια για άσκηση άλλου επαγγέλματος και ο οποίος είχε ιδιωτικά παράσχει υπηρεσίες πολιτικού μηχανικού. Λέχθηκε σχετικά:
«Στην υπόθεση Glamor Development Ltd v. Christodoulou (1984) 1 C.L.R. 444, ο εφεσίβλητος, που ήταν Ανώτερος Πολιτικός Μηχανικός στο Τμήμα Ανάπτυξης Υδάτων της Κυβέρνησης, απαίτησε την καταβολή ποσού £2.450 για αρχιτεκτονικά σχέδια που συμφώνησε να ετοιμάσει προς όφελος των εφεσειόντων. Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η συμφωνία ήταν παράνομη αφού (α) ερχόταν σε αντίθεση με τις πρόνοιες του άρθρου 64 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (που προνοεί ότι ένας δημόσιος υπάλληλος πρέπει να αφιερώνει όλες τις ώρες του στη Δημοκρατία και δεν μπορεί να απασχοληθεί σε κανένα άλλο επάγγελμα ή επιχείρηση χωρίς τη σχετική άδεια του Υπουργού Οικονομικών και (β) ερχόταν σε αντίθεση με τη δημόσια πολιτική (public policy). Εφόσον δε το αντάλλαγμα ήταν παράνομο, η σύμβαση ήταν παράνομη σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 23 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149.»
Όπως έχει λεχθεί και στην υπόθεση Καλομοίρα Σολωμού ν. Vinegard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1 Α.Α.Δ. 300:
«Το άρθρο 23 στοχεύει στο να αποτρέψει την τέλεση πράξεων που συγκρούονται με το δημόσιο δίκαιο ή την δημόσια πολιτική επειδή το συμφέρον του δημοσίου θα πληγεί σε περίπτωση που επιτραπεί σε μια σύμβαση που αντιστρατεύεται τη δημόσια πολιτική να ισχύσει. Η δημόσια πολιτική σχετίζεται με πολιτικούς, οικονομικούς ή κοινωνικούς λόγους ένστασης. Το άρθρο 23 δεν ασχολείται με τα κίνητρα. Περιορίζεται στους σκοπούς της πράξης και όχι στους λόγους ή στα κίνητρα που την υπαγόρευσαν. Υπάρχουν δύο γενικές αρχές. Σύμφωνα με την πρώτη μια σύμβαση που συνάπτεται με σκοπό την διάπραξη παράνομης πράξης είναι ανεφάρμοστη. Σύμφωνα με τη δεύτερη το δικαστήριο δεν εφαρμόζει μια σύμβαση η οποία ρητά ή εξυπακουόμενα απαγορεύεται από το Νόμο (βλ. Pollock & Mulla, 10η έκδ. σελ. 227-228).»
Είναι ξεκάθαρο από τις πιο πάνω αποφάσεις ότι ένας δημόσιος υπάλληλος θα πρέπει να μην ασκεί άλλο επάγγελμα χωρίς να λαμβάνει άδεια, όπως ακριβώς καθορίζεται και από τον Περί Αστυνομίας Νόμο. Ο λόγος που υπάρχει αυτή η απαγόρευση, δεν είναι άλλος από τα προστατεύεται το δημόσιο και να αποτρέπονται οι δημόσιοι λειτουργοί να αφιερώνουν τον χρόνο τους σε άλλη απασχόληση πλην της δημόσιας υπηρεσίας.
Στην παρούσα υπόθεση η επίδικη συμφωνία δεν αποτελεί εκ του νόμου απαγορευμένη σύμβαση ούτε και έχει παράνομο σκοπό. Θεωρούμε ότι δεν είναι εμφανώς παράνομη από τη στιγμή που ο εφεσίβλητος είχε μεριμνήσει να λάβει άδεια από την Υπηρεσία του και προέβηκε σε όλα τα διαβήματα που η Αρμόδια Υπηρεσία είχε θεσμοθετήσει κατά τον επίδικο χρόνο. Κατά την κρίση μας, η συμφωνία είναι έγκυρη και παράγει έννομα αποτελέσματα.
Η περίπτωση του εφεσίβλητου διακρίνεται σαφώς από την απόφαση Glamor (ανωτέρω), καθώς στην περίπτωση εκείνη δεν υπήρχε καμιά ενημέρωση της υπηρεσίας και ο εκεί δημόσιος υπάλληλος ενεργούσε εν αγνοία της υπηρεσίας του, η ενέργεια του για ιδιωτική παροχή υπηρεσιών κρίθηκε εναντίον της δημόσιας πολιτικής (public policy) ενώ στην υπό εξέταση περίπτωση ο εφεσίβλητος ενημέρωσε κανονικά την υπηρεσία του και έλαβε, διαχρονικά την απαιτούμενη άδεια.
Ως εκ των ανωτέρω η παρούσα έφεση απορρίπτεται, η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον των εφεσειόντων έξοδα €2.400 πλέον Φ.Π.Α.
ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.
Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο