Κ. Ι. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 145/2022, 31/7/2025
print
Τίτλος:
Κ. Ι. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 145/2022, 31/7/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 145/2022)

 

31 Ιουλίου 2025

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

Κ. Ι.

Εφεσείων

v.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσίβλητης

 

-----‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑

 

Ι. Ιωάννου (κα), για τον Εφεσείοντα

Μ. Κουτσόφτας, για Γενικόν Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Παπαδοπούλου, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων μετά από ακροαματική διαδικασία κρίθηκε ένοχος από το (τότε) Κακουργοδικείο Λάρνακας - Αμμοχώστου σε: (α) Οκτώ κατηγορίες Σεξουαλικής Κακοποίησης Παιδιού δια πρωκτικής συνουσίας καταχρώμενος θέση εμπιστοσύνης, κατά παράβαση του Άρθρου 6(4)(α) και (7) του περί Πρόληψης και Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης και Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών Ν.91(Ι)/14 (Κατηγορίες 1 έως 8), (β) Οκτώ κατηγορίες Βιασμού κατά παράβαση του Άρθρου 144 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (Κατηγορίες 9 έως 16), (γ) Τέσσερεις κατηγορίες Σεξουαλικής Κακοποίησης Παιδιού δια σεξουαλικών πράξεων άλλων από συνουσία, καταχρώμενος θέση εμπιστοσύνης, κατά παράβαση του Άρθρου 6(4)(α) και (7) του περί Πρόληψης και Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης και Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών Ν.91(Ι)/14 (Κατηγορίες 17 έως 20), (δ) Τέσσερεις κατηγορίες Άσεμνης Επίθεσης εναντίον γυναίκας κατά παράβαση του Άρθρου 4 του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Ν.119(Ι)/2000) και του Άρθρου 151 του Π.Κ. που αφορούν στις ίδιες πράξεις των Κατηγοριών 17 - 20 (Κατηγορίες 21 έως 24), (ε) Μία κατηγορία Αιμομιξίας κατά παράβαση του Άρθρου 147 του Π.Κ. (Κατηγορία 25), και (στ) Μία κατηγορία Επίθεσης με Πραγματική Βλάβη κατά παράβαση του Άρθρου 4 του Ν.119(Ι)/2000 (Κατηγορία 26). Παραπονούμενη σε όλες τις κατηγορίες ήταν η ανήλικη εγγονή του Εφεσείοντος, γεννηθείσα το 2009.

 

        Η καταδίκη προσβάλλεται με 13 λόγους έφεσης οι οποίοι αφορούν ως επί το πλείστον τον τρόπο με τον οποίο αξιολογήθηκε η μαρτυρία. Προσβάλλεται τόσο η διαδικασία αξιολόγησης και εξαγωγής ευρημάτων, όσο και η μη αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας. Επιπλέον προβάλλονται εισηγήσεις περί παραβίασης της δίκαιης δίκης και ότι η απόφαση είναι αναιτιολόγητη. Με τους Λόγους Έφεσης 14 και 15 προσβάλλονται οι επιβληθείσες ποινές, με ψηλότερες αυτές των 20 ετών, ως έκδηλα υπερβολικές.

 

        Οι πράξεις για τις οποίες κρίθηκε ένοχος ο Εφεσείων εκτείνονται σε περίοδο από τον Δεκέμβριο του 2020 μέχρι και τον Ιούλιο του 2021. Όπως προκύπτει από το Κατηγορητήριο αλλά και από την Πρωτόδικη Απόφαση, ο Εφεσείων καταδικάστηκε για επανειλημμένες πράξεις πρωκτικής συνουσίας με την ανήλικη (τις οποίες αμφισβητεί κατ’ Έφεση), καθώς και για το ότι ανάγκαζε την ανήλικη να αγγίζει το πέος του και να τον αυνανίζει, το ότι προέβαινε σε γλείψιμο του πρωκτού και των γεννητικών της οργάνων, σε πρωκτολειχία και σε ερωτικό γλείψιμο του αυτιού της. Ενώπιον μας η ευπαίδευτη συνήγορος για τον Εφεσείοντα δήλωσε ότι περιορίζει την Έφεση σε ό,τι αφορά στις Κατηγορίες 1 έως 16, ήτοι στην πρωκτική συνουσία, αναφέροντας τα εξής:

 

        «Η θέση μας ουσιαστικά εδράζεται στο ότι η μαρτυρία όπως τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν θα μπορούσε να καταλήξει σε εύρημα διείσδυσης πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Και αυτό γιατί υπήρχε η μαρτυρία του ιατροδικαστή».

 

        Ερωτηθείσα να διευκρινίσει το κατά πόσο αμφισβητεί την καταδίκη στις λοιπές κατηγορίες, η συνήγορος απάντησε με σαφήνεια ότι αυτή δεν αμφισβητείται. Παρά, όμως, την πιο πάνω δήλωση, ενόψει του τρόπου με τον οποίο αναπτύσσονται οι θέσεις του Εφεσείοντος στο διάγραμμα του, ενδείκνυται η σφαιρική τους εξέταση.

 

        Με τους πρώτους δύο Λόγους Έφεσης ο Εφεσείων εισηγείται ότι αποτελεί σφάλμα το γεγονός ότι το Κακουργοδικείο προέβη σε θεματική αξιολόγηση της μαρτυρίας, αντί σε συνολική αξιολόγηση κάθε Μ.Κ. και ότι προέβαινε σε διαπιστώσεις και ευρήματα κατά και όχι μετά την αξιολόγηση της μαρτυρίας.

 

        Δεν συμφωνούμε ότι ο τρόπος με τον οποίο έγινε η αξιολόγηση της μαρτυρίας ήταν εσφαλμένος. Το Κακουργοδικείο προέβη σε εξέταση της μαρτυρίας σε ενότητες, παραθέτοντας αρχικά τα μη αμφισβητούμενα γεγονότα, πραγματευόμενο ακολούθως την αποκάλυψη από μέρους της Παραπονούμενης με αξιολόγηση όσης μαρτυρίας είχε τεθεί ενώπιον του επί αυτής (ήτοι αρχικά των Μ.Κ.8 (θείας) και M.K.9 (μητέρας) που ήσαν παρούσες και μετέπειτα της Μ.Κ.4 (νονάς) και Μ.Κ.10 (Αστυφύλακα) τις οποίες ειδοποίησαν οι προαναφερθείσες). Συνέχισε με τη μαρτυρία που σχετίζετο με τη διερεύνηση της υπόθεσης από την Αστυνομία, των εμπειρογνωμόνων ιατροδικαστή και ψυχολόγων και, τέλος, με εκτενή ανάλυση της μαρτυρίας της Παραπονούμενης. Η δομή της Απόφασης ήταν απόλυτα λογική, διευκολύνοντας μάλιστα την κατανόηση του σκεπτικού του Κακουργοδικείου. Στις κατάλληλες δε περιπτώσεις θα λέγαμε ότι η θεματική εξέταση της μαρτυρίας, όχι μόνο δεν είναι μεμπτή, αλλά μάλλον ενδείκνυται.

 

        Ούτως ή άλλως, όπως είναι καλά νομολογημένο, δεν υπάρχουν απόλυτοι κανόνες ως προς τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να διατυπώνονται οι αποφάσεις. Παραθέτουμε απόσπασμα από την Φούτας ν. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 730 όπου λέχθηκαν τα εξής:

 

        «Ο τρόπος συγγραφής δικαστικής απόφασης επαφίεται στην κρίση του δικαστή. Ο τρόπος έκφρασης δεν είναι τυποποιημένος και δεδομένου ότι υπάρχουν σε αυτήν τα βασικά χαρακτηριστικά στοιχεία της αιτιολογημένης απόφασης και δεν διαστρεβλώνεται η εικόνα μέσα από αποσπασματική παράθεση της μαρτυρίας δεν υπάρχει ο,τιδήποτε το επιλήψιμο (Ομήρου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 98). Η παράλειψη εκδικάσαντος δικαστηρίου να αναφερθεί σε ουσιαστική μαρτυρία στην απόφασή του δεν είναι αρκετός λόγος για να ακυρωθεί καταδίκη εφεσείοντα (Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41). Όπως έχει τονισθεί επανειλημμένα μέσα από τη νομολογία, είναι η αιτιολόγηση της απόφασης που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της εγκυρότητας της δικαστικής διεργασίας. Αιτιολόγηση η οποία εδράζεται στην ανάλυση της μαρτυρίας που παρουσιάζεται. Η έκταση δε της ανάλυσης ποικίλλει ανάλογα με το περιεχόμενο της μαρτυρίας και σε αναφορά με τα ουσιαστικά στοιχεία της κάθε ξεχωριστής περίπτωσης. Κατά κανόνα μια αιτιολογημένη απόφαση πρέπει να περιέχει αφ' ενός ανάλυση της μαρτυρίας υπό το φως των επίδικων θεμάτων και διατύπωση συγκεκριμένων ευρημάτων και, αφ' ετέρου, σαφή δικαστική απόφαση (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Κλεάνθους κ.ά. (1999) 2 Α.Α.Δ. 320). Σε τελική ανάλυση, όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά στην Ευσταθίου ν. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 541, «μια απόφαση πρέπει να αντικρίζεται σφαιρικά και μακροσκοπικά και όχι αποσπασματικά και υπό το φακό του μικροσκοπίου για να εντοπισθούν αδιόρατες στο γυμνό μάτι νομικές κηλίδες»».

 

        (Για τον τρόπο συγγραφής αποφάσεων βλ. και Κρεοπωλείο Α. Κούντουρος Λίμιτεδ ν. Γεωργιάδης κ.ά., Πολ. Έφ. 121/2019, ημερ. 6.12.2024).

 

        Επιπλέον σημειώνουμε ότι δεν είναι μεμπτή η εξαγωγή εύλογων συμπερασμάτων από το εκδικάζον Δικαστήριο, όπου φυσικά αυτό δικαιολογείται από την ενώπιον του μαρτυρία. Κατ’ επέκταση η μομφή που προβάλλει ο Εφεσείων για χρήση από το Κακουργοδικείο λέξεων όπως «προφανώς», ή η ερμηνεία λεχθέντων από μάρτυρες ως προς το πρόσωπο στο οποίο αυτοί αναφέρονταν, εμπίπτει ακριβώς στην αξιολόγηση των όσων το Δικαστήριο διαπιστώνει στο πλαίσιο της ζώσας διαδικασίας.

 

        Τα όσα περαιτέρω διατυπώνονται στο διάγραμμα του Εφεσείοντος στο πλαίσιο των Λόγων Έφεσης 1 και 2 σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας συγκεκριμένων μαρτύρων θα εξεταστούν πιο κάτω.

 

        Εν πρώτοις επαναλαμβάνουμε τη νομολογημένη αρχή ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι κατά κανόνα σε καλύτερη θέση να κρίνει κατά τη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης και να αξιολογήσει τους ενώπιον του μάρτυρες. Όπως λέχθηκε στη Σ.Π. ν. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 468:

 

        «Ένα Δικαστήριο ενώπιον του οποίου καταθέτουν οι διάδικοι και οι μάρτυρες τους, παρακολουθεί τις αντιδράσεις τους, τον τρόπο της ευρύτερης συμπεριφοράς τους στο εδώλιο του μάρτυρα και τις απαντήσεις που δίδουν κατά την κύρια εξέταση, αλλά ιδιαιτέρως κατά την αντεξέταση και αποκομίζει τις ανάλογες εντυπώσεις. Και αυτή είναι μια εγγενής και ιδιάζουσα διεργασία που γίνεται συνειδησιακά από το Δικαστή ως μέρος της όλης ανθρώπινης υπόστασης, (Γιάλλουρος κ.ά. ν. Ψύλλα (2009) 1 Α.Α.Δ. 1552 και Νεοφύτου ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 409). Χρειάζονται πειστικοί και ιδιαίτεροι λόγοι επέμβασης στην πρωτόδικη αξιολόγηση και την εξαγωγή συμπερασμάτων από το Εφετείο ώστε τα ευρήματα να ανατραπούν, (Κυπριανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 816).

 

        Η μαρτυρία δεν πρέπει να εξετάζεται μικροσκοπικά ή αποσπασματικά, αλλά να αξιολογείται ως ενιαίο σύνολο και με λογική προσέγγιση, (Σταυρινού ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 706 και Παρλάτα ν. Δημητρίου (2014) 1 Α.Α.Δ. 994). Είναι, όπως αποφασίστηκε στην Βούτουνος ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 71, το περιεχόμενο της μαρτυρίας που πρέπει να τίθεται στη βάσανο της αξιολόγησης και όχι μόνο η εξωτερική εντύπωση. Ούτε και το Εφετείο με τη σειρά του πρέπει να εξετάζει τις πρωτόδικες αποφάσεις μικροσκοπικά ή να διαφωνεί με μια λέξη ή φράση. Η δικαστική απόφαση διαβάζεται στο σύνολο της ώστε να διαπιστώνεται η ουσία και η σημασία της, (Charitonos a.ο. v. Republic (1971) 2 C.L.R. 40 και Parris v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 186, σελ. 228-229)».

 

        (βλ. Kopsinis ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 77/2022, ημερ. 30.1.2025 και Ahmed ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 301/2024, ημερ. 25.6.2025).

 

        Με τον τρίτο Λόγο Έφεσης προβάλλεται η θέση ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε την παραπονούμενη Μ.Κ.3 ως αξιόπιστη. Προς υποστήριξη της θέσης αυτής, η ευπαίδευτη συνήγορος για τον Εφεσείοντα έδωσε έμφαση στο ότι η παραπονούμενη δεν μπορούσε να προσδιορίσει τις σεξουαλικές πράξεις ή τον χρόνο που αυτές έλαβαν χώρα, και ισχυρίζεται ότι η μαρτυρία της παρουσιάζει αντιφάσεις και ασύνδετες σκέψεις σε σχέση με τις πράξεις που περιγράφει. Εισηγείται ότι το ουσιαστικότερο σημείο αναξιοπιστίας της παραπονούμενης είναι το ότι είχε επιβεβαιώσει πως η σεξουαλική της κακοποίηση ξεκίνησε από την ηλικία των οκτώ ετών, ενώ είχε καταδειχθεί στο Δικαστήριο ότι ο Εφεσείων δεν είχε επαφή με την ανήλικη πριν το 2020.

 

        Όπως λέχθηκε πρόσφατα στην Ahmed v. Δημοκρατίας (πιο πάνω):

 

        «Θα πρέπει να τονίσουμε για ακόμα μια φορά πως γενικά, εν σχέσει με αντιφάσεις, για να ανατραπεί η πρωτόδικη κρίση, θα πρέπει αυτές να είναι ουσιώδεις και να πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρος ή να φανερώνουν διάθεση του να ψευσθεί (Κ.Κ. v. Γενικού Εισαγγελέα (2008) 2 Α.Α.Δ. 294). Περαιτέρω, δεν είναι κάθε διαφορετική δήλωση ή εξήγηση που δίδεται από δύο μάρτυρες κατ' ανάγκην ουσιώδης αντίφαση, η οποία να οδηγεί σε εύρημα αναξιοπιστίας. Είναι λογικό και άλλωστε αναμενόμενο να υπάρχουν διαφορετικές εκτιμήσεις δεδομένων από δύο μάρτυρες, χωρίς η διαφορετικότητα αυτή απαραιτήτως να στοιχειοθετεί λόγο για απόρριψη της μαρτυρίας, εξ ου και το ότι το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν καταδειχθεί λάθος (Ιωάννου v. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 279)».

 

        Προβάλλεται η θέση ότι η παραπονούμενη παρουσίαζε σοβαρές ανακρίβειες σε σχέση με τις περιγραφές των σεξουαλικών πράξεων. Εν πρώτοις τονίζουμε ότι η πλευρά του Εφεσείοντος δήλωσε απερίφραστα ότι δεν αμφισβητεί την καταδίκη του στις Κατηγορίες 17 έως 26 και ειδικότερα ότι η θέση του κατ’ έφεση εδράζεται «…στο ότι η μαρτυρία όπως τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν θα μπορούσε να καταλήξει σε εύρημα διείσδυσης πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας». Η αμφισβήτηση αυτή αφορά τις κατηγορίες για πρωκτική συνουσία και βιασμό. Έπεται πως δεν αμφισβητείται ότι ο Εφεσείων προέβη στις αποτρόπαιες σεξουαλικές πράξεις που του αποδίδονται με τις Κατηγορίες 17 έως 26 με την 11χρονη εγγονή του, τις οποίες και περιέγραψε η παραπονούμενη στη μαρτυρία της. Τα δε αποσπάσματα που παρατίθενται στο διάγραμμα του Εφεσείοντος από τη μαρτυρία της παραπονούμενης αφορούν σε μεγάλο βαθμό την ίδια μαρτυρία που κρίθηκε αξιόπιστη και ικανή να στοιχειοθετήσει και τις Κατηγορίες 17 έως 26.

 

        Η παραπονούμενη ανέφερε όντως τα όσα καταγράφονται στο διάγραμμα του Εφεσείοντα και ευσταθεί το ότι αναφέρθηκε στο ανδρικό μόριο επανειλημμένα ως «το» όπως επισημαίνει η πλευρά του Εφεσείοντα. Η σχετική εισήγηση, όμως, παραγνωρίζει το γεγονός ότι η παραπονούμενη με σαφήνεια περιέγραψε, τόσο στην κατάθεση της Τεκμήριο 4 όσο και στην προφορική της μαρτυρία, τη διείσδυση του πέους του Εφεσείοντα στον πρωκτό της, όπως και τον πόνο που αισθανόταν στο συγκεκριμένο σημείο. Εύλογη συναφώς ήταν και η σχετική παρατήρηση από το Κακουργοδικείο, απαντώντας στην εισήγηση της ευπαίδευτης συνηγόρου περί ελλείψεως προσδιορισμού του αντικειμένου που χρησιμοποίησε ο Εφεσείων, ότι στη μαρτυρία της η παραπονούμενη «…ήταν ξεκάθαρη ότι ο κατηγορούμενος έβαζε το πέος του στον πρωκτό της».

 

        Ούτε και καταρρίπτεται άνευ ετέρου ο ισχυρισμός της παραπονούμενης περί πρωκτικής συνουσίας από τη μαρτυρία του ιατροδικαστή Μ.Κ.7 ως εισηγείται η πλευρά του Εφεσείοντος. Όπως επισήμανε και το Κακουργοδικείο, θέση του Μ.Κ.7 ήταν ότι, εάν περάσει κάποιο ικανό χρονικό διάστημα από την πράξη ή χρησιμοποιηθεί λιπαντική ουσία (που τέτοια αποτελεί και το σάλιο που είχε περιγράψει η παραπονούμενη), τότε μπορεί να μην υπάρχει κανένα ιατροδικαστικό εύρημα.

 

        Η πιο πάνω θέση της πλευράς του Εφεσείοντα συνδέεται με αυτό που εξέλαβε ως αναφορά της παραπονούμενης για καθημερινή πρωκτική επαφή η οποία, σύμφωνα με τον Μ.Κ.7, θα μπορούσε να άφηνε ιατροδικαστικά ευρήματα. Το Κακουργοδικείο κατέγραψε το ότι η παραπονούμενη στην οπτικογραφημένη κατάθεση της είχε αναφέρει ότι πήγαινε κάθε μέρα στον παππού της και ότι «…εγίνετουν κάθε μέρα τούτο…». Ταυτόχρονα, όμως, επισήμανε ότι στην ίδια κατάθεση η παραπονούμενη είχε πει ότι «…έκαμνε μου το πολλές φορές…», όπως και το ότι στην ίδια κατάθεση ανέφερε ότι γινόταν Σάββατο, Κυριακή και τον Ιούλιο τις Τετάρτες που ο Εφεσείων δεν πήγαινε δουλειά. Συνεκτιμώντας τη μαρτυρία της 11χρονης παραπονούμενης με αυτήν των Μ.Κ.8 και 9 αλλά και του Μ.Υ.1, κατέληξε ότι η παραπονούμενη δεν ερχόταν σε καθημερινή επαφή με τον Εφεσείοντα. Έχοντας τα πιο πάνω κατά νουν θεωρούμε ότι η πιο κάτω κατάληξη του Κακουργοδικείου ήταν δικαιολογημένη:

 

        «Συνεπώς το επιχείρημα της συνηγόρου υπεράσπισης, το οποίο στήριξε στη θέση της ότι αν υπήρχε καθημερινή πρωκτική επαφή του κατηγορούμενου με την παραπονούμενη σε συνδυασμό με την γνώμη του Μ.Κ.7 ότι αν συνέβαινε τούτο και επί 5-6 μήνες θα υπήρχε χάλαση (χαλάρωση) του σφιγκτήρα του πρωκτού της παραπονούμενης, κάτι που δεν διαπίστωσε κατά την ιατροδικαστική εξέταση της παραπονούμενης και ότι εκ τούτου δεν είπε την αλήθεια η παραπονούμενη, δεν βρίσκει έρεισμα γιατί ελλείπει το ένα από τα δύο στοιχεία που χρειάζετο ο Μ.Κ.7 για την κατάληξη του, δηλαδή αυτό της καθημερινής επαφής».

 

        Εννοείται βέβαια πως η όποια κατ’ ισχυρισμόν του Εφεσείοντος αδυναμία δεν αφορούσε το ίδιο το γεγονός της ύπαρξης πρωκτικών συνουσιών ως προέκυπταν από τη μαρτυρία της ανήλικης αλλά μόνο τη συχνότητα τους. Δεν αναμένεται όμως ούτως ή άλλως από ένα παιδί τέτοιας ηλικίας να μπορεί να προσδιορίσει σεξουαλικές πράξεις με σαφήνεια. Κάτι τέτοιο θα ήταν αφύσικο και ασύμβατο με την ηλικία της παραπονούμενης. Όπως λέχθηκε στην Κ.Χ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 272/2017, ημερ. 26.9.2019, ECLI:CY:AD:2019:B397:

 

        «Η παραπονούμενη ήταν η βασικότερη μάρτυρας κατηγορίας στην υπόθεση, καθότι ήταν η μοναδική που έδωσε άμεση μαρτυρία αναφορικά με την ισχυριζόμενη συμπεριφορά του εφεσείοντα έναντι της. Πρόκειται για ανήλικη η οποία κατά τον χρόνο διάπραξης των αδικημάτων ήταν ηλικίας 7-8 ετών ενώ κατά την αντεξέτασή της ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν 10 ετών. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε μια λεπτομερή εξέταση της μαρτυρίας της, αντιπαραβάλλοντάς την και με τα όσα η ίδια ανέφερε στους υπόλοιπους μάρτυρες οι οποίοι κατέθεσαν στο Δικαστήριο, λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη τη δυσκολία που υπάρχει στην αξιολόγηση μαρτυρίας που δίδεται από παιδιά αυτής της ηλικίας που έχουν υποστεί σεξουαλική κακοποίηση.

 

        Το Κακουργιοδικείο, εύστοχα παρέπεμψε ως προς την αξιολόγηση της Μ.Κ.1 στο ακόλουθο απόσπασμα από την Αγγλική υπόθεση R. v. B. (2010) EWCA Crim 4, η οποία αφορούσε βιασμό κοριτσιού κάτω των 13 ετών:

 

               «We emphasise that in our collective experience the age of a witness is not determinative on his or her ability to give truthful and accurate evidence. Like adults some children will provide truthful and accurate testimony, and some will not. However, children are not miniature adults, but children, and to be treated and judged for what they are, not what they will, in years ahead, grow to be». (Η υπογράμμιση δική μας).

 

        Όπως ορθά τόνισε το Δικαστήριο στη συνέχεια, ένα παιδί της ηλικίας της παραπονούμενης το οποίο παρουσιάζεται για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου, είναι λογικό πως διακατέχεται από φόβο, άγχος, αμηχανία και διστακτικότητα κατά τη μαρτυρία του, ειδικότερα όταν πρόκειται για μαρτυρία που αφορά σε γεγονότα σεξουαλικής κακοποίησης, τα οποία βίωσε. Ταυτόχρονα, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη και τους κινδύνους που ενδεχομένως ελλοχεύουν στη μαρτυρία μιας ανήλικης η οποία πιθανό να φαντασιώνεται ή ακόμα και να καθοδηγείται από άλλους ή από αλλότρια κίνητρα για την προβολή τέτοιων ισχυρισμών (Κορέλλης ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 12, Theodorou v. Police (1971) 2 C.L.R. 245, Makris alias Petinos v. Police (1961) C.L.R. 330 και R. v. Henry and Manning (1969) Cr. App. Rep. 150.

 

        Δεδομένης της αποδοχής της καταδίκης του Εφεσείοντα στις Κατηγορίες 17 - 26 θεωρούμε αχρείαστο να εξετάσουμε την εισήγηση της ευπαίδευτης συνηγόρου ότι «…η σεξουαλική κακοποίηση ίσως να έγινε από τον άλλο της τον παππού…».

 

        Η ευπαίδευτη συνήγορος για τον Εφεσείοντα εισηγείται επιπλέον ότι το «ουσιαστικότερο σημείο αναξιοπιστίας» της παραπονούμενης είναι το γεγονός ότι ισχυρίστηκε πως η κακοποίηση της ξεκίνησε από την ηλικία των οκτώ ετών, χρονική περίοδο κατά την οποία δεν είχε επαφή με τον Εφεσείοντα. Θεωρούμε ότι η εισήγηση εδράζεται σε αδόκιμη απομόνωση συγκεκριμένης αναφοράς.

 

        Από την οπτικογραφημένη κατάθεση της παραπονούμενης προκύπτει ότι αυτή ανέφερε πως ο Εφεσείων «…έχει χρόνια που μου το κάμνει αλλά εν το καμνεν όπως τωρά έκαμνε μου το λλίο λλίο…». Ερωτηθείσα πότε ξεκίνησε να γίνεται, απάντησε ότι ήταν χειμώνας «φέτος τουν την χρονιά» και συνεχίστηκε μέχρι τον Ιούλιο «…που κλείσαν τα σχολεία», πράγμα που συνάδει με τις ημερομηνίες που αναγράφονται στο Κατηγορητήριο, ήτοι τους μήνες Δεκέμβριο του 2020 έως Ιούλιο του 2021. Σε υποβολή της συνηγόρου κατά την αντεξέταση ότι οι αναφορές της ήταν για την περίοδο που η παραπονούμενη ήταν οκτώ χρονών, απάντησε αρνητικά, παρά το ότι μετέπειτα είπε ότι στην προαναφερόμενη ηλικία έβλεπε τον Εφεσείοντα. Είχε δε συνδέσει τα γεγονότα με την περίοδο που δεν πήγαινε σχολείο λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού το 2020.

 

        Όπως αναφέρεται και στην Γ.Ι. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 44/2019, ημερ. 18.9.2020 την οποία επικαλέστηκε και το Κακουργοδικείο:

 

        «Στις περιπτώσεις διάπραξης σεξουαλικών αδικημάτων που λαμβάνουν χώρα κατ’ επανάληψη και για παρατεταμένη χρονική περίοδο, παρουσιάζεται συνήθως δυσκολία στη διάκριση των επιμέρους περιστατικών και της αντιστοιχίας τους με συγκεκριμένες κατηγορίες. Το θύμα δεν μπορεί να θυμάται και να περιγράψει όλα τα περιστατικά, ιδίως όταν είναι πολλά, όμοια και επαναλαμβανόμενα και ακόμα περισσότερο όταν έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από την διάπραξη τους. Το πρόβλημα επιτείνεται όταν το θύμα είναι παιδί.

 

        Σημασία έχει σε τέτοιες υποθέσεις ότι το θύμα έχει κακοποιηθεί σεξουαλικά σε μια χρονική περίοδο, κατ’ επανάληψη, με κάποια συχνότητα και με τους τρόπους που μαρτυρούνται. Άλλωστε έτσι προσδιορίζεται και η εγκληματική συμπεριφορά του δράστη κατηγορούμενου, που προδιαγράφει και την αρμόζουσα ποινή».

 

        Παραθέτουμε απόσπασμα και από την Δ.Σ.Δ. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 271/2022, ημερ. 20.12.2023 όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

        «Στην υπόθεση Evans [1995] Crim.L.R. 245, η οποία αφορούσε σεξουαλική κακοποίηση παιδιού σε πολλές περιπτώσεις για μακρά χρονική περίοδο, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

               "However, in these cases, when a child has allegedly been abused on many occasions, over a lengthy period, it is quite unrealistic to expect that child to be particularly specific as to precise dates or places under the sanction that if, owing to the very multiplicity of offences coupled with the lapse of time and failing memory caused by a natural desire to put the experience behind him, he cannot so, his abuser is immune. To hold otherwise would be a charter for those who commit this sort of offence. (Υπογράμμιση δική μας)».

 

        Το Κακουργοδικείο διαπίστωσε ότι η παραπονούμενη ενόσω έδινε μαρτυρία διακατείχετο από άγχος, αμηχανία και διστακτικότητα, ενώ σημείωσε ότι η άρθρωση του λόγου και ο ειρμός της σκέψης της θα πρέπει να αντικρισθεί στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής της μόρφωσης που ήταν του Δημοτικού. Ασχολήθηκε με όλες τις εισηγήσεις της Υπεράσπισης περί αντιφάσεων και επεξήγησε γιατί αυτές δεν κατέρριψαν τη γενική εικόνα αξιοπιστίας της παραπονούμενης. Η 11χρονη παραπονούμενη εξήγησε και  ότι ο Εφεσείων τής έλεγε ότι δεν θα την «επείραζε» κολπικά επειδή αυτό ήταν για όταν «πιάσει άντρα». Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, απόλυτα εύλογη ήταν και η πιο κάτω διαπίστωση του Κακουργοδικείου ως στοιχείο που ενδυνάμωνε την εικόνα αξιοπιστίας της παραπονούμενης:

 

        «Επίσης η παραπονούμενη στην ηλικία που ήταν, δεν θα μπορούσε να έχει αντίληψη ή σκέψη ότι το αιδοίο της προορίζετο για τον μελλοντικό της άνδρα και τέτοια σκέψη μπορούσε να προέλθει μόνο από ενήλικο άτομο και όχι από ένα άτομο της ηλικίας της παραπονούμενης».

 

        Επισήμανε επιπλέον το ουσιώδες, ως στοιχείο βιωματικής εμπειρίας, ότι οι υποδείξεις σε χώρους και στάσεις τις οποίες η παραπονούμενη ανέφερε ότι την έβαζε ο Εφεσείων να κάνει, θα μπορούσαν να είχαν περιγραφεί με τέτοια λεπτομέρεια μόνο από άτομο που τα είχε υποστεί. Περαιτέρω, λογική κρίνεται και η κατάληξη πως  η αναντίλεκτη περιγραφή της παραπονούμενης ότι ο Εφεσείων είχε τρίχες στην περιγεννητική περιοχή αλλά όχι οπουδήποτε αλλού, μπορούσε να είχε γίνει μόνο εάν τον είχε πράγματι δει γυμνό.

 

        Όλα τα πιο πάνω οδηγούν στο ότι δεν υπάρχει πεδίο επέμβασης μας στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονούμενης από το Κακουργοδικείο, η οποία ήταν πλήρως αιτιολογημένη και λεπτομερής. Απαντούν επιπλέον και στα όσα εγείρονται με τους Λόγους Έφεσης 6 και 7.

 

        Οι Λόγοι Έφεσης 3, 6 και 7 δεν ευσταθούν.

 

        Η αξιολόγηση της μαρτυρίας των Μ.Κ.4, 8, 9 και 10 προσβάλλεται ειδικά με τον Λόγο Έφεσης 5 σε συνάρτηση με εισήγηση για εσφαλμένη αξιολόγηση εξ ακοής μαρτυρίας. Θεωρούμε ότι ο Λόγος Έφεσης 4 αφορά τους ίδιους μάρτυρες, παρά το ότι τόσο στην αιτιολογία του όσο και στο διάγραμμα της ευπαίδευτης συνηγόρου για τον Εφεσείοντα, δεν διευκρινίζεται ποια είναι η μαρτυρία την οποία θεωρεί «αυτοεξυπηρετική». Με τον Λόγο Έφεσης 9 προσβάλλεται η κατάληξη του Κακουργοδικείου ότι αριθμός μαρτύρων, μεταξύ αυτών οι Μ.Κ.4, 8, 9 και 10, κρίθηκαν αξιόπιστοι. Κρίνουμε συνεπώς χρήσιμο όπως εξεταστούν όλα τα πιο πάνω ταυτόχρονα.

 

        Οι Μ.Κ.4, 8 και 9 ήταν τα μέλη της οικογένειας της παραπονούμενης στα οποία αυτή ανέφερε τα όσα της έκανε ο Εφεσείων. Η Μ.Κ.10 ήταν η Αστυφύλακας στην οποία τηλεφώνησε την ίδια μέρα που ενημερώθηκε η Μ.Κ.8. Αφορούν όλες οι μαρτυρίες στα όσα επίδικα έγιναν στις 14.8.2021.

 

        Μελετώντας την αξιολόγηση της μαρτυρίας της Παραπονούμενης από το Κακουργοδικείο διαπιστώνουμε ότι οι μόνες άλλες μαρτυρίες στις οποίες γίνεται αναφορά είναι αυτές της Μ.Κ.6 και της Μ.Κ.8. Ρητά, όμως, το Κακουργοδικείο καταγράφει ότι η μαρτυρία της Μ.Κ.6 έχει βαρύτητα μόνο ως προς την εξήγηση των αντιδράσεων της παραπονούμενης και όχι ως προς την αλήθεια των λεχθέντων της. Για την Μ.Κ.8 η αναφορά περιορίζεται στο ότι η παραπονούμενη προσπάθησε και προηγουμένως να της πει τι της συνέβαινε, αλλά η Μ.Κ.8 δεν το αντιλήφθηκε.

 

          Δεν συμφωνούμε ότι τα πιο πάνω συνιστούν αυτοεξυπηρετικές δηλώσεις της παραπονούμενης εν τη εννοία του Νόμου. Τα όσα δε λέχθηκαν από τους Μ.Κ.4, 8, 9 και 10 αφορούν στον τρόπο και χρόνο κατά τον οποίο η παραπονούμενη αποκάλυψε την κακοποίηση την οποία υφίστατο. Με δεδομένο πως  η όλη γραμμή υπεράσπισης σαφώς εμπεριείχε την υποβολή ότι η μαρτυρία της παραπονούμενης συνιστούσε κατασκεύασμα, οι πιο πάνω δηλώσεις ήταν με βάση το Άρθρο 30(2) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, επιτρεπτές ως εξαίρεση του σχετικού κανόνα (βλ. «Το Δίκαιο της Απόδειξης», των Τ. Ηλιάδη και Ν.Γ. Σάντη, 2014, σελ. 687).  Σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, μαρτυρία προηγούμενων δηλώσεων ενός μάρτυρος με σκοπό την ενίσχυση της αξιοπιστίας του εκτός «(α)…….(β)……» δεν προσφέρονται για την αλήθεια του περιεχομένου τους αλλά για τη συνέπεια στην εκδοχή της παραπονούμενης. Περαιτέρω, αφορούν τις συνθήκες κάτω από τις οποίες αποκάλυψε για πρώτη φορά τη σεξουαλική κακοποίηση την οποία υπέστη. Η υποβολή καθυστερημένου παραπόνου και η εξήγηση η οποία προσφέρεται για την καθυστέρηση αποτελούν ζητήματα τα οποία άπτονται της αξιοπιστίας της παραπονούμενης (βλ. Γ.Π.Β. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 5/2020, ημερ. 30.7.2021).

 

        Ο τέταρτος Λόγος Έφεσης δεν ευσταθεί.

 

        Η Μ.Κ.4 ήταν η νονά και θεία της παραπονούμενης. Δεν ήταν παρούσα στο περίπτερο την ώρα που η παραπονούμενη ανέφερε για την κακοποίηση, αλλά το πληροφορήθηκε σε τηλεφώνημα που έλαβε από την Μ.Κ.8 και ακολούθως από αυτά που της εξιστόρησε η ίδια η παραπονούμενη.

 

        Το Κακουργοδικείο κατέγραψε ότι όσα ανέφερε η Μ.Κ.4 ως προς τα επίδικα γεγονότα αποτελούσαν εξ ακοής μαρτυρία. Για το θέμα του χρόνου που η παραπονούμενη άρχισε να έχει επαφή με τον πατέρα της, η θέση της Μ.Κ.4 συνήδε με αυτήν της Μ.Κ.8, ήτοι ότι ήταν το 2017 όταν η παραπονούμενη ήταν περίπου 8½ ετών, απορρίπτοντας αιτιολογημένα τη θέση της Υπεράσπισης πως η σεξουαλική κακοποίηση έγινε από πρόσωπο άλλο από τον Εφεσείοντα. Επαναλαμβάνουμε στο σημείο αυτό και τη μη αμφισβήτηση της καταδίκης του Εφεσείοντα στις Κατηγορίες 17 - 26.

 

        Συνεπώς η κατάληξη του Κακουργοδικείου ότι η Μ.Κ.4 ήταν ειλικρινής και αξιόπιστη ήταν καθόλα επιτρεπτή.

 

        Πέραν τούτων, το Κακουργοδικείο κατέγραψε τα εξής:

 

        «Κατ’ αρχάς το μέρος της μαρτυρίας των Μ.Κ.4, 8, 9 και 10, η οποία συνίσταται στο τι δήλωσε σε καθένα από αυτούς η παραπονούμενη, πρόκειται (sic) για μαρτυρία η οποία αφορά δηλώσεις της παραπονούμενης σε αυτούς, η οποία μπορεί να τύχει χρήσης μόνο για απόδειξη της αλήθειας αυτού που δηλώθηκε, ως κατωτέρω εξηγείται, ενώ στο βαθμό που αυτή σχετίζεται με αυτοενισχυτικές δηλώσεις της παραπονούμενης δεν αποτελούν αποδεκτή μαρτυρία, δηλαδή της αυτοενίσχυσης».

 

        Τις Μ.Κ.4, 8 και 9 αξιολόγησε χωριστά και σε σύμπλεξη τη μία με την άλλη. Η Μ.Κ.8 ανέφερε ότι η παραπονούμενη στις 14.8.2021 το απόγευμα, ενώ κατευθύνετο με τη μητέρα της τη Μ.Κ.9 προς τα  αποχωρητήρια του περιπτέρου, ανέφερε στην παρουσία όλων «Άμα ο [κατηγορούμενος] πειράζει με» και μετά «φκάλει τζαι τα ρούχα του τζαι πειράζει με». Μετέβησαν στο σπίτι της Μ.Κ.8 όπου η παραπονούμενη συνέχισε και ανέφερε λεπτομέρειες του τι τής έκανε ο Εφεσείων. Τότε η Μ.Κ.8 ενημέρωσε την Αστυνομία. Η Μ.Κ.9 επίσης είπε ότι, πριν να φτάσουν στα αποχωρητήρια με την παραπονούμενη, η τελευταία κλαίγοντας τής αποκάλυψε τι βίωνε. Τότε πήγε και στους γονείς της, που βρίσκονταν επίσης στον χώρο του περιπτέρου, και τους το είπε. Η παραπονούμενη είχε πει ότι το αποκάλυψε πρώτα στην Μ.Κ.9, μετά στην Μ.Κ.8 και μετά στην γιαγιά και τον παππού της. Σε αυτήν τη διαφορά, ως προς τη σειρά με την οποία άκουσαν την αποκάλυψη οι πιο πάνω, εστίασε η ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα, ισχυριζόμενη ότι αποτελούν ουσιαστικές αντιφάσεις.

 

        Έχοντας υπόψη ότι δεν αμφισβητήθηκε πως όλοι οι πιο πάνω βρίσκονταν στον χώρο του περιπτέρου της Μ.Κ.8, δεν θεωρούμε ότι η εισήγηση έχει ιδιαίτερη ουσία. Μας βρίσκει σύμφωνους η κατάληξη του Κακουργοδικείου ότι «…η ουσία είναι ότι η αποκάλυψη έγινε στις 14.8.2021 περίπου η ώρα 19:15 από την παραπονούμενη, στον χώρο του περιπτέρου, στη μητέρα της Μ.Κ.9, καθ’ ον χρόνο η Μ.Κ.9 την συνόδευε προς την τουαλέτα, πριν εισέλθει στην τουαλέτα και την αποκάλυψη άκουσε η Μ.Κ.8 η οποία βρισκόταν κάποια μέτρα μακριά, είτε αυτά ήταν τρία (3) ή έξι (6) - επτά (7) μέτρα». Θα πρέπει δε να σημειωθεί ότι, ως προς το πού βρισκόταν η κάθε μία εκ των Μ.Κ.8 και 9 όταν ανέφερε η παραπονούμενη ότι ο Εφεσείων την «πείραζε», η μαρτυρία τους δεν ήταν εξ ακοής, αλλά άμεση. Δεν έχουν χρησιμοποιηθεί από το Κακουργοδικείο τα όσα η παραπονούμενη ανέφερε στους Μ.Κ.4, 8 και 9 ούτε ως ενίσχυση της μαρτυρίας της, ούτε ως απόδειξη για τις πράξεις για τις οποίες καταδίκασε τον Εφεσείοντα.

 

        Έκρινε επίσης το Κακουργοδικείο ότι η «έστω διαφορετική αφήγηση ή αντίληψη των γεγονότων» από τις Μ.Κ.8 και 9 από αυτή της παραπονούμενης ουδόλως επηρεάζει την αξιοπιστία τους αλλά απεναντίας καταδεικνύει απουσία προσχεδιασμού. Διαπίστωσε ότι η Μ.Κ.8 ήταν «ειλικρινής, ευθύς και σαφής όπου ήταν σίγουρη για αυτά που έλεγε και δεν περιέπεσε σε ουσιώδεις αντιφάσεις οι οποίες να κλονίζουν το αξιόπιστο της μαρτυρίας της». Δεν συμφώνησε με την εισήγηση της Υπεράσπισης ότι οι αναφορές της Μ.Κ.8, για τις σχέσεις μεταξύ των διαφόρων ατόμων των οικογενειών, ειπώθηκαν με σκοπό τον αρνητικό επηρεασμό του Δικαστηρίου αλλά αντιθέτως έκρινε ότι αυτές έδωσαν ευρεία εικόνα ώστε να μπορεί το ίδιο να τα εκτιμήσει στο πλαίσιο των επίδικων γεγονότων.

 

        Αναφορικά με τη Μ.Κ.9 το Κακουργοδικείο εντόπισε ότι περιέπεσε σε μικρές αντιφάσεις και ασυνέπειες. Τις αξιολόγησε έχοντας υπόψη την ψυχολογική της κατάσταση (κατάθλιψη). Την μαρτυρία της αποδέχτηκε ως ειλικρινή, έχοντας επισημάνει αυτά που θεώρησε ότι αποτελούσαν ανακρίβειες.

 

        Δεν έχουμε εντοπίσει οτιδήποτε το μεμπτό στον χειρισμό του Κακουργοδικείου όσον αφορά στην αξιολόγηση της μαρτυρίας των Μ.Κ.4, 8 και 9.

 

        Η Μ.Κ.10 υπηρετούσε ως Αστυφύλακας στο Τ.Α.Ε. της Επαρχίας όπου διαδραματίστηκαν τα γεγονότα και η εμπλοκή της ήταν υπό την υπηρεσιακή της ιδιότητα. Αφού δεν ήταν η εξετάστρια της υπόθεσης, έλαβε απλώς την πρώτη αναφορά για τη διερεύνηση της και παρέπεμψε το ζήτημα στην ειδική ανακριτική ομάδα. Συμφωνούμε με το Κακουργοδικείο ότι η σημασία της μαρτυρίας της Μ.Κ.10 έγκειται απλώς στο ότι υπεβλήθη παράπονο από την παραπονούμενη σε σχέση με τον Εφεσείοντα. Η χρήση από την Μ.Κ.10 της φράσης «πρώτο παράπονο» ασφαλώς δεν αρκούσε για να αποδώσει στην καταγγελία τη νομική έννοια του πρώτου παραπόνου όπως αυτό καθορίζεται στο Άρθρο 10 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9. Ούτε και το εξέλαβε ως τέτοιο το Κακουργοδικείο, το οποίο ήταν και το αρμόδιο να κρίνει το ζήτημα από νομικής πλευράς.

       

        Στρεφόμαστε στους ισχυρισμούς του Εφεσείοντος ως προς το εσφαλμένο της αξιολόγησης των Μ.Κ.2, 5 και 6 όπως αυτοί προωθούνται με τον Λόγο Έφεσης 9.

 

        Η Μ.Κ.2 ήταν Αστυφύλακας στον Κλάδο Διερεύνησης Υποθέσεων Σεξουαλικής Κακοποίησης Ανηλίκων και έλαβε την οπτικογραφημένη κατάθεση της παραπονούμενης. Το Κακουργοδικείο αιτιολογημένα απέρριψε τη θέση του Εφεσείοντος περί ελλείψεως αξιοπιστίας και αμεροληψίας της Μ.Κ.2, αναφέροντας ότι από τη δική του παρακολούθηση της οπτικογραφημένης κατάθεσης καταδεικνύετο ότι δεν υπήρξε σχεδιασμός ή κλιμακωτή τοποθέτηση ερωτήσεων σε χρόνο, τόπο και πράξεις, αλλά οι ερωτήσεις υποβάλλονταν ανάλογα με τις απαντήσεις που έδινε η παραπονούμενη. Η κατάληξη αυτή υποστηρίζεται από το περιεχόμενο της οπτικογραφημένης κατάθεσης.

 

        Αναφορικά με τη Μ.Κ.5, εκπαιδευτική ψυχολόγο, η συνήγορος του Εφεσείοντος αποδέχεται στο διάγραμμα της ότι αυτή ήταν γενικά αξιόπιστη. Το μόνο που εισηγείται είναι ότι, αφού η παραπονούμενη εξέφραζε κατά την ηλικία των 8 ετών «κακά» συναισθήματα για άλλο παππού από τον Εφεσείοντα, αυτό θα πρέπει να δημιουργήσει εύλογη αμφιβολία για το ενδεχόμενο να είχε κακοποιηθεί από τον Εφεσείοντα. Την ίδια βάση είχαν και τα επιχειρήματα της συνηγόρου όσον αφορά στη Μ.Κ.6 επίσης ψυχολόγο, ήτοι «μήπως η Παραπονούμενη παρουσιάζει μία σεξουαλική κακοποίηση που ίσως υπέστη από άλλο πρόσωπο;».

 

        Η εισήγηση δεν βρίσκει έρεισμα στην ενώπιον του Κακουργοδικείου μαρτυρία. Η Μ.Κ.6 ανέφερε, όπως καταγράφει και το Κακουργοδικείο, ότι «όσον αφορά την σεξουαλική κακοποίηση, η παραπονούμενη εκτός από τον παππού δεν αναφέρθηκε σε άλλο πρόσωπο». Επιπλέον το Κακουργοδικείο απέρριψε τη σχετική εισήγηση, αφού με βάση την ενώπιον του μαρτυρία ο Εφεσείων άρχισε να βλέπει την παραπονούμενη από το καλοκαίρι του 2018, όταν αυτή ήταν περίπου 8½ ετών και άρα η θέση της συνηγόρου ότι ο Εφεσείων δεν είχε τότε επαφή με την παραπονούμενη δεν ήταν ορθή. Η δε Μ.Κ.5, σε σχετική ερώτηση της συνηγόρου του Εφεσείοντα, ανέφερε ότι από τα λεγόμενα της παραπονούμενης δεν υπήρξε κάποια κακοποίηση της όταν ήταν 8 ετών.

 

        Κατ’ επέκταση ούτε ο Λόγος Έφεσης 9 ευσταθεί.

 

        Με τον Λόγο Έφεσης 8 ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι το Κακουργοδικείο όφειλε να αναζητήσει ενισχυτική μαρτυρία.

 

        Το Κακουργοδικείο, καταγράφοντας τις αρχές με βάση τις οποίες εξετάζεται μαρτυρία θύματος, αναφέρθηκε στις αλλαγές που εισήχθησαν όσον αφορά στην αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας αφενός με την τροποποίηση του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 από τον Ν.14(Ι)/09 και αφετέρου με τον Ν.91(Ι)/14.

 

        Συγκεκριμένα, μετά τον τροποποιητικό Ν.14(Ι)/09, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 6.3.2009, το Άρθρο 9 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 αναφέρει τα εξής:

 

        «9. Για την απόδειξη οποιουδήποτε αδικήματος δεν είναι απαραίτητη η αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας της ένορκης ή ανώμοτης μαρτυρίας παιδιού, ούτε η αυτοπροειδοποίηση του δικαστηρίου για τον κίνδυνο καταδίκης με μόνη την ένορκη ή ανώμοτη μαρτυρία παιδιού».

 

        Στο Άρθρο 21(1) του Ν.91(Ι)/14 προβλέπεται ότι για σκοπούς απόδειξης των αδικημάτων που προβλέπονται στον εν λόγω Νόμο (εν προκειμένω τα αδικήματα των Κατηγοριών 1 έως 8) δεν απαιτείται πλέον ενισχυτική μαρτυρία. Το ζήτημα εξετάστηκε στην Α.Β. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 142/23 κ.ά., ημερ. 29.11.2024 από την οποία παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:

 

          «Όπως προκύπτει από την Σ.Σ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 147/16, ημερ. 20.11.2019, ECLI:CY:AD:2019:B477, δεδομένης της κατάργησης της υποχρέωσης για ενισχυτική μαρτυρία εγείρεται προβληματισμός κατά πόσο διατηρείται σε ισχύ ο κανόνας πρακτικής για αναζήτηση τέτοιας, ή κατά πόσο τούτο θα ισοδυναμούσε με καταστρατήγηση της πολιτικής και του σκοπού του Νόμου, υπό την έννοια που εξηγήθηκε στην Ε.Α. ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω). Εκεί είχαν αναφερθεί τα εξής:

 

               «Με δεδομένη τη ρητή νομοθετική πρόνοια ότι δεν απαιτείται πλέον ενισχυτική μαρτυρία, το ζήτημα που τίθεται αφορά στην ερμηνεία της πρόνοιας αυτής και τις συνέπειες της. Ως προς τούτο καθοδήγηση μπορεί να αντληθεί από άλλες χώρες του κοινού δικαίου όπου επίσης καταργήθηκε δια νόμου ο κανόνας πρακτικής. Τα δικαστήρια έχουν αποσυνδέσει τους, εν δυνάμει, κινδύνους μιας μαρτυρίας χωρίς ενίσχυση από την έννοια μιας ολόκληρης κατηγορίας μαρτύρων συλλήβδην, όπως είναι οι παραπονούμενοι για σεξουαλικά αδικήματα, θέτοντας πλέον ως κριτήριο τις συγκεκριμένες περιστάσεις της υπόθεσης, το συγκεκριμένο μάρτυρα και τα προβλήματα της συγκεκριμένης μαρτυρίας (Makanjuola, (ανωτέρω)).Όπως χαρακτηριστικά διατυπώθηκε στην έκθεση της Australian Law Reform Commission, Family Violence - A National Legal Response (ALRC Report, 114, 11.11.2010, 28.13:

 

                       «Corroboration warnings about the potential unreliability of categories of witnesses are now recognized as discriminatory and based on prejudice rather than empirical evidence».

 

               Σε ελεύθερη μετάφραση:

 

                       «Οι προειδοποιήσεις σε σχέση με την έλλειψη ενισχυτικής μαρτυρίας αναφορικά με την εν δυνάμει αναξιοπιστία μιας κατηγορίας μαρτύρων αναγνωρίζεται πλέον ως δυσμενής διάκριση βασισμένη σε προκατάληψη παρά ως εμπειρική τεκμηρίωση».

 

               Συνεπώς η υποχρέωση για αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας δεν δημιουργείται, όπως συνέβαινε με βάση τον καταργηθέντα κανόνα πρακτικής, από το γεγονός και μόνο ότι ο μάρτυρας είναι παραπονούμενος σε σεξουαλικό αδίκημα. Ένας ακριβώς  από τους λόγους που οδήγησαν στην κατάργηση του κανόνα ήταν ότι θεωρήθηκε προσβλητική για τις γυναίκες, νοουμένου ότι οι γυναίκες είναι κατά κανόνα παραπονούμενα πρόσωπα σε τέτοιου είδους υποθέσεις, η αντίληψη ότι η μαρτυρία τέτοιων προσώπων είναι εγγενώς επισφαλής (Archbold, Criminal Pleading, Evidence and Practice, 2020 ed., 4-469). Επίσης αποφασίστηκε ότι παραβιάζει την αρχή της ισότητας και αποτελεί εκδήλωση δυσμενούς διάκρισης με βάση το φύλο (Balelala v. State [2004] FJCA 49)».

                                                            (Έμφαση δοθείσα)

 

        Επομένως δεν αναζητείται ως κανόνας ενισχυτική μαρτυρία για αδικήματα βάσει του Ν.91(Ι)/14 εξαιτίας του γεγονότος και μόνο ότι πρόκειται για σεξουαλικά αδικήματα. Ούτε αμφισβητείται ότι Δικαστήριο δύναται  να καταδικάσει στην απουσία τέτοιας…».

 

        Ορθά το Κακουργοδικείο θεώρησε ότι τα πιο πάνω τυγχάνουν εφαρμογής για αδικήματα βάσει του Ν.91(Ι)/14, δηλαδή τα αδικήματα των Κατηγοριών 1 έως 8. Με δεδομένη την αξιολόγηση της παραπονούμενης ως αξιόπιστης, ως καταγράφεται και πιο πάνω στην παρούσα, καθώς και την κατάληξη του ότι δεν είχε κανένα ενδοιασμό ή δισταγμό να δεχθεί τη μαρτυρία της για τα επίδικα γεγονότα και με ασφάλεια να βασιστεί σε αυτήν, δεν ευσταθεί η εισήγηση ότι το Κακουργοδικείο όφειλε να αναζητήσει ενισχυτική της παραπονούμενης μαρτυρία για τις συγκεκριμένες Κατηγορίες.

 

        Προβληματισμός εγείρεται, όμως, σε σχέση με τις Κατηγορίες 9 έως 16 που αφορούν σε αδικήματα βάσει του Άρθρου 144 του Π.Κ.. Παρά το ότι το Κακουργοδικείο ανέφερε ότι έχει υπόψη του τα όσα αναφέρθηκαν σε αριθμό αποφάσεων, περιλαμβανομένης και της Σ.Σ. ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω), εντούτοις κατέληξε ότι δεν «…τίθεται θέμα διατήρησης σε ισχύ του κανόνα πρακτικής για αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας και αυτοπροειδοποίησης για αδικήματα βασιζόμενα στον Ποινικό Κώδικα». Το σκεπτικό του Κακουργοδικείου δεν μας βρίσκει σύμφωνους.

 

        Στην Σ.Σ. ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω) αναφέρθηκαν ρητά τα εξής:

 

          «Έχει καταργηθεί η εκ του νόμου υποχρέωση για ενίσχυση ανώμοτης μαρτυρίας παιδιού, η υποχρέωση με βάση κανόνα πρακτικής για αναζήτηση ενίσχυσης ένορκης μαρτυρίας παιδιού, η υποχρέωση με βάση κανόνα πρακτικής για αναζήτηση ενίσχυσης παραπονούμενων για σεξουαλικά αδικήματα με βάση το Ν. 87(Ι)/2007 και ακολούθως με βάση το Ν. 91(Ι)/2014, αλλά παραμένει ο κανόνας πρακτικής για αναζήτηση ενίσχυσης της μαρτυρίας των παραπονούμενων όταν οι κατηγορίες για σεξουαλικά αδικήματα στηρίζονται στον Ποινικό Κώδικα και ο ίδιος κανόνας έχει υιοθετηθεί ως νομοθετική πρόνοια στο Ν. 119(Ι)/2000. Παραμένει επίσης σε ισχύ και ο κανόνας αναφορικά με τη μαρτυρία συνεργών ή μαρτύρων που έχουν δικό τους σκοπό να εξυπηρετήσουν».

(έμφαση δοθείσα)

 

        Άρα, μέχρι και την έκδοση του περί της Πρόληψης και Καταπολέμησης της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας Ν.115(Ι)/21 στις 13.5.2021, ο κανόνας πρακτικής για αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας για το αδίκημα του βιασμού βάσει του Άρθρου 144 του Π.Κ. συνέχιζε να υφίσταται. Αυτός καταργήθηκε (ας σημειωθεί μόνο όσον αφορά σε άτομα γυναικείου φύλου) με το Άρθρο 29 του Ν.115(Ι)/21 το οποίο αναφέρει τα εξής:

 

        «Μη απαίτηση για ενισχυτική μαρτυρία

 

        29.   Για την απόδειξη αδικήματος βίας κατά γυναίκας δεν είναι απαραίτητη η αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας της ένορκης ή ανώμοτης μαρτυρίας παιδιού ή της ένορκης μαρτυρίας γυναίκας, ούτε η αυτοπροειδοποίηση του Δικαστηρίου για τον κίνδυνο καταδίκης με μόνη την ένορκη ή ανώμοτη μαρτυρία παιδιού ή την ένορκη μαρτυρία γυναίκας».

 

        Σύμφωνα με το Άρθρο 5 και τον Πίνακα του πιο πάνω Νόμου, το αδίκημα του βιασμού βάσει του Άρθρου 144 του Π.Κ. συνιστά τέτοιο αδίκημα βίας κατά γυναίκας.

        Έπεται ότι το ερώτημα που έπρεπε να είχε τεθεί ήταν το κατά πόσο το πιο πάνω Άρθρο έχει αναδρομική ισχύ ώστε να τυγχάνει εφαρμογής και στα αδικήματα που αφορούν σε χρόνο πριν την έκδοση του Ν.115(Ι)/21, ήτοι των Κατηγοριών 9 έως 14. Η απάντηση είναι καταφατική.

 

        Στην Κλείτου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 113 εξετάστηκε το κατά πόσο ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε εφαρμόσει το Άρθρο 9 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, το οποίο είχε εισαχθεί στο Νόμο με τροποποίηση μεταγενέστερη της διάπραξης των αδικημάτων. Μάλιστα εκεί, ο τροποποιητικός Ν.14(Ι)/09 είχε τεθεί σε ισχύ μετά την καταχώριση της υπόθεσης αλλά πριν την ολοκλήρωση της ακρόασης. Εν προκειμένω ο Ν.115(Ι)/21 τέθηκε σε εφαρμογή πριν την καταχώριση του Κατηγορητηρίου στην υπό κρίση υπόθεση. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:

 

        «Είναι η εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου του εφεσείοντα, ότι, αφού η τροποποίηση αυτή έγινε μετά τη διάπραξη των αδικημάτων, δεν είχε αναδρομική εφαρμογή και έτσι, δεν μπορούσε να εφαρμοστεί στην περίπτωση μας, έστω και αν η απόφαση επί του προκειμένου εκδόθηκε μετά την τροποποίηση.

        Ο Νόμος αυτός τέθηκε σε ισχύ στις 6.3.09, μετά την καταχώρηση της υπόθεσης, πριν όμως την ολοκλήρωση της ακρόασης.

        Άμεσα σχετική με το ερώτημα που εγείρεται είναι η American Express v. Pavemar Hotels (1992)1 A.A.Δ. 1204, óπου στις σελίδες 1208 - 1209 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

               "Τα δικαστήρια ανέκαθεν έκαναν τη διάκριση ανάμεσα στους νόμους που μεταρρυθμίζουν το υφιστάμενο ουσιαστικό δίκαιο και εκείνους που τροποποιούν απλώς τη δικονομία ή τους κανόνες αποδείξεως (για πλήρη ανάλυση βλέπε 36 Halsbury' s Laws of England 3η έκδοση, παραγ. 644 και 647). Η ταξινόμηση αυτή έχει σημαντικές πρακτικές συνέπειες. Τις εξηγά με καθαρότητα η απόφαση R. v. 35 Harris (Richard) [1970] 3 All E.R. 746 στη 754:

               «Where the trial is held after the substantive law is changed, they apply the old law to transactions taking place before the change was made and the new law only to subsequent transactions. But where the change is in the rules of procedure or the law of evidence the new law is applied in both cases. Whether this is to give statutes about procedure and evidence retrospective effect, as Lord Blackburn said in Gardner v. Lucas [1878] 3 App.Cas. 582 at 603, or whether these statutes are construed as giving directions to the court about its mode of hearing all future cases and are in that sense not retrospective at all, as Harman L.J. said in Blyth v. Blyth and Pugh [1965] 2 All E.R. 817 at 826, is a difference of words only. However the matter is expressed, we have Lord Blackburn's authority in Gardner's case for holding that the rule is the same both for criminal and civil cases."

        ……

        Έτσι, καταλήγουμε ότι, εφόσον το θέμα είναι διαδικαστικής φύσης και αφορά κανόνες απόδειξης, ορθά το Κακουργιοδικείο εφάρμοσε τις νέες πρόνοιες του σχετικού Νόμου.

        Περαιτέρω, όμως, κάτω απ' αυτό το λόγο και με την αιτιολογία του, ο εφεσείων εισηγείται ότι, έστω και με τις νέες πρόνοιες του Νόμου, αφού πρόκειται για αδίκημα σεξουαλικής φύσης, υπήρχε η υποχρέωση, ως θέμα πρακτικής του Κοινοδικαίου, να αναζητηθεί ενισχυτική μαρτυρία ή να δοθεί η αναγκαία αυτοπροειδοποίηση από το εκδικάζον Δικαστήριο. Και αυτή η εισήγηση δε μας βρίσκει σύμφωνους.

        Είναι καθαρό από τις νέες πρόνοιες του Άρθρου 9 ότι αυτές έχουν εφαρμογή για την απόδειξη «οποιουδήποτε αδικήματος» και έτσι δεν μπορεί η πρακτική του Κοινοδικαίου να υπερισχύσει του ρητού νομοθετήματος επί του προκειμένου».

 

        Κατ’ επέκταση δεν απαιτείτο η αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας ούτε για τις Κατηγορίες 9 έως 14, ανεξαρτήτως του ότι τα αδικήματα τα οποία αφορούν αναφέρονται σε χρόνο προγενέστερο της θέσπισης του Ν.115(Ι)/21.

        Το γεγονός ότι το Κακουργοδικείο δεν αναφέρθηκε στον Ν.115(Ι)/21 δεν επηρεάζει την κατάληξη μας, ενόψει του ότι η διαδικασία εξέτασης της μαρτυρίας και οι κανόνες απόδειξης που τελικώς ακολουθήθηκαν ήταν οι ίδιοι που θα εφαρμόζονταν εάν οι πρόνοιες του Ν.115(Ι)/21 είχαν ληφθεί υπόψη. Υπενθυμίζουμε ως προς τη σχετική εξουσία του Εφετείου την επιφύλαξη του Άρθρου  145(1)(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 (βλ. Δ.Σ.Δ. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 271/2022, ημερ. 20.12.2023).

 

        Συνεπώς, ο Λόγος Έφεσης 8 δεν μπορεί να πετύχει.

 

        Με τους Λόγους Έφεσης 10 και 11 εγείρεται ότι η μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής, ιδιαίτερα αυτή της παραπονούμενης, ήταν τέτοια που στο σύνολο της οδηγούσε σε εύλογες αμφιβολίες για την ενοχή του Εφεσείοντα και ότι ένας κατηγορούμενος δεν καταδικάζεται εκτός αν υπάρχει μαρτυρία πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Με τον Λόγο Έφεσης 12 προβάλλεται η θέση ότι η Απόφαση είναι αναιτιολόγητη επειδή το Κακουργοδικείο δεν εξήγησε στη βάση αξιόπιστης μαρτυρίας την καταδίκη του Εφεσείοντος πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Στο ίδιο πλαίσιο κινείται και ο Λόγος Έφεσης 13 με τον οποίο προσβάλλεται και πάλι ο τρόπος αξιολόγησης της μαρτυρίας από το Κακουργοδικείο.

 

        Όλα τα εγειρόμενα με τους Λόγους Έφεσης 10 έως 13 έχουν εξεταστεί διεξοδικά πιο πάνω και δεν κρίνουμε χρήσιμη την επανάληψη των όσων λεπτομερώς καταγράφονται αναφορικά με την πρωτόδικη αξιολόγηση της μαρτυρίας. Αυτή έγινε εντός των αποδεκτών πλαισίων και δεν παρέχεται οποιοδήποτε πεδίο για επέμβαση μας.

 

        Ούτε οι Λόγοι Έφεσης 10, 11, 12 και 13 μπορούν να πετύχουν.

 

Έφεση κατά της ποινής

 

        Με τους Λόγους Έφεσης 14 και 15 προσβάλλεται η ποινή που επιβλήθηκε στις Κατηγορίες 1 έως (Λόγος Έφεσης 14) και 17 έως 19 (Λόγος Έφεσης 15) ως έκδηλα υπερβολική. Σημειώνεται ότι το Κακουργοδικείο επέβαλε στον Εφεσείοντα συντρέχουσες ποινές φυλακίσεως 20 ετών στις Κατηγορίες 1 έως 16 και συντρέχουσες ποινές φυλακίσεως 8 ετών στις Κατηγορίες 17  έως 19.

 

        Έχουμε φυσικά υπόψη την πάγια αρχή ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής αλλά απλώς εξετάζει κατά πόσο αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο που καθορίζεται από τη Νομολογία και που αρμόζει στα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης (Ζ.Α.Η. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 137/22 κ.ά., ημερ. 8.11.2024).

 

        Η σοβαρότητα, ιδιαίτερα των αδικημάτων της Σεξουαλικής Κακοποίησης Παιδιού και του Βιασμού είναι αυταπόδεικτη από το ότι  τόσο στο Άρθρο 6(4)(α)(7) του Ν.91(Ι)/14 όσο και στο Άρθρο 144 του Π.Κ. η προβλεπόμενη ποινή είναι αυτή της φυλάκισης δια βίου.

 

        Δεν διστάζουμε να αναφέρουμε ότι η υπό κρίση περίπτωση είναι από τις σοβαρότερες του είδους της. Ο Εφεσείων ήταν παππούς της 11χρονης παραπονούμενης, ένα πρόσωπο στο οποίο αυτή αποτείνετο για προστασία ιδιαίτερα αφού οι γονείς της ήσαν διαζευγμένοι και οι καταστάσεις διαβίωσης της καταδείκνυαν παραμέληση της. Αντί τέτοιας προστασίας, ο Εφεσείων καταχρώμενος την εμπιστοσύνη που το μικρό παιδί τού έδειχνε, χρησιμοποίησε αυτήν την εμπιστοσύνη για να ικανοποιήσει τις διαστροφές του. Δεν μπορεί να μην προκαλέσει αποτροπιασμό το ότι ταυτόχρονα ο Εφεσείων εξηγούσε στην παραπονούμενη ότι με την πρωκτική συνουσία και τις λοιπές άνομες πράξεις στις οποίες ο ίδιος προέβαινε, διαφύλασσε δήθεν ταυτόχρονα την «αγνότητα» της για τον μελλοντικό της σύζυγο.

 

        Το Άρθρο 19(γ) του Ν.91(Ι)/14 προβλέπει ότι όπου το αδίκημα διεπράχθη από μέλος της οικογένειας του θύματος, ή από πρόσωπο που έχει προβεί σε κατάχρηση θέσεως εμπιστοσύνης, επιρροής ή εξουσίας, θα λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο ως επιβαρυντικός παράγοντας.

 

        Όπως λέχθηκε στην Λευκαρίτης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 1165, όταν αδικήματα σεξουαλικής φύσης στρέφονται κατά νεαρών προσώπων τα οποία δεν έχουν ακόμη ολοκληρωμένη και ορθή αντίληψη για τη σεξουαλική πτυχή της ζωής ή σταθερές δυνάμεις αντίστασης, καθίστανται ιδιαίτερα σοβαρά. Στην Γ.Α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 178/2017, ημερ. 24.10.2018, ECLI:CY:AD:2018:B457 αναφέρθηκε ότι:

 

        «Η μεγάλη κοινωνική απαξία που τα αδικήματα αυτής της φύσης ενέχουν, η ανάγκη αποτροπής που πηγάζει από την απαράδεκτη συχνότητα με την οποία παρουσιάζονται, και η μεγάλη σημασία που έχει το αγαθό που ο Νόμος θέλει να προστατεύσει, δηλαδή το παιδί, είναι παράγοντες που καθιστούν τις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις δευτερεύουσας σημασίας».

 

        (βλ. και D.G.S. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 148/23, ημερ. 20.9.2024, Ν.Σ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 184/15, ημερ. 13.2.2018, ECLI:CY:AD:2018:B72).

 

        Στην υπόθεση Μ.Σ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 48/2020, ημερ. 29.7.2021, ECLI:CY:AD:2021:B367 επικυρώθηκε ποινή φυλάκισης 27 ετών για συστηματική σεξουαλική κακοποίηση ανήλικης με κολπική και πρωκτική επαφή με τη χρήση απειλών.

 

        Στη Γ.Χ. ν. Δημοκρατίας (2015) 2 Α.Α.Δ. 586, επικυρώθηκε ποινή φυλάκισης 20 ετών για βιασμούς, αιμομιξία και διαφθορά νεαρής γυναίκας.

 

        Στην A.F.K. κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 44/2018, ημερ. 6.12.2019, ECLI:CY:AD:2019:B515 επικυρώθηκε 20ετης ποινή φυλάκισης για 15 βιασμούς ανήλικου κοριτσιού από τον σύντροφο της μητέρας του κοριτσιού.

 

        Στην Δ.Β.Γ.Κ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 3/22, ημερ. 29.2.24 επικυρώθηκε 20ετής ποινή φυλάκισης για σεξουαλική κακοποίηση δύο ανήλικων παιδιών από τον θείο τους.

 

        Το Κακουργοδικείο έλαβε υπόψη το λευκό ποινικό μητρώο του Εφεσείοντα, την ηλικία του, το χαμηλό του μορφωτικό επίπεδο και τις προσωπικές του περιστάσεις. Αφού καθοδηγήθηκε από τη σχετική Νομολογία, επισήμανε ότι ο Εφεσείων αντί να «…φυλάσσει, προσέχει, επιβλέπει και να φροντίζει την παραπονούμενη και να της φέρνει την χαρά, το χαμόγελο, την ευτυχία και τα πιο πάνω αναφερθέντα συναισθήματα, συνεπικουρούμενα από συμβουλές για προστασία της από ξένους και άγνωστους, έφερε την ανηθικότητα, την καταρράκωση της ψυχής και του σώματος της, την δυστυχία, την βεβήλωση και τον εξευτελισμό της αγνής και ανόθευτης ψυχής και υπόστασης του προσώπου της παραπονούμενης…». Ορθά κατέγραψε ότι η περίπτωση φέρνει στην επιφάνεια μια αρρωστημένη και απεχθή συμπεριφορά η οποία υποσκάπτει τα θεμέλια της οικογένειας όπως τα γνωρίζουμε. Τόνισε, περαιτέρω, τον έντεχνο τρόπο που ο Εφεσείων χρησιμοποίησε για να προβεί στις αποτρόπαιες πράξεις του παρουσιάζοντας τες ως παιχνίδι, την συνεχή και συστηματική κακοποίηση της παραπονούμενης και το γεγονός ότι τη μία φορά που η παραπονούμενη αντιστάθηκε την χτύπησε προκαλώντας της πραγματική σωματική βλάβη ενώ σε άλλες περιπτώσεις της έλεγε ότι δεν θα πάνε βόλτα με τα σκυλιά αν δεν ενδώσει.

 

        Δεν συμφωνούμε ότι οι επιβληθείσες ποινές είναι έκδηλα υπερβολικές. Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, πρόκειται για ιδιαίτερα σοβαρή υπόθεση η οποία προκαλεί αποστροφή. Η επιβολή αποτρεπτικών ποινών ήταν ενδεδειγμένη.

 

        Η Έφεση απορρίπτεται.

 

       

 

                                                                            Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

                                                                            Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

                                                                            Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο