ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 151/2022, 17/7/2025
print
Τίτλος:
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 151/2022, 17/7/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 151/2022)

 

17 Ιουλίου 2025

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ

Εφεσείων

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

 

------------------------------------------------------

 

Π. Χατζηχριστοφής, για Ανδρέου, Χατζηχριστοφής Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα

Π. Πίτσιλλου (κα) για Γενικόν Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Με τέσσερεις λόγους έφεσης ο Εφεσείων προσβάλλει την καταδίκη του από το E.Δ. Αμμοχώστου στην κατηγορία της πρόκλησης θανάτου κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικος («Π.Κ.»). Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της κατηγορίας, στις 25.10.18 και ώρα 15:45, ενώ οδηγούσε το ταξί του στη Λεωφ. Νησί στην Αγία Νάπα, λόγω επικίνδυνης πράξης που δεν ανάγεται σε υπαίτιο αμέλεια, χωρίς πρόθεση, επέφερε τον θάνατο της 73χρονης Ν.Β. τέως εκ Ρωσίας.

 

        Για να αποδείξει την υπόθεσή της η Κατηγορούσα Αρχή είχε καλέσει δύο μέλη της Αστυνομίας, ως μάρτυρες, ήτοι τον φωτογράφο (Μ.Κ.1) και τον εξεταστή (Μ.Κ.2) ενώ ο Εφεσείων όταν είχε κληθεί σε απολογία, προέβη σε ανωμοτί δήλωση. Η πρωτόδικη Δικαστής δέχθηκε τη μαρτυρία των Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2, τη γραπτή κατάθεση του Εφεσείοντος, καθώς και την ανωμοτί δήλωσή του, με εξαίρεση ένα σημείο από την τελευταία, για το οποίο έκρινε πως είχε προστεθεί επιτηδευμένα για να καταδειχθεί βίαιη είσοδος της πεζής στην πορεία του. Η ουσία των γεγονότων, τα οποία αποτέλεσαν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, προκύπτει από το πιο κάτω, παρατεθέν πρωτοδίκως, απόσπασμα από την κατάθεση του Εφεσείοντος:

 

        «... Όπως έμπαινα στην λεωφόρο Νήσσι στην Αγ. Νάπα από τα φώτα μετά τον αυτοκινητόδρομο είχα μια σταθερή ταχύτητα γύρω στα 35 με 40 χιλιόμετρα, ενώ τόσο εγώ όσο και οι επιβάτες στο ταξί μου LBN … φέραμε ζώνη ασφαλείας. Δεν συνηθίζω να τρέχω με το αυτοκίνητο, ειδικά στην Αγ. Νάπα όπου έρχομαι συχνά. Είμαι προσεκτικός στο τιμόνι. Όπως επλησίαζα προς τα γραφεία ΧΑΧΟΛΗΣ στην λεωφόρο Νήσσι είδα δύο γυναίκες να στέκονται στο σημείο του ΑΛΤ δίπλα από τα γραφεία ΧΑΧΟΛΗΣ με πρόθεση να διασταυρώσουν απέναντι στην άλλη πλευρά. Εγώ δεν κατάλαβα ότι θα διασταύρωναν από εκεί και συνέχιζα να προχωράω με την ίδια ταχύτητα που είχα, δηλαδή 35 με 40 χιλιόμετρα. Αυτές όμως προχωρούσαν προς το μέσο του δρόμου και κοντοστάθηκαν στη μέση του δρόμου. Εγώ νόμισα ότι θα περιμένουν να περάσω με το αυτοκίνητο και μετά να διασταύρωναν καθώς δεν υπήρχε διασταύρωση πεζών εκεί. Εγώ σαν πλησίασα και ήμουν πολύ κοντά τους, νομίζω η μία γυναίκα προσπάθησε κάπως να κρατήσει την άλλη ώστε να μην διασταυρώσει όμως τελικά η άλλη διασταύρωσε μπροστά μου και την κτύπησα με το δεξιό μπροστινό μέρος φανάρι του αυτοκινήτου μου. Αυτή που κτύπησα θυμάμαι πως είδε δεξιά της μόνο για να δει εάν έρχονταν αυτοκίνητα, και αυτό πως λόγω του ότι ήταν από Ρωσία όπου είναι αντίθετη τροχαία κίνηση οχημάτων. Εκείνη την ώρα πριν την κτυπήσω ελάττωσα ταχύτητα, πάτησα στοπερ και έστριψα το τιμόνι αριστερά ως προς την πορεία μου. Δυστυχώς δεν την απόφυγα εντελώς και αυτή πετάχτηκε στο καπό και μετά έπεσε στην άσφαλτο. Κατέβηκα από το αυτοκίνητο και είδα την γυναίκα στην άσφαλτο κτυπημένη στο κεφάλι. Φώναξα για βοήθεια και να τηλεφωνήσει κάποιος σ' ασθενοφόρο και παρέμεινα εκεί μέχρι που ήρθε ασθενοφόρο και αστυνομία.

        ... Δεν θυμάμαι καλά αλλά όταν είπα πως νόμιζα ότι έκανε προσπάθεια η φίλη της κτυπημένης γυναίκας για να την κρατήσει νόμιζα έτσι διότι είδα κάπως τεντωμένο το χέρι της.... Όταν οι δύο γυναίκες κοντοστάθηκαν στην μέση του δρόμου, η απόσταση που τις είδα δεν θυμάμαι να πω πόσα μέτρα ήταν. Δεν μπορούσα όμως να τις κοιτάζω συνέχεια διότι δεν φαντάστηκα ότι θα πεταγόταν η μία μέσα στην πορεία μου. Εξάλλου υπήρχαν πεζοί και στην αριστερή πλευρά του δρόμου και δεν ξέρεις από που μπορεί να σου πεταχτεί μπροστά σου κάποιος τουρίστας».

(Έμφαση δοθείσα)

 

        Όσον αφορά τη νομική πτυχή η πρωτόδικη Δικαστής αναφέρθηκε στο Άρθρο 210 Π.Κ. και σε σχετική νομολογία εν σχέσει με την ερμηνεία του, καταλήγοντας ως εξής:

 

        «Στην προκειμένη περίπτωση, στην βάση των ευρημάτων, ο Κατηγορούμενος οδηγούσε το αυτοκίνητο του με σχετικά χαμηλή ταχύτητα και σε κάθε περίπτωση εντός του καθορισμένου ορίου. Ο Κατηγορούμενος όπως βεβαίως και η αποβιώσασα είχε ορατότητα και στις δύο κατευθύνσεις πέραν των 100μέτρων. Ο Κατηγορούμενος αντιλήφθηκε την πεζή να βρίσκεται στην άσφαλτο εντός της αντίθετης λωρίδας κυκλοφορίας και να έχει εκδηλώσει την πρόθεση της να διασταυρώσει απέναντι και άρα να διασχίσει και τη δική του λωρίδα. Δεν θεώρησε τη δεδομένη στιγμή αναγκαίο να πράξει οτιδήποτε παρά συνέχισε την πορεία του με την ίδια ταχύτητα που είχε περί τα 35 με 40 Χιλιόμετρα ανά ώρα. Το ίδιο συνέχιζε να πράττει και όταν οι δύο πεζές ξεκίνησαν να διασταυρώνουν το δρόμο και όταν ακόμα ευρίσκονταν στο μέσο αυτού και αφού είδε μάλιστα ότι η αποβιώσασα κοίταζε δεξιά σύμφωνα με την δική της πορεία και όχι προς την μεριά του ιδίου. Η εκτίμηση του ήταν ότι επειδή δεν υπήρχε διάβαση πεζών θα του έδιδαν προτεραιότητα να περάσει [...]

        Η παρουσία ενήλικου πεζού στο κράσπεδο του δρόμου δεν υποδηλώνει αφ' εαυτής την ύπαρξη κινδύνου, για τον οποίο πρέπει να ληφθούν προφυλακτικά μέτρα. Κίνδυνος μπορεί να προκύψει αφότου ο πεζός αποπειράται να διασταυρώσει το δρόμο (βλ. Murrel v. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 217). Στην προκειμένη περίπτωση ο κίνδυνος θεωρώ είχε προκύψει. Ήταν ορατός στον οδηγό αφού είδε τις πεζές να στέκονται σε ασφαλτοστρωμένο σημείο του δρόμου εντός της αντίθετης με την πορεία του λωρίδας του δρόμου και ας σημειωθεί σε ένα επικίνδυνο σημείο του δρόμου, σε σημείο «αλτ» με στραμμένη την πλάτη τους σε οχήματα που δυνατόν να έρχονταν από πίσω τους. Είδε αυτές να ξεκινούν να διασταυρώνουν να φτάνουν στο μέσο του δρόμου, να κοντοστέκονται, να κοιτά η αποβιώσασα στην δεξιά πλευρά της σύμφωνα με την πορεία της και όχι στην πλευρά από την οποία ο ίδιος κινείτο. Παρά ταύτα σε όλο αυτό το διάστημα έκρινε ότι θα σταματούσαν οι πεζές και θα του έδιδαν προτεραιότητα για να περάσει αυτός και συνέχισε να κινείται με την ίδια ταχύτητα.

        Κάτω από τις ιδιαίτερες περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, θεωρώ ότι υπήρχαν τα ερεθίσματα εκείνα που θα μπορούσαν εύλογα να δημιουργήσουν στον Κατηγορούμενο την αίσθηση κινδύνου από ενδεχόμενη απότομη είσοδο δύο ανθρώπων στο δρόμο. Το σφάλμα του Κατηγορουμένου να λάβει (προφανώς εννοείται «να μην λάβει) αμέσως μέτρα για να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο που προέκυψε εντάσσεται στον ορισμό της επικίνδυνης οδήγησης. Ουδόλως βεβαίως διαλανθάνει την αντίληψη μου ότι στην δημιουργία της επικίνδυνης κατάστασης συνέβαλε εμφανώς και το θύμα. Το σφάλμα εμπεριέχει πτώση από το επίπεδο της φροντίδας και δεξιότητας ικανού και έμπειρου οδηγού σε σχέση με τον τρόπο της οδήγησης και τις σχετικές περιστάσεις της υπόθεσης. Αν και το σφάλμα μπορεί να είναι ελαφρό, ακόμα και στιγμιαίο ολίσθημα, όσο και αν κανονικά δεν θα προκαλείτο κίνδυνος από αυτό, είναι αρκετό.

        Στην προκειμένη περίπτωση, αν ο Κατηγορούμενος δεν υπόπιπτε (sic) στο σφάλμα του, θα ήταν σε θέση να λάβει αποτρεπτικά μέτρα, να μειώσει την ταχύτητα του ουσιαστικότερα και να αποφύγει την σύγκρουση με την πεζή ή να δώσει την ευκαιρία στην πεζή να διανύσει την λωρίδα του».

 

Λόγος Έφεσης αρ. 1

 

        Με τον πρώτο λόγο έφεσης υποστηρίζεται πως εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απεδέχθη τη θέση του Εφεσείοντος ότι η πεζή «κινήθηκε με πολύ γρήγορο ρυθμό». Επρόκειτο για θέση την οποία προέβαλε ο Εφεσείων μόνο στην ανωμοτί δήλωσή του. Η πρωτόδικη Δικαστής είχε διαπιστώσει ότι στη γραπτή κατάθεσή του ο Εφεσείων είχε αναφέρει κάτι διαφορετικό. Η αντίφαση προέκυπτε από το ότι στην κατάθεσή του είχε αναφέρει απλώς ότι οι πεζές «προχωρούσαν προς το μέσο του δρόμου και κοντοστάθηκαν στη μέση του δρόμου». Χωρίς δηλαδή οποιαδήποτε αναφορά σε κίνηση με «πολύ γρήγορο ρυθμό». Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι: «…το σημείο αυτό προστέθηκε ακριβώς για να καταδειχθεί βίαιη είσοδος της πεζής στην πορεία του, μη δυνάμενης να προβλεφθεί και συνεπώς μη ύπαρξης δυνατότητας του ιδίου να αντιδράσει».

 

        Στην αιτιολογία του πρώτου λόγου προβάλλεται ότι ήταν εσφαλμένη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου για το εν λόγω ζήτημα διότι η κατάθεση στην Αστυνομία δεν περιείχε περιγραφή της ταχύτητας με την οποία προσπάθησε η πεζή να διασταυρώσει τον δρόμο ούτε και οποιαδήποτε αντίθετη θέση εν σχέσει με τον ισχυρισμό που προέβαλε στην ανωμοτί δήλωσή του. Όμως αυτό ακριβώς ήταν το ζήτημα, το οποίο ορθώς είχε εντοπίσει η πρωτόδικη Δικαστής, (αν και χωρίς κάποια αναφορά στις αρχές αξιολόγησης κατάθεσης κατηγορουμένου). Υπενθυμίζουμε τη βασική υπόθεση Κωνσταντίνου v. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 109 στην οποία υπεδείχθη ότι δύναται να αποδοθεί μεγαλύτερη βαρύτητα σε κάποιο τμήμα της κατάθεσης το οποίο ισοδυναμεί με παραδοχή στο αδίκημα ή το οποίο περιέχει δηλώσεις εναντίον των συμφερόντων του κατηγορουμένου. Το ζήτημα γενικά εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, το οποίο δίδει σχετική αιτιολογία για την πιθανή διαφορετική βαρύτητα (βλ. και Γενικός Εισαγγελέας v. Παπανικόλα, Ποιν. Έφ.  214/2021, ημερ. 20.12.23, Χαραλάμπους v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 153/23, ημερ. 29.2.24, Πισσαρίδης v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 67/2023 κ.ά., ημερ. 29.5.25).

 

        Στην παρούσα περίπτωση ο Εφεσείων είχε δώσει την κατάθεσή του λίγες ώρες μετά το δυστύχημα. Ενόσω δηλαδή τα γεγονότα ήταν πιο έντονα στη μνήμη του. Σε μια τέτοια κατάθεση όχι μόνον δεν είχε αναφέρει οτιδήποτε για τον ρυθμό ή την ταχύτητα διασταύρωσης των πεζών αλλά ήταν σαφής ότι «κοντοστάθηκαν στη μέση του δρόμου». Δήλωση η οποία ήταν εναντίον των συμφερόντων του Εφεσείοντος και για αυτό ασφαλώς δικαιολογείτο το πρωτόδικο Δικαστήριο να τής αποδώσει μεγάλη βαρύτητα. Σίγουρα επίσης ήταν εύλογη η απόδοση πρωτοδίκως μεγαλύτερης βαρύτητας στη δήλωση που έγινε στην κατάθεση εν συγκρίσει με την ανωμοτί δήλωση, η οποία έγινε στη δίκη, τριάμισι έτη μετά την κατάθεση και η οποία ανωμοτί δήλωση είχε μόνο πειστική αξία παρά αποδεικτική.

 

        Απόρροια τούτου είναι το ότι μια ανωμοτί δήλωση δεν μπορεί να αποδείξει γεγονότα τα οποία δεν είναι με άλλο τρόπο αποδεδειγμένα, με μαρτυρία η οποία ευρίσκεται ενώπιον του Δικαστηρίου (R. v. Coughlan [1976] 64 Cr. App. R. 11). Δύναται όμως να οδηγήσει το Δικαστήριο στο να δει με άλλη οπτική τα αποδεδειγμένα γεγονότα και τα συμπεράσματα τα οποία πρέπει να εξαχθούν από αυτά. Αυτό σε αντίθεση με το τι ισχύει για την κατάθεση κατηγορουμένου, η οποία και κατατίθεται στη δίκη για την αξιολόγηση της αλήθειας του περιεχομένου της («Το Δίκαιο της Απόδειξης», Τ. Ηλιάδης & Ν.Γ. Σάντης, σ. 12).

 

        Στην παρούσα εξάλλου ήταν προφανές ότι, με την προσθήκη αυτή στην εκδοχή του, ο Εφεσείων επιχειρούσε πλέον να καταδείξει ότι υπήρξε απότομη είσοδος στη δική του λωρίδα κυκλοφορίας, ήτοι προωθούσε ένα στοιχείο το οποίο θα χρησιμοποιούσε προβάλλοντας ότι δεν ευθύνετο για το δυστύχημα (βλ. Α.Δ. v. Δημοκρατίας (2016) 2(Α) Α.Α.Δ. 544, «Το Δίκαιο της Απόδειξης», (ανωτέρω), σ. 10επ.). Δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα στον πρωτόδικο χειρισμό του θέματος.

 

        Ο πρώτος λόγος έφεσης υπόκειται σε απόρριψη.

 

Λόγοι Έφεσης αρ. 2, 3

 

        Οι επόμενοι δύο λόγοι έφεσης αφορούν νομικά ζητήματα τα οποία άπτονται της εφαρμογής του Άρθρου 210 Π.Κ.. Υπό αυτή την έννοια κρίνεται ορθότερη η συνεξέτασή τους. Συγκεκριμένα με τον δεύτερο λόγο έφεσης υποστηρίζεται πως είναι εσφαλμένη η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσείων οδήγησε επικίνδυνα επειδή παρέλειψε να μειώσει την ταχύτητά του όταν είδε την πεζή να διασταυρώνει την αντίθετη λωρίδα. Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται πως είναι εσφαλμένη η πρωτόδικη διαπίστωση ότι ο κίνδυνος εκδηλώθηκε όταν η πεζή ξεκίνησε να διασταυρώνει την αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας.

 

        Είχαμε την ευκαιρία να ενδιατρίψουμε στα συστατικά στοιχεία του Άρθρου 210 Π.Κ. στην Πισσαρίδης v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 67/2023 κ.ά., ημερ. 29.5.25. Επισημάναμε εκεί με παραπομπή στην Gavalas v. Police (1985) 2 C.L.R. 114, ότι οι διάφορες διαζευκτικώς τιθέμενες πράξεις ή συμπεριφορές, με τις οποίες διαπράττεται το αδίκημα, ελέγχονται στη βάση αντικειμενικού κριτηρίου και συνιστούν στην πραγματικότητα αμελείς συμπεριφορές υπό τη μορφή σφάλματος. Το ότι εφαρμόζεται το αντικειμενικό κριτήριο προκύπτει και από την κλασσική στο θέμα R. v. Lawrence [1981] 1 All E.R. 974 (“...the standard of the ordinary prudent motorist...”), καθώς και από την R. v. Gosney [1971] 55 Cr. App. R. 502, κατά την επεξήγηση της «επικίνδυνης πράξης» (Fault involves a failure; a falling below the care or skill of a competent and experienced driver...”).

 

        Ειδικότερα, ως προς την έννοια του όρου «επικίνδυνη» πρέπει να λεχθεί πως είναι η συμπεριφορά η οποία δημιουργεί κίνδυνο για τη ζωή άλλου προσώπου αλλά παράλληλα πρέπει να τονιστεί ξανά αυτό που εξηγήθηκε στη Σάββα v. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 115, ήτοι ότι: «...η απόδειξη μιας επικίνδυνης κατάστασης δεν αρκεί. Χρειάζεται και απόδειξη πως την προκάλεσε κάποιο σφάλμα, όπως και στην περίπτωση της οδήγησης χωρίς τη δέουσα επιμέλεια και φροντίδα και είναι από αυτή την άποψη, όπως εξηγείται, που δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ εκείνου του αδικήματος και της επικίνδυνης οδήγησης». Ως προς δε την έννοια του σφάλματος που αρκεί για τη στοιχειοθέτηση της επικίνδυνης οδήγησης, στην ίδια υπόθεση παρατέθηκαν από την υπόθεση Gosney (ανωτέρω) τα εξής: «Σφάλμα εμπεριέχει αποτυχία· πτώση από το επίπεδο της φροντίδας και δεξιότητας ικανού και έμπειρου οδηγού σε σχέση με τον τρόπο της οδήγησης και τις σχετικές περιστάσεις της υπόθεσης. Σφάλμα με αυτή την έννοια, αν και μπορεί να είναι ελαφρό, ακόμα και στιγμιαίο ολίσθημα, όσο και αν κανονικά δεν θα προκαλείτο κίνδυνος από αυτό, είναι αρκετό. Το σφάλμα δεν είναι απαραίτητο να αποτελεί τη μόνη αιτία της επικίνδυνης κατάστασης. Είναι αρκετό αν, βλέποντάς το λογικά, αποτελεί μια αιτία».

 

        Στην υπόθεση Πέτρου v. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 233 επίσης τονίστηκε πως για την επικίνδυνη οδήγηση απαιτείται τουλάχιστον απόδειξη κάποιας παράλειψης ή λάθους (fault). Η αποτυχία οδηγού να δει την πεζή η οποία ήταν ορατή από αρκετή απόσταση ενόσω εκείνη διασταύρωνε τον δρόμο, κρίθηκε ως επικίνδυνη πράξη ή συμπεριφορά που στοιχειοθετούσε το αδίκημα του Άρθρου 210 Π.Κ.. Παρομοίως κρίθηκε και στην ίδια την υπόθεση Σάββα (ανωτέρω), στην οποία ο κατηγορούμενος είχε οδηγήσει το αυτοκίνητό του σαφώς επικίνδυνα εκεί που στεκόταν ο αποβιώσας, παρότι ο δρόμος στα δεξιά ήταν ελεύθερος και ενώ ώφειλε να τον είχε δει από αρκετά μεγάλη απόσταση. Η αποτυχία του να τον δει συνιστούσε σφάλμα του.

 

        Όσον αφορά την απαιτούμενη mens rea θα πρέπει κατ' αρχάς να λεχθεί ότι το ίδιο το Άρθρο 210 Π.Κ. ορίζει ότι η «αμέλεια» αυτή δεν πρέπει να είναι «υπαίτια» (culpable negligence). Αυτό εξηγείται και στη Μαυρομμάτης v. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 69, στην οποία με αναφορά σε παλαιότερη νομολογία, εξηγείται ότι η «ποινική» αμέλεια του Άρθρου 210 είναι μικρότερου βαθμού από την υπαίτια αμέλεια του Άρθρου 205 (ανθρωποκτονία) αλλά μεγαλύτερου βαθμού από την αμέλεια που απαιτείται για την οδήγηση χωρίς τη δέουσα προσοχή και φροντίδα, η οποία ευρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την «αστική» αμέλεια (civil law negligence). Όπως συναφώς εξηγείται στις υποθέσεις Ιωάννου v. Δημοκρατίας (2015) 2(Α) Α.Α.Δ. 256 και Λοϊζίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας κ.ά. (2014) 2(Β) Α.Α.Δ. 965 για το Άρθρο 205 απαιτείται η ενσυνείδητη ή υποκειμενική αμέλεια (recklessness) της υπόθεσης Cunningham [1957] 2 All E.R. 412 (“the accused has foreseen that the particular kind of harm might be done and yet has gone on to take the risk of it), ενώ για το Άρθρο 210 Π.Κ. αρκεί ο κατηγορούμενος να έχει αντιληφθεί τον κίνδυνο ως μια δυνατότητα (possibility), χωρίς να απαιτείται επίγνωση και ενσυνείδητη ανάληψη συγκεκριμένου κινδύνου.

 

        Η ουσία του πράγματος είναι πως, ως είχαμε την ευκαιρία να επιβεβαιώσουμε στην υπόθεση Χριστοφή v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 50/24, ημερ. 2.8.24 για τη στοιχειοθέτηση της αναγκαίας mens rea του Άρθρου 210 Π.Κ. αρκεί “reckless συμπεριφορά υπό την έννοια που έχει αναλυθεί στην υπόθεση R. v. Lawrence (ανωτέρω), σύμφωνα με την οποία απαιτείται να ικανοποιηθεί το Δικαστήριο:

 

        (α)   Πρώτον, ότι ο κατηγορούμενος πράγματι οδηγούσε το όχημα κατά τρόπον που δημιουργούσε εμφανή και σοβαρό κίνδυνο πρόκλησης σωματικής βλάβης σε άλλο πρόσωπο που θα τύγχαινε να χρησιμοποιούσε τον δρόμο και

 

        (β)   Δεύτερον, ότι ο κατηγορούμενος οδηγώντας κατ' αυτό τον τρόπο δεν είχε αναλογιστεί την πιθανότητα (possibility) ύπαρξης τέτοιου κινδύνου ή έχοντας αναλογιστεί πως υπήρχε κάποιος κίνδυνος εντούτοις συνέχισε αναλαμβάνοντας τον.

 

        Το Δικαστήριο είναι που αποφασίζει κατά πόσον ο κίνδυνος αυτός ήταν εμφανής και σοβαρός και κατά την απόφαση του αυτή χρησιμοποιεί το επίπεδο του μέσου συνετού οδηγού. Αν εξαχθεί τέτοιο συμπέρασμα το Δικαστήριο δικαιούται να συμπεράνει ότι υπήρχε είτε η μια είτε η άλλη από τις νοητικές καταστάσεις που απαιτούνται, αφού εξεταστεί όμως και οποιαδήποτε πιθανή εξήγηση του κατηγορούμενου η οποία δυνατόν να αναιρέσει το συμπέρασμα.

 

        Ξεκινώντας από τον τρίτο λόγο έφεσης θα πρέπει να πούμε ότι δεν συμφωνούμε με την προβαλλόμενη θέση. Η πρωτόδικη Δικαστής δεν έπραξε τίποτε περισσότερο από το να εφαρμόσει τη νομολογία και δη τα λεχθέντα στην Murrel v. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 217 στην οποία τονίστηκε ότι:

 

        «Είναι θεμελιωμένο ότι το καθήκον για τη λήψη εξαιρετικά αποτρεπτικών μέτρων γεννάται αφού εκδηλωθεί κίνδυνος στο δρόμο για την αποφυγή του οποίου ο συνετός οδηγός πρέπει να δράσει. Η παρουσία ενήλικου πεζού στο κράσπεδο του δρόμου δεν υποδηλώνει αφεαυτής την ύπαρξη κινδύνου έναντι του οποίου πρέπει να ληφθούν προφυλακτικά μέτρα. Κίνδυνος μπορεί να προκύψει, όπως προέκυψε και σ' αυτή την υπόθεση, αφότου ο πεζός αποπειράται να διασταυρώσει το δρόμο».

(Έμφαση δοθείσα)

 

        Αναφορά στην πιο πάνω υπόθεση εντοπίζεται και σε μεταγενέστερη νομολογία, όπως στις υποθέσεις Μακρυγιάννης v. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 41, Σιλβέστρου v. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 151, Ιωάννου v. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 113 και στην Κωνσταντίνου v. Αστυνομίας Ποιν. Έφ. 221/2018, ημερ. 26.3.19, ECLI:CY:AD:2019:B107, στην οποία είχαν λεχθεί τα εξής:

 

        «Με αυτά τα δεδομένα δεν πρόκειται για περίπτωση απότομης εισόδου πεζού στο δρόμο όπου δεν παρέχεται η δυνατότητα αντίδρασης και αποφυγής του δυστυχήματος. Ο εφεσείων οδηγούσε με πολύ χαμηλή ταχύτητα και, σε περίπτωση που έβλεπε την πεζή, έστω την ώρα που επιχείρησε να εισέλθει στο δρόμο, θα μπορούσε να λάβει αποτρεπτικά μέτρα και να αποφύγει την επαφή μαζί της. Συμφωνούμε με την κα Ερωτοκρίτου ότι ο εφεσείων, σύμφωνα με τη νομολογία, δεν είχε καθήκον για λήψη αποτρεπτικών μέτρων προτού εκδηλωθεί κίνδυνος στο δρόμο και ότι η παρουσία ενήλικου πεζού στο κράσπεδο του δρόμου δεν υποδηλοί αφ' εαυτής την ύπαρξη κινδύνου, για τον οποίο πρέπει να ληφθούν προφυλακτικά μέτρα. Κίνδυνος μπορεί να προκύψει αφότου ο πεζός αποπειράται να διασταυρώσει το δρόμο (βλ. Murrel v. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 217), αρχήν την οποία αναγνώρισε και εφάρμοσε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Το γεγονός ότι θεώρησε ότι η απόπειρα να διασταυρώσει το δρόμο ξεκίνησε από το σημείο όπου η πεζή, βρισκόμενη στην άκρη του δρόμου, ξεκίνησε να κοιτάζει δεξιά και αριστερά δεν είναι λανθασμένη».

 

        Ας σημειωθεί πως, σε αντίθεση με την παρούσα, και οι τέσσερεις προαναφερθείσες υποθέσεις αφορούσαν περιπτώσεις στις οποίες ο κατηγορούμενος οδηγός δεν είχε αντιληφθεί τον πεζό πριν τη σύγκρουση. Αυτό βέβαια δεν διαφοροποιεί τη βασική αρχή, όπως είχε τεθεί στη Murrel (ανωτέρω). Στην παρούσα ο Εφεσείων είδε τις δύο γυναίκες να στέκονται στο σημείο του αλτ και (όπως παραδέχθηκε) είχε αντιληφθεί από εκείνη τη στιγμή ότι είχαν πρόθεση να διασταυρώσουν τον δρόμο. Σημασία βέβαια είχε το ότι άρχισαν να υλοποιούν την πρόθεσή τους, αφού (ως επίσης παραδέχθηκε ο Εφεσείων) «προχωρούσαν προς το μέσο του δρόμου». Δεν υπάρχει λοιπόν οποιαδήποτε αμφιβολία, στη βάση των νομολογιακών αρχών, ότι ο κίνδυνος όντως δημιουργήθηκε από την είσοδο των πεζών στον δρόμο και από τη συνεπακόλουθη απόπειρα διασταύρωσής του. Δεν εντοπίζουμε σφάλμα στη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο κίνδυνος είχε προκύψει από την είσοδο των πεζών στον δρόμο.

 

        Μεταξύ των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν και το ότι η επίδικη λεωφόρος είναι δρόμος ευθύς, επίπεδος, διπλής κατεύθυνσης με μια λωρίδα κυκλοφορίας σε κάθε κατεύθυνση. Το πλάτος της κάθε λωρίδας ήταν 3,40 μέτρα και οι δύο κατευθύνσεις διαχωρίζοντο με άσπρη γραμμή. Στην αριστερή πλευρά, ως η πορεία του Εφεσείοντος, υπήρχε πεζοδρόμιο πλάτους τριών μέτρων, επί του οποίου κατά τον επίδικο χρόνο διακινούντο πεζοί. Παρομοίως και στη δεξιά πλευρά υπήρχε πεζοδρόμιο πλάτους τριών μέτρων, πίσω από ανθώνες και φυτά τα οποία δεν επηρέαζαν την ορατότητά του (Τεκμήριο 7, φωτογραφίες 12, 13). Πρόκειται για δρόμο σε πολυσύχναστη τουριστική περιοχή, με όριο ταχύτητας τα 50χ.α.ω. Η ορατότητα ως η πορεία του Εφεσείοντος προς το σημείο σύγκρουσης ήταν πέραν των 100μ. (145 μέτρα).

 

        Αποτελούσε επίσης εύρημα πως όταν ο Εφεσείων πρωτοείδε τις δύο πεζές τουρίστριες, αυτές ευρίσκοντο στη γωνία της διασταύρωσης (αλτ) και δη σε απόσταση 3,60 μέτρα από το σημείο σύγκρουσης. Βλέποντας τις σε αυτό το σημείο είχε αντιληφθεί εξαρχής την πρόθεσή τους να διασταυρώσουν τη λεωφόρο, την οποία πρόθεση και έθεσαν σε εφαρμογή, εισερχόμενες στον δρόμο. Το ουσιώδες εύρημα, ήταν ότι παρότι είδε την είσοδό τους στον δρόμο εντούτοις, ο Εφεσείων εκτίμησε πως θα περίμεναν να περάσει ο ίδιος με το ταξί του και μετά θα διασταύρωναν. Εξ ου και συνέχιζε να οδηγεί με την ίδια ταχύτητα, χωρίς να πράξει οτιδήποτε άλλο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε αφενός πως το σφάλμα του Εφεσείοντος έγκειτο στο ότι δεν έλαβε αμέσως αποτρεπτικά μέτρα για να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο που προέκυψε και αφετέρου πως αυτή η παράλειψη εντάσσεται στον ορισμό της επικίνδυνης οδήγησης.

 

        Ακριβώς επί του τελευταίου αυτού σημείου εγείρεται ο δεύτερος λόγος έφεσης. Υποστηρίζεται ότι η διαπίστωση πως ο Εφεσείων οδήγησε επικίνδυνα επί τω ότι παρέλειψε να μειώσει την ταχύτητά του, όταν είδε την ενήλικη πεζή να διασταυρώνει, είναι αποτέλεσμα εσφαλμένης εφαρμογής του Άρθρου 210 Π.Κ. και της σχετικής νομολογίας. Προσθέτει ο Εφεσείων ότι εφαρμόζοντας λανθασμένα τη νομολογία η πρωτόδικη Δικαστής είχε καταλήξει στη διαπίστωση ότι η κίνηση της πεζής να διασταυρώσει αποτελούσε επικίνδυνη κατάσταση και ότι υπήρχε σφάλμα του Εφεσείοντος το οποίο προκάλεσε την επικίνδυνη αυτή κατάσταση.

 

        Δεν συμφωνούμε με τις πιο πάνω εισηγήσεις. Έχουμε ήδη εξηγήσει πιο πριν ότι ο κίνδυνος είχε δημιουργηθεί από την είσοδο των πεζών στον δρόμο. Από τη στιγμή αυτή ο Εφεσείων «είχε αυξημένο καθήκον να οδηγεί με ταχύτητα που θα του επέτρεπε να αντιδράσει σε λογικά προβλεπτούς κινδύνους» και ειδικότερα «έπρεπε να λάβει ιδιαίτερες προφυλάξεις» και δη να «οδηγεί με χαμηλότερη ταχύτητα και να τηρεί τη δέουσα παρατηρητικότητα» [Σιλβέστρου, (ανωτέρω)].

 

        Κατ' ακρίβειαν η όλη συμπεριφορά του Εφεσείοντος αναλύεται σε τρεις εσφαλμένες εκτιμήσεις και σε μια παράλειψη, η οποία αποτελεί και το σφάλμα του. Αρχικά εκτίμησε ότι δεν θα επιχειρούσαν διασταύρωση από το σημείο και διαψεύστηκε εντός ολίγου. Κατά δεύτερον εκτίμησε ότι οι πεζές θα ανέμεναν στο μέσον του δρόμου, δίδοντας προτεραιότητα στον ίδιο, θέμα για το οποίο επίσης διαψεύστηκε. Τρίτον, καθ' όλο το διάστημα από τη στιγμή που πρωτοείδε τις πεζές μέχρι και την τελευταία στιγμή, που ήταν πλέον αργά, εκτίμησε, ως ανέφερε επί λέξει στην ανωμοτί δήλωσή του, ότι «[Δ]εν υπήρχε λόγος να μειώσω την ταχύτητα μου στο σημείο εκείνο καθώς ήταν ήδη χαμηλή και μου επέτρεπε να πατήσω φρένο και να τις αποφύγω εάν παρουσιαζόταν η ανάγκη», θέμα για το οποίο επίσης διαψεύστηκε, με τραγικές συνέπειες.

 

        Η παράλειψη, η οποία συνιστά και το σφάλμα του Εφεσείοντος είναι το ότι δεν εκτέλεσε το καθήκον του να λάβει αποτρεπτικά ή μέτρα προφύλαξης από την πρώτη στιγμή που οι δύο πεζές άρχισαν να διασταυρώνουν την αντίθετη λωρίδα. Αυτή η παράλειψη συνεχίστηκε ακόμα και όταν έφτασαν στο μέσον του δρόμου. Το ότι κοντοστάθηκαν στο σημείο εκείνο δεν είχε σημασία. Ιδιαίτερα επειδή είχε αντιληφθεί την αποβιώσασα να ελέγχει την τροχαία κίνηση μόνο από την αντίθετη με τη δική του πορεία, ενέργεια η οποία θα έπρεπε να είχε αυξήσει την εγρήγορση του Εφεσείοντος και να μειώσει έστω εκείνη τη στιγμή την ταχύτητα του. Ούτε βέβαια ήταν λογικό να υπερτερεί εκείνη τη στιγμή η προβληθείσα ανησυχία του για τουρίστες οι οποίοι διακινούντο στο αριστερό πεζοδρόμιο εν συγκρίσει με την έγνοια και προσοχή που θα έπρεπε να επιδείξει για τις δύο πεζές οι οποίες προερχόμενες από τα δεξιά του, ευρίσκοντο πλέον στο μέσον του δρόμου. Κρίνουμε πως ισχύει και για την παρούσα το λεχθέν στη Σιλβέστρου (ανωτέρω), ότι η δυνατότητα εμφάνισης κινδύνου ήταν εύλογα εμφανής και ότι ο Εφεσείων «...έπρεπε να λάβει ιδιαίτερες προφυλάξεις. Να οδηγεί με χαμηλότερη ταχύτητα και να τηρεί τη δέουσα παρατηρητικότητα».

 

        Δεν υπάρχει οποιαδήποτε αμφιβολία πως η παράλειψη του να λάβει αποτρεπτικά μέτρα, αποτελεί πτώση από το επίπεδο οδήγησης ενός μέσου και συνετού οδηγού και πως πληρούται το προαναφερθέν αντικειμενικό κριτήριο. Είναι θέμα κοινής λογικής ότι οποιοσδήποτε μέσος συνετός και επιμελής οδηγός θα φρόντιζε να έχει την προσοχή στις δύο πεζές οι οποίες ευρίσκοντο στον δρόμο. Κυρίως θα φρόντιζε, προσεγγίζοντας τις, να έχει μειώσει την ταχύτητά του, ούτως ώστε να δύναται να ακινητοποιήσει το όχημά του, οποτεδήποτε και αν τυχόν εκδηλώνετο κίνδυνος επαφής ή κτυπήματος στις πεζές. Πράγμα το οποίο παρέλειψε να πράξει ο Εφεσείων, όπως επιβεβαιώνεται και από το ότι, όταν χρειάστηκε, δεν μπόρεσε να αποφύγει τη σύγκρουση, παρά τη χρήση φρένου και τον ελαφρύ ελιγμό προς τα αριστερά.

 

        Σε σχέση με το κατά πόσον η οδήγηση ήταν επικίνδυνη κρίνουμε χρήσιμο από την Κωνσταντίνου (ανωτέρω), η οποία αφορούσε επίσης θανατηφόρο δυστύχημα, το ακόλουθο απόσπασμα:

 

        «Με βάση τα περιστατικά της υπόθεσης, η παράλειψη του εφεσείοντα να εντοπίσει τους πεζούς στο δρόμο και να λάβει μέτρα έτσι ώστε να αποφευχθεί η επαφή του θύματος με το αυτοκίνητο του, αποτελούσε μίαν επικίνδυνη κατάσταση, όπως ορθά κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, έστω και εάν συνέβαλε και το θύμα σε αυτή την κατάσταση».

 

        Η πιο πάνω διαπίστωση ισχύει a fortiori στην κρινόμενη περίπτωση. Αυτό υπό την έννοια ότι ο Εφεσείων είδε τις δύο πεζές πολύ έγκαιρα, ήτοι από την είσοδό τους στον δρόμο, πλην όμως παρέλειψε να λάβει οποιαδήποτε μέτρα προφύλαξης. Στην πραγματικότητα υπήρχε κίνδυνος για τον οποίο ο Εφεσείων αδιαφόρησε με την ελπίδα ότι τίποτε δεν θα συνέβαινε (βλ. Νεοφύτου v. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 120). Ο κίνδυνος ήταν το να εισέρχοντο στη λωρίδα του οι πεζές ή κάποια από αυτές σε στιγμή που ο ίδιος, είτε λόγω αργοπορημένης αντίληψης είτε λόγω ψηλής υπό τις περιστάσεις ταχύτητας, δεν θα προλάβαινε να αντιδράσει αποτελεσματικά (όπως και έγινε). Εξ ου και ήταν επικίνδυνη η οδήγησή του από τη στιγμή που είδε τις δύο πεζές στον δρόμο και δεν έλαβε αποτρεπτικά μέτρα. Την πιθανότητα αυτή, ήτοι το να μην καταφέρει να αντιδράσει έγκαιρα και αποτελεσματικά, είτε δεν την είχε αναλογιστεί είτε την αγνόησε, αδιαφορώντας για το ενδεχόμενο επέλευσης ενός τέτοιου κινδύνου και του αποτελέσματός του. Εδώ ακριβώς εντοπίζεται η ευθύνη του Εφεσείοντος, η οποία πληροί και την αναγκαία mens rea του Άρθρου 210 Π.Κ..

 

        Οι λόγοι έφεσης 2 και 3 υπόκεινται σε απόρριψη.

 

Λόγος Έφεσης αρ. 4

 

        Με τον τέταρτο λόγο έφεσης ο Εφεσείων υποστηρίζει πως το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε ότι είχε αποδειχθεί η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της επικίνδυνης πράξης του και του θανάτου του θύματος. Στην επιχειρηματολογία προβάλλει: (α) Ότι δεν υπήρχε μαρτυρία η οποία να συνδέει την παράλειψή του με τον θάνατο του θύματος, (β) Ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε λανθασμένα ευρήματα αναφορικά με το πότε εκδηλώθηκε ο κίνδυνος στον δρόμο, (γ) Ότι δεν ήταν ορθό υπό τις περιστάσεις το συμπέρασμα πως δεν επρόκειτο για περίπτωση απότομης εισόδου της πεζής στον δρόμο, (δ) Ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε την απουσία μαρτυρίας εν σχέσει με την πορεία της πεζής, το σημείο εισόδου της στη λωρίδα κυκλοφορίας του Εφεσείοντος, τον τρόπο και την ταχύτητα με την οποία η πεζή επιχείρησε να διασταυρώσει τον δρόμο, την απόσταση στην οποία ευρίσκετο ο Εφεσείων όταν η πεζή εισήλθε στη δική του λωρίδα κυκλοφορίας και το σημείο του οχήματος στο οποίο επέπεσε η πεζή και (ε) Ότι η διαπίστωση πως από το σχεδιάγραμμα δύνανται να εξαχθούν λογικά συμπεράσματα δεν είναι υπό τις περιστάσεις ορθή και παραγνωρίζει τη μαρτυρία που ήταν αναγκαία για να αποδειχθεί αιτιώδης συνάφεια.

 

        Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Αντωνίου (2014) 2(Β) Α.Α.Δ. 915 είχε λεχθεί πως είναι αρκετό η ενέργεια ή η πράξη ή η παράλειψη του κατηγορουμένου να είναι μια από τις αιτίες θανάτου προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η νομική αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης και του αποτελέσματος, καθώς και ότι η νομική αυτή αρχή έχει κωδικοποιηθεί στο Άρθρο 211 Π.Κ.. Είχαμε ασχοληθεί πιο εξειδικευμένα με το θέμα πρόσφατα στην απόφασή μας στην Πισσαρίδης (ανωτέρω), παραθέτοντας και άλλη σχετική νομολογία. Μεταξύ άλλων είχαμε παραθέσει απόσπασμα από τη Voicu v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 78/2016, ημερ. 10.9.18, ECLI:CY:AD:2018:B389, στην οποία τονίστηκε ότι:

 

        «Από τη νομολογία σαφώς προκύπτει, ως αναγκαίος όρος για τη διάγνωση ενοχής, η διασύνδεση της παράνομης πράξης ή παράλειψης του κατηγορούμενου με το επιζήμιο γεγονός. Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει όταν η πράξη ή παράλειψη ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και κοινής λογικής, ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Ιδιαίτερο πρόβλημα ανακύπτει σε περίπτωση, όπως στην υπό κρίση, όπου υπεισέρχεται πέραν της μιας αιτίας και σε ποια από αυτές θα πρέπει να αποδοθεί ο θάνατος.

        Σε πρώτο στάδιο θα πρέπει να στοιχειοθετηθεί ότι αν δεν λάμβανε χώρα η συμπεριφορά του κατηγορούμενου ο θάνατος δεν θα επερχόταν («but for test»): Η συμπεριφορά του κατηγορούμενου θα πρέπει να συνιστά μια conditio sine qua non, αναγκαίο και απαραίτητο όρο της παραγωγής του αποτελέσματος (factual causation) (R. v. White (1910) 2 Q.B. 124).

        Θα πρέπει όμως στη συνέχεια να εξεταστεί αν η πράξη του κατηγορούμενου αποτελεί ενεργό και ουσιαστική αιτία του θανάτου (operative and substantial cause of death) (R. v. Smith (1959) 2 Q.B. 35, Rossides (ανωτέρω)), χωρίς όμως να απαιτείται ‑ η πράξη ‑ να είναι η μόνη ή η κύρια αιτία (the sole or the main cause of death)...».

 

        Καταλήξαμε δε, με το ακόλουθο απόσπασμα από την αγγλική υπόθεση R. v. L (2010) EWCA Crim. 1249, η οποία αφορούσε επίσης θανατηφόρο δυστύχημα και στην οποία οι σχετικές αρχές είχαν συνοψιστεί ως εξής:

 

        Those authorities establish or recognise these principles: first, the defendant's driving must have played a part not simply in creating the occasion for the fatal accident, i.e. causation in the "but for" sense, but in bringing it about; secondly, no particular degree of contribution is required beyond a negligible one; thirdly, there may be cases in which the judge should rule that the driving is too remote from the later event to have been the cause of it, and should accordingly withdraw the case from the jury...”.

 

        Σε σχέση με την κρινόμενη εδώ απόφαση εν πρώτοις θα πρέπει να σημειωθεί ότι εισαγωγικά το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε πως από τα παραδεκτά γεγονότα και τα μη αμφισβητούμενα γεγονότα προέκυπτε (μεταξύ άλλων) ότι «[Α]ποτέλεσμα του δυστυχήματος ήταν ο θανάσιμος τραυματισμός» της πεζής. Την απουσία ζωτικών σημείων διαπίστωσε πέντε λεπτά μετά από το δυστύχημα η νοσηλεύτρια του ασθενοφόρου, πράγμα το οποίο επιβεβαιώθηκε και λίγο αργότερα από ιατρό της κλινικής στην οποία διακομίστηκε (Τεκμήρια 1 έως 3, 5, 6). Σύμφωνα με την ιατροδικαστική έκθεση (Τεκμήριο 7), το θύμα έφερε μεταξύ άλλων θλαστικό τραύμα στο οπίσθιο μέρος της κεφαλής και αιτία θανάτου συνιστούσε η «κρανιοεγκεφαλική κάκωση συνεπεία τροχαίου». Το ότι προκλήθηκε τραύμα στο κεφάλι, το είχε δηλώσει και ο Εφεσείων στην κατάθεσή του στην Αστυνομία.

 

        Το ουσιώδες είναι πως δεν αμφισβητείτο ότι ο Εφεσείων, υπό τις περιστάσεις που έχουν προηγουμένως περιγραφεί, κτύπησε την πεζή και ότι από το κτύπημα αυτό προκλήθηκε το θανατηφόρο τραύμα. Ούτε βέβαια είχε προβληθεί οτιδήποτε άλλο ως αιτία θανάτου. Η παράλειψη του Εφεσείοντος να λάβει αποτρεπτικά μέτρα, η οποία καθιστούσε την οδήγησή του υπό τις περιστάσεις επικίνδυνη, ήταν ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα. Πράγμα το οποίο και έγινε. Δεν υπάρχει οποιαδήποτε αμφιβολία πως η συμπεριφορά του Εφεσείοντος συνιστούσε όρο εκ των ων ουκ άνευ (conditio sine qua non) σε σχέση με τον θάνατο. Υπ' αυτή την έννοια συνιστούσε ενεργή και ουσιαστική αιτία του θανάτου. Δεν συμφωνούμε ότι τα όσα ειδικότερα προέβαλε ο Εφεσείων μπορούσαν δυνητικά να επηρεάσουν τη γενόμενη ορθή διαπίστωση ότι είχε θεμελιωθεί η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της επικίνδυνης πράξης και του θανάτου.

 

        Ο λόγος έφεσης αρ. 4 υπόκειται σε απόρριψη.

 

        Στη βάση όλων των πιο πάνω, όλοι οι λόγοι έφεσης όπως και η ίδια η έφεση απορρίπτονται.

 

 

                                                                            Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

 

                                                                            Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

 

                                                                            Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο