
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ.: 156/2022)
31 Ιουλίου 2025
[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. ENVIROTRANS LTD
2. ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΙΧΑΗΛ ΠΑΥΛΙΔΗΣ
Εφεσείοντες
v.
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
Εφεσιβλήτου
----‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑
Α. Παναγιώτου (κα), για Αρτεμίου, Πιερή & Συνεργάτες, για Εφεσείοντες
Λ. Χατζηαθανασίου (κα) για Γενικόν Εισαγγελέα, για Εφεσίβλητο
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Παπαδοπούλου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η Εφεσείουσα 1 εταιρεία μετά από ακροαματική διαδικασία κρίθηκε ένοχη στην κατηγορία της Παράλειψης Ανάθεσης της Ανάκτησης και Διάθεσης των Αποβλήτων Ελαστικών σε έμπορο ή σε πρόσωπο που εκτελεί επεξεργασία, κατά παράβαση των Άρθρων 15 και 49 του περί Αποβλήτων Νόμου, Ν.185(Ι)/11 (Κατηγορία 3), στην κατηγορία της Παράλειψης Εξασφάλισης Άδειας Διαχείρισης Αποβλήτων Ελαστικών για Αποθήκευση κατά παράβαση των Άρθρων 24, 25 και 49 του Ν.185(Ι)/11 (Κατηγορία 5) και σε δύο κατηγορίες για Παράβαση των Όρων της Άδειας Διαχείρισης Αποβλήτων με αρ. 80/12 κατά παράβαση των Άρθρων 29 και 49 του ιδίου Νόμου (Κατηγορίες 9 και 11). Οι Κατηγορίες 3, 5 και 9 αναφέρονταν στις 23.5.2013 και η Κατηγορία 11 στις 21.9.2015. Στις αντίστοιχες κατηγορίες (Κατηγορίες 4, 6, 10 και 12) κρίθηκε ένοχος και ο Εφεσείων 2 για συνέργεια, υπό την ιδιότητα του ως διευθυντής της Εφεσείουσας 1 εταιρείας. Με την υπό κρίση Έφεση προσβάλλεται τόσο η καταδίκη όσο και οι επιβληθείσες ποινές προστίμου. Υπενθυμίζουμε εδώ ότι συνιστά εσφαλμένη πρακτική η συνένωση συγκατηγορουμένων στην ίδια έφεση (βλ. Cummings v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 137/2025 κ.ά., ημερ. 11.6.25).
Η καταδίκη προσβάλλεται με 12 λόγους έφεσης. Ειδικότερα υποστηρίζεται ότι: (α) Εσφαλμένα κλήθηκαν οι Εφεσείοντες σε απολογία στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης (Λόγος Έφεσης 1), (β) Οι Εφεσείοντες δεν έτυχαν δίκαιης δίκης ένεκα προκατάληψης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, (γ) Η αξιολόγηση της μαρτυρίας και η εξαγωγή ευρημάτων ήταν εσφαλμένη (Λόγοι Έφεσης 3, 5 έως 8, 10, 11 και 15), (δ) Δεν αποδείχτηκαν τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων (Λόγοι Έφεσης 4 και 12), και (ε) Η Κατηγορούσα Αρχή δεν απέδειξε την υπόθεση της πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας (Λόγοι Έφεσης 9 και 13).
Εκ Πρώτης Όψεως
Μελέτη του διαγράμματος των Εφεσειόντων καταδεικνύει ότι η σχετική εισήγηση εδράζεται επί της θέσης ότι η προσκομισθείσα μαρτυρία εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής δεν ήταν επαρκής για να αποδείξει τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων. Συγκεκριμένα προβάλλεται η θέση πως δεν αποδείχθηκε ότι οι Εφεσείοντες ήταν οι κάτοχοι των αποβλήτων, ότι οι Εφεσείοντες δεν διεξήγαγαν τις εργασίες τους δυνάμει των Παραρτημάτων Ι και ΙΙ του Ν.185(Ι)/11 και ότι δεν τηρούσαν όλους τους όρους της άδειας διαχείρισης.
Τα επιχειρήματα, όμως, όπως αυτά αναπτύσσονται στο διάγραμμα των Εφεσειόντων, απαιτούν όλα αξιολόγηση μαρτυρίας και κατάληξη σε ευρήματα. Είναι καλά νομολογημένο ότι στο στάδιο αυτό δεν λαμβάνει χώρα υποκειμενική αξιολόγηση της μαρτυρίας, έργο το οποίο επιτελείται στο τέλος της δίκης. Όπως λέχθηκε στην Νικολάου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 125/21, ημερ. 14.3.2024:
«Όσον αφορά την ουσία σημειώνουμε πως οι σχετικές αρχές είχαν συνοψιστεί πρόσφατα στην υπόθεση Fowles v. A.M.G κ.ά., Ποιν. Έφ. 57/22, ημερ. 8.5.23, ECLI:CY:AD:2023:B152. Η ουσία είναι ότι σε αυτό το ενδιάμεσο στάδιο το εκδικάζον Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται σε θέματα αξιοπιστίας ή πειστικότητας της μαρτυρίας εκτός και αν παρατηρούνται θεμελιακές αντιφάσεις ή η μαρτυρία είναι καταφανώς αναξιόπιστη, ούτως ώστε κανένα λογικό Δικαστήριο δεν θα μπορούσε στο τελικό στάδιο να στηριχθεί σε αυτή και να καταδικάσει (Γεωργίου v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 515, Mariano v. Αστυνομίας (2015) 2 Α.Α.Δ. 808). Ούτε είναι αναγκαίο όπως το εκδικάζον Δικαστήριο σχολιάσει επιχειρήματα της υπεράσπισης (Βασιλείου v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 104). Ούτε υπάρχει οτιδήποτε μεμπτό στη συνοπτική αιτιολόγηση της ενδιάμεσης απόφασης στο εκ πρώτης όψεως στάδιο. Ως έχει λεχθεί, αποτελεί συνήθη πρακτική των Δικαστηρίων, όταν ικανοποιηθούν για την ύπαρξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, να αιτιολογούν συνοπτικά την απόφασή τους, αποφεύγοντας έτσι (ορθώς) να υπεισέλθουν σε πρόωρη ανάλυση της μαρτυρίας, εν όψει της συνέχισης της δίκης (Παναγιώτου κ.ά. v. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 191, Mariano ανωτέρω)».
Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου είχε τεθεί μαρτυρία από τις Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2 ότι όσα ελαστικά είχαν απομείνει, σε σχέση με τα οποία δεν υπήρχαν κουπόνια, ανήκαν στην Εφεσείουσα 1, ότι η Εφεσείουσα 1 μετέφερε και τοποθετούσε, στα σημεία που ανευρέθησαν, ελαστικά τα οποία δεν ανήκαν στα συλλογικά συστήματα και ότι οι χώροι του Λατομείου Λατούρος δεν ήταν αδειοδοτημένοι χώροι αποθήκευσης αποβλήτων.
Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε ότι στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης περιορίζεται σε αντικειμενική και προκαταρκτική θεώρηση της υπόθεσης της Κ.Α.. Η πιο πάνω μαρτυρία αρκούσε για να κριθεί ότι είχε καταδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον των Εφεσειόντων ώστε αυτοί να κληθούν σε απολογία.
Ο πρώτος Λόγος Έφεσης δεν ευσταθεί.
Αξιολόγηση Μαρτυρίας και Ευρήματα
Έχοντας ανατρέξει στους Λόγους Έφεσης όπως αυτοί διατυπώνονται με την αιτιολογία που τους συνοδεύει, παρατηρούμε ότι με τους Λόγους Έφεσης 3, 6, 7, 8 και 15 προσβάλλεται η αξιολόγηση της μαρτυρίας των Μ.Κ.1 και 2 και του Εφεσείοντος 2. Κρίνουμε χρήσιμο να εξεταστούν μαζί.
Επαναλαμβάνουμε εν πρώτοις την καλά γνωστή αρχή όπως αυτή διατυπώθηκε στην Δ.Α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 57/20 ημερ. 6.10.2021, ECLI:CY:AD:2021:B432:
«Οι αρχές που διέπουν τη δυνατότητα επέμβασης του Εφετείου στην αξιολόγηση των μαρτύρων από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, έχουν αποκρυσταλλωθεί σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το έργο του Εφετείου δεν είναι να επαναξιολογήσει τους μάρτυρες στη βάση της δικής του εμπειρίας και πρωτογενώς να επιτελέσει το έργο αυτό εξ' αρχής, υπό το πρίσμα των προβαλλόμενων λαθών ή σημείων που προτείνονται (Λ.Λ. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 27/2017, ημερ. 21/11/2017). Η αξιολόγηση της μαρτυρίας και, συνακόλουθα της αξιοπιστίας των μαρτύρων, ανήκει στο Πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει, στο πλαίσιο της ενώπιον του ζωντανής διαδικασίας, την όλη συμπεριφορά των μαρτύρων έχοντας ένεκα τούτου το ευεργέτημα της άμεσης επαφής με τους μάρτυρες και της εντύπωσης που απεκόμισε για τον κάθε μάρτυρα που κατέθεσε ενώπιον του. Η εξουσία του Εφετείου για επέμβαση στα ευρήματα αξιοπιστίας ή στα συμπεράσματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου θα πρέπει, επομένως, να ασκείται με μεγάλη προσοχή, ακριβώς ώστε να μην εξουδετερώνεται το πιο πάνω πλεονέκτημα που το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχει. Ως εκ τούτου, το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου συγκρούονται με την κοινή λογική και είναι εξ' αντικειμένου ανυπόστατα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματα του Δικαστηρίου (xxx Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 45/2014, ημερ. 5/10/2016). Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο Πρωτόδικο Δικαστήριο να κάνει τα ευρήματα τα οποία έκανε, σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Γ. Ι. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 44/2019, ημερ. 18/9/2020). Μόνο όπου παρατηρείται ρήγμα λόγω αντιφάσεων ή κενών ή ουσιωδών λαθών είναι επιτρεπτή η επέμβαση του Εφετείου. Πρέπει δε οι αντιφάσεις να είναι ουσιαστικής μορφής, δηλ. να πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα, ή να φανερώνουν τη διάθεση του να ψευστεί (Κ. Κ. ν. Γενικού Εισαγγελέα (2008) 2 Α.Α.Δ. 294 και Α. Π. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 192/2016, ημερ. 26/9/2019, ECLI:CY:AD:2019:B395).
Εναπόκειται δε στο διάδικο που αμφισβητεί τα ευρήματα του Δικαστηρίου, που σχετίζονται με την αξιοπιστία, να πείσει το Δικαστήριο ότι αυτά είναι εσφαλμένα (Mylonas and others v. Kaili (1967) 1 C.L.R. 77, Sakellarides v. Papasavva and another (1966) 1 C.L.R. 261, 262 και IMAM v. Papacostas (1968) 1 C.L.R. 207, 208)».
Η Μ.Κ.1 έδωσε μαρτυρία υπό την ιδιότητα της Λειτουργού Περιβάλλοντος στο Τμήμα Περιβάλλοντος του Υπουργείου Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος και διορισμένης Επιθεωρήτριας με βάση τον Ν.185(Ι)/11. Η Μ.Κ.2 έδωσε μαρτυρία υπό την ιδιότητα της ως Τεχνικός Περιβάλλοντος και Επιθεωρήτρια στο ίδιο Υπουργείο.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους Εφεσείοντες ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εντοπίσει ουσιώδεις αντιφάσεις και ασάφειες στη μαρτυρία των Μ.Κ.1 και 2. Ειδικότερα, για τη Μ.Κ.1 εστίασε στην αποδοχή από το Δικαστήριο της θέσης που αυτή προέβαλε για τα όσα ανέφερε ο Εφεσείων 2 στη συνάντηση ημερ. 14.5.2015 και τα οποία την οδήγησαν στην κατάληξη ότι οι ποσότητες ελαστικών για τις οποίες ο Εφεσείων 2 δεν παρουσίασε κουπόνια, αφορούσαν δραστηριότητες των Εφεσειόντων. Ο συνήγορος εισηγείται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε την αλήθεια του περιεχομένου των πρακτικών της συνάντησης ημερ. 14.5.2015 αφού δεν προσκομίστηκε θετική μαρτυρία ότι αυτά είχαν υπογραφτεί ή γίνει αποδεχτά από τον Εφεσείοντα 2.
Η Μ.Κ.1, όμως, δεν στηρίχθηκε μόνο στα αναφερόμενα πρακτικά. Επεξήγησε ότι σύμφωνα με τους περί Αποβλήτων Ελαστικών Διαχείρισης Κανονισμούς δημιουργήθηκαν συλλογικά συστήματα για τη διαχείριση των αποβλήτων ελαστικών. Οι εισαγωγείς ελαστικών πριν την εκτελώνιση των ελαστικών τους δηλώνουν τις ποσότητες αποβλήτων ελαστικών που προτίθενται να τοποθετήσουν στην αγορά και εξασφαλίζουν τα αντίστοιχα κουπόνια. Για κάθε πώληση ελαστικού παραδίδουν με το κάθε ελαστικό και το αντίστοιχο κουπόνι. Ανέφερε ότι στη συγκεκριμένη συνάντηση ήταν παρούσα η ίδια όπου ο Εφεσείων 2 παρέδωσε κουπόνια για όσα από τα επίμαχα απόβλητα ελαστικά ανήκαν στα συστήματα διαχείρισης, σε σχέση με τα οποία και τα συλλογικά συστήματα ανέλαβαν μετέπειτα τη μεταφορά τους για διαχείριση. Τόνισε επιπλέον ότι μόνο οι Εφεσείοντες τοποθετούσαν ελαστικά στο χώρο του Λατομείου Λατούρος, ο δε Εφεσείων 2 δεν ανέφερε στο Τμήμα ότι στον χώρο υπήρχαν και ελαστικά που δεν του ανήκαν.
Συνεπώς πέραν των πρακτικών υπήρχε η άμεση προφορική μαρτυρία της και δεν διαπιστώνουμε, συναφώς, οτιδήποτε το μεμπτό στην αποδοχή της θέσης της Μ.Κ.1 από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι, όσα ελαστικά παρέμειναν μετά τη μετακίνηση αυτών που ανήκαν στα συλλογικά συστήματα, ανήκαν στην Εφεσείουσα 1 εταιρεία.
Αναφορικά με την προσωρινή άδεια που είχε δοθεί στους Εφεσείοντες για αποθήκευση αποβλήτων στον χώρο του Λατομείου Λατούρος, η Μ.Κ.1 ανέφερε ότι η συγκατάθεση δόθηκε υπό τον όρο ότι τα ελαστικά θα μεταφέρονταν εκεί από τη βιομηχανική περιοχή Ιδαλίου μέχρι το τέλος Μάϊου του 2013. Αυτό υποστηρίζεται και από την αναφορά στην επιστολή του Υπουργείου ημερ. 17.4.2013 ότι «…η προσωρινή αποθήκευση, εντός των Λατομείων Λατούρος θεωρείται ανεκτή προσωρινά» (Τεκμήριο 7) αλλά και από την επιστολή ίδιας ημερομηνίας προς την Εφεσείουσα 1 όπου καταγράφεται ότι η μετακίνηση πρέπει να γίνει μέχρι τις 31.5.2013 (Τεκμήριο 8). Η Μ.Κ.1, όμως, ταυτόχρονα επεξήγησε ότι ο λόγος που τα απόβλητα τοποθετήθηκαν στο Λατομείο Λατούρος πριν ο εν λόγω χώρος αδειοδοτηθεί ήταν η επείγουσα ανάγκη. Όταν, όμως, αδειοδοτημένοι χώροι ήταν πλέον σε θέση να παραλαμβάνουν ελαστικά, ζητήθηκε από τους Εφεσείοντες η μετακίνηση των αποβλήτων από τους χώρους του Λατομείου προς τις αδειοδοτημένες εγκαταστάσεις.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι δεν είχε αμφισβητηθεί πως τα απόβλητα ελαστικά παρέμειναν στον χώρο του Λατομείου Λατούρος από τον Μάιο του 2013 μέχρι και τον Αύγουστο 2019 που μετακινήθηκαν από την Δημοκρατία (και όχι από τους Εφεσείοντες). Συνεπώς δεν μπορεί να δοθεί βαρύτητα στη θέση των Εφεσειόντων ότι, αφού είχε δοθεί άδεια για προσωρινή αποθήκευση των αποβλήτων, τέτοια αποθήκευση δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί μετέπειτα από το Υπουργείο για να ισχυριστεί παραβίαση των όρων των Εφεσειόντων. Ούτε και αποτελεί ουσιαστική αντίφαση στη μαρτυρία των Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2 όπως προβάλλεται στο διάγραμμα των Εφεσειόντων, αφού η παράβαση αφορά στον χρόνο που η επείγουσα ανάγκη που αναφέρεται πιο πάνω είχε εκλείψει.
Περαιτέρω, αναφορικά με τη μαρτυρία της Μ.Κ.2 οι Εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι έδωσε αντιφατικές απαντήσεις σε σχέση με την ιδιοκτησία και κατοχή των ελαστικών. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε την αναφορά της Μ.Κ.2 ότι η ίδια είχε επισκεφτεί τον χώρο του Λατομείου Λατούρος στις 16.11.2015 και διαπίστωσε ότι τα απόβλητα ελαστικά εξακολουθούσαν να είναι αποθηκευμένα εκεί. Επεσήμανε ότι η παρουσία της Μ.Κ.2 στον χώρο επιβεβαιώνεται από το Τεκμήριο 15 το οποίο δεν αμφισβητήθηκε, η δε παρουσία αυτή θέτει την Μ.Κ.2 σε ευνοϊκότερη θέση να διαπιστώσει την αποθήκευση των ελαστικών. Δεν διαπιστώνουμε οτιδήποτε στην κατάληξη αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου που να επιτρέπει επέμβαση μας.
Ούτε και αρκεί για κατάρριψη των ισχυρισμών των Μ.Κ.1 και 2 το γεγονός ότι ο Εφεσείων 2 τοποθετήθηκε διαφορετικά. Παρά το γεγονός ότι όντως σε κάποια σημεία το πρωτόδικο Δικαστήριο προβαίνει σε αξιολόγηση των ισχυρισμών του Εφεσείοντος 2 με βάση τη μαρτυρία των Μ.Κ.1 και 2, εντούτοις δεν μας βρίσκει σύμφωνους η εισήγηση ότι η κατάληξη του ότι ο Εφεσείων 2 δεν ήταν αξιόπιστος στηρίχθηκε απλώς στην εντύπωση που το Δικαστήριο είχε αποκομίσει από τις Μ.Κ.1 και 2.
Ειδικότερα, ο ισχυρισμός του Εφεσείοντος 2 ότι τα ελαστικά ήταν ιδιοκτησίας του συλλογικού συστήματος δεν έγινε αποδεκτός από το πρωτόδικο Δικαστήριο λόγω του ότι η Εφεσείουσα 1 δεν κατείχε τα αντίστοιχα κουπόνια. Τον ισχυρισμό του ότι ουδέποτε η Εφεσείουσα 1 κατέστη κάτοχος της επιπλέον ποσότητας ελαστικών δεν αποδέχτηκε ένεκα του ότι έκρινε ότι ο εν λόγω ισχυρισμός ήταν:
«…αυθαίρετος και αποτελεί δική του ερμηνεία η οποία δεν επιβεβαιώνεται από τον σχετικό ορισμό που δίδεται στον επίδικο νόμο. Σύμφωνα με τον νόμο «κάτοχος αποβλήτων» σημαίνει τον παραγωγό αποβλήτων ή το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει στην κατοχή του τα απόβλητα».
Εύλογη ήταν και η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο ισχυρισμός των Εφεσειόντων περί προσωρινής αποθήκευσης αποβλήτων ελαστικών στο Λατομείο Λατούρος ήταν αντίθετος με το αναντίλεκτο γεγονός ότι τα ελαστικά παρέμειναν εκεί για 5½ έτη.
Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω δεν διαπιστώνουμε πεδίο επέμβασης μας στην αξιολόγηση της μαρτυρίας των Μ.Κ.1 και 2 και του Εφεσείοντος 2 από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Οι Λόγοι Έφεσης 3, 6, 7, 8 και 15 δεν ευσταθούν.
Όπως μπορεί να συναχθεί από το διάγραμμα των Εφεσειόντων, με τους Λόγους Έφεσης 4, 9, 10 και 11 σε μεγάλο βαθμό προσβάλλονται τα ίδια ζητήματα που εξετάστηκαν πιο πάνω.
Αποτέλεσε εύρημα του Δικαστηρίου ότι η αποθήκευση των ελαστικών λάμβανε χώρα στα τεμάχια 120, 71, 81, σε μέρος του 510 του Φ/Σχ.31/41.W.1 και σε μέρος της κρατικής γης με αρ. τεμ. 491 Φ/Σχ.31/41 και 31/33.W2. Θέση των Εφεσειόντων όπως προβάλλεται στον Λόγο Έφεσης 9, είναι ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να παρουσιάσει μαρτυρία που να οριοθετεί τα επίδικα τεμάχια. Η αναφορά στους αριθμούς τεμαχίων, όμως, προκύπτει από την επιστολή του Τμήματος Πολεοδομίας (Τεκμήριο 9), η οποία και δεν αμφισβητήθηκε κατά την ακρόαση. Όσον αφορά στο ποιος τοποθετούσε ελαστικά στον χώρο όπως και στον τρόπο με τον οποίο καθορίστηκε η ποσότητα που δεν ανήκε στα συλλογικά συστήματα αλλά στην Εφεσείουσα 1, έχει ήδη εξεταστεί λεπτομερώς πιο πάνω, όπως έχει εξεταστεί και το ζήτημα του προσωρινού της αποθήκευσης αποβλήτων ελαστικών στα Λατομεία Λατούρος. Δεν κρίνουμε ότι εξυπηρετεί η επανάληψη των όσων αναφέρονται πιο πάνω.
Έπεται πως τα όσα αναπτύσσονται στο διάγραμμα των Εφεσειόντων προς υποστήριξη των Λόγων Έφεσης 4, 9, 10 και 11 έχουν ήδη εξεταστεί και απορριφθεί. Ούτε και οι Λόγοι αυτοί ευσταθούν.
Προκατάληψη και Δίκαιη Δίκη (Λόγοι Έφεσης 2 και 5)
Παρά το σοβαρό της μομφής που αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο με τους Λόγους Έφεσης 2 και 5, εντούτοις τόσο στην αιτιολογία αυτών όσο και στο διάγραμμα οι Εφεσείοντες προβάλλουν απλώς αόριστους ισχυρισμούς περί απώλειας της αντικειμενικής αμεροληψίας και δημιουργίας φαινομενικής προκατάληψης εναντίον των Εφεσειόντων από μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η θέση, όμως, φαίνεται να στηρίζεται μόνο στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε τις θέσεις του Εφεσίβλητου σε αντίθεση με αυτές των Εφεσειόντων.
Όπως λέχθηκε στην Πετρίδης ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 59/23, ημερ. 19.7.2024:
«Προτού προχωρήσουμε στην εξέταση ενός εκάστου των αποσπασμάτων στα οποία παρέπεμψε ο συνήγορος, τονίζουμε ότι το κατά πόσον η δίκη ήταν δίκαιη αποτιμάται στο πλαίσιο του συνόλου της και πως ισχυρισμός περί μη δίκαιης δίκης δεν αποφασίζεται με τρόπο αφηρημένο (βλ. Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 104). Κατηγορούμενος ο οποίος επικαλείται παραβίαση του δικαιώματος του σε δίκαιη δίκη φέρει το βάρος να αποδείξει ότι πράγματι έχει επηρεαστεί δυσμενώς (βλ. Δημοκρατία ν. Κουρουζίδη, Ποιν. Έφ. 19/20 κ.ά., ημερ. 29.7.2022, Κλεοβούλου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 141/23, ημερ. 20.10.2023). Ουσιαστικά αυτό το οποίο αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο από την πλευρά του Εφεσείοντος εν προκειμένω είναι έλλειψη αμεροληψίας.
Στην απόφαση Παπακυριάκου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 133 επαναλήφθηκε η θεμελιώδης αρχή ότι ο δικαστής δεν πρέπει απλά να είναι αλλά και να φαίνεται αμερόληπτος, αφού η ύπαρξη προκατάληψης ανατρέπει το θεμέλιο της δίκης και καθιστά τη διαδικασία άκυρη στην ολότητα της (βλ. και Πίτσιλλος ν. Ευγενίου (1989) 1 Α.Α.Δ. 691). Πρόκειται, προφανώς, για ιδιαίτερα σοβαρή μομφή κατά του πρωτόδικου Δικαστή η οποία δεν θα πρέπει να διατυπώνεται αβασάνιστα. Όπως λέχθηκε στην Αχτάρ ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 397, επιχειρήματα προκατάληψης εναντίον Δικαστών πρέπει να αναπτύσσονται μόνο μετά από μεγάλη περίσκεψη και να στοιχειοθετούνται με ακόμη μεγαλύτερη σαφήνεια και λεπτομέρεια».
Όπως επίσης λέχθηκε στην Κυπριανού ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 50/2016, ημερ. 19.7.2017, ECLI:CY:AD:2017:B262:
«Θα πρέπει οι δικηγόροι να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί όταν διατυπώνουν παράπονα αυτού του τύπου, που άπτονται της δίκαιης δίκης και έχουν την καταλυτική τους σημασία σε μια ποινική διαδικασία. Η ατεκμηρίωτη προβολή εισηγήσεων περί παραβίασης των θεσμών της δίκαιης δίκης πλήττουν το σύστημα δικαιοσύνης και ουσιαστικώς, θα πρέπει να αποφεύγονται όταν τελικώς δεν έχουν οποιαδήποτε στέρεη βάση, όπως εν προκειμένω».
Η πλευρά των Εφεσειόντων δεν στοιχειοθέτησε με οποιονδήποτε τρόπο τους ισχυρισμούς της αυτούς, οι οποίοι χαρακτηρίζονται ως ατυχείς.
Συστατικά Στοιχεία
Με τους Λόγους Έφεσης 12 και 13 προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί ενοχής των Εφεσειόντων και ότι αυτή είχε αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Διαπιστώνουμε, όμως, ότι με την αιτιολογία που συνοδεύει τους Λόγους Έφεσης δεν παρέχεται κάποια συγκεκριμενοποίηση του που εδράζονται. Ούτε και προστίθεται κάτι με το διάγραμμα των Εφεσειόντων, όπου απλώς επαναλαμβάνονται τα όσα αόριστα καταγράφονται στην Ειδοποίηση Έφεσης.
Όπως λέχθηκε πολύ πρόσφατα στην Ahmed v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 301/2024, ημερ. 25.6.2025:
«Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το Κακουργοδικείο έχει καθοδηγηθεί εσφαλμένα αναφορικά με την αξιολόγηση της Μ.Κ.8 «και ενός βασικού μάρτυρα», ήτοι της Μ.Κ.10. Θα πρέπει όμως εν πρώτοις να σημειώσουμε πως στην αιτιολογία, πέραν της απλής αντιγραφής του ίδιου του λόγου έφεσης, δεν έχει συμπεριληφθεί καμμιά συγκεκριμένη αιτιολογία σε σχέση με αυτόν τον λόγο έφεσης. Είναι γνωστή η αρχή ότι λόγος έφεσης χωρίς αιτιολογία δεν εξετάζεται (βλ. Ανδρέου κ.ά. v. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 152)».
Ενώπιον μας ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους Εφεσείοντες ανέφερε ότι το βασικό σημείο διαφωνίας με την πρωτόδικη Απόφαση αφορά στην αξιοπιστία των μαρτύρων. Η ενότητα αυτή έχει ήδη εξεταστεί. Δεν θεωρούμε ότι τίθεται οτιδήποτε νεότερο με τους Λόγους Έφεσης 12 και 13 που να χρήζει περαιτέρω εξέτασης.
Ποινή (Λόγοι Έφεσης 14 και 16)
Κρίνουμε ορθό, ως ζήτημα λογικής συνοχής, να εξετάσουμε πρώτα τον Λόγο Έφεσης 16 με τον οποίο οι Εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι δεν τους παρασχέθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο χρόνος ώστε να προσκομίσουν έγγραφα και να προετοιμαστούν κατάλληλα για μετριασμό της ποινής.
Εκείνο που διαπιστώνεται από τα πρακτικά είναι ότι υποβλήθηκε μεν αρχικά αίτημα από μέρους των Εφεσειόντων όπως η αγόρευση για μετριασμό γίνει σε άλλη ημερομηνία, πλην όμως το αίτημα φαίνεται να εγκαταλείφθηκε. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά:
«κ. Αριστοδήμου: Αν μπορούμε να έχουμε μία νέα ημερομηνία για να προχωρήσουμε με μετριασμό.
Δικαστήριο: Δεν μπορείτε να θέσετε τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου;
κ. Αριστοδήμου: Μάλιστα, Εντιμότατε. Να τεθεί υπόψη του Δικαστηρίου ότι ο Κατηγορούμενος είναι λευκού ποινικού μητρώου, Να τεθούν υπόψη οι προσωπικές του περιστάσεις, τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει και ο ίδιος, είναι καρκινοπαθής. Απολογείται, Εντιμότατε στο σεβαστό Δικαστήριο».
Ουδεμία αναφορά έγινε πρωτοδίκως από πλευράς Εφεσειόντων στο ότι απαιτείτο χρόνος για να προσκομιστούν έγγραφα ή να προετοιμαστούν με οποιονδήποτε άλλο τρόπο για την αγόρευση για μετριασμό της ποινής. Το Δικαστήριο δεν αρνήθηκε την παροχή χρόνου όπως ισχυρίζονται οι Εφεσείοντες, απλώς διερεύνησε την ανάγκη για αναβολή. Οι συνήγοροι τότε, ουσιαστικά δήλωσαν ότι ήταν σε θέση να αγορεύσουν προς μετριασμό.
Θεωρούμε συνεπώς ότι ο Λόγος Έφεσης 16 είναι ανεδαφικός.
Θέση επιπλέον των Εφεσειόντων είναι ότι η συνολική ποινή προστίμου €12.000 είναι έκδηλα υπερβολική και ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προσέδωσε στους μετριαστικούς παράγοντες την ανάλογη βαρύτητα προς όφελος τους.
Θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε σε κάθε Εφεσείοντα συνολική ποινή €6.000, ήτοι €2.000 σε έκαστη εκ των Κατηγοριών 3, 5 και 11 για την Εφεσείουσα 1 εταιρεία και καμία ποινή στην Κατηγορία 9 και €2.000 σε έκαστη εκ των Κατηγοριών 4, 6 και 12 για τον Εφεσείοντα 2 και καμία ποινή στην Κατηγορία 10.
Σημειώνουμε την πάγια αρχή ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής αλλά απλώς εξετάζει κατά πόσο αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο που καθορίζεται από τη Νομολογία και που αρμόζει στα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης (Ζ.Α.Η. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 137/22 κ.ά., ημερ. 8.11.2024).
Για παράβαση του Άρθρου 15 (Κατηγορίες 3 και 4), του Άρθρου 24 (Κατηγορίες 5 και 6) και του Άρθρου 29 του Ν.185(Ι)/11 η προβλεπόμενη ποινή στο Άρθρο 49 του ιδίου Νόμου είναι αυτή της φυλάκισης μέχρι τρία χρόνια ή χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα €500.000. Το ύψος ειδικά της μέγιστης χρηματικής ποινής δείχνει και τη σοβαρότητα με την οποία τέτοια αδικήματα πρέπει να αντιμετωπίζονται.
Θα συμφωνήσουμε με την ευπαίδευτη συνήγορο για τον Εφεσίβλητο ότι καθοδήγηση ως προς την ποινολογική μεταχείριση παραβατών μπορεί να αντληθεί από την Οδηγία 2008/98 για τα Απόβλητα αφού ο Ν.185(Ι)/11 θεσπίστηκε με σκοπό την εναρμόνιση της Κυπριακής Νομοθεσίας με την εν λόγω Οδηγία. Στην Οδηγία τονίζεται η υποχρέωση διαχείρισης αποβλήτων με τρόπο που να μην έχει αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον ενώ στην αιτιολογική σκέψη (45) προβλέπεται η ανάγκη για επιβολή από τα Κράτη Μέλη αποτρεπτικών και αποτελεσματικών κυρώσεων σε πρόσωπα που παραβαίνουν τις διατάξεις της Οδηγίας, καθώς και η ανάληψη δράσης για ανάκτηση του κόστους της μη συμμόρφωσης.
Στην προκειμένη περίπτωση οι Εφεσείοντες κρίθηκαν ένοχοι για αδικήματα που αφορούσαν στην κατοχή και διαχείριση 2.400 τόνων αποβλήτων ελαστικών, μία διόλου ευκαταφρόνητη ποσότητα. Οι ενδεχόμενοι κίνδυνοι στο περιβάλλον αλλά και από τυχόν πυρκαγιές δεν μπορούν να αγνοηθούν και η ανάγκη για αποτροπή καθίσταται ιδιαίτερα σοβαρή. Επιπλέον ούτε μπορεί να παραγνωριστεί ότι το Κράτος κατέβαλε το κόστος για τη μετακίνηση των αποβλήτων ελαστικών.
Λαμβάνοντας υπόψη το λευκό ποινικό μητρώο των Εφεσειόντων και το ότι δεν προκλήθηκε κάποια ζημιά στο περιβάλλον από τις παραλείψεις τους καθώς και τον χρόνο που παρήλθε από τη διάπραξη των αδικημάτων, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η παρούσα ήταν περίπτωση όπου μπορούσε να αποφευχθεί η επιβολή ποινής φυλάκισης. Δεν ευσταθεί, συνεπώς, το ότι δεν λήφθηκαν υπόψη οι μετριαστικοί παράγοντες.
Έχοντας κατά νουν την προβλεπόμενη ποινή θεωρούμε ότι το ύψος των επιβληθεισών ποινών εν προκειμένω δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να χαρακτηριστεί ως έκδηλα υπερβολικό.
Κατ’ ακολουθία η Έφεση απορρίπτεται ως αβάσιμη.
Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.
Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο