Encho Enchev κ.α. v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση αρ. 194/2025, 195/2025, 24/7/2025
print
Τίτλος:
Encho Enchev κ.α. v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση αρ. 194/2025, 195/2025, 24/7/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

24 Ιουλίου 2025

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]

[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ/στες]

                  

(Ποινική Έφεση αρ. 194/2025)

Encho Enchev

Εφεσείων

ν.

Αστυνομίας

Εφεσίβλητης

(Ποινική Έφεση αρ. 195/2025)

Ανδρέας Ιωάννου

Εφεσείων

ν.

Αστυνομίας

Εφεσίβλητης

Για Εφεσείοντα στην ποινική Έφεση 194/2025: κος Δημήτρης Τσολακίδης με κο Νικόλα Ραφαήλ για Δημήτρης Τσολακίδης Δ.Ε.Π.Ε και Γλαύκος Ν. Ραφαήλ και Σία Δ.Ε.Π.Ε.

Για Εφεσείοντα στην ποινική Έφεση 195/2025: κος Χριστόφορος Φλώρου για Λυσάνδρου, Φλώρου Δ.Ε.Π.Ε.

Για Εφεσίβλητη: κα Έλενα Κωνσταντίνου για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

               

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Δοθείσα αυθημερόν)

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Με τις υπό κρίση εφέσεις οι οποίες ακούστηκαν μαζί λόγω της ταυτότητας των επιδίκων θεμάτων που παρουσιάζουν, οι εφεσείοντες αμφισβητούν την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (το πρωτόδικο Δικαστήριο), να διατάξει την κράτηση τους μέχρι την εμφάνιση τους  ενώπιον του Κακουργιοδικείου, μετά από παραπομπή τους σε απευθείας δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου.

Μελέτη του σύντομου ιστορικού της υπόθεσης όπως προκύπτει από το υλικό που τέθηκε ενώπιον μας, καταδεικνύει ότι οι δύο εφεσείοντες (κατηγορούμενοι 2 και 3) με ένα ακόμη πρόσωπο (κατηγορούμενο 1), παραπέμφθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο να παρουσιαστούν στις 12.9.2025 ενώπιον του Κακουργιοδικείου που συνεδριάζει στην Λευκωσία, προκειμένου να απαντήσουν σε 4 κατηγορίες που αφορούν τα πιο κάτω αδικήματα:

1.    Συνωμοσία για διάπραξη κακουργήματος κατά παράβαση των άρθρων 4, 5 και 371 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154.

2.    Σεξουαλική εκμετάλλευση ενηλίκων προσώπων κατά παράβαση των άρθρων 2 και 9 του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Εμπορίας και Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας τω Θυμάτων Νόμος 60(Ι)2014 και άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154.

3.    Συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση κατά παράβαση των άρθρων 4, 5, 63Α, 63Β και 63Β(3) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154.

4.    Αρπαγή ή απαγωγή ή στέρηση της ελευθερίας με σκοπό να υποβληθεί πρόσωπο σε βαριά βλάβη, κλπ. κατά παράβαση των άρθρων 4, 5, 20, 247 και 251 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154.

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των τριών πρώτων κατηγοριών, οι κατηγορούμενοι μεταξύ του έτους 2000 και της 4.7.2025, συμμετείχαν σε εγκληματική οργάνωση, μέσω της οποίας συνωμότησαν μεταξύ τους να διαπράξουν το κακούργημα της σεξουαλικής εκμετάλλευσης, και ότι μέσω απειλών εμπορεύτηκαν ενήλικη γυναίκα από την Βουλγαρία, με σκοπό την σεξουαλική εκμετάλλευση ή εκπόρνευση της. Επιπλέον σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της 4ης κατηγορίας, οι κατηγορούμενοι κατά την 4.7.2025 στέρησαν παράνομα την ελευθερία της εν λόγω γυναίκας, με σκοπό αυτή να υποβληθεί σε σεξουαλική κακοποίηση από άλλα πρόσωπα. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, τα αδικήματα διαπράχθηκαν στην Κυπριακή Δημοκρατία, τη Βουλγαρία και τη Γερμανία.

Από το μαρτυρικό υλικό που κατατέθηκε στην πρωτόδικη διαδικασία παραπομπής, προκύπτει ότι η παραπονούμενη έχει αναγνωριστεί ως θύμα εμπορίας προσώπων με σκοπό την σεξουαλική εκμετάλλευση, αφού ισχυρίστηκε ότι ο κατηγορούμενος 1 την εκμεταλλευόταν σεξουαλικά, εκπορνεύοντας την, στην Βουλγαρία και την Γερμανία, και όταν η παραπονούμενη κατόρθωσε να διαφύγει στην Κύπρο, αυτός την εντόπισε με την βοήθεια του κατηγορουμένου 3 και την απήγαγε με την συνδρομή του κατηγορουμένου 2.   

Μετά την παραπομπή των κατηγορουμένων σε απευθείας δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου για τα πιο πάνω αδικήματα, η κατηγορούσα αρχή ζήτησε όπως αυτοί τεθούν υπό κράτηση μέχρι την εμφάνιση τους ενώπιον του Κακουργιοδικείου στις 12.9.2025. Το αίτημα στηρίχθηκε στον κίνδυνο φυγοδικίας των κατηγορουμένων αλλά και στον ενδεχόμενο επηρεασμού μαρτυρίας.

Ο πρώτος κατηγορούμενος δεν έφερε ένσταση στην κράτηση του, επιφυλάσσοντας το δικαίωμα του να το πράξει σε μεταγενέστερο στάδιο. Αντιθέτως, οι κατηγορούμενοι 2 και 3 έφεραν ένσταση στην κράτηση τους.

Η συνήγορος για την κατηγορούσα αρχή αγορεύοντας ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου αλλά και ενώπιον μας, έκανε αναφορά στην σοβαρότητα των αδικημάτων, η οποία προκύπτει από την φύση τους και την ανησυχητική έξαρση διάπραξης τους, αλλά και στις προβλεπόμενες ποινές σε περίπτωση καταδίκης, οι οποίες είναι πολύ αυστηρές, και προβλέπουν πολύχρονες ποινές φυλάκισης.    

Ως προς την πιθανότητα καταδίκης, έγινε παραπομπή στην κατάθεση της παραπονούμενης, η οποία αναφέρει με λεπτομέρεια πως διαπράχθηκαν τα υπό κρίση αδικήματα και πως ο κατηγορούμενος 1 την εκμεταλλευόταν  σεξουαλικά και την απήγαγε από τον χώρο διαμονής της στην Κύπρο, με την βοήθεια των υπολοίπων κατηγορουμένων.

Αναφορικά με τον επηρεασμό μαρτύρων, η συνήγορος της κατηγορούσας αρχής παρέπεμψε στο μαρτυρικό υλικό, σύμφωνα με το οποίο η παραπονούμενη και ορισμένοι μάρτυρες κατηγορίας που είχαν επαφή μαζί της, ανέφεραν ότι απειλήθηκαν στο παρελθόν από τους κατηγορούμενους και εξέφρασαν φόβους για την ασφάλεια τους. Λέχθηκε επίσης ότι η παραπονούμενη είναι μεν σε καταφύγιο αλλά δεν είναι φυλακισμένη και μπορεί να έχει επικοινωνία με τον έξω κόσμο. Υπό τας περιστάσεις και επειδή φοβάται τους κατηγορουμένους,  δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο επηρεασμού της μαρτυρίας της, αν οι κατηγορούμενοι αφεθούν ελεύθεροι.

Οι συνήγοροι των κατηγορουμένων 2 και 3, πρωτοδίκως αλλά και ενώπιον μας, απέρριψαν τους ισχυρισμούς για την ύπαρξη κινδύνου φυγοδικίας και επηρεασμού μαρτύρων. Επεσήμαναν ότι οι πελάτες τους έχουν ισχυρούς δεσμούς με την Κύπρο αφού ο κατηγορούμενος 2 είναι Κύπριος πολίτης, ενώ ο κατηγορούμενος 3 κατοικεί και εργάζεται πολλά χρόνια στην Κύπρο, με όλη του την οικογένεια.

Οι συνήγοροι αμφισβήτησαν επίσης ότι από το μαρτυρικό υλικό, προκύπτει ορατή πιθανότητα καταδίκης των  κατηγορουμένων 2 και 3. Ήταν η θέση τους ότι δεν προκύπτει ότι οι κατηγορούμενοι 2 και 3 γνώριζαν τους ισχυρισμούς της παραπονούμενης για σεξουαλική εκμετάλλευση της από τον κατηγορούμενο 1, και ισχυρίστηκαν ότι απλά τον βοήθησαν να την εντοπίσει και να συμφιλιωθεί μαζί της, μετά την ρήξη στην μεταξύ τους ερωτική σχέση.

Όσον αφορά τον κίνδυνο επηρεασμού μαρτυρίας, οι συνήγοροι υποστήριξαν ότι κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από το μαρτυρικό υλικό. Πρωτοδίκως, υποστηρίχθηκε ειδικά εκ μέρους του κατηγορουμένου 2, ότι οι αναφορές από τους μάρτυρες κατηγορίας για απειλές, αφορούν το χρονικό διάστημα πριν να δώσουν τις καταθέσεις τους και φαίνεται ότι δεν επέδρασσαν στην πρόθεση της παραπονούμενης και των άλλων μαρτύρων να καταθέσουν στην αστυνομία. Επιπλέον, ο συνήγορος του κατηγορουμένου 3 ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος 3 είναι συγγενής με το πρόσωπο που φιλοξενούσε στην Κύπρο την παραπονούμενη και δεν θα μπορούσε υπό τας περιστάσεις να τον απειλήσει.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο για τους λόγους που εξηγεί στην απόφαση του, και οι οποίοι θα αναλυθούν πιο κάτω, διέταξε την κράτηση και των τριών κατηγορουμένων μέχρι την εμφάνιση τους στο Κακουργιοδικείο. Κρίθηκε πρωτοδίκως ότι η κατηγορούσα αρχή απέδειξε την ύπαρξη κινδύνου φυγοδικίας, λόγω κυρίως της σοβαρότητας των αδικημάτων και της πιθανότητας καταδίκης. Η κράτηση διατάχθηκε επίσης και για τον επιπρόσθετο λόγο, της πιθανότητας επηρεασμού των μαρτύρων κατηγορίας από τους εφεσείοντες.

Αντικείμενο των υπό κρίση εφέσεων, είναι η πιο πάνω απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να διατάξει την κράτηση των εφεσειόντων – κατηγορουμένων 2 και 3.

Ο κατηγορούμενος 2 (εφεσείων στην ποινική έφεση 195/2025) προσβάλει με 4 λόγους έφεσης την πρωτόδικη απόφαση. Αμφισβητεί το εύρημα για πιθανότητα καταδίκης και την κατάληξη για ενδεχόμενο φυγοδικίας, που στηρίχθηκε αποκλειστικά στην σοβαρότητα των αδικημάτων, παραγνωρίζοντας τους ισχυρούς δεσμούς του κατηγορουμένου 2 με την Κύπρο. Προσβάλλει επίσης ως λανθασμένο, το πρωτόδικο εύρημα για το ενδεχόμενο επηρεασμού μαρτυρίας αν ο κατηγορούμενος 2 αφηνόταν ελεύθερος. 

Ο κατηγορούμενος 3 (εφεσείων στην ποινική έφεση 194/2025), με 3 λόγους έφεσης, αμφισβητεί τα ίδια πρωτόδικα ευρήματα. Ισχυρίζεται συγκεκριμένα ότι δεν έχει αποδειχθεί η πιθανότητα καταδίκης για κανένα αδίκημα που αντιμετωπίζει. Επιπλέον αναφέρει ότι δεν έχει παρατεθεί κανένα στοιχείο ότι ο κατηγορούμενος 3, προσπάθησε με οποιοδήποτε τρόπο να επηρεάσει την παραπονούμενη ή οποιονδήποτε άλλο μάρτυρα κατηγορίας. Επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο κίνδυνος επηρεασμού μαρτύρων, είναι υπαρκτός σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος 3 αφεθεί ελεύθερος με όρους.

Οι πιο πάνω λόγοι έφεσης λόγω της συνάφειας τους θα εξεταστούν μαζί.

Εν πρώτοις, σημειώνουμε ότι η κράτηση κατηγορουμένου μέχρι τη δίκη του, είναι θέμα που άπτεται της άσκησης διακριτικής ευχέρειας από το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην οποία το Εφετείο δεν επεμβαίνει παρά μόνον σε εξαιρετικές περιστάσεις και για σοβαρούς μόνο λόγους (βλ. Οικονομίδης v. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 492). Σχετική είναι η απόφαση Μαυρομιχάλης ν. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 256, 262, στην οποία επαναλαμβάνεται η πάγια θέση ότι:

«η κράτηση ενός υπόδικου μέχρι την δίκη, ή, η εξασφάλιση της παρουσίας του με όρους, εμπίπτει στη διακριτική εξουσία του (πρωτόδικου) Δικαστηρίου. Η άσκηση δε της εξουσίας αυτής δεν αναθεωρείται με γνώμονα την ορθότητα της (πρωτόδικης) απόφασης κατά την υποκειμενική κρίση των μελών του Εφετείου. Αναθεωρείται όπου διαπιστώνεται ότι δεν ασκήθηκε κατά τρόπο δικαστικό, είτε διότι εμφιλοχώρησαν εξωγενείς παράγοντες είτε διότι παραγνωρίστηκαν παράγοντες και κριτήρια που καθιερώθηκαν από τη νομολογία ως προαπαιτούμενα για την άσκηση της».

Η νομολογία έχει αναγνωρίσει τρεις λόγους, ο κάθε ένας από τους οποίους μπορεί από μόνος του, να δικαιολογήσει την κράτηση. Τον κίνδυνο φυγοδικίας, την πιθανότητα διάπραξης στο μεταξύ άλλων αδικημάτων και το ενδεχόμενο επηρεασμού μαρτυρίας. Είναι πάγια νομολογιακή αρχή ότι η κράτηση υποδίκου αποτελεί την εξαίρεση του κανόνα και ως θέμα γενικής αρχής συνταγματικά κατοχυρωμένης, σε κάθε αίτημα κράτησης υποδίκου, η πρώτη επιλογή είναι η απόλυση υπό όρους. Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Γενικού Εισαγγελέα v. Γ. Ν., Ποιν. Έφεση 145/2023, ημ. 21.7.2023, στην οποία ανακεφαλαιώθηκαν οι σχετικές νομολογιακές αρχές ως ακολούθως:

« Η διακριτική εξουσία του δικαστηρίου για την απόλυση υπόδικου με εγγύηση προνοείται στο άρθρο 157(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Ως θέμα γενικής αρχής συνταγματικά κατοχυρωμένης, σε κάθε αίτημα κράτησης υποδίκου η πρώτη επιλογή είναι η απόλυση υπό όρους (βλ. μεταξύ άλλων Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 45, Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 48). Η κράτηση αποτελεί μέτρο κατ' εξαίρεση (Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 130, 134). Η εν λόγω αρχή πηγάζει από το δικαίωμα ελευθερίας και προσωπικής ασφάλειας που κατοχυρώνουν τα άρθρα 11.1 του Συντάγματος και 5.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η προδιάθεση για απόλυση του υποδίκου εκκρεμούσης της δίκης συνιστά επίσης απόρροια του τεκμηρίου της αθωότητας που κατοχυρώνει το άρθρο 12.4 του Συντάγματος (βλ. Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 596). Το τεκμήριο της αθωότητας επιτάσσει το ενδεχόμενο κράτησης να εξετάζεται με ιδιαίτερη αυστηρότητα και προσοχή βάσει των καθιερωμένων νομολογιακών αρχών (βλ. Νίκος Νικολάου ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 790).

Στην παρούσα περίπτωση, η κράτηση των εφεσειόντων διατάχθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο για λόγους που αφορούν τον κίνδυνο φυγοδικίας, αλλά και την πιθανότητα επηρεασμού μαρτυρίας.

Οι παράμετροι στη βάση των οποίων στηρίζεται ο κίνδυνος φυγοδικίας, είναι η σοβαρότητα του αδικήματος και το συνεπαγόμενο ενδεχόμενο αυστηρής τιμωρίας, η πιθανότητα καταδίκης όπως προκύπτει μέσα από το μαρτυρικό υλικό, αλλά και οι προσωπικές συνθήκες του κατηγορουμένου. Βέβαια, η σοβαρότητα του αδικήματος από μόνη της όπως έχει επισημανθεί από τη νομολογία δεν πρέπει να απομονώνεται ούτε πρέπει κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου να διαφεύγει της προσοχής ότι ο κατηγορούμενος τεκμαίρεται αθώος και ως ζήτημα γενικής αρχής, πρέπει να αφήνεται ελεύθερος, εκτός και αν πληρούνται αυστηρά οι προϋποθέσεις του Νόμου (βλ. Θεοχάρους κ.α. ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 48).

Στην παρούσα υπόθεση, διαπιστώνουμε ότι η σοβαρότητα των αδικημάτων που οι εφεσείοντες αντιμετωπίζουν, είναι δεδομένη. Ειδικά για το αδίκημα της 2ης κατηγορίας που αφορά την σεξουαλική εκμετάλλευση ενηλίκων προσώπων, προβλέπεται σύμφωνα με το Άρθρο 9 του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Εμπορίας και Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμος του 2014 (Ν. 60(I)/2014) ποινή φυλάκισης 25 ετών, ενώ το αδίκημα της αρπαγής ή απαγωγής τιμωρείται σύμφωνα με το Άρθρο 251 του Ποινικού Κώδικα, με φυλάκιση 14 ετών.

Η σοβαρότητα των αδικημάτων δεν προκύπτει μόνο από το ύψος της προβλεπόμενων ποινών, αλλά και από την ίδια τη φύση των αδικημάτων των τριών πρώτων κατηγοριών, η οποία σχετίζεται με ζητήματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης, που πλήττουν βάναυσα την προσωπικότητα και την αξιοπρέπεια των θυμάτων, και τα οποία δυστυχώς βρίσκονται σε έξαρση. Πολύ σοβαρή είναι και η 4η κατηγορία, που αφορά το αδίκημα της απαγωγής και στέρησης της ελευθερίας του θύματος, που επίσης πλήττει καίρια την προσωπικότητα και την αξιοπρέπεια του.

Δεδομένο είναι ως εκ των πιο πάνω, ότι σε περίπτωση καταδίκης, η τιμωρία θα είναι αυστηρή και θα συνίσταται σε πολύχρονες ποινές φυλάκισης, λόγω ακριβώς της φύσης και της σοβαρότητας των αδικημάτων.

Επικεντρωνόμαστε επομένως, στην πιθανότητα καταδίκης όπως αυτή προκύπτει από το υλικό που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αλλά και στις προσωπικές περιστάσεις των εφεσειόντων.

Είναι νομολογημένο ότι στο παρόν στάδιο, σε ό,τι αφορά την πιθανότητα καταδίκης, το Δικαστήριο περιορίζεται σε εξέταση της δύναμης του αποδεικτικού υλικού που παρουσιάζεται ενώπιον του, με σκοπό τη διαπίστωση κατά πόσον πιθανολογείται καταδίκη, χωρίς όμως να υπεισέρχεται σε θέματα αξιολόγησης μαρτυρίας ή αξιοπιστίας οποιουδήποτε μάρτυρα. Θέματα που ανάγονται σε μεταγενέστερο στάδιο κατά την ακρόαση της ουσίας της υπόθεσης (βλ. Eυριπίδου κ.α. ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 337 και Μαλά ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 135).

Στην παρούσα περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας την πιθανότητα καταδίκης στο πλαίσιο εξέτασης του κινδύνου φυγοδικίας, αφού κάνει εκτενή αναφορά στο μαρτυρικό υλικό, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι υφίσταται ικανοποιητική μαρτυρία για πιθανολόγηση καταδίκης και για τους τρεις κατηγορουμένους, για όλα τα αδικήματα που αντιμετωπίζουν.

Συμφωνούμε με την πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Σημειώνουμε ότι καταδεικνύεται σαφώς από το μαρτυρικό υλικό, η με διάφορους τρόπους συνεργασία των τριών κατηγορουμένων, για να επιτευχθεί ο σκοπός του κατηγορουμένου 1, να εξαναγκάσει την παραπονούμενη να τον ακολουθήσει με την βία, προκειμένου να συνεχίσει να την εκμεταλλεύεται σεξουαλικά, εκπορνεύοντας την.

Η διαφορετική εκδοχή των εφεσειόντων ως προς το ότι η παραπονούμενη ακολούθησε οικειοθελώς τον κατηγορούμενο 1, δεν συνάδει με την προηγούμενη συμπεριφορά της, ήτοι την διαφυγή της στην Κύπρο και της προσπάθειας της να κρυφθεί από αυτόν, αλλά και τα όσα αυθόρμητα ανέφερε στην αστυνομία μόλις εντοπίστηκε, στην παρουσία και του κατηγορουμένου 1, ότι δεν βρισκόταν μαζί του με την θέληση της. Ούτε η θέση των εφεσειόντων – κατηγορουμένων 2 και 3 ότι δεν υπάρχει μαρτυρία ότι γνώριζαν για την κατ’ ισχυρισμό εκπόρνευση της παραπονούμενης από τον κατηγορούμενο 1, είναι ορθή. Η κατάθεση της παραπονούμενης αλλά και του προσώπου που την φιλοξενούσε στην Κύπρο, αναφέρουν ακριβώς το αντίθετο. Σημειώνουμε επίσης την θέση της κατηγορούσας αρχής ότι όσον αφορά τα αδικήματα της σεξουαλικής εκμετάλλευσης, οι εφεσείοντες κατηγορούνται και δυνάμει του Άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, δηλαδή ότι ως μέλη εγκληματικής οργάνωσης, ήταν συνεργοί στα αδικήματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης, ανεξαρτήτως αν δεν είχαν άμεση εμπλοκή στην εκπόρνευση της παραπονούμενης από τον κατηγορούμενο 1.

Να σημειώσουμε δε ότι για το πολύ σοβαρό αδίκημα της απαγωγής, υπάρχει μαρτυρία ότι ο κατηγορούμενος 2 (εφεσείων στην ποινική έφεση 195/2025), ήταν συνεργός του κατηγορουμένου 1 στην διάπραξη του αδικήματος ενώ ο κατηγορούμενος 3 (εφεσείων στην ποινική έφεση 194/2025), ήταν το πρόσωπο που πήρε εντολές να εντοπίσει και φωτογραφήσει την παραπονούμενη στην Κύπρο, και να ειδοποιήσει τον κατηγορούμενο 1 για τον τόπο διαμονής της.

Εν πάση περιπτώσει, όπως πολύ σωστά επισημαίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, τα ζητήματα αυτά θα αποφασιστούν στην εκδίκαση της υπόθεσης από το Κακουργιοδικείο. Όμως για σκοπούς του αιτήματος κράτησης και μόνο, προκύπτει χωρίς να κρίνεται η ουσία της υπόθεσης, αλλά μόνο από αντικειμενική θεώρηση του μαρτυρικού υλικού, η πιθανότητα καταδίκης των εφεσειόντων σε όλες τις κατηγορίες που αντιμετωπίζουν.

Αναφορικά με τους δεσμούς των εφεσειόντων με την Δημοκρατία, το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ότι αυτοί είναι ισχυροί. Ο κατηγορούμενος 2 είναι Κύπριος πολίτης, ο οποίος εργάζεται  και διαμένει στην Δημοκρατία με την οικογένεια του, ενώ ο κατηγορούμενος 3 είναι υπήκοος Βουλγαρίας, αλλά βρίσκεται στην Κύπρο από 3 ετών, όπου έχει μόνιμη εργασία και διαμένει με την οικογένεια του.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο συνυπολόγισε το πιο πάνω δεδομένο, όμως τονίζοντας την σοβαρότητα των αδικημάτων και την ορατή πιθανότητα καταδίκης, κατέληξε στο πλαίσιο της διακριτικής του ευχέρειας, ότι ο κίνδυνος φυγοδικίας είναι ορατός και δεν μπορεί να αντισταθμιστεί με την επιβολή οιωνδήποτε όρων.

Κρίνουμε ότι με την πάνω κατάληξη του το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν υπερέβη τα όρια της διακριτικής του ευχέρειας, με αποτέλεσμα να μην δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου. Δεν συμφωνούμε με την θέση των συνηγόρων υπεράσπισης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη όλα τα δεδομένα της υπόθεσης και έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στην σοβαρότητα των αδικημάτων. Αντιθέτως, συμφωνώντας με την πιο πάνω πρωτόδικη προσέγγιση, σημειώνουμε ότι οι προσωπικές συνθήκες των εφεσειόντων παρότι λήφθηκαν υπόψη, δεν ήταν τέτοιες που να εξουδετερώνουν τον κίνδυνο φυγοδικίας, δεδομένης της σοβαρότητας των αδικημάτων, σε συνδυασμό με το ορθό πρωτόδικο συμπέρασμα, για ορατή πιθανότητα καταδίκης. Σχετική είναι μεταξύ άλλων, η απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση E. I. K. ν. Αστυνομίας Ποιν. Έφεση 186/24 ημ. 24.7.2024, στην οποία λέχθηκαν τα εξής χαρακτηριστικά:

« Ανεξαρτήτως τούτου, όπως έχει νομολογηθεί, η οποία ταλαιπωρία του κατηγορουμένου από την διαταγή κράτησης του δεν μπορεί να υπερφαλαγγίζει την ανάγκη για αποτελεσματική εφαρμογή του Νόμου και την εξασφάλιση της παρουσίας του κατηγορουμένου στην δίκη του.

Εάν ο κίνδυνος διαφυγής δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με κατάλληλους όρους εγγύησης, τότε δικαιολογείται η κράτηση του υπόδικου. Σε τέτοια περίπτωση όπως τονίστηκε στην υπόθεση Βασιλείου ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ 7, οι επιπτώσεις της κράτησης στην προσωπική οικογενειακή ή επαγγελματική ζωή του υπόδικου έστω και αν είναι δυσμενείς, δεν υπερφαλαγγίζουν το γενικό δημόσιο συμφέρον για την απονομή της δικαιοσύνης. (βλ. επίσης ΑΚ ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση 74/23 ημερ. 15.5.23)

Σχετική είναι επίσης η υπόθεση Παναγή ν. Αστυνομίας Ποιν. Έφεση 152/24 ημ. 25.6.2024, στην οποία λέχθηκαν τα εξής:

«Το δημόσιο συμφέρον στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης υπερισχύει του δικαιώματος προσωπικής ελευθερίας οποτεδήποτε κατόπιν συνεκτίμησης των αντικειμενικών και υποκειμενικών δεδομένων ο κίνδυνος φυγοδικίας δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με την επιβολή κατάλληλων μέτρων εγγύησης.»

Συμφωνούμε ως εκ των πιο πάνω, με την πρωτόδικη κρίση ότι ο κίνδυνος φυγοδικίας των εφεσειόντων είναι ορατός ενόψει της φύσης της υπόθεσης, ενώ παράλληλα οι δεσμοί των εφεσειόντων με την Κύπρο δεν αποτρέπουν αυτόν τον κίνδυνο, λόγω της σοβαρότητας των αδικημάτων και της ορατής πιθανότητας καταδίκης. Οι περιστάσεις αυτές, ορθά κρίθηκε πρωτοδίκως ότι δεν μπορούν να υπερφαλαγγίσουν το δημόσιο συμφέρον και την αποφυγή του κινδύνου φυγοδικίας, που είναι ορατός στην παρούσα περίπτωση.

Ο κίνδυνος φυγοδικίας είναι αρκετός ώστε να αρνηθεί το Δικαστήριο να αφήσει ελεύθερους τους εφεσείοντες με όρους. Εντούτοις, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε και τους ισχυρισμούς για την πιθανότητα επηρεασμού μαρτυρίας εκ μέρους των εφεσειόντων, καταλήγοντας ότι αυτή η πιθανότητα ενόψει του προσαχθέντος μαρτυρικού υλικού, είναι εύλογα δικαιολογημένη.  

Στην πρωτόδικη απόφαση, γίνεται παραπομπή στο πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Αντωνίου ν. Δημοκρατίας Ποιν. Έφεση 244/24 ημ. 23.12.2024:

« Κατά τη συνήθη γραμματική ερμηνεία «επηρεασμός» υπάρχει στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη ασκεί επίδραση σε κάποιο πρόσωπο ή σε κάποιο πράγμα ή συντελεί στη διαφοροποίηση ή διαμόρφωση, του προσώπου ή του πράγματος, αντιστοίχως. «Κίνδυνος επηρεασμού μαρτυρίας», κατά τη νομική έννοια, υφίσταται οποτεδήποτε εκδηλώνεται οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη, κατά την πιο πάνω έννοια, στη βάση της οποίας, πράξης ή παράλειψης, δύναται να συναχθεί συμπέρασμα ότι υπάρχουν δικαιολογημένοι φόβοι για επηρεασμό μαρτυρίας οποιουδήποτε είδους (π.χ. προφορικής, γραπτής ή ενσώματης). Όπως είχε λεχθεί στην Bourel (ανωτέρω), η προσπάθεια ή η εκδήλωση επηρεασμού μαρτύρων σαφώς και καθιστά τον εν λόγω κίνδυνο υπαρκτό. Συνεπώς ο κίνδυνος επηρεασμού μαρτυρίας δεν στοιχειοθετείται μόνο στη βάση απειλών αλλά είναι δυνατόν να συνάγεται και από άλλες συμπεριφορές, όπως π.χ. από υποσχέσεις, παραινέσεις, πιέσεις, συμβουλές, πειθώ κ.λ.π, για τα οποία κρίνεται ότι στοχεύουν στη διαφοροποίηση της μαρτυρίας.»

Ως προς το τι εξετάζει το Δικαστήριο αναφορικά με τον κίνδυνο επηρεασμού μαρτυρίας, σχετική είναι η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Κ.Κ. ν. Δημοκρατίας Ποιν. Έφεση 114/2023 ημ. 22.6.2023, ECLI:CY:AD:2023:B223 στην οποία λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«Όπως τονίσαμε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Bourel κ.ά., Ποινικές Εφέσεις Αρ. 206/2021, 209/2021 & 210/2021, ημερ. 28/12/2021, εκείνο που εξετάζει το Δικαστήριο όσον αφορά τον κίνδυνο επηρεασμού μαρτύρων είναι κατά πόσο οι φόβοι της Αστυνομίας για τέτοιο επηρεασμό είναι εύλογα δικαιολογημένοι στη βάση, βεβαίως, της μαρτυρίας που τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου (Σιημητρά ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 397). Κριτήριο είναι οι πιθανοί κίνδυνοι να επηρεαστούν μάρτυρες. Στη Μακαρίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 90, τονίστηκε πως η Κατηγορούσα Αρχή δεν έχει υποχρέωση να αποδείξει ότι θα υπάρξει επηρεασμός μαρτύρων κατηγορίας αν ο κατηγορούμενος αφεθεί ελεύθερος. Το Δικαστήριο θα διατάξει την κράτηση ενός υποδίκου, αν ικανοποιηθεί ότι υπάρχουν ουσιαστικοί λόγοι που μπορούν να οδηγήσουν σε συμπέρασμα ότι υπάρχει κίνδυνος/πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων. Το ζητούμενο δεν είναι αν θα υπάρξει επηρεασμός μαρτύρων αλλά η πιθανολόγηση επηρεασμού μαρτύρων»

Έχει επίσης λεχθεί στην ίδια υπόθεση ότι ο κίνδυνος επηρεασμού μαρτύρων δεν αποτιμάται ως να είναι η δίκη του κατηγορουμένου, αλλά περί πιθανότητας ο λόγος, δικαιολογημένης βεβαίως, όπως έχει λεχθεί, μεταξύ άλλων στη Χριστούδια ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 689. Τονίστηκε επίσης ότι αν προκύπτει από το μαρτυρικό υλικό, προσπάθεια ή η εκδήλωση επηρεασμού μαρτύρων σαφώς και καθιστά τον εν λόγω κίνδυνο υπαρκτό.

Στην παρούσα περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορές στο κατατεθέν μαρτυρικό υλικό, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο κίνδυνος επηρεασμού μαρτυρίας, είναι υπαρκτός. Κρίνουμε δικαιολογημένο το εν λόγω συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με δεδομένη την μαρτυρία τόσον της παραπονούμενης, όσον και του προσώπου που την φιλοξενούσε ότι δέχθηκαν απειλές για την σωματική τους ακεραιότητα και από τους δύο εφεσείοντες, που εύλογα τους δημιούργησαν φόβο. Σημειώνουμε περαιτέρω την μαρτυρία της παραπονούμενης ότι καθ’ όλη της διάρκεια εκπόρνευσης της από τον κατηγορούμενο 1, αυτός την κακοποιούσε σωματικά, γεγονός που της δημιουργεί φόβο και ανασφάλεια. Σημειώνεται επίσης η μαρτυρία του προσώπου που φιλοξενούσε την παραπονούμενη ότι ο κατηγορούμενος 2, του είχε προτείνει να του δώσει χρήματα, προκειμένου να παρακολουθεί την παραπονούμενη, μέχρι να έρθει με τον κατηγορούμενο 1 να την παραλάβει.

Το γεγονός ότι ανεξαρτήτως των πιο πάνω κατ’ ισχυρισμό απειλών, οι εν λόγω μάρτυρες προχώρησαν σε γραπτές και προφορικές καταγγελίες στην αστυνομία, δεν αλλάζει το σκηνικό, όπως ισχυρίστηκε πρωτοδίκως ο συνήγορος του κατηγορουμένου 2. Όπως εξάλλου έχει νομολογηθεί, το ζητούμενο δεν είναι αν θα υπάρξει επηρεασμός μαρτύρων αλλά αν καταδεικνύεται η πιθανολόγηση επηρεασμού μαρτύρων (βλ. Κ.Κ. ν. Δημοκρατίας ανωτέρω). Γεγονός παραμένει ότι παρατίθενται στο μαρτυρικό υλικό, ισχυρισμοί για απειλές εκ μέρους των εφεσειόντων εναντίον μαρτύρων κατηγορίας, καθώς και πρόταση πληρωμής τους για να παρακολουθούν την παραπονούμενη, στοιχεία που κρινόμενα αντικειμενικά, καθιστούν ορατό το ενδεχόμενο προσπάθειας επηρεασμού μαρτυρίας αν οι εφεσείοντες αφεθούν ελεύθεροι.

Είναι ως εκ τούτου ορθή η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι από αντικειμενική εκτίμηση της συνολικής εικόνας του μαρτυρικού υλικού, αναδύεται εύλογα ο κίνδυνος επηρεασμού των μαρτύρων κατηγορίας, σε περίπτωση που οι εφεσείοντες αφεθούν ελεύθεροι.

Ενόψει όλων των πιο πάνω και οι δύο εφέσεις είναι αβάσιμες και απορρίπτονται.

 

Αλ. Παναγιώτου, Π.

 

 

Α. Ευσταθίου - Νικολετοπούλου, Δ.

 

 

Γ. Σεραφείμ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο