Θ. Δ. v. Κ. Δ., Πολιτική Έφεση Αρ. 206/2024, 16/7/2025
print
Τίτλος:
Θ. Δ. v. Κ. Δ., Πολιτική Έφεση Αρ. 206/2024, 16/7/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 206/2024)

 

16 Ιουλίου 2025

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ,  Δ/στες]

 

 Θ. Δ.,

Εφεσείων

v.

 

Κ. Δ.,

Εφεσίβλητης

 

Π. Αριστοτέλους για Εφεσείοντα

Κρ. Διονυσίου για Ηλίας Νεοκλέους & Σία ΔΕΠΕ για Εφεσίβλητη

 

------------------------

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Αμπίζα, Δ.

 

----------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ: Με αίτηση του, ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ο εφεσείων ζητούσε την έκδοση απόφασης για τη ρύθμιση των περιουσιακών διαφορών του με την εφεσίβλητη. Οι διάδικοι, ως καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση, είχαν τελέσει πολιτικό γάμο  και, μεταγενέστερα, θρησκευτικό γάμο, ενώ απέκτησαν δύο τέκνα, τα οποία, κατά τον επίδικο χρόνο, ήταν ανήλικα. Η διάσταση στη συμβίωση τους επήλθε στις 22.12.2018 και ο γάμος λύθηκε την 1.11.2021. Η αξίωση του εφεσείοντα, αναφορικά με τη συνεισφορά του στην αύξηση της περιουσίας της εφεσίβλητης, ήταν για μεταβίβαση του ½ μεριδίου συγκεκριμένης επίδικης κατοικίας, καθώς επίσης, για απόδοση σ’ αυτόν ποσού €109.370,75.-.

 

Η εφεσίβλητη αμφισβήτησε την αξίωση του εφεσείοντα και ζήτησε την απόρριψη της αίτησης του, εγείροντας, παράλληλα, ανταπαίτηση για τη δική της συνεισφορά στην αύξηση της περιουσίας του εφεσείοντα.

 

Στην ακροαματική διαδικασία, κατέθεσαν επτά μάρτυρες εκ μέρους του εφεσείοντα, περιλαμβανομένου και του ιδίου, ενώ, από την πλευρά της εφεσίβλητης, κατέθεσε η ίδια.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναφορικά με την αξίωση του εφεσείοντα σε σχέση με την επίδικη κατοικία, έκρινε ότι δεν μπορούσε να εξευρεθεί, με πραγματικό υπολογισμό, η συνεισφορά του εφεσείοντα στην αύξηση της περιουσίας της εφεσίβλητης και, συνακόλουθα, κατέληξε ότι η συνεισφορά του εκτείνεται στο 1/3 της αύξησης της επίδικης περιουσίας της εφεσίβλητης. Συνεπώς, καθόρισε τη συνεισφορά αυτή στο ποσό των €49.333, για το οποίο, εν τέλει, εξέδωσε απόφαση, υπέρ του εφεσείοντα, πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα. Την αξίωση του εφεσείοντα, αναφορικά με το ποσό των €109.370,75.-, το πρωτόδικο Δικαστήριο την απέρριψε κρίνοντας ότι ο εφεσείων δεν απέδειξε ότι αφορά περιουσία η οποία ήταν στο όνομα της εφεσίβλητης κατά τον χρόνο της διάστασης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε και την ανταπαίτηση της εφεσίβλητης, καθότι δεν προωθήθηκε κατά την ακρόαση και, συνεπώς, κρίθηκε ότι εγκαταλείφθηκε.

 

Με την παρούσα έφεση του, ο εφεσείων προσβάλλει την ως άνω απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στη βάση δέκα λόγων έφεσης. Με τους πρώτο και δεύτερο λόγους έφεσης, προβάλλεται παραβίαση του Άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Άρθρου 30 του Συντάγματος, αναφορικά με παροχή επαρκών μέσων στην παρουσίαση της υπόθεσης (πρώτος λόγος έφεσης) και την ευχέρεια παρουσίασης σχετικής μαρτυρίας προς υποστήριξη της υπόθεσης του εφεσείοντα (δεύτερος λόγος έφεσης). Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά στο συμπέρασμα σε σχέση με το ύψος της αύξησης της περιουσίας και την εφαρμογή του μαχητού τεκμηρίου του 1/3, ενώ, ο τέταρτος λόγος αφορά στη μη αποδοχή αύξησης της περιουσίας της εφεσίβλητης κατά το ποσό των €109.370,75.-. Με τον πέμπτο λόγο έφεσης, αποδίδεται, στο πρωτόδικο Δικαστήριο, σφάλμα στη μη διαπίστωση ότι η εφεσίβλητη ήταν αναξιόπιστη και η μαρτυρία της δεν θα έπρεπε να γίνει πιστευτή. Ο έκτος λόγος έφεσης προβάλλει παραβίαση του δικαιώματος στην περιουσία, δυνάμει του Άρθρου 23 του Συντάγματος, ενώ, ο έβδομος λόγος έφεσης αφορά την αποδοχή, από μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου, συγκεκριμένου τεκμηρίου. Ο όγδοος λόγος έφεσης προσβάλλει τη μη απόδοση, ως θεραπεία, του ποσού των €297,50, ως έξοδα για την ετοιμασία έκθεσης εκτίμησης για την αγοραία αξία της συζυγικής οικίας, κατά τον χρόνο της διάστασης, ενώ, ο ένατος λόγος έφεσης προσβάλλει το ότι επιτράπηκε αντεξέταση του εφεσείοντα επί θέματος εικονικότητας σύμβασης δανείου. Ο δέκατος λόγος έφεσης προβάλλει παραβίαση του συνταγματικού δικαιώματος του εφεσείοντα στην κατοικία και την ιδιωτική ζωή.

 

Έχουμε μελετήσει διεξοδικά τους εγειρόμενους λόγους έφεσης, την αιτιολογία αυτών και την επιχειρηματολογία της πλευράς του εφεσείοντα, αλλά και την αντίθετη επιχειρηματολογία της πλευράς της εφεσίβλητης, η οποία υπεραμύνεται της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης.

 

Προβάλλει, από λόγους έφεσης όπως ο πέμπτος αλλά και οι δεύτερος μέχρι τέταρτος, ότι η ουσία των όσων τίθενται ενώπιον μας καταλήγει να αφορά την από μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου αξιολόγηση της μαρτυρίας, κατά πρώτον, της εφεσίβλητης, τη διαχείριση της μαρτυρίας και των δικογραφημένων θέσεων και τη συνεπακόλουθη κατάληξη στις αναφερόμενες, στους λόγους έφεσης, διαπιστώσεις. Κι αυτό γιατί το τι ουσιαστικά αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο είναι είτε σφάλματα στην κρίση του ως προς την προσκομισθείσα μαρτυρία, είτε παραλείψεις, αφενός, στην ενασχόληση του με στοιχεία αυτής και αφετέρου στην κατάληξη του σε τελικά συμπεράσματα. Η συνάφεια αυτή είναι τέτοια, ως διαφαίνεται από το τι ακολουθεί, που μας επιτρέπει την παράλληλη εξέταση των εγειρόμενων θεμάτων, μέσω μιας ενιαίας ουσιαστικής εξέτασης της πρωτόδικης απόφασης και κρίσης.

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη συγγραφή της απόφασης του, επέλεξε να παραθέσει, πολύ συνοπτικά, τη μαρτυρία που προσκομίστηκε. Στο πλαίσιο αυτό, αναφέρθηκε στην εκδοχή του εφεσείοντα περί, μεταξύ άλλων, πλήρους αποπληρωμής των δανείων για την αγορά της κατοικίας από τον ίδιο, αλλά και τη μηδαμινή προσφορά της εφεσίβλητης, τόσο οικονομικά, όσο και σε σχέση με τη φροντίδα της οικογένειας και των παιδιών. Αναφέρθηκε, επίσης, επιγραμματικά, στη μαρτυρία των υπολοίπων μαρτύρων, καθώς επίσης στην εκδοχή της εφεσίβλητης, αναφορικά με τη δική της συνεισφορά στις οικογενειακές υποχρεώσεις.

 

          Στη συνέχεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε τη νομοθετική και νομολογιακή πτυχή της υπόθεσης, με αναφορά στο Άρθρο 14 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991, Ν.232/91 και στην ΟΡΦΑΝΙΔΗΣ ν. ΟΡΦΑΝΙΔΗΣ, (1998) 1 ΑΑΔ 179, για να προχωρήσει με την εξέταση της ενώπιον του απαίτησης. Είναι χρήσιμο να τεθεί αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:

 

«Εξετάζοντας την απαίτηση του αιτητή για την απόδοση σ' αυτόν του μέρους της συνεισφοράς του στην αύξηση της περιουσίας της καθ'ης η αίτηση επισημαίνω τα ακόλουθα.

            Ο αιτητής έχει το βάρος απόδειξης της απαίτησης του για αύξηση της περιουσίας της καθ'ης η αίτηση ως προς το ½ μερίδιο της επίδικης κατοικίας και το ποσό €109.370,75.

            Εξέτασα την απαίτηση του αιτητή για την αύξηση της περιουσίας της καθ'ης η αίτηση ως προς το ½ μερίδιο της στην επίδικη συζυγική κατοικία.

            Δηλώθηκε ως παραδεκτό γεγονός η αξία της κατοικίας στο χρόνο της διάστασης €296.000. Δεν υπήρχε δάνειο αγοράς του σε τράπεζα κατά το χρόνο της διάστασης πέραν του ισχυρισμού του αιτητή για χρέος ποσού €130.000 με βάση τη συμφωνία δανείου με τον Φ.Β.

            Προκύπτει από την ενώπιον μου μαρτυρία ότι ο αιτητής είχε περισσότερα εισοδήματα από την καθ'ης η αίτηση κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης τους, γεγονός που είναι αποδεκτό από την καθ'ης η αίτηση.

            Οφειλέτες στο πρώτο στεγαστικό δάνειο που συνήψαν στις 7.11.2007 για το ποσό ΛΚ195.000 ήταν και οι δύο διάδικοι. Ο ισχυρισμός του ότι το υπόλοιπο ποσό ΛΚ65.000 για την αγορά της κατοικίας ποσού ΛΚ260.000 καταβλήθηκε από τον ίδιο όπως είπε «από οικονομίες που είχα ένεκα των υψηλών εισοδημάτων μου και από δωρεά που έλαβα από τη μητέρα μου» προβλήθηκε αόριστα και έμεινε ατεκμηρίωτος.

            Ισχυρίστηκε ο αιτητής ότι συνήψε νέο στεγαστικό δάνειο την 1.6.2010 για ποσό €205.000 με το οποίο εξοφλήθηκε το πρώτο δάνειο στις 29.8.2012 με την καταβολή δόσεων από τον ίδιο και με ποσό που έλαβε από τον Φ.Β. με σύμβαση δανείου, χρέος που οφείλει. Είναι η θέση του ότι η καταβολή των δόσεων γινόταν αποκλειστικά από τον ίδιο.

            Η καθ'ης η αίτηση ανέφερε στη μαρτυρία της ότι χρησιμοποιούσε το εισόδημα από την εργασία της για τη διατροφή και τη συντήρηση της οικογένειας της. Δέχτηκε ότι «η κύρια πηγή εσόδων της οικογένειας» ήταν ο αιτητής.

            Ο ισχυρισμός του αιτητή για τη σύμβαση δανείου που συνήψε με τον Φ.Β., που έγινε εκ των υστέρων το 2011 για χρήματα που έλαβε προηγουμένως με σκοπό την πληρωμή των δόσεων του στεγαστικού δανείου δεν λαμβάνεται υπόψη ενόψει του μεταγενέστερου χρόνου σύναψης της συμφωνίας «για ποσά που έλαβε σε προγενέστερες ημερομηνίες ως παρελθούσα αντιπαροχή», όπως ανέφερε.

            Η καθ'ης η αίτηση χρησιμοποιούσε το εισόδημα από την εργασία της για τη διατροφή και τη συντήρηση της οικογένειας και ασχολείτο με τη φροντίδα των παιδιών, της οικογένειας και της κατοικίας στην οποία διέμεναν άμεσα η ίδια αλλά και μέσω της μητέρας της ως συμβολή προς την ίδια και την οικογένεια της. Ο ισχυρισμός του αιτητή ότι της κατέβαλλε μισθό στη βάση εργοδότησης δεν δικογραφήθηκε.

            Η περιουσία της καθ'ης η αίτηση αυξήθηκε ως προς το ποσό €148.000 όσο αφορά το ½ μερίδιο της επίδικης κατοικίας.

            Αξιολογώντας τη μαρτυρία του αιτητή στην απόκτηση της επίδικης κατοικίας δεν μπορεί να εξευρεθεί με πραγματικό υπολογισμό η συνεισφορά του. Συνεπώς εφαρμόζεται το τεκμήριο του άρθρου 14(2) του Νόμου στο οποίο ορίζεται:

«Η συνεισφορά του ενός συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη συνεισφορά.»

            Παραθέτω το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου στην Α. Θεωρή ν. Δ. Χρυσοστόμου (2003) 1 ΑΑΔ 386, 389, στην οποία λέχθηκε:

«Ως εκ τούτου, εφόσον δεν είχε αποδειχθεί ούτε μεγαλύτερη, ούτε μικρότερη, αλλά ούτε και ανύπαρκτη συνεισφορά της εφεσίβλητης στην αύξηση της ακίνητης περιουσίας του εφεσείοντος, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε και εφάρμοσε το τεκμήριο του εδαφίου (2) του άρθρου 14 του Νόμου σύμφωνα με το οποίο, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη συνεισφορά, η συνεισφορά του ενός συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης.»

            Σχετική με τα επίδικα θέματα της εξεταζόμενης υπόθεσης είναι και η απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου στην Κ. Βασιλείου ν. Μ. Βασιλείου (2012) 1 ΑΑΔ 279, στην οποία παραπέμπω.

Καθώς και η απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου στην Α. Σταυρινού ν. Η. Στυλιανού, ΄Εφεση αρ.18/2017, ημερομηνίας 7.5.2020 στην οποία λέχθηκε:

«Ο εφεσίβλητος δεν απέδειξε συνεισφορά μεγαλύτερη του ενός τρίτου, αλλά ούτε και η εφεσείουσα απέδειξε ότι η συνεισφορά του ήταν μικρότερη του ενός τρίτου. Συνεπώς, στη βάση των αποφασισθέντων στην υπόθεση Ορφανίδης ν. Ορφανίδη (1998) 1 ΑΑΔ 179 ότι '.όπου η μαρτυρία δεν είναι καταληκτική ως προς την έκταση της συνεισφοράς, υπεισέρχεται το τεκμήριο που δημιουργεί το άρθρο 14(2) του νόμου', έκρινε πως ο εφεσίβλητος δικαιούται το ένα τρίτο του ποσού της αύξησης της περιουσίας. Η απόφαση είναι ορθή. Εφόσον υπήρξε αύξηση της περιουσίας και ο εφεσίβλητος έχει συνεισφέρει σ' αυτήν, και ενόψει του ότι δεν καθορίστηκε το ποσό της συνεισφοράς, ενεργοποιείται το τεκμήριο του άρθρου 14(2), το οποίο είναι μαχητό. Στη βάση της μαρτυρίας, η αξιολόγηση της οποίας δεν αμφισβητείται, ορθά κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του.»

Επισημαίνεται ότι ο δικηγόρος της καθ'ης η αίτηση δέχεται στην αγόρευση του ότι δικαιολογείται εφαρμογή του τεκμηρίου του Νόμου.

            Ενόψει των ανωτέρω, κρίνω ότι η συνεισφορά του αιτητή εκτείνεται στο 1/3 της αύξησης της επίδικης περιουσίας της καθ'ης η αίτηση. Συνεπώς η συνεισφορά του είναι το 1/3 του ποσού €148.000, το οποίο όπως ανωτέρω κατέληξα είναι το αντικείμενο διαμοιρασμού μεταξύ των διαδίκων, ποσό €49.333.

            Εξέτασα στη συνέχεια την απαίτηση του αιτητή για την αύξηση της περιουσίας της καθ'ης η αίτηση ως προς το ποσό €109.370,75, που κατά τον ισχυρισμό του οικειοποιήθηκε η καθ'ης η αίτηση.

            Επισημαίνω ότι ενδιάμεσες αυξομειώσεις, κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης είναι αδιάφορες. Δεν απέδειξε ότι αφορά περιουσία που είναι στο όνομα της καθ'ης η αίτηση κατά το χρόνο της διάστασης. Ο ισχυρισμός αυτός απορρίπτεται.»

 

Έχουμε μελετήσει διεξοδικά κάθε τι που αφορά το υπό εξέταση ζήτημα, περιλαμβανομένης και της προσκομισθείσας μαρτυρίας, ως τίθεται μέσω των πρακτικών της ακροαματικής διαδικασίας και των τεκμηρίων που κατατέθηκαν.

 

          Με κάθε σεβασμό στην ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστή, έχουμε την άποψη ότι ο εφεσείων δικαιολογείται να παραπονείται αναφορικά με τον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε, διαχειρίστηκε και συμπερασματικά αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία. Από το ως άνω απόσπασμα, το οποίο αποτελεί το σύνολο της ουσιαστικής εξέτασης των εκατέρωθεν ισχυρισμών και ουσίας της υπόθεσης, διαπιστώνονται σημεία ελέγχου της πρωτόδικης κρίσης.

 

          Κατ’ αρχάς, διαπιστώνεται η απουσία αξιολόγησης της εφεσίβλητης ως μάρτυρα, για να διαπιστωθεί η αξιοπιστία της και, κατ’ επέκταση, να αιτιολογηθεί η αποδοχή των ισχυρισμών της σε σχέση με τη δική της συνεισφορά. Με δεδομένη την εκδοχή του εφεσείοντα ότι δεν υπήρχε τέτοια συνεισφορά, από μέρους της εφεσίβλητης, το ζήτημα αναγόταν σε ουσιαστικής σημασίας ζήτημα για την υπόθεση. Απολύτως συναφή, προβάλλουν και τα όσα τέθηκαν ή δεν αφέθηκαν να τεθούν ως μαρτυρία, από μέρους του εφεσείοντα, αναφορικά με τους δικούς του ισχυρισμούς, οι οποίοι θα μπορούσαν, αν, συνεπεία κρίσης αξιοπιστίας, γίνονταν αποδεκτοί, να οδηγήσουν, είτε σε πλήρη επιτυχία του, ή σε απόδοση μεγαλύτερου ποσοστού συνεισφοράς. Κάποιοι τέτοιοι ισχυρισμοί, αναφέρεται ότι δεν δικογραφήθηκαν, ενώ, από εξέταση των δικογράφων, περιλαμβανομένης και της Απάντησης στην Υπεράσπιση, διαπιστώνεται δικογράφηση τους. Κυρίως, όμως, ελλείπει η ενασχόληση του Δικαστηρίου με τη μαρτυρία και τους μάρτυρες αξιολογικά, ώστε να μπορεί να διαπιστωθεί ποια είναι η πρωτόδικη κρίση για τους μάρτυρες, ποια είναι τα τελικά συμπεράσματα του Δικαστηρίου επί των γεγονότων και γιατί δεν μπορούσε να καταλήξει σε συγκεκριμένα συμπεράσματα.

 

          Διαπιστώνεται, συναφώς, ότι υπήρχαν στοιχεία που μπορούσαν να προβληματίσουν ώστε η πρωτόδικη κρίση, κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας, να μην περιορίζετο, ουσιαστικά, σε επιφανειακή θεώρηση και, εν τέλει, αποδοχή της μίας εκδοχής και συνοπτική απόρριψη της εκδοχής του εφεσείοντα επί των γεγονότων και περιορισμό της συνεισφοράς του στην αύξηση της περιουσίας της εφεσίβλητης στο ποσοστό του κατά νόμο μαχητού τεκμηρίου.

 

Είναι γνωστές οι αρχές της νομολογίας ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει, κατά κανόνα, στην αξιολόγηση και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο έχει την ευκαιρία να παρατηρήσει και να εξετάσει τη μαρτυρία ενώπιον του στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, με όλα τα συνακόλουθα ευεργετήματα.  Επέμβαση στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δικαιολογείται όταν αυτά αντιστρατεύονται τη λογική ή έρχονται σε σύγκρουση με την αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία ή η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων παρουσιάζεται προβληματική, ενόψει λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων (Γιάλλουρος v. Ψύλλου (2009) 1 ΑΑΔ 1552, Μάρκαρη v. Παρασκευά (2012) 1(Β) ΑΑΔ 1493, Μιχαήλ v. Λαπίθη κ.ά., ECLI:CY:AD:2018:A13, Πολιτική Έφεση 336/2011, ημερομηνίας 12.01.2018), ECLI:CY:AD:2018:A13.

 

Έχουμε την άποψη ότι, υπό το φως των όσων αναφέρονται ανωτέρω, δικαιολογείται επέμβαση μας. Όχι για να υποκαταστήσουμε δική μας κρίση επί των γεγονότων. Κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε στον τρόπο που προσέγγισε το όλο θέμα της αποδοχής, εξέτασης και αξιολόγησης της μαρτυρίας. Δεν είμαστε σε θέση να διαπιστώσουμε ότι έχουν απασχολήσει όλα τα στοιχεία, ώστε να προβληματίσουν, με αποτέλεσμα η πρωτόδικη κρίση να παρουσιάζεται ελλιπής και προβληματική.

 

Δεδομένης δε, συνεπεία των ως άνω, της επακόλουθης κατάληξης στα ως άνω συμπέρασμα, καθίσταται εμφανές το ακροσφαλές των συμπερασμάτων αυτών.

 

Επαναλαμβάνουμε ότι το ζήτημα απολήγει να είναι σφάλμα στην πληρότητα της αξιολόγησης της μαρτυρίας από μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου, καθώς επίσης,  της ενασχόλησης και απόφανσης επί δικογραφημένων διαφορών, με αποτέλεσμα το Εφετείο να μην είναι σε θέση να υποκαταστήσει, με τη δική του κρίση, την πρωτόδικη κρίση. Δεν θεωρούμε ότι θα ήταν ορθό να προβεί, το Εφετείο, σε αξιολόγηση της μαρτυρίας, έργο που ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Ώστε αυτό να μπορέσει να καταλήξει στα συμπεράσματα του επί των γεγονότων και, κατ’ εφαρμογή της νομικής πτυχής της υπόθεσης, να αποφασίσει, συνακόλουθα, την ουσία των επίδικων στην υπόθεση θεμάτων.

 

Έπεται των ως άνω ότι βάσιμοι κρίνονται οι λόγοι έφεσης 2, 3, 4 και 5, οι οποίοι και επιτυγχάνουν, συμπαρασύροντας τους υπόλοιπους λόγους έφεσης. Θεωρούμε ότι είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης όπως η υπόθεση παραπεμφθεί στο πρωτόδικο Δικαστήριο για επανεκδίκαση.

 

          Συνακόλουθα, η παρούσα έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Παραμερίζεται, επίσης, η πρωτόδικη διαταγή για έξοδα.

 

Η υπόθεση παραπέμπεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο για επανεκδίκαση. Δεδομένης της επιτυχίας της πρωτόδικης διαδικασίας για τον εφεσείοντα στον ελάχιστο, υπό τα δεδομένα, βαθμό (απόδοση του μαχητού τεκμηρίου), τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα παραμείνουν στην πορεία της αίτησης, σε καμία, όμως περίπτωση, δεν θα είναι εναντίον του εφεσείοντα.

 

          Επιδικάζονται εναντίον της εφεσίβλητης και υπέρ του εφεσείοντα, €4.200.-, πλέον ΦΠΑ (εάν υπάρχει), ως έξοδα της παρούσας έφεσης.

 

 

 

Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.      

 

 

 

Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.   

 

 

 

Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο