Cyprus Engineering Stores (Nicosia) Ltd v. Σωτήρης Σιακαλλής, Πολιτική Έφεση αρ. 222/2024, 18/7/2025
print
Τίτλος:
Cyprus Engineering Stores (Nicosia) Ltd v. Σωτήρης Σιακαλλής, Πολιτική Έφεση αρ. 222/2024, 18/7/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση αρ. 222/2024)

18 Ιουλίου 2025

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]

[ΑΜΠIΖΑΣ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ Δ/στές]

                  

Cyprus Engineering Stores (Nicosia) Ltd

Εφεσείουσα

ν.

Σωτήρης Σιακαλλής

Εφεσίβλητος

Αίτηση ημ. 27/03/2025 υπό εφεσείουσας

για αναστολή εκτέλεσης απόφασης

Για εφεσείουσα – αιτήτρια: κος Γιώργος Τρίγγας για Θεόδωρος Μ. Ιωαννίδης Δ.Ε.Π.Ε

Για τον εφεσίβλητο – καθ’ ου η αίτηση: κα Μαρία Παύλου για Ν. Ροτσίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε.

                       

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣ Η

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Με την υπό κρίση έφεση, αμφισβητείται απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, με την οποία η εφεσείουσα - εναγομένη διατάχθηκε να καταβάλει στον εφεσίβλητο – ενάγοντα, ποσόν ύψους €27.000,00 ως γενικές αποζημιώσεις, καθώς και ειδικές αποζημιώσεις ύψους €8.466,86 και €940,00 αντίστοιχα, πλέον τόκους και έξοδα.

Η απαίτηση του εφεσίβλητου, αφορούσε πτώση του από σκάλα κατά την διάρκεια της εργασίας του, την οποία προμήθευσε η εφεσείουσα στους εργοδότες του εφεσίβλητου. Τα επίδικα ζητήματα της αγωγής, αφορούσαν την ευθύνη της εφεσείουσας για το ατύχημα λόγω ελαττωματικότητας της σκάλας, αλλά και τις σωματικές βλάβες και την οικονομική ζημιά που υπέστη ο εφεσίβλητος λόγω της πτώσης του από την σκάλα.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από αξιολόγηση της μαρτυρίας, κατέληξε στο εύρημα ότι η πτώση του εφεσίβλητου οφειλόταν στην ελαττωματικότητα της σκάλας, εξαιτίας της οποίας αποκόπηκε ο ιστός και υποχώρησε το ένατο σκαλοπάτι. Αποφασίστηκε επίσης ότι συνεπεία της πτώσης του εφεσίβλητου από την σκάλα, αυτός υπέστη κάταγμα για το οποίο έλαβε θεραπεία και υπέστη έξοδα. Επιδικάστηκαν ως εκ τούτου προς όφελος του εφεσιβλήτου, οι προαναφερθείσες ειδικές και γενικές αποζημιώσεις. 

Η εφεσείουσα με 10 λόγους έφεσης, αμφισβητεί την πιο πάνω πρωτόδικη κατάληξη. Ταυτόχρονα, καταχώρισε στο πρωτόδικο Δικαστήριο στις  8/11/2024, αίτηση αναστολής της εκδοθείσας εναντίον της απόφασης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με απόφαση του ημερομηνίας 20/03/2025, απέρριψε την εν λόγω αίτηση.

Ακολούθησε η καταχώρηση της παρούσας αίτησης, με την οποία η εφεσείουσα αιτείται την ίδια θεραπεία από το Εφετείο, για αναστολή εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης. Ταυτόχρονα, η εφεσείουσα πέτυχε μετά από μονομερές αίτημα της στο Εφετείο, ενδιάμεσο διάταγμα αναστολής εκτέλεσης της απόφασης, μέχρι την εκδίκαση της παρούσας αίτησης αναστολής. Επικαλέστηκε επί του προκειμένου, το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος προχώρησε σε μέτρα εκτέλεσης, με αποτέλεσμα η κυρίως αίτηση αναστολής να καταστεί άνευ αντικειμένου, αν αυτά προχωρήσουν και η πρωτόδικη απόφαση εκτελεστεί πριν την εκδίκαση της παρούσας αίτησης αναστολής. Στο πλαίσιο του ενδιάμεσου διατάγματος αναστολής, η εφεσείουσα διατάχθηκε και κατέθεσε τραπεζική εγγύηση για το ποσόν των €50.000,00.

Ο συνήγορος της εφεσείουσας στην αγόρευση του, επανέλαβε τους ισχυρισμούς του περί προώθησης μέτρων εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης από τον εφεσίβλητο, γεγονός που θα καταστήσει άνευ αντικειμένου την έφεση, η οποία κατά την άποψη του έχει σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας. Ο συνήγορος επεσήμανε ότι ο ίδιος ο εφεσίβλητος αναφέρει στην ένσταση του  ότι χρειάζεται τα χρήματα της αποζημίωσης, προκειμένου να πληρώσει τις φυσιοθεραπείες που είναι αναγκαίες, ως αποτέλεσμα του τραυματισμού του. Το γεγονός αυτό κατά τον συνήγορο, καταδεικνύει ότι ο εφεσίβλητος δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να επιστρέψει οποιοδήποτε ποσόν εισπράξει με την εκτέλεση της απόφασης, στην περίπτωση που πετύχει η έφεση και η πρωτόδικη απόφαση ανατραπεί.     

Ως προς την παροχή εγγύησης, ο συνήγορος, δήλωσε ότι  η εφεσείουσα είναι έτοιμη να καταθέσει τραπεζική εγγύηση €50.000,00 όπως έπραξε με την έκδοση του ενδιάμεσου διατάγματος. Το ποσό αυτό υπερκαλύπτει κατά τον συνήγορο την επιδικασθείσα αποζημίωση. Όσον αφορά τα έξοδα, ο συνήγορος δήλωσε ότι δεν έχει ένσταση να εξαιρεθούν από την αναστολή εκτέλεσης.

Η συνήγορος του εφεσιβλήτου από την πλευρά της, επέμενε στην θέση ότι ο πελάτης της δεν θα πρέπει να αποστερηθεί το άμεσο όφελος από την απόφαση που εκδόθηκε υπέρ του. Επισημάναμε στην συνήγορο, πιθανή αντιφατικότητα των ισχυρισμών του εφεσίβλητου, με την έννοια ότι από την μια αναφέρει ότι χρειάζεται άμεσα το ποσόν της αποζημίωσης για να πληρώσει τις φυσιοθεραπείες του και από την άλλη, προβάλλει την θέση ότι είναι οικονομικά φερέγγυος και μπορεί να επιστρέψει οιονδήποτε ποσόν εισπράξει έναντι της απόφασης, σε περίπτωση που πετύχει η έφεση.

Η συνήγορος απέσυρε με προφορική δήλωση ενώπιον μας, τον ισχυρισμό ότι ο εφεσίβλητος χρειάζεται άμεσα το ποσόν της αποζημίωσης. Επέμενε ταυτόχρονα ότι ο εφεσίβλητος είναι φερέγγυος, λόγω ικανοποιητικών εισοδημάτων από την εργασία του και ως εκ τούτου είναι σε θέση να επιστρέψει οιονδήποτε ποσόν εισπράξει έναντι της απόφασης, σε περίπτωση που πετύχει η έφεση.   

Νομική πτυχή

Σύμφωνα με το Μέρος 41.7 (1) (α) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, στο οποίο στηρίζεται μεταξύ άλλων η αίτηση, εκτός αν το Εφετείο ή το κατώτερο δικαστήριο διατάξει διαφορετικά, η έφεση δεν επενεργεί ως αναστολή οποιουδήποτε διατάγματος ή απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου.

Η πιο πάνω διάταξη δεν καθορίζει συγκεκριμένες προϋποθέσεις για έκδοση διατάγματος αναστολής εκτέλεσης απόφασης και το ζήτημα ουσιαστικά αφήνεται στην διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Λόγω της ομοιότητας όμως της εν λόγω διάταξης με την Δ.35 θ.18 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, που καθόριζε την εξουσία αναστολής απόφασης εκκρεμούσης έφεσης, κρίνουμε ότι η νομολογία που ερμήνευσε την εν λόγω διαταγή, είναι βοηθητική και στην εξέταση αιτήματος, δυνάμει του Μέρους 41.7 (1) (α) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023.

Είναι γεγονός ότι στο Μέρος 41.7 δεν γίνεται πρόνοια για εξουσία του Εφετείου να θέσει όρους κατά την έκδοση διατάγματος αναστολής, ως προβλεπόταν στην Δ.35 θ.18 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Όπως όμως έχει νομολογηθεί, παρέχεται τέτοια εξουσία, δυνάμει των προνοιών του Μέρους 41.12 (1). Σχετική είναι η απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Θεοφάνους v. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.ά., Πολ. Έφεση 207/2021,  ημερ. 06/09/2023, στην οποία λέχθηκαν τα πιο κάτω:

«Ως διαφαίνεται η ουσία της ρύθμισης της αναστολής δεν άλλαξε. Δεν παραγνωρίζεται ότι στο Μέρος 41.7 δεν γίνεται πρόνοια για εξουσία του Εφετείου να θέσει όρους κατά την έκδοση διατάγματος αναστολής, ωστόσο παρέχεται τέτοια εξουσία δυνάμει του Μέρους 41.12 (1) όπου προνοείται πως «Σε σχέση με έφεση το Εφετείο έχει όλες τις εξουσίες του κατώτερου δικαστηρίου» παραπέμποντας έτσι, σ’ ό,τι αφορά το ζήτημα της έκδοσης διατάγματος υπό όρους, στο Μέρος 3.1 (3) όπου κατώτερο δικαστήριο δύναται να θέτει όρους κατά την έκδοση διατάγματος. Κατ’ επέκταση η μέχρι σήμερα σχετική, επί του θέματος της αναστολής εκτέλεσης αποφάσεων, νομολογία εξακολουθεί να ισχύει και να αποτελεί δεσμευτικό προηγούμενο.»

Η ίδια αρχή υιοθετήθηκε στην μεταγενέστερη απόφαση του Εφετείου Η v. Β, Πολ. Έφεση. 6/2023 (i-justice), ημερ. 07/03/2024, στην οποία γίνεται παραπομπή και στην υπόθεση Penderhill Holdings Limited και Άλλοι v. Ιωάννη Κλουκινά κα (2011) 1 Α.Α.Δ. 1921 όπου λέχθηκαν τ’ ακόλουθα:

«Με βάση τη νομολογία που ερμήνευσε την πιο πάνω διάταξη….. ………………………………………………………………………………..το όλο θέμα είναι στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου η οποία ασκείται δικαστικά και με βάση τους εξής παράγοντες που θα πρέπει να εξισορροπηθούν με γνώμονα τα συμφέροντα της δικαιοσύνης:

(α) Ο διάδικος ο οποίος επιτυγχάνει στην υπόθεση του δεν πρέπει να στερείται, χωρίς ουσιαστικό λόγο, του καρπού της επιτυχίας του.

(β) Το ένδικο μέσο της έφεσης, το οποίο ασκείται δικαιωματικά, δεν πρέπει να αποστερείται της αποτελεσματικότητας του.

Μεταξύ των κριτηρίων που λαμβάνει υπόψη το δικαστήριο είναι οι προοπτικές επιτυχίας της έφεσης αλλά αυτές είναι μόνο οριακής σημασίας. (Bλ. Ναυτικός Όμιλος Πάφου v. Αρχής Λιμένων Κύπρου, πιο πάνω). Στην υπόθεση Ιωσηφάκη v. Αριστοδήμου, πιο πάνω σελ. 288, ο Δικαστής (όπως ήταν τότε) Πικής διατύπωσε τους πιο πάνω παράγοντες ως εξής:

«Δύο είναι οι παράγοντες που κατά κύριο λόγο διέπουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου για την αναστολή πρωτόδικης απόφασης μέχρι την εκδίκαση της έφεσης. Πρώτο, η διασφάλιση της οριστικότητας (finality) των αποφάσεων του πρωτόδικου δικαστηρίου και την παράλληλη κατοχύρωση των δικαιωμάτων του διάδικου υπέρ του οποίου εκδόθηκε η απόφαση και δεύτερο, η εξασφάλιση της αποτελεσματικότητας του δικαιώματος για την άσκηση έφεσης. Οι δυο αυτοί παράγοντες εξισορροπούνται με γνώμονα τα συμφέροντα της δικαιοσύνης.»

Προκύπτει από την προαναφερθείσα νομολογία ως βασικός κανόνας ότι η έφεση δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. Τα δικαστήρια δεν αποστερούν επιτυχόντα διάδικο από τους καρπούς της επιτυχίας του, εκτός αν υπάρχουν ειδικές περιστάσεις. Τέτοιες υπάρχουν μεταξύ άλλων, στην περίπτωση που στοιχειοθετείται ανικανότητα του καθ’ ου η αίτηση να επιστρέψει το ποσό που θα εισέπραττε κατά την εκτέλεση, σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης του αιτητή (βλ. White Book 1956, σελ. 1284). Σε κάθε περίπτωση, το Δικαστήριο θα πρέπει να εξισορροπεί από την μια, το δικαίωμα επιτυχόντος διαδίκου να δρέψει τα αποτελέσματα της επιτυχίας του και από την άλλη, το δικαίωμα του εφεσείοντα στην αποτελεσματικότητα της έφεσης.

Εφόσον κριθεί ότι η περίπτωση είναι κατάλληλη για έκδοση διατάγματος αναστολής εκτέλεσης της απόφασης, το Δικαστήριο δύναται να επιλέξει τους κατάλληλους για την περίπτωση όρους για να τεθεί σε ισχύ η αναστολή. Εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου η επιλογή των όρων που θα τεθούν προκειμένου να επιφέρουν την εξισορρόπηση των συγκρουομένων δικαιωμάτων μέχρι την αποπεράτωση της έφεσης (βλ. Χαραλάμπους ν. A. Panayides Contracting Ltd (2001) 1Γ Α.Α.Δ 1978). Συνήθης πρακτική είναι να κατατίθεται τραπεζική εγγύηση εκ μέρους του εναγομένου για το ποσόν της απόφασης ή ακόμα και η πληρωμή στο Δικαστήριο του συνόλου ή μέρους του εξ αποφάσεως χρέους.

 Στην υπόθεση Χαραλάμπους (ανωτέρω) η οποία αφορούσε εργατικό ατύχημα, διατάχθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο η κατάθεση τραπεζικής εγγύησης για μέρος του εξ αποφάσεως χρέους ενώ το υπόλοιπο είχε διαταχθεί να καταβληθεί σε μετρητά.

Υπάρχει δυνατότητα εξαίρεσης από την αναστολή, του ποσού των εξόδων που έχουν επιδικαστεί υπέρ του ενάγοντα. Η πρακτική που ακολουθείται είναι ανάλογη με αυτή που εφαρμόζεται στην Αγγλία (βλ. Χαραλάμπους ανωτέρω). Σύμφωνα με την πρακτική αυτή, ο αποτυχών διάδικος καταβάλλει τα έξοδα που το Δικαστήριο επιδίκασε εναντίον του και ο δικηγόρος που εισπράττει το ποσό, αναλαμβάνει ρητή υποχρέωση συμμόρφωσης με οποιαδήποτε μεταγενέστερη διαταγή του Εφετείου αναφορικά με τα έξοδα, η οποία εκδίδεται στα πλαίσια εκδίκασης της έφεσης.

Στην υπόθεση Παπακόκκινου ν. Glykys & Araouzos Ins. Ltd κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 513, υιοθετήθηκε το πιο κάτω απόσπασμα από το Annual Practice 1962, αναφορικά με το θέμα των εξόδων αλλά και την εγγύηση που δυνατόν να διαταχθεί να καταβάλει ο εναγόμενος, σε περίπτωση που πετύχει την αναστολή εκτέλεσης απόφασης που εκδόθηκε εναντίον του:

«These are in the discretion of the Court, but in regard to the payment of costs under the judgment or order appealed from they are usually that the costs shall be paid to the solicitor on the other side on his personal undertaking to return them if the appeal is successful (Grant v. Banque Franco-Egyptienne [1878] 3 C.P.D. 202; Hood-Barrs v. Crossman (1897) A.C. 172; Swyny v. Harland [1894] 1 Q.B., per Lopes, L.J., at p. 709).   As regards the debt of damages awarded, there is no general practice: according to the circumstances (for example, the probability of their not being recovered if the appeal is successful, and the chances of success in the appeal) the money may be ordered to be paid into Court, or only some part of it.»

Συμπεράσματα

Εξετάζοντας την πιθανότητα επιτυχίας της έφεσης, τονίζουμε ότι ο παράγοντας αυτός, ως αναφέρεται πιο πάνω, είναι οριακής σημασίας. Μελέτη των λόγων έφεσης με την αιτιολογία τους, οδηγεί στο ότι η υπό κρίση υπόθεση δεν είναι η περίπτωση όπου μπορεί να γίνει πρόγνωση με βεβαιότητα ως προς την επιτυχία ή αποτυχία της έφεσης. Προβάλλονται ζητήματα ως προς το λανθασμένο των ευρημάτων για την ελαττωματικότητα της επίδικης σκάλας, καθώς και ως προς τους λόγους της πτώσης του εφεσίβλητου και της αιτιώδους συνάφειας των τραυμάτων του, με τις αιτίες της πτώσης. Στοιχεία τα οποία καταδεικνύουν, πως δεν πρόκειται για μια πλήρως αβάσιμη ή παντελώς ατεκμηρίωτη υπόθεση. Αντιθέτως, στον βαθμό που μπορεί να εξεταστεί στο πλαίσιο της παρούσας και μόνο, προβάλλει ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο, η έφεση να έχει κάποιες πιθανότητες επιτυχίας.

Αναφορικά με την εξισορρόπηση των εκατέρωθεν δικαιωμάτων των διαδίκων, κρίνουμε ότι η άσκηση της διακριτικής μας ευχέρειας θα πρέπει να ασκηθεί υπέρ της έγκρισης του αιτήματος. Στην απόφαση μας αυτή, λάβαμε σοβαρά υπόψη, την ετοιμότητα της εφεσείουσας να καταθέσει τραπεζική εγγύηση για ποσόν που υπερβαίνει το εξ αποφάσεως χρέος. Με τον τρόπο αυτό, διασφαλίζεται το δικαίωμα του εφεσίβλητου να εισπράξει το λαβείν του, σε περίπτωση που αποτύχει η έφεση.

Η εφεσείουσα ισχυρίστηκε αφερεγγυότητα του εφεσιβλήτου, με αποτέλεσμα αυτός, να μην είναι σε θέση να επιστρέψει οιονδήποτε ποσόν εισπράξει από την εκτέλεση της απόφασης αν πετύχει η έφεση. Προέβαλε επί του προκειμένου, ισχυρισμούς του ιδίου του εφεσείοντα για δανειοδότηση του από την εργοδότρια εταιρεία του κατά την διάρκεια της νοσηλείας του, αλλά και την ανάγκη να εισπράξει άμεσα την επιδικασθείσα σε αυτόν αποζημίωση, για σκοπούς κάλυψης των εξόδων φυσιοθεραπείας του.

Ανεξαρτήτως του ότι ο τελευταίος αυτός ισχυρισμός αποσύρθηκε από την συνήγορο του εφεσιβλήτου, γεγονός παραμένει ότι ο εφεσίβλητος δεν κατάφερε να απαντήσει με πειστικά επιχειρήματα, στους ισχυρισμούς της εφεσείουσας ως προς την ευχέρεια του να επιστρέψει οιονδήποτε ποσόν εισπράξει, σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης.

Η θέση του εφεσίβλητου ως προς την οικονομική του ευρωστία λόγω των εισοδημάτων από την εργασία του, δεν έχουν τεκμηριωθεί από το υλικό που τέθηκε ενώπιον μας. Σημειώνουμε ότι οι ασφαλιστέες αποδοχές του εφεσίβλητου, όπως παρουσιάζονται στο τεκμήριο Α που παραθέτει στην ένορκη δήλωση της ένστασης του, δεν είναι τέτοιες που να καταδεικνύουν δυνατότητα άμεσης επιστροφής του ποσού των επιδικασθεισών αποζημιώσεων, δεδομένων και των καθημερινών συνθηκών διαβίωσης του.

Όσον αφορά τον ισχυρισμό του ότι το συνολικό οικογενειακό του εισόδημα αυξήθηκε, λόγω του ότι μετά το ατύχημα εργάζεται και η σύζυγος του, κρίνουμε ότι αυτός είναι αόριστος και δεν τεκμηριώνεται από οιονδήποτε αποδεικτικό υλικό ως προς το ύψος των εισοδημάτων της συζύγου του. Το ίδιο ισχύει και για την θέση του, για επιπλέον εισοδήματα που έχει από μερίσματα μετοχών σε κερδοφόρες εταιρείες. Δεν δόθηκε καμία λεπτομέρεια ως προς τα έσοδα αυτά, με αποτέλεσμα οι εν λόγω ισχυρισμοί να παραμείνουν αόριστοι και ατεκμηρίωτοι.

Από την άλλη, η εφεσείουσα δήλωσε έτοιμη σε περίπτωση που δοθεί αναστολή εκτέλεσης, να καταθέσει τραπεζική εγγύηση για το ποσόν των €50.000,00 που υπερκαλύπτει τις επιδικασθείσες αποζημιώσεις, έτσι ώστε ο εφεσίβλητος να μπορεί να αποζημιωθεί άμεσα, σε περίπτωση που αποτύχει η έφεση.  

Έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω, κρίνουμε στο πλαίσιο της διακριτικής μας ευχέρειας, ότι η λύση που θα επιφέρει υπό τις περιστάσεις την ισορροπία μεταξύ των συγκρουομένων δικαιωμάτων των διαδίκων και τη μείωση ή ακόμα και την εξουδετέρωση του κινδύνου που διατρέχει η κάθε πλευρά, είναι η αναστολή εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης μέχρι την εκδίκαση της υπό κρίση έφεσης, με την ταυτόχρονη παροχή τραπεζικής εγγύησης εκ μέρους της εφεσείουσας ύψους €70.000,00. Το ποσόν αυτό υπολογίζεται στην βάση των επιδικασθεισών αποζημιώσεων που ανέρχονται στο συνολικό ποσόν των €36.406,86, πλέον τόκο από 12/07/2018 που επιδίκασε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο οποίος θα συνεχίσει να τρέχει μέχρι την εκδίκαση της έφεσης.

Εκδίδεται ενόψει όλων των πιο πάνω, διάταγμα αναστολής της υπό κρίση πρωτόδικης απόφασης.

Η αναστολή εκτέλεσης να ισχύει μέχρι πλήρους εκδίκασης της παρούσας έφεσης υπό τον όρο ότι η εφεσείουσα θα καταθέσει εντός 30 ημερών από σήμερα, τραπεζική εγγύηση στο Πρωτοκολλητείο του Εφετείου ύψους €70.000,00.

Σε περίπτωση παράλειψης της εφεσείουσας να συμμορφωθεί με τον πιο πάνω όρο αναστολής, η πρωτόδικη απόφαση θα υπόκειται αμέσως σε εκτέλεση.

Αναφορικά με τα επιδικασθέντα δικηγορικά έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας, κρίνουμε ότι είναι ορθό όπως εξαιρεθούν της δοθείσας αναστολής δυνάμει της πιο πάνω νομολογίας, υπό τον όρο ότι οι συνήγοροι του εφεσιβλήτου θα αναλάβουν γραπτή υποχρέωση συμμόρφωσης, με τυχόν οιανδήποτε μεταγενέστερη διαταγή του Εφετείου για επιστροφή εξόδων.

Τα έξοδα της παρούσας αίτησης ύψους €1.000,00 πλέον ΦΠΑ,  επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον του εφεσιβλήτου.  

 

 

 

 

 

ΑΛ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.

 

 

Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο