
ΕΦΕΤΕΙΟ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 24/2024)
17 Ιουλίου, 2025
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
MILON KUMAR PAL
Εφεσείων,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ
Εφεσίβλητης.
--------------------
Κ. Χατζησέργη (κα), δικηγόρος για τον Εφεσείοντα.
Θ. Παπανικολάου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο για την Εφεσίβλητη.
-------------------
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Σεραφείμ, Δ.:
---------------------
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.: Με την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας ημερομηνίας 22.1.2024 στην Προσφυγή Αρ. 6472/2021 M.K.P. v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ επικυρώθηκε η απόφαση της Εφεσίβλητης ημερομηνίας 3.6.2021, με την οποία απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτηση του Εφεσείοντα για παροχή διεθνούς προστασίας, αυτή κριθείσα διοικητικώς ότι ήτο απαράδεκτη, κατ’ εφαρμογή των Άρθρων 16Δ και 12Βτετράκις(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000) (εφεξής «ο Νόμος»).
Επιγραμματικά τα ουσιώδη γεγονότα της παρούσης υποθέσεως έχουν ως ακολούθως:
Ο Εφεσείων κατάγεται από το Μπαγκλαντές. Στις 20.10.2016 εισήλθε, χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα, στις ελεγχόμενες περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας από τις κατεχόμενες. Στις 29.10.2018, ήτοι δύο και πλέον έτη μετά, υπέβαλε αίτηση για χορήγηση διεθνούς προστασίας, η οποία απορρίφθηκε, με απόφαση της Eφεσίβλητης ημερομηνίας 11.10.2019, η οποία δεν έτυχε διοικητικής ή δικαστικής αμφισβήτησης από τον Εφεσείοντα. Στις 17.7.2020, ωστόσο, ο Εφεσείων υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση για χορήγηση διεθνούς προστασίας ενώπιον της Εφεσίβλητης. Αυτή, κατόπιν υιοθέτησης σχετικού σημειώματος/εισήγησης λειτουργού, κρίθηκε, στις 3.6.2021, απαράδεκτη. Ο Εφεσείων ενημερώθηκε για την εν λόγω απόφαση στις 20.9.2021, με επιστολή της Εφεσίβλητης ημερομηνίας 7.6.2021, η νομιμότητα της οποίας αποτέλεσε το αντικείμενο ελέγχου της πρωτόδικης απόφασης (βλ. ανωτέρω), εναντίον της οποίας ασκήθηκε η παρούσα Έφεση.
Η πλευρά του Εφεσείοντα δικογράφησε (και με το περίγραμμα της ανέπτυξε) συνολικά οκτώ (8) λόγους Έφεσης, τους εξής, εδώ αυτούσια αποδιδόμενους:
Υπό πασιφανή πλάνη και με, λόγω ταύτης, πλήρη απουσία αιτιολογίας και/ή με ελαττωματική αιτιολογία, το Πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό του αιτητή/εφεσείοντα περί αναρμοδιότητας του οργάνου το οποίο υπέγραψε και/ή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, ήτοι της κας Νίκης Θεοδούλου.
Αιτιολογία
Τούτο γιατί όλη η σχετική απορριπτική κρίση του εν λόγω ισχυρισμού αφορά στην ύπαρξη αναρμοδιότητας άλλου προσώπου/οργάνου, ήτοι του Α.Α. Ανδρέα Αγρότη. Όμως ο Α.Α. δια της μονογραφής και της σφραγίδας του δεν προέβη στην υπογραφή και/ή την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά προέβη μόνο στην έγκριση του Σημειώματος/Εισήγησης της Λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου κας Νίκης Θεοδούλου, στην οποία και μόνο αφορούσε ο ισχυρισμός του αιτητή/εφεσείοντα δεδομένου ότι αυτή υπογράφει την προσβαλλόμενη απόφαση.
Ο ισχυρισμός του αιτητή/εφεσείοντα δεν αφορά στην αρμοδιότητα του Α.Α. και εις την αυτόν εξουσιοδότηση του Υπουργού Εσωτερικών την οποία αναφέρει στις σελίδες 6 και 7 της απόφασης του υπό προφανή πλάνη το Πρωτόδικο Δικαστήριο.
Ο ισχυρισμός του αιτητή/εφεσείοντα ρητά και με σαφήνεια, όπως προκύπτει από την απαντητική του αγόρευση στη σελίδα 13, αφορά στην κα Νίκη Θεοδούλου και στο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη και/ή υπογράφεται από την κα Θεοδούλου αναρμόδια, χωρίς να προκύπτει από οποιοδήποτε έγγραφο ότι ο Υπουργός και/ή Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου εκχώρησε εξουσία λήψης απόφασης και/ή υπογραφής της απόφασης στην κα Θεοδούλου.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελίδα 5 της απόφασης του αναφέρει τον ισχυρισμό του αιτητή/εφεσείοντα περί αναρμοδιότητας του προσώπου που έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση με αναφορά στο ότι «η λειτουργός που υπέγραψε και/ή έλαβε την απόφαση δεν είχε εξουσία προς τούτο».
Στη συνέχεια όμως δεν κρίνει περί αναρμοδιότητας της κας Θεοδούλου αλλά ασχολείται με την αναρμοδιότητα του Α.Α. (Ανδρέα Αγρότη) που ενέκρινε το σημείωμα της κας Θεοδούλου.
Τούτο ουδεμία σχέση έχει με τον ισχυρισμό του αιτητή ο οποίος κρίθηκε και απορρίφθηκε πεπλανημένα.
Λόγος Έφεσης 2
Εσφαλμένα, υπό πλάνη χωρίς αιτιολογία και/ή με ελαττωματική αιτιολογία έκρινε το Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι:
«Καταρχάς, μελετώντας την γραπτή αγόρευση του Αιτητή και σε συμφωνία με τα όσα υποβάλλουν οι Καθ' ων η αίτηση, εύκολα διαπιστώνεται η γενικόλογη, αόριστη και εν πολλοίς ρητορική αναφορά σε σειρά επιχειρημάτων, χωρίς ωστόσο να δίδονται οποιαδήποτε στοιχεία ή επιχειρήματα, που να τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς του αυτούς. Πράττει δε τούτο, αντίθετα με τα όσα επιτάσσει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962. Έχει πλειστάκις λεχθεί και από το παρόν Δικαστήριο, με παραπομπή στη σχετική επί του θέματος νομολογία ότι τα επίδικα θέματα στοιχειοθετούνται και προσδιορίζονται από τη δικογραφία[2] ενώ ξεκάθαρη είναι η απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο3. Δεν αρκεί συνεπώς η γενικόλογη και αόριστη επιχειρηματολογία περί των εδώ προωθημένων λόγων ακυρώσεως, χωρίς ταυτόχρονα την εξειδίκευση και αναφορά στα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και στη βάση ποιας συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας οι συγκεκριμένοι αυτοί λόγοι προωθούνται.»
Και στη συνέχεια ότι:
Αιτιολογία
Τούτο γιατί κατ’ αρχάς από την αναφορά του πρωτόδικου δικαστηρίου μόνο στη γραπτή αγόρευση του αιτητή σε συνδυασμό και με τον πρώτο λόγο έφεσης αναφορικά με τον ισχυρισμό του αιτητή στην απαντητική του αγόρευση περί αναρμοδιότητας της κας Θεοδούλου προκύπτει ότι ενδεχομένως το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε ενδελεχώς και επισταμένα με την απαντητική αγόρευση του αιτητή. Σε κάθε περίπτωση οι νομικοί ισχυρισμοί είναι με πληρότητα και σαφήνεια καταγεγραμμένοι στην προσφυγή του αιτητή/εφεσείοντα και αναπτύσσονται με αιτιολογία και νομική επιχειρηματολογία και στη γραπτή αλλά και στην απαντητική αγόρευση του αιτητή/εφεσείοντα και η απόρριψη τους λόγω δήθεν γενικολογίας, αοριστίας και αλυσιτελείας είναι λανθασμένη, πεπλανημένη και αναιτιολόγητη.
Λόγος Έφεσης 3
Εσφαλμένη υπό νομική πλάνη, αναιτιολόγητα και/ή με ελαττωματική αιτιολογία και αντιφατικά το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε μόνο τον ισχυρισμό του αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας επειδή όπως έκρινε εσφαλμένα:
«Επισημαίνεται ότι ο ισχυρισμός περί έλλειψης δέουσας έρευνας άπτεται της ουσίας της υπόθεσης -ως προς το παραδεκτό ή όχι της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή- την οποίαν οφείλω να εξετάσω ούτως ή άλλως ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν.»
Τούτο εφόσον εξέτασε τον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας καίτοι τον χαρακτήρισε ως γενικόλογο και αόριστο αλλά απτόμενο της ουσίας της υπόθεσης και αφορώντα στην ορθότητα και νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, έπρεπε να εξετάσει και τους υπόλοιπους λόγους ακύρωσης του αιτητή/εφεσείοντα οι οποίοι δέοντως καταγεγραμμένοι στην προσφυγή και δεόντως αναπτυχθέντες στις αγορεύσεις του αιτητή στη βάση και του λόγου έφεσης 2, ήπτοντο και αυτοί της ουσίας της υπόθεσης και ταυτόχρονα αφορούσαν τόσο τη νομιμότητα όσο και την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.
Λόγος Έφεσης 4
Εσφαλμένα υπό πλάνη χωρίς αιτιολογία και/ή με ελαττωματική αιτιολογία απέρριψε τον ισχυρισμό του αιτητή/εφεσείοντα περί έλλειψης δέουσας έρευνας στην προσβαλλόμενη απόφαση.
Αιτιολογία
Τούτο γιατί ο Εφεσείων/Αιτητής έχει παραθέσει πλείστα όσα στοιχεία έλλειψης δέουσας έρευνας τόσο στην τροποποιημένη γραπτή αγόρευση του όσον κυρίως και στην απαντητική του αγόρευση, όπως ενδεικτικά στην απουσία απαντήσεων σε παραγράφους του Παραρτήματος 7, στον υποκειμενισμό ότι ο αιτητής/εφεσείων δεν ήγειρε προσφυγή στο Δ.Δ.Δ.Π. γιατί δήθεν δεν είχε λόγους προσφυγής χωρίς την ελάχιστη έρευνα περί τούτου, ώστε η σχετική κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου περί έλλειψης δέουσας έρευνας είναι πεπλανημένη και αναιτιολόγητη.
Λόγος Έφεσης 5
Εσφαλμένα, υπό πλάνη, χωρίς δέουσα έρευνα, χωρίς αιτιολογία και/ή με ελαττωματική αιτιολογία το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε και/ή παρέλειψε να εξετάσει και να κρίνει επί του προβληθέντος ισχυρισμού του εφεσείοντος/αιτητή στη γραπτή απάντηση του ότι κατά τη διαδικασία εξέτασης μεταγενέστερης αίτησης η εισήγηση της κας Θεοδούλου πάσχει από νομική πλάνη.
Αιτιολογία
Τούτο γιατί ο αιτητής/εφεσείων στη σελίδα 4 της γραπτής απάντησης του προέβαλε τον σχετικό ισχυρισμό ότι η εισήγηση της κας Θεοδούλου τελεί υπό νομική πλάνη λόγω του ότι κατά τη διαδικασία της εξέτασης μεταγενέστερης αίτησης κατά το άρθρο 16(1) (α), 2 και 3 του Νόμου δεν προνοείται εισήγηση λειτουργού αλλά στο προκαταρκτικό στάδιο εξετάζεται μόνον από τον Προϊστάμενο, τον οποίον ισχυρισμό το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει και να κρίνει επ’ αυτού και/ή τον απέρριψε σιγή.
Λόγος Έφεσης 6
Εσφαλμένα, υπό πλάνη, αντιφατικά χωρίς αιτιολογία και/ή με ελαττωματική αιτιολογία, αντινομικά και αντίθετα στη νομολογία έκρινε το Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι λόγω των όσων ανέφερε ο εφεσείων/αιτητής στην αρχική και/ή προγενέστερη διαδικασία ορθά απορρίφθηκε στο προκαταρκτικό στάδιο η μεταγενέστερη αίτηση του ως απαράδεκτη.
Αιτιολογία
Τούτο γιατί οι καθ’ ων η αίτηση/εφεσίβλητοι ουδόλως έλαβαν υπόψη τους και/ή ουδόλως ερεύνησαν τα όσα ο αιτητής/εφεσείων ανέφερε στην αρχική αίτηση του αλλά και στη μεταγενέστερη τοιάυτη για πολιτικό πρόβλημα και κίνδυνο ζωής στη χώρα του και τον έκριναν λόγω της συνέντευξης οικονομικό μετανάστη, ενώ κατά τη νομολογία η οικονομική ένδεια μπορεί να συνδυάζεται και να συνυπάρχει με τον κίνδυνο ζωής ως λόγοι αποδοχής της αίτησης για διεθνή προστασία. Πρόσθετα οι καθ’ ων η αίτηση/εφεσίβλητοι ουδόλως προέβησαν σε δέουσα έρευνα επί ουσιαστικών ισχυρισμών του αιτητή/εφεσείοντα και/ή μη νόμιμα δεν εξέτασαν όλους τους ισχυρισμούς του.
Εσφαλμένα, υπό πλάνη, χωρίς αιτιολογία και/ή με ελαττωματική αιτιολογία έκρινε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, συνταχθέν με τη θέση των καθ’ ων η αίτηση/εφεσίβλητων, ότι κατά την προκαταρκτική εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης ορθά έκριναν ότι δεν επληρούτο καμία εκ των προϋποθέσεων που τίθενται (σωρευτικώς) στο άρθρο 16Δ(3)(β) του Νόμου γιατί ο ισχυρισμός του αιτητή/εφεσείοντα περί κινδύνου της ζωής του λόγω του πολιτικού προβλήματος δεν προβλήθηκε κατά τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης του εξ υπαιτιότητας του.
Αιτιολογία
Τούτο εφόσον γιατί ο αιτητής/εφεσείων είχε προβάλει τον ως άνω ισχυρισμό στην αρχική αίτηση του και στη μεταγενέστερη και οι καθ’ ων η αίτηση/εφεσίβλητοι παρέλειψαν εκ δικής του υπαιτιότητος να τον ερευνήσουν έστω και κατ’ ελάχιστον τόσο στο αρχικό στάδιο όσο και στο στάδιο της μεταγενέστερης αίτησης.
Λόγος Έφεσης 8
Εσφαλμένα, χωρίς αιτιολογία, αντινομικά, αντίθετα στη νομολογία και υπό νομική και πραγματική πλάνη οι καθ’ ων η αίτηση/εφεσίβλητοι απέρριψαν τη μεταγενέστερη αίτηση του αιτητή/εφεσείοντα ως απαράδεκτη, χωρίς να του χορηγήσουν το δικαίωμα ακρόασης.
Αιτιολογία
Τούτο γιατί η απόφαση ήταν δυσμενέστατη για τον αιτητή και οι καθ’ ων η αίτηση/εφεσίβλητοι είχαν την υποχρέωση ακόμη και στο προκαταρκτικό στάδιο της εξέτασης της αίτησης κατά τον Νόμο 158(ι)/99 άρθρο 43 και τη σχετική Νομολογία να χορηγήσουν στον αιτητή δικαίωμα ακρόασης.»
Εξετάσαμε με τη δέουσα προσοχή τους εγειρόμενους λόγους Εφέσεως, υπό το φως του περιεχομένου του πρωτόδικου δικαστικού και διοικητικού φακέλου.
Όσον αφορά, καταρχάς, τον πρώτο λόγο Έφεσης κρίνουμε ότι αυτός, με βάση το ενώπιον μας υλικό, δεν ευσταθεί.
Και εξηγούμε:
Ο Εφεσείων, καταρχάς, δεν δικογράφησε στην αίτηση ακυρώσεως (η οποία ειρήσθω εν παρόδω, τροποποιήθηκε με την προσθήκη λόγων ακυρώσεως άσχετων με το υπό εξέταση ζήτημα) ζήτημα αναρμοδιότητας της κας Θεοδούλου να υπογράψει και/ή εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, ως διατείνεται ότι έπραξε η εν λόγω λειτουργός.
Ούτε με την γραπτή αγόρευση του, αλλά ούτε και με την τροποποιημένη γραπτή αγόρευση του έπραξε κάτι τέτοιο. Αντιθέτως, στη τροποποιημένη γραπτή αγόρευση του, εκεί σελ. 3, ο Εφεσείων αναφέρεται μέσω της συνηγόρου του σε εισήγηση της κας Θεοδούλου και όχι σε απόφαση της (οι εκεί σχετικές φράσεις έχουν ως εξής: «Οι Καθ’ ων η Αίτηση κατά την εξέταση της Αίτησης του Αιτητή για το επανάνοιγμα της υπόθεσης του, στηρίχθηκε μόνον στο Σημείωμα/Εισήγηση της Λειτουργού κας Νίκης Θεοδούλου ημερ. 20/05/2021» και «η πιο πάνω απορριπτική της Αίτησης του Αιτητή εισήγηση της κας Θεοδούλου στηρίζεται σε τρεις αιτιολογικούς λόγους, ήτοι [.]» (οι ως άνω υπογραμμίσεις είναι του παρόντος Εφετείου).
Στη γραπτή απάντηση της, η πλευρά του Εφεσείοντα ισχυρίζεται, αρχικά, εκεί σελ. 3, ότι «Χωρίς οποιαδήποτε έρευνα επί του ως άνω ισχυρισμού, η Αρμόδιος Λειτουργός κα Νίκη Θεοδούλου») (η υπογράμμιση και πάλιν δική μας) και θέτει για πρώτη φορά τον ισχυρισμό του περί μη εκχώρησης εξουσίας υπογραφής και/ή λήψης απόφασης στην κα Θεοδούλου, ζήτημα που όπως αναφέρει (ορθά, κρίνουμε), εξετάζεται και αυτεπάγγελτα.
Σε γραπτό κείμενο διευκρινήσεων, το οποίο υπέβαλε η συνήγορος για τον Εφεσείοντα κατά την πρωτόδικη ακρόαση της υπόθεσης, τιτλοφορούμενο ως «ΔΙΕΥΚΡΙΝΗΣΕΙΣ», επανέλαβε τον εν λόγω ισχυρισμό.
Πρόκειται περί παρανόησης των πρωτοδίκως αποφασισθέντων από την πλευρά του Εφεσείοντα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, προφανώς και ως ζήτημα δημόσιας τάξεως και αυτεπάγγελτα εξεταζόμενο, αποφάσισε επί του ισχυρισμού του Εφεσείοντα, ως αυτός προβλήθηκε τελικώς, καταλήγοντας στην ουσία ότι, την απόφαση έλαβε (νόμιμα) ο Λειτουργός Α. Αγρότης, ο οποίος και ενέκρινε την εισήγηση της κας Θεοδούλου και ο οποίος κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο εξουσιοδοτημένος προς τούτο. Δεν έλαβε την απόφαση η κα Θεοδούλου, αλλά αυτή υπέβαλε μόνο εισήγηση, η οποία υιοθετήθηκε από το αποφασίζον πρόσωπο. Ανάφερε, αναλυτικά, επί του ζητήματος το πρωτόδικο Δικαστήριο:
«Επί του λόγου ακυρώσεως περί αναρμοδιότητας
Προέχει βεβαίως, λόγω της φύσης του αλλά και ως θέμα λογικής προτεραιότητας, η εξέταση του ισχυρισμού περί αναρμοδιότητας του οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση ο οποίος εξετάζεται σε κάθε περίπτωση αυτεπαγγέλτως, ως ζήτημα δημόσιας τάξης. Ειδικότερα, είναι η θέση του Αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη από αναρμόδιο πρόσωπο καθότι η λειτουργός που υπέγραψε και/ή έλαβε την απόφαση δεν είχε εξουσία προς τούτο. Έχοντας εξετάσει τον εν λόγω ισχυρισμό υπό το φως του περιεχομένου του διοικητικού φακέλου, δεν μπορώ να συμφωνήσω με αυτόν.
Διαπιστώνω μέσα από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν μου καθώς και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, ότι το υποβληθέν Σημείωμα/ Εισήγηση της λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου (Βλ. συναφώς ερυθρό 44 του διοικητικού φακέλου) ημερ. 20.05.2021, φέρει στο πάνω μέρος της σελίδας αυτής, σφραγίδα με την ένδειξη «ΕΓΚΡΙΝΕΤΑΙ», ημερομηνία 03.06.2021, μία μονογραφή και ακριβώς από κάτω μία σφραγίδα με το όνομα «Α.Α.»[6].
Ως εκ τούτου, στην παρούσα περίπτωση όπου προκύπτει ευκρινώς το όνομα του προσώπου που προβαίνει στην μονογραφή, ήτοι Α.A., αφού υπάρχει μονογραφή πλησίον του ονόματος που λογικώς ανήκει στο πρόσωπο το οποίο προβαίνει στην έγκριση, καθώς και ειδική σφραγίδα ότι η εν λόγω εισήγηση εγκρίνεται, κρίνω ότι η εν λόγω πράξη ικανοποιεί όλα τα εξωτερικά στοιχεία που την καθιστούν έγκυρη. Το βάρος ανατροπής του τεκμηρίου αυτού της κανονικότητας της επίδικης απόφασης φέρει ο ίδιος ο Αιτητής, ο οποίος δεν έχει προσκομίσει οτιδήποτε το οποίο να το ανατρέπει[7].
Ο Α.Α., είναι λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος ως προκύπτει από αντίγραφο επιστολής/εξουσιοδότησης του Υπουργού Εσωτερικών, το οποίο έχει επισυναφθεί στην ένσταση των Καθ' ων η αίτηση και βρίσκεται κατατεθειμένο στο διοικητικό φάκελο της παρούσας προσφυγής (Βλ. ερυθρό 47 του δ.φ.) είναι εξουσιοδοτημένος να εκδίδει αποφάσεις επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας. Η παραχώρηση της σχετικής εξουσιοδότησης είναι επιτρεπτή δυνάμει ρητής διάταξης νόμου, ήτοι του ερμηνευτικού άρθρου 2 του περί Προσφύγων Νόμου, ως επιβάλλει το εδάφιο (4) του άρθρου 17 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158 (Ι)/1999, σε συνδυασμό και με το άρθρο 3(2) του περί Εκχωρήσεως της ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου του 1962 (Ν. 23/1962). Συνάγεται ευθέως από το ερμηνευτικό άρθρο 2, ότι πρόσωπο το οποίο έχει εξουσία να εκδίδει αποφάσεις επί αιτήσεων ασύλου, είναι και οποιοσδήποτε αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό, για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου. Τέτοια εξουσιοδότηση εντοπίζεται και στην υπό κρίση υπόθεση, ως έχει επεξηγηθεί ανωτέρω και συνεπώς οι σχετικοί ισχυρισμοί του Αιτητή στερούνται βασιμότητας και ως εκ τούτου απορρίπτονται[8].»
Η χρήση της λέξης «εγκρίνεται» από τον αρμόδιο Λειτουργό ουδόλως σημαίνει ότι την απόφαση έλαβε (αναρμόδια) η κα Θεοδούλου, ως λανθασμένα εκλαμβάνει η πλευρά του Εφεσείοντα ή τη μη άσκηση αποφασιστικής αρμοδιότητας εκ μέρους του εγκρίνοντος. Η λέξη «εγκρίνεται» σημαίνει ότι ο τελευταίος έχει υιοθετήσει, ως
δική του την κατάληξη και την αιτιολογία της εισηγούντος λειτουργού για την υπό κρίση αίτηση. Ως αναφέρθηκε στη Τζιωνής και Κυπριακής Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ:
Αναφορικά με την άσκηση και τον έλεγχο της διακριτικής εξουσίας των διοικητικών οργάνων, παρατηρούμε ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η υιοθέτηση ενός σημειώματος από ένα Υπουργό, με τη λέξη «Συμφωνώ», αν το σημείωμα περιέχει συγκεκριμένη εισήγηση και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας προκύπτει ότι το αρμόδιο όργανο άσκησε ουσιαστικά την αποφασιστική του αρμοδιότητα, δεν συνιστά απεμπόληση αρμοδιότητας εκ μέρους του αρμοδίου (επιφορτισμένου) οργάνου. Είναι θέμα πραγματικό πότε ένας Υπουργός ή οποιοδήποτε άλλο διοικητικό όργανο ασκεί την εξουσία που του παρέχεται από το Νόμο και πότε απλώς επισφραγίζει απόφαση άλλου οργάνου (Δέστε: Δημοτικό Συμβούλιο Λάρνακας ν. Mobil Oil Ltd κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 294, 298 και Μιχ. Δ. Στασινοπούλου, Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων, Έκδοση 1951, σελ. 328). Στην προκείμενη περίπτωση ο Υπουργός ενήργησε μέσα στα πλαίσια της νομιμότητας.
Ως ορίζεται και στο Άρθρο 17(8) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158(Ι)/1999:
«(8) Δε συνιστά αποχή από άσκηση αρμοδιότητας η υιοθέτηση ενός σημειώματος ή μιας πρότασης που υποβάλλεται από υφιστάμενο υπάλληλο ή όργανο στο αρμόδιο διοικητικό όργανο, αν το σημείωμα ή η πρόταση περιέχει συγκεκριμένη εισήγηση και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας προκύπτει ότι το αρμόδιο όργανο άσκησε ουσιαστικά την αποφασιστική του αρμοδιότητα.»
Τέλος, δεν διαφοροποιούνται τα πιο πάνω από το γεγονός ότι, η κα Θεοδούλου υπέγραψε την επιστολή ενημέρωσης προς τον Εφεσείοντα για την επίδικη διοικητική απόφαση. Ως κρίθηκε και στη Σβανάς ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 576 αυτό που έχει πρωταρχική σημασία δεν είναι η ταυτότητα του προσώπου ή οργάνου που υπογράφει την επιστολή με την οποία πληροφορήθηκε ο Εφεσείων για την απόρριψη της αίτησής του, αλλά η ταυτότητα του προσώπου ή οργάνου που έλαβε την σχετική απόφαση.
Συνεπώς, με βάση τα ανωτέρω, ο πρώτος λόγος Έφεσης απορρίπτεται.
Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο και τρίτο λόγο Έφεσης, οι οποίοι θα εξετασθούν μαζί λόγω συνάφειας τους, και αυτοί κρίνονται αβάσιμοι.
Συγκεκριμένα, οι σχετικές επισημάνσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην απόφαση του, ήταν οι ακόλουθες:
«Καταρχάς, μελετώντας την γραπτή αγόρευση του Αιτητή και σε συμφωνία με τα όσα υποβάλλουν οι Καθ' ων η αίτηση, εύκολα διαπιστώνεται η γενικόλογη, αόριστη και εν πολλοίς ρητορική αναφορά σε σειρά επιχειρημάτων, χωρίς ωστόσο να δίδονται οποιαδήποτε στοιχεία ή επιχειρήματα, που να τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς του αυτούς. Πράττει δε τούτο, αντίθετα με τα όσα επιτάσσει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962[1]. Έχει πλειστάκις λεχθεί και από το παρόν Δικαστήριο, με παραπομπή στη σχετική επί του θέματος νομολογία ότι τα επίδικα θέματα στοιχειοθετούνται και προσδιορίζονται από τη δικογραφία[2] ενώ ξεκάθαρη είναι η απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο[3]. Δεν αρκεί συνεπώς η γενικόλογη και αόριστη επιχειρηματολογία περί των εδώ προωθημένων λόγων ακυρώσεως, χωρίς ταυτόχρονα την εξειδίκευση και αναφορά στα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και στη βάση ποιας συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας οι συγκεκριμένοι αυτοί λόγοι προωθούνται.
Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, αυτό που επίσης παρατηρείται είναι πως πέραν από γενικόλογους ισχυρισμούς, ο Αιτητής δεν προβάλει, στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας και εφόσον εν προκειμένω αυτό που προσβάλλεται είναι η δεύτερη μεταγενέστερη αίτησή του, λυσιτελείς ισχυρισμοί θα ήταν μόνο ισχυρισμοί που βάλλουν κατά της κρίσης περί απαραδέκτου της μεταγενέστερης αίτησης. Είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής των λόγων προσφυγής. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως. Λόγοι ακυρώσεως λοιπόν, οι οποίοι ομιλούν γενικά και αόριστα περί πλημμελειών της προσβαλλόμενης απόφασης, χωρίς ωστόσο να προβάλλονται ισχυρισμοί οι οποίοι να ανατρέπουν την κρίση των Καθ' ων η αίτηση περί απαραδέκτου της δεύτερης μεταγενέστερης αίτησής του, είναι αλυσιτελείς.
Πλην συνεπώς του ισχυρισμού περί έλλειψης δέουσας έρευνας καθώς και του ισχυρισμού περί αναρμοδιότητας ο οποίος ελέγχεται αυτεπαγγέλτως, οι λοιποί λόγοι ακυρώσεως απορρίπτονται ως αναιτιολόγητοι αλλά και αλυσιτελείς. Επισημαίνεται ότι ο ισχυρισμός περί έλλειψης δέουσας έρευνας άπτεται της ουσίας της υπόθεσης -ως προς το παραδεκτό ή όχι της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή- την οποίαν οφείλω να εξετάσω ούτως ή άλλως ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν[4].
Επισημαίνεται ότι, το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση[5].»
Ο Εφεσείων, με την τροποποιημένη γραπτή αγόρευση του, προώθησε ως λόγους ακυρότητος τους εξής: α) έλλειψη δέουσας έρευνας, β) ότι η απόφαση ήταν αναιτιολόγητη ή μη δεόντως αιτιολογημένη, γ) ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα ακρόασης του και δ) ότι παραβιάστηκε η αρχή της αναλογικότητας. Τέλος, έθιξε και το ανωτέρω αποφασισθέν ζήτημα αρμοδιότητας της λειτουργού, ως προαναφέρθηκε.
Ορθά, βρίσκουμε, το πρωτόδικο Δικαστήριο ψέγει το περιεχόμενο των λόγων ακυρώσεως, ως αυτοί αναπτύχθηκαν στη γραπτή αγόρευση του Εφεσείοντα ως «γενικόλογη, αόριστη και εν πολλοίς ρητορική αναφορά σε σειρά επιχειρημάτων, χωρίς ωστόσο να δίδονται οποιαδήποτε στοιχεία ή επιχειρήματα, που να τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς του αυτούς», αφού, πλην του ισχυρισμού περί παραβιάσεως του δικαιώματος ακρόασης (ο οποίος δεν έχει καν ακροθιγώς δικογραφηθεί ή εστω αναφερθεί και δεν είναι εκ των αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενων), με τον οποίο ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι, η Εφεσίβλητη όφειλε να τον καλέσει σε ακρόαση, να του ζητήσει διευκρινήσεις και να του επιτρέψει να εκθέσει τις απόψεις του αναφορικά με το θέμα (βλ. σελ. 3 της γραπτής αγόρευσης του) και ότι η Εφεσίβλητη όφειλε να εξηγήσει στον Εφεσείοντα το νομικό της προσανατολισμό ότι στην περίπτωση του εφαρμόζεται το Άρθρο 8 (1Α) (εδάφιο β) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 (εφεξής «ο Νόμος»), τίποτε συγκεκριμένο δεν παρουσιάζεται προς κρίση από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Στη γραπτή απάντηση του (βλ. εκεί σελ. 9), βεβαίως, η πλευρά του Εφεσείοντα επέκτεινε και τον ανωτέρω λόγο περί παραβιάσεως του δικαιώματος ακρόασης, τον οποίο, μάλιστα, διασύνδεσε με τους ισχυρισμούς του περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, το γεγονός, όμως, παραμένει ένα: ο εν λόγω λόγος ακυρώσεως (όπως και ο λόγος περί παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας) δεν δικογραφήθηκε και λανθασμένα, βρίσκουμε, ότι- σε αντίθεση με τις εδώ θέσεις του Εφεσείοντα- αποφάνθηκε και επί αυτού το πρωτόδικο Δικαστήριο (βλ. κατωτέρω στην εξέταση του όγδοου λόγου Έφεσης), αφού δεν καλυπτόταν από τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 (βλ. σελ. 3 της απόφασης του).
Ορθή, βρίσκουμε, είναι προσθέτως η επισήμανση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, λυσιτελείς ισχυρισμοί θα ήταν μόνο ισχυρισμοί που βάλλουν κατά της κρίσης περί απαραδέκτου της μεταγενέστερης αίτησης (περί της έκτασης και τα όρια του πρωτόδικου δικαστικού ελέγχου σε τέτοιες περιπτώσεις (βλ. απόφαση (πλειοψηφίας) ημερομηνίας 30.10.2024 στην Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας DEEPAK KUMAR v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ.).
Κατά τα λοιπά, ορθώς, βρίσκουμε, το Δικαστήριο εξέτασε αυτεπαγγέλτως το ζήτημα της έρευνας (σε συνάρτηση με αυτό κατ’ ουσία και της δοθείσας αιτιολογίας) που διεξήγαγε η Εφεσίβλητη (όπως και το ζήτημα της αρμοδιότητας λήψης απόφασης, ως αυτεπάγγελτο βλ. ανωτέρω), σε σχέση με την κρίση της περί απαραδέκτου της μεταγενέστερης αίτησης του Εφεσείοντα, αφού ως δικαστήριο ουσίας οφείλει να πράξει τούτο (Με τη διασαφήνιση ότι ο ορίζοντας της δικαστικής εξέτασης οριοθετείται, συνεπώς, από την ίδια την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη και την κρίση περί απαραδέκτου αυτής και δεν δύναται να επεκτείνεται σε πράξη άλλη από την προσβαλλόμενη και, ιδιαίτερα, δια της πλαγίου, στην πράξη απόρριψης του αιτήματος του Εφεσείοντα για χορήγηση διεθνούς προστασίας βλ. DEEPAK KUMAR (ανωτέρω)). Τελικώς, το μόνο ζήτημα που δεν έτυχε δικαστικής απόφανσης, είναι ο λόγος ακυρότητας περί παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας, ο οποίος, ως προαναφέρθηκε, ούτε δικογραφήθηκε, ούτε αναπτύχθηκε μεταγενέστερα δεόντως.
Συνεπώς, ως επεξηγήθηκε ανωτέρω, ούτε ο δεύτερος και τρίτος λόγος Έφεσης ευσταθούν και απορρίπτονται.
Όσον αφορά τον πέμπτο λόγο έφεσης ότι, «το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε και/ή παρέλειψε να εξετάσει και να κρίνει επί του προβληθέντος ισχυρισμού του εφεσείοντος/αιτητή στη γραπτή απάντηση του ότι κατά τη διαδικασία εξέτασης μεταγενέστερης αίτησης η εισήγηση της κας Θεοδούλου πάσχει από νομική πλάνη.» διότι «κατά τη διαδικασία της εξέτασης μεταγενέστερης αίτησης κατά το άρθρο 16(1) (α), 2 και 3 του Νόμου δεν προνοείται εισήγηση λειτουργού αλλά στο προκαταρκτικό στάδιο εξετάζεται μόνον από τον Προϊστάμενο», ούτε αυτός ευσταθεί.
Όπως η ίδια η Εφεσίβλητη επισημαίνει - και ορθά -, αυτός ο λόγος ακυρώσεως ηγέρθη πρώτη φορά με την απάντηση του Εφεσείοντα. Σημειώνεται ότι ούτε αυτός ο λόγος ακυρώσεως δικογραφήθηκε, ενώ είναι πάγια η νομολογία των κυπριακών δικαστηρίων ότι λόγος που δεν δικογραφείται και εγείρεται πρώτη φορά με τη γραπτή απάντηση δεν δύναται να εξεταστεί (βλ. Παρέλλης ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1145).
Συνεπώς και ο πέμπτος λόγος Έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Ο τέταρτος, έκτος και έβδομος λόγος Εφέσεως θα τύχουν από κοινού εξέτασης, λόγω συνάφειας τους.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε, σχετικά, τα ακόλουθα:
«Εξετάζοντας την ουσία της υπόθεσης σε συνάρτηση και με τον ισχυρισμό ότι δε διεξήχθη δέουσα έρευνα των ισχυρισμών του Αιτητή στα πλαίσια της υπό κρίση μεταγενέστερης αίτησης, παρατηρώ τα ακόλουθα:
Επισημαίνεται ότι αυτό που εν προκειμένω εξετάζεται είναι η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή για διεθνή προστασία, εκδιδόμενη δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου, η οποία διαβάζεται σε συνάρτηση με τα όσα διαλαμβάνονται στο άρθρο 16Δ(3)(α) και (β). Σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 4 του άρθρου 40 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ ([9]), διατάξεις οι οποίες μεταφέρονται στο ημεδαπό δίκαιο με το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου, καθώς και της σχετικής επί του θέματος νομολογίας, η εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων διενεργείται σε δύο στάδια.Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων[10]. Ειδικότερα, το άρθρο 12Βτετράκις (2)(δ) παρέχει τη δυνατότητα στην Υπηρεσία Ασύλου να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας.
Το άρθρο 12Βτετράκις (2)(δ) συμπληρώνεται από τις πρόνοιες του άρθρου 16Δ. Ειδικότερα, το πρώτο αυτό στάδιο του παραδεκτού συνεχίζεται σε περαιτέρω στάδια, καθένα από τα οποία οδηγεί στην εξακρίβωση των διαφορετικών προϋποθέσεων παραδεκτού, ως αυτές παρατίθενται στα εδάφια (3) (α) και (β) του άρθρου 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου τα οποία διαλαμβάνουν τα ακόλουθα (- έμφαση και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«16Δ(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:
Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.
(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος».
Οι προϋποθέσεις λοιπόν του παραδεκτού μιας μεταγενέστερης αίτησης, ως αυτές έχουν καθοριστεί νομοθετικά και ερμηνευθεί νομολογιακά από το ΔΕΕ αλλά και από τα εθνικά μας Δικαστήρια, διαμορφώνονται ως ακολούθως:
Πρώτον, διαπιστώνεται, μέσω προκαταρτικής εξέτασης, κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της απόφασής του (επί της αρχικής αίτησης ασύλου), σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.
Η εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης συνεχίζεται, μόνον όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την αρχική αίτηση για διεθνή προστασία, προκειμένου να εξακριβωθεί κατά δεύτερον: (α) αν τα νέα αυτά στοιχεία και πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας και (β) εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα εν λόγω νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία.
Οι δύο αυτές προϋποθέσεις παραδεκτού, μολονότι πρέπει αμφότερες να πληρούνται για να συνεχιστεί η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης, εντούτοις είναι διακριτές και δεν πρέπει να συγχέονται. Οι πιο πάνω προϋποθέσεις θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς[11].
Σκοπός λοιπόν της προκαταρκτικής έρευνας η οποία κατέληξε στην προσβαλλόμενη απόφαση, είναι ο έλεγχος του κατά πόσο πληρούνται οι ως άνω εκ της νομοθεσίας τιθέμενες προϋποθέσεις, οι οποίες θα δικαιολογούσαν περαιτέρω εξέταση της απορριφθείσας αιτήσεως ασύλου και όχι η εις βάθος επί της ουσίας έρευνα των νέων ισχυρισμών ωσάν να επρόκειτο για πρώτη αίτηση ασύλου. Αυτή είναι άλλωστε και η σκοπιμότητα των διατάξεων του αρ. 40 (2), (3) και (4) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ ως αυτές έχουν ερμηνευθεί στην απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην υπόθεση C-18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710 (στο εξής αναφερόμενη ως η «ΧΥ»).
Εν προκειμένω, παρατηρώ ότι ο Αιτητής κατά την αρχική του αίτηση για διεθνή προστασία, κατέγραψε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, επειδή κατ' ισχυρισμό αντιμετώπιζε προβλήματα και η ζωή του βρισκόταν σε κίνδυνο. Ωστόσο, κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι το περιεχόμενο της αίτησής του δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα και ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του αποκλειστικά για οικονομικούς λόγους, ήτοι για να εργαστεί και να αναζητήσει καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Δεν εξέφρασε οποιονδήποτε φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής του ενώ δήλωσε ότι υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία προκειμένου να νομιμοποιήσει την παραμονή του στην Κυπριακή Δημοκρατία. Αξιολογώντας τους πιο πάνω ισχυρισμούς του Αιτητή, οι Καθ' ων η αίτηση έκριναν ότι παρά το γεγονός ότι αυτοί ήταν αξιόπιστοι, εντούτοις δεν δικαιολογούσαν την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας καθότι δεν ενέπιπταν στους λόγους της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 ούτε και στον περί Προσφύγων Νόμο.
Στα πλαίσια της μεταγενέστερης αίτησής του, ο Αιτητής κατέγραψε ότι στη χώρα καταγωγής του αντιμετώπιζε πολιτικό πρόβλημα και δεχόταν απειλές κατά της ζωής του. Εξετάζοντας την μεταγενέστερη αίτηση ασύλου του Αιτητή, η Υπηρεσία Ασύλου κατέληξε ότι κατά την προγενέστερη διαδικασία εξέτασης της αίτησής του, ο ίδιος δεν αναφέρθηκε σε πολιτικό πρόβλημα λόγω δικής του υπαιτιότητας και κατά τούτο η αίτησή του απορρίφθηκε ως απαράδεκτη.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου, διαφαίνεται ότι οι Καθ' ων η Αίτηση προέβησαν στην (απαιτούμενη) προκαταρκτική εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή και κατά το προκαταρκτικό αυτό στάδιο, έκριναν ότι δεν πληρείτο καμία εκ των δύο προϋποθέσεων που τίθενται (σωρευτικώς) στο άρθρο 16Δ(3)(β)[12] ώστε να προβούν σε ουσιαστική εξέταση των προβληθέντων ισχυρισμών. Είναι και δική μου παρατήρηση ότι ο Αιτητής δεν είχε προβάλει ισχυρισμό περί πολιτικού προβλήματος σε κανένα στάδιο της διοικητικής διαδικασίας και τούτο παρά το γεγονός ότι ρωτήθηκε για τυχόν εμπλοκή σε πολιτικές, θρησκευτικές, στρατιωτικές, εθνικές οι κοινωνικές ομάδες. Συντάσσομαι λοιπόν με τη θέση των Καθ' ων η αίτηση ότι ο ισχυρισμός αυτός του Αιτητή δεν προβλήθηκε κατά την διαδικασία εξέτασής της αίτησής του, παρά το γεγονός ότι είχε την ευκαιρία να το πράξει, λόγω δικής του υπαιτιότητας.
Πέραν τούτου, ο ισχυρισμός περί πολιτικού προβλήματος είναι γενικός και αόριστος, χωρίς να συγκεκριμενοποιούνται οποιεσδήποτε λεπτομέρειες επί αυτού. Επισημαίνεται η πιο κάτω αναφορά που εντοπίζεται επί του εντύπου της μεταγενέστερης αίτησης (βλ. ερυθρά 42-41 του δ.φ.) την οποία συμπλήρωσε ο Αιτητής σύμφωνα με την οποία:
«Explain in detail the reasons that you wish your file to be re-examined»
Είναι εμφανές λοιπόν ότι ο Αιτητής δεν κατέβαλε καμία απολύτως προσπάθεια για να υποστηρίξει επαρκώς το αίτημά του, προβάλλοντας εμπεριστατωμένα τις θέσεις και τους ισχυρισμούς του και προσκομίζοντας, αν ήταν δυνατόν, οποιαδήποτε υποστηρικτικά έγγραφα και στοιχεία.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Από τα ενώπιον μου δεδομένα, διαπιστώνω ότι η Υπηρεσία Ασύλου εξέτασε τους ισχυρισμούς του Αιτητή, στο μέτρο που αυτοί θα ήταν κρίσιμοι για το παραδεκτό της μεταγενέστερης αίτησής του για άσυλο. Από τα όσα καταγράφονται σε αυτήν, ουδέν νέο στοιχείο ή πόρισμα ή ισχυρισμό αναφέρει ο Αιτητής ώστε να μπορούσε να θεωρηθεί ότι αυτή χρήζει περαιτέρω εξέτασης και/ή κλήσης του σε συνέντευξη. Τη μεταγενέστερη αίτηση χαρακτηρίζουν γενικόλογες αναφορές επί ισχυρισμού που δεν τεκμηριώθηκε με οποιαδήποτε έγγραφα ή με περαιτέρω λεπτομέρειες, ενώ σε καμία περίπτωση δεν εξηγείται ο λόγος που ο εν λόγω ισχυρισμός δεν προβλήθηκε κατά τα προηγούμενα στάδια εξέτασής της αίτησής του. Διαπιστώνω συνεπώς ότι ο ισχυρισμός αυτός εξαιτίας της γενικότητας με την οποία προβάλλεται και την αναξιοπιστία που απορρέει από την καθυστέρηση στην προβολή του, δεν έχουν επίδραση στην αξιολόγηση της χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Καταλήγω συνεπώς ότι ορθώς οι Καθ' ων η αίτηση απέρριψαν ως απαράδεκτη την αίτηση του Αιτητή, στη βάση των όσων διαλαμβάνονται στο άρθρο 16Δ (3) (α) του περί Προσφύγων Νόμου. Για τον λόγο αυτό δεν υπήρχε ανάγκη για περαιτέρω έρευνα ή κλήση του Αιτητή σε συνέντευξη. Ουδεμία πλημμέλεια ή άλλη παρατυπία μπορώ να διαπιστώσω στη διαδικασία προκαταρτικής εξέτασης της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή στη βάση της οικείας νομοθεσίας ως ανωτέρω καταγράφεται. Οι Καθ' ων η αίτηση εξέτασαν δεόντως τον ισχυρισμό του Αιτητή, ως αυτός προωθήθηκε με την αίτησή του και την απέρριψαν ως απαράδεκτη δυνάμει των όσων προνοεί η νομοθεσία που ανωτέρω αναφέρεται αιτιολογώντας τούτο πλήρως.
Υπό των φως των πιο πάνω, κρίνω ότι η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, αποτελεί προϊόν ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων, σύμφωνα και με το Νόμο και είναι πλήρως αιτιολογημένη. Οποιαδήποτε διαφορετική αντιμετώπιση, θα καθιστούσε τη διαδικασία ατέρμονη, καταχρηστική και αντίθετη με τους σκοπούς του Περί Προσφύγων Νόμου και της σχετικής Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32/ΕΕ.
Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη μου ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή (Μπαγκλαντές), συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα με το πρόσφατο Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 26.05.2023 (Κ.Δ.Π. 166/23), χωρίς εν προκειμένω ο Αιτητής να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή να προσκομίσει οποιαδήποτε στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και τα οποία να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας ιθαγένειας. Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.»
Δεν βρίσκουμε βάσιμα τα παράπονα του Εφεσείοντα, ως αυτά κωδικοποιήθηκαν στους εδώ εξεταζόμενους λόγους Έφεσης. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε, μεταξύ άλλων, ότι ο Εφεσείων είχε κάθε ευκαιρία να εγείρει κατά την υποβολή της αρχικής αίτησης του για χορήγηση ασύλου ισχυρισμό περί πολιτικού
προβλήματος στη χώρα καταγωγής του που θα συνιστούσε βάσιμο φόβο δίωξης του, κάτι που δεν έπραξε, χωρίς να δίδει οποιαδήποτε επεξήγηση προς τούτο και, άρα, κατά τεκμήριο εκ δικής του υπαιτιότητας. Οι δε σχετικές αναφορές του ορθά επισημάνθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι παρέμειναν γενικόλογες και πλήρως ατεκμηρίωτες. Συνεπώς, ορθά κρίθηκε ως απαράδεκτη η μεταγενέστερη αίτηση του Εφεσείοντα, στη βάση των όσων διαλαμβάνονται στο Άρθρο 16Δ (3) (α) του Νόμου και η κρίση περί τούτου ήταν αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και δεόντως αιτιολογημένη.
Ωστόσο, θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστηριο όφειλε να είχε παραμείνει στην πιο πάνω ορθή διαπίστωση του και να μην επεκταθεί- αναρμόδια- και σε έλεγχο, κατά πόσο η χώρα καταγωγής του Εφεσείοντα δύναται να θεωρηθεί ασφαλής, κάτι που συνιστά ανεπίτρεπτο δια της πλαγίου επανέλεγχο της αρχικής αίτησης για χορήγηση ασύλου του Εφεσείοντα, η οποία είχε εξετασθεί, απορριφθεί και δεν είχε αμφισβητηθεί δικαστικώς (βλ. απόφαση DEEPAK KUMAR (πλειοψηφίας), ανωτέρω). Τα εν λόγω σχόλια και κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί τούτου, συνεπώς, παραμερίζονται (βλ. απόφαση DEEPAK KUMAR (πλειοψηφίας), ανωτέρω).
Ούτε, τέλος, ο όγδοος λόγος Έφεσης δύναται να ευοδωθεί. Κανονικώς εχόντων των πραγμάτων, δεν έπρεπε καν να τύχει πρωτοδίκως εξέτασης, ένεκα, ως προαναφέρθηκε, της απουσίας δικογράφησης του (βλ. και όσα αναφέρθηκαν υπό την εξέταση του δεύτερου και τρίτου λόγου Έφεσης, ανωτέρω, βλ. Δημοκρατία v. Koυκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598; Β. Νικολάου & Υιοί Λτδ v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 862, Δημοκρατία κ.ά. v. Σπύρου κ.ά. (2007) 3 Α.Α.Δ. 533, ΜΑΡΑΓΚΟΣ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (2006) 3 Α.Α.Δ. 671 , ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ v. ΠΟΓΙΑΤΖΗ (1992) 3 Α.Α.Δ. 196, ΠΑΦΙΤΗ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 522, LATOMIA ESTATE LTD Κ.Α. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ και Ι ΚΛΕΑΝΘΟΥΣ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (2003) 3 Α.Α.Δ. 256)). Η έλλειψη προηγούμενης ακρόασης δεν είναι εκ των νομολογιακά αναγνωρισμένων ως αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο εξεταζόμενων ισχυρισμών. Ωστόσο, το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά την επικύρωση της ορθότητας της διοικητικής απόφασης υπό την σκοπιά της δέουσας έρευνας και ορθής εφαρμογής των σχετικών διατάξεων του Νόμου, προέβη και σε εύρημα ότι στην περίπτωση (ορθής, στην περίπτωση) εφαρμογής του Άρθρου 16Δ (3) (α) του Νόμου αυτό δεν απαιτείτο (βλ. ανωτέρω απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση). Ορθό, εν πάση περιπτώσει προσθέτουμε, το αποτέλεσμα στο οποίο κατέληξε, ενόψει των σχετικώς νομολογιακώς κριθέντων στην απόφαση του παρόντος Εφετείου ημερομηνίας 18.3.2025 στην Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 149/2023 MAMTA RANI v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ.
Για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, ουδείς εκ των λόγων Εφέσεως ευσταθεί.
Η Έφεση απορρίπτεται, με έξοδα ύψους €2000 εναντίον του Εφεσείοντα και υπέρ της Εφεσίβλητης. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.
Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.
Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο