
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.: 284/2018)
10 Ιουλίου 2025
[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ‑ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΧΡΙΣΤΟΥ ΕΓΓΛΕΖΟΥ
Εφεσείοντα/Ενάγοντα
και
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητου/Εναγόμενου
--------------------------------
Ν. Ροτσίδης με Α. Κλώνη (κα) για Ν. Ροτσίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείοντα
Μ. Τσαγκάρη (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για Εφεσίβλητο
--------------------------------
ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η απόφασή είναι ομόφωνη και
θα δοθεί από τον Κονή, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΟΝΗΣ, Δ.: Στις 27.7.2018 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας («το πρωτόδικο Δικαστήριο») εξέδωσε απόφαση υπέρ του εφεσείοντα/ ενάγοντα και εναντίον του εφεσίβλητου/ εναγόμενου επιδικάζοντας:
«(Α) €50.000,00, ως γενικές αποζημιώσεις για πόνο και ταλαιπωρία, με τον εκάστοτε ισχύοντα νόμιμο τόκο, από την ημερομηνία καταχώρισης τής Έκθεσης Απαίτησης (14.3.07), μέχρι εξοφλήσεως.
(Β) €30.000,00, ως κατ' αποκοπήν ποσό γενικών αποζημιώσεων για απώλεια μελλοντικών εισοδημάτων, με νόμιμο τόκο από σήμερα, μέχρι εξοφλήσεως.
(Γ) €7.000,00, ως γενικές αποζημιώσεις για μελλοντικές ιατρικές δαπάνες, με νόμιμο τόκο από σήμερα, μέχρι εξοφλήσεως.
(Δ) €13.559,90, ως ειδικές αποζημιώσεις, με τον εκάστοτε ισχύοντα νόμιμο τόκο, από την ημερομηνία καταχώρισης της Έκθεσης Απαίτησης (12.1.15), μέχρι εξοφλήσεως.»
Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον του εφεσίβλητου τα έξοδα της αγωγής, ήτοι τα έξοδα που δεν είχαν απωλεσθεί από τις διαδοχικές τροποποιήσεις της αγωγής.
Την απόφαση αυτή («η πρωτόδικη απόφαση») προσβάλλει τόσο ο εφεσείων με πέντε λόγους έφεσης όσο και ο εφεσίβλητος με επίσης πέντε λόγους αντέφεσης.
Ήταν εκδοχή του Εφεσείοντα ότι κατά τις 13.5.2003, σε ηλικία 35 ετών, εισήχθη στο τμήμα Πρώτων Βοηθειών του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας με συμπτώματα έντονης κεφαλαλγίας, εμετών και δυσκαμψίας του αυχένα. Οι θεράποντες ιατροί διέγνωσαν υπαραχνοειδή εγκεφαλική αιμορραγία, για την οποία του χορήγησαν, λανθασμένα, στεροειδή φάρμακα, με παρεπόμενο να υποστεί άσηπτη νέκρωση δεξιού ισχίου και δεξιού ώμου (οστεονέκρωση). Η φαρμακευτική αγωγή που του δόθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας ήταν ακατάλληλη και οι γιατροί αμελείς. Αποτέλεσμα της αμέλειας αυτής ήταν η πρόκληση ζημιών στον εφεσείοντα για τις οποίες αξίωνε μέσω της αγωγής ποικιλόμορφες, ειδικές, γενικές και τιμωρητικές αποζημιώσεις.
Η εκδοχή του εφεσίβλητου ήταν πως αυτός δεν υπείχε ευθύνης για ό,τι του καταλογίζετο. Η χορηγηθείσα δόση στεροειδών για αποιδηματική δράση ήταν χαμηλή και βραχύχρονη (περί τις 16.5.2003 μέχρι περί τις 4.6.2003) και μειωνόταν σταδιακώς. Η περίθαλψη του εφεσείοντα ήταν η ενδεδειγμένη, με αυτόν να βρίσκεται ασταμάτητα υπό δέουσα παρακολούθηση και φαρμακοθεραπεία, με τρόπο που δεν δικαιολογούσε την αποδιδόμενη συμπεριφορά.
Κατά την ακροαματική διαδικασία η πλευρά του εφεσείοντα παρουσίασε πέντε μάρτυρες, τον Μ.Ε.1, ειδικό ορθοπεδικό χειρούργο, τον Μ.Ε.2, νευρολόγο, Διευθυντή της Γ' Νευρολογικής Κλινικής και του Εργαστηρίου Νευροαγγειολογίας του Ινστιτούτου Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου και Αναπληρωτή Καθηγητή Νευρολογίας στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, τον Μ.Ε.3, δικαστικό γραφολόγο, τον ίδιο τον εφεσείοντα (Μ.Ε.4) και την Μ.Ε.5, εσωτερική λογίστρια και υπεύθυνη μισθοδοσίας της Tsircon Construction Co Ltd στην οποία εργαζόταν ο εφεσείων μεταξύ 11.3.2002 και 20.12.2004. Η πλευρά του εφεσίβλητου παρουσίασε τρεις μάρτυρες, τον Μ.Υ.1 παθολόγο‑ρευματολόγο, τον Μ.Υ.2, νευροχειρούργο και τον Μ.Υ.3, ορθοπεδικό‑τραυματολόγο.
Οι Μ.Ε.1, Μ.Ε.2 και Μ.Ε.3 (οι οποίοι κρίθηκαν ως εμπειρογνώμονες μάρτυρες) άφησαν στο πρωτόδικο Δικαστήριο πολύ καλή εντύπωση το οποίο αποδέκτηκε τη μαρτυρία και την εκδοχή τους αιτιολογώντας με λεπτομέρεια την κρίση του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τον εφεσείοντα ως κατά βάση αξιόπιστο ο οποίος όμως δεν του προξένησε «την καλυτέρα των εντυπώσεων σε όλο το πεδίο της μαρτυρίας του». Το ίδιο και η Μ.Ε.5, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο, όπως εξηγεί λεπτομερώς, να δεχθεί μερικώς τη μαρτυρία και την εκδοχή τους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δέχθηκε τη μαρτυρία και την εκδοχή των Μ.Υ.1, Μ.Υ.2 και Μ.Υ.3 (οι οποίοι επίσης κρίθηκαν ως εμπειρογνώμονες μάρτυρες) για τους λόγους που αναφέρει αναλυτικά στην πρωτόδικη απόφαση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη στη συνέχεια σε κάποιες αναφορές – σχόλια σε σχέση:
- Με το γεγονός ότι είχε χαθεί ο πρωτότυπος και πλήρης ιατρικός φάκελος του εφεσείοντα παρά τις προσπάθειες εντοπισμού του στο Αρχείο του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας
- Με την αρχή/δόγμα res ipsa loquitur κρίνοντας ότι δεν εφαρμοζόταν στην παρούσα περίπτωση
- Με την εξ ακοής μαρτυρία που δόθηκε στη δίκη, για την οποία ανέφερε, παραπέμποντας στο άρθρο 27 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 και σε σχετική νομολογία, ότι απέδωσε σε αυτή μηδενική αποδεικτική βαρύτητα, αφού κανενός τέτοιου προσώπου η απουσία από το εδώλιο αιτιολογήθηκε και δικαιολογήθηκε ικανοποιητικά με αξιόπιστη μαρτυρία με εξαίρεση μέρος των ιατρικών εκθέσεων του ιατρού Λ.Χ. που «θεωρήθηκε ως πασιφανώς αποδεκτό από τον εναγόμενο στην αντεξέταση του ενάγοντα και κάποιων μαρτύρων του», στο βαθμό που αφορούσε στην ύπαρξη, αλλά όχι στα αίτια πρόκλησης, της οστεονέκρωσης αλλά και στις εγχειρητικές παρεμβάσεις που ο εν λόγω ιατρός διενήργησε στον εφεσείοντα κατά τον τρόπο που ο τελευταίος περιέγραψε
- Με το γεγονός ότι η πλευρά του εφεσίβλητου θα μπορούσε να παρουσιάσει μάρτυρες ή άλλη αποδεκτή μαρτυρία, για επίρρωση της εκδοχής που προέβαλε, και δεν το έπραξε, όπως διά της κλήτευσης του νευροχειρούργου Δ. και της Α.Λ. (περιέθαλψε ως ειδικευόμενη ιατρός τον εφεσείοντα στους σχετικούς χρόνους) αλλά και άλλων γιατρών ή και νοσηλευτών που περιέθαλψαν τον εφεσείοντα ως μέρος της ιατρικής ομάδας που συστάθηκε, ακόμη και του υπεύθυνου του Αρχείου του Γενικού νοσοκομείου Λευκωσίας για να καταθέσει για το μη εντοπισμό του ιατρικού φακέλου και ότι δεν δόθηκε ικανοποιητική ή καθόλου εξήγηση από μέρους της πλευράς του εφεσίβλητου για τη μη παρουσίαση των προσώπων αυτών ως μαρτύρων.
Ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στη διατύπωση των πρόσθετων ευρημάτων του όπως προέκυψαν ως παραδεκτά από τη δικογραφία αλλά και από την αξιολόγηση της μαρτυρίας. Παραθέτουμε τα ευρήματα του Δικαστηρίου σε σχέση με τα γεγονότα που αφορούν τη νοσηλεία του εφεσείοντα στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, τα γεγονότα που προηγήθηκαν αυτής, της ιατρικής αντιμετώπισης και φροντίδας που έλαβε αλλά και του τι επακολούθησε συμπεριλαμβανομένης της κατάστασης της υγείας του κατά τον χρόνο ακρόασης της υπόθεσης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού σημειώνει ότι κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης ο εφεσείων ήταν ηλικίας 50½ ετών, πατέρας πέντε παιδιών, ηλικίας από 5 μέχρι 20 ετών, και ότι διέμενε με τη σύζυγο του στο Πέρα Χωριό Νήσου αναφέρει τα ακόλουθα:
«Στις 13.5.03, ο ενάγων επισκέφθηκε γιατρό/παθολόγο στο Πέρα Χωριό Νήσου με συμπτώματα αιφνίδιας και ισχυρής κεφαλαλγίας, εμετό και ζαλάδα. Η γιατρός τον προέτρεψε να μεταβεί σε νοσοκομείο για εξετάσεις, δίνοντας του και σχετικό παραπεμπτικό (Τεκμήριο 1(1)). Ο ενάγων μεταφέρθηκε στο Τμήμα Α' Βοηθειών του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας. Υποβλήθηκε σε επείγουσα αξονική τομογραφία εγκεφάλου η οποία κατέδειξε ευρήματα συμβατά με ήπιας σοβαρότητας υπαραχνοειδή αιμορραγία στην περιοχή τής τέταρτης κοιλίας (Τεκμήρια 1(6), 1(68), 23). Η υπαραχνοειδής αιμορραγία συνθέτει μομφή αιμορραγίας στον εγκέφαλο που παρατηρείται σε τμήμα αυτού, ανατομικώς προσδιοριζόμενου ως υπαραχνοειδής χώρος. Η αιμορραγία αυτή, ως οξύ γεγονός και περιστατικό χειρισμού, ανήκει στο πεδίο ενέργειας νευρολόγων και νευροχειρουργών, με την μεταχείριση να είναι κατά το πλείστον κοινή για το καλόν του ασθενούς αφού υπάρχει πιθανότητα νευροχειρουργικής επέμβασης εκεί όπου εντοπίζεται ανεύρυσμα ή άλλη παθολογική αιτία για την αιμορραγία. Έντεκα πάνω κάτω ώρες μετά την εισαγωγή, ο ενάγων αξιολογήθηκε νευροχειρουργικώς, με φυσιολογικά αποτελέσματα. Ακολούθησε οσφυονωτιαία παρακέντηση στις 14.5.03, η οποία επιβεβαίωσε την παρουσία αίματος στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό. Στις 16.5.03, διενεργήθηκε αγγειογραφία εγκεφαλικών αρτηριών (Τεκμήριο 1(13) και Τεκμήριο 24). Για την εξέταση αυτή δεν υπάρχει στον ιατρικό φάκελο (Τεκμήριο 1), γνωμάτευση και τούτο κατά παρέκκλιση και της τότε ακολουθητέας πρακτικής. Στις 17.5.03, έγινε στον ενάγοντα αξονική τομογραφία εγκεφάλου (Τεκμήριο 1(7)), η οποία έδειξε απορρόφηση του αίματος από την τέταρτη κοιλία και τον υπαραχνοειδή χώρο (Τεκμήριο 25). Ο ενάγων παρουσίαζε σταδιακή βελτίωση και ήταν απύρετος με πονοκέφαλο (Τεκμήριο 1(69)). Στις 19.5.03, εξακολουθούσε να έχει κεφαλαλγία και δυσκαμψία αυχένα (Τεκμήριο 1(13)). Ως κρίθηκε, πιθανώς να έπαθε διαχωρισμό τού τοιχώματος της δεξιάς σπονδυλικής αρτηρίας κάτι που ως διαγνωστική πιθανότητα δεν θα μπορούσε να είναι παντελώς αβάσιμη, έστω και αν υπήρχε μέθοδος να διακριθεί αν επρόκειτο όντως για διαχωρισμό ή για αγγειοσπασμό (που ήταν πιθανότερη διάγνωση με βάση το ιστορικό του ασθενούς). Αυτό θα μπορούσε να γίνει με τη χρήση υπερήχων με υπάρχουσα και τότε τη δυνατότητα στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας (μέσω του Ινστιτούτου Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου). Δεν έγινε τέτοια εξέταση. Στις 20.5.03, ο ενάγων τέθηκε υπό θεραπεία με χορήγηση δεξαμεθαζόνης και ασπιρίνης από του στόματος (Τεκμήρια 1(14), 1(15), 1(59), 1(60), 1(70), 1(71) και 1(72)). Του δόθηκε σε κάποια στιγμή (σε απροσδιόριστο χρόνο μετά την εισαγωγή του) και υδροκορτιζόνη, η δοσολογία τής οποίας δεν καταδείχθηκε αφού το μόνο που αποτυπώνεται στον ιατρικό φάκελο (Τεκμήριο 1), είναι ότι η χορήγηση του στεροειδούς είχε τερματιστεί («...hydrocortisone off») την 23.5.03 (Τεκμήριο 1(71)), ως καθαρώς καταγράφεται στο τεκμήριο. Ο ιατρικός φάκελος (Τεκμήριο 1), δεν αναφέρει οτιδήποτε άλλο για τη χορήγηση υδροκορτιζόνης. Τηρουμένων των δυσκολιών των μαρτύρων για ανάγνωση και ξεψάχνισμα του ελλιπούς ιατρικού φακέλου (Τεκμήριο 1), διαπιστώνεται πως μέχρι και την 22.5.03, δόθηκαν στον ενάγοντα (και αυτός έλαβε), συνολικώς 36mg δεξαμεθαζόνης (4mg x 3 ημερησίως), από 22.5.03 μέχρι 23.5.03, 16mg δεξαμεθαζόνης (4mg x 2), από 23.5.03 μέχρι 26.5.03, 27mg δεξαμεθαζόνης (9mg x 3), από 26.5.03 μέχρι 2.6.03, 42mg δεξαμεθαζόνης (6mg x 7) και από 2.6.03 μέχρι 5.6.03 4,5mg δεξαμεθαζόνης (1,5mg x 3). Εν όλω, δόθηκε στον ενάγοντα (για την περίοδο 19.5.03 - 5.6.03), ποσότητα 125,5mg δεξαμεθαζόνης και άγνωστη ποσότητα υδροκορτιζόνης. Η κλινική κατάσταση και σημειολογία του δεν συνηγορούσαν στη χορήγηση στεροειδών. Στις διαδοχικές αξονικές τομογραφίες εγκεφάλου που του έγιναν δεν παρατηρήθηκε εγκεφαλικό οίδημα, γιατί τέτοιο δεν υπήρχε και δεν είχε δημιουργηθεί ποτέ. Δεικτικό της διαπίστωσης είναι και το ότι δεν παρατηρήθηκε μετακίνηση εγκεφαλικών δομών λόγω τοπικής διόγκωσης (mass effect). Δεν κατατασσόταν η κατάσταση του σε εκείνες όπου θα μπορούσε να αναπτυχθεί εγκεφαλικό οίδημα ένεκεν βαριάς και ευρείας υπαραχνοειδούς αιμορραγίας ή εγκεφαλικών όγκων, αποστημάτων ή λοιμώξεων. Άρα, έλειπε η ανάγκη για αποιδηματική αγωγή και δράση. Ακόμη και μικρό οίδημα να υπήρχε, που δεν υπήρξε, η χορήγηση κορτιζόνης σε οιανδήποτε ποσότητα (μικρή, μέτρια ή μεγάλη), δεν ήταν αποδεκτή ως ιατρική επιλογή, ως θα ήταν η κρανιακή αποσυμπίεση που μπορούσε να επιχειρηθεί από τους θεράποντες γιατρούς ή έστω η χορήγηση άλλων ενδεδειγμένων μη στεροειδών φαρμάκων. Η χρήση κορτικοστεροειδών, όπως η δεξαμεθαζόνη, δεν είναι ωφέλιμη στη μείωση των εγκεφαλικών οιδημάτων και μπορεί να βλάψει τον ασθενή, με τούτο να είναι σαφώς διευκρινισμένο πολύ πριν από το 2003 (Τεκμήρια 36, 37(1), 37(2), 37(3), 37(4), 38, 42, 44 και 47) και να συνιστά διαπίστωση ακόμη και των κατασκευαστών των στεροειδών αυτών, ως το Τεκμήριο 45(3) («Corticosteroids should not be used for the managementof head injury or stroke because it is unlikely to be of any benefit and may even be harmful»). Μπορούσαν τα στεροειδή να προξενήσουν οστεονέκρωση, η οποία, ως μυοσκελετική επίπτωση, χαρακτηρίζεται ως παθολογική κατάσταση και απόρροια διαταραχής στην αιμάτωση της κεφαλής του μηριαίου οστού (και άλλων οστών), η οποία καταλήγει σε ισχαιμία και νέκρωση. Η χορήγηση στεροειδών (αν στόχευση τού νευροχειρουργού Δ [ ] ήταν η πρόληψη οιδήματος), θα ήταν και πάλι ανεπίτρεπτη γιατί, ως τόνισε και ο [ ] (ΜΕ2) και συμφωνώ «[δ]εν υπάρχει πρωτόκολλο, ούτε μελέτη προληπτικής θεραπείας με κορτιζόνη. Είναι τόσο απαίσιο φάρμακο, όσο καλό αποτελεσματικό λόγω των παρενεργειών του που μπαίνει μόνο όταν χρειάζεται. Ποτέ δεν μπαίνει κορτιζόνη προληπτικά». Εάν υπήρχε το ενδεχόμενο οιδήματος, ο ενάγων θα παρουσίαζε πιθανότατα διαφορετική κλινική όψη κατά τη νοσοκομειακή εισαγωγή και διάφορη εξέλιξη αφού η ανάπτυξη οιδήματος μετά από υπαραχνοειδή αιμορραγία απαρτίζει ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για θνησιμότητα και πτωχή κλινική έκβαση. Τα στεροειδή, υπό τις συνθήκες που περιγράφηκαν δεν είχαν θέση στη θεραπεία και διαχείριση της υπαραχνοειδούς αιμορραγίας είτε η τελευταία προερχόταν από διαχωρισμό σπονδυλικής αρτηρίας είτε από απόφραξη ή από ανεύρυσμα. Τα στεροειδή, στις ως άνω καταγραφείσες ποσότητες, έθεσαν την υγεία του ενάγοντα σε αχρείαστο κίνδυνο, με σαφή και αναντίρρητη την ιατρική θέση του [ ] (ΜΕ2), ότι αν «…δεν υπάρχει ένδειξη και χορηγάς οποιοδήποτε φάρμακο σε έναν άνθρωπο, τον υποβάλλεις σε όλους τους κινδύνους και τις πιθανές παρενέργειες ενός φαρμάκου χωρίς κανένα όφελος. Είναι ανήθικο». Όχι μόνο τα στεροειδή διακινδύνεψαν την υγεία του ενάγοντα, αλλά του προκάλεσαν και την οστεονέκρωση. Δεν υπάρχει συναρμογή μεταξύ των χορηγούμενων δόσεων κορτικοστεροειδών και των όποιων επακόλουθων πυροδοτούνται στον λήπτη, με το μόνο δοσμένο να είναι το ότι (ως υπέδειξε και ο [ ] (ΜΕ2)) «… όταν χρονίζει η χρήση της κορτιζόνης αυξάνονται οι παρενέργειες. Είναι για τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά», με τον ίδιο γιατρό να λέγει προηγουμένως κατά την αντεξέταση (και με αυτά να συνθέτουν εύρημα μου), πως σημασία έχει κατ' ουσίαν ο οργανισμός του ασθενούς και η εξατομικευμένη αντίδραση του στα στεροειδή («Α. Εφόσον δεν γνωρίζετε πώς μου υποβάλλετε ένα ερώτημα. Μπορώ να σας χορηγήσω 5mg prednisone για άσθμα και να κάνετε μια θανατηφόρα νεκρολογία. Και έχει ασθενείς που παίρνουν 60mg γιατί έχουν αρθρίτιδα. Είναι άσχετα»). Έτσι κι αλλιώς - κατά το περιεχόμενο της αξιόπιστης εδώ μαρτυρίας ειδικών - οστεονέκρωση μπορεί να επισυμβεί και μετά τη χορήγηση (για σύντομο διάστημα), μειωμένης δοσολογίας κορτικοστεροειδών. Το κάθε τέτοιο συμβάν πρέπει - όπως έγινε εδώ - να τυγχάνει ανάλογης δικαστικής πραγματείας βάσει της μαρτυρίας. Η φαρμακευτική και ιατρική φροντίδα του ενάγοντα από τον εναγόμενο δεν ήταν η ενδεδειγμένη και αναμενόμενη από τον μέσο ικανό νευρολόγο και νευροχειρουργό κατά το 2003 και αυτά που έλαβαν χώραν (και δεν έπρεπε να γίνουν), αποτελούσαν βασική νευροχειρουργική και νευρολογική γνώση για την εποχή. Ο εναγόμενος υπέχει πλήρους και αποκλειστικής ευθύνης για την αμέλεια αυτή (περί αμέλειας πρόκειται), που επέδειξαν οι γιατροί και νοσηλευτές του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας προς τον ενάγοντα περιθάλποντας τον και χορηγώντας σε αυτόν ακατάλληλη υπό τις περιστάσεις φαρμακευτική αγωγή στεροειδών, κατά παράβασιν κάθε αποδεκτής (εύλογης και υπεύθυνης) ιατρικής πρακτικής και δίχως να τον πληροφορήσουν για τους σημαντικούς κινδύνους τής ενέργειας τους ως είχαν υποχρέωση να πράξουν και για την οποία (ενέργεια) ο εναγόμενος - που δεν θα συναινούσε αν ήταν ορθώς πληροφορημένος κατά τους κρίσιμους χρόνους (όπως σαφώς δήλωσε) - ως λογικός μέσος ασθενής είχε το δικαίωμα να γνωρίζει προτού συγκατατεθεί (βλ. κατ' αναλογίαν, Βαριάνου ν Δρ Ανδρέα Π Βορκά (2010) 1(Γ) ΑΑΔ 1541,1568-1581). Επ' αυτού του τελευταίου, υποδεικνύω πως η θέση τούτη του ενάγοντα είχε προβληθεί ευθύς εξ αρχής στη μαρτυρία του, παρέμεινε όμως ουσιαστικώς αναμφισβήτητη από τον εναγόμενο, με τον ενάγοντα να μην αντεξετάζεται. Άμεσο συνεπόμενο της αναφερόμενης αμέλειας του εναγομένου ήταν (ως άνευ διαθλάσεων και συμπαγώς απέδειξε ο ενάγων), η πρόκληση σε αυτόν ζημιάς και βλάβης, ήτοι οστεονέκρωσης (ισχαιμικής νέκρωσης) στο δεξιό του ισχίο και δεξιό ώμο (όχι όμως στο αριστερό ισχίο), από την οποία ο ενάγων παρουσίασε και παρουσιάζει (στο δεξί πόδι και χέρι), μόνιμο πόνο, αδυναμία, ατροφία, χωλότητα και οστεοαρθρικές αλλοιώσεις. Βαδίζει με μερική φόρτιση του σκέλους και αντιμετωπίζει κίνδυνο κατάρρευσης του αρθρικού χόνδρου στο δεξί πόδι και χέρι. Η οστεονέκρωση δεν θα επισυνέβαινε αν δεν ήταν για την αμέλεια του εναγομένου, με την οστεονέκρωση να μην εκκινεί από τραυματική ή από άλλη μη τραυματική αιτιολογία (πλην της χορήγησης των στεροειδών), με τον τρόπο που ειπώθηκε. Δεν προτάχθηκε θέση στην αντεξέταση τού ενάγοντα (ή των μαρτύρων του), πως τούτος από δική του αμέλεια ή χειρισμούς έλαβε τα στεροειδή κατά παράβασιν οδηγιών γιατρών ή παραϊατρικού προσωπικού τού Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, ή ότι η οστεονέκρωση προκλήθηκε κατά τον προοδευτικό τρόπο που περιγράφηκε (ως δικογραφείται στις παραγράφους 9(γ) και 9(δ) της Υπεράσπισης) «… από διάφορες αιτίες όπως παραδείγματος χάριν λόγω αλκοολισμού, υποθυρεοειδισμού, ακτινοβολίας, σακχαρώδους διαβήτη, συριγγομυελίας, αμυλοείδωσης, συστηματικού ερυθηματώδη λύκου, ετερόπλευρης άρσης μεγάλου βάρους, αγγειϊτιδας κ.α., συχνά δε, δεν ανευρίσκεται η αιτία της οστεονέκρωσης», ή από «… παθολογικά και/ή κληρονομικά και/ή άλλα αίτια και για την ανάπτυξη της πάθησης αυτής και/ή των αποτελεσμάτων αυτής ουδόλως έχει ευθύνη ο εναγόμενος και/ή οι υπηρέτες και/ή αντιπρόσωποι αυτού». Δεν προωθήθηκε ποτέ θέση από τον εναγόμενο (ή αντικείμενο αντεξέτασης τού ενάγοντα ή των μαρτύρων του), πως ο ενάγων προέβη σε πράξεις που διέσπασαν την αλυσίδα γεγονότων αιτίου και αιτιατού (στεροειδών και οστεονέκρωσης), ή ότι η οστεονέκρωση (στους χρόνους που εντοπίστηκε) προϋπήρχε τής εισαγωγής του στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας. Το ότι τέτοιες αξιώσεις κατατάσσονται συνήθως ως εγχείρημα αποδεικτικώς πολυσύνθετο (και ενίοτε δαιδαλώδες) - με αυξημένη τη σημαντικότητα της μαρτυρίας των πραγματογνωμόνων (βλ. MA Jones, Medical Negligence, Sweet & Maxwell, 4η έκδ. 2008, παρ. 13-097 μέχρι 13-112) - δεν σημαίνει ότι θέτει τον ενάγοντα (ή τον εναγόμενο), σε μια εξ ορισμού δυσχερέστερη (ή ευχερέστερη αναλόγως) κατάσταση αφού κατά γενικό κανόνα οριζόντιας εφαρμογής (βλ. κατ' αναλογίαν, Αλέκου ν Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, ΠΕ 98/14, ημ. 4.4.18), ECLI:CY:AD:2018:A168 - αλλά και επί το ειδικότερον με κεντρική αναφορά στην οστεονέκρωση από στεροειδή - το κάθε κρούσμα αποφασίζεται (για καλούς λόγους), σύμφωνα με τα γεγονότα.
………………………………………………………………………………………………
Στις 29.5.03, νέα αξονική τομογραφία εγκεφάλου δεν παρουσίασε αιμορραγικό υλικό στον εγκέφαλο του ενάγοντα (Τεκμήριο 26). Ο ενάγων έλαβε εξιτήριο την 2.6.03. Είχε θεραπευτεί. Η αποθεραπεία της υπαραχνοειδούς αιμορραγίας συνέβη φυσιολογικώς και προοδευτικώς από μόνη της. Το αίμα που είχε διοχετευθεί στον υπαραχνοειδή χώρο απορροφήθηκε και χάθηκε. Κατά την έξοδο του ενάγοντα από το Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, συνεστήθη σε αυτόν άδεια ανάπαυσης από 2.6.03 μέχρι 17.6.03 (Τεκμήριο 68) και λήψη 1,5mg (ενός δισκίου) δεξαμεθαζόνης καθημερινώς για τρεις μέρες. Ο ενάγων υπάκουσε στις οδηγίες και έλαβε τη σχετική δοσολογία ως και την 5.6.03. Παρέμεινε στην οικία του για τρεις μήνες, επισκεπτόμενος σποραδικώς το Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας στα Εξωτερικά Ιατρεία όταν τον καλούσαν οι γιατροί. Ένοιωθε καλά και προγραμμάτιζε συνέχιση των σχεδιασμών του για ανάπτυξη γης όπως τους είχε δρομολογήσει πριν από το περιστατικό.
………………………………………………………………………………………………....
Όταν έληξε η άδεια ασθενείας στις 31.8.03 και ενώ πίστευε πως βρισκόταν σε καλή κατάσταση, ο ενάγων ξεκίνησε και πάλι την εργασία του ως οικοδόμος στην Tsircon Construction Co Ltd, η οποία τον εργοδοτούσε από την 11.3.02.
…….…………………………………………………………………………………..……….
Στις 23.9.03, ο ενάγων υποβλήθηκε σε αξονική τομογραφία εγκεφάλου στο Ακτινολογικό Τμήμα του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας η οποία δεν έδειξε κάτι το ανησυχητικό (Τεκμήριο 27). Στις 20.10.03, μετέβηκε στα Εξωτερικά Ιατρεία. Εκείνη τη μέρα, διακόπηκε και η λήψη ασπιρίνης. Τον Ιανουάριο 2004, άρχισε να νοιώθει πόνο στο δεξί ισχίο χωρίς να έχει κτυπήσει. Όταν φορτιζόταν το ισχίο, έχανε την ισορροπία του. Με το πέρασμα του χρόνου, ο πόνος γινόταν εντονότερος.
…………………………………………………………………………………………………..
Στις 2.4.04 (με τη λήξη της άδειας ασθενείας), επισκέφθηκε τον [ ] (ΜΥ3). Πονούσε και δεν μπορούσε να περπατήσει.
…………………………………………………………………………………………………
Στις 23.4.04, υποβλήθηκε σε μαγνητική τομογραφία (MRI). Ανακαλύφθηκε ότι υπέφερε από άσηπτη νέκρωση του δεξιού ισχίου (Τεκμήρια 2 και 21). Στις 3.5.04, μετά από ιατρική προτροπή υποβλήθηκε στο Απολλώνειο Νοσοκομείο, σε χειρουργική επέμβαση τρυπανισμού της μηριαίας κεφαλής στο δεξιό ισχίο. Άρχισε να κινείται μετά πάροδο τριών μηνών από την εγχείρηση, γύρω στον Αύγουστο 2008. Κυκλοφορούσε με πατερίτσες εκτός οικίας κατά βούλησιν. Ήθελε να αναρρώσει. Ταλαιπωρούνταν.
…………………………………………………………………………………………………..
Στις 24.5.05 (με ημερομηνία ισχύος την 1.2.05), το αίτημα του προς το Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων εγκρίθηκε για ποσοστό ανικανότητας 75% (Τεκμήριο 97(1)). Η κρίση του Ιατρικού Συμβουλίου Κοινωνικών Ασφαλίσεων συναποτελεί αξιολογήσιμο στοιχείο και ποσώς παραγνωρίστηκε ως τέτοιο (βλ. κατ' αναλογίαν Αντωνίου ν Νικολάου και Άλλων (2008) 1(Α) Α.Α.Δ. 136, 142), εντασσόμενο δε μαζί με όλα τα άλλα που έγιναν αποδεκτά ως αξιόπιστα, με οδηγούν σε εύρημα πως κατά τους κρίσιμους χρόνους ο ενάγων ήταν (και εξακολουθεί να είναι) ανίκανος για εργασία σε ποσοστό 75% (ουχί όμως ολοκληρωτικώς ανίκανος για επικερδή εργασία).
………………………………………………………………………………………………….
Αρχές 2006, ο ενάγων άρχισε να έχει έντονους πόνους στον δεξιό ώμο, με περιορισμό των κινήσεων. Έπεφτε το χέρι του. Ο πόνος που ένιωθε ομοίαζε με εκείνον που χαρακτήριζε την οστεονέκρωση στο δεξιό ισχίο. Επιδίωξε ιατρική συμβουλή και στις 17.2.06, εντοπίστηκε άσηπτη νέκρωση του δεξιού ώμου (Τεκμήριο 17). Στις 8.3.06, χειρουργήθηκε με τρυπανισμό στον δεξιό ώμο (Τεκμήριο 6). Αποτέλεσμα ήταν η ακινητοποίηση τού δεξιού χεριού για περίοδο 6-8 μηνών. Σήμερα, ο ενάγων πάσχει από αυξομειούμενο πόνο συνεπεία δυσκαμψίας στο δεξιό ισχίο και στον δεξιό ώμο και είναι αδύνατον να επιτελέσει διάφορες λειτουργίες, όπως το βαθύ κάθισμα ή την τοποθέτηση τού δεξιού ακρόποδα επί του αριστερού γονάτου και να δυσκολεύεται να βάζει τις κάλτσες του και να ανυψώνει αντικείμενα για τοποθέτηση. Πολλές φορές η ακινησία δημιουργεί επιδείνωση της δυσκαμψίας. Αποτέλεσμα των βλαβών είναι η χειροτέρευση της λειτουργίας των αρθρώσεων, κάτι που, με την καταπόνηση που παρατηρείται, θα επισπεύσει την εμφάνιση οστεοαρθρίτιδων, μολονότι δεν αναμένεται η εμφάνιση οστεονέκρωσης σε άλλες αρθρώσεις αφού πέρασε έκτοτε καιρός. Δεν μπορεί να παραμένει ιστάμενος για ώρα. Μήτε να χορεύει. Μπορεί να περιπατεί για μικρές αποστάσεις μα όχι διαρκώς. Υπάρχουν στιγμές που μπορεί να σηκώνει βάρη (όπως φιάλες υγραερίου βάρους 10-12 κιλών), πονώντας τον δεξιό του ώμο μόνο όταν η κίνηση που κάνει είναι πάνω από 90 μοίρες. Η κοινωνική του ζωή, αν και περιορισμένη στα απαραίτητα, συνεχίζεται αφού δεν είναι καθηλωμένος. Δεν μπορεί πάντως να δουλέψει ως οικοδόμος, με αποτέλεσμα τα οικονομικά προβλήματα να έχουν χειροτερέψει.
Ο ενάγων κατέδειξε όπως εκτενώς παρατέθηκε, την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των παραβιάσεων του καθήκοντος επιμέλειας που ο εναγόμενος είχε έναντι του ενάγοντα και της ζημιάς/βλάβης που προέκυψε στον τελευταίο ως εξ αυτής της αμέλειας (βλ. κατ' αναλογίαν, Αλέκου ν Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, Π.Ε. 98/14, ημ. 4.4.18, ECLI:CY:AD:2018:A168, Μιχαήλ ν Λαπίθη και Άλλων, ΠΕ 336/11, ημ. 12.1.18, ECLI:CY:AD:2018:A13 και Βαριάνου ν Δρ Ανδρέα Π Βορκά (2010) 1(Γ) ΑΑΔ 1541, 1581-1588).»
Έχοντας υπόψη ότι οι λόγοι έφεσης στρέφονται ουσιαστικά στις θεραπείες που απέδωσε ή δεν απέδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, κρίνουμε σκόπιμο να εξετάσουμε πρώτα τους λόγους αντέφεσης, ξεκινώντας από τους λόγους αντέφεσης υπ. αρ. 1, 2 και 3 οι οποίοι αφορούν το ζήτημα της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ του καθήκοντος επιμέλειας και της ζημιάς, στο κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε ορθά ή εσφαλμένα το βάρος απόδειξης και κατά πόσο δόθηκε υδροκορτιζόνη στον εφεσείοντα, ζητήματα που είναι συναφή μεταξύ τους.
Συγκεκριμένα με τον πρώτο λόγο αντέφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι ο εφεσείων απέδειξε την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των παραβιάσεων του καθήκοντος επιμέλειας που ο εφεσίβλητος είχε έναντι του εφεσείοντα και της ζημιάς που αυτός υπέστη. Προς υποστήριξη του λόγου έφεσης αναφέρεται ότι είναι καλά νομολογημένο ότι η γνώμη πραγματογνώμονα γίνεται δεκτή υπό την αίρεση της ύπαρξης των γεγονότων στα οποία βασίζεται. Αν δεν αποδειχθούν, καταρρέει το θεμέλιο της μαρτυρίας του. Στην προκείμενη περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο από τη μια έκανε αποδεκτή και έδωσε βαρύτητα στη μαρτυρία των ΜΕ1 και ΜΕ2, ενώ αυτή δεν τεκμηριωνόταν από τα κατατεθειμένα τεκμήρια και από την άλλη δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία του ΜΥ1 η οποία βασιζόταν στην ίδια ποιότητα μαρτυρίας. Υποστηρίζεται περαιτέρω ότι η αποδεικτική βαρύτητα της γνώμης του ΜΕ1 αναφορικά με την πρόκληση της οστεονέκρωσης από τη χορήγηση στεροειδών φαρμάκων και το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η οστεονέκρωση μπορεί να επισυμβεί και μετά τη χορήγηση (για σύντομο διάστημα) μειωμένης δοσολογίας κορτικοστεροειδών δεν είναι τέτοιας αξίας ώστε το Δικαστήριο να καταλήξει σε συμπέρασμα ότι ο εφεσείων υπέστη οστεονέκρωση λόγω της χορήγησης των στεροειδών φαρμάκων στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, εφόσον προέβη σε εύρημα ότι η μαρτυρία του ΜΕ1 ήταν γενικευτική και ότι ο συγκεκριμένος μάρτυρας δεν παρέθεσε σχετικά στοιχεία στερώντας από το Δικαστήριο τη δυνατότητα να ιχνηλατήσει τα όσα επιζήτησε να προτάξει προς θεμελίωση της γνώμης του. Υποστηρίζεται περαιτέρω ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέτυχε να θέσει στην πλάστιγγα των πιθανοτήτων ή και δεν ζύγισε ορθά ή και εύλογα την αξιόπιστη μαρτυρία που δέχθηκε, με αποτέλεσμα να καταλήξει σε εσφαλμένο συμπέρασμα ως προς την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παράβασης καθήκοντος επιμέλειας και της ζημιάς. Τέλος υποστηρίζεται ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση, με τη χορήγηση της συγκεκριμένης δόσης στεροειδών, προκλήθηκε η συγκεκριμένη ζημιά σ’ αυτόν και συνεπώς το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δέχθηκε τη θέση του εφεσείοντα και κατέληξε στο πιο πάνω συμπέρασμα. Με τον δεύτερο λόγο αντέφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένα το βάρος απόδειξης. Υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε εσφαλμένα ως προς το βάρος απόδειξης, το οποίο έφερε ο εφεσείων, λαμβάνοντας υπόψη του τη μη κλήση συγκεκριμένων μαρτύρων από την πλευρά του εφεσίβλητου για να καταλήξει σε συμπεράσματα ως προς την ευθύνη και την αιτιώδη συνάφεια. Με τον τρίτο λόγο αντέφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι σε κάποιο χρόνο μετά την εισαγωγή του εφεσείοντα δόθηκε υδροκορτιζόνη σ’ αυτόν. Υποστηρίζεται από πλευράς εφεσίβλητου ότι το πιο πάνω εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένο καθότι δεν υπήρχε μαρτυρία ενώπιον του που να τεκμηριώνει ότι ο εφεσείων έλαβε ποσότητα υδροκορτιζόνης, ενώ από την άλλη αποτελεί εύρημα του ότι ο ιατρικός φάκελος δεν αναφέρει οτιδήποτε άλλο για τη χορήγηση της υδροκορτιζόνης πέραν του ότι η χορήγηση του στεροειδούς είχε τερματιστεί («…hydrocortisone off»). Υποστηρίζεται περαιτέρω ότι οι ΜΕ1 και ΜΕ2 δεν περιέθαλψαν τον εφεσείοντα και τα όσα ανάφεραν προκύπτουν από δικά τους συμπεράσματα, χωρίς να μπορούν θετικά να απαντήσουν κατά πόσο πράγματι είχε λάβει ο εφεσείων ποσότητα υδροκορτιζόνης.
Οι πιο πάνω λόγοι αντέφεσης δεν μπορούν να επιτύχουν.
Θα πρέπει καταρχάς να υποδείξουμε ότι η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της αξιοπιστίας όλων των μαρτύρων που κατέθεσαν ενώπιον του (περιλαμβανομένων των ΜΕ1, ΜΕ2 και ΜΥ3) δεν προσβάλλεται με αυτοτελή λόγο αντέφεσης. Περαιτέρω δεν προσβάλλεται με αυτοτελή λόγο αντέφεσης τόσο η ύπαρξη όσο και η παράβαση του καθήκοντος επιμέλειας του εφεσίβλητου προς τον εφεσείοντα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο μέσα από τη διατύπωση των ευρημάτων και συμπερασμάτων του, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων παραθέτουμε πιο πάνω, υπέδειξε ότι:
- Η κλινική κατάσταση και σημειολογία του εφεσείοντα δεν συνηγορούσαν στη χορήγηση στεροειδών
- Στις διαδοχικές αξονικές τομογραφίες εγκεφάλου που του έγιναν δεν παρατηρήθηκε εγκεφαλικό οίδημα γιατί κάτι τέτοιο δεν υπήρχε και δεν είχε δημιουργηθεί ποτέ και επομένως έλειπε η ανάγκη για αποιδηματική αγωγή και δράση. Ακόμα και μικρό οίδημα να υπήρχε, που δεν υπήρξε, η χορήγηση κορτιζόνης σε οποιαδήποτε ποσότητα (μικρή, μέτρια, μεγάλη), δεν ήταν αποδεκτή ως ιατρική επιλογή.
- Η χρήση κοστικοστεροειδών, όπως η δεξαμεθαζόνη, δεν είναι ωφέλιμη στη μείωση των εγκεφαλικών οιδημάτων και μπορεί να βλάψει τον ασθενή, κάτι που συνιστά διαπίστωση και των κατασκευαστών των στεροειδών αυτών σύμφωνα με το Τεκμήριο 45(3) και μπορούσαν τα στεροειδή να προξενήσουν οστεονέκρωση, η οποία ως μυοσκελετική επίπτωση, χαρακτηρίζεται ως παθολογική κατάσταση και απόρροια διαταραχής στην αιμάτωση της κεφαλής του μηριαίου οστού (και άλλων οστών), η οποία καταλήγει σε ισχαιμία και νέκρωση.
- Η χορήγηση στεροειδών, αν η στόχευση του νευροχειρούργου Δ. ήταν η πρόληψη του οιδήματος, θα ήταν και πάλι ανεπίτρεπτη γιατί σύμφωνα με τη μαρτυρία του ΜΕ2, με την οποία το Δικαστήριο συμφώνησε και αποδέχθηκε, δεν υπάρχει πρωτόκολλο, ούτε μελέτη προληπτικής θεραπείας με κορτιζόνη, την οποία χαρακτήρισε απαίσιο φάρμακο, λόγω των παρενεργειών του, όσο αποτελεσματικό και αν είναι και ότι ποτέ δεν χορηγείται κορτιζόνη προληπτικά.
- Τα στεροειδή υπό τις συνθήκες που περιγράφηκαν δεν είχαν θέση στη θεραπεία και διαχείρηση της υπαραχνοειδούς αιμορραγίας είτε η τελευταία προερχόταν από διαχωρισμό σπονδυλικής αρτυρίας είτε από απόφραξη ή από ανεύρυσμα.
- Τα στεροειδή, στις ως άνω καταγραφείσες ποσότητες, έθεσαν την υγεία του εφεσείοντα σε αχρείαστο κίνδυνο. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του ΜΕ2, η οποία έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο όταν δεν υπάρχει ένδειξη και χορηγείται οποιοδήποτε φάρμακο σε ένα άνθρωπο, τότε αυτός υποβάλλεται σε όλους τους κινδύνους και τις πιθανές παρενέργειες ενός φαρμάκου χωρίς κανένα όφελος, κάτι που είναι ανήθικο. Όχι μόνο τα στεροειδή διακινδύνεψαν την υγεία του εφεσείοντα αλλά του προκάλεσαν και την οστεονέκρωση.
- Η φαρμακευτική και ιατρική φροντίδα του εφεσείοντα από τον εφεσίβλητο δεν ήταν η ενδεδειγμένη και αναμενόμενη από τον μέσο ικανό νευρολόγο και νευροχειρούργο κατά το έτος 2003 και αυτά που έλαβαν χώρα, και δεν έπρεπε να γίνουν, αποτελούσαν βασική νευροχειρουργική και νευρολογική γνώση για την εποχή.
Σε σχέση με τον ΜΕ1 το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει ότι κατά τη μαρτυρία του επέμεινε για την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ στεροειδών και οστεονέκρωσης (ισχαιμικής νέκρωσης) εμμένοντας πως η διασύνδεση αυτή είναι εναργής ως εκ των επιστημονικών πραγμάτων και ότι η οστεονέκρωση πηγάζει από την έγχυση στεροειδών στο ανθρώπινο σώμα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο συνοψίζοντας και αποτιμώντας τη μαρτυρία του ΜΕ1 αναφέρει στη σελίδα 13 της απόφασης του ότι ο ΜΕ1:
«ήταν γνησίως βοηθητικός και λεπτομερής στο πόρισμα του ότι η οστεονέκρωση έχει όλα τα χαρακτηριστικά πρόκλησης της από τη χρήση στεροειδών που δόθηκαν στον ενάγοντα από τον εναγόμενο, αποκλειόμενης άλλης αιτιολογίας, με τον μάρτυρα να εφοδιάζει το Δικαστήριο με τα κατάλληλα επιστημονικά και ειδικά κριτήρια (και στοιχεία), προς δικαστικό πλέον καθορισμό ενεργώντας προς τούτο (ο μάρτυς) σε εναρμόνιση με τις αντίστοιχες επιταγές τής νομολογίας (βλ. κατ' αναλογίαν, Παναγρίτη ν Χαραλάμπους (2012) 1(Α) ΑΑΔ 439, 445 και στην Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν Νικολάου (Αρ 1) (2010) 2 ΑΑΔ 525, 536-537). Η μαρτυρία του, για τους λόγους που ανέπτυξα, ήταν επί της ουσίας θετική και ασυζητητί έγκυρη και την αποδέχομαι ως έχουσα τα διακριτικά μιας ανυπόκριτης και επιστημονικώς συναρθρωμένης γνώμης.»
Δεν συμφωνούμε με τη θέση της πλευράς του εφεσίβλητου ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εύρημα ότι η μαρτυρία του ΜΕ1 ήταν γενικευτική. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε κάποιο σχόλιο αναφορικά με το μέρος της μαρτυρίας του ΜΕ1 όπου ο εν λόγω μάρτυρας υποστήριξε ότι τα στεροειδή απαρτίζουν τη συχνότερη αιτία πρόκλησης οστεονέκρωσης σε ποσοστό πέραν του 85% και πως κατά τη δική του εμπειρία από συμβάντα μη τραυματικής οστεονέκρωσης που εξέτασε στην καριέρα του, ποσοστό 80% προήλθε από στεροειδή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο σχολίασε ότι ο μάρτυρας δεν παρέθεσε σχετικά στοιχεία, στερώντας, άθελα του, από το Δικαστήριο τη δυνατότητα να «ιχνηλατήσει τούτο τα όσα επιζήτησε να προτάξει προς θεμελίωση της γνώμης του» (σελίδα 10 της πρωτόδικης απόφασης). Δεν χαρακτήρισε ολόκληρη τη μαρτυρία του ΜΕ1 ως γενικευτική.
Όσον αφορά τον ΜΕ2 το πρωτόδικο Δικαστήριο τόνισε ότι ο μάρτυρας αυτός εξέφρασε με τρόπο απαρασάλευτο και υποδειγματικό τη γνώμη του περί αιτιώδους συνάφειας μεταξύ στεροειδών - ακόμη και για μικρότερο χρονικό διάστημα χορήγησης από εκείνο που τα λάμβανε ο εφεσείων – και οστεονέκρωσης, με αμφότερα τα σημεία γνώσης, φαρμακολογικά και νευρολογικά, να ανήκουν στην πραγματογνωμοσύνη του και ότι η μαρτυρία του ουδόλως κλονίστηκε κατά την αντεξέταση του. Περαιτέρω το πρωτόδικο Δικαστήριο στα ευρήματα του (σελίδα 45) κατέληξε ότι δεν υπάρχει συναρμογή μεταξύ των χορηγούμενων δόσεων κορτικοστεροειδών και των όποιων επακόλουθων πυροδοτούνται στον λήπτη, ότι σύμφωνα με τη μαρτυρία του ΜΕ2 όταν χρονίζει η χρήση της κορτιζόνης αυξάνονται οι παρενέργειες, είναι για τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά, και ότι ουσιαστικά, έχει σημασία ο οργανισμός του ασθενή και η εξατομικευμένη αντίδραση του στα στεροειδή (σελίδες 45 – 46).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε εύρημα ότι ο εφεσείων έλαβε κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του και συγκεκριμένα για την περίοδο 19.5.2003 μέχρι 5.6.2003 συνολική ποσότητα 125,5mg δεξαμεθαζόνης και άγνωστη ποσότητα υδροκορτιζόνης. Το εύρημα στηρίχτηκε στο περιεχόμενο του φακέλου, Τεκμήριο 1, και συγκεκριμένα στα Τεκμήρια 1(14), 1(15), 1(59), 1(60), 1(70), 1(71), 1(72). Περαιτέρω σύμφωνα με το Τεκμήριο 1(71), δόθηκε σε κάποια στιγμή στον εφεσείοντα υδροκορτιζόνη χωρίς να μπορεί να καθοριστεί η δοσολογία της αφού αναγραφόταν ότι η χορήγηση του στεροειδούς αυτού είχε τερματιστεί (… hydrocortisone off). Τα ευρήματα αυτά του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν εύλογα, συμπεριλαμβανομένου του ευρήματος του για τη χορήγηση υδροκορτιζόνης στον εφεσείοντα. Η πλευρά του εφεσίβλητου δεν έχει καταφέρει να καταδείξει ότι τα συμπεράσματα αυτά του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένα (βλ. Πολάτογλου ν. Μασούρα (2004) 1 (Α) Α.Α.Δ. 150, Τ.J.S. Enterpr. Ltd v. Λαϊκής Κυπρ. Τράπ. (Χρημ.) Λτδ (2005) 1(Α) Α.Α.Δ. 108 και Χατζημάρκου ν. Widehorizon (Cap. Market) Ltd (2010) 1 (Α) Α.Α.Δ. 108).
Με βάση τα πιο πάνω, κρίνουμε ότι ορθά το Δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσείων απέδειξε αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των παραβάσεων του καθήκοντος επιμέλειας που ο εφεσίβλητος είχε έναντι του και της ζημιάς που ο εφεσείων υπέστη.
Όσον αφορά τον Μ.Υ.3, το πρωτόδικο Δικαστήριο καταγράφει λεπτομερώς τη μαρτυρία του στις σελίδες 29‑34, την οποία αναλύει και επεξηγεί τους λόγους για τους οποίους δεν την έκανε δεκτή και τους οποίους κρίνουμε δεν είναι απαραίτητο να καταγράψουμε. Υπενθυμίζουμε ότι η κρίση του Δικαστηρίου όσον αφορά την αξιοπιστία του Μ.Υ.3, ως επίσης των Μ.Υ.1 και Μ.Υ.2, δεν προσβάλλεται με αυτοτελή λόγο έφεσης. Από τη στιγμή επομένως που δεν υπάρχει αμφισβήτηση της αξιολόγησης της μαρτυρίας των εν λόγω μαρτύρων, δεν τίθεται ζήτημα εξέτασης της δυνατότητας επέμβασης του Εφετείου σε ευρήματα αξιολόγησης του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με τους μάρτυρες αυτούς, η οποία εν πάση περιπτώσει γίνεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις (βλ. Χατζημάρκου και Τ.J.S. Enterpr. Ltd (ανωτέρω), Αυξεντίου ν. Δίγκλη (2007) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1367).
Κρίνουμε περαιτέρω ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εφάρμοσε εσφαλμένα το βάρος απόδειξης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως αναφέραμε και πιο πάνω, προέβηκε σε κάποια σχόλια τα οποία αφορούσαν μεταξύ άλλων και τη μη προσέλευση συγκεκριμένων προσώπων ως μαρτύρων στη δίκη, τα οποία ήταν λογικά αναμενόμενο να κληθούν από τον εφεσίβλητο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο όμως δεν συνέδεσε αυτό το γεγονός για να καταλήξει σε συμπεράσματα ως προς την ευθύνη και την αιτιώδη συνάφεια ως εισηγείται η πλευρά του εφεσίβλητου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο σχολίασε ότι η πλευρά του εφεσίβλητου θα μπορούσε να παρουσιάσει μάρτυρες, όπως τον νευροχειρούργο Δ. ή την Α.Λ. (ειδικευόμενη ιατρό κατά τους ουσιώδεις χρόνους) ή και άλλoυς γιατρούς και νοσηλευτές που περιέθαλψαν τον εφεσείοντα ή και τον υπεύθυνο του Αρχείου του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας για να καταθέσει για τον μη εντοπισμό του ιατρικού φακέλου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο σχολίασε περαιτέρω ότι η παρουσία αυτών των μαρτύρων θα βοηθούσε στην ενίσχυση της εκδοχής που ο εφεσίβλητος προέβαλε κατά τη δίκη, κάτι που δεν έπραξε, και ότι η μη κλήτευση του νευροχειρουργού Δ. δεν κρίθηκε εύλογη, λογική, αποδεκτή και αναμενόμενη, έχοντας υπόψη και την ιατρική ιδιότητα που τον συνόδευε, αφού ως δημόσιος ιατρικός λειτουργός είχε περιθάλψει τον εφεσείοντα και πολλοί μάρτυρες (Μ.Ε.1, Μ.Ε.2, Μ.Υ.1 και Μ.Υ.2), παρέπεμπαν για εξηγήσεις στο πρόσωπο αυτό. Το πρωτόδικο Δικαστήριο όμως τόνισε (σελίδα 41) ότι η μη κλήση του εν λόγω γιατρού ως μάρτυρα, όπως και των υπόλοιπων που αναφέρονται πιο πάνω, σίγουρα δεν καθιστούσε αυταπόδεικτη την αξίωση του εφεσείοντα, προσθέτοντας ότι ο εφεσείων εξακολουθούσε να βαρύνεται με απόδειξη της αξίωσης του σε κάθε έκφανση της, παραπέμποντας σε σχετική νομολογία. Συμπλήρωσε ότι η επιλογή του εφεσίβλητου όσο δεκτή και σεβαστή και αν είναι, άφησε καίρια δυσαναπλήρωτα κενά στην όλη υπερασπιστική άποψη, αφού παρέμειναν σκοτεινές ουσιώδεις πτυχές της υπόθεσης που θα μπορούσαν να φωτιστούν, κατά πρώτο λόγο, από τη μαρτυρία του νευροχειρουργού Δ.
Με βάση τα πιο πάνω, οι σχετικές εισηγήσεις της πλευράς του εφεσίβλητου δεν γίνονται αποδεκτές και οι λόγοι αντέφεσης υπ' αριθμό 1, 2 και 3 απορρίπτονται.
Όσον αφορά τον πέμπτο λόγο αντέφεσης, προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε στον εφεσείοντα ως ειδικές αποζημιώσεις το ποσό των €7.000 για μελλοντική αρθροπλαστική εγχείρηση στον δεξιό του ώμο. Υποστηρίζεται από πλευράς εφεσίβλητου ότι από την προσκομισθείσα αξιόπιστη μαρτυρία δεν προκύπτει πουθενά πως είναι βέβαιο ή πιθανόν ή αναγκαίο ο εφεσείων να υποβληθεί σε αρθροπλαστική εγχείρηση στον δεξιό του ώμο, ως επίσης ότι καμία μαρτυρία δόθηκε σχετικά με το ύψος του πιο πάνω ποσού και πώς προκύπτει αυτό.
Αναφέρουμε καταρχάς ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει στις σελίδες 51‑52 της απόφασης του ότι στις αρχές του 2006 ο εφεσείων άρχισε να έχει έντονους πόνους στον δεξιό ώμο με περιορισμό κινήσεων και ότι έπεφτε το χέρι του. Ο πόνος έμοιαζε με εκείνο που χαρακτήριζε την οστεονέκρωση στο δεξιό ισχίο και ότι επεδίωξε ιατρική συμβουλή και στις 17.2.2006 εντοπίστηκε άσηπτη νέκρωση του δεξιού ώμου. Στις 8.3.2006 χειρουργήθηκε με τρυπανισμό στον δεξιό ώμο, που είχε ως αποτέλεσμα την ακινητοποίηση του δεξιού χεριού για περίοδο 6‑8 μηνών. Κατά τον χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης ο εφεσείων έπασχε από αυξομειούμενο πόνο συνεπεία δυσκαμψίας στο δεξιό ισχίο και δεξιό ώμο και ήταν αδύνατο να επιτελέσει διάφορες λειτουργίες, όπως να δυσκολεύεται να βάζει τις κάλτσες του και να υψώνει αντικείμενα για τοποθέτηση. Πολλές φορές η ακινησία δημιουργεί επιδείνωση της δυσκαμψίας. Αποτέλεσμα αυτών είναι η χειροτέρευση της λειτουργίας των αρθρώσεων, κάτι που, με την καταπόνηση που παρατηρείται, θα επισπεύσει την εμφάνιση οστεοαρθρίτιδων. Υπήρχαν στιγμές που μπορούσε να σηκώνει βάρη, όπως φιάλες υγραερίου βάρους 10‑12 κιλών, πονώντας τον δεξιό του ώμο όταν η κίνηση που έκανε ήταν πάνω από 90 μοίρες και ότι δεν μπορούσε να δουλέψει ως οικοδόμος.
Αναφέρουμε περαιτέρω ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επιδίκασε το πιο πάνω ποσό υπέρ του εφεσείοντα ως ειδικές αποζημιώσεις, αλλά ως γενικές αποζημιώσεις για μελλοντική αρθροπλαστική εγχείρηση στον δεξί του ώμο, σύμφωνα με την αξίωση στην παράγραφο 22 της Έκθεσης Απαίτησης (σελίδα 58), αφού έκρινε ότι δεν θα γίνει δεύτερη εγχείρηση στο δεξιό ισχίο του εφεσείοντα, αφού κάτι τέτοιο μπορούσε να αποβεί επικίνδυνο και να επιδεινώσει την κατάσταση, παραπέμποντας στην αξιόπιστη μαρτυρία.
Σύμφωνα με τη νομολογία, η δαπάνη για μελλοντικές επεμβάσεις δεν θεωρείται αποκρυσταλλωθείσα ζημιά και μπορεί να συμπεριληφθεί στο ποσό των γενικών αποζημιώσεων χωρίς ειδική δικογράφηση (βλ. Ορφανίδου ν. Πέρναρου (1994) 1 Α.Α.Δ. 253, Ορθοδόξου ν. Ιωάννου (2012) 1(Β) Α.Α.Δ. 1561, Περικλέους ν. Μιχαήλ κ.ά. (2012) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2420, Προεστός ν. Προδρόμου κ.ά., Πολ. Έφ. 326/2011, ημερ. 12/4/2017, ECLI:CY:AD:2017:A140, σύγγραμμα Φρίξος Νικολαΐδης «Αποζημιώσεις για Σωματικές Βλάβες και Θανατηφόρα Ατυχήματα», έκδοση 2019, παρ.1-30, σελ. 49).
Αναφέρεται πάντως στην παράγραφο 22 της Έκθεσης Απαίτησης ότι ο εφεσείων «χρειάζεται να υποβληθεί σε αρθροπλαστική ισχίου δεξιά και αρθροπλαστική ώμου δεξιά, οι οποίες θα κοστίσουν €7.000 έκαστη».
Η μαρτυρία που προσκομίστηκε σε σχέση με το ζήτημα αυτό δεν ήταν αόριστη, αλλά ήταν συγκεκριμένη και επαρκής και δόθηκε από τον Μ.Ε.1, η μαρτυρία του οποίου υπενθυμίζουμε έχει γίνει αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Σύμφωνα με τα πρακτικά της δικάσιμου 22.9.2015, λέχθηκε μεταξύ άλλων ότι:
(σελ.19-20)
«Α. Να συμπληρώσω για το χέρι λόγω της οστεονέκρωσης στην κεφαλή του βραχιόνιου υπάρχει μόνιμη βλάβη. Εάν θέλει να ανυψώσει ένα αντικείμενο και να το τοποθετήσει κάπου δυσκολεύεται ή πονεί και το αποφεύγει. Σαν συνέπεια αυτών των μόνιμων βλαβών η λειτουργική επιδείνωση της λειτουργίας των αρθρώσεων... »
[...]
(σελ.20)
«Ε. Μπορείτε να μας εξηγήσετε τι συνεπάγεται η κάθε εγχείρηση αρθροπλαστικής για τη ζωή;
Α. Η μία θα πληρώσει αρκετά για να γίνουν. Αναμένεται βελτίωση χωρίς καμία αμφιβολία. Αυτή η βελτίωση θα επιτευχθεί μετά από μία μεγάλη εγχείρηση και εφόσον εξελιχθεί επιτυχώς θα χρειάζεται περίοδος ανάρρωσης τουλάχιστον για 6 μήνες. Αρχικά θα υποφέρει ο χειρουργημένος από αρκετό πόνο μετεγχειρητικά. Δυσανασχετεί. Αλλά αναμένεται βελτίωση. Μικρότερη βελτίωση ανάρρωση αναμένεται για την άρθρωση του ώμου.
E. Πόση περίοδο;
Α. 2 μήνες; Εάν πετύχει.»
[...]
(σελ.27)
«Ε. Μπορείτε να μας κάνετε αναφορά για το συνολικό κόστος κάθε μελλοντικής επέμβασης αρθροπλαστικής; Ποιο είναι και τι συμπεριλαμβάνει;
Α. Υπό τις συνθήκες που επικρατούν τώρα και μιλώ για την Κύπρο. Η αρθροπλαστική κοστίζει 15 περίπου χιλιάδες ευρώ περιλαμβανομένων όλων των εξόδων. Πρόχειρη δε μελέτη έξοδα και χρήση χειρουργείου, νοσηλεία και αμοιβές χειρουργού, αμοιβές αναισθησιολόγου ένα περίπου. Άλλος μπορεί να πει λιγότερα. Για του ώμου νομίζω στοιχίζει περισσότερο. Αλλά επειδή δεν την κάνουμε εμείς τώρα στην Κύπρο είναι και εκείνη 10‑15 χιλιάδες.
Ε. Πρέπει να μεταβεί στο εξωτερικό;
Όχι έρχονται κάποιοι από την Αγγλία. Γνωρίζω ότι έρχεται κάποιος από την Αγγλία.
[...]
(σελ.71)
«Ε. Μπορείτε να γνωρίζετε πόσα στοιχίσει μια εγχείρηση αρθροπλαστικής;
Α. Ισχίου; Ποικίλει. Έκανα πριν λίγα χρόνια στοιχίζει 10 με 15 χιλιάδες ευρώ. Τώρα δεν μπορεί να γνωρίζω.»
Υπήρχε επομένως ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου συγκεκριμένη, επαρκής και ιατρική μαρτυρία η οποία δικαιολογούσε την επιδίκαση του ποσού των €7.000 υπέρ του εφεσείοντα για μελλοντική επέμβαση αρθροπλαστικής στο δεξιό του ώμο. Κρίνουμε ότι η απόφαση του Δικαστηρίου να επιδικάσει το πιο πάνω ποσό δικαιολογείτο υπό τις περιστάσεις και ήταν ορθή.
Με βάση τα πιο πάνω ο πέμπτος λόγος αντέφεσης απορρίπτεται.
Ο τέταρτος λόγος αντέφεσης αφορά την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για επιδίκαση του ποσού των €30.000 ως απώλεια μελλοντικών απολαβών το οποίο η πλευρά του εφεσίβλητου θεωρεί ως έκδηλα υπερβολικό. Την απόφαση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου προσβάλλει και η πλευρά του εφεσείοντα μέσω του δεύτερου λόγου έφεσης η οποία τη θεωρεί εσφαλμένη και το κατ’ αποκοπή ποσό που αποδόθηκε για απώλεια μελλοντικών εισοδημάτων ως υπερβολικά χαμηλό. Το ζήτημα αυτό κρίνουμε ότι θα είναι καλύτερα να εξεταστεί μετά την εξέταση των λόγων έφεσης που αφορούν την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με τις αξιώσεις για γενικές αποζημιώσεις ως επίσης για απώλεια απολαβών.
Προχωρούμε στην εξέταση των λόγων έφεσης.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι η μη επιδίκαση γενικών αποζημιώσεων για μελλοντική αρθροπλαστική εγχείρηση στο δεξιό και αριστερό ισχίο του εφεσείοντα είναι εσφαλμένη. Υποστηρίζεται από πλευράς εφεσείοντα ότι από τη μαρτυρία που δόθηκε προκύπτει ότι θα καταστούν απαραίτητες αυτές οι δύο εγχειρήσεις και ως εκ τούτου η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην αποδώσει τα αιτούμενα κονδύλια δεν ταυτίζεται με τις καθιερωμένες αρχές της νομολογίας και αποτελεί λανθασμένη ερμηνεία της ενώπιόν του μαρτυρίας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε υπέρ του εφεσείοντα ποσό €7.000 ως γενικές αποζημιώσεις για μελλοντική αρθροπλαστική εγχείρηση στον δεξιό του ώμο, αναφέροντας ότι δεν θα γίνει δεύτερη εγχείρηση στο δεξιό ισχίο του εφεσείοντα αφού κάτι τέτοιο μπορεί να αποβεί επικίνδυνο και να επιδεινώσει την κατάστασή του στο σημείο αυτό ως αναφέρθηκε στην αξιόπιστη μαρτυρία, την οποία όμως δεν καθορίζει. Δεν αναφέρει οτιδήποτε σε σχέση με το αριστερό ισχίο. Ο Μ.Ε.1 όμως, η μαρτυρία του οποίου έγινε αποδεκτή, ανέφερε κατά την κύρια εξέταση του (γραπτή δήλωση – Έγγραφο Α) ότι οι συνέπειες της εμφάνισης οστεονέκρωσης στην περίπτωση του εφεσείοντα υπήρξαν καταστροφικές. Επίσης κατά τη κύρια εξέταση ανέφερε ότι ως συνέπεια αυτών των μόνιμων βλαβών είναι η λειτουργική επιδείνωση της λειτουργίας των αρθρώσεων (βλ. σελίδα 19 των πρακτικών ημερομηνίας 22/9/2024), ότι σίγουρα με βάση τη συνήθη πρόγνωση της ασθενείας της οστεονέκρωσης, ο εφεσείοντας θα πρέπει να υποβληθεί σε αρθροπλαστικές των ισχίων στην ηλικία των 65 χρονών, δηλαδή τόσο αριστερά όσο και δεξιά (βλ. σελίδα 22, γραμμές 23‑28). Επίσης στην σελίδα 66 των πρακτικών, ο μάρτυρας αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι στο Τεκμήριο 9 (μαγνητική τομογραφία - MRI) καταδεικνύετο ότι ο εφεσείων ανέπτυξε οστοαρθρίτιδα στο αριστερό ισχύο, και στις σελίδες 68‑70 ο μάρτυρας ανέφερε ότι σύμφωνα με τη μαγνητική τομογραφία (MRI, Τεκμήριο 11), καταδεικνύετο ότι είχε εμφανίσει οστεοαρθρίτιδα και στα δύο ισχία, ότι με βάση τις ενοχλήσεις που παρουσίαζε ο εφεσείων αλλά και την ίδια αυτή καθ' αυτήν την πάθηση της οστεονέκρωσης προέκυπτε η βεβαιότητα ότι θα χρειαζόταν αρθροπλαστική και στα δύο ισχία. Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης, παράγραφος 22, ο εφεσείων αξίωνε το ποσό των €7.000 τόσο για αρθροπλαστική ισχίου δεξιά όσο και για αρθροπλαστική ώμου δεξιά ενώ αναφέρετο ότι υπάρχει κίνδυνος ο εφεσείων να υποβληθεί σε αρθροπλαστική ισχίου αριστερά και ώμου αριστερά. Δεν έχει προκύψει από τη μαρτυρία ότι σε περίπτωση που ο εφεσείων υποβληθεί σε αρθροπλαστική ισχίου δεξιά είναι επικίνδυνο και μπορεί να επιβαρύνει την κατάσταση του, ενώ όπως διαπιστώνουμε από τη μελέτη των πρακτικών, το πρωτόδικο Δικαστήριο φαίνεται να παραγνώρισε τη μαρτυρία όσον αφορά τη μελλοντική εγχείρηση για το αριστερό ισχίο. Κατά συνέπεια με βάση τα πιο πάνω, ο τέταρτος λόγος έφεσης επιτυγχάνει με την επιδίκαση υπέρ του εφεσείοντα ποσού €7.000 για αρθροπλαστική εγχείρηση στο δεξιό ισχίο και ποσού €7.000 στο αριστερό ισχίο με νόμιμο τόκο από 27.7.2018 μέχρι εξοφλήσεως και επομένως το ποσό των €7.000 που έχει επιδικαστεί θα πρέπει να αντικατασταθεί με το ποσό των €21.000.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το ποσό που απέδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο ως γενικές αποζημιώσεις είναι υπερβολικά χαμηλό. Υποστηρίζεται ότι η κρίση αυτή του Δικαστηρίου δεν ταυτίζεται με τις καθιερωμένες αρχές της νομολογίας αναφορικά με το ύψος των γενικών αποζημιώσεων και αποτελεί λανθασμένη ερμηνεία της μαρτυρίας που δόθηκε κατά τη δίκη, αφού απέτυχε να εκτιμήσει δεόντως και να συνυπολογίσει ορθά τη σοβαρότητα των τραυμάτων του εφεσείοντα, τη συνολική σωματική βλάβη του και τις μόνιμες συνέπειες των τραυμάτων του στη ζωή του, σε τέτοιο βαθμό ώστε η απόφαση του να μην αντικατοπτρίζει δίκαια και εύλογα τα όσα επώδυνα και σοβαρά έχει υποστεί ο εφεσείων λόγω της αμέλειας του εφεσίβλητου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο πραγματεύεται το ζήτημα των γενικών αποζημιώσεων στις σελίδες 53 – 57 της πρωτόδικης απόφασης. Αφού παραθέτει τις γενικές αρχές που διέπουν το θέμα με παραπομπή στη νομολογία, παραπέμπει σε συγκεκριμένες υποθέσεις όπου επιδικάστηκαν γενικές αποζημιώσεις ως επίσης σε σχετικά συγγράμματα για να καταλήξει ότι το ποσόν των €50.000 αποτελεί δίκαιη και εύλογη αποζημίωση για τον εφεσείοντα.
Η πλευρά του εφεσείοντα στο περίγραμμα αγόρευσης της αλλά και προφορικά ενώπιον του Εφετείου κατά την ακρόαση της έφεσης, με παραπομπές στη μαρτυρία και τη νομολογία προβάλλει τη θέση ότι το πιο πάνω επιδικασθέν ποσό είναι υπερβολικά χαμηλό και δεν αντικατοπτρίζει δίκαια και εύλογα τα όσα επώδυνα και σοβαρά έχει υποστεί ο εφεσείων λόγω της αμέλειας του εφεσίβλητου. Αντίθετη είναι η θέση της πλευράς του εφεσίβλητου η οποία υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο συνεκτίμησε όλα τα ενώπιον του δεδομένα στην ορθή τους διάσταση και καθόρισε το ποσό των γενικών αποζημιώσεων κατά τρόπο εύλογο και δίκαιο και ότι, σε κάθε περίπτωση, το ποσό που επιδικάστηκε δεν είναι έκδηλα ανεπαρκές.
Σε σχέση με το ζήτημα αυτό παραπέμπουμε στην υπόθεση Μαυροπετρή ν. Λουκά (1995) 1 Α.Α.Δ. 66, 74-75, όπου λέχθηκε μεταξύ άλλων ότι:
«Η νομολογία αποκαλύπτει σταθερή άνοδο του επιπέδου των γενικών αποζημιώσεων, τάση που αντανακλά μεγαλύτερη ευαισθησία για τον ανθρώπινο πόνο, την αγωνία της αναπηρίας και τη ψυχική οδύνη από την περιθωριοποίηση από τις συνήθεις δραστηριότητες του ανθρώπου (βλ. μεταξύ άλλων Paraskevaides (Overseas) Ltd v. Christofi (1982) 1 CLR 789), Polykarpou v. Adamou (1988) 1 CLR 727, Φοινικαρίδης και άλλη ν. Γεωργίου και άλλων (1991) 1 ΑΑΔ 475, Παναγή ν. Θεοδώρου (1992) 1(Β) ΑΑΔ 1303, Κωνσταντίνου ν. Ιωάννου (1993) 1 ΑΑΔ 669). Σταθερή είναι όμως η αρχή του δικαίου ότι οι αποζημιώσεις πρέπει να είναι κοινωνικά παραδεκτές. Η αποζημίωση για αστικά αδικήματα δεν έχει σκοπό τη τιμωρία αλλά την αποκατάσταση. Αυτή τούτη η ατέλεια του χρήματος ως μέσου για αποκατάσταση, δεν πρέπει να επενεργεί προς επαύξηση των αποζημιώσεων.»
Όπως η νομολογία αποκαλύπτει, η βασική αρχή η οποία διέπει τον καθορισμό των αποζημιώσεων, είναι η αποκατάσταση του θύματος του αστικού αδικήματος στη θέση, στην οποία εύλογα θα μπορούσε να αναμένεται ότι θα ευρισκόταν εάν δεν τραυματιζόταν. Αυτή είναι η βασική αρχή, η οποία διέπει τον καθορισμό των αποζημιώσεων στο δίκαιο των αστικών αδικημάτων υπό τον όρο πάντα ότι η ζημιά, η οποία αποδίδεται, είναι εύλογη μεταξύ των διαδίκων (Μιχαήλ κ.α. ν. Φίλιου Γ. Συκοπετρίτη Λτδ κ.α. (2000) 1(Β) Α.Α.Δ. 1049 και Ιακώβου ν. Παπαδάκη κ.α. 2000 1(Γ) Α.Α.Δ. 2079).
Αναφορικά με το ύψος του ποσού το οποίο επιδίκασε το Δικαστήριο ως γενικές αποζημιώσεις, στην Ανδρέου v. Iacovou Brothers (Constructions) Ltd κ.ά. (2014) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2851 λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα πρωτόδικα ευρήματα αναφορικά με το ύψος των γενικών αποζημιώσεων εκτός εάν πεισθεί είτε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ενήργησε κάτω από λανθασμένη αντίληψη του νόμου είτε ότι το επιδικασθέν ποσό είναι τόσο υπερβολικό ή ανεπαρκές ούτως ώστε να καθίσταται παντελώς λανθασμένος ο υπολογισμός των αποζημιώσεων των οποίων ο ενάγων δικαιούται (Βλ. Σολομωνίδης ν. Ζεβλού κ.ά. (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 228)».
Έχουμε επίσης υπόψη μας ότι στην υπόθεση Lankuttis v. Nικόλα (2002) 1(Β) Α.Α.Δ. 1128 λέχθηκε ότι:
«Η πρόσφατη σταθερή νομολογία μας θέλει τις αποζημιώσεις για σωματική αναπηρία, φυσικό και ψυχικό πόνο να αυξάνονται εξελικτικά. Η τάση αυτή της νομολογίας δεν οφείλεται σε συναισθηματική απόκλιση προς τα θύματα. Βασίζεται στις πραγματικότητες της ζωής. Τα δικαστήρια έχουν επίγνωση της υψηλής αξίας που συνεχώς αποδίδεται από πολιτισμένες κοινωνίες στη σωματική ακεραιότητα και ψυχική υγεία του ατόμου μέλους της. Η πνευματική και σωματική υγεία συναποτελούν το προαπαιτούμενο στοιχείο για την καλή ποιότητα ζωής του ανθρώπου. Οι αποζημιώσεις, που εκφράζονται σε χρήμα, αποσκοπούν όσο είναι δυνατό με το υλικό τους στοιχείο να προσφέρουν κάποια ποιότητα ζωής στο θύμα, επαναφέροντας την, όσο είναι δυνατό, στην προ του δυστυχήματος κατάσταση. Γι΄ αυτό και οι αποζημιώσεις πρέπει να αντικατοπτρίζουν την αγοραστική αξία του χρήματος ώστε να προσεγγίζεται η εύλογη αποκατάσταση της ζημιάς».
Περαιτέρω στην Ανδρέου (ανωτέρω) λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά με την καθοδήγηση από τη νομολογία επί του ζητήματος του καθορισμού των γενικών αποζημιώσεων:
«Προηγούμενες αποφάσεις προσφέρουν μόνο βοηθητική καθοδήγηση στον καθορισμό του ορθού μέτρου αποζημίωσης στη βάση των ιδιαίτερων δεδομένων της ενώπιον του Δικαστηρίου υπόθεσης και δεν αποτελούν δεσμευτικό προηγούμενο υπό την έννοια της αρχής του stare decisis. Πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη η συνεχής μείωση της αξίας του χρήματος. Παράλληλα σημειώνουμε ότι η αυξητική τάση στις αποζημιώσεις ήταν αποτέλεσμα της ανάγκης εξισορρόπησης υπερβολικά χαμηλών αποζημιώσεων σε κατάλληλες περιπτώσεις και δεν τάσσεται ως χάρτης για αιτιολόγηση παροχής συνεχώς αυξανόμενων ποσών σε κάθε περίπτωση (Σπύρος Μελάς και Ελένη Λτδ ν. Πολίτη (2003) 1 Α.Α.Δ. 590)».
(βλ. επίσης Φωτίου ν. Ξενοφώντος Πολ. Εφ. Αρ. 212/2019 ημερ. 9/1/2025)
Λαμβάνοντας υπόψη μας τις πιο πάνω αρχές, κρίνουμε τις θέσεις της πλευράς του εφεσείοντα βάσιμες.
Το πρωτόδικο δικαστήριο έθεσε ορθά τις σχετικές αρχές που πηγάζουν από τη νομολογία και έλαβε υπόψη του νομολογία που αφορούσε παρόμοια βλάβη και ζημιά με αυτή που υπέστη ο εφεσείων ή παρόμοιες επεμβάσεις που υποβλήθηκε ή θα υποβληθεί (Χριστοφόρου ν. Χαραλάμπους (1993) 1 Α.Α.Δ. 560, Σολωμονίδης ν. Ζεβλού κ.ά. (2000) 1 (Α) Α.Α.Δ. 228, Συκοπετρίτης ν. Χριστοδούλου (2004) 1 Α.Α.Δ. 218, Βαλανίδης ν. Γεν. Εισαγγελέα (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 801 και Σαρρής ν. Κατσετζίδη (2010) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2120). Περαιτέρω, ως αναφέρει στην πρωτόδικη απόφαση, έλαβε υπόψη του τη βλάβη και τη ζημιά που υπέστη ο εφεσείων, την ηλικία του, τις επιπτώσεις, την αδυναμία του να απολαμβάνει τις ανέσεις της ζωής, τη φύση των βλαβών, τη διάρκεια της θεραπείας του, τα προβλήματα υγείας που δυνατόν να παρουσιαστούν στο μέλλον και γενικότερα τον πόνο και τη ταλαιπωρία του. Έχοντας όμως υπόψη την κατάληξη μας όσον αφορά τον τέταρτο λόγο έφεσης ότι δηλαδή ο εφεσείων ανέπτυξε οστοαρθρίτιδα και στο αριστερό ισχύο και θα χρειαστεί να υποβληθεί σε τρεις συνολικά μελλοντικές αρθροπλαστικές εγχειρήσεις (δεξιού ώμου και αμφοτέρων των ισχύων), επηρεάζονται δηλαδή σοβαρά τρεις συνολικά αρθρώσεις στο σώμα του με όλες τις συνέπειες που περιγράφονται πιο πάνω, κρίνουμε το επιδικασθέν ποσό ως έκδηλα ανεπαρκές και η επέμβαση μας κατ΄επέκταση επιβεβλημένη.
Με βάση τα πιο πάνω ο τρίτος λόγος έφεσης επιτυγχάνει και το ποσό των €50.000,00 αντικαθίσταται με το ποσό των €80.000,00 το οποίο κρίνεται ως δίκαιη και εύλογη αποζημίωση για όσα ο εφεσείων έχει υποστεί.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι η μη απόδοση από το πρωτόδικο Δικαστήριο αποζημίωσης μέχρι την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης, για το εισόδημα που απώλεσε ο εφεσείων λόγω της αναπηρίας του, είναι εσφαλμένη. Υποστηρίζεται από πλευράς εφεσείοντα ότι υπήρχε ενώπιον του Δικαστηρίου σαφής, θετική, συγκεκριμένη και αποδεκτή από τον εφεσίβλητο μαρτυρία, από την οποία φαίνονταν τα εισοδήματα που λάμβανε ο εφεσείων κατά τους επίδικους χρόνους. Υπό τις περιστάσεις, το Δικαστήριο, στη βάση των κριτηρίων που θέτει η νομολογία, θα έπρεπε και μπορούσε, ευχερώς και με ασφάλεια και χωρίς στοιχείο αβεβαιότητας, να επιδικάσει ειδικές αποζημιώσεις για την απώλεια εισοδήματος του εφεσείοντα. Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να θεωρήσει ότι ο εφεσείων απέτυχε να πείσει για τη συγκεκριμένη αξίωση του και να μην επιδικάσει οποιοδήποτε ποσό αποζημίωσης μέχρι την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης, είναι αυστηρή και μη δίκαιη, αποτελεί λανθασμένη ερμηνεία της μαρτυρίας που δόθηκε κατά τη δίκη, δεν ταυτίζεται με τις καθιερωμένες αρχές της νομολογίας και έχει το αποτέλεσμα να μην αποδοθεί αποκατάσταση στον εφεσείοντα για την απώλεια εισοδήματος που υπέστη.
Η πλευρά του εφεσείοντα αναφέρει περαιτέρω ότι ενώπιον του Δικαστηρίου κατατέθηκε το Τεκμήριο 84 το οποίο αφορούσε τον ασφαλιστικό λογαριασμό του εφεσείοντα από τις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων που αφορούσαν την περίοδο 1983-2011 και το πρωτόδικο Δικαστηρίου θα μπορούσε να προβεί σε σχετικούς υπολογισμούς παραπέμποντας στις Αριστοδήμου v. Πέτρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 980, Χριστοδούλου v. Αγαθοκλέους (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 396, Ερωτοκρίτου κ.ά. v. Καραολή (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 445 και Αρχής Λιμένων Κύπρου v. Κωνσταντίνου κ.ά. Πολ. Έφ. 333/2013 ημερ. 10.5.2018, ECLI:CY:AD:2018:A225. Υποστηρίζει ακόμα ότι το Δικαστήριο θα μπορούσε να λάβει υπ' όψιν τον μέσο όρο των απολαβών του εφεσείοντα πριν το ατύχημα στη βάση βεβαίωσης των Κοινωνικών Ασφαλίσεων και να υπολογίσει την αξίωση της απώλειας απολαβών παραπέμποντας στην Andreas V. Vrondis & Sons (Constructions) Ltd v. Παπαλεοντίου, Πολ. Έφ. 189/2011, ημερ. 15.5.2017, ECLI:CY:AD:2017:A177.
Αντίθετη είναι η θέση της πλευράς του εφεσίβλητου. Υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο πολύ ορθά απέρριψε τη σχετική αξίωση του εφεσείοντα εφόσον η σχετική μαρτυρία τόσο του εφεσείοντα όσο και της Μ.Ε.5 δεν έγινε αποδεκτή. Υπέδειξε ότι η πλευρά της αμφισβήτησε τη σχετική μαρτυρία και το πρωτόδικο Δικαστήριο στη βάση των ως άνω ελλείψεων και σοβαρών κενών που παρουσίασε η μαρτυρία που δόθηκε από πλευράς εφεσείοντα, δεν μπορούσε να αποσείσει το βάρος απόδειξης της συγκεκριμένης αξίωσης του παραπέμποντας στις Παναγή κ.ά. v. Κακόψιτου κ.ά. (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 839, 873-874, Γενικός Εισαγγελέας κ.ά. v. Στυλιανού κ.ά. (2002) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1718 και Κολάνη v. Ταμπούρα (2010) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1108, 1116.
Υπέδειξε επίσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε τη δυνατότητα στους συνηγόρους να απαντήσουν ο ένας στην αγόρευση του άλλου. Η πλευρά του εφεσίβλητου είχε αναφέρει ευθέως ότι δεν αποδεχόταν ότι είχε αποδειχθεί αυτή η αξίωση λόγω του ότι δεν είχε αποδειχθεί το καθαρό εισόδημα. Δεν έγινε οποιαδήποτε αναφορά στην απαντητική αγόρευση της πλευράς του εφεσείοντα, πράγμα που θα μπορούσε να είχε τεθεί και δεν τέθηκε. Δεν είχε εισηγηθεί η πλευρά του εφεσείοντα για υπολογισμό των εισοδημάτων του εφεσείοντα με αναφορά στον μέσο όρο των απολαβών του, πράγμα που έγινε για πρώτη φορά δια του περιγράμματος αγόρευσης.
Κρίνουμε ότι ο λόγος αυτός έφεσης δεν μπορεί να επιτύχει.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε αναλυτικά τη μαρτυρία του εφεσείοντα στις σελίδες 15‑20. Όπως αναφέρουμε πιο πάνω, έκανε μερικώς αποδεκτή τη μαρτυρία του για τους λόγους που επεξηγεί αναλυτικά στην πρωτόδικη απόφαση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:
«Συναρμοζόμενο με τα περί ανικανότητας του για εργασία, είναι και το ότι, παρόλο που κατέθεσε αντίγραφο του ασφαλιστικού λογαριασμού που διατηρούσε με τις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Τεκμήριο 84) ‑ έχοντας πει είπε πολλά για την παντελή ανικανότητα του για εργασία μετά την πρώτη εγχείρηση τον Μάιο 2004 ‑ δεν διαφώτισε γιατί στον ασφαλιστικό λογαριασμό (Τεκμήριο 84), παρατηρούνται καταχωρισμένες ασφαλιστέες αποδοχές για το 2005 (ΛΚ706,00/€1.206,27), για το 2008 (€9.294,00) και για το 2011 (€10.308,00), ή ακόμη και για το 2004 (ΛΚ8.821,00/€15.071,57), οι οποίες (για τα έτη 2008 και 2011) είναι στα ίδια περίπου επίπεδα με εκείνες του 2003 (ΛΚ8.939,00/€15.273,19) και του 2002 (ΛΚ8.139,00/€13.906,31). Η δικηγόρος του εναγομένου δεν αντεξέτασε τον μάρτυρα επί των πτυχών αυτών και για τα ερωτήματα που αναδύονται ως προς την ισορροπία των εκδοχών του. Εκτός των άλλων αλλά εντός της ίδιας θεματικής, ο μάρτυς παρότι υπεραμύνθηκε στη μαρτυρία (γραπτή και προφορική), πως παραμένει ανίκανος για εργασία και ότι δεν δούλεψε από τον χρόνο της χειρουργικής επέμβασης που έτυχε στο δεξιό ισχίο στις 3.5.04 (εξαιτίας της οστεονέκρωσης), δεν επέλεξε να καταθέσει αντίγραφο τού ασφαλιστικού του λογαριασμού (αν υπήρχε), για ημερομηνίες μεταγενέστερες τής 17.10.14 (που συντάχθηκε το Τεκμήριο 84 και το οποίο αφορά στις ασφαλιστέες αποδοχές του από το 1983 μέχρι και το 2011). Ούτε και έδωσε κάποια δικαιολογία. Μήτε και σε αυτή την πτυχή αντεξετάστηκε. Μηδέ και συνέθεσε ερέθισμα αντεξέτασης το περιεχόμενο της Βεβαίωσης ημερομηνίας 21.3.16 (Τεκμήριο 97(9)), που πληροφορεί ότι τούτος «...λαμβάνει σύνταξη ανικανότητας από 1.2.05 σε ποσοστό 75%» και αυτό, όχι προς αμφισβήτηση τού τι δηλώνεται εκεί, αλλά σαν εφαλτήριο προς ανίχνευση τού κατά πόσον ο ασφαλιστικός λογαριασμός διατηρούνταν στο όνομα του μάρτυρα και μετά το 2011, για να εξεταστούν τα πράγματα σφαιρικώς και με εμβρίθεια, δοσμένου τού συνόλου των στοιχείων που καταγράφονται εκεί. Παράγεται προσέτι από τα προλεχθέντα και αναντιστοιχία μεταξύ της αξίωσης του ενάγοντα για επιδίκαση ειδικών αποζημιώσεων για απώλεια απολαβών μέχρι (τουλάχιστον) και την 20.12.04 (ημερομηνία κατά την οποία σταμάτησε να εργάζεται στην Tsircon Construction Co Ltd) και αυτών που είπε και επιχείρησε να θεμελιώσει προσκομίζοντας τις ασφαλιστέες αποδοχές του για το 2004 (Τεκμήριο 84), από τα οποία εξάγεται ότι τα εισοδήματα του παρέμειναν σχεδόν αμετάβλητα. Όλα τούτα συνηγορούν πως ο μάρτυς δεν ήταν απολύτως ειλικρινής για τις επιπτώσεις που επήλθαν σε αυτόν από την οστεονέκρωση (επί οικονομικού και σωματικού επιπέδου) και επ' αυτού δεν δέχομαι τη μαρτυρία του.»
Έκρινε, όπως αναφέρουμε πιο πάνω, τη μαρτυρία του ως μερικώς αξιόπιστη, («απορριπτέα ωστόσο για τις επιπτώσεις των σωματικών, των οικονομικών και των εργοδοτικών βλαβών του στο βάθος που έτυχε εντρύφησης»).
Όσον αφορά τη Μ.Ε.5 (η μαρτυρία της οποίας παρατίθεται στις σελίδες 20 έως 24 της απόφασης) το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε μεταξύ άλλων:
«… επιχειρώντας, υποτίθεται, να διαφωτίσει το Δικαστήριο για τα περί των απολαβών τού ενάγοντα στην Tsircon Construction Co Ltd ‑ και ενώ το εγχείρημα της αναμενόταν εκ των πραγμάτων να είναι απλό από τη φύση του ‑ κατόρθωσε να θολώσει την κατάσταση φθάνοντας και σε σημείο να συμπλέξει σε ένα συνονθύλευμα μαρτυρίας εκφάνσεις περί εισοδηματικών αποδοχών τού ενάγοντα με γενικότερες αναφορές περί του εργοδοτικού εταιρικού κόστους της Tsircon Construction Co Ltd και τι στοίχιζε στην εταιρεία η εργοδότηση του.»
..........................................................................................................................
«Η μάρτυς δεν ήταν λοιπόν καθόλου διαφωτιστική για ό,τι κλήθηκε να πει για τις Αναλύσεις Μισθού (Τεκμήρια 85‑86), που (όπως και ο ασφαλιστικός λογαριασμός Τεκμήριο 84), παρέμειναν ασφαλώς ως αποτιμήσιμη μαρτυρία και αξιολογήθηκαν (βλ. Κατ' αναλογίαν, Κολάνη ν Ταμπούρα (2010) 1(Β) ΑΑΔ 1108, 1124) ‑ με τις γενικολογίες της μάρτυρος και τα έτερα μειονεκτήματα που έδειξε, να οφείλονται περισσότερο σε αδυναμία της να μεταφέρει εναργώς όσα έπρεπε παρά σε ελατήρια ψεύδους και αποπροσανατολισμού ‑ και να μην οδηγούν και δεν οδήγησαν αγογγύστως σε σωρευτική αναξιοπιστία της (βλ. Κατ' αναλογίαν, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν Ismail, Ποιν. Έφ. 228/15, ημ. 17.10.16, Φάρμα Ρένος Χ" Ιωάννου Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν Χίννη (2012) 1(Β) ΑΑΔ 1331, 1333‑1335).»
Εξετάζοντας την αξίωση αυτή του εφεσείοντα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι απέτυχε να την αποδείξει και ότι ακόμη και σε περίπτωση που ο εφεσείων δικαιούτο στην επιδίκαση τέτοιων ειδικών αποζημιώσεων, δηλαδή για απώλεια παρελθουσών απολαβών, ο χρόνος υπολογισμού θα άρχιζε από τις 3.5.2004 όταν εγχειρίστηκε για πρώτη φορά και όχι από τον Ιανουάριο του έτους 2004 που αποτελούσε αδικαιολόγητο χρονικό ορόσημο για την αξίωση αυτή. Τόνισε ότι από τη μαρτυρία που προσκομίστηκε από πλευράς εφεσείοντα και Μ.Ε.5 για τις απολαβές του πρώτου, η οποία αμφισβητήθηκε από την πλευρά του εφεσίβλητου, προέκυπτε μια «χαλαρώς γενική και ασαφής εικόνα» σε σχέση με τη μισθοδοσία του, ότι υπήρξε «έλλειψη επαρκούς ταύτισης των εισοδημάτων του εφεσείοντα με την Tsircon Construction Company Ltd με όσα εκτίμησαν οι Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων για καθορισμό των ασφαλιστικών του αποδοχών». Η εισοδηματική του κατάσταση δεν ήταν σταθερή με αυξομειούμενες απολαβές και όλα τα πιο πάνω κατάτασσαν τη συγκεκριμένη περίπτωση «σε εκείνες που απέχουν από το να ικανοποιούν την αυστηρότητα που απαιτεί συναφώς η νομολογία», παραπέμποντας στις Σολέας v. Σολέα (1999) 1 (Β) Α.Α.Δ. 904, 915, Πύριλλος v. Κονναρή (2011) (Β) Α.Α.Δ. 1153 και Αντωνίου v. Κυριάκου (2016) 1(Β) Α.Α.Δ. 1664.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι:
«Οι όποιοι υπολογισμοί εισοδημάτων όφειλαν να γίνονταν με την αναμενόμενη επιμέλεια και προσοχή από ή εκ μέρους του ενάγοντα δίχως να αναμένεται η μετατροπή του Δικαστηρίου σε μάρτυρα επωμισμένου με την αποσαφήνιση αριθμών, στοιχείων, αποκοπών, ποσοστιαίων προσαρμογών και ούτω καθεξής, τη στιγμή που τούτα θα μπορούσαν να τύχουν επεξεργασίας διά της σωστής μεθοδολογίας εντός των αποδεικτικών κανόνων και δικονομίας που περιβάλλουν το αντιπαραθετικό σύστημα απονομής δικαιοσύνης (βλ. Κατ' αναλογίαν, ΜΣ Ιακωβίδης & Σία και Άλλοι ν Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ΠΕ 378/09, ημ.10.7.15, Ασπίς Πρόνοια Ασφαλιστική Εταιρεία Ζωής ν Γρηγορίου και Άλλης (2001) 1(Β) ΑΑΔ 1357, 1362‑1364).
Άλλη προσέγγιση, θα ήταν καταχρηστική και θα επηρέαζε σοβαρά τα δικαιώματα του εναγομένου, ο οποίος αμφισβήτησε τη σχετική μαρτυρία από μέρους του ενάγοντα και την παράγωγη διαπίστωση πως το Δικαστήριο δεν μπορεί να καλύπτει τυχόν ατέλειες ή παραλείψεις στη μαρτυρία εκείνων που είναι επωμισμένοι με απόδειξη της αξίωσης τους (βλ. Κατ' αναλογίαν, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν Στυλιανού και Άλλων (2002) 1(Γ) ΑΑΔ 1718, 1739, Παναγή ν Κακόψιτου (2001) 1(Α) ΑΑΔ 839, 873‑874).
Ως κρίθηκε και στην Κολάνη ν Ταμπούρα (2010) 1(Β) ΑΑΔ 1108, 1116:
«Αναφορικά με τον επιδικασμό αποζημιώσεων για απώλεια μέχρι τη δίκη, με δεδομένο ότι αυτές συνιστούν ζημιά η οποία έχει ήδη αποκρυσταλλωθεί, αποτελούν στοιχείο ειδικών αποζημιώσεων και επομένως θα πρέπει τα διεκδικούμενα ποσά να αποδεικνύονται με την απαιτούμενη ακρίβεια, βεβαιότητα και αυστηρότητα. Όπως δε έχει επανειλημμένα νομολογηθεί, στην περίπτωση κατά την οποία ήθελε κριθεί ότι ελλείπουν τα αναγκαία εκείνα στοιχεία που θα βοηθούσαν το Δικαστήριο να καταλήξει σε κάποιο ακριβές ποσό, δεν μπορεί και δεν πρέπει να επιδικάζεται κατ' αποκοπή ή κατά προσέγγιση οποιοδήποτε ποσό που αντιπροσωπεύει απώλεια εισοδημάτων μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης. (Βλ. Π.χ. Κουμπαρή κ.ά. v. Φούτρη (2001 1(Β) Α.Α.Δ 921)».»
Κρίνουμε ότι ο λόγος αυτός έφεσης δεν μπορεί να επιτύχει.
Υποδεικνύουμε κατ΄αρχάς ότι η κρίση του Δικαστηρίου σε σχέση με την αξιολόγηση του εφεσείοντα και της Μ.Ε.5 δεν προσβάλλεται με αυτοτελή λόγο έφεσης. Από τη στιγμή επομένως που δεν υπάρχει αμφισβήτηση της αξιολόγησης της μαρτυρίας των εν λόγω μαρτύρων, δεν τίθεται ζήτημα εξέτασης της δυνατότητας επέμβασης του Εφετείου σε ευρήματα αξιολόγησης του πρωτόδικου Δικαστηρίου και επαναλαμβάνουμε τα όσα αναφέρουμε πιο πάνω για το ζήτημα αυτό. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεξήγησε με σαφήνεια και αναλυτικά τι απέτυχε να αποδείξει η πλευρά του εφεσείοντα, καταλήγοντας ότι η μαρτυρία που δόθηκε για το ζήτημα αυτό ήταν γενική και αόριστη αφήνοντας τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα μετέωρους. Δεν παραβλέπουμε ότι το Δικαστήριο θα μπορούσε να προβεί το ίδιο σε υπολογισμούς για την αξίωση αυτή του εφεσείοντα σύμφωνα με τις υποθέσεις Αριστοδήμου, Χριστοδούλου, Ερωτοκρίτου και Αρχής Λιμένων (ανωτέρω). Για να το έπραττε όμως θα έπρεπε να υπάρχει σαφής και αξιόπιστη μαρτυρία ενώπιον του, η οποία θα αποτελούσε το αναγκαίο υπόβαθρο για να προβεί στο σχετικό υπολογισμό. Τέτοια μαρτυρία όμως δεν υπήρχε και το Δικαστήριο εφάρμοσε τη σχετική νομολογία επί του θέματος, ότι δηλαδή οι ειδικές αποζημιώσεις αποδεικνύονται με αυστηρότητα, δηλαδή με σαφήνεια και συγκεκριμένα στοιχεία. Καταλήγουμε ότι το Δικαστήριο κινήθηκε εντός των παραμέτρων που οριοθετεί η νομολογία, τηρώντας την «ισότητα των όπλων» και ως εκ τούτου ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Η κατάληξή μας όσον αφορά τον πρώτο λόγο έφεσης αντανακλά και στον δεύτερο λόγο έφεσης, ο οποίος θα εξεταστεί μαζί με τον τέταρτο λόγο αντέφεσης.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εντάξει τα μελλοντικά εισοδήματα του εφεσείοντα στις γενικές αποζημιώσεις είναι εσφαλμένη και το κατ' αποκοπήν ποσό που αποδόθηκε στον εφεσείοντα ως γενική αποζημίωση για απώλεια μελλοντικών εισοδημάτων είναι υπερβολικά χαμηλό. Από τη στιγμή που κρίθηκε ότι δεν υπήρχε ενώπιον του Δικαστηρίου σαφής, θετική, συγκεκριμένη και αποδεκτή μαρτυρία σε σχέση με τα εισοδήματα που λάμβανε ο εφεσείων ως η κατάληξή μας στο πλαίσιο του πρώτου λόγου έφεσης, δεν θα μπορούσε το πρωτόδικο Δικαστήριο να επιδικάσει αποζημίωση για απώλεια μελλοντικών απολαβών με την μέθοδο πολλαπλασιαστή/πολλαπλασιαστέου ως ισχυρίζεται η πλευρά του εφεσείοντα, η οποία χαρακτηρίζει την προσέγγιση του Δικαστηρίου ως αυστηρή και μη δίκαιη. Επομένως, η κρίση του Δικαστηρίου να εντάξει την αποζημίωση που τελικά επιδίκασε στον εφεσείοντα στην κατηγορία των γενικών αποζημιώσεων επιδικάζοντας το ποσό των €30.000 κατ' αποκοπήν είναι ορθή υπό τις περιστάσεις. (βλ. Ερωτοκρίτου κ.ά. v. Φουτρή (2001) 1 (Β) Α.Α.Δ. 921, 927, Θεοφάνους κ.ά. ν. Κουρουκλά κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 528 και Κολάνη (ανωτέρω)). Το Δικαστήριο κατέληξε στο ποσό των €30.000 βασιζόμενο στη μαρτυρία και τα ευρήματά του, την ηλικία του εφεσείοντα, 50½ χρονών κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης, το ποσοστό ανικανότητάς του για εργασία, το γεγονός ότι δεν θα μπορούσε να εργαστεί πλέον ως οικοδόμος αλλά και όλους τους άλλους παράγοντες που αναγνωρίζει η νομολογία ως αποτιμώμενες μεταβλητές, παραπέμποντας σε σχετικά συγγράμματα (βλ. P. Barrie, Personal Injury Law: Liability, Compensation and Procedure, 2η έκδ., 2005, Oxford University Press, Παρ. 24.11‑24.18, Φ. Νικολαΐδης, Αποζημιώσεις για Σωματικές Βλάβες, 1996, παρ. 1‑18).
Η πλευρά του εφεσίβλητου, μέσω του τέταρτου λόγου αντέφεσης, θεωρεί το πιο πάνω ποσό αυθαίρετο και υπερβολικό υπό τις περιστάσεις.
Δεν συμφωνούμε με την πλευρά του εφεσίβλητου ότι το πιο πάνω ποσό είναι υπερβολικό η οποία εν πάση περιπτώσει δεν εισηγείται στο Δικαστήριο σε ποιο ύψος θα έπρεπε να ανέρχεται το ποσό αυτό και επαναλαμβάνουμε τα όσα έχουμε αναφέρει πιο πάνω αναφορικά με το ζήτημα των γενικών αποζημιώσεων. Κρίνουμε το επιδικασθέν ποσό ως εύλογο υπό τις περιστάσεις.
Με βάση τα πιο πάνω, τόσο ο δεύτερος λόγος έφεσης όσο και ο τέταρτος λόγος αντέφεσης απορρίπτονται.
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι η απόφαση του Δικαστηρίου να μην επιδικάσει έξοδα για μελλοντικές θεραπείες για τη συντήρηση της κατάστασης της υγείας του εφεσείοντα είναι εσφαλμένη. Υποστηρίζεται ότι από τη μαρτυρία φαίνεται ότι προκύπτουν συνεχιζόμενα έξοδα θεραπείας λόγω των προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίζει ο εφεσείων τα οποία προκλήθηκαν από την αμέλεια του εφεσίβλητου και η απόφαση του Δικαστηρίου να μην αποδώσει τα αιτούμενα κονδύλια δεν ταυτίζεται με τις καθιερωμένες αρχές της νομολογίας και αποτελεί λανθασμένη ερμηνεία της ενώπιόν του μαρτυρίας.
Ο λόγος αυτός έφεσης δεν μπορεί να επιτύχει.
Το Δικαστήριο απέρριψε τη σχετική μαρτυρία του εφεσείοντα αναφέροντας ότι η εντύπωση που του άφησε ο εφεσείων στο εδώλιο του μάρτυρα κατά τις σχετικές του αναφορές ήταν «πάρα πολύ αρνητική και φανερώς αμυντική και πολύ απέχουσα από την αλήθεια». Το πρωτόδικο Δικαστήριο σχολίασε επίσης πολύ αρνητικά τις αναφορές του εφεσείοντα ότι δεν έπαιρνε φάρμακα αφού του προκαλούσαν παρενέργειες τη στιγμή μάλιστα που επιζητούσε αποζημιώσεις για μελλοντική φαρμακευτική αγωγή και φυσιοθεραπεία με αποτέλεσμα να σχηματίζεται μια αμφίσημη τακτική που και αυτή πρόσθετε στις παλινδρομήσεις. Το πρωτόδικο Δικαστήριο διέκρινε υπερβολή σε σημεία της μαρτυρίας του εφεσείοντα και επομένως απέρριψε αυτό το μέρος της μαρτυρίας του. Όπως έχουμε αναφέρει κατ' επανάληψη, η κρίση του Δικαστηρίου επί της αξιολόγησης της μαρτυρίας του εφεσείοντα δεν έχει προσβληθεί με αυτοτελή λόγο έφεσης και επαναλαμβάνουμε τα όσα έχουμε αναφέρει επί του θέματος αυτού ανωτέρω. Επομένως, η μη επιδίκαση αποζημιώσεων εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου για μελλοντικές θεραπείες για τη συντήρηση της κατάστασης της υγείας του εφεσείοντα κρίνεται ως δικαιολογημένη υπό τις περιστάσεις.
Με βάση τα πιο πάνω ο πέμπτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Παρόλο που στην ειδοποίηση έφεσης αναφέρεται έκτος λόγος έφεσης, εντούτοις τέτοιος λόγος δεν αναπτύσσεται στο περίγραμμα αγόρευσης με αποτέλεσμα αυτός να θεωρείται ως εγκαταλειφθείς.
Με βάση τα πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει μερικώς και η εκκαλούμενη απόφαση διαφοροποιείται ως ακολούθως: Το ποσό των €50.000 που έχει επιδικαστεί πρωτοδίκως ως γενικές αποζημιώσεις αντικαθίσταται με το ποσό των €80.000. Περαιτέρω, το ποσό των €7.000 που έχει επιδικαστεί ως γενικές αποζημιώσεις για μελλοντικές ιατρικές δαπάνες αντικαθίσταται με το ποσό των €21.000.
Επιδικάζονται έξοδα της έφεσης €4.200 πλέον Φ.Π.Α. υπέρ του εφεσείοντα και σε βάρος του εφεσίβλητου. Η αντέφεση απορρίπτεται χωρίς άλλη διαταγή για έξοδα αφού συνεκδικάστηκε με την έφεση.
ΣT. N. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.
Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο