ΔΗΜΗΤΡΑΚΗΣ Ε. ΑΓΓΕΛΙΔΗΣ ΛΤΔ v. ΔΩΡΑΣ ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ, Πολιτική Έφεση Αρ.: 293/2019, 17/7/2025
print
Τίτλος:
ΔΗΜΗΤΡΑΚΗΣ Ε. ΑΓΓΕΛΙΔΗΣ ΛΤΔ v. ΔΩΡΑΣ ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ, Πολιτική Έφεση Αρ.: 293/2019, 17/7/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.: 293/2019)

 

17 Ιουλίου, 2025

 

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]

[ΤΟΥΜΑΖΗ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]

 

ΔΗΜΗΤΡΑΚΗΣ Ε. ΑΓΓΕΛΙΔΗΣ ΛΤΔ,

 

Εφεσείουσα/Εναγόμενη,

 

ΚΑΙ

 

ΔΩΡΑΣ ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ,

 

Εφεσίβλητης/Ενάγουσας.

--------------------

 

Χρ. Γ. Χριστούδιας, για την Εφεσείουσα.

Φρ. Βρυωνίδης για Α. Βρυωνίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Τουμαζή, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας έφεσης, αποτελεί απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας - στο εξής το πρωτόδικο Δικαστήριο - με την οποία εκδόθηκε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης - ενάγουσας και εναντίον της εφεσείουσας – εναγομένης, για το ποσό των €6.858,90, πλέον νόμιμο τόκο από την καταχώριση της αγωγής, πλέον έξοδα.

 

Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης, η εφεσίβλητη ενοικίασε από την εφεσείουσα, για την περίοδο 2000 μέχρι και τα μέσα 2004, διαμέρισμα ιδιοκτησίας της εφεσείουσας. Η εφεσίβλητη διευθέτησε όπως οι λογαριασμοί που αφορούσαν το διαμέρισμα, να καταβάλλονται μέσω αυτόματης τραπεζικής εντολής. Μεταξύ αυτών των λογαριασμών ήταν και τα τέλη υδατοπρομήθειας. Με τη λήξη της ενοικίασης, η εφεσίβλητη, εκ παραδρομής, παρέλειψε να τερματίσει την αυτόματη τραπεζική εντολή πληρωμής των λογαριασμών για το νερό. Αντιλήφθηκε την παράλειψη της αυτή και το ότι πλήρωνε το λογαριασμό νερού του διαμερίσματος της εφεσείουσας, το έτος 2012, όταν αποκόπηκε από τον τραπεζικό της λογαριασμό ποσό ύψους €1.825,90 που αφορούσε κατανάλωση νερού. Ο λόγος της ψηλής χρέωσης ήταν η μεγάλη κατανάλωση νερού από το διαμέρισμα, για την οποία, ως η εφεσίβλητη διαπίστωσε, το Συμβούλιο Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, είχε στείλει δύο επιστολές προς την εφεσείουσα εταιρεία. Οι λογαριασμοί του νερού, επίσης αποστέλλονταν στην εφεσείουσα. Συνολικά για το έτος 2004 κατά το οποίο αποχώρησε από το διαμέρισμα, μέχρι και το 2012, κατέβαλε ποσό €6.858,49 ως τέλη υδατοπρομήθειας. Όταν το αντιλήφθηκε, αμέσως σταμάτησε την αυτόματη εντολή και επικοινώνησε με τον διευθυντή της εφεσείουσας. Ζήτησε όπως της επιστραφούν τα χρήματα που έδιδε, αλλά υπήρξε άρνηση από πλευράς της εφεσείουσας.    

 

Στην υπεράσπιση, η εφεσείουσα προέβαλε ότι από μόνη της η εφεσίβλητη επέλεξε να καταβάλλει αδιαμαρτύρητα τα τέλη υδατοπρομήθειας του διαμερίσματος. Όταν η εφεσίβλητη επικοινώνησε με την εφεσείουσα για την καταβολή, από αυτήν, των τελών υδατοπρομήθειας και για την αυξημένη χρέωση του νερού, ο διευθυντής της εφεσείουσας μετέβη στο Συμβούλιο Υδατοπρομήθειας, όπου του ανέφεραν για ποιο λόγο να διαμαρτύρεται ο ίδιος εάν κάποιος τρίτος επέλεξε να πληρώνει τον λογαριασμό του νερού. Η εφεσείουσα ισχυρίστηκε, επίσης, ότι είναι αδιανόητο η εφεσίβλητη να πληρώνει τον λογαριασμό του νερού για περίοδο πέραν των οκτώ ετών και να απαιτεί από την εφεσείουσα να πληρώσει για τα δικά της λάθη και παραλείψεις (της εφεσίβλητης).

 

Κατά την ακρόαση έδωσε μαρτυρία για την αγωγή, η εφεσίβλητη (ΜΕ1) και για την υπεράσπιση έδωσε μαρτυρία ο διευθυντής της εφεσείουσας (ΜΥ1). Η εφεσίβλητη, με τη μαρτυρία της κατά την ακρόαση, επανέλαβε τα όσα αναφέρονται στην έκθεση απαίτησης και τόνισε ότι δεν είχε σκοπό, πρόθεση ή βούληση να πληρώνει τους λογαριασμούς της εφεσείουσας και ότι η συνέχιση της αυτόματης τραπεζικής πληρωμής έγινε από δική της αβλεψία.

 

Ο διευθυντής της εφεσείουσας (ΜΥ1) με τη μαρτυρία του, επίσης επανέλαβε τα όσα αναφέρονται στην υπεράσπιση, τόνισε δε ότι η εφεσίβλητη αυτόβουλα πλήρωνε το νερό, ότι το ποσό που καταβάλλετο για την πληρωμή των λογαριασμών δεν κατέληγε εις πίστη της εφεσείουσας, αλλά στην Yδατοπρομήθεια και επομένως, η εφεσείουσα δεν είχε πλουτίσει αδικαιολόγητα σε βάρος της εφεσίβλητης.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην εκκαλούμενη απόφαση, κατέγραψε τα ακόλουθα ως παραδεκτά γεγονότα:

 

«Στη συντριπτική τους πλειοψηφία, τα γεγονότα δεν τελούν υπό αμφισβήτηση. Η ενάγουσα υπήρξε ενοικιάστρια υποστατικού. Το εν λόγω υποστατικό ήταν ιδιοκτησίας της εναγομένης εταιρείας. Κατά τη διάρκεια της περιόδου ενοικίασης, η ενάγουσα πλήρωνε τους λογαριασμούς, μεταξύ αυτών και το λογαριασμό του νερού, με αυτόματη τραπεζική εντολή. Η ενάγουσα έφυγε από το υποστατικό το καλοκαίρι του 2004. Το υποστατικό δεν ενοικιάστηκε αλλού. Η αυτόματη τραπεζική εντολή πληρωμής των τελών υδατοπρομήθειας δεν ακυρώθηκε. Πληρώθηκε από την ενάγουσα, ως τέλη υδατοπρομήθειας για το υποστατικό της εναγομένης, συνολικά ποσό €6.850,90 για περίοδο από καλοκαίρι 2004 μέχρι και το έτος 2012. Η εναγόμενη αρνείται να της επιστρέψει το ποσό αυτό. Στην εναγομένη αποστέλλονταν οι λογαριασμοί του Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας, όπως επίσης και της έχουν σταλεί επιστολές με την οποία ενημερωνόταν για την αυξημένη κατανάλωση νερού στο διαμέρισμα.»

 

Το Δικαστήριο, στη συνέχεια, αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία, έκρινε την εφεσίβλητη ως αξιόπιστη και αποδέχτηκε τη μαρτυρία της. Απέρριψε δε τη μαρτυρία του ΜΥ1, κάνοντας μνεία πως ήταν ξεκάθαρο ότι προσπαθούσε να αποποιηθεί των ευθυνών της εφεσείουσας.

 

 

Η αγωγή είχε ως βάση τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του, άντλησε καθοδήγηση από την Θεοχαρίδης ν. Ιωάννου κ.ά (2012) 1 (Β) ΑΑΔ 111, όπου τέθηκαν οι ακόλουθες κατευθυντήριες γραμμές:

 

«Για να ισχύει η αρχή του αδικαιολόγητου πλουτισμού, εν πάση περιπτώσει, θα πρέπει να ικανοποιηθούν τρεις προϋποθέσεις:

 

(α) Ο εναγόμενος θα πρέπει να έχει εμπλουτιστεί από την απόκτηση ενός οφέλους.

 

(β) Το όφελος θα πρέπει να αποκτήθηκε, εις βάρος του ενάγοντα και

 

(γ) Θα πρέπει να είναι άδικο να επιτραπεί στον εναγόμενο να κρατήσει το όφελος.

 

(ΔέστεKleinwort Benson Ltd v. Lincoln City Council [1998] 4 All E.R. 513στη σελ. 561).»

 

          Παραπέμπουμε, επίσης, στην Harding κ.ά. ν. Aqua Sol Hotels Public Co Ltd κ.ά., Πολιτική Έφεση αρ. 146/2015, ημερομηνίας 9.7.2024, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«Όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο αδικαιολόγητος πλουτισμός δεν αποτελεί αυτόνομη αιτία αγωγής, όμως αποτελεί, ως έννοια, με βάση τους κανόνες επιείκειας, τον πυρήνα της αξίωσης για αποκατάσταση, ώστε να θεραπευθεί η αδικία που γίνεται σε ένα πρόσωπο όταν το αντίδικο μέρος προσπορίζεται όφελος χωρίς αντάλλαγμα. Χρήσιμη ανάλυση αυτή της αρχής περιέχεται στην υπόθεση Ιωαννίδη κ.ά. v. Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου, Πολ. Έφεση Αρ. 80/2013, ημερ. 13.1.2020, ECLI:CY:AD:2020:A11, ECLI:CY:AD:2020:A11, στην οποία γίνεται παραπομπή στην υπόθεση Ζένιος Λτδ vTouvh Properties and Investments Ltd, Πολ. Έφεση Αρ. 484/2012, ημερ. 10.6.2019, ECLI:CY:AD:2019:A225, ECLI:CY:AD:2019:A225.

 

Στην υπόθεση Αρχιππέα Σύμβουλοι Επενδύσεων κ.ά. v. Κακαβού (2015) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2195 αναφέρθηκαν τα εξής:

«Αυτή η μη αναγνώριση του αδικαιολόγητου πλουτισμού ως αυτόνομης αιτίας αγωγής έχει απασχολήσει και το Ανώτατο Δικαστήριο στις υποθέσεις Minerva Finance and Investment Ltd v. Γεωργιάδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 2173 και Κίτσης ν. Γενικού Εισαγγελέα (2001) 1 Α.Α.Δ. 1077Η σύγχρονη αντίληψη είναι ότι η αποκατάσταση συνιστά θεραπεία και όχι βάση αγωγής και ανήκει χωρίς άλλο στο χώρο του δικαίου της επιείκειας. Γίνεται πλέον λόγος για restitutional claim, η φιλοσοφία και λειτουργία του οποίου απορρέει από οιονεί συμβατική σχέση που στοχεύει στην απόδοση ποσού στον ενάγοντα του οφέλους που απεκόμισε ο εναγόμενος λόγω λανθασμένης ή έκνομης πράξης. Κατά τον F.HLawson: "Remedies of English Lawσελ. 173, η βάση της αξίωσης εδράζεται στον αδικαιολόγητο πλουτισμό ή την ύπαρξη εξυπακουόμενης υπόσχεσης. Η θεραπεία της αποκατάστασης («restitution»), έχει αναφερθεί και εξηγηθεί στην Θεοχαρίδης ν. Ιωάννου (2012) 1 Α.Α.Δ. 1311, σελ. 1328-1330.»

 

Η βασική αρχή που εξάγεται από την πιο πάνω νομολογία είναι ότι μια αξίωση για αδικαιολόγητο πλουτισμό δεν θεωρείται ως αξίωση για αποζημίωση για απώλεια αλλά για απόσπαση του οφέλους που αδικαιολόγητα αποκόμισε ο εναγόμενος με έξοδα του ενάγοντα (βλ. Benedetti v. Sawiris (2013) 3 WLR 351).»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατέληξε πως τεκμηριώθηκε ο αδικαιολόγητος πλουτισμός της εφεσείουσας και εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας για το ποσό των €6.858,90 πλέον νόμιμο τόκο, με το ακόλουθο σκεπτικό:

 

«Στην επίδικη περίπτωση, η εναγομένη, παρά τα όσα διατείνονται οι δικηγόροι της έχει προσποριστεί όφελος Η ενάγουσα από καλόπιστη αβλεψία δική της, κατέβαλλε τέλη τα οποία είχε υποχρέωση πληρωμής η εναγομένη (την υποχρέωση της αυτή τη γνώριζε η εναγομένη). Ακόμα και για την υπερβολική κατανάλωση νερού γνώριζε και δεν προέβη σε οποιαδήποτε ενέργεια να ελέγξει, να διαπιστώσει τους λόγους και να προβεί σε ενέργειες που ενδεχομένως να απαιτούνταν για να μειωθεί αυτή η κατανάλωση. Η ενάγουσα πλήρωσε ποσά τα οποία θα έπρεπε να πληρώσει η εναγομένη. Το όφελος που απόκτησε η εναγομένη το απόκτησε σε βάρος της ενάγουσας η οποία πλήρωνε ποσά που η ίδια δεν όφειλε. Συνολικό ποσό €6.858,90, πλήρωσε η ενάγουσα εντός της επίδικης περιόδου. Το ποσό αυτό θα ήταν άδικο να το επωφεληθεί η εναγομένη. Από τα πιο πάνω, είναι ξεκάθαρο, πιστεύω, ότι συντρέχουν όλοι εκείνοι οι λόγοι που καθορίζει η νομολογία για εφαρμογή και απόδοση θεραπείας δυνάμει των αρχών αδικαιολόγητου πλουτισμού.»

 

Η εφεσείουσα, με την υπό κρίση έφεση, προσβάλλει την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με τέσσερεις λόγους έφεσης: Ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας για το ποσό των €6.858,90, δυνάμει των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού, κατά παράβαση της νομολογίας, των αρχών περί αδικαιολόγητου πλουτισμού και του Περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149, Άρθρο 70 (πρώτος λόγος), ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης, με εσφαλμένη αξιολόγηση του ενώπιον του μαρτυρικού υλικού, του Περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, των αρχών της νομολογίας, των αρχών περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, και του Περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149 (δεύτερος λόγος), ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης ερμηνεύοντας εσφαλμένα τη νομολογία, το νόμο και τις αρχές περί αδικαιολόγητου πλουτισμού και εσφαλμένα έκρινε ότι τα γεγονότα της υπόθεσης βρίσκουν υπαγωγή σε αυτές, κατά παράβαση της νομολογίας και της αρχής περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (τρίτος λόγος), και τέλος ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης δυνάμει της αρχής του αδικαιολόγητου πλουτισμού, στηριζόμενο σε γεγονότα και μαρτυρία που δεν καλύπτονται από τα δικόγραφα κατά παράβαση της νομολογίας (τέταρτος λόγος).

 

Θα ξεκινήσουμε με τον δεύτερο λόγο έφεσης με τον οποίο προσβάλλεται η αξιολόγηση της μαρτυρίας.

 

Όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων είναι έργο κατ' εξοχήν του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα τα οποία έκαμε σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. Παραπέμπουμε στην απόφαση Χ"Λουκάς κ.ά. ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Πολιτική Έφεση Αρ. 96/2016 ημερομηνίας 17.07.2024, όπου τονίστηκαν τα εξής: 

«Επειδή και στους τρεις πιο πάνω λόγους γίνεται αναφορά σε κατ' ισχυρισμόν εσφαλμένη αξιολόγηση μαρτυρίας και/ή γεγονότων, θα αρκεστούμε να επαναλάβουμε ότι η αξιοπιστία των μαρτύρων και η αξιολόγηση τους είναι έργο των πρωτόδικων Δικαστηρίων. Διάδικος ο οποίος προσβάλλει ενώπιον Δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου ευρήματα πρωτόδικου Δικαστηρίου που αφορούν σε αξιοπιστία μαρτύρων, έχει να επιτελέσει ένα πολύ δύσκολο έργο (Φρουταρία Το Πανέρι Λίμιτεδ κ.ά. ν. Hellenic Bank Public Company Ltd, Πολ. Έφ. Αρ. 426/2011, ημερ. 29.11.2017 και Prestos Confectionery Ltd κ.ά. ν. Alpha Bank Cyprus Ltd, Πολ. Έφ. Αρ. 114/2015, ημερ. 30.4.2024).»

 

Δεν συμμεριζόμαστε τη θέση της εφεσείουσας πως το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στην αξιολόγηση της μαρτυρίας. Το Δικαστήριο επεξήγησε τους λόγους για τους οποίους απέρριψε τη μαρτυρία του ΜΥ1 και αποδέχτηκε τη μαρτυρία της εφεσίβλητης. Κρίνουμε πως δεν έχει τεκμηριωθεί λόγος παρέμβασης μας.

 

Ως εκ των ανωτέρω, ο δεύτερος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Θα εξετάσουμε τον πρώτο, τρίτο και τέταρτο λόγο έφεσης σε κοινό πλαίσιο, λόγω της συνάφειας τους, εφόσον αφορούν στην κατάληξη του Δικαστηρίου ότι υπήρχε αδικαιολόγητος πλουτισμός της εφεσείουσας.

 

Στην υπό κρίση υπόθεση προκύπτει, δυνάμει αξιόπιστης μαρτυρίας που αποδέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, πως η εφεσίβλητη έφυγε από το ενοικιαζόμενο διαμέρισμα της εφεσείουσας από το καλοκαίρι του 2004, και συνέχισε από δική της αμέλεια και αβλεψία, να καταβάλλει τον λογαριασμό της υδατοπρομήθειας. Το ότι επέδειξε αμέλεια, δεν εξουδετερώνει το δικαίωμα της σε ανάκτηση.

 

Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Ενοχικό Δίκαιο στο Κοινοδίκαιο και το Κυπριακό Δίκαιο – Αδικαιολόγητος Πλουτισμός και Γενικός Επίλογος Ενοχικού Δικαίου του Π. Πολυβίου, σελ. 1629, «όπως τώρα προκύπτει από τη νομολογία, δεν έχει σημασία εάν έχει επιδειχθεί αμέλεια από τον ενάγοντα. Ο βασικός κανόνας είναι ότι η αμέλεια του ενάγοντα δεν αλλάζει τα δεδομένα, υπό την έννοια ότι δεν εξουδετερώνει το δικαίωμα του ενάγοντα σε ανάκτηση. Έστω και εάν ο ενάγων μπορούσε εύκολα να διαπιστώσει τα ορθά γεγονότα αλλά δεν έπραξε τούτο, με λίγα λόγια εάν επέδειξε αμέλεια σε σχέση με την καταβολή του επίδικου ποσού, ο ενάγων δεν χάνει το δικαίωμα σε αποκατάσταση, εκτός εάν το Δικαστήριο κρίνει ότι ο ενάγων γνώριζε τα γεγονότα και/ή τα βασικά γεγονότα και/ή ενήργησε ενσυνείδητα, δηλαδή χωρίς λάθος ή πλάνη αλλά με ανοιχτά τα μάτια και αντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο λανθασμένης πληρωμής.»

 

          Αναμφίβολα, η εφεσείουσα με το να μην πληρώνει τον λογαριασμό που αφορά το νερό του διαμερίσματος που της ανήκει έχει αποκτήσει όφελος, με την έννοια ότι έχει απαλλαχτεί από κάποιο κόστος που έπρεπε να επωμιστεί. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα του Π. Πολυβίου (ανωτέρω) σελ. 1609 – 1610:

 

«Θα μπορούσε κάποιος να θεωρήσει ότι η έννοια «όφελος» (benefit) μιλά από μόνη της. Αναφέρεται σε κάποιο όφελος ή πλεονέκτημα το οποίο απέκτησε ο εναγόμενος. Το όφελος αυτό μπορεί να είναι θετικό ή αρνητικό. Θετικό είναι όταν ο εναγόμενος έχει αποκτήσει κάποιο συγκεκριμένο δικαίωμα, αντικείμενο ή ποσό. Αρνητικό, όταν ο εναγόμενος απαλλάσσεται από κάποιο βάρος ή κόστος το οποίο κανονικά έπρεπε να επωμισθεί. Μπορεί το αρνητικό όφελος να μην έχει τη σαφήνεια που συνήθως χαρακτηρίζει το θετικό όφελος, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η απαλλαγή του εναγομένου από κάποιο βάρος ή έξοδο το οποίο κανονικά τον βαρύνει συνιστά όφελος για τον ίδιο, διότι συνεπάγεται την εξοικονόμηση ρημάτων ή κάποιου ανάλογου ποσού.»

 

Καταλήγουμε ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή και δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος παρέμβασής μας.

 

Κατ’ ακολουθία των πιο πάνω, και  ο πρώτος, τρίτος και τέταρτος λόγος έφεσης απορρίπτονται.

 

Συνακόλουθα, η έφεση απορρίπτεται. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

Επιδικάζονται έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας €1.900,00, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει.

 

 

 

 

ΑΛ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.

 

Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.

 

Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ. 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο