
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. 297/22)
15 Ιουλίου 2025
[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]
[ΑΜΠΙΖΑΣ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
2. TΜΗΜΑ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ
Εφεσείοντες/Καθ’ ων η Αίτηση
v.
1. ΛΟΪΖΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ ΛΟΪΖΟΥ
2. ΕΙΡΗΝΗΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ
Εφεσίβλητων/Αιτητών
-----------------------------
Ζ. Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους εφεσείοντες.
Α. Βρυωνίδης για Α. Βρυωνίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τους εφεσίβλητους.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Στυλιανίδου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, εκδοθείσης αναφορικά με δύο ξεχωριστές αιτήσεις, με δύο διαφορετικούς αιτητές, αμφότερες εναντίον των εφεσιβλήτων, οι οποίες συνεκδικάστηκαν.
Οι αιτητές-εφεσίβλητοι, είναι πτυχιούχοι εκπαιδευτικοί μουσικής και άρχισαν να διδάσκουν στα Μουσικά Σχολεία, από το 2009 και το 2012, αντίστοιχα. Από το έτος 2012 συνάπτονταν, διαδοχικές ετήσιες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών μεταξύ των εφεσιβλήτων και του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού.
Με την εκκαλούμενη απόφαση, αναγνωρίστηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δυνάμει του Άρθρου 7(1) του περί Εργοδοτούμενου με Εργασία Ορισμένου χρόνου (Απαγόρευση Δυσμενούς Μεταχείρισης) Νόμου (Ν.98(Ι)/ 2003) («ο Νόμος»), οι εφεσίβλητοι κατέστησαν εργοδοτούμενοι αορίστου χρόνου και ότι η αναγνώριση του δικαιώματος τους αυτού, ισχύει για τον εφεσίβλητο 1 από τις 4.6.2015 και για την εφεσίβλητη 2, από τις 8.8.2015.
Εν όψει της συνεκδίκασης των δύο αιτήσεων των εφεσίβλητων, το Εφετείο, εξέτασε αυτεπαγγέλτως και κατά προτεραιότητα, κατά πόσον τυγχάνει, εν προκειμένω, εφαρμογής το σκεπτικό της υπόθεσης Ελευθέριος Θεοδώρου v. Κωνσταντίνος Μαλλούπα κ.α., Πολιτική Έφεση αρ. 62/18, ημερομηνίας 5/4/2024. Η εν λόγω έφεση στρεφόταν εναντίον τεσσάρων αποφάσεων του Επαρχιακού Δικαστηρίου οι οποίες συνεκδικάστηκαν. Στη συνέχεια το πρωτόδικο Δικαστήριο αποσύνδεσε τις τέσσερεις αγωγές και εξέδωσε ξεχωριστά σε κάθε μία από αυτές, απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα, για διάφορα ποσά ως γενικές και ειδικές αποζημιώσεις, τα οποία προέκυψαν συνεπεία της επίδικης οδικής σύγκρουσης. Αποφασίστηκε ότι η καταχώριση μίας έφεσης εναντίον των εν λόγω τεσσάρων πρωτόδικων αποφάσεων, αποτελούσε εσφαλμένο δικονομικό διάβημα, το οποίο οδήγησε εν τέλει στην απόρριψη της έφεσης ως προδήλως αβάσιμης, δυνάμει του Μέρους 41.9 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023.
Όπως επισημάνθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο που εξέτασε σε τρίτο βαθμό την υπόθεση στη βάση του Άρθρου 9 (3) (γ) του περί Απoνoμής της Δικαιoσύνης (Πoικίλες Διατάξεις) Νόμoυ τoυ 1964 (Ν. 33/1964), όπως έχει τροποποιηθεί, στην ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ v. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΜΑΛΛΟΥΠΑ κ.α., ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 14/2024, ημερομηνίας 25/2/2025, στην πιο πάνω αναφερόμενη Πολιτική Έφεση αρ. 62/18, το Εφετείο, έχοντας ενώπιον του το κείμενο της πρωτόδικης απόφασης, διαπίστωσε πως δεν είχε εκδοθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο μία τελική απόφαση, αλλά τέσσερις, μία σε κάθε αγωγή. Κατ’ επέκταση, βρήκε ότι καθορίστηκαν δικαιώματα και υποχρεώσεις, στη βάση διαφορετικών απαιτήσεων οι οποίες είχαν εγερθεί από τέσσερα διαφορετικά πρόσωπα. Το Εφετείο αποφάσισε πως θα έπρεπε να είχαν καταχωριστεί εκ μέρους του εφεσείοντα τέσσερις ξεχωριστές εφέσεις, μία για κάθε αγωγή στην οποία εξεδόθη απόφαση εναντίον του, ούτως ώστε να είναι σε θέση να γνωρίζει τους λόγους έφεσης που αφορούν στην κάθε απόφαση «και τον κάθε εφεσίβλητο αφού πέραν της ευθύνης, οι αποζημιώσεις για τον καθένα από αυτούς, είναι διαφορετικές». Λέχθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι το Εφετείο εφάρμοσε τους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας του 2023 στα ιδιαίτερα γεγονότα της υπόθεσης, και στάθμισε το σύνολο των ιδιαίτερων γεγονότων της υπόθεσης.
Κρίνουμε ότι οι περιστάσεις της παρούσας, τη διαφοροποιούν από την Πολιτική Έφεση αρ. 62/18, εν όψει του ότι, κυρίως, στην παρούσα περίπτωση, τα γεγονότα στις δύο αιτήσεις που συνεκδικάστηκαν, ήταν πανομοιότυπα και η αναγνωριστική απόφαση η οποία εκδόθηκε για έκαστο εφεσίβλητο ήταν και πάλι πανομοιότυπη, με μόνη διαφοροποίηση, την ημερομηνία από την οποία κρίθηκε ότι η σύμβαση εκάστου εφεσίβλητου, κατέστη σύμβαση αορίστου χρόνου.
Συνακόλουθα, λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις της παρούσας έφεσης, καταλήγουμε ότι δεν αποτελεί προδήλως αβάσιμη έφεση, παρά το ότι θεωρούμε ότι η ορθότερη δικονομική προσέγγιση θα ήταν η αποσύνδεση των εκδικασθεισών αιτήσεων από το πρωτόδικο Δικαστήριο, η συνεπακόλουθη ξεχωριστή απόφαση για κάθε αίτηση, καθώς και η καταχώριση ξεχωριστών εφέσεων από την εφεσείουσα για κάθε αιτητή. Έχοντας υπόψη όμως τη διαφοροποίηση των γεγονότων της παρούσας από αυτά της Πολιτικής Έφεσης αρ. 62/18, κρίνουμε ότι η καταχώριση της υπό κρίση μιας μόνο έφεσης και για τις δύο πρωτόδικες αιτήσεις δεν την καθιστά, υπό τις ιδιαίτερες συνθήκες της υπόθεσης, προδήλως αβάσιμη, όπως συνέβη στην Πολιτική Έφεση αρ. 62/18, (ανωτέρω). Θα προχωρήσουμε ως εκ τούτου στην εξέταση της έφεσης.
Η εφεσείουσα προώθησε ενώπιον του Εφετείου μόνο τον τέταρτο λόγο έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε λανθασμένα ή/και παραγνώρισε το προαναφερθέν Άρθρο 7 του Νόμου. Υποστήριξε ότι οι συνθήκες απασχόλησης των εφεσιβλήτων ήταν ιδιάζουσας φύσης, έτσι ώστε να δικαιολογείται η εξαίρεση που προβλέπεται στο Άρθρο 7(2)(γ) του Νόμου, το οποίο προβλέπει τα εξής:
«Μέτρα αποφυγής κατάχρησης - Συνολική περίοδος σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου για να θεωρηθεί σύμβαση αορίστου διάρκειας
7.(1) Όπου:
(α) Εργοδότης απασχολεί εργοδοτούμενο με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, είτε κατόπιν ανανέωσης της σύμβασης είτε άλλως·
(β) ο εργοδοτούμενος αυτός είχε προηγουμένως απασχοληθεί για συνολική περίοδο τριάντα μηνών ή περισσότερο με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου ανεξαρτήτως σειράς διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου,
η σύμβαση θα θεωρείται για όλους τους σκοπούς ως σύμβαση αορίστου διάρκειας, και οποιαδήποτε πρόνοια στη σύμβαση αυτή η οποία περιορίζει τη διάρκεια της δεν θα ισχύει, εκτός εάν ο εργοδότης αποδείξει ότι η εργοδότηση του εργοδοτουμένου με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου μπορεί να δικαιολογηθεί από αντικειμενικούς λόγους.
(2) Αντικειμενικοί λόγοι υφίστανται ιδιαίτερα όταν:
…………………………………………………………………………
(γ) Η ιδιαιτερότητα της υπό εκτέλεση εργασίας, η φύση των καθηκόντων και ο χαρακτήρας της απασχόλησης ειδικών τομέων ή/και κατηγοριών εργοδοτουμένων δικαιολογεί την ορισμένη χρονική διάρκεια της σύμβασης…»
(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο)
Οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στις θέσεις τους, ήτοι, στο ότι ο τομέας της εκπαίδευσης υπέχει ιδιαιτερότητες. Υποστηρίζουν ότι οι ιδιαιτερότητες αυτές, συνίστανται στο ότι οι ανάγκες σε διδακτικές περιόδους υπολογίζονται από το αρμόδιο Υπουργείο με βάση τον αριθμό των μαθητών που φοιτούν κάθε σχολικό έτος και τις επιλογές των μαθημάτων στις οποίες προβαίνουν, στοιχεία τα οποία μεταβάλλονται κάθε έτος. Υποστηρίζουν ότι ως εκ τούτου, κάποια σχολικά έτη προκύπτουν προσωρινές ανάγκες σε διδακτικές περιόδους που δεν επαναλαμβάνονται κάθε έτος. Προς υποστήριξη της θέσης τους, παρέπεμψαν το Εφετείο σε Πίνακα, ο οποίος κατατέθηκε ως Τεκμήριο στην πρωτόδικη διαδικασία, αναφορικά με το σύνολο των περιόδων απασχόλησης του εφεσίβλητου 1 από το έτος 2009 μέχρι και το έτος 2020. Προκύπτει από τον εν λόγω Πίνακα ότι από το έτος 2014 μέχρι το έτος 2020 συμπεριλαμβανομένου, ο εφεσίβλητος 1, απασχολήθηκε για περιόδους που κυμαίνονταν μεταξύ 14 και 7 εβδομαδιαίως.
Διαπιστώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στις πιο πάνω θέσεις των εφεσειόντων και κατέληξε ως ακολούθως:
«Εν προκειμένω, αυτό που προκύπτει, με όσα έθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου οι Καθ' ων η αίτηση, είναι η αβεβαιότητα τους ως προς τις μελλοντικές ανάγκες της υπηρεσίας σε διδακτικό προσωπικό στην ειδικότητα των Αιτητών. Εν ολίγοις συνάπτοντας οι Καθ' ων η αίτηση με τους Αιτητές, διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου που διαρκούσαν από Σεπτέμβριο μέχρι Ιούνιο του επόμενου έτους, για δώδεκα και εννέα αντίστοιχα συνεχή σχολικά έτη, επιδίωκαν ουσιαστικά να μετακυλήσουν τον «επιχειρηματικό» κίνδυνο στους ώμους των Αιτητών και τούτο γιατί δεν ήταν βέβαιοι εάν θα χρειάζονταν τις υπηρεσίες τους και μετά τη λήξη εκάστης διαδοχικής συμβάσεως ορισμένου χρόνου. Κανένα στοιχείο δεν τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου που έτεινε να καταδείξει ότι με τη λήξη των διαφόρων διαδοχικών συμβάσεων που σύναψαν οι Καθ' ων η αίτηση με τους Αιτητές, αναμενόταν με επαρκή ασφάλεια ότι θα εξέλειπε και η ανάγκη για απασχόληση τους. Είναι λοιπόν φανερό ότι οι Αιτητές δεν προσλήφθηκαν για την εκτέλεση εργασιών που ήταν εκ των προτέρων γνωστό ότι έχουν μια περιορισμένη, κατά κανόνα σύντομη διάρκεια, αλλά για την εκτέλεση πάγιων εργασιών με διαρκή χαρακτήρα. Άλλωστε, πως είναι δυνατό να γίνεται λόγος για εργασίες μη σταθερές, όταν επί δώδεκα και εννέα συνεχή έτη αντίστοιχα δεν παρουσιάστηκε ποτέ η ανάγκη κατάργησης της θέσης για την οποία προσλήφθηκαν οι Αιτητές.»
Το νομικό πλαίσιο το οποίο εφαρμόστηκε στην παρούσα υπόθεση, αναφέρθηκε στην υπόθεση ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΚΥΠΡΟΥ v. ΦΙΛΙΠΠΙΔΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. 158/14, ημερομηνίας 30/11/2021, ECLI:CY:AD:2021:A537, στην οποία λέχθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο τα εξής:
«Το Πρωτόδικο Δικαστήριο πραγματευόμενο τον Περί Εργοδοτουμένων με Εργασία Ορισμένου Χρόνου (Απαγόρευση Δυσμενούς Μεταχείρισης) Νόμο 98(Ι)/2003 («ο Ν.98(Ι)/03») έκρινε, ορθώς, πως τούτος εκδόθηκε με σκοπό την προσαρμογή της κυπριακής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1999 Σχετικά με τη Συμφωνία Πλαίσιο για την Εργασία Ορισμένου Χρόνου που Συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP («η Οδηγία 1999/70/EK»). Το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε προσέτι - σωστά και πάλι - ότι ως προκύπτει από το Άρθρο 3, Ν.98(Ι)/03, στόχος της αφορώσας ρύθμισης είναι όχι μόνον η αποτροπή της κατάχρησης που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, αλλά και η διασφάλιση εφαρμογής της αρχής που απαγορεύει τις διακρίσεις εν σχέσει προς την εργασία ορισμένου χρόνου. Επιπλέον, με αναφορά και στο Άρθρο 7, Ν.98(Ι)/03 το Πρωτόδικο Δικαστήριο διατύπωσε πως με τα εκεί διαλαμβανόμενα θεσπίζονται μέτρα αποφυγής κατάχρησης από τον κίνδυνο προσφυγής στη σύναψη συμβάσεων ορισμένου χρόνου, θέτοντας συνολική περίοδο 30 μηνών για μια τέτοια σύμβαση (προκειμένου να θεωρείται ως σύμβαση αορίστου χρόνου), εκτός εάν ο εργοδότης (εδώ οι Εφεσείοντες), αποδείξει ότι η απασχόληση του εργοδοτούμενου (εδώ της Εφεσίβλητης) με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, μπορεί να δικαιολογηθεί από αντικειμενικούς λόγους που υφίστανται υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις που αναφέρονται στο Άρθρο 7(2), Ν.98(Ι)/03.
Επομένως, στη βάση αναντίλεκτων γεγονότων αλλά και σαφών προνοιών της κρίσιμης νομοθεσίας, το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε κατ' ουσίαν άλλη λελογισμένη επιλογή παρά να καταλήξει στα επίδικα ευρήματα, με αποτέλεσμα, ως εξ αυτών, το βάρος απόδειξης να μετατεθεί στους Εφεσείοντες για να αποδείξουν ότι η επίμαχη σύμβαση δεν μπορούσε να μετατραπεί σε αορίστου χρόνου, εξαιτίας αντικειμενικών λόγων που δικαιολογούσαν απασχόληση ορισμένης διάρκειας (βλ. Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου ν. Σοφοκλέους, Π.Ε. 513/12, ημ. 18.1.16, ECLI:CY:AD:2016:A20).»
Προσθέτουμε ότι η ρήτρα 5 της πιο πάνω αναφερόμενης συμφωνίας-πλαισίου, η οποία επιγράφεται «Μέτρα για την αποφυγή κατάχρησης», έχει ως εξής:
«1. Για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, συλλογικές συμβάσεις ή πρακτική, ή/και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα, για την πρόληψη των καταχρήσεων λαμβάνουν κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή/και κατηγοριών εργαζομένων, ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα:
α) αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας,
β) τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου,
γ) τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας.»
Περαιτέρω, τονίζουμε ότι στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις του ΔΕΕ C‑378/07 έως C‑380/07, Αγγελιδάκη κ.ά., ημερομηνίας 23/4/2009, λέχθηκαν τα εξής:
«Επομένως, στο αιτούν δικαστήριο πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, της συμφωνίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι απαγορεύει στις αρχές των κρατών μελών να εφαρμόζουν ρυθμίσεις όπως η επίμαχη στις κύριες δίκες κατά τρόπο που η ανανέωση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα να θεωρείται δικαιολογημένη από «αντικειμενικούς λόγους», κατά την έννοια της εν λόγω ρήτρας, για τον λόγο και μόνο ότι οι συμβάσεις αυτές στηρίζονται σε νομοθετικές διατάξεις που επιτρέπουν την ανανέωσή τους με σκοπό την κάλυψη ορισμένων προσωρινών αναγκών, ενώ οι ανάγκες αυτές είναι στην πραγματικότητα πάγιες και διαρκείς.»
Εν όψει όλων των πιο πάνω, είμαστε της άποψης ότι αφ’ ης στιγμής το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, στηριζόμενο στα ενώπιον του γεγονότα, ότι οι ανάγκες για τις οποίες συμφωνήθηκαν οι επίδικες συμβάσεις ήταν πάγιες και σταθερές, τότε σύμφωνα με την πιο πάνω ερμηνεία που δόθηκε από το ΔΕΕ στην απόφαση-πλαίσιο, η κατάληξή του, ότι οι εφεσείοντες δεν κατάφεραν να αποδείξουν τη συνδρομή αντικειμενικών λόγων, που θα δικαιολογούσαν τη μη μετατροπή της σύμβασης εργοδότησης των εφεσιβλήτων σε σύμβαση αορίστου χρόνου, δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετική. Υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, σύμφωνα με το πιο πάνω σκεπτικό της υπόθεσης Αγγελιδάκη, (ανωτέρω), η επίκληση από πλευράς εφεσειόντων «αντικειμενικών λόγων», οι οποίοι, όπως διαφαίνεται, στηρίζονται αποκλειστικά στο ότι η ανανέωση των επίδικων συμβάσεων γίνεται με σκοπό την κάλυψη προσωρινών αναγκών, δεν θα μπορούσε να οδηγήσει στην κατάληξη ότι δικαιολογείται η μη θεώρηση των επίδικων συμβάσεων ως συμβάσεων αορίστου διαρκείας.
Στο σημείο αυτό σημειώνουμε ότι η ευπαίδευτη συνήγορος των εφεσειόντων μας παρέπεμψε στις μεταγενέστερες της Αγγελιδάκη, ανωτέρω, συνεκδικασθείσες υποθέσεις του ΔΕΕ C-22/13, C-61/13 C-62/13, C-36/13 και C-63/13 ημερομηνίας 26/11/2014, «προς επίρρωση των θέσεων των εφεσειόντων».
Επισημαίνει η συνήγορος, ότι η εν λόγω απόφαση, αφορούσε ειδικά στον τομέα της εκπαίδευσης και θεωρεί ότι τα πιο κάτω λεχθέντα από το ΔΕΕ, υποστηρίζουν τις θέσεις των εφεσειόντων:
«91 Τονίζεται ότι εθνική κανονιστική ρύθμιση που επιτρέπει την ανανέωση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου προς αντικατάσταση, αφενός, προσωπικού των υπό κρατική διαχείριση σχολείων έως την ολοκλήρωση των διαγωνισμών για την πρόσληψη μονίμου προσωπικού και, αφετέρου, προσωπικού των εν λόγω σχολείων που βρίσκεται σε προσωρινή αδυναμία ασκήσεως των καθηκόντων του δεν αντιβαίνει αυτή καθαυτήν στη συμφωνία-πλαίσιο. Συγκεκριμένα, η προσωρινή αναπλήρωση εργαζομένου για την κάλυψη προσωρινών ουσιαστικά αναγκών του εργοδότη σε προσωπικό μπορεί, καταρχήν, να αποτελεί «αντικειμενικό λόγο» κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, της ως άνω συμφωνίας-πλαισίου (βλ., συναφώς, αποφάσεις Αγγελιδάκη κ.λπ., C‑378/07 έως C‑380/07, EU:C:2009:250, σκέψεις 101 και 102, καθώς και Kücük, EU:C:2012:39, σκέψη 30).
92 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι σε μια διοικητική αρχή με πολυπληθές προσωπικό, όπως συμβαίνει στον κλάδο της εκπαίδευσης, είναι αναπόφευκτο να υφίσταται συχνά ανάγκη προσωρινής αναπληρώσεως, ιδίως λόγω της απουσίας υπαλλήλων οι οποίοι λαμβάνουν αναρρωτικές άδειες, άδειες μητρότητας, γονικές ή άλλες άδειες. Η προσωρινή αναπλήρωση μισθωτών υπ’ αυτές τις συνθήκες μπορεί να αποτελεί αντικειμενικό λόγο κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, της συμφωνίας-πλαισίου, ο οποίος δικαιολογεί τόσο την ορισμένη διάρκεια ισχύος των συμβάσεων που συνάπτονται με το αναπληρωματικό προσωπικό όσο και την ανανέωση των συμβάσεων αυτών αναλόγως των αναγκών που προκύπτουν, υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως των σχετικών απαιτήσεων της συμφωνίας-πλαισίου (βλ., συναφώς, απόφαση Kücük, EU:C:2012:39, σκέψη 31).
93. Το συμπέρασμα αυτό επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο όταν η εθνική κανονιστική ρύθμιση βάσει της οποίας δικαιολογείται η ανανέωση συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε περίπτωση προσωρινής αναπληρώσεως επιδιώκει και σκοπούς που αναγνωρίζονται ως θεμιτοί σκοποί κοινωνικής πολιτικής. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τη σκέψη 87 της παρούσας αποφάσεως, η έννοια του «αντικειμενικού λόγου» κατά τη ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, της συμφωνίας-πλαισίου εμπερικλείει την επιδίωξη τέτοιων σκοπών. Πάντως, μέτρα που αποσκοπούν στην προστασία της κυήσεως και της μητρότητας, καθώς και στην εξασφάλιση της δυνατότητας ανδρών και γυναικών να συμβιβάσουν τις επαγγελματικές και οικογενειακές υποχρεώσεις τους επιδιώκουν θεμιτούς σκοπούς κοινωνικής πολιτικής (βλ. απόφαση Kücük, EU:C:2012:39, σκέψεις 32 και 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
94 Τονίζεται, περαιτέρω, ότι, όπως προκύπτει ιδίως από την απόφαση περί παραπομπής στην υπόθεση C‑418/13, η εκπαίδευση αντιστοιχεί σε θεμελιώδες δικαίωμα κατοχυρωμένο από το Σύνταγμα της Ιταλικής Δημοκρατίας, το οποίο υποχρεώνει το κράτος να οργανώνει την παροχή υπηρεσίας σχολικής εκπαιδεύσεως, κατά τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται διαρκώς η ισορροπία μεταξύ του αριθμού των εκπαιδευτικών και των μαθητών. Δεν μπορεί, πάντως, να αμφισβητηθεί ότι η εξασφάλιση της ισορροπίας αυτής εξαρτάται από πληθώρα παραμέτρων, οι οποίες ενίοτε είναι δυσχερώς ελέγξιμες ή προβλέψιμες, όπως οι ροές της εξωτερικής και της εσωτερικής μετανάστευσης ή η επιλογή κατευθύνσεων σπουδών από τους μαθητές.
95 Πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι παράμετροι αυτές επιβεβαιώνουν ότι στον επίμαχο στις κύριες δίκες κλάδο της εκπαίδευσης υπάρχει ιδιαίτερη ανάγκη για ευελιξία, η οποία, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε με τη σκέψη 70 της παρούσας αποφάσεως, μπορεί να αποτελέσει, στον συγκεκριμένο κλάδο, αντικειμενικό λόγο, κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, της συμφωνίας-πλαισίου, για τη σύναψη διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, προκειμένου να καλυφθεί επαρκώς η ζήτηση σχολικής εκπαίδευσης και να μην εκτεθεί το κράτος, ως εργοδότης στον εν λόγω κλάδο, στον κίνδυνο μονιμοποιήσεως αριθμού εκπαιδευτικών κατά πολύ υψηλότερου αυτού που είναι αναγκαίος για την κάλυψη των σχετικών υποχρεώσεών του.»
Παρά τα πιο πάνω λεχθέντα, τονίζουμε ότι το ΔΕΕ στην εν λόγω απόφαση, επανέλαβε και υιοθέτησε τις αρχές της Αγγελιδάκη, ανωτέρω, όπως υπενθυμίστηκαν από το ΔΕΕ και στην υπόθεση C-586/10, Kücük, ημερομηνίας 26/1/2012, αναφορικά με περιπτώσεις όπου οι ανάγκες οι οποίες καλύπτονται δεν είναι στην πραγματικότητα προσωρινές, αλλά πάγιες και διαρκείς, όπως κρίθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο στην υπό κρίση υπόθεση. Λέχθηκαν τα εξής:
«100 Πάντως, όπως έχει επανειλημμένως αποφανθεί το Δικαστήριο, η ανανέωση συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου για την κάλυψη αναγκών οι οποίες δεν είναι στην πραγματικότητα προσωρινές, αλλά πάγιες και διαρκείς, δεν δικαιολογείται βάσει της ρήτρας 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, της συμφωνίας-πλαισίου. Ειδικότερα, μια τέτοια χρήση των συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου θα ήταν ευθέως αντίθετη προς την παραδοχή επί της οποίας βασίζεται η συμφωνία-πλαίσιο για τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, ότι δηλαδή οι συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου συνιστούν τη γενική μορφή των σχέσεων εργασίας, έστω και αν οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο της απασχολήσεως σε ορισμένους τομείς ή για ορισμένα επαγγέλματα και δραστηριότητες (απόφαση Kücük, EU:C:2012:39, σκέψεις 36 και 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).»
Το ΔΕΕ επεσήμανε στην σκέψη 102, ότι για να διαπιστωθεί κατά πόσον η ανανέωση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, αποσκοπεί στην κάλυψη προσωρινών αναγκών και ότι δεν χρησιμοποιείται, στην πραγματικότητα, για να καλύψει πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εργοδότη για προσωπικό, εξετάζονται τα κατωτέρω:
«102 Προς τούτο, πρέπει να εξετάζονται, στην κάθε περίπτωση, όλες οι προκείμενες περιστάσεις, λαμβανομένων υπόψη, μεταξύ άλλων, του αριθμού των εν λόγω διαδοχικών συμβάσεων που έχουν συναφθεί με το ίδιο πρόσωπο ή για την εκτέλεση της ίδιας εργασίας, προκειμένου να αποκλειστεί το ενδεχόμενο οι συμβάσεις ή οι σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, έστω και αν συνάπτονται φαινομενικά για την κάλυψη ανάγκης σε αναπληρωματικό προσωπικό, να χρησιμοποιούνται καταχρηστικά από τους εργοδότες (βλ., συναφώς, απόφαση Kücük, EU:C:2012:39, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).»
Δεν διαπιστώνουμε, στην παρούσα υπόθεση, εξειδίκευση, από πλευράς εφεσειόντων, ιδιαίτερων περιστάσεων οι οποίες να συνηγορούν υπέρ της ύπαρξης αντικειμενικών λόγων οι οποίοι να οδηγούσαν, υπό τις περιστάσεις σε διαφορετική πρωτόδικη κατάληξη, σύμφωνα με την πιο πάνω ανάλυση από το ΔΕΕ. Τονίζουμε εντούτοις, ότι προκύπτει από τα πιο πάνω λεχθέντα από το ΔΕΕ, ότι η κάθε περίπτωση πρέπει να κρίνεται με τα δικά της ιδιαίτερα περιστατικά.
Σημειώνουμε τέλος, ότι στη γραπτή αγόρευση από πλευράς εφεσειόντων υποστηρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι οι εφεσίβλητοι προσλήφθηκαν για την εκτέλεση πάγιων εργασιών με σταθερό χαρακτήρα. Οι αιτιάσεις αυτές είναι, θεωρούμε, απορριπτέες, επειδή αφενός δεν καλύπτονται από τον τέταρτο λόγο έφεσης, και αφετέρου προσκρούουν στον Κανονισμό 16 του Περί Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Διαδικαστικού Κανονισμού 1999 (1/1999), όπως έχει τροποποιηθεί, δυνάμει του οποίου έφεση κατά απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, χωρεί μόνο αναφορικά με νομικά σημεία, καθώς επίσης και στο Άρθρο 12 (11Α) του περί Ετήσιων Αδειών Μετ' Απολαβών Νόμου Ν8/1967, δυνάμει του οποίου οποιαδήποτε απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών υπόκειται σε έφεση βάσει οποιουδήποτε λόγου που συνεπάγεται νομικό σημείο μόνο.
Ως προς το τι σημαίνει «νομικό σημείο» για σκοπούς έφεσης κατά απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών παραπέμπουμε στο πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Terra Santa College v Παπαπαρασκευά κ.α., Πολ. Εφ. 93/13 ημερ. 21.12.2020:
«Το τι συνθέτει νομικό σημείο, δεν είναι πάντα εύκολο να οριστεί και να προσδιοριστεί. Κατά τη νομολογία δεν φαίνεται να εντάσσονται στον όρο νομικό σημείο δικαστικά ευρήματα πρωτογενών γεγονότων (Παναγιώτης Κουντουρίδης Λτδ ν Γεωργίου (2003) 1(Β) ΑΑΔ 980, 983), σε αντίθεση με τα δικαστικά συμπεράσματα που βασίζονται επί των ευρημάτων αυτών (In Re HadjiCostas (1984) 1 CLR 513, 519). Ως εξάγεται και από την Εκδοτικός Οίκος Δίας Δημόσια Λτδ ν Παπαχριστοδούλου (2006) 1(Α) ΑΑΔ 625, 629, δεν υπάρχει εξαντλητικός ορισμός του όρου νομικό σημείο. Ωστόσο, ο περί ου ο λόγος όρος εμφανίζεται να περιλαμβάνει, εφαρμογή του νόμου σε αναντίλεκτα γεγονότα, ερμηνεία και οριοθέτηση του νομοθετικού σκοπού, λανθασμένη άσκηση δικαστικής διακριτικής ευχέρειας ή διακριτικής εξουσίας με βάση λανθασμένες νομικές αρχές, δικαστική ενέργεια χωρίς μαρτυρία, συμπεράσματα που είναι αντίθετα ή δεν συνάδουν με την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία αλλά και η άποψη του Δικαστηρίου επί πρωτογενών γεγονότων που δεν μπορεί ευλόγως να υποστηριχθεί. Κατ' ακολουθίαν, είναι σημαντικό να κατορθώνεται στην κάθε περίπτωση η διαφοροποίηση μεταξύ δικαστικού ευρήματος και δικαστικού συμπεράσματος, με το πεδίο πάντως να μην προσφέρεται για δογματικές προσεγγίσεις (βλ. γενικώς, Πολύβιος Γ. Πολυβίου, Το Εργατικό Δίκαιο της Κύπρου: Θεωρία και Πράξη, 2018, σελ. 780-785)».
Οι εφεσείοντες παραπονούνται συναφώς, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν συνυπολόγισε σε σχέση με το πιο πάνω εύρημά του, το ότι οι επίδικες συμβάσεις διακόπτονταν για εκάστη σχολική χρονιά για τρείς μήνες, το ότι οι εφεσίβλητοι γνώριζαν ότι η κάθε σύμβαση είχε περιορισμένη διάρκεια και το ότι η απασχόλησή τους δεν ήταν επί καθημερινής βάσεως. Δεν θεωρούμε ότι οι συγκεκριμένες αιτιάσεις εμπίπτουν εντός της έννοιας του νομικού σημείου. Ειδικότερα, δεν δεικνύουν ότι η άποψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί πρωτογενών θεμάτων δεν μπορεί ευλόγως να υποστηριχθεί.
Ο τέταρτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται. Η έφεση αποτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα ύψους €2.000 εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ εκάστου εφεσίβλητου, πλέον Φ.Π.Α. εάν υπάρχει.
ΑΛ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.
Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο