
ΕΦΕΤΕΙΟ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 3/2024)
17 Ιουλίου, 2025
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
KASUMILAMBU HENRY MULENDA
Εφεσείων,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ
Εφεσίβλητης.
--------------------
Π. Πιερίδης, για ΠΙΕΡΙΔΗΣ & ΠΙΕΡΙΔΗΣ, δικηγόροι για τον Εφεσείοντα.
Ρ. Χαραλάμπους (κα), δικηγόρος, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο για την Εφεσίβλητη.
---------------------
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Σεραφείμ, Δ.:
---------------------
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΣΕΡΑΦΕΙΜ: Η ενώπιον μας Έφεση στρέφεται εναντίον της απορριπτικής απόφασης ημερομηνίας 19.12.2023 του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας στην Προσφυγή Αρ. 4815/21 Κ. Η. Μ. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία ασκήθηκε από τον Εφεσείοντα ενάντια στην απόρριψη από την Εφεσίβλητη αίτησης του για παροχή διεθνούς προστασίας.
Οι λόγοι Έφεσης είναι, αυτούσια αποδιδόμενοι, οι εξής τρεις:
«ΠΡΩΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εκτιμήσει ορθά τα ενώπιον του στοιχεία και κατέληξε σε λανθασμένα συμπεράσματα και /ή τα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική και η πρωτόδικη απόφαση πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας που αποτελεί αιτία ανατροπής πρωτόδικης απόφασης.
Αιτιολογία
1. Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε ότι «Σε σχέση με
τον 2ο ισχυρισμό του αιτητή, αυτός απορρίφθηκε, ως καταγράφουν οι καθ’ων η αίτηση». Ο δεύτερος ισχυρισμός ότι απώλεσε τους γονείς του από τη σφαγή στη πόλη Yumbi από τους Batende.
2. To πρωτόδικο δικαστήριο δεν έδωσε επαρκή βαρύτητα στις εξωτερικές πηγές και δεν αποτάθηκε σε εξωτερικές πηγές της δράσης των Batende εναντίον των Balobo.
3. Όσον αφορά τον τρίτο ισχυρισμό (material fact 3) του αιτητή το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα συμμερίστηκε την άποψη του λειτουργού ότι ο αιτητής δεν έδωσε σαφείς εξηγήσεις. Αν ο λειτουργός ήθελε περισσότερες λεπτομέρειες θα έπρεπε να του ζητήσει να επεκταθεί. Ο λειτουργός δεν ενέργησε καλόπιστα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε ότι ο αιτητής δικαιούτο το ευεργέτημα της αμφιβολίας.
4. Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο συμπέρανε/αντιλήφθηκε ότι «ο μόνος μη αποδεκτός από τους καθ΄ων η αίτηση ισχυρισμός του αιτητή ήταν οι πράξεις δίωξης που υπόκειται η φυλή του (Bolobo) από μέλη της εθνοτικής ομάδας Batende και συνεπώς είναι και ο μόνος ισχυρισμός που θα εξεταστεί ως προς την αξιοπιστία του, δεδομένης της αποδοχής στα πλαίσια της επίδικης απόφασης των λοιπών ισχυρισμών του αιτητή» (σελ. 12 της απόφασης). Ο ισχυρισμός αυτός έγινε αποδεκτός (ίδε ερ. 112).
5. Εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο συμπέρανε/αντιλήφθηκε ότι «ο ίδιος ο αιτητής ανέφερε κατά τη συνέντευξη-ουδεμία πράξη υπέστη από μέλη της φυλής Batende ο ίδιος» (σελ. 12 της απόφασης). Δεν επεξηγείται και/ή δεν γίνεται αντιληπτό εφόσον έγινε αποδεκτό ότι έγιναν επιθέσεις από τους Batende εκεί που κατοικούσε ο αιτητής και ότι οι γονείς του χάθηκαν συνεπεία των επιθέσεων αυτών πώς είναι δυνατόν ο λειτουργός και εν τέλει το δικαστήριο να κρίνει ότι ο αιτητής δεν κινδυνεύει σε περίπτωση επαναπατρισμού του (για δίωξη ή σοβαρή βλάβη). Δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο θάνατος των γονιών του αιτητή δεν επηρεάζει τον ίδιο προσωπικά και ότι δεν υπάρχει κίνδυνος δίωξης του ίδιου του αιτητή από τους Batende.
6. Eνώ το πρωτόδικο Δικαστήριο επισήμανε «η εξέταση της επίδικης αιτήσεως από τους καθ’ων η αίτηση σε συνάρτηση με την πρωτεύουσα Κινσάσα δεν είναι ορθή […] αφού αναμφισβήτητα ο αιτητής καθορίζει ως τόπο συνήθους διαμονής του ήδη από το 2017 την πόλη Yumbi, όπου διέμενε με την οικογένεια του και όχι τη Κινσάσα. Συνεπώς η εξέταση από τους καθ’ων η αίτηση των αναγκών διεθνούς προστασίας σε συνάρτηση με την Κινσάσα είναι βεβαίως λανθασμένη» εσφαλμένα δεν προχώρησε σε ακύρωση της απόφασης για απόρριψη της αίτησης του για παραχώρηση διεθνούς προστασίας.
7. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε «δεν θεωρώ ότι τεκμηριώνεται εύλογη πιθανότητα, σε περίπτωση που ο αιτητής επιστρέψει στον τόπο διαμονής του, να διατρέξει κίνδυνο σοβαρής βλάβης -κατά τα διαλαμβανόμενα από το αρ.19 (2) (γ) του νόμου – εκ μόνης της παρουσίας της στην περιοχή» (σελ. 16 της απόφασης).
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι ο Αιτητής/ Εφεσείοντας δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης και ότι η περίπτωσή του δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα βάσει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμων και/ή το καθεστώς της υποκατάστατου προστασίας βάσει του άρθρου 19 του ίδιου νόμου.
Αιτιολογία:
1. Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε ότι ο αιτητής κινδυνεύει να υποστεί σοβαρή βλάβη και ατομική δίωξη λόγω του ψηλού επιπέδου αδιάκριτης βίας στην Yundi βάσει του άρθρου 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.
2. Επαναλαμβάνεται η αιτιολογία του πρώτου λόγου έφεσης.
ΤΡΙΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί από αναρμόδιο λειτουργό και/ή τη συμμετοχή αναρμόδιου οργάνου και/ή της αναρμοδιότητας της λειτουργού EASO που προέβηκε στη συνέντευξη και τη σύνταξη της έκθεσης-εισήγησης, και/ή κατά παράβαση του άρθρου 13Α (1Α) του Περί Προσφύγων Νόμου, και του Άρθρου 6 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 439/2010 (σελ. 11-12 της απόφασης) και εσφαλμένα έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι τηρήθηκε η εθνική και ευρωπαϊκή νομοθεσία.
Αιτιολογία
Η προσωπική συνέντευξη του αιτητή έχει ληφθεί από λειτουργό του EASO κατά παράβαση του άρθρου 13Α (1Α) του Περί Προσφύγων Νόμου και του Άρθρου 6, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 439/2010, καθότι διεκπεραίωσε συνέντευξη χωρίς τη συμμετοχή άλλων λειτουργών της Υπηρεσίας Ασύλου, δεν είχε τα απαραίτητα προσόντα ώστε να καταλογίζεται πραγματογνώμονας και δεν έτυχε της απαιτούμενης κατάρτισης. Η απόφαση των καθών έχει ληφθεί κατά παράβαση της αρχής της νομιμότητας με τη συμμετοχή αναρμόδιου οργάνου.
1. Κατά το 13Α (1Α) πιο πάνω του Νόμου ο αρμόδιος εμπειρογνώμονας της Ε.A.S.O πρέπει να συμμετέχει σε συνέντευξη μαζί με άλλους λειτουργούς της Υπηρεσίας Ασύλου, κάτι που δεν προκύπτει να συμβαίνει στην παρούσα υπόθεση. Στην παρούσα υπόθεση ο λειτουργός CW087 προβαίνει παράτυπα μόνος του σε συνέντευξη.
2. Ούτε προκύπτει ότι ο λειτουργός CW087 είχε λάβει εκ των προτέρων σχετικά κατάρτιση ως το Άρθρο 6, παράγραφος 4, στοιχεία α) έως ε), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 439/2010: «Οι ειδικές ή θεματικές δραστηριότητες κατάρτισης που αφορούν γνώσεις και δεξιότητες σχετικά με θέματα ασύλου περιλαμβάνουν τα εξής χωρίς όμως να περιορίζονται σε αυτά:
α) διεθνή ανθρώπινα δικαιώματα και ενωσιακό κεκτημένο στον τομέα του ασύλου, συμπεριλαμβανομένων ειδικών νομικών ζητημάτων και ζητημάτων νομολογίας,
β) τα θέματα που συνδέονται με την εξέταση των αιτήσεων ασύλου ανηλίκων, ευάλωτων ατόμων και ατόμων με ειδικές ανάγκες,
γ) τεχνικές συνέντευξης,
δ) τη χρήση δόκιμων ιατρικών και νομικών εκθέσεων στις διαδικασίες ασύλου,
ε) θέματα που συνδέονται με την παραγωγή και τη χρησιμοποίηση πληροφοριών για τις χώρες καταγωγής,
στ) συνθήκες υποδοχής, μεταξύ άλλων ιδιαίτερη προσοχή που δίνεται στις ευάλωτες ομάδες και στα άτομα που έχουν υποστεί βασανιστήρια.»
3. Κανένας νόμος ή κανονισμός δεν παρέχει εξουσία σε λειτουργούς άλλους της Υπηρεσίας Ασύλου να προβαίνουν σε εκθέσεις (recommendation report).
4. Το διάταγμα της ΚΔΠ 297/2019 εξουσιοδοτεί λειτουργούς της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για άσυλο να προβαίνουν σε συνεντεύξεις (προσκρούοντας το άρθρο 13Α (1Α) του νόμου) και όχι σε εκθέσεις-εισηγήσεις για όσο διάστημα είναι σε ισχύ το σχέδιο στήριξης.
5. Η μη αποκάλυψη των προσόντων των λειτουργών δεν εμπίπτει στο ή δικαιολογείται με το τεκμήριο της κανονικότητας (σελ. 4 τελευταία παράγραφος της απόφασης).»
Ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος Έφεσης αναπτύχθηκαν από κοινού στο περίγραμμα αγόρευσης για τον Εφεσείοντα, θεωρούμενοι από αυτόν ως επάλληλοι και συναφείς.
Παρά την σχετική προδικαστική ένσταση της Εφεσίβλητης στο περίγραμμα αγόρευσης της (εκεί σελ. 3 έως και 9) θα συμφωνήσουμε με αυτή την προσέγγιση εκ μέρους του Εφεσείοντα, ως συμβατή με τις διατάξεις του Κανονισμού 41.16(8)(α) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας σύμφωνα με τον οποίο «.οι λόγοι έφεσης αναπτύσσονται ξεχωριστά, εκτός αν είναι επάλληλοι ή συναφείς..» (βλ. και απόφαση ημερομηνίας 30.9.2024 στην Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 36/2022 CHUKWUJI FESTUS UZU v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ, καθώς και απόφαση ημερομηνίας 28.3.2024 στην Πολιτική Έφεση Αρ. 81/2018 Μ.Α. ΚΤΗΜΑ ΜΑΚΕΝΖΥ ΛΤΔ κ.α. v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ.). Αυτό διότι, η αιτιολογία των δύο πρώτων λόγων Έφεσης, ως προκύπτει από την δικογράφηση τους (βλ. ανωτέρω) είναι η ίδια (ως αιτιολογία του δεύτερου λόγου έφεσης υιοθετείται η αιτιολογία του πρώτου λόγου έφεσης, ενώ η παράγραφος 1 στην αιτιολογία του δεύτερου λόγου έφεσης δεν συνιστά, κατ’ ουσία ιδωμένη, αιτιολογία, αφού δεν συγκεκριμενοποιεί οποιοδήποτε σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, βλ. PANAYIOTIS GEORGHIOU (CATERING) LTD ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ.323). Ωστόσο, όσα αναπτύσσονται στο πρώτο λόγο Έφεσης (και υιοθετήθηκαν ως αιτιολογία του δεύτερου) θα εξεταστούν στο βαθμό που άπτονται όχι αιτιάσεων του Εφεσείοντα για μη διαπίστωση από το πρωτόδικο Δικαστήριο της ακυρότητας της επίδικης πρωτοδίκως διοικητικής απόφασης (η εξέταση των οποίων θα ήταν, ενόψει της δικαστικής απόφασης επί της ουσίας του αιτήματος του Εφεσείοντα από το πρωτόδικο Δικαστήριο, αλυσιτελείς, ίδε απόφαση ημερομηνίας 30.6.2025 στην Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 135/2023, απόφαση ημερομηνίας 20.3.2025 στην Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 135/2023 και Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 9/2023 Mehedi ν. Δημοκρατίας, απόφαση Εφετείου ημερ. 30.10.2024) αλλά της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της ουσίας.
Επίσης, ως ορθά, επισημαίνει η πλευρά της Εφεσίβλητης με το περίγραμμα αγόρευσης της, τα ζητήματα, τα οποία δύνανται να εξετασθούν από το Εφετείο δεν δύνανται να επεκτείνονται, στο εύρος τους, διαμέσου του περιγράμματος αγόρευσης, αν αυτά δεν έχουν τύχει δικογράφησης και δεν ενσωματώθηκαν στη δικογραφημένη αιτιολογία (βλ. απόφαση του παρόντος Εφετείου ημερομηνίας 27.3.2025 στην Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 166/2023 GEORGE CHUKWUDI NZEOCHA v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ MEΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ), κάτι που εν μέρει παρατηρείται στην παρούσα περίπτωση.
Συνεπώς, η εξέταση της παρούσης εφέσεως θα περιοριστεί στους δικογραφημένους ισχυρισμούς (βλ. ανωτέρω) στο βαθμό που άπτονται των ευρημάτων και της κατάληξης ουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου και υπό το πρίσμα και εύρος που αυτοί δικογραφήθηκαν.
Εκκινώντας από τον τρίτο λόγο Έφεσης, ο οποίος βρίσκουμε ότι άπτεται και της ουσίας της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο, αφού έκρινε νόμιμη τη συνέντευξη βασίστηκε, για τα δικά του συμπεράσματα επί της ουσίας, εν μέρει σ’ αυτήν, η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, στην συναφή επιχειρηματολογία που ανέπτυξε και πρωτοδίκως ο Εφεσείων, ήταν η ακόλουθη:
«Πέραν των ως άνω, ο συνήγορος του αιτητή αναφέρει ότι τόσο ο λειτουργός του EASO ο οποίος διενέργησε την συνέντευξη όσο και ο λειτουργός που ετοίμασε την επίδικη έκθεση, στην οποία βασίστηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένοι να πράξουν τούτο, κατά παράβαση των αρ.13Α (1Α) του νόμου και αρ.6 του κανονισμού 2010/439/ΕΕ, καθότι, ο μεν διενεργών τη συνέντευξη λειτουργός του EASO δεν δύναται παρά μόνον να συμμετέχει μαζί με λειτουργούς της Υπηρεσίας και όχι να διενεργεί μόνος του συνεντεύξεις και ο μεν συγγράφων την επίδικη έκθεση δεν εξουσιοδοτείται προς τούτο, παρά μόνο έχει συμβουλευτικό ρόλο. Περαιτέρω, ως αναφέρει, δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ότι τα άτομα που προσδιορίζονται ως CW056 και CW026 διέθεταν την κατάλληλη κατάρτιση.
Δεδομένου λοιπόν του ότι, ως ο συνήγορος του αιτητή εισηγείται, το όργανο που έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση (έγκριση - ερ.116) δεν προέβη σε ίδια έρευνα των στοιχείων που αφορούν την παρούσα υπόθεση, παρά μόνο βασίστηκε σε εισήγηση, η οποία υποβλήθηκε από άτομο που δεν έχει τέτοια εξουσία, ήτοι λειτουργό του EASO, η απόφαση πάσχει και για τον λόγο αυτό.
Οι καθ' ων η αίτηση, απαντώντας σε έκαστο των προωθούμενων ισχυρισμών του αιτητή, αντιτάσσουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ' όλα νόμιμη και ορθή επί της ουσίας αυτής, λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, δόθηκε δεόντως η ευκαιρία στον αιτητή να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του καθώς και ότι η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Περαιτέρω αναφέρουν ότι δεν τίθεται κάτι από τον αιτητή που θα ανέτρεπε το τεκμήριο της κανονικότητας, σε σχέση με τους ισχυρισμούς περί αναρμοδιότητας του λειτουργού που τέλεσε τη συνέντευξη και ετοίμασε την επίδικη έκθεση, και πως η υπογραφή της ενημερωτικής επιστολής δια και εκ μέρους του προϊσταμένου της Υπηρεσίας δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έγινε ελλείψει σχετικής εξουσιοδότησης, προτάσσοντας και πάλι το τεκμήριο της κανονικότητας της διαδικασίας και παραθέτοντας πλούσια επί των ως άνω νομολογία και παραπέμπουν σε αποφάσεις και του παρόντος Δικαστηρίου, όπου κρίθηκαν τα ζητήματα αυτά.
Έχω διέλθει με προσοχή τα όσα κατέγραψαν αμφότερα τα μέρη δια των συνηγόρων τους στις εκατέρωθεν αγορεύσεις που καταχωρήθηκαν καθώς και το περιεχόμενο του φακέλου της επίδικης αίτησης.
Σε σχέση με τη συμμετοχή στη διαδικασία λειτουργών του EASO, σε πρόσφατη απόφαση μου στην υπ. αρ.5757/22, G. L. M. N. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημ.29/11/23, όπου ηγέρθηκαν όμοια με την παρούσα ζητήματα, αναφέρω τα εξής, τα οποία και βρίσκουν βεβαίως εφαρμογή και εν προκειμένω.
«Προέχει η ενασχόληση με τον ισχυρισμό περί αναρμοδιότητας του λαμβάνοντος τη συνέντευξη και συγγράφοντος την έκθεση, περί έλλειψης δέουσας κατάρτισης αυτού και του ότι, ως ο αιτητής ισχυρίζεται, δεν δόθηκε η ευκαιρία σ' αυτόν να εκθέσει διεξοδικά τους ισχυρισμούς τους κατά τη συνέντευξη και δεν έγιναν ερωτήσεις επί των κενών και αντιφάσεων που εντοπίστηκαν.
Επί του ισχυρισμού του αιτητή ότι ο διενεργών τη συνέντευξη και συγγράφων την επίδικη έκθεση λειτουργός του EASO στερείται σχετικής εξουσιοδότησης να πράττει τούτο και ότι δε διαθέτει τη κατάλληλη κατάρτιση, ως και οι καθ' ων η αίτηση εισηγούνται στην γραπτή τους αγόρευση, με την ΚΔΠ 297/2019 (που, ως δευτερογενής νομοθεσία, αποτελεί αντικείμενο δικαστικής γνώσης), παρατηρώ ότι το Υπουργικό Συμβούλιο, ως δύναται να πράξει βάσει του αρ.13Α (1Α) του Περί Προσφύγων Νόμου, έχει δεόντως εξουσιοδοτήσει εμπειρογνώμονες του EASO να διενεργούν συνεντεύξεις για όσο καιρό βρίσκεται σε ισχύ Σχέδιο Στήριξης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Άλλωστε στο αρ.13Α (1Α) (β) του Νόμου προνοείται ρητά η δυνατότητα να διενεργούνται συνεντεύξεις από προσωπικό άλλο από της Υπηρεσίας Ασύλου, εφόσον εξουσιοδοτείται δεόντως, ως εν προκειμένω. Ενόψει των ως άνω και δεδομένου ότι δεν τέθηκε υπόψη μου οιονδήποτε στοιχείο που να καταδεικνύει ότι δεν ευρίσκεται σε ισχύ σήμερα Σχέδιο Στήριξης της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο, πλέον καλούμενης EUAA, καταλήγω ότι ο διενεργών τη συνέντευξη λειτουργός του EASO ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένος να πράξει τούτο.
Αναφορικά δε με την μη κατάλληλη κατάρτιση του διενεργούντος την επίδικη συνέντευξη λειτουργού, είναι κατάληξη μου ότι, στην απουσία περί του αντίθετου μαρτυρίας, το τεκμήριο κανονικότητας της διαδικασίας παραμένει ακλόνητο, δεν μπορεί παρά να απορριφθούν ως ατεκμηρίωτοι [βλ. Κόκκινου ν. Δημοκρατίας (1999) 4 ΑΑΔ 263 και Kousoulides & Others v. Republic (1967) 3 C.L.R. 438].
Όμοια με τα εδώ εγειρόμενα ζητήματα, ως ανωτέρω αναλύονται, έχουν εγερθεί και ενώπιον της αδελφής δικαστού Κ. Κλεάνθους, τα οποία πραγματεύεται στην πρόσφατη απόφαση της στην υπ. αρ.106/23, Α. Μ. Μ. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, ημ.14/11/23, όπου ειπώθηκαν επί τούτου τα εξής, με τα οποία συμφωνώ και υιοθετώ για τους σκοπούς της παρούσης.
«Ανεξαρτήτως της ανωτέρω κατάληξης παρατηρείται ότι δυνάμει του άρθρου 13Α(1Α) του περί Προσφύγων Νόμου όταν ταυτόχρονες αιτήσεις από μεγάλο αριθμό υπηκόων τρίτων χωρών ή ανιθαγενών καθιστούν αδύνατη στην πράξη την έγκαιρη διεξαγωγή συνεντεύξεων επί της ουσίας κάθε αίτησης από την Υπηρεσία Ασύλου, το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται με διάταγμα, το οποίο δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, να προβλέπει ότι εμπειρογνώμονες από άλλα κράτη μέλη, οι οποίοι επιστρατεύονται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο ή από άλλο συναφή οργανισμό, μπορούν προσωρινά να συμμετέχουν στη διενέργεια των συνεντεύξεων αυτών.
19. Η Κ.Δ.Π. 297/2019, ημερομηνίας 13.9.2019, η οποία εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 13Α(1Α) του περί Προσφύγων Νόμου προνοεί τα εξής: «Επειδή έχουν υποβληθεί στην Κυπριακή Δημοκρατία ταυτόχρονες αιτήσεις διεθνούς προστασίας από μεγάλο αριθμό υπηκόων τρίτων χωρών ή ανιθαγενών και η Υπηρεσία Ασύλου του Υπουργείου Εσωτερικών αδυνατεί να διεξάγει εγκαίρως συνεντεύξεις επί της ουσίας για την κάθε αίτηση, εμπειρογνώμονες οι οποίοι επιστρατεύονται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο μπορούν να διεξάγουν τις συνεντεύξεις αυτές για όσο διάστημα ευρίσκεται σε ισχύ Σχέδιο Στήριξης της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο, το οποίο περιλαμβάνει την αποστολή εμπειρογνωμόνων για τη διεξαγωγή συνεντεύξεων.».
20. Ούτε το γράμμα αλλά ούτε και το πνεύμα του νόμου έχουν την έννοια ότι οι λειτουργοί της EUAA θα είναι απλοί παρατηρητές των εν λόγω συνεντεύξεων καθώς μια τέτοια ερμηνεία θα ερχόταν σε δυσαρμονία με τον πραγματικό σκοπό θέσπισης της εν λόγω διάταξης που δεν είναι άλλος από την ουσιαστική συνδρομή του εν λόγω οργανισμού στην ταχύτερη διεκπεραίωση της διαδικασίας εξέτασης των αιτήσεων ασύλου. Οι συνθήκες δε που επιβάλλουν την ύπαρξη της εν λόγω συνδρομής δεν έχουν μεταβληθεί από το χρόνο θέσπισης της εν λόγω πράξης, ήτοι η ύπαρξη μεγάλου αριθμού εκκρεμουσών αιτήσεων ασύλου προς εξέταση.
21. Επιπλέον, όπως προκύπτει το άρθρο 18(2Α), του περί Προσφύγων Νόμου, το προσώπου που λαμβάνει τη συνέντευξη στον εκάστοτε αιτητή καταρχήν συντάσσει ταυτόχρονα και την εισηγητική έκθεση, η οποία υποβάλλεται στον Προϊστάμενο, καθώς πρόκειται για ενέργεια σύμφυτη με την εξουσία λήψης της συνέντευξης. Συνεπώς, μη ρητή αναφορά στις παρεπόμενες εξουσίες/ ενέργειες που δύναται δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου να λάβει το πρόσωπο που διενήργησε τη συνέντευξη δεν συνεπάγεται ότι αυτό ενήργησε εκτός του πεδίου της εν λόγω εξουσιοδότησης. Η ερμηνεία αυτή πέραν από το γράμμα του νόμου επιβεβαιώνεται και από την τελεολογία του νόμου υπό το φως της αρχής της ταχύρρυθμης και αποτελεσματικής εξέτασης των αιτήσεων ασύλου.
22. Όλες οι υπόλοιπες διαδικαστικής φύσεως πλημμέλειες, τις οποίες επικαλείται ο Αιτητής ήτοι ανωνυμία λειτουργού EUAA, προσόντα λειτουργού και διερμηνέα επαναλαμβάνεται ότι εγείρονται αλυσιτελώς για τους λόγους που ανέφερα ανωτέρω και οι οποίοι συνδέονται με τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου. Αλυσιτελώς συγκεκριμένα προβάλλει ο Αιτητής ελλείψεις κατά το στάδιο της συνέντευξης, καθώς και σε αυτή την περίπτωση δεν κατορθώνει να καταδείξει τη ζημία που κατ' ισχυρισμό έχει υποστεί και κυρίως τι ισχυρισμούς και ποιες επισημάνσεις θα προσέθετε, οι οποίες επιπλέον θα ήταν ικανές να ανέτρεπαν το αποτέλεσμα της επίδικης πράξης. Οι διαδικαστικές πλημμέλειες που υποδεικνύει άπτονται της ικανότητας του Αιτητή να εκθέσει διεξοδικά τους λόγους της αίτησής του. Εν προκειμένω ο Αιτητής δεν επεξηγεί με ποιο τρόπο η ακολουθηθείσα διαδικασία επηρέασε αυτή τη δυνατότητα και το κυριότερο, λαμβάνοντας υπόψη τη δυνατότητα να εκθέσει εκ νέου τις θέσεις του ενώπιον του Δικαστηρίου, γιατί αυτή η κατ' ισχυρισμό παράλειψη είναι καταλυτικής φύσεως σε σχέση με το δικαίωμά του αυτός να εκθέσει διεξοδικά τις θέσεις του. Ο Αιτητής παρατηρώ ότι δεν προβάλλει οποιοδήποτε νέο ισχυρισμό στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, τον οποίο δεν μπόρεσε να προβάλει εξαιτίας των κατ' ισχυρισμόν παραλείψεων της διοίκησης. Αντίθετα παρατηρώ ότι προσυπογράφει το πρακτικό της συνέντευξης και ότι κατανόησε πλήρως τα διαμειφθέντα.
23. Ο εν λόγω ισχυρισμός είναι και αβάσιμος καθώς παρατηρώ από τα πρακτικά της συνέντευξης και ειδικότερα από το τελευταίο μέρος αυτών ότι δόθηκε η δυνατότητα στον Αιτητή να προσθέσει οτιδήποτε επιπλέον συναφές με την αίτησή του και ρητώς του δόθηκε η δυνατότητα επιβεβαίωσης των πληροφοριών που καταγράφηκαν στα πρακτικά, κατ' εφαρμογή ακριβώς του άρθρου 18(2Α) του περί Προσφύγων Νόμου. Υποβλήθηκαν δε επαρκείς ερωτήσεις στον Αιτητή ικανές να καλύψουν τον πυρήνα του αιτήματος του για άσυλο, ενώ από τα πρακτικά της συνέντευξης, τα οποία αποτελούν και το μόνο σχετικό τεκμήριο, προκύπτει ότι ο Αιτητής κατανοούσε τη γλώσσα της διαδικασίας και ανταποκρινόταν στα συναφή ερωτήματα. Η ύπαρξη κωδικού ταυτοποίησης του λειτουργού της EUAA σε συνάρτηση με την υπογραφή του στα πρακτικά της συνέντευξης, δεν καθιστούν ικανή την ανατροπή του τεκμηρίου της κανονικότητας έκδοσης της επίδικης απόφαση για μόνο το λόγο ότι δεν προκύπτει με σαφήνεια εκ των προτέρων το πλήρες όνομα του υπό αναφορά λειτουργού. Τέλος, η γενική επίκληση απουσίας εκ του νόμου προϋπόθεσης, ήτοι των προσόντων του μεταφραστή και του λειτουργού, χωρίς οποιαδήποτε προβολή ισχυρισμών που να επεξηγούν πού εδράζεται η εν λόγω θέση πάσχει από αοριστία.»
[.] Ομοίως απορρίπτεται ο ισχυρισμός περί μη κατοχής των απαιτούμενων προσόντων από τον διενεργών τη συνέντευξη και την έκθεση αλλά και της μη παροχής ευκαιρίας στον αιτητή, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, να εκθέσει τους ισχυρισμούς του και να δώσει επ' αυτών περαιτέρω λεπτομέρειες.
[.] Δεδομένων των ως άνω δεν μπορώ να συμφωνήσω ότι η υιοθέτηση της εισήγησης του λειτουργού της EASO στο σύνολο της, ως αυτή υποβλήθηκε επιμολύνει καθ' οιονδήποτε τρόπο την επίδικη διαδικασία και την προσβαλλόμενη απόφαση.
Σχετικά είναι και τα όσα λέχθηκαν στην Δημοτικό Συμβούλιο Λάρνακας κ.ά. v. Mobil Oil (Cyprus) Ltd κ.ά. (1996) 3 A.A.Δ. 294, όπου λέχθηκε ότι «Το γεγονός ότι ο Υπουργός απλώς ανέφερε ότι συμφωνεί με την εισήγηση του λειτουργού δεν σημαίνει ότι δεν ασχολήθηκε με την επίλυση του θέματος ούτε και αποτελεί άρνηση άσκησης της εξουσίας που του παρέχει ο Νόμος.» Στην απόφαση στην υπ. αρ.6447/2013, Χειμώνας ν. Δημοκρατίας, ημ.30/09/15, με αναφορά στην σχετική επί του ζητήματος νομολογία, λέχθηκε ότι «Η σύμφωνος γνώμη του Υπουργού δεν μειώνει την επάρκεια της αιτιολόγησης. Αντίθετα, ενσωματώνει ολόκληρη την έκθεση τους λειτουργού, την οποία υιοθέτησε χωρίς οποιαδήποτε διαφωνία, ή, διαφοροποίηση Η απλή συμφωνία δεν εξυπακούει ότι ο Υπουργός δεν ασχολήθηκε με την ουσία του θέματος ή ότι απεμπόλησε την εξουσία του ή ότι επισφράγισε άνευ ετέρου τη γνώμη ή εισήγηση τρίτου, (Καρλεττίδου ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 3074 και Svetoslav Stoyanov v. Υπουργείου Εσωτερικών, ECLI:CY:AD:2014:D151, υποθ. αρ. 718/2012, ημερ. 26.2.2014). Στο πλαίσιο της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων επί των οποίων υπάρχει μαχητό τεκμήριο, δεν νοείται ανατροπή του με τα όσα επιχειρηματολογεί ο αιτητής.».
Το δε αρ.17 (8) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (158(I)/1999) προνοεί ότι «[δ]ε συνιστά αποχή από άσκηση αρμοδιότητας η υιοθέτηση ενός σημειώματος ή μιας πρότασης που υποβάλλεται από υφιστάμενο υπάλληλο ή όργανο στο αρμόδιο διοικητικό όργανο, αν το σημείωμα ή η πρόταση περιέχει συγκεκριμένη εισήγηση και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας προκύπτει ότι το αρμόδιο όργανο άσκησε ουσιαστικά την αποφασιστική του αρμοδιότητα.»
Εδώ η εξουσιοδοτημένη προς τούτο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, υιοθετώντας στο σύνολο της, ως δύναται να πράξει, και εγκρίνοντας σχετική εισήγηση του - ως ανωτέρω εξηγείται - λειτουργού της EASO, δεόντως ενεργούντως στα πλαίσια εξουσιοδότησης, εξάσκησε θεωρώ δεόντως την σχετική εξουσία που της δίδει ο Νόμος και η σχετική εξουσιοδότηση του Υπουργού να εξασκεί τα καθήκοντα του προϊσταμένου και συνεπώς ο σχετικός ισχυρισμός απορρίπτεται.»
Δεν έχουμε να προσθέσουμε οτιδήποτε στα πρωτοδίκως αναλυτικά επεξηγηθέντα επί του θέματος, τα οποία κρίνουμε ως ορθά, όπως ορθή ήταν και η κατάληξη του επί του ζητήματος. Τα πιο πάνω εναρμονίζονται, εξάλλου, και με την απόφαση του παρόντος Εφετείου ημερομηνίας 27.2.2025 στην Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 95/2023 BOLARNINWA EMMANUEL JOHNSON v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ, στην οποία αποφασίστηκαν τα ακόλουθα:
«Εξετάζοντας ακολούθως κατά λογική προτεραιότητα τον Λόγο Έφεσης Αρ. 4, ο οποίος άπτεται της κατ' ισχυρισμό αναρμοδιότητας του λειτουργού της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης Ασύλου (εφεξής «EYYA»), παρατηρούμε τα εξής:
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επιλαμβανόμενο του πιο πάνω ισχυρισμού του Εφεσείοντα σημείωσε τα εξής:
«Με βάση το Άρθρο 13 (1Α) περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2022, (Ν.6(Ι)/2000) «Όταν ταυτόχρονες αιτήσεις από μεγάλο αριθμό υπηκόων τρίτων χωρών ή ανιθαγενών καθιστούν αδύνατη στην πράξη την έγκαιρη διεξαγωγή συνεντεύξεων επί της ουσίας κάθε αίτησης από την Υπηρεσία Ασύλου, το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται με διάταγμα, το οποίο δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, να προβλέπει ότι εμπειρογνώμονες από άλλα κράτη μέλη, οι οποίοι επιστρατεύονται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο ή από άλλο συναφή οργανισμό, μπορούν προσωρινά να συμμετέχουν στη διενέργεια των συνεντεύξεων αυτών.[.]. Υπάρχει σχετικό διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου στις 13/09/19 με την Κ.Δ.Π.297/2019 για συνδρομή εμπειρογνωμόνων από την ΕΥΥΑ, ο δε ισχυρισμός του Αιτητή ότι η συμμετοχή του λειτουργού της ΕΥΥΑ στις συνεντεύξεις θα πρέπει να συνοδεύεται με συμμετοχή λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου δεν βρίσκει έρεισμα ούτε στο γράμμα ούτε στο πνεύμα της πρόνοιας του Νόμου και/ή της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση), συνεπώς απορρίπτεται.
Απορρίπτεται και η θέση ότι αναρμοδίως οι λειτουργοί της ΕΥΥΑ προβαίνουν σε εισηγήσεις/εκθέσεις προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου. Στην υπόθεση με Υποθ. Αρ.453/21 M.P.B. v Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ.10/01/2022, επί παρόμοιου ισχυρισμού επί αυτού του θέματος αποφασίστηκαν τα ακόλουθα, τα οποία και υιοθετούνται για σκοπούς της παρούσας απόφασης:
«Αρχικά σημειώνω ότι στα πλαίσια συμφωνημένης παροχής βοήθειας από την EASO προς την Κυπριακή Δημοκρατία, οι εξουσιοδοτημένοι λειτουργοί της EASO βοηθούν στην εξέταση της υπόθεσης. Οι λειτουργοί της EASO ενεργούν για την Υπηρεσία Ασύλου και η απόφαση λαμβάνεται από την κυπριακή Υπηρεσία Ασύλου.
[.]
Περαιτέρω, σημειώνω ότι η αρμοδιότητα ενός διοικητικού οργάνου καθορίζεται ή από το Σύνταγμα ή από το νόμο ή από κανονιστική ή διοικητική πράξη που εκδίδεται κατ' εξουσιοδότηση νόμου.
Επί τούτου παραπέμπω στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 439/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 2010, για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο, ο οποίος και αποτελεί πηγή δικαίου στην Κυπριακή έννομη τάξη δυνάμει του Άρθρου 1Α του Συντάγματος. Παραθέτω το περιεχόμενο των Άρθρων 10, 13, 14 και 18 του Κανονισμού 439/2010 τα οποία και παραθέτω:
[.]
Άρθρο 18
Επιχειρησιακό σχέδιο
1.Ο εκτελεστικός διευθυντής και το αιτούν κράτος μέλος εγκρίνουν επιχειρησιακό σχέδιο, όπου καθορίζονται με ακρίβεια οι συνθήκες αποστολής των ομάδων υποστήριξης για το άσυλο. Το επιχειρησιακό σχέδιο περιλαμβάνει:
[.]
δ)την περιγραφή των καθηκόντων και των ειδικών οδηγιών για τα μέλη των ομάδων, συμπεριλαμβανομένων των βάσεων δεδομένων που έχουν την άδεια να συμβουλεύονται, καθώς και τον εξοπλισμό που δύνανται να χρησιμοποιούν στο κράτος μέλος και,
ε)τη σύνθεση των ομάδων.
2. Για οποιεσδήποτε τροποποιήσεις ή προσαρμογές του επιχειρησιακού σχεδίου απαιτείται η συμφωνία του εκτελεστικού διευθυντή και του αιτούντος κράτους μέλους. Η Υπηρεσία Υποστήριξης αποστέλλει πάραυτα αντίγραφο του τροποποιημένου ή προσαρμοσμένου επιχειρησιακού σχεδίου στα συμμετέχοντα κράτη μέλη.»
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι τα καθήκοντα και οι αρμοδιότητες της ομάδας υποστήριξης της EASO στο έδαφος του συμμετέχοντα κράτους μέλους ρυθμίζονται από το εκάστοτε συμφωνημένο επιχειρησιακό σχέδιο.»
Υπάρχει σχετικό επιχειρησιακό σχέδιο για την χρονική περίοδο του 2020[1], για την χρονική περίοδο 2021[2] όπως επίσης και για την χρονική περίοδο 2022-2024[3] μεταξύ ΕΥΥΑ και Κυπριακής Δημοκρατίας. Συνεπώς, κατά τον επίδικο χρόνο της συνέντευξης του Αιτητή και της ημερομηνίας ετοιμασίας έκθεσης/εισήγησης από τον λειτουργό της ΕΥΥΑ υπήρχε σε ισχύ σχετικό επιχειρησιακό σχέδιο. Συνεπώς, η παροχή βοήθειας και υποστήριξης προς την Υπηρεσία Ασύλου από λειτουργό της EΥΥΑ στα πλαίσια εξέτασης της αίτησης του Αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου, έγινε στα πλαίσια της υφιστάμενης εθνικής και ευρωπαϊκής νομοθεσίας, ενόσω είχε ήδη υπογραφεί και τεθεί σε ισχύ το επιχειρησιακό σχέδιο μεταξύ της ΕΥΥΑ και της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ούτε από τις πιο πάνω πρόνοιες προκύπτει ότι οι λειτουργοί της ΕΥΥΑ δεν μπορούν να διεκπεραιώνουν συνεντεύξεις και εισηγήσεις/εκθέσεις επί αιτημάτων ασύλου, ούτε δε τους έχει μεταβιβασθεί αποφασιστική αρμοδιότητα επί των αιτήσεων ασύλου, η οποία λαμβάνεται από εξουσιοδοτημένο, από τον Υπουργό Εσωτερικών, πρόσωπο. Όπως δε προκύπτει από την Ένσταση και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου (στο εξής «Δ.Φ.») η απόφαση και/ή η έγκριση της έκθεσης για απόρριψη της αίτησης λήφθηκε από τον κο Α. Αγρότη που είναι εγκύρως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό για να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου και/ή να προχωρεί σε έκδοση αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας με βάση την σχετική εξουσιοδότηση 09/06/22 [.]
Αναφορικά με τον ισχυρισμό για παραβίαση του Άρθρου 13 περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2022 (Ν.6(Ι)/2000) διαπιστώνω από τα στοιχεία του φακέλου του Αιτητή ότι ενημερώθηκε πλήρως από τον λειτουργό της ΕΥΥΑ για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του. Κατά την συνέντευξη του έγιναν επαρκείς ερωτήσεις για να περιγράψει τους λόγους που υπέβαλε αίτημα ασύλου όπως επίσης και άλλα ζητήματα που αφορούν τις προσωπικές του περιστάσεις. Τηρήθηκε η νενομισμένη διαδικασία και του παραχωρήθηκε το δικαίωμα της δωρεάν βοήθειας διερμηνέα σε γλώσσα κατανοητή σε αυτόν. Μετά δε το πέρας της συνέντευξης ο λειτουργός της ΕΥΥΑ, ο διερμηνέας και ο Αιτητής υπέγραψαν κάθε σελίδα της συνέντευξης όπως επίσης στο τέλος του εντύπου της συνέντευξης, βεβαιώνοντας πως όσα καταγράφηκαν αντικατοπτρίζουν επακριβώς τις δηλώσεις του. Επομένως, δεν εντοπίζω οτιδήποτε παράτυπο, παράνομο και μεμπτό στην διαδικασία που ακολουθήθηκε που μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Η διαδικασία της συνέντευξης ήτο σε πλήρη σύμπνοια με το Άρθρο 13 & 13Α του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2022 (Ν.6(Ι)/2000). Απορριπτέος κρίνεται και ο σχετικός με την διαδικασία συνέντευξης ισχυρισμός περί μη κατάρτισης των λειτουργών, καθότι ούτε εδώ - όπως και στον ισχυρισμό για παράτυπη διαδικασία – ανατράπηκε το τεκμήριο της κανονικότητας που διέπει διοικητικές πράξεις της διοίκησης, με βάση τη πάγια νομολογία. Όπως τονίστηκε στην Υπόθ. Αρ.801/1999, Μαυρονύχη v. Δημοκρατίας, ημερ.12/03/2001, η διοίκηση τεκμαίρεται πως λειτουργεί σύμφωνα με το Νόμο, εκτός όπου καθαρά αποδεικνύεται πως αυτό δεν συμβαίνει. Στην προκειμένη περίπτωση δεν προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία να έχουν επισυμβεί τα όσα υποδεικνύονται από τον συνήγορο του Αιτητή (Βλέπε Χριστίνα Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας, (2009) 4 Α.Α.Δ. 929). Στο πλαίσιο δε της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων, επί των οποίων υπάρχει μαχητό τεκμήριο, δεν νοείται ανατροπή του με τα όσα επιχειρηματολογεί η πλευρά του Αιτητή. Ούτε έχει προσκομιστεί οποιαδήποτε μαρτυρία επί αυτού του λόγου ακύρωσης που να ανατρέπει τα όσα προκύπτουν από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου».
Προβάλλει ο Εφεσείων ότι, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 13Α(1Α) του N.6(I)/2000, με σαφήνεια διατυπώνεται ότι, προσωπικό άλλο από αυτό της Υπηρεσίας Ασύλου (εν προκειμένω της ΕΥΥΑ), επιτρέπεται «να συμμετέχει» στη διενέργεια της συνέντευξης. Συναφώς, δεν επιτρέπεται επέκταση του πεδίου εφαρμογής, έτσι ώστε να καλύπτει και τις περιπτώσεις που ο λειτουργός διεκπεραιώνει συνεντεύξεις μόνος του.
Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω προσέγγιση. Το Υπουργικό Συμβούλιο στις 13/09/2019 εξέδωσε διάταγμα (ΚΔΠ 297/2019) δυνάμει του Άρθρου 13Α(1Α), το οποίο προνοεί ότι, λόγω του μεγάλου αριθμού αιτήσεων διεθνούς προστασίας, για την εξέταση των οποίων η Υπηρεσία Ασύλου αδυνατεί «να διεξάγει» εγκαίρως συνεντεύξεις επί της ουσίας της κάθε μιας αίτησης, επιστρατεύονται από την ΕΥΥΑ εμπειρογνώμονες, οι οποίοι μπορούν να «διεξάγουν τις συνεντεύξεις» για όσο διάστημα βρίσκεται σε ισχύ Σχέδιο Στήριξης της Κυπριακής Δημοκρατίας από την ΕΥΥΑ το οποίο περιλαμβάνει την αποστολή εμπειρογνωμώνων «για τη διεξαγωγή συνεντεύξεων». Μεταφέρεται το περιεχόμενο του σχετικού διατάγματος:
«Το Υπουργικό Συμβούλιο, ασκώντας την εξουσία που του χορηγεί το άρθρο 13Α(1Α) των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2019, εκδίδει το ακόλουθο διάταγμα.
Επειδή έχουν υποβληθεί στην Κυπριακή Δημοκρατία ταυτόχρονες αιτήσεις διεθνούς προστασίας από μεγάλο αριθμό υπηκόων τρίτων χωρών ή ανιθαγενών και η Υπηρεσία Ασύλου του Υπουργείου Εσωτερικών αδυνατεί να διεξάγει εγκαίρως συνεντεύξεις επί της ουσίας για την κάθε αίτηση, εμπειρογνώμονες οι οποίοι επιστρατεύονται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο μπορούν να διεξάγουν τις συνεντεύξεις αυτές για όσο διάστημα ευρίσκεται σε ισχύ Σχέδιο Στήριξης της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο, το οποίο περιλαμβάνει την αποστολή εμπειρογνωμόνων για τη διεξαγωγή συνεντεύξεων».
Κατ' επέκταση δεν ευσταθεί η θέση του Εφεσείοντα ότι, οι λειτουργοί που επιστρατεύονται από την ΕΥΥΑ απλώς συμμετέχουν στις συνεντεύξεις. Ούτε έχει προβληθεί από τον Εφεσείοντα ισχυρισμός πρωτόδικα, ότι η πιο πάνω δευτερογενής νομοθεσία έχει εκδοθεί καθ' υπέρβαση της νομοθετικής εξουσιοδότησης ως ultra vires, έτσι ώστε να παρήχετο η δυνατότητα εφετειακής παρέμβασης στην πρωτόδικη κρίση.
Ισχυρίζεται πρόσθετα ο Εφεσείων ότι, το διάταγμα της ΚΔΠ 297/2019, δεν εξουσιοδοτεί τους λειτουργούς της ΕΥΥΑ να προβαίνουν σε εκθέσεις-εισηγήσεις.
Θεωρούμε ότι τα λεχθέντα επί των πιο πάνω από το πρωτόδικο Δικαστήριο, θέτουν το ζήτημα στην ορθή του διάσταση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 439/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της 19ης Μαΐου 2010 για την ίδρυση της ΕΥΥΑ, τα καθήκοντα και οι αρμοδιότητες της ομάδας υποστήριξης ρυθμίζονται από το εκάστοτε συμφωνημένο επιχειρησιακό σχέδιο και κατά τον επίδικο χρόνο της συνέντευξης του Εφεσείοντα και της ετοιμασίας της έκθεσης/εισήγησης από τον λειτουργό της ΕΥΥΑ, υπήρχε σε ισχύ σχετικό επιχειρησιακό σχέδιο.
Κρίνονται εύλογες οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του θέματος, δεδομένου ότι στο Άρθρο 18 του πιο πάνω Κανονισμού προνοείται ότι, «Ο εκτελεστικός Διευθυντής και το αιτούν κράτος μέλος εγκρίνουν επιχειρησιακό σχέδιο [..]» το οποίο περιλαμβάνει μεταξύ άλλων «την περιγραφή των καθηκόντων και των ειδικών οδηγιών για τα μέλη των ομάδων [.]».
Ούτε επίσης τα όσα προβάλλονται σε σχέση με την ταυτότητα και τα προσόντα του λειτουργού που διενήργησε τη συνέντευξη θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτά, αφού στη βάση του τεκμηρίου της κανονικότητας, του οποίου επίκληση έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, τεκμαίρεται ότι η διοίκηση λειτούργησε σύμφωνα με τον Νόμο. Δεν έχει δε υποδειχθεί οτιδήποτε από τον Εφεσείοντα ικανό να ανατρέψει το πιο πάνω τεκμήριο.
Κατά συνέπεια απορρίπτεται ο Λόγος Έφεσης Αρ. 4.»
Συνεπώς, με βάση τα ανωτέρω, ο τρίτος λόγος Έφεσης απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Προχωρώντας στην εξέταση μαζί του πρώτου και δεύτερου λόγου Έφεσης (βλ. ανωτέρω), υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι ο έλεγχος, τον οποίο διεξάγει το Εφετείο δεν είναι έλεγχος ουσίας, αλλά νομιμότητας της επί της ουσίας απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας. Ως αποφασίστηκε, συναφώς και στην BOLARNINWA EMMANUEL JOHNSON (ανωτέρω):
«Σύμφωνα με τη νομολογία (βλ. Παπαδόπουλος ν. Χριστοφόρου (2002) 1 Α.Α.Δ. 2004, Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1 Α.Α.Δ. 454, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ 236) δικαιολογείται η εφετειακή επέμβαση σε πραγματικά ευρήματα, συμπεράσματα και ευρήματα αξιοπιστίας μαρτύρων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όταν τα ευρήματα αυτά είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα και δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που έχει αποδεχθεί το πρωτόδικο Δικαστήριο. Σε τελική δε ανάλυση αν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει στα ευρήματα που κατέληξε, δεν χωρεί επέμβαση από το Εφετείο, το οποίο, υπενθυμίζουμε, σε αντίθεση με το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν είναι δικαστήριο εξέτασης της ουσίας, αλλά (μόνο) της νομιμότητας της επίδικης απόφασης. Με το δεδομένο δε ότι, όπως λέχθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία ν. Singh, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 26/2024, ημερομηνίας 10/09/2024 «οι εξουσίες του συγκεκριμένου δικαστηρίου σε θέματα διαδικασίας και απόδειξης, είναι ευρείες και ο ρόλος του ρυθμιστικός», δεν παρέχεται πεδίο παρέμβασής μας υπό τα δεδομένα της εξεταζόμενης περίπτωσης.»
Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της ουσίας, ήταν η ακόλουθη (παρατίθεται αυτούσια):
«Προχωρώ λοιπόν με επί της ουσίας εξέταση των επίδικων ισχυρισμών του αιτητή.
Εν προκειμένω - ως ανωτέρω καταγράφεται - ο μόνος μη αποδεκτός από τους καθ' ων η αίτηση ισχυρισμός του αιτητή ήταν οι πράξεις δίωξης που υπόκειται η φυλή του (Bolobo) από μέλη της εθνοτικής ομάδας Batende και συνεπώς είναι και ο μόνος ισχυρισμός που θα εξεταστεί ως προς την αξιοπιστία του, δεδομένης της αποδοχής στα πλαίσια της επίδικης απόφασης των λοιπών ισχυρισμών του αιτητή. Σημειώνω επί τούτου ότι, ως ο συνήγορος του αναφέρει στη γραπτή αγόρευση του, ο αιτητής ανήκει στην εθνοτική ομάδα Banunu και όχι στην Balobo.
Συνεπώς προέχει ο καθορισμός της φυλής του αιτητή, στη βάση πάντοτε των ενώπιον μου στοιχείων, αφού ο καθορισμός αυτής αποτελεί απαραίτητο προαπαιτούμενο για την εξέταση του ισχυρισμού του αιτητή ότι η φυλή εκ της οποίας κατάγεται διατρέχει κίνδυνο εκ μόνης της εθνοτικής του καταγωγής, λαμβανομένου υπόψη ότι - ως ο ίδιος ο αιτητής ανέφερε κατά τη συνέντευξη - ουδεμία πράξη υπέστη από μέλη της φυλής Batende ο ίδιος.
Ανατρέχοντας στο πρακτικό της συνέντευξης δεν εντοπίζω σημείο όπου ο αιτητής να αναφέρει ότι ανήκει στην εθνοτική ομάδα Banunu, ως ο συνήγορος του στην αγόρευση του ισχυρίζεται. Αντιθέτως, ως και οι καθ' ων η αίτηση ορθώς εισηγούνται στην αγόρευση τους, ο αιτητής επανειλημμένα αναφέρει ότι ανήκει στην ομάδα (clan) Balobo (βλ. ερ.73).
Δεδομένης λοιπόν της παντελούς απουσίας αναφοράς εκ του αιτητή ότι ανήκει στη φυλή Banunu, οι όποιες περί τούτου αναφορές του συνηγόρου του παραμένουν αίολες, αφού δεν τεκμηριώνονται στα στοιχεία του φακέλου και δεν υπάρχει ενώπιον μου άλλη επ' αυτού μαρτυρία.
Προχωρώ σε αξιολόγηση των ενώπιον μου στοιχείων.
Ως οι καθ' ων η αίτηση καταγράφουν στην επίδικη έκθεση που ετοίμασαν, το περιστατικό της σφαγής τον Δεκέμβριο 2018, ως ο αιτητής το περιγράφει, επιβεβαιώνεται από πλήθος πηγών [1].
Θα πρέπει προτού προχωρήσω να σημειωθεί ότι η εξέταση της επίδικης αιτήσεως από τους καθ' ων η αίτηση σε συνάρτηση με την πρωτεύουσα Κινσάσα δεν είναι ορθή καθώς δεν βρίσκει έρεισμα στα στοιχεία του φακέλου, αφού αναμφισβήτητα ο αιτητής καθορίζει ως τόπο συνήθους διαμονής του ήδη από το 2017 την πόλη Yumbi, όπου διέμενε με την οικογένεια του και όχι τη Κινσάσα. Συνεπώς η εξέταση από τους καθ' ων η αίτηση των αναγκών διεθνούς προστασίας σε συνάρτηση με τη Κινσάσα είναι βεβαίως λανθασμένη.
Σε σχέση τώρα με τη γενική εικόνα διαφυλετικής βίας στην περιοχή συνήθους διαμονής του αιτητή στο Yumbi, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η ευρύτερη περιοχή και επαρχία μαστίζεται από βίαιες συγκρούσεις μεταξύ μελών διαφόρων φυλών και εθνοτήτων.
Κατόπιν σχετικής έρευνας αναφορικά με τις συνθήκες που αντιμετωπίζουν τα μέλη της εθνοτικής ομάδας Balobo στην περιοχή Μai-Ndombe και ειδικότερα στην πόλη Yumbi, δεν προέκυψαν στοιχεία στοχοποίησης τους από άλλες εθνοτικές ομάδες ή κρατικούς φορείς. Αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στη συγκεκριμένη περιοχή, εντοπίζω ότι η ένοπλη σύγκρουση συνεχίζεται σε πολλά μέρη της επικράτειας, συμπεριλαμβανομένων των επαρχιών Βόρειου Κίβου, Νότιου Κίβου, Ιτούρι, Τανγκανίκα, Ανατολικού Κασάι, Κεντρικού Κασάι, Κασάι και Μάι-Ντόμπε. Η ίδια πηγή αναφέρει ότι υπήρξαν νέες αιχμές διακοινοτικής βίας στις κεντρικές και δυτικές περιοχές. Από τον Σεπτέμβριο 2022, η βία είχε αποτέλεσμα τουλάχιστον 150 θανάτους, εκατοντάδες τραυματίες και περισσότερους από 11.000 εκτοπισμένους.[2].
Έκθεση των Γιατρών Χωρίς Σύνορα το Σεπτέμβριο 2022 αναφορικά με την ανθρωπιστική κατάσταση στην περιοχή Nai-Ndombe αναφέρει ότι, μια έξαρση της ενδοκοινοτικής βίας στην επαρχία Mai-Ndombe (όπου βρίσκεται η πόλη Yumbi), είχε αποτέλεσμα διωγμούς και θανατώσεις, κάψιμο χωριών και δημιουργίες οδοφραγμάτων. Χιλιάδες άνθρωποι έχουν εγκαταλείψει τα σπίτια τους και διέσχισαν τον ποταμό Kwa για να βρουν καταφύγιο στην επικράτεια του Bolobo.[3] Σε έκθεση του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, αναφέρεται ότι η επαρχία ήταν σε γενικώς ειρηνική κατάσταση τις τελευταίες δεκαετίες αν και μακροχρόνιες διαμάχες μεταξύ των διαφόρων εθνοτικών ομάδων στην περιοχή έχουν κατά καιρούς πυροδοτήσει βίαιες αντιπαραθέσεις σχετικά με την πρόσβαση στη γη, ηγεσία και τις διοικητικές οριοθετήσεις. Πριν από τα φαινόμενα βίας του 2022 και 2023, η πιο πρόσφατη αιματοχυσία από τέτοιους ανταγωνισμούς ήταν το 2018 στο Yumbi, το οποία περιέγραψε ο αιτητής κατά τη συνέντευξη. Παράλληλα, η ίδια πηγή σημειώνει ότι τα περισσότερα περιστατικά ασφαλείας εντοπίζονται στην περιοχή Kwamouth καθώς αναφέρει ότι η διακοινοτική βία στη δυτική επικράτεια Kwamouth της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό από τον Ιούνιο του 2022 έως τον Μάρτιο του 2023 έχει σκοτώσει τουλάχιστον 300 ανθρώπους σε κύκλους επιθέσεων και αντιποίνων [4].
Σύμφωνα με το ACLED, για τη χρονική περίοδο 28/04/22 μέχρι 28/04/23, στην περιοχή Nai-Ndombe, αναφέρθηκαν 46 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο 349 ανθρώπων. Μεταξύ αυτών, 18 ήταν περιστατικά μαχών (195 θάνατοι), 28 ήταν περιστατικά βίας κατά αμάχων (154 θάνατοι) και 2 ήταν περιστατικά διαμαρτυριών, στα πλαίσια των οποίων δεν έχουν καταγραφεί θάνατοι.[5]
Δεν πρέπει δε να παραγνωρισθεί ότι ο αιτητής αναφέρει κατά τη συνέντευξη ότι ουδέποτε είχε στοχοποιηθεί ή υπήρξε δέκτης πράξεως δίωξης ο ίδιος. Άλλωστε δεν έχω εντοπίσει κάποια αναφορά εκ της οποίας να συνάγεται συμπέρασμα ότι η ομάδα Balobo (clan) στην οποία ανήκει ο αιτητής, ως ο ίδιος ανέφερε, είναι αντικείμενο βίας ή άλλης μορφής δίωξης από άλλα εθνοτικά σύνολα της περιοχής.
Σημειώνεται περαιτέρω ότι - ανεξαρτήτως της αποδοχής του ισχυρισμού περί θανάτωσης των γονέων του στο βίαιο περιστατικό τον Δεκέμβριο 2018 - η περίπτωση του αιτητή θα εξεταστεί στη βάση μελλοντοστραφούς ελέγχου του κατά πόσο υφίσταται σήμερα εύλογη πιθανότητα να αντιμετωπίσει δίωξη ή σοβαρή βλάβη κατά την επιστροφή του στον τόπο διαμονής του, στην πόλη Yumbi. Στην απουσία δε προσωπικής στοχοποίησης αλλά και δεδομένων τα οποία επιτρέπουν συμπέρασμα περί εύλογης πιθανότητας δίωξης για λόγους που σχετίζονται με το προσφυγικό καθεστώς ή σοβαρής βλάβης στη βάση του αρ.19 (2) (α) και (β), απομένει η εξέταση του κατά πόσο, δεδομένων των προσωπικών περιστάσεων του αιτητή, δυνατόν να διατρέξει κίνδυνο κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας, στη βάση του αρ.19 (2) (γ) του Νόμου.
Επανερχόμενος στις ως άνω πληροφορίες προκύπτει ότι από σύνολο των 349 θανάτων στην περιοχή Nai-Ndombe κατά την περίοδο 28/04/22 μέχρι 28/04/23, οι 300 έλαβαν χώρα στην περιοχή Kwamouth η οποία απέχει περί τα 150 χιλιόμετρα από την πόλη Yumbi, η οποία αποτελεί τόπο διαμονής του αιτητή [6], με πληθυσμό περί των 30.000 κατοίκων [7]. Εκ τούτου συνάγεται ότι, παρότι ομολογουμένως παρατηρούνται περιστατικά ασφαλείας, τα επίπεδα βίας είναι χαμηλής έντασης και συχνότητας ώστε, συνδυαστικά με τον πληθυσμό της πόλης καθώς και την απουσία επιβαρυντικών περιστάσεων στο πρόσωπο του αιτητή, δεν μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής του, ο αιτητής θα κινδυνεύσει αποκλειστικά λόγω της παρουσίας του εκεί υπό την έννοια του αρ.19 (2) (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου.
Επί τούτου, στο εγχειρίδιο «Άρθρο 15 (γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ)», Δικαστική ανάλυση, του EASO, αναφέρεται, σελ.26, ότι «[ο] αιτών μπορεί να θεωρηθεί ότι διατρέχει γενικό κίνδυνο τέτοιας απειλής εάν, κατ' εξαίρεση, ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη είναι τόσο υψηλός ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί στην εν λόγω απειλή λόγω της παρουσίας του και μόνο στην οικεία περιοχή ή περιφέρεια. Με άλλα λόγια, η «εξατομίκευση» που απαιτείται για να καταδειχθεί ότι η απειλή είναι «προσωπική» μπορεί να επιτευχθεί είτε λόγω παραγόντων «ειδικού κινδύνου», οι οποίοι σχετίζονται με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ή τις περιστάσεις ενός προσώπου, είτε λόγω παραγόντων «γενικού κινδύνου», οι οποίοι προκύπτουν από εξαιρετική κατάσταση πολύ υψηλού βαθμού βίας. »
Στη σελ.19 του ίδιου εγχειριδίου αναφέρονται τα εξής:
«Το ΔΕΕ έχει επισημάνει ότι απαιτείται η ύπαρξη «εξαιρετικής κατάστασης» για την εφαρμογή του άρθρου 15 στοιχείο γ) στους αμάχους εν γένει. Στη σκέψη 37 της απόφασης Elgafaji, το Δικαστήριο κατέστησε σαφές ότι για να ισχύει κάτι τέτοιο:
«[.] ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη . [πρέπει να] είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας.»
Ενόψει των ως άνω δεν θεωρώ ότι τεκμηριώνεται εύλογη πιθανότητα, σε περίπτωση που ο αιτητής επιστρέψει στον τόπο διαμονής του, να διατρέξει κίνδυνο σοβαρής βλάβης - κατά τα διαλαμβανόμενα από το αρ.19 (2) (γ) του νόμου - εκ μόνης της παρουσίας της στην περιοχή. Δεν μπορώ να εντοπίσω, δεδομένων των όσων πιο πάνω σε σχέση με τις προσωπικές περιστάσεις του αιτητή και την απουσία αναφορών για στοχοποίηση της ομάδας (clan) Balobo, ιδιαίτερες περιστάσεις που θα μπορούσαν να επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για τον αιτητή σε σύγκρισή με τον γενικό πληθυσμό της πόλης, στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» [8] (βλ. απόφαση ΔΕΕ, ημ.10/06/21, υπ. C-901/19, CF and DN).
Η ως άνω κατάληξη μου δεν διαφοροποιείται από τις πληροφορίες που ο συνήγορος του αιτητή επισυνάπτει στην αγόρευση αφού δεν αλλοιώνουν την εικόνα για την κατάσταση ασφαλείας, όπως διαγράφεται από τις πιο πάνω πληροφορίες. Άλλωστε οι 2 εκτυπώσεις αφορούν το περιστατικό στο Yumbi, το οποίο είναι αποδεκτό, η δε εκτύπωση από Wikipedia που αφορά το Bolobo και τις φυλές που διαμένουν εκεί δεν διαφοροποιεί ομοίως τα δεδομένα που αναφέρω πιο πάνω.
Έπεται λοιπόν ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο «καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» αλλά και ότι δεν υφίστανται στην προκείμενη περίπτωση «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται στα άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν. 6(I)/2000) αντίστοιχα.
Εν προκειμένω λοιπόν το αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο παρά το εντοπίστηκαν, ως πιο πάνω καταγράφονται, πλημμέλειες αναφορικά με την πορεία εξέτασης των επίδικων ισχυρισμών του αιτητή από τους καθ' ων η αίτηση.
Η προσφυγή απορρίπτεται.»
Δεδομένων των πλημμελειών που εντοπίστηκαν αναφορικά με την εξέταση της επίδικης αιτήσεως σε σχέση με την αξιολόγηση των αναγκών διεθνούς προστασίας σε συνάρτηση με τη Κινσάσα και όχι τον ορθό τόπο διαμονής του αιτητή, ήτοι το Yumbi, ως ανωτέρω καταγράφονται, δεν επιδικάζονται έξοδα.
Ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος έφεσης κρίνονται αβάσιμοι.
Αναλυτικά, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά, ως επιβεβαιώνεται από το διοικητικό φάκελο, στον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο συγκεκριμένα παρέπεμψε, κατέληξε σε εύρημα, παρά τις περί του αντιθέτου αναφορές στη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου του ότι, ο Εφεσείων ανήκει στην εθνοτική ομάδα (clan) Balobo και όχι στην ομάδα Banunu. Συνεπώς, ορθά δεν λήφθηκαν υπόψη οποιεσδήποτε αναφορές του συνηγόρου του στη βάση τέτοιου λανθασμένου απ΄αυτόν ισχυριζόμενου υποβάθρου.
Περαιτέρω, οι πλημμέλειες που το πρωτόδικο Δικαστήριο διεπίστωσε στην επίδικη ενώπιον του διοικητική απόφαση (την λανθασμένη εξέταση της επίδικης αιτήσεως από την Εφεσίβλητη σε συνάρτηση με την πρωτεύουσα Κινσάσα, αντί της πόλης Yumbi, την οποία ο αιτητής καθόρισε ως τόπο συνήθους διαμονής του ήδη από το 2017) ορθά δεν κρίθηκε πρωτοδίκως ότι θα έπρεπε να οδηγήσουν στην ευόδωση της προσφυγής και σε ακύρωση της διοικητικής πράξης, ενόψει του ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε, ως εξάλλου το κατά νόμω καθήκον του, στην εξέταση του ζητήματος επί της ουσίας (με το ίδιο αποτέλεσμα), καθιστώντας το ζήτημα της κήρυξης της διοικητικής απόφασης πέραν από παράνομης και ως άκυρης, ως εκ τούτου, αλυσιτελές.
Ορθό, επίσης, ως επαληθευόμενο από τον ενώπιον μας διοικητικό φάκελο της υπόθεσης βρίσκουμε και το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, «Δεν πρέπει δε να παραγνωρισθεί ότι ο αιτητής αναφέρει κατά τη συνέντευξη ότι ουδέποτε είχε στοχοποιηθεί ή υπήρξε δέκτης πράξεως δίωξης ο ίδιος.». Υπενθυμίζεται ότι, ο αιτητής ασύλου, εδώ ο Εφεσείων, φέρει το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών του (βλ. Άρθρο 16 του Περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6(1)/2000), πόσο μάλλον δεν αποσείεται τέτοιο βάρος απόδειξης όταν ο ίδιος προβαίνει σε δηλώσεις περί μη προσωπικής δίωξης του. Εξάλλου, ως προκύπτει από την απόφαση του (βλ. ανωτέρω) το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παρέμεινε ως εκεί, αλλά υπέδειξε και ότι δεν προκύπτει από τα ενώπιον του στοιχεία οτιδήποτε το αντίθετο.
Τέλος, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε σε δική του έρευνα και έλεγχο, σε αντίθεση με την έρευνα της Εφεσίβλητης η οποία είχε ως αφετηρία το λανθασμένο τόπο διαμονής του Εφεσείοντα, για την κατάσταση όσον αφορά τη βία και τις φυλετικές συγκρούσεις στην επαρχία Mai-Ndombe (όπου βρίσκεται η πόλη Yumbi). Τα δε, σχετικά συμπεράσματα του περί του βαθμού της αδιακρίτως ασκούμενης βίας (βλ. ανωτέρω), με βάση τις πηγές στις οποίες το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέτρεξε, κρίνονται εύλογα και προϊόν δέουσας έρευνας, βασιζόμενα σε αξιόπιστες πηγές και σε καμία περίπτωση δεν αμφισβητήθηκαν πειστικά από την πλευρά του Εφεσείοντα. Υπενθυμίζουμε, συναφώς, ότι η στάθμιση των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δύναται να αναψηλαφείται από το Εφετείο εκτός, ίσως, σε περίπτωση ακραία αυθαίρετων συμπερασμάτων και, εν πάση περιπτώσει, όχι εύλογων (βλ. απόφαση ημερομηνίας 29.5.2025 στην Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 56/2024 YOUSSOUF TOURE v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ) που δεν είναι, κρίνουμε, η παρούσα περίπτωση. Ούτε, σε συνάρτηση με τα προαναφερόμενα, διέπραξε σφάλμα το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποφαινόμενο επί του ζητήματος της (ευλόγου) πιθανότητας του Εφεσείοντα να αντιμετωπίσει δίωξη ή σοβαρή βλάβη κατά την επιστροφή του στον τόπο διαμονής του, στην πόλη Yumbi, στη βάση μελλοντοστραφούς εκτίμησης, διέπραξε σφάλμα (βλ. απόφαση ημερομηνίας 31.3.2025 στην Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 153/2023 RAAFAT ALFY NOUH KHALIL κ.α. v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ). Η ανάγκη παροχής διεθνούς προστασίας οφείλει να είναι επίκαιρη και δεν αποδίδεται απλά και μόνο για παρελθοντικά γεγονότα, όταν δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα μελλοντικού, επικείμενου άμα τη επιστροφή στη χώρα καταγωγής, κινδύνου δίωξης. Ούτε τα σχετικά δικαστικά καταληκτικά συμπεράσματα του επί τούτου εντοπίζουμε να πάσχουν από σφάλμα. Ούτε βάσιμα τίθεται ζήτημα εφαρμογής του ευεργετήματος της αμφιβολίας, με βάση τα δεδομένα που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αυτά ήταν αρκούντως σαφή.
Για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, ουδείς εκ των λόγων Εφέσεως ευσταθεί.
Η Έφεση απορρίπτεται, με έξοδα ύψους €2000 εναντίον του Εφεσείοντα και υπέρ της Εφεσίβλητης. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.
Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.
Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο