ΑΝΤΡΗ ΝΙΚΟΛΑΟΥ κ.α. v. ΠΟΛΥΚΛΙΝΙΚΗ ΥΓΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ.: 309/2019, 17/7/2025
print
Τίτλος:
ΑΝΤΡΗ ΝΙΚΟΛΑΟΥ κ.α. v. ΠΟΛΥΚΛΙΝΙΚΗ ΥΓΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ.: 309/2019, 17/7/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.: 309/2019)

 

17 Ιουλίου 2025

 

[ΚΙΤΣΙΟΣ, ΑΜΠΙΖΑΣ, ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

1. ΑΝΤΡΗ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

2. ΝΙΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

Εφεσείοντες/Εναγόμενοι,

 

v.

 

   1. ΠΟΛΥΚΛΙΝΙΚΗ ΥΓΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,

Εφεσίβλητης/ Ενάγουσας 1,

                2. LAIKI CYPRIALIFE LIMITED

(νυν CNP CYPRIALIFE LIMITED),

Εφεσίβλητων/Τριτοδιαδίκων.

_______________________

 

Μ. Ιωάννου για Μιχάλη Ιωάννου, Έλενα Ιωάννου και Άνθια Ιωάννου, για τους Εφεσείοντες/Εναγόμενους. 

Γ. Μάρκου (κα) για κ.κ. Α. Μαραγκός & Α. Χατζήπαπα Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη 1/Ενάγουσα. 

Μ. Πανταζή (κα) για Κούσιος Κορφιώτης Παπαχαραλάμπους Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους 2/Τριτοδιάδικους.

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Τουμαζή, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.: Με την υπό κρίση έφεση, προσβάλλεται η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, ημερομηνίας 12.7.2019, με την οποία εκδόθηκε απόφαση, σε αγωγή που καταχώρησε η εφεσίβλητη 1 εταιρεία με δύο φυσικά πρόσωπα ως ενάγοντες 2 και 3, εναντίον των εφεσειόντων, για το ποσό των €2.000,00, πλέον έξοδα και με την οποία απερρίφθη η απαίτηση των εφεσειόντων 1 και 2 ‑ εναγομένων 1 και 2, εναντίον του εφεσίβλητου 2 - τριτοδιάδικου. Θα ξεκινήσουμε με καταγραφή του ιστορικού της υπόθεσης, για καλύτερη κατανόηση των εγερθέντων ζητημάτων.

 

Σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα, όπως έχουν καταγραφεί στην πρωτόδικη απόφαση, η εφεσείουσα 1, σύζυγος του εφεσείοντα 2, στις 5.5.2009, εισήχθη στην κλινική της εφεσίβλητης 1 και υποβλήθηκε σε εγχείρηση, ιατρικές εξετάσεις και νοσηλεία και εξήλθε από την κλινική στις 6.5.2009. Ο εφεσείοντας 2 εγγυήθηκε την πληρωμή των εξόδων. Προηγουμένως, και συγκεκριμένα στις 13.4.2009, καταρτίστηκε συμβόλαιο ασφάλισης υγείας μεταξύ των εφεσειόντων 1 και 2 και του εφεσίβλητου 2 – τριτοδιάδικου (στο εξής τριτοδιάδικου).

 

Στην εξέλιξη των γεγονότων, η εφεσίβλητη 1, ως ενάγουσα 1, μαζί με δύο ιατρούς, ως ενάγοντες 2 και 3, ήγειραν αγωγή εναντίον της εφεσείουσας 1 ‑ εναγόμενης 1 και του εφεσείοντα 2 ‑ εναγόμενου 2, με την οποία αξίωναν, το συνολικό ποσό των €2.793,16, και συγκεκριμένα η εφεσίβλητη 1 – ενάγουσα 1 €1.663,16, ο ενάγοντας 2 €900,00 και η ενάγουσα 3 €230,00, αναφορικά με ιατρικές υπηρεσίες και αμοιβές που προσέφεραν στην εφεσείουσα 1.  Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης, η εφεσίβλητη 1 συμφώνησε με τους εφεσείοντες, τη εγγυήσει του εφεσείοντα 2, και εισήχθηκε στην κλινική της εφεσίβλητης 1 και υποβλήθηκε σε εγχείρηση, εξετάσεις, αναλύσεις, περίθαλψη, νοσηλεία, θεραπεία, παρακολούθηση και παροχή όλων των αναγκαίων ιατρικών υπηρεσιών. Ήταν όρος της συμφωνίας ότι οι εφεσείοντες θα κατέβαλλαν όλα τα έξοδα για τις ιατρικές υπηρεσίες και την αμοιβή των εναγόντων 2 και 3, όμως αθέτησαν τη συμφωνία και δεν κατέβαλαν οποιοδήποτε ποσό.  Με την υπεράσπισή τους, οι εφεσείοντες δεν αμφισβήτησαν την παροχή υπηρεσιών από την εφεσίβλητη 1, ούτε την παροχή εγγύησης πληρωμής των εξόδων από τον εφεσείοντα 2. Συγκεκριμένα, ισχυρίστηκαν ότι ουδέποτε προέβησαν σε συμφωνία με τους ενάγοντες 2 και 3, και ότι το συνολικό κόστος της εγχείρησης, όπως τους αναφέρθηκε από το λογιστήριο και συμφωνήθηκε με την εφεσίβλητη 1, ανέρχετο στο ποσό των €2.400,00, δηλαδή μικρότερο από το αξιούμενο στην έκθεση απαίτησης. Ήταν δε με την εντύπωση ότι θα καλύπτετο από την ασφαλιστική εταιρεία - τριτοδιάδικο, ενώ οι ίδιοι δεν θα είχαν οποιαδήποτε άλλη ανάμειξη, εφόσον ειδοποιήθηκε η εν λόγω ασφάλεια.

 

Οι εφεσείοντες, κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου, εξέδωσαν ειδοποίηση τριτοδιάδικου προς την ασφαλιστική εταιρεία Laiki Cyprialife Ltd. Όπως αναφέρεται στην απόφαση, οι δικηγόροι του τριτοδιάδικου, απέστειλαν ειδοποίηση, ημερομηνίας 12.8.13, σύμφωνα με την οποία το όνομα της ασφαλιστικής εταιρείας είχε αλλάξει σε CNP Cyprialife Ltd, από τις 19.7.13.

 

Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης των εφεσειόντων εναντίον του τριτοδιαδίκου, κατά τις συναντήσεις που είχε ο εφεσείοντας 2 με τον ασφαλιστικό σύμβουλο και αντιπρόσωπο του τριτοδιάδικου, ο οποίος του εξήγησε τους όρους του συμβολαίου, του τόνισε ότι θα είχαν κάλυψη αμέσως μόλις θα πλήρωναν το ασφάλιστρο και έτσι υπέγραψαν την πρόταση για σχέδιο υγείας.  Το συμβόλαιο δεν τους παραδόθηκε αμέσως, αν και πληρώθηκε το ασφάλιστρο στις 13.4.2009 και γνώριζαν μόνο όσα τους ανέφερε προφορικά ο ασφαλιστικός αντιπρόσωπος. Στις 27.4.2009, στάληκε σ’ αυτούς επιστολή από τον τριτοδιάδικο, με την οποία τους πληροφορούσε ότι το ασφαλιστικό συμβόλαιο είχε εκδοθεί και ότι θα τους παραδίδετο εντός 15 ημερών (Τεκμήριο 2). Το συμβόλαιο παραδόθηκε πολύ καθυστερημένα, μέσα στον Ιούνιο ή Ιούλιο του 2009. Όταν προέκυψε η ανάγκη υποβολής της εφεσείουσας 1 σε εγχείρηση, ο τριτοδιάδικος ενημερώθηκε σχετικά και ο ασφαλιστικός σύμβουλος επέμενε ότι τα έξοδα θα έπρεπε να πληρωθούν από τον τριτοδιάδικο και τους υπόσχετο ότι θα διευθετούσε το θέμα.  Ο τριτοδιάδικος με επιστολή, ημερομηνίας 9.4.2012, ανέφερε ότι δεν θα κάλυπταν το ποσό, διότι η περίπτωση ενέπιπτε στις εξαιρέσεις, με βάση τον όρο 2.2 της σύμβασης.  Ήταν η θέση των εφεσειόντων, στην έκθεση απαίτησης, ότι ουδέποτε ο ασφαλιστικός σύμβουλος τους εξήγησε τον όρο αυτό. Αξίωναν από τον τριτοδιάδικο, μεταξύ άλλων, απόφαση για το ποσό των €400,00 το οποίο κατέβαλαν στην εφεσίβλητη 1, πλέον 9% τόκο από την καταχώριση της αγωγής και απόφαση για το ποσό των €2.393,16, πλέον 9% τόκο ετησίως από την καταχώρηση της αγωγής, πλέον έξοδα, λόγω αθέτησης της συμφωνίας για την καταβολή των ιατρικών εξόδων της εφεσίβλητης 1.

 

Με την υπεράσπιση του, ο τριτοδιάδικος ισχυρίστηκε ότι σύμφωνα με το συμβόλαιο, ημερομηνίας 13.4.2009, και συγκεκριμένα σύμφωνα με τον όρο 2.2 του συμβολαίου, η οποιαδήποτε ασφαλιστική κάλυψη για ασθένεια ξεκινούσε 30 ημέρες μετά την έναρξη του συμβολαίου, συνεπώς το εν λόγω περιστατικό δεν καλύπτετο και ότι οι εφεσείοντες ενημερώθηκαν για τον όρο αυτό, όπως και για όλους τους όρους του συμβολαίου. Αρνήθηκε, επίσης, ότι ο ασφαλιστικός αντιπρόσωπος διαβεβαίωσε τους εφεσείοντες ότι θα καλύπτονταν τα έξοδα της εφεσείουσας 1.    

 

Πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, και συγκεκριμένα στις 17.12.2018, δηλώθηκε, ως παραδεκτό γεγονός, ότι οι εφεσείοντες όφειλαν στην εφεσίβλητη 1, ως υπόλοιπο, το ποσό των €2.000,00. Ταυτόχρονα, δηλώθηκε από τον δικηγόρο των εναγόντων 2 και 3 ότι δεν θα προωθείτο η απαίτηση τους εναντίον των εφεσειόντων, περαιτέρω.  Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά:

 

«Κος Ιωάννου: Θα δηλωθεί ως παραδεκτό γεγονός ότι οι εναγόμενοι οφείλουν προς την ενάγουσα 1 υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό €2.000 όπως ήτο παραδεκτό στην υπεράσπιση εξ αρχής.

 

Κος Πέτρου: Το δηλώνει η υπεύθυνη της Πολυκλινικής ότι το σημερινό υπόλοιπο προς τους ενάγοντες 1 είναι €2000.‑

 

Δικαστήριο προς κ. Πέτρου: (Ε). Πώς θα προχωρήσετε; Θα φέρετε άλλο μάρτυρα;

 

Α. Όχι. Τούτη ήταν η μαρτυρία μου.

 

Ε. Ούτε προωθείτε την απαίτηση από μέρους των 2 και 3;

 

Α. Όχι.»

 

Στις 6.3.2019, ο δικηγόρος της εφεσίβλητης 1 επανέλαβε ότι δηλώθηκε το πιο πάνω παραδεκτό γεγονός και πρόσθεσε: «Δεν έχουμε κάτι άλλο να δηλώσουμε. Είναι μεταξύ τώρα της ασφάλειας και κλείσαμε την υπόθεση μας», και δεν προσφέρθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία από πλευράς της εφεσίβλητης 1.  Κατά την ίδια ημερομηνία, οι ενάγοντες 2 και 3 απέσυραν την αγωγή εναντίον των εφεσειόντων και ο δικηγόρος των εφεσειόντων ζήτησε τα έξοδα, αίτημα στο οποίο συμφώνησε και ο δικηγόρος των εναγόντων.  Η αγωγή των εναγόντων 2 και 3 απερρίφθη, με έξοδα υπέρ των εφεσειόντων 1 και 2.

 

Το Δικαστήριο κάλεσε τους δικηγόρους να αναφέρουν πως εισηγούντο να προχωρήσει η διαδικασία «μετά τη δήλωση ότι ο εναγόμενος οφείλει το ποσό των €2.000 και δεν υπάρχει άλλη μαρτυρία από τους ενάγοντες για την εκδίκαση της απαίτησης εναντίον του τριτοδιάδικου στα πλαίσια αυτής της αγωγής», ο δικηγόρος των εφεσειόντων ανέφερε, μεταξύ άλλων, τα εξής:

 

«Εγώ παραδέχθηκα το δικόγραφο της υπεράσπισης μου ότι η συμφωνία μου εν αντιθέσει όμως που έκαναν οι ενάγοντες δεν είναι με τους ενάγοντες 1,2 και 3 αλλά με τους ενάγοντες 1 και η συμφωνία που είχαν από την αρχή ήταν €2.400 και όχι το ποσό που αξιώνεται από την αγωγή και εγώ έκαναν την παραδοχή αυτή ότι το ποσό είναι €2.000 το οποίο είναι μεν οφειλόμενο αλλά όπως δικογραφώ την θέση μου θα πρέπει να το πληρώσει η ασφαλιστική εταιρεία.  Αυτή ήταν η θέση μου από την αρχή δικογραφημένη.  Όμως εδώ υπάρχουν θέματα. Εδώ οι ενάγοντες έκλεισαν την υπόθεση τους.  Υπάρχει θέμα εδώ ότι θα πρέπει να εκδικαστεί ποιος θα πληρώσει το ποσό αυτό; … και το Δικαστήριο θα πρέπει να αποφασίσει να ακούσει και την υπεράσπιση μας πριν να εξετάσει το θέμα εάν ορθά εγέρθηκε αυτή η αγωγή όπως καταχωρήθηκε και με το περιεχόμενο που καταχωρήθη.  Το αξιούμενο δεν είναι το €2.000 αλλά το €2793. Εάν είναι ορθό καταχώρισαν την υπεράσπιση.  Και ένα άλλο θέμα. Τι σχέση είχαν οι ενάγοντες 2 και 3 με την αγωγή;  Εδώ υπάρχει ένα θέμα.  Οι ενάγοντες 1,2 και 3 κίνησαν αγωγή.  … Υπάρχει θέμα εξόδων. Ναι μεν οφείλουμε αλλά το ερώτημα ποιος θα πληρώσει αυτό το ποσό;  Γι’ αυτό καλέσαμε τριτοδιάδικο.

 

Δικαστήριο

Παραμένει ως επίδικο ζήτημα.

 

κ. Ιωάννου

 

Ποιος θα πληρώσει αυτό το ποσό είναι μεταξύ εναγομένων και τριτοδιαδίκου.

 

………………………………………………………………………………………………

 

Δικαστήριο

Παραμένει επίδικο ζήτημα κατά πόσο οφείλεται οποιοδήποτε ποσό προς τους ενάγοντες 2 και 3.

 

κ. Ιωάννου

… θα καλέσουμε υπεράσπιση. Απλώς έγινε ένα παραδεκτό γεγονός και συνάδει με την υπεράσπιση μας.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη συνέχεια, ως προς τη διαδικασία, ανέφερε τα εξής:

 

«Δικαστήριο

Έχοντας υπόψη μου το διάταγμα το οποίο είχε εκδοθεί στα πλαίσια της αίτησης ημερ. 5.12.13 στο στάδιο των οδηγιών μεταξύ εναγομένων και τριτοδιάδικου, είχε δοθεί άδεια από το Δικαστήριο όπως τα ζητήματα ευθύνης μεταξύ εναγομένων και τριτοδιαδίκου επιληφθούν και εκδικαστούν στα πλαίσια της παρούσας αγωγής.

 

Έχοντας υπόψη την διευκρίνιση από πλευράς εναγομένων ότι παραμένουν επίδικα ζητήματα μεταξύ εναγόντων και εναγομένων θεωρώ ότι η διαδικασία μπορεί να διεξαχθεί κανονικά και σε ότι αφορά τους μάρτυρες οι οποίοι θα παρουσιαστούν αφορούν την αγωγή και την απαίτηση σας εναντίων των τριτοδιαδίκων.»

 

Η ακρόαση άρχισε με τη μαρτυρία του εφεσείοντα 2, ως μάρτυρα υπεράσπισης, ο οποίος δεν αντεξετάστηκε από το δικηγόρο της εφεσίβλητης 1, αλλά μόνο από τον δικηγόρο του τριτοδιάδικου. Ο  τριτοδιάδικος κάλεσε ως μάρτυρες ανώτερο λειτουργό αποζημιώσεων στην υπηρεσία του τριτοδιαδίκου (ΜΤ/Δ.1) και τον ασφαλιστικό σύμβουλο – συνεργάτη του τριτοδιάδικου (ΜΤ/Δ.2), ο οποίος μεσολάβησε για την κατάρτιση της συμφωνίας μεταξύ εφεσείοντα 1 και τριτοδιάδικου, οι οποίοι αντεξετάστηκαν από τον δικηγόρο των εφεσειόντων.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην απόφαση του, ασχολήθηκε, κατ’ αρχάς, με την εισήγηση του δικηγόρου των εφεσειόντων ότι η αγωγή εναντίον τους θα έπρεπε να είχε απορριφθεί, χωρίς έκδοση απόφασης, επί τη βάσει μόνο του παραδεκτού γεγονότος της οφειλής του ποσού των €2.000,00, αναπτύσσοντας το ακόλουθο σκεπτικό:

 

«Στην παρούσα υπόθεση, οι εναγόμενοι με την υπεράσπισή τους αρνήθηκαν ότι συμβλήθηκαν και ότι οφείλουν οποιοδήποτε ποσό στους ενάγοντες 2 και 3 ενώ προβάλλουν με την υπεράσπισή τους ότι η συμφωνία έγινε μόνο με την ενάγουσα 1. Υποστηρίζουν επίσης ότι το ποσό το οποίο συμφωνήθηκε με την ενάγουσα 1 ανερχόταν σε €2.400.‑ το οποίο θα πληρωνόταν από τον τριτοδιάδικο. Σύμφωνα με τους εναγομένους το ποσό των €400.‑ ήδη έχει καταβληθεί στην ενάγουσα 1.

 

…………………………………………………………………………………………………

 

Η δήλωση του παραδεκτού γεγονότος από πλευράς εναγομένων στην προκειμένη περίπτωση, ότι δηλαδή οφείλουν στην ενάγουσα 1 το ποσό των €2.000.‑ και η συνακόλουθη απόσυρση της Αγωγής και των αξιώσεων που αφορούν τους ενάγοντες 2 και 3, δεν άφησαν οποιοδήποτε επίδικο ζήτημα ανοικτό και επιδεχόμενο προσκόμισης μαρτυρίας. Ούτως η άλλως τα γεγονότα που αφορούν τη συμφωνία και παροχή υπηρεσιών και ιατρικής περίθαλψης από την ενάγουσα 1 η οποία παρέμεινε ως η μόνη ενάγουσα στην Αγωγή, δεν αμφισβητήθηκαν από τους εναγόμενους.

 

Το ότι η αξίωση της ενάγουσας 1 ανέρχετο σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης στο ποσό των €1.663,16 ενώ δηλώθηκε ως παραδεκτό γεγονός η οφειλή προς την ενάγουσα 1 το ποσό των €2.000.‑, δεν μπορεί να καταστήσει το ποσό της οφειλής ή σε ποιον οφείλεται επίδικο θέμα, έχοντας υπόψη τόσο την αρχική δικογραφημένη θέση των εναγομένων ότι αυτό είναι το ποσό το οποίο οφείλεται στην ενάγουσα 1 μετά την πληρωμή του ποσού των €400.‑ αλλά και την άνευ όρων δήλωση του παραδεκτού γεγονότος και την απόσυρση της Αγωγής από μέρους των εναγόντων 2 και 3. Τα περιστατικά της ως άνω υπόθεσης Γ. & Ντ Μαυρογένης Εστέιτ (βλ. ανωτέρω) στην οποία παρέπεμψαν και στήριξαν την εισήγηση τους οι εναγόμενοι, είναι  πολύ διαφορετικά εφόσον η δήλωση παραδεκτού γεγονότος συνοδευόταν υπό την προϋπόθεση απόδειξης άλλων γεγονότων.


Εις ότι αφορά την απαίτηση της ενάγουσας 1 εναντίον των εναγομένων, η ενάγουσα 1 φέρει το βάρος απόδειξης της στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων. Όπως ανέφερα πιο πάνω, επί τη βάση του παραδεκτού γεγονότος ότι οι εναγόμενοι οφείλουν στην ενάγουσα 1 το ποσό των €2.000.- αλλά και τη μη αμφισβήτηση της ιδιότητας υπό την οποία έκαστος εκ των εναγομένων οφείλει το ποσό αυτό, ήτοι η εναγόμενη 1 ως το πρόσωπο το οποίο έλαβε τις υπηρεσίες της ενάγουσας 1 και ο εναγόμενος 2 ως το πρόσωπο το οποίο εγγυήθηκε την πληρωμή των εξόδων νοσηλείας, καταλήγω ότι η ενάγουσα 1 απέδειξε στον απαιτούμενο βαθμό την απαίτηση της εναντίον των εναγομένων. Ενόψει των πιο πάνω, η ενάγουσα 1 δικαιούται στην έκδοση απόφασης υπέρ της και εναντίον των εναγομένων 1 και 2 αλλελέγγυα και/ή κεχωρισμένα για το ποσό των €2.000 πλέον νόμιμο τόκο από τη καταχώρηση της Αγωγής, εφόσον η αξίωση της για επιδίκαση τόκου προς 9% δεν έχει προωθηθεί.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη συνέχεια, εξέτασε την αξίωση των εφεσειόντων εναντίον του τριτοδιάδικου, αφού πρώτα αναφέρθηκε στη νομολογιακή αρχή ότι η διαδικασία τριτοδιαδίκου είναι ανεξάρτητη από την αγωγή και ότι οι εφεσείοντες φέρουν το βάρος απόδειξης της απαίτησης τους εναντίον του τριτοδιαδίκου, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων.

 

Στην Νικήτα v. Medcon Construction Limited κ.ά. (1997) 1 Α.Α.Δ. 643, αναλύθηκε η διαδικασία τριτοδιάδικου.  Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα:

 

«Η Διαδικασία Τριτοδιάδικου αντλεί την προέλευσή της από τη Δ.16 των παλαιών Αγγλικών Διαδικαστικών Κανονισμών, των οποίων οι βασικές πρόνοιες είναι όμοιες με τις πρόνοιες της δικής μας Δ.10.  H διαδικασία αυτή δημιουργήθηκε στην Αγγλία με το Νόμο Judicature Act 1873 και θεωρήθηκε ότι ήταν μια διαδικασία ανάλογη με αγωγή, που καταχωρείτο από τον εναγόμενο σε υπάρχουσα αγωγή εναντίον του τριτοδιάδικου. Ο εναγόμενος σε τέτοια περίπτωση εθεωρείτο ενάγων και ο τριτοδιάδικος εναγόμενος.  Επομένως, η Ειδοποίηση Τριτοδιάδικου υπέχει μορφή αγωγής του εναγόμενου εναντίον του τριτοδιάδικου (βλ. McCheane v. Jyles (1902) 1 Ch.D. 287).  Μετά την επίδοση της Ειδοποίησης Τριτοδιαδίκου, ο τριτοδιάδικος καθίσταται διάδικος στην αγωγή αυτή και έχει τα ίδια δικαιώματα σχετικά με την υπεράσπισή του ως εάν να είχε εναχθεί με κανονική αγωγή από τον εναγόμενο.  Ο τριτοδιάδικος όμως, δεν είναι εναγόμενος στην υφιστάμενη αγωγή του ενάγοντα εναντίον του εναγόμενου, εκτός αν ο ενάγων αποφασίσει και τον καταστήσει συνεναγόμενο. Η Διαδικασία Τριτοδιαδίκου είναι εντελώς ξεχωριστή και ανεξάρτητη διαδικασία από την προϋπάρχουσα αγωγή (Βλ. Stott v. West Yorkshire Road Car Co. [1971] 3 All E.R. 534, Annual Practice 1958, σελ. 381 κ.ε.).»

 

(βλ. επίσης Hovsepian v. Olympic Insurance Co Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. 104/2018, ημερομηνίας 21.2.2025)

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία, έκρινε ότι ο εφεσείοντας 2 δεν ήταν αξιόπιστος μάρτυρας και απέρριψε τη μαρτυρία του, ενώ έκρινε ως αξιόπιστους τους δύο μάρτυρες του τριτοδιάδικου ΜΤ/Δ.1 και ΜΤ/Δ.2. Αναφορικά με την απαίτηση των εφεσειόντων έναντι του τριτοδιάδικου, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στα ακόλουθα ευρήματα:

 

«Ο εναγόμενος 2 συνήψε σύμβαση ασφάλισης υγείας με το τριτοδιάδικο με ισχύ την 13.4.2009. Δυνάμει της ασφαλιστικής σύμβασης παρέχεται κάλυψη στην εναγόμενη 2 και στα παιδιά των εναγομένων.

 

Η ως άνω σύμβαση τέθηκε σε ισχύ την 13.4.2009 και καλύπτει βλάβη της υγείας η οποία εκδηλώνεται για πρώτη φορά τριάντα (30) ημέρες μετά την ημερομηνία έναρξης της ασφάλισης, σύμφωνα με τον όρο 2.2.

 

Ο τριτοδιάδικος απέρριψε την απαίτηση των εναγομένων για πληρωμή των εξόδων προς την ενάγουσα 1 με επιστολή της ημερ. 11.5.2009, τεκμήριο 7, λόγω του ότι η περίπτωση δεν καλύπτεται από το συμβόλαιο κατ' εφαρμογή του όρου 2.2 του συμβολαίου. 

 

Ο ασφαλιστικός αντιπρόσωπος κατά τις συναντήσεις που προηγήθηκαν της υποβολής της αίτησης για ασφάλιση, ανέφερε και εξήγησε στον εναγόμενο 2,  όλους τους όρους που διέπουν τη σύμβαση ασφάλισης.

 

Το ασφαλιστικό συμβόλαιο παραλήφθηκε από τον εναγόμενο 2 την 11.5.2009.

 

…………………………………………………………………………………………………

 

Θα πρέπει κατ’ αρχάς να λεχθεί ότι κατά τη μαρτυρία του ο εναγόμενος 2 δεν έθεσε θέμα μη κατανόησης του όρου 2.2. του συμβολαίου ή οποιοδήποτε άλλο ζήτημα ερμηνείας του συμβολαίου αλλά επέμενε μόνο στο ότι δεν του λέχθηκε και δεν ήταν εις γνώση του ο όρος αυτός.

 

Παρά την ως άνω διαπίστωση μου εξέτασα τον όρο αυτό υπό το φως του συμβολαίου στο σύνολο του και από απλή ανάγνωση του εν λόγω όρου δεν διαπιστώνω οποιαδήποτε ασάφεια.  Ακόμα και να δεχόμουν ότι ο εναγόμενος 2 είχε δυσκολία στην αντίληψη του όρου αυτού, η απλή γραμματική ερμηνεία του όρου αυτού, ο οποίος δεν περιλαμβάνει εξειδικευμένες λέξεις και έννοιες, δεν αφήνει περιθώριο παρερμηνείας. Είναι ξεκάθαρο ότι ασθένεια είναι βλάβη που εκδηλώνεται 30 ημέρες μετά την έναρξη της ασφάλειας ενώ για ατύχημα δεν περιλαμβάνεται τέτοιος περιορισμός.  Σημειώνω εδώ ότι οι εναγόμενοι δεν υποστήριξαν ότι η εγχείρηση της εναγόμενης 1 οφειλόταν σε ατύχημα.

 

Από τη στιγμή δε όπου το συμβόλαιο ξεκίνησε να ισχύει από την 13.4.2009 τότε οι 30 ημέρες ξεκινούν να μετρούν από την ημέρα αυτή.  Η έναγόμενη 2 υπεβλήθηκε σε εγχείρηση την 5.5.2009 αναφορικά με ασθένεια η οποία εκδηλώθηκε εντός 30 ημερών από την 13.4.2009 και ως εκ τούτου δικαιολογημένα ο τριτοδιάδικος αρνήθηκε να πληρώσει την απαίτηση των εναγομένων.

 

Προσθέτω εδώ ότι παρά του ότι οι εναγόμενοι με την υπεράσπιση τους προβάλλουν ότι ο τριτοδιάδικος και/ή ο αντιπρόσωπος του ενήργησαν με απάτη και/ή δόλο και/ή ψευδών παραστάσεων, πέραν του ότι δεν έχουν αποδειχθεί με αξιόπιστη μαρτυρία οι δικογραφημένες λεπτομέρειες που αποδίδουν οι εναγόμενοι στον τριτοδιάδικο, διαπιστώνω ότι ουδέποτε ζητήθηκε ο τερματισμός του συμβολαίου ούτε προβάλλεται ότι αυτό είναι άκυρο για τους λόγους αυτούς.  Αντιθέτως, το συμβόλαιο εξακολουθεί μέχρι σήμερα να υφίσταται και να δεσμεύει αμφότερες πλευρές.

 

Ενόψει των πιο πάνω, ο τριτοδιάδικος απόσεισε το βάρος που έφερε στη διαδικασία τριτοδιαδίκου ότι η απαίτηση των εναγομένων εμπίπτει εντός των εξαιρέσεων του συμβολαίου. Αποτέλεσμα τούτου είναι οι εναγόμενοι να μην δικαιούνται την πληρωμή του ποσού της απόφασης προς την ενάγουσα 1 από τον τριτοδιάδικο.»

 

 

Οι εφεσείοντες δεν ικανοποιήθηκαν με την απόφαση του Δικαστηρίου και καταχώρησαν την υπό κρίση έφεση, προβάλλοντας ως λόγους έφεσης, ότι εσφαλμένα, το Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια ως προς τα έξοδα τα οποία επεδίκασε υπέρ της εφεσίβλητης 1 και εναντίον των εφεσειόντων 1 και 2, αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα (πρώτος λόγος), εσφαλμένα, το Δικαστήριο κατέληξε σε συμπέρασμα ότι δικαιολογημένα ο τριτοδιάδικος αρνήθηκε να πληρώσει την απαίτηση των εφεσειόντων και ότι οι εφεσείοντες δεν δικαιούνται την πληρωμή του ποσού της απόφασης προς την εφεσίβλητη 1, από τον τριτοδιάδικο (δεύτερος λόγος), εσφαλμένα, το Δικαστήριο έκρινε τον εφεσείοντα 2 ως αναξιόπιστο μάρτυρα (τρίτος λόγος), εσφαλμένα, το Δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή των εφεσειόντων ότι δεν γνώριζαν τον όρο 2.2 του συμβολαίου (Τεκμήριο 3) πριν την εισαγωγή της εφεσείουσας 1 στην Πολυκλινική (τέταρτος λόγος), εσφαλμένα, το Δικαστήριο έκδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης 1 και εναντίον των εφεσειόντων 1 και 2 αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα για το ποσό των €2.000,00 βασιζόμενο μόνο πάνω στο παραδεκτό γεγονός (πέμπτος λόγος), ήτο εσφαλμένη η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι ο ΜΤ/Δ.1 ήτο σταθερός, απαντούσε ευθέως και απεδέχθη την μαρτυρία του (έκτος λόγος), εσφαλμένα το Δικαστήριο απεδέχθη την μαρτυρία του ΜΤ/Δ.2 (έβδομος λόγος), η απόφαση του Δικαστηρίου είναι αναιτιολόγητη (όγδοος λόγος).

 

Ο πρώτος και πέμπτος λόγος έφεσης, έχουν ως κοινό πυρήνα την έκδοση απόφασης για το ποσό των €2.000,00 και την επιδίκαση εξόδων εναντίον των εφεσειόντων.

 

Θα ξεκινήσουμε με τον πέμπτο λόγο έφεσης, με τον οποίο προβάλλεται πως εσφαλμένα το Δικαστήριο έκδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης 1 και εναντίον των εφεσειόντων, για το ποσό των €2.000,00, βασιζόμενο μόνο στο παραδεκτό γεγονός ότι οφείλουν αυτό το ποσό στην εφεσίβλητη 1.  Στην αιτιολογία, προβλήθηκε, μεταξύ άλλων, ότι η εφεσίβλητη 1 δεν προσκόμισε οποιαδήποτε μαρτυρία για να υποστηρίξει την αξίωση της, επομένως η αγωγή θα έπρεπε να είχε απορριφθεί.

 

Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω εισήγηση του ευπαίδευτου δικηγόρου των εφεσειόντων.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεξήγησε, με λεπτομέρεια, όπως διαφαίνεται από τα αποσπάσματα που έχουμε ήδη παραθέσει, πως, μετά την απόσυρση της αγωγής από τους εναγόμενους 2 και 3 εναντίον των εφεσειόντων και μετά τη δήλωση του παραδεκτού γεγονότος ότι οφείλετο το ποσό των €2.000,00, από τους εφεσείοντες στην εφεσίβλητη 1, δεν παρέμεινε οποιαδήποτε αβεβαιότητα αναφορικά με την αξίωση που αφορούσε την εφεσίβλητη 1 και τους εφεσείοντες.  Επομένως, δεν τίθετο θέμα απόρριψης της αγωγής, εφόσον παρέμεινε μόνο η αξίωση της εφεσίβλητης 1, όπου η οφειλή των εφεσειόντων προς αυτή δηλώθηκε ως παραδεκτή για το ποσό των €2.000,00. Κατά συνέπεια, ορθώς το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης 1 και εναντίον των εφεσειόντων, για το εν λόγω ποσό.

 

Έπεται πως ο πέμπτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες παραπονούνται πως, το πρωτόδικο Δικαστήριο, εκδίδοντας απόφαση για το ποσό των €2.000,00 εναντίον τους, εσφαλμένα τους καταδίκασε στα έξοδα. Στο πλαίσιο της αιτιολογίας του λόγου έφεσης, προβάλλεται πως η εφεσίβλητη 1 και οι ενάγοντες 2 και 3 αξίωναν, με την έκθεση απαίτησης, €2.793,16, οπότε οι εφεσείοντες αναγκάστηκαν να καταχωρήσουν υπεράσπιση και να αντιτείνουν ότι δεν όφειλαν αυτό το ποσό, αλλά χαμηλότερο και συγκεκριμένα, ότι όφειλαν μόνο στην εφεσίβλητη 1 το ποσό των €2.400,00, ότι κατέβαλαν έναντι €400,00, και ότι παρέμεινε προς εξόφληση, μόνο το ποσό των €2.000,00.  Οι θέσεις αυτές των εφεσειόντων καταγράφηκαν, ως παραδεκτά γεγονότα, κατά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, στις 17.12.2018, η δε εφεσίβλητη 1, μετά από αυτό, δεν έφερε καμιά μαρτυρία.  Επομένως, σύμφωνα με την εισήγηση ήτο άδικο να επιβαρυνθούν με όλα τα έξοδα της δίκης. Αντιθέτως, προεβλήθη από την πλευρά της εφεσίβλητης 1, ότι η εφεσίβλητη 1, ως επιτυχούσα διάδικος, δικαιούτο, τα έξοδα της διαδικασίας.

 

Το θέμα έκδοσης διαταγής για έξοδα εξετάστηκε στην Ζαβρού v. Μιχαηλίδου (1996) 1 Α.Α.Δ. 477 όπου λέχθηκαν τα εξής:

 

«Η έκδοση διαταγής για έξοδα εμπίπτει στη διακριτική εξουσία του εκδικάζοντος δικαστηρίου. Στην άσκηση αυτής της εξουσίας προέχει ο κανόνας λογικής σύμφωνα με τον οποίο τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα της υπόθεσης. Τόσο μάλιστα είναι ισχυρός που από μόνος του παρέχει την αιτιολόγηση στην κάθε αντίστοιχη εξέλιξη χωρίς να παρίσταται ανάγκη εξειδίκευσης. Παρέκκλιση δικαιολογείται μόνο εφόσον συντρέχει άλλη επαρκής περίσταση που πρέπει βέβαια να εκτίθεται. Χρήσιμη υπόμνηση περί τούτου γίνεται στην Χάσικος Μιχαήλ ν. Ανδρέα Χαραλαμπίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 389

 

(Βλ. επίσης Χαραλάμπους v. Γενικές Ασφάλειες Κύπρου Λτδ, Πολιτική Έφεση Αρ. 337/2019, ημερομηνίας 25.11.2024).

 

Από μελέτη των δικογράφων, στην υπό κρίση υπόθεση, διαπιστώνουμε ότι η δικογραφημένη θέση των εφεσειόντων είναι πράγματι ότι συνεφωνήθη μεταξύ των εφεσειόντων και της εφεσίβλητης 1 το ποσό των €2.400,00 και ότι κατεβλήθη έναντι, το ποσό των €400,00. Τα δικογραφημένα ποσά δηλώθηκαν και ως παραδεκτά γεγονότα στις 17.12.2018 και επίσης ο δικηγόρος της εφεσίβλητης 1 ανέφερε ότι δεν θα προσφέρετο μαρτυρία εκ μέρους της, ενόψει του παραδεκτού αυτού γεγονότος.  Παρόλη, όμως, την εξέλιξη αυτή, οι εφεσείοντες δεν εισηγήθηκαν να εκδοθεί, εκ συμφώνου απόφαση εναντίον τους, κατ’ εκείνη την ημερομηνία.  Τουναντίον, όπως φαίνεται από απόσπασμα των πρακτικών που παραθέσαμε πιο πάνω, ο δικηγόρος των εφεσειόντων επέμενε ότι παρέμειναν εκκρεμούντα ζητήματα, και ότι θα καλούσε υπεράσπιση.  Οι εφεσείοντες συνέχισαν να υπερασπίζονται την αγωγή, καλώντας ως μάρτυρα υπεράσπισης (ΜΥ) τον εφεσείοντα 2.  Συνεπώς, κρίνουμε ότι η επιδίκαση εξόδων υπέρ της εφεσίβλητης 1, ως επιτυχούσας διαδίκου, εφόσον εκδόθηκε απόφαση υπέρ της και εναντίον των εφεσειόντων, ήτο εύλογη και σύμφωνη με τη νομολογία.

 

Συνακόλουθα, ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Οι τρίτος, έκτος και έβδομος, λόγοι έφεσης θα εξεταστούν μαζί, εφόσον αφορούν στην αξιολόγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τη μαρτυρία του εφεσείοντα 2, του ΜΤ/Δ.1 και του ΜΤ/Δ.2

 

Όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων είναι έργο κατ' εξοχήν του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα τα οποία έκαμε σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. Παραπέμπουμε στην απόφαση Χ"Λουκάς κ.ά. ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Πολιτική Έφεση Αρ. 96/2016 ημερομηνίας 17.07.2024, όπου τονίστηκαν τα εξής:

 

«Επειδή και στους τρεις πιο πάνω λόγους γίνεται αναφορά σε κατ’ ισχυρισμόν εσφαλμένη αξιολόγηση μαρτυρίας και/ή γεγονότων, θα αρκεστούμε να επαναλάβουμε ότι η αξιοπιστία των μαρτύρων και η αξιολόγηση τους είναι έργο των πρωτόδικων Δικαστηρίων. Διάδικος ο οποίος προσβάλλει ενώπιον Δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου ευρήματα πρωτόδικου Δικαστηρίου που αφορούν σε αξιοπιστία μαρτύρων, έχει να επιτελέσει ένα πολύ δύσκολο έργο (Φρουταρία Το Πανέρι Λίμιτεδ κ.ά. ν. Hellenic Bank Public Company Ltd, Πολ. Έφ. Αρ. 426/2011, ημερ. 29.11.2017 και Prestos Confectionery Ltd κ.ά. ν. Alpha Bank Cyprus Ltd, Πολ. Έφ. Αρ. 114/2015, ημερ. 30.4.2024).»

 

Οι εφεσείοντες, στην υπό κρίση έφεση, παραπονούνται πως λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσείοντας 2 ήτο αναξιόπιστος, διότι οι λόγοι που έδωσε για την κατάληξη του να μην πιστέψει τον εφεσείοντα 2, συγκρούοντο με άλλη μαρτυρία, την οποία το Δικαστήριο αποδέχθηκε ως αξιόπιστη, και ειδικότερα με το εύρημα ότι η σύμβαση ασφάλισης είχε ισχύ από τις 13.4.2009 και ότι το συμβόλαιο παραλήφθηκε από τον εφεσείοντα 2 στις 11.5.2009.

 

Η θέση που προώθησε ο εφεσείοντας 2 στη μαρτυρία του ήταν ότι όταν έγινε η εισαγωγή της συζύγου του στην πολυκλινική, δεν είχαν υπόψη τους όρους του συμβολαίου, οι οποίοι άργησαν πολύ να τους παραδοθούν και ότι ουδέποτε του είχε λεχθεί από τον ΜΤ/Δ.2 ότι η κάλυψη για ασθένεια ξεκινούσε 30 ημέρες μετά την έναρξη του συμβολαίου. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη θέση του, ουδέποτε ο ασφαλιστικός σύμβουλος του ανέφερε πριν την παραλαβή του συμβολαίου, τον όρο 2.2 που προνοούσε τα εξής: 

 

«Άρθρο 2 Ορισμοί

………………………………………………………………………………………

2.2 Ασθένεια

Κάθε βλάβη της υγείας που εκδηλώνεται για πρώτη φορά τριάντα (30) ημέρες μετά την ημερομηνία έναρξης της ασφάλισης ή τριάντα (30) ημέρες μετά την έκδοση της πρόσθετης πράξης επαναφοράς του συμβολαίου σε ισχύ και που οφείλεται σε παθολογικά αίτια (ασθένεια), που προέρχεται από αιτίες οι οποίες δεν υπήρχαν κατά την σύναψη της σύμβασης ασφάλισης ή την επαναφορά της σε ισχύ και δεν οφείλεται σε ατύχημα και καταλήγει σε διάγνωση.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως αναφέρθηκε πιο πάνω, έκρινε τον εφεσείοντα ως αναξιόπιστο, αφού προέβη στην πιο κάτω αξιολόγηση:

 

«Αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ο εναγόμενος 2 με την επιστολή ημερ. 27.4.2009, τεκμήριο 2, ενημερώθηκε ότι το συμβόλαιο έχει εκδοθεί και θα παραδοθεί εντός 15 ημερών, όπως και έγινε εφόσον αυτό παραλήφθηκε από τον εναγόμενο 2 την 11.5.2009 σύμφωνα με το τεκμήριο 5. Με την ως άνω επιστολή, προτρέπεται ο εναγόμενος 2 να διαβάσει το συμβόλαιο και σε περίπτωση όπου δεν θα ήταν ικανοποιημένος, θα μπορούσε να το επιστρέψει εντός 30 ημερών από την ημερομηνία της επιστολής.  Θα μπορούσε να λεχθεί ότι, ακριβώς για το λόγο που εισηγείται η πλευρά του εναγομένου 2, ήτοι ο ίδιος του δεν είναι ούτε δικηγόρος ούτε ασφαλιστής, εάν δεν γνώριζε ή δεν είχε υπόψη του τους όρους που διέπουν την ασφαλιστική σύμβαση προτού προχωρήσει στην λήψη ιατρικών υπηρεσιών να αναμένει την παράδοση του συμβολαίου να διαβάσει τους όρους για να είναι βέβαιος για τις αποφάσεις τις οποίες θα λάβει. 

 

Η εκδοχή του περί άγνοιας της ύπαρξης του όρου 2.2. του συμβολαίου, έρχεται επίσης σε αντίθεση με τη δήλωση την οποία υπέγραψε και αποδέχτηκε με την πρόταση για ασφάλιση η οποία περιλαμβάνεται τόσο εις το τεκμήριο 3 όσο και στο τεκμήριο 4, ότι επεξηγήθηκαν σ' αυτόν από τον ασφαλιστικό σύμβουλο οι όροι του συμβολαίου, γεγονός το οποίο επιβεβαιώθηκε και από τον ασφαλιστικό σύμβουλο, ως θα διαφανεί πιο κάτω. Το ότι στη δήλωση όπως φαίνεται από τα πιο πάνω τεκμήρια, γίνεται αναφορά σε «επενδυτικό ταμείο» και «λειτουργία πολλαπλών ταμείων», τα οποία σύμφωνα με τον ΜΤ/Δ.2 δεν αφορούν την προκειμένη περίπτωση, δεν μπορεί να αναιρέσει τη δήλωση του εναγόμενου 2 ότι η αίτηση του θα αποτελέσει τη βάση του συμβολαίου, σύμφωνα με τα στοιχεία τα οποία παρέθεσε σ' αυτήν, οι όροι του οποίου του έχουν επεξηγηθεί. Άλλωστε, όπως επίσης προκύπτει από το τεκμήριο 4, στο μέρος με τίτλο «ΔΗΛΩΣΗ ΙΔΙΟΚΤΗΤΗ», ο εναγόμενος 2 υπέγραψε δηλώνοντας ότι είχε δικαίωμα και ευχέρεια να ζητήσει ανεξάρτητη νομική και/ή άλλη συμβουλή, κάτι το οποίο δεν έπραξε, καθώς επίσης, ότι έχει παραλάβει, μελετήσει και κατανοήσει όλες τις πληροφορίες που περιέχονται στο ενημερωτικό δελτίο του τριτοδιαδίκου και αφορούν την πρόταση για ασφάλεια υγείας και προσωπικών ατυχημάτων.

 

Οι δηλώσεις του εναγόμενου 2 όπως εξήγησα πιο πάνω και προκύπτουν από το περιεχόμενο των τεκμηρίων 3 και 4, τα οποία δεν αμφισβητείται ότι υπογραφήκαν από τον εναγόμενο 2, έρχονται σε αντίθεση με την προωθούμενη εκδοχή του ότι δεν γνώριζε τους όρους του συμβολαίου. Η εκδοχή του δεν μπορεί να γίνει πιστευτή και για ακόμα ένα λόγο. Ενώ ανέφερε κατά την κυρίως εξέταση του ότι του εξηγηθήκαν και λεχθήκαν οι όροι του συμβολαίου, υποστήριξε ότι ο επίδικος όρος δεν του επεξηγήθηκε. Η θέση του αυτή εκλαμβάνεται ως προσπάθεια για να αποκρύψει την αλήθεια από το Δικαστήριο. Πως είναι δυνατό να αναφέρει ότι ο ασφαλιστικός σύμβουλος του ανέφερε άλλους όρους αλλά όχι τον όρο 2.2. του συμβολαίου, ενώ ταυτόχρονα να προβάλλει ότι δεν είχε υπόψη του κανένα όρο του συμβολαίου παρά μόνο μετά την παραλαβή του. Η αναφορά του στο ότι του λεχθήκαν οι όροι του συμβολαίου, ανεξαρτήτως της θέσης του ότι δεν του λέχθηκε ο επίμαχος όρος 2.2., επιβεβαιώνει τη θέση του ΜΤ/Δ.2 ότι λεχθήκαν και εξηγηθήκαν στον εναγόμενο 2 οι όροι του συμβολαίου κατά τις συναντήσεις που είχαν μεταξύ τους.    

 

Πέραν των πιο πάνω δεν κρίνεται λογικό ούτε και πειστικό, ο εναγόμενος 2 να υποστηρίζει από την μια ότι έλαβε γνώση των όρων της σύμβασης μόνο μετά την παραλαβή της αλλά από την άλλη να υποστηρίζει ότι ο Ευτυχίου του ανέφερε τους όρους κατά τις συναντήσεις τους, εκτός όμως από τον επίμαχο όρο 2.2. της σύμβασης.

 

Ο εναγόμενος 2 υποστηρίζει ότι πριν την εισαγωγή της εναγόμενης 1 μετέβηκε σε κατάστημα του τριτοδιαδίκου λαμβάνοντας κατάλογο με ιατρούς στους οποίους θα μπορούσε να πάει, χωρίς να του λεχθεί ότι δεν παρέχεται κάλυψη. Το ουσιαστικό μέρος αυτό της εκδοχής του εναγόμενου 2 δεν μπορεί να κριθεί ειλικρινές. Πέραν του ότι δεν ανέφερε ποιο πρόσωπο τον διαβεβαίωσε για τα πιο πάνω και ποια θέση κατείχε στον τριτοδιάδικο και αν ήταν πρόσωπο το οποίο γνώριζε το συμβόλαιο, διαπιστώνω ότι παρά την ως άνω θέση του, κατά την επανεξέταση του αναγνώρισε και ανέφερε ότι το έγγραφο που του δόθηκε κατά το πιο πάνω συμβάν είναι ο πίνακας παροχών του τεκμηρίου 3, ο οποίος όπως ανέφερε του δόθηκε την 27.4.2009. Εις τον πίνακα παροχών του τεκμηρίου 3, το οποίο αναγνώρισε ως το έγγραφο το οποίο του δόθηκε ενημερώνοντας τον, όπως υποστήριξε, για τους ιατρούς που θα μπορούσε να επισκεφθεί, δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά σε ιατρούς αλλά στις παροχές που προβλέπονται δυνάμει του συμβολαίου. Τα πιο πάνω αποτελούν ουσιαστική αντίφαση στα λεγόμενα του εναγόμενου 2, με αποτέλεσμα να πλήττεται η αξιοπιστία του.   

 

Διαπιστώνω επίσης ότι ο εναγόμενος 2, δεν ήταν σταθερός στις θέσεις του. Για παράδειγμα ενώ ανέφερε αρχικά ότι έλαβε το συμβόλαιο ένα με ενάμιση μήνα μετά την πληρωμή του ασφαλίστρου, σε άλλο σημείο ανέφερε ότι έλαβε αυτό μετά από τρεις μήνες. Όπως επίσης δικογραφείται στην έκθεση απαίτησης εναντίον του τριτοδιαδίκου, το συμβόλαιο του παραδόθηκε Ιούνιο ή Ιούλιο 2009. Εν αντιθέση με τις ως άνω θέσεις του, προκύπτει από το τεκμήριο 5 και δεν έχει αμφισβητηθεί, ότι  ο εναγόμενος 2 υπέγραψε ότι παρέλαβε το συμβόλαιο την 11.5.2009 και εντός των 15 ημερών από την 27.4.2009 όπως αναφέρει η επιστολή τεκμήριο 2.»

 

Το Δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του ΜΤ/Δ.1 ο οποίος έκανε αναφορά στη χρονολογική πορεία της αίτησης που υπέβαλε ο εφεσείοντας, στις 13.4.2009 και ο οποίος κατέθεσε σχετικά τεκμήρια.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέκτηκε, επίσης, τη μαρτυρία του ΜΤ/Δ.2, ο οποίος ανέφερε ότι είχε αρκετές συναντήσεις με τον εφεσείοντα 2 προτού υποβληθεί η αίτηση για ασφάλιση και ότι εξήγησε σ’ αυτόν όλους τους όρους του συμβολαίου, περιλαμβανομένου και του όρου ότι η κάλυψη ξεκινά ένα μήνα μετά την ημερομηνία έναρξης του συμβολαίου, ενώ σε περίπτωση ατυχήματος, αμέσως. Το Δικαστήριο επεσήμανε πως το γεγονός ότι ο μάρτυρας εξήγησε τους όρους της σύμβασης ασφάλισης, κατά τις συναντήσεις που είχε με τον εφεσείοντα 2, φαίνεται να επιβεβαιώνεται και από τον εφεσείοντα 2, ο οποίος ανέφερε ότι ο ΜΤ/Δ.2 του είπε και του εξήγησε τους όρους της σύμβασης, ανεξαρτήτως του ότι ο εφεσείοντας 2 επέμενε ότι δεν του λέχθηκε ο επίμαχος όρος 2.2. του συμβολαίου. Παραθέτουμε απόσπασμα από τα πρακτικά της αντεξέτασης του εφεσίβλητου 2:

 

«Ε.  Τώρα ο ασφαλιστικός σύμβουλος σας εξήγησε βάσει της δήλωσης είναι η θέση μου και τους όρους που θα περιλαμβάνει το συμβόλαιο.

Α.     Μάλιστα. Όχι τους όρους του συμβολαίου όπως τους έχει. Είπεν μου άλλους όρους.»

 

Εύστοχα παρατήρησε το Δικαστήριο πως δεν είναι λογική, ούτε πειστική, η θέση του εφεσείοντα 2, ότι πράγματι ο ασφαλιστικός σύμβουλος του ανέφερε τους όρους της σύμβασης πριν την παραλαβή του συμβολαίου, πλην μόνο του όρου 2.2 της σύμβασης. 

 

Έχουμε μελετήσει τα όσα ήγειρε επί του θέματος της αξιολόγησης της μαρτυρίας ο δικηγόρος των εφεσειόντων και κρίνουμε ότι οι εν λόγω αιτιάσεις δεν έχουν έρεισμα. Η αξιολόγηση ήτο λεπτομερής και κινήθηκε εντός των επιτρεπτών ορίων. Ούτε και η θέση των εφεσειόντων ότι τα όσα ισχυρίζονταν οι ΜΤ/Δ.1 και ΜΤ/Δ.2 δεν υποβλήθηκαν στον εφεσείοντα κατά την αντεξέταση του είναι βάσιμη. Μελέτη των πρακτικών καταδεικνύει ότι όλο το αναγκαίο υπόβαθρο της επακόλουθης μαρτυρίας των ΜΤ/Δ.1 και ΜΤ/Δ.2 τέθηκε στον εφεσείοντα κατά την αντεξέταση του και επομένως, δόθηκε σ’ αυτόν η ευκαιρία να τοποθετηθεί.

 

Αναφορικά με την αξιολόγηση και την κρίση αξιοπιστίας, δεν έχει τεκμηριωθεί λόγος που θα δικαιολογούσε την παρέμβαση μας. 

 

Συνακόλουθα, ο τρίτος, έκτος και έβδομος λόγος έφεσης κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται.

 

Θα προχωρήσουμε με το δεύτερο και τέταρτο λόγο έφεσης με τους οποίους προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες δεν δικαιούνται την πληρωμή του ποσού της απόφασης των €2.000,00 προς την εφεσίβλητη 1 από τον τριτοδιάδικο και ότι απέρριψε την εκδοχή των εφεσειόντων ότι δεν γνώριζαν τον όρο 2.2 του συμβολαίου πριν την εισαγωγή της συζύγου του στην πολυκλινική.

 

Έχουμε μελετήσει τα όσα υποστηρίζουν οι ευπαίδευτοι δικηγόροι σε σχέση με τους πιο πάνω λόγους έφεσης, τα πρακτικά της δίκης και την πρωτόδικη απόφαση. Κρίνουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε σωστή ανάλυση της αποδεκτής μαρτυρίας, και στη βάση της μαρτυρίας που έκρινε ως αξιόπιστη, κατέληξε σε εύλογα ευρήματα και συμπεράσματα. Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, με βάση τη μαρτυρία του ΜΤ/Δ.2 την οποία δέχθηκε ως αξιόπιστη, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντα ότι δεν γνώριζε τον όρο 2.2. της σύμβασης, ο οποίος προνοούσε ότι η κάλυψη για ασθένεια ξεκινά 30 ημέρες μετά την ημερομηνία έναρξης της ασφάλειας.  Η κατάληξη του Δικαστηρίου να απορρίψει την απαίτηση των εφεσειόντων εναντίον του τριτοδιάδικου, ήτο βασισμένη σε αξιόπιστη μαρτυρία και αφού εξέτασε με επάρκεια όλα τα θέματα που ήγειραν οι εφεσείοντες.

 

Ως εκ των ανωτέρω, ο δεύτερος και ο τέταρτος λόγος έφεσης, απορρίπτονται ως αβάσιμοι.

 

Με τον όγδοο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι αναιτιολόγητη. 

 

Εξετάσαμε με προσοχή τη μαρτυρία, την αξιολόγηση και τα ευρήματα του Δικαστηρίου και κρίνουμε ότι ούτε και αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί.  Το Δικαστήριο παρέθεσε με σαφήνεια και αιτιολόγησε τους λόγους για τους οποίους κατέληξε στην απόφαση του. Δεν διαπιστώνουμε πεδίο επέμβασης.

 

Συνακόλουθα, και ο όγδοος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Για τους λόγους που έχουμε επεξηγήσει πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται. Η εκκαλούμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

Τα έξοδα της έφεσης εκ ποσού €1.900,00, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ των εφεσίβλητων και εναντίον των εφεσειόντων.

 

 

 

                                                                   Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

 

 

                                                                   Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

 

                                                                   Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο