
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.: 359/2019)
4 Ιουλίου, 2025
[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/ΣΤΕΣ]
A.G. LITHOTECHNIC LIMITED,
Εφεσείοντες,
v.
ΠΡΙΝΟΣ ΛΑΧΑΝΑΓΟΡΑ ΛΙΜΙΤΕΔ,
Εφεσιβλήτων.
_______________________
Ρ. Βασιλέα για Αντωνάκης Σωτηρίου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείοντες.
Καμία Εμφάνιση, για Εφεσίβλητους.
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Τουμαζή, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.: Με την υπό κρίση έφεση προσβάλλεται η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, ημερομηνίας 7.8.2019, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή που καταχώρισαν οι εφεσείοντες εναντίον των εφεσιβλήτων. Οι εφεσείοντες, με βάση κλητήριο ένταλμα, αξίωναν από τους εφεσίβλητους ποσό €2.446,85, συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α., ως οφειλόμενο υπόλοιπο χρεοπιστωτικού λογαριασμού, ή/και δυνάμει πώλησης και παράδοσης εμπορευμάτων, ή/και παροχής υπηρεσιών, ή/και δυνάμει τιμολογίων, ή/και ως συμφωνηθείσα ή/και εύλογη αξία υπηρεσιών, ή/και δυνάμει των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού, πλέον τόκο 9% ετησίως ή και νόμιμο τόκο.
Εφόσον το αξιούμενο ποσό δεν υπερέβαινε τις €3.000,00, η υπόθεση εκδικάστηκε ως ταχείας εκδίκασης, με βάση τη Δ.30 των τότε ισχυόντων Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, με την ανταλλαγή, εγγράφως, της μαρτυρίας των διαδίκων, ήτοι με ένορκες δηλώσεις και χωρίς να υπάρξει αντεξέταση των ενόρκως δηλούντων.
Τα παραδεκτά γεγονότα της υπόθεσης, όπως αυτά καταγράφονται στην εκκαλούμενη απόφαση, είναι τα ακόλουθα:
«(α) Οι Ενάγοντες κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν και εξακολουθούν να είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με έδρα τη Λάρνακα εγγεγραμμένη σύμφωνα με τον Νόμο και ασχολούνται, μεταξύ άλλων, με την παροχή εργασιών εκτύπωσης ή και με άλλες συναφείς εργασίες.
…………………………………………………………………………………....
(β) Οι Εναγόμενοι κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν πελάτες των Εναγόντων και αγόραζαν ή και λάμβαναν επί πιστώσει από τους Ενάγοντες κατά καιρούς και σε διάφορες ημερομηνίες εμπορεύματα ή και υπηρεσίες δυνάμει τιμολογίων σε πρώτη ζήτηση και προς τούτο οι Ενάγοντες άνοιξαν και διατηρούσαν χρεοπιστωτικό λογαριασμό στον οποίο καταχωρούνταν όλες οι σχετικές χρεώσεις και πιστώσεις.»
Από πλευράς των εφεσειόντων, κατατέθηκε έγγραφη μαρτυρία με ένορκο δήλωση υπεύθυνης του λογιστηρίου της εταιρείας, η οποία ανέφερε ότι οι εφεσίβλητοι ήταν ενήμεροι για τον χρεοπιστωτικό λογαριασμό που τηρείτο, τον οποίο άνοιξε η ίδια, αφού περιοδικά τους απέστελλε αντίγραφο της κατάστασης λογαριασμού. Οι εφεσίβλητοι κατέβαλλαν, κατά καιρούς, διάφορα ποσά έναντι του λογαριασμού τους, τους πίστωναν στη σχετική κατάσταση και εξέδιδαν, προς τούτο, σχετική απόδειξη, η οποία παραδιδόταν στους εφεσίβλητους. Ήταν ρητός όρος της μεταξύ τους συμφωνίας, ο οποίος αναγραφόταν επί του εκάστοτε εκδοθέντος τιμολογίου, πως η καθυστέρηση εξόφλησης οφειλής πέραν των 30 ημερών από την ημερομηνία έκδοσης του τιμολογίου, θα συνεπάγετο χρέωση τόκου προς 9% ετησίως επί της οφειλής, μέχρι την πλήρη εξόφληση. Περί τον Ιούνιο του 2016, οι εφεσίβλητοι σταμάτησαν να αγοράζουν εμπορεύματα, αλλά σταμάτησαν ταυτόχρονα και τις πληρωμές έναντι του υπολοίπου τους. Στις 21.06.2016, ο λογαριασμός των εφεσιβλήτων παρουσίαζε χρωστικό υπόλοιπο ύψους €2.446,85. Σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε μαζί με αντιπρόσωπο της εφεσίβλητης εταιρείας, αυτός παραδέχθηκε την οφειλή της εταιρείας στο ύψος του ποσού των €2.446,85 και αξίωσε όπως χαριστεί το οφειλόμενο υπόλοιπο και συνεχιστεί η συνεργασία, στη βάση νέας συμφωνίας.
Έγγραφη μαρτυρία, με ένορκο δήλωση, εκ μέρους των εφεσιβλήτων παρουσιάστηκε από τον Διευθυντή της εταιρείας, ο οποίος υποστήριξε πως δεν όφειλαν οποιοδήποτε ποσό στους εφεσείοντες και πως οι εφεσείοντες χρέωναν τον λογαριασμό των εφεσιβλήτων, με τιμολόγια άλλων πελατών τους.
Ο πρωτόδικος Δικαστής, εν πρώτοις, ανέφερε ότι η αξίωση των εφεσειόντων δεν αφορούσε εκκαθαρισμένο λογαριασμό, εφόσον δεν τέθηκε η θέση αυτή στην έκθεση απαίτησης. Υπέδειξε, επίσης, ότι ούτε μέσω της μαρτυρίας της υπεύθυνης του λογιστηρίου των εφεσειόντων τέθηκε τέτοιο ζήτημα, εφόσον δεν ανέφερε συγκεκριμένα πότε απέστειλε τελευταία φορά κατάσταση λογαριασμού στους εφεσίβλητους, αλλά ούτε και μπορούσε να γίνει δεκτή ως συμφωνία για το υπόλοιπο, η ισχυριζόμενη παραδοχή αντιπροσώπου των εφεσιβλήτων, το όνομα του οποίου δεν θυμόταν. Άντλησε δε καθοδήγηση από την Κουρουκλάρης v. Κωνσταντίνου, Πολιτική Έφεση Αρ. 205/12, ημερομηνίας 06.12.17, ECLI:CY:AD:2017:A440, όπου αναφέρθηκαν τα εξής:
«Ο εκκαθαρισμένος λογαριασμός συνιστά ξεχωριστή ενοχική αξίωση και αποτελεί αυτοτελές αγώγιμο δικαίωμα, γνωστό στο αγγλικό δίκαιο ως account stated, που εδράζεται στην ανάληψη υποχρέωσης από τον οφειλέτη για αποπληρωμή του υπολοίπου (Ττόκου ν. Σεργίου (1993) 1 ΑΑΔ 60). Όπως συνοψίζεται σχετικά επί του προκειμένου στην Επίσημος Παραλήπτης κ.ά. ν. Ρέινμποου Πλήτσιηγκ και Νταϊγκ Κο Λτδ (2005) 1 ΑΑΔ 610, 615:
«Παραδεδεγμένος ή εκκαθαρισμένος λογαριασμός (account stated) σημαίνει συμφωνία μεταξύ των μερών σύμφωνα με την οποία όλα τα στοιχεία του λογαριασμού καθώς και το υπόλοιπο είναι ορθά, συνδυασμένη με υπόσχεση ρητή ή εξυπακουόμενη να πληρωθεί το υπόλοιπο. Επενεργεί ως νέα σύμβαση χωρίς να είναι αναγκαία νέα αντιπαροχή και ο ενάγοντας, του οποίου η αιτία αγωγής είναι ο παραδεδεγμένος ή εκκαθαρισμένος λογαριασμός, δεν είναι υποχρεωμένος να δικογραφήσει και να αποδείξει καθένα από τα στοιχεία του εκκαθαρισμένου λογαριασμού ξεχωριστά. Η συμφωνία των μερών ότι το υπόλοιπο είναι ορθό μπορεί να συναχθεί και από την παράδοση της κατάστασης λογαριασμού και την παράλειψη του χρεώστη να ενστεί για τα ποσά του λογαριασμού, εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος. Βέβαια το τί συνιστά εύλογο χρονικό διάστημα είναι ζήτημα πραγματικό και νομικό στην κάθε περίπτωση.»
Αυτή είναι η έννοια του παραδεδεγμένου λογαριασμού, ως αυτοτελούς αγώγιμου δικαιώματος. Στην υπό κρίση υπόθεση, όντως, δεν βρισκόμαστε ενώπιον τέτοιας περίπτωσης. Δεν τέθηκε ούτε υπό τύπο δικογράφησης στην Έκθεση Απαίτησης, αλλά ούτε και μέσω της μαρτυρίας που προσφέρθηκε, ζήτημα εκκαθαρισμένου λογαριασμού. Η όποια συμφωνία μεταξύ των εμπλεκομένων μερών ως προς την ύπαρξη καθορισμένου οφειλόμενου υπολοίπου, αφορούσε προγενέστερο χρόνο, ήτοι τον Αύγουστο του 2007. Από το χρονικό αυτό σημείο μέχρι και τη διακοπή των εμπορικών σχέσεων των δύο μερών, την 21.6.2008, μεσολάβησαν, όπως συνιστά κοινό τόπο, εκτεταμένες συναλλαγές μεταξύ των διαδίκων, για τις οποίες ο Εφεσείοντας δεν επικαλέστηκε την ύπαρξη συμφωνίας, ως προς το τελικό υπόλοιπο. Εν πάση δε περιπτώσει, τα τεκμήρια 1 και 2 ουδέποτε κοινοποιήθηκαν στον Εφεσίβλητο, ούτε και του παραδόθηκε οποιαδήποτε κατάσταση λογαριασμού προς τελική συμφωνία.»
(Βλ. επίσης Χρ. Χ’’ Χριστοφή (Αθηαινίτης) Λίμιτεδ v. Technoplastics Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. 278/2019, ημερομηνίας 15.5.2025).
Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, στη συνέχεια, αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία. Αφού εντόπισε κάποιες διαφορές μεταξύ της υπεράσπισης και της μαρτυρίας, με ένορκη δήλωση, του Διευθυντή των εφεσιβλήτων, κατέληξε πως υπήρχε «μια αναξιοπιστία της υπεράσπισης». Στη συνέχεια, αξιολόγησε τη μαρτυρία της υπεύθυνης του λογιστηρίου των εφεσειόντων και κατέληξε πως οι εφεσείοντες δεν είχαν προσκομίσει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για να αποδείξουν, στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, την υπόθεση τους και απέρριψε την αγωγή τους, με το εξής σκεπτικό:
«Από εκεί και πέρα, ερχόμενος στην ουσία του πράγματος, παρατηρώ ότι οι εφεσείοντες βασίζουν την αξίωση τους στον χρεοπιστωτικό λογαριασμό που τηρούσαν κατά τη συνεργασία τους με τους εναγόμενους δηλ. το Τεκμήριο Β, σε συνάρτηση με τα τιμολόγια Τεκμήριο Γ.
Παρατηρείται όμως σοβαρό κενό στη μαρτυρία των εναγόντων. Εξηγώ.
Κατ’ αρχήν ως διαπιστώνεται από μελέτη του Τεκμηρίου Γ, και ως παραδέχονται οι ενάγοντες μέσω της γραπτής αγόρευσης των συνηγόρων τους (βλ. σελ.7- 2η παράγραφος πριν το τέλος), δεν επισυνάπτονται όλα τα τιμολόγια που αφορούν τη συνεργασία τους με τους εναγόμενους. Η Γεωργίου σημειώνω στη μαρτυρία της καμία εξήγηση δεν δίνει για τούτο. Η δικαιολογία δε που δίνεται στην αγόρευση των συνηγόρων των εναγόντων βεβαίως δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή αφού ως είναι πάγια νομολογημένο η αγόρευση δεν προσφέρεται για παρουσίαση μαρτυρίας.
Παρεμβάλλω όμως σε κάθε περίπτωση ότι η αναφορά στην αγόρευση πως δεν παρουσιάστηκαν τα υπόλοιπα τιμολόγια επειδή έχουν εξοφληθεί δεν έχει καμία λογική, από τη στιγμή που ζητείται το υπόλοιπο της κατάστασης λογαριασμού, η ορθότητα του οποίου μπορεί να διαπιστωθεί μόνον με τη διασταύρωση των εκδοθέντων τιμολογίων και των σχετικών αποδείξεων πληρωμής. Την ίδια στιγμή δε υπενθυμίζεται πως η Γεωργίου αναφέρει στην παράγραφο 6 της μαρτυρίας της ότι οι πληρωμές γίνονταν έναντι του λογαριασμού.
Αναφέρω επίσης εδώ ότι κατά την κρίση μου τα γεγονότα της Demil Imports Exports Ltd v. Ζήνων Η. Κωνσταντινίδης Λτδ (2011) 1 ΑΑΔ 462, εις την οποία παραπέμπουν οι συνήγοροι των εναγόντων ως προς τη μη παρουσίαση συγκεκριμένων τιμολογίων που λένε ότι έχουν εξοφληθεί, δεν έχουν καμία σχέση με την παρούσα. Στην εν λόγω υπόθεση το Δικαστήριο θεώρησε ότι η μη προσκόμιση των στοιχείων πριν την 01/01/02, οπότε ξεκινούσε ο λογαριασμός, δεν επηρέαζε την υπόθεση των εφεσίβλητων αφού ο ΜΕ1 κατέθεσε ότι όλα τα προηγούμενα ήταν πληρωμένα και οι όποιες οφειλές αφορούσαν τα τιμολόγια για το 2004. Στο τεκμήριο 21 αναγράφονταν τα απλήρωτα τιμολόγια για το 2004, το ποσό των οποίων ανερχόταν στις £11.523,83. Ούτε κατά την αντεξέταση του Μ.Ε.1 αμφισβητήθηκε το αρχικό ποσό της κατάστασης λογαριασμού, έτσι προφανώς ήταν αποδεκτή από τους εφεσείοντες η ορθότητα του αρχικού υπολοίπου. Ούτε ο μόνος μάρτυρας υπεράσπισης, ο Μ.Υ.1, στη μαρτυρία του αμφισβήτησε το αρχικό υπόλοιπο, αλλά επικεντρώθηκε σε τιμολόγια του 2002 έως 2004, που αφορούσαν εμπορεύματα που όπως ισχυρίστηκε δεν παρέλαβε.
Εδώ όμως τα πράγματα διαφέρουν ουσιωδώς. Διότι δεν ισχυρίζονται οι ενάγοντες για παράδειγμα ότι παρουσιάζουν όλα τα τιμολόγια μετά το 2014, επειδή τα προηγούμενα έχουν εξοφληθεί. Ο λογαριασμός ξεκινά από την 01.01.09 και στη δέσμη των τιμολογίων Τεκμήριο Γ υπάρχουν τιμολόγια από διάφορες χρονιές μεταξύ 2009 και 2014. Αυτά συμποσούνται σε κάποιες χιλιάδες ευρώ, ενώ το οφειλόμενο με βάση την κατάσταση είναι μόνον €2.446,85. Αυτό σημαίνει ότι και άλλα πολλά τιμολόγια έχουν εξοφληθεί. Εν πάση περιπτώσει οι ενάγοντες δεν έχουν παρουσιάσει αποδείξεις πληρωμής από πλευράς των εναγόμενων και δεν ξεκαθαρίζουν τη θέση τους.
Με τα πιο πάνω υπόψη δεν μπορεί να γίνει αντιπαραβολή των εν λόγω στοιχείων ήτοι τιμολογίων και αποδείξεων μαζί με την κατάσταση λογαριασμού για να επιβεβαιωθεί η ορθότητα της (Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ v. Πολυβίου (2009) 1 Α.Α.Δ. 339).
Επίσης, υπό τις περιστάσεις, δεν μπορεί να υπάρξει κατάληξη ως προς την ύπαρξη οιασδήποτε οφειλής βάση τιμολογίων.»
Οι εφεσείοντες βάλλουν κατά της πρωτόδικης απόφασης με επτά λόγους έφεσης: ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν την απαίτησή τους εναντίον των εφεσιβλήτων (πρώτος λόγος), ότι λανθασμένα δεν αξιολόγησε την παράλειψη των εφεσιβλήτων να αντεξετάσουν τη μάρτυρα των εφεσειόντων επί του περιεχομένου της κατάστασης λογαριασμού (δεύτερος λόγος), ότι λανθασμένα αξιολόγησε τη μαρτυρία της μάρτυρος των εφεσειόντων με δεδομένη τη μη ύπαρξη αντίθετης εκδοχής (τρίτος λόγος), ότι λανθασμένα αποφάσισε ότι επειδή οι εφεσείοντες δεν κατέθεσαν όλα τα τιμολόγια και όλες τις αποδείξεις που καταγράφονταν επί του τεκμηρίου Β, δεν απέδειξαν την ορθότητα της κατάστασης λογαριασμού (τέταρτος λόγος), ότι δεν αξιολόγησε και/ή δεν εξέτασε τη βαρύτητα της μαρτυρίας των εφεσειόντων στο επίπεδο του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, αλλά με άκρα αυστηρότητα, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας (πέμπτος λόγος), ότι λανθασμένα αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να υπάρξει κατάληξη, ως προς την ύπαρξη οφειλής βάσει τιμολογίων (έκτος λόγος), και τέλος, ότι παρέλειψε να εξετάσει εάν τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιόν του θεμελίωναν άλλη αιτία αγωγής (έβδομος λόγος).
Έχουμε εξετάσει με προσοχή τα επιχειρήματα που έχουν προβληθεί στο περίγραμμα αγόρευσης των εφεσειόντων. Σημειώνουμε ότι κατά την ημερομηνία της προδικασίας, οι δικηγόροι των εφεσιβλήτων αποσύρθηκαν από την εκπροσώπηση τους και εφόσον δεν υπήρξε οποιαδήποτε περαιτέρω εμφάνιση από τους εφεσίβλητους, ή από τον διαχειριστή της εταιρείας, η οποία τελούσε υπό διαχείριση, δόθηκαν οδηγίες για περιγράμματα αγόρευσης από τους εφεσείοντες μόνο.
Προτού προχωρήσουμε με την εξέταση της ουσίας των λόγων έφεσης, κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε σχετική νομολογία που αφορά την ύπαρξη χρέους στη βάση υπόλοιπου λογαριασμού.
Όπως υπογραμμίστηκε στη Φιλική Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ v. Κυριάκου κ.ά. (2016) 1 Α.Α.Δ. 1628:
«Μια κατάσταση λογαριασμού δεν αποτελεί αφ' εαυτής απόδειξη των όσων καταγράφονται, (βλ. D and G Products Ltd v. Premixco Asphalting Company Ltd (1999) 1 Α.Α.Δ. 263 και Παναγιώτης Μαστρης Λτδ v. Επιπλώσεις Λάσκο Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ 728). Τα γεγονότα που φέρεται να αναπαραγάγει, σε περίπτωση αμφισβήτησης, καθίστανται επίδικα και θα πρέπει απαρέγκλιτα να αποδειχθούν (βλ. A.I. Mantovani & Sons Ltd v. Christie Travel & Tourism Ltd (1999) 1 Α.Α.Δ. 156, Marketrends Insurance Ltd v. Μιχαήλ κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 734) και Marketrends Finance Ltd v. Ξενοφώντος (2009) 1 Α.Α.Δ.1418). Με άλλα λόγια οι εκάστοτε καταχωρήσεις σε ένα λογαριασμό, είτε πρόκειται για χρεώσεις είτε για πιστώσεις (με εξαίρεση αποδεδειγμένο λογαριασμό-account stated), θα πρέπει να αποδειχθούν μία προς μία, ούτως ώστε να επαληθευτεί στο τέλος πως η εικόνα που εκπέμπει η κατάσταση λογαριασμού είναι αυθεντική και ακριβής.»
Όπως, επίσης, πρόσφατα τονίστηκε στην Παπά v. Lagrome Trading Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. 423/2016, ημερομηνίας 3.6.2025:
«Όπως προσφάτως επαναλάβαμε στην υπόθεση Παρσών Γ. Παρσών ν. M & M Decoration Centre Ltd, Πολιτική Έφεση αρ. 161/2015, ημερ. 30/4/2025, τα τιμολόγια δεν μπορεί να θεωρηθούν ανεξάρτητη συμφωνία και βάση αγωγής. Ως τέθηκε στη Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ ν. Πολυβίου (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 339, με παραπομπή στον Halsbury΄s Laws of England, 3η έκδ., τόμος 24, σελ. 171, αποτελούν τον έγγραφο λογαριασμό μεταξύ των διαδίκων, σε σχέση με προϊόντα παραδοθέντα στον αγοραστή, με αναφορά στην τιμή ή τη χρέωση. Ούτε έχουν, από μόνα τους, αποδεικτική δύναμη και αξία, αφού θα πρέπει να συνεκτιμηθούν με την υπόλοιπη μαρτυρία (Palatino Developm. Ltd v. Telectronics Com. Ltd (2002) 1(Β) Α.Α.Δ. 962, Demil Imports Exp. Ltd v. Ζ. Η. Κωνσταντινίδης Λτδ (2011) 1(Α) Α.Α.Δ 462, Χριστοδούλου v. Mocassino Shoes Ltd (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 294 και Phipson on Evidence 12th ed. Par. 1878).»
Στην υπό κρίση έφεση, ο πρώτος, τέταρτος και έκτος λόγος έφεσης εστιάζονται στο επιχείρημα πως το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε λανθασμένα τη μαρτυρία της υπεύθυνης του λογιστηρίου των εφεσειόντων και, ως εκ τούτου, κατέληξε σε λανθασμένα συμπεράσματα. Ως εκ της συνάφειας τους, οι πιο πάνω λόγοι θα κριθούν σε κοινό πλαίσιο.
Όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων είναι έργο κατ' εξοχήν του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα τα οποία έκαμε σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. Παραπέμπουμε στην απόφαση Χ"Λουκάς κ.ά. ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Πολιτική Έφεση Αρ. 96/2016 ημερομηνίας 17.07.2024, όπου τονίστηκαν τα εξής:
«Επειδή και στους τρεις πιο πάνω λόγους γίνεται αναφορά σε κατ’ ισχυρισμόν εσφαλμένη αξιολόγηση μαρτυρίας και/ή γεγονότων, θα αρκεστούμε να επαναλάβουμε ότι η αξιοπιστία των μαρτύρων και η αξιολόγηση τους είναι έργο των πρωτόδικων Δικαστηρίων. Διάδικος ο οποίος προσβάλλει ενώπιον Δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου ευρήματα πρωτόδικου Δικαστηρίου που αφορούν σε αξιοπιστία μαρτύρων, έχει να επιτελέσει ένα πολύ δύσκολο έργο (Φρουταρία Το Πανέρι Λίμιτεδ κ.ά. ν. Hellenic Bank Public Company Ltd, Πολ. Έφ. Αρ. 426/2011, ημερ. 29.11.2017 και Prestos Confectionery Ltd κ.ά. ν. Alpha Bank Cyprus Ltd, Πολ. Έφ. Αρ. 114/2015, ημερ. 30.4.2024).»
Στην παρούσα υπόθεση, βέβαια, συντρέχει το γεγονός ότι οι μάρτυρες της υπόθεσης δεν κατέθεσαν προφορικά και ούτε αντεξετάστηκαν. Ωστόσο, η αξιοπιστία τους κρίθηκε στη βάση του περιεχομένου της γραπτής μαρτυρίας τους. Η όποια παρέμβαση του Εφετείου επίσης θα πρέπει να δικαιολογείται στη βάση των ίδιων κριτηρίων, και, ενδεικτικά, όταν το περιεχόμενο της μαρτυρίας τους αντιμάχεται την κοινή λογική, όταν είναι αντιφατικό σε σχέση με τη δικογραφημένη εκδοχή ή άλλη γραπτή ή προφορική μαρτυρία, η οποία ενδεχομένως να υπέχει μεγαλύτερη βαρύτητα ή αξία.
Δεν συμμεριζόμαστε τη θέση των εφεσειόντων πως το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της υπεύθυνης του λογιστηρίου των εφεσειόντων, ούτε ότι τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου ήσαν εσφαλμένα. Η κατάσταση λογαριασμού (Τεκμήριο Β), άρχετο από την 01.01.2009 και προχωρούσε ημερολογιακά μέχρι τις 21.06.2016, με υπόλοιπο, κατά την τελευταία ημερομηνία, το αξιούμενο ποσό ύψους €2.446,85. Από ανάγνωση του λογαριασμού, προκύπτει πως δεν γίνονταν καταχωρήσεις που αφορούσαν μόνο τους εφεσίβλητους, αλλά αφορούσαν και άλλες οντότητες, χωρίς οποιαδήποτε επεξήγηση των καταχωρήσεων από τη μάρτυρα των εφεσειόντων. Επισυνάπτοντο δε τιμολόγια από το 2009 - 2014, όχι όμως όλα, χωρίς, και πάλιν, οποιαδήποτε επεξήγηση γι’ αυτό και χωρίς οποιαδήποτε επεξήγηση γιατί δεν έχουν επισυνάψει τα τιμολόγια του 2015 μέχρι και τις 21.6.2016 που θα πρέπει να αφορούν και τα οφειλόμενα, εφόσον σύμφωνα με τη θέση των εφεσειόντων, οι εφεσίβλητοι, κατά διαστήματα, κατέβαλλαν διάφορα ποσά έναντι του λογαριασμού τους και όχι έναντι συγκεκριμένων τιμολογίων. Περαιτέρω, όπως σημείωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, οι εφεσείοντες δεν είχαν παρουσιάσει οποιαδήποτε απόδειξη πληρωμής εκ μέρους των εφεσιβλήτων. Επομένως, η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι υπήρχαν κενά στη μαρτυρία των εφεσειόντων, λόγω του ότι δεν μπορούσε να γίνει, στην προκειμένη περίπτωση, αντιπαραβολή της κατάστασης λογαριασμού σε συνάρτηση με τα αντίστοιχα τιμολόγια, αλλά και λόγω του ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν υπήρχαν ούτε αποδείξεις, ήτο εύλογο. Τα κενά αυτά στη μαρτυρία αναπόδραστα οδήγησαν στην απόρριψη της απαίτησης των εφεσειόντων, οι οποίοι έφεραν και το βάρος απόδειξης να θεμελιώσουν την αξίωση τους με ικανή μαρτυρία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε ορθά τη νομολογία σύμφωνα με την οποία οι καταστάσεις λογαριασμού εμπορευομένων, αλλά και τα τιμολόγια, δεν έχουν αυτοδύναμη αποδεικτική αξία, αλλά πρέπει να συνεκτιμούνται με το σύνολο της μαρτυρίας, η οποία στην παρούσα περίπτωση δεν ήταν ικανή να αποδείξει την απαίτηση των εφεσειόντων.
Ως εκ των ανωτέρω, ο πρώτος, τέταρτος και έκτος λόγος έφεσης, απορρίπτονται.
Οι δεύτερος, τρίτος και πέμπτος λόγος έφεσης, οι οποίοι θα συνεξεταστούν, αφορούν, επίσης, την ισχυριζόμενη λανθασμένη αξιολόγηση της μάρτυρος των εφεσειόντων, αλλά συγκεκριμενοποιούνται στον ισχυρισμό ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη πως το γεγονός της μη αντεξέτασης της μάρτυρος των εφεσειόντων, συνιστούσε παραδοχή, ότι λανθασμένα αξιολόγησε τη μαρτυρία της εφόσον δεν υπήρχε αντίθετη εκδοχή και πως εφάρμοσε το βάρος απόδειξης όχι στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, αλλά στη βάση πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Εξετάσαμε την πρωτόδικη απόφαση, υπό το πρίσμα των επιχειρημάτων επί των πιο πάνω λόγων έφεσης και καταλήγουμε ότι αυτοί είναι αβάσιμοι. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε σε σχετική νομολογία αναφορικά με την αρχή ότι η μη αντεξέταση μαρτυρίας σε ουσιώδες μέρος, συνιστά παραδοχή (Frederickou Schools Co. Ltd και Άλλοι v. Acuac Inc. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1527) και διευκρίνισε ότι η προσκομισθείσα μαρτυρία θα προσεγγίζετο με βάση αυτή την αρχή. Τούτο δε και έπραξε. Το Δικαστήριο προέβη σε ορθή αξιολόγηση της μαρτυρίας που προσκόμισαν οι εφεσείοντες, οι οποίοι είχαν και το βάρος απόδειξης, και κατέγραψε τα κενά που υπήρχαν στην εν λόγω μαρτυρία. Δεν θα ήταν ορθό, για το Δικαστήριο, να αγνοήσει αυτά τα κενά και να αποδεχθεί την εν λόγω μαρτυρία, λαμβάνοντας υπόψη μόνο την παράμετρο της μη αντεξέτασης. Ούτε και συμφωνούμε με την εισήγηση των εφεσειόντων ότι δεν υπήρχε άλλη εκδοχή, παρά μόνο αυτή των εφεσειόντων, εφόσον οι εφεσίβλητοι, με την έγγραφη μαρτυρία τους, με ένορκο δήλωση, αρνήθηκαν τους βασικούς ισχυρισμούς των εφεσειόντων, δίδοντας λεπτομέρειες για τη στήριξη της εκδοχής τους. Δεν βρίσκει έρεισμα ούτε και η εισήγηση των εφεσειόντων πως, ως προς το βάρος απόδειξης, το Δικαστήριο εφάρμοσε το κριτήριο πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Όπως προκύπτει από την απόφαση, ο πρωτόδικος Δικαστής εφάρμοσε, ορθώς, τη νομολογιακή αρχή ότι το βάρος απόδειξης σε πολιτική δίκη βρίσκεται, γενικά, στους ώμους του ενάγοντα, ο οποίος πρέπει να αποδείξει την υπόθεση του στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων (βλ. Baloise Insurance Co Ltd v. Χαράλαμπου Κατωμονιάτη και Άλλων (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275). Κρίνουμε ότι το Δικαστήριο λειτούργησε στη βάση ορθής καθοδήγησης, ως προς το βάρος απόδειξης. Εν κατακλείδι, δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην απόφαση του Δικαστηρίου, είτε στην αξιολόγηση της μαρτυρίας, είτε στην εφαρμογή του βάρους απόδειξης.
Ως εκ των ανωτέρω, ο δεύτερος, τρίτος και πέμπτος λόγος έφεσης απορρίπτονται.
Αβάσιμος κρίνεται και ο έβδομος λόγος έφεσης, με τον οποίο προβάλλεται πως το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει εάν τα γεγονότα θεμελίωναν άλλη αιτία αγωγής και, ως προβλήθηκε στην αιτιολογία αυτού, στον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Παρόλο που η αξίωση του ποσού των €2.446,85 είχε ως αιτία αγωγής, μεταξύ άλλων, και τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, στις λεπτομέρειες της έκθεσης απαίτησης, αλλά και στην ένορκη δήλωση της υπεύθυνης του λογιστηρίου των εφεσειόντων, δεν καταγράφονται οποιαδήποτε γεγονότα τα οποία να θεμελιώνουν τέτοια απαίτηση, ότι δηλαδή (i) ο εφεσίβλητος έχει ωφεληθεί ή πλουτίσει, (ii) ο πλουτισμός έγινε σε βάρος του εφεσείοντα και ότι (iii) ο πλουτισμός αυτός ήταν αδικαιολόγητος (βλ. Marc Harding κ.α. v. Aqua Sol Hotels Public Co Ltd κ.ά, Πολιτική Έφεση Αρ. 146/2015, ημερομηνίας 9.7.2024). Ούτε και οι δικηγόροι των εφεσειόντων, στην αγόρευση τους, κατά την πρωτόδικη διαδικασία, κάλεσαν το Δικαστήριο να εκδώσει απόφαση στη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού.
Ως αναφέρθηκε στην Κουρουκλάρης v. Κωνσταντίνου (ανωτέρω):
«Είναι γνωστή η αρχή ότι ένας διάδικος δικαιούται σ΄ οποιαδήποτε θεραπεία δίδει ο νόμος, με την προϋπόθεση πως τα αναγκαία γεγονότα που εξάγουν το νομικό αυτό αποτέλεσμα είναι δικογραφημένα (Demil Co. Ltd v. A. Panayides Contracting Ltd (2008) 1 ΑΑΔ 661).»
Στην υπό κρίση υπόθεση, ως επεξηγείται πιο πάνω, δεν δικογραφούνται γεγονότα που να δικαιολογούν την εξέταση, από το πρωτόδικο Δικαστήριο, απόδοσης θεραπείας στη βάση αδικαιολόγητου πλουτισμού. Εν πάση περιπτώσει, απαραίτητη προϋπόθεση για απόδοση θεραπείας, στη βάση αδικαιολόγητου πλουτισμού, είναι η απόδειξη του ποσού που διεκδικείται σε τέτοια βάση. Στην παρούσα περίπτωση δεν είχε, ούτως ή άλλως, αποδειχθεί κάποιο συγκεκριμένο ποσό και γι’ αυτό απορρίφθηκε η αξίωση των εφεσειόντων στη βάση που δικογράφησαν.
Κατ’ ακολουθία των πιο πάνω, και ο έβδομος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Συνακόλουθα, η έφεση απορρίπτεται. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.
Κρίνουμε ότι, παρόλη την αποτυχία της έφεσης, δεν θα πρέπει να εφαρμοστεί ο κανόνας ότι ο επιτυχών διάδικος δικαιούται τα έξοδα του και να επιδικασθούν έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων, εφόσον αυτοί δεν ετοίμασαν περίγραμμα αγόρευσης, ούτε και παρουσιάστηκαν κατά την ημερομηνία ακρόασης. Ως εκ τούτου, καμία διαταγή για έξοδα.
Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.
Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο