
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 371/2018)
7 Ιουλίου 2025
[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στες]
ΣΩΤΗΡΗΣ (ΑΚΗΣ) ΠΑΠΑΣΑΒΒΑ,
Εφεσείων
v.
1. Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ
2. ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΕΡΤΗ,
Εφεσιβλήτων
Χρ. Χριστάκη για Χριστάκης Θ. Χριστάκη ΔΕΠΕ για Εφεσείοντα
Μ. Χριστοδούλου (κα) για Άντης Τριανταφυλλίδης & Υιοί ΔΕΠΕ για Εφεσίβλητους 1
------------------------
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Αμπίζα, Δ.
----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ: Η παρούσα έφεση παραμένει μόνο εναντίον των εφεσιβλήτων 1. Λόγω του ότι ο εφεσίβλητος 2 απεβίωσε, η πλευρά του εφεσείοντα απέσυρε την έφεση εναντίον του.
Αντικείμενο της παρούσας έφεσης αποτελεί η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας να απορρίψει την εγειρόμενη από τον εφεσείοντα αγωγή, εναντίον των εφεσιβλήτων, για δυσφήμιση του με δύο δημοσιεύματα τους, στην κυριακάτικη έκδοση της εφημερίδας «Ο Φιλελεύθερος», ημερομηνίας 17.7.2011, με τίτλο « ΧΩΡΙΣ ΟΡΙΑ – Η παπασάββεια ποδκιαντραποσύνη» και «Και τα υπόλοιπα Θρασάκια». Με την αγωγή του, ο εφεσείων ζητούσε την απόδοση σ’ αυτόν γενικών αποζημιώσεων, καθώς επίσης τιμωρητικών και επαυξημένων αποζημιώσεων. Ζητούσε, ταυτόχρονα, απαγορευτικό διάταγμα επαναδυσφήμισης του, ως ανωτέρω, και αποζημίωση για παραβίαση ανθρωπίνων και/ή νομικών και/ή συνταγματικών δικαιωμάτων του, συνεπεία των δημοσιευμάτων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι οι εφεσίβλητοι απέδειξαν την υπεράσπιση του εντίμου σχολίου για θέμα δημοσίου συμφέροντος που ήγειραν, αναφορικά με το πρώτο δημοσίευμα, ενώ το δεύτερο δημοσίευμα κρίθηκε μη δυσφημιστικό, με επιπρόσθετη αναφορά ότι αν κρινόταν δυσφημιστικό, θα ίσχυε και για αυτό η ίδια υπεράσπιση. Κατά συνέπεια, απέρριψε την αγωγή.
Ο εφεσείων προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση με δώδεκα λόγους έφεσης. Έχουμε μελετήσει διεξοδικά τους εγειρόμενους λόγους έφεσης, την αιτιολογία αυτών και την επιχειρηματολογία της πλευράς του εφεσείοντα, αλλά και την αντίθετη επιχειρηματολογία της πλευράς των εφεσίβλητων 1, οι οποίοι υπεραμύνονται της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης. Προχωρούμε με την εξέταση των λόγων έφεσης, αφού πρώτα παραθέσουμε, αυτούσια, τα υπό κρίση δημοσιεύματα, ως καταγράφηκαν και στην πρωτόδικη απόφαση.
«Δημοσίευμα Α
« ΧΩΡΙΣ ΟΡΙΑ
Η παπασάββεια ποδκιαντραποσύνη
Απαιτούσε θράσος… παπασάββειον, με προεδρικές… περγαμηνές – «είναι φίλος μου ο Άκης, πως να το κάνουμε;»- για να μας… διαβεβαιώσει ο -ελέω Χριστόφια- Β.Γ. Εισαγγελέας, Άκης Παπασάββας, σε ραδιοφωνική του παρέμβαση («Ράδιο Πρώτο», 14/7/2011) για τα «δια ταύτα» της ανακριτικής έρευνας για το έγκλημα της Δευτέρας.
Να μας… υπενθυμίσει πως σαν «συντεταγμένο όργανο του κράτους» (αναπληρωτής του Γ. Εισαγγελέα!) θα… μεριμνήσει «κύρια και καθοριστικά για να προστατευθεί το μαρτυρικό υλικό» (όπως του γνωστού φακέλου των γνωστών εμφυτευμάτων του;)
Να μας… συμβουλεύσει ότι πρέπει «ν’ αποφευχθούν οι δημόσιες δίκες», διότι «ασφαλέστατα» για το ανακριτικό έργο έχουν «γενική ευθύνη και δικαιοδοσία τα συντεταγμένα όργανα».
Ό,τι -τέτοιες μέρες- ο «φίλος Άκης» δεν πήγε κάπου να …κρυφτεί, επαύξησε το κυβερνητικό όνειδος!»
Δημοσίευμα Β
« Και τα υπόλοιπα Θρασάκια
Και μια και ο λόγος για τον (Σωτηρ)άκη Παπασάββα -κλασική περίπτωση αντιπαροχικού διορισμού από τον Πρόεδρο- μήπως ήρθε η ώρα όλων αυτών των Θρασάκηδων που κάθισαν στο σβέρκο μας και μας απομυζούν από το Δημόσιο 100.000 ευρώ (συν) τον χρόνο (Παπάκια, Κκελούδια, Παμπούδκια και λοιπά) μόνον και μόνον γιατί εξυπηρέτησαν μονομανίες και εμμονές του Δ. Χριστόφια, να συνδράμουν με τις αντιμισθίες τους στη μεγάλη ζημιά που επέφερε ο κυβερνητικός απολυταρχισμός; Τουλάχιστον, όποιος βγαίνει -αυτές τις μέρες- να μιλά, να δηλώνει πρώτα: -Στη θέση μου δεν βρίσκομαι, εξαιτίας αντιπαροχικής ευμένειας του Προεδρικού!»»
Με τον πρώτο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε και/ή εξέτασε και/ή αξιολόγησε πλημμελώς και/ή λανθασμένα και/ή αντινομικά τη μαρτυρία του εναγόμενου 2 και εσφαλμένα έκρινε ότι ο εναγόμενος 2 είναι μάρτυρας της αλήθειας και/ή ειλικρινής.
Προσβάλλεται, συναφώς, η διεργασία της αξιολόγησης στην οποία προέβη το πρωτόδικο Δικααστήριο, καθώς επίσης, η διαπίστωση αφοπλιστικής ειλικρίνειας του μάρτυρα, ενώ το τι θα έπρεπε να διαπιστωθεί ήταν η αδικαιολόγητη εμπάθεια, αντιπάθεια, υβριστική συμπεριφορά, προκατάληψη και εχθρότητα του μάρτυρα προς το πρόσωπο του εφεσείοντα.
Δεν μας βρίσκουν σύμφωνους οι εισηγήσεις της πλευράς του εφεσείοντα. Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε, ως είναι καλώς γνωστό, ότι, κατά πάγια νομολογία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει στην αξιολόγηση και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο έχει την ευκαιρία να παρατηρήσει και να εξετάσει τη μαρτυρία ενώπιον του στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, με όλα τα συνακόλουθα ευεργετήματα. Επέμβαση στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δικαιολογείται όταν αυτά αντιστρατεύονται τη λογική ή έρχονται σε σύγκρουση με την αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία ή η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων παρουσιάζεται προβληματική, ενόψει λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων (Γιάλλουρος v. Ψύλλου (2009) 1 ΑΑΔ 1552, Μάρκαρη v. Παρασκευά (2012) 1(Β) ΑΑΔ 1493, Μιχαήλ v. Λαπίθη κ.ά., ECLI:CY:AD:2018:A13, Πολιτική Έφεση 336/2011, ημερομηνίας 12.01.2018), ECLI:CY:AD:2018:A13.
Έχουμε ανατρέξει στις όσες αναφορές μας έχει παραπέμψει ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα στο περίγραμμα του. Δεν θεωρούμε ότι υφίσταται οποιοδήποτε σφάλμα ή υπέρβαση από μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου από το τι το ενώπιον του μαρτυρικό υλικό του επέτρεπε να διαπιστώσει. Η κρίση του είναι καθ’ όλα εντός των επιτρεπτών ορίων, ώστε να μην δικαιολογείται οποιαδήποτε παρέμβαση μας. Ούτε υφίσταται οποιαδήποτε αντίφαση μεταξύ του τρόπου που αξιολογήθηκε ο εναγόμενος 2 με τον τρόπο που αξιολογήθηκαν άλλοι δύο μάρτυρες. Εξηγεί, το πρωτόδικο Δικαστήριο, το τι αυτοί οι άλλοι μάρτυρες κατέθεσαν και την κρίση του σε σχέση με το μη σχετικό της μαρτυρίας τους με την υπόθεση.
Παράλληλα, δεν εντοπίζεται σφάλμα ούτε στην τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε το θέμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας. Με περιεκτικό τρόπο παρέθεσε τις σκέψεις του με βάση τις οποίες είναι προφανής ο τρόπος που αξιολογήθηκε η μαρτυρία και τι το Δικαστήριο αποδέκτηκε. Επί του προκειμένου, υποδεικνύεται ότι δεν υφίσταται φορμαλιστικός τρόπος συγγραφής του συγκεκριμένου μέρους της απόφασης, ενώ δεν θεωρούμε ότι υφίσταται, στην πρωτόδικη απόφαση, οποιοδήποτε κενό ως συνέπεια του τρόπου που το πρωτόδικο Δικαστήριο χειρίστηκε το θέμα. Άλλωστε, ως αναφέρθηκε στην ΖΕΡΒΟΣ ν. HELLENIC BANK PUBLIC COMPANY LTD, (2013) 1 ΑΑΔ 2357:
«Προδιαγραμμένη δομή δικαστικής απόφασης, δεν υπάρχει, ούτε και συγκεκριμένος τρόπος συγγραφής της. Η συγγραφή της δικαστικής απόφασης είναι ζήτημα το οποίο επαφίεται στην κρίση του Δικαστή (Ομήρου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 98 και Σωκράτους ν. Gruppo Editoriale Febbri – Bompiani (1997) 1 Α.Α.Δ. 1204). Δεν είναι απαραίτητη η χρήση των όρων «αξιοπιστία» και «ευρήματα» (Γενικός Εισαγγελέας ν. Μαλιώτης (Αρ. 2) (1998) 2 Α.Α.Δ. 167), ούτε και επιβάλλεται η επανάληψη του συνόλου της μαρτυρίας ή η αναφορά σε κάθε πτυχή της, ενώ αχρείαστες λεπτομέρειες και επαναλήψεις πρέπει να αποφεύγονται (Πολάτογλου ν. Μασούρα (2004) 1 Α.Α.Δ. 150).Η ανάλυση της μαρτυρίας πρέπει να εστιάζεται σε εκείνα τα θέματα που έχουν άμεση σχέση με τα επίδικα θέματα, τα οποία πρέπει να προσδιορίζονται στις σωστές τους διαστάσεις και να επιλύονται πάνω σε αιτιολογημένη βάση (Κρητικού ν. Π. Γ. Παυλίδης Enterprises Ltd (2002) 1 Α.Α.Δ. 969). Το τι βέβαια αποτελεί δέουσα αιτιολογία, εξαρτάται από τα περιστατικά και τη φύση της υπόθεσης.»
Αβάσιμο κρίνουμε τον πρώτο λόγο έφεσης.
Με τους δεύτερο και τρίτο λόγους έφεσης, προσβάλλονται συγκεκριμένα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ο δεύτερος λόγος αφορά στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για χρονογραφήματα, κρίνοντας, λανθασμένα, ότι επρόκειτο για σχολιασμό «εύθυμο» και υπό τύπο σάτιρας των τεκταινομένων, περιβεβλημένων των λεχθέντων με μία δόση καυστικότητας, υπερβολικής ίσως, αλλά πάντοτε, στο πλαίσιο ενός χρονογραφήματος. Ο τρίτος λόγος αφορά το συμπέρασμα, ως αποτέλεσμα αναφοράς του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν είχε λόγο να το αμφισβητήσει, ότι έναυσμα για τη συγγραφή των επιδίκων δημοσιευμάτων ήταν οι δηλώσεις του εφεσείοντα, ενώ πρόθεση του εναγομένου 2 ήταν να καυτηριάσει και να σχολιάσει γεγονότα της επικαιρότητας.
Τα όσα αφορούν τους υπό κρίση λόγους έφεσης είναι συνυφασμένα με το ευρύτερο θέμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας. Σ’ αυτό το πλαίσιο, κρίνουμε χρήσιμο να παραθέσουμε, αυτούσιο, σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:
«Πριν αναφερθώ στα της επικρατούσας κατάστασης, κρίνω σκόπιμο, να παραθέσω πρώτα γεγονότα τα οποία προηγήθηκαν της έκρηξης στο Μαρί και αφορούν στον ενάγοντα, ως ο εναγόμενος 2 τα αναδεικνύει και παρουσιάζει σε συσχετισμό με τα κατατεθειμένα τεκμήρια και τα οποία αποτελούσαν πεποίθηση του (δικαιολογημένη ή αδικαιολόγητη άσχετο) κατά τη συγγραφή των επίδικων δημοσιευμάτων.
1. Ο ενάγοντας, υπήρξε στενός συνεργάτης του τέως Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Δημήτρη Χριστόφια (πλέον τέως ΠΚΔ Δ. Χριστόφιας). Εκφράστηκε πλειστάκις με ιδιαίτερα θερμό τρόπο για αυτόν. Η στενή τους αυτή σχέση, έδωσε έναυσμα σε κριτική όταν ο ενάγοντας διορίστηκε Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα, ότι δηλαδή ο διορισμός έγινε εξαιτίας της φιλίας αυτής. Ένα από τα άτομα τα οποία πίστευαν ότι ο εν λόγω διορισμός ήταν «αντιπαροχικός», είναι και ο εναγόμενος 2. Την πεποίθησή του αυτή τη βασίζει στη γνωστή φιλία ενάγοντα και τέως ΠΚΔ Δ. Χριστόφια, η οποία ήταν ευρέως γνωστή, εφόσον κατά καιρούς γίνονταν και σχετικές δημόσιες τοποθετήσεις και διάφορες δηλώσεις, ένθερμες, του ενός προς τον άλλο. Κάποιες εξ΄ αυτών κατατέθηκαν ως τεκμήρια και έγιναν οι σχετικές παραπομπές. Ενδεικτικά κατατέθηκαν ως Τεκμήρια δηλώσεις του τέως ΠΚΔ Δ. Χριστόφια με τις οποίες αναφέρεται στη στενή του φιλία με τον ενάγοντα, μια «ακατάλυτη» φιλία όπως τη χαρακτηρίζει (βλ. σχετικά τεκμήριο 3 και 4 σελ.39). Ως τεκμήρια επίσης κατατέθηκαν δηλώσεις του ενάγοντα με τις οποίες αναδεικνύεται η στενή του σχέση με τον τέως ΠΚΔ Δ. Χριστόφια (ενδεικτικά σελίδα 44, 587 Τεκμηρίου 4). Επί του ζητήματος ότι ο διορισμός του ενάγοντα ως Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα έγινε ακριβώς εξαιτίας της φιλίας τους και ως «αποκατάσταση κατ΄ ισχυρισμών αδικίας που υπέστη στο παρελθόν ο ενάγοντας», ο εναγόμενος 2 επισημαίνει προηγούμενη αναφορά του τέως ΠΚΔ Δ. Χριστόφια στους αγώνες που ο ενάγοντας έδωσε κατά τη «συναγερμική δεκαετία» πληρώνοντας «βαρύ τίμημα για αυτή του τη στάση» (βλ. τεκμήριο 4 σελ.41). Στα τεκμήρια 3,4 και 6 (σημειώνω ότι στην ουσία πρόκειται για αποσπάσματα από το βιβλίο του ενάγοντα με τίτλο «Σαν σταυρωμένος και τριγύρω του, Ρωμαίοι …»), υπάρχουν εκτενή αποσπάσματα με δηλώσεις αβροφροσύνης και συμπάθειας μεταξύ τέως ΠΚΔ Δ. Χριστόφια και Σωτήρη Παπασάββα.
2. Ο Τύπος είχε ασχοληθεί στο παρελθόν με τον ενάγοντα, αναδεικνύοντας είδηση ότι το δημόσιο ταμείο κατέβαλε σε αυτόν ποσό €17.000 για σκοπό τοποθέτησης οδοντικών εμφυτευμάτων. Όταν αναδείχθηκε το ζήτημα αυτό, ο τότε Υπουργός Υγείας προχώρησε σε δήλωση (τεκμήριο 11), στην οποία, μεταξύ άλλων, αναφέρει ότι όταν ζήτησε να δει το σχετικό φάκελο από μέσα έλειπε το πόρισμα της ειδικής επιτροπής. Επί του ζητήματος αυτού, ο ενάγοντας αναφέρθηκε και τοποθετήθηκε όταν έδιδε μαρτυρία, επισύροντας μάλιστα την προσοχή μου στο γεγονός, ότι οι εν λόγω υπηρεσίες που του παρασχέθηκαν και οι χειρουργικές επεμβάσεις, ήταν απολύτως αναγκαίες να γίνουν και δεν μπορούσαν να παρασχεθούν από τα Δημόσια Τμήματα Υγείας (σχετικά είναι τα τεκμήρια 8, 9 και 10).
Μεταφέρω τώρα πιο κάτω τα γεγονότα που αφορούν και περιβάλλουν την επίδικη χρονική περίοδο και κατ΄ επέκταση τη συγγραφή των δημοσιευμάτων, ως αυτά αβίαστα προκύπτουν από τα ενώπιον μου παρατεθειμένα και κατατεθειμένα.
1. Στις 11/7/2011 σημειώθηκε φονική έκρηξη στη ναυτική βάση Ευάγγελος Φλωράκης στο Μαρί.
2. Ακολούθως του πιο πάνω συμβάντος, υπήρξαν αντιδράσεις και κριτική προς την κυβέρνηση από την κοινή γνώμη και είχε ξεκινήσει ένας δημόσιος διάλογος αναφορικά με τα γεγονότα που οδήγησαν στο τραγικό αυτό συμβάν. Το ότι υπήρχε ένα κλίμα απαρέσκειας προς την τότε εκλελεγμένη κυβέρνηση, ο ενάγοντας δεν το αρνήθηκε. Η θέση του ήταν ότι αυτή η δυσαρέσκεια και έντονη κριτική υπήρχε μόνο από μερίδα ατόμων και όχι από τη συντριπτική πλειοψηφία του κυπριακού λαού ως η υπεράσπιση διατείνεται.
3. Στα πλαίσια συζήτησης του θλιβερού αυτού συμβάντος, αναδείχθηκε λίγες ημέρες μετά, ένα άλλο επιμέρους ζήτημα. Υπήρξε ως είδηση ότι το μαρτυρικό υλικό που αφορούσε στην υπόθεση αυτή καταστρεφόταν, συγκεκριμένα ότι καιγόταν. Ο ενάγοντας, τότε, αφού του ζητήθηκε από τη ραδιοφωνική εκπομπή του Λάζαρου Μαύρου, προχώρησε σε δηλώσεις, διαβεβαιώνοντας ότι θα διαφυλασσόταν το μαρτυρικό υλικό.
Στο πλαίσιο της πιο πάνω περιρρέρουσας ατμόσφαιρας και αφού ενημερώθηκε για την εν λόγω δήλωση, ο εναγόμενος 2 προχώρησε στη συγγραφή του επίδικου δημοσιεύματος, σχολιάζοντας την επιλογή του ενάγοντα να κάνει τις πιο πάνω δηλώσεις. Είναι η άποψή του ότι οι δηλώσεις του ενάγοντα, ήταν άκαιρες λαμβανομένης υπόψη της αγανάκτησης του κόσμου στο πρόσωπο του τέως ΠΚΔ Δ. Χριστόφια σε συνδυασμό με τη στενή σχέση αλληλοεκτίμησης που οι ίδιοι δήλωναν ότι τους συνέδεε και την οποία το ευρύτερο κοινό γνώριζε, εφόσον οι ίδιοι εκφράζονταν δημόσια σχετικά.
Το έργο της αξιολόγησης της μαρτυρίας σε αυτή την υπόθεση είναι, ομολογουμένως, ιδιαίτερο. Εκείνο που πρώτιστα ενδιαφέρει, είναι το κατά πόσον το δημοσίευμα ήταν δυσφημιστικό. Σε σχέση με την περιβάλλουσα κατάσταση την επίδικη περίοδο, αυτή είχε ως πιο πάνω αναφέρεται. Σημειώνω δε, πως δεν υπάρχουν ουσιαστικές αποκλίσεις μεταξύ των δύο πλευρών. Το ότι συνέβη η έκρηξη στη ναυτική βάση στο Μαρί, εννοείται πως δεν αμφισβητείται. Το ότι ακολούθησε δημόσιος διάλογος, επίσης δεν αμφισβητήθηκε. Η απόκλιση έγκειται στο ότι η πλευρά του ενάγοντα θεωρεί πιο υποβαθμισμένες τις αντιδράσεις του κόσμου και τις εντάσεις σε κοινωνικό επίπεδο που ακολούθησαν, σε σχέση με την πιο έντονη εικόνα που παρουσιάζει η πλευρά των εναγομένων.
Αξιολογώντας τον ενάγοντα, δεν αμφισβητώ τη θέση του, ότι ο ίδιος ενοχλήθηκε από τα επίδικα δημοσιεύματα τα οποία εξέλαβε και εκλαμβάνει ως δυσφημιστικά. Το εάν όντως είναι δυσφημιστικά όμως, είναι κάτι το οποίο θα κριθεί σύμφωνα με τις καθορισμένες αρχές και παραμέτρους. Ο ενάγοντας είναι ένα άτομο με έντονη κοινωνική παρουσία και γνωστό, τόσο εκ της θέσης που κατείχε, όσο και από τις δημόσιες του παρεμβάσεις, αρθρογραφία, συγγραφικό έργο. Ο ίδιος δήλωσε δίδοντας μαρτυρία ότι συχνά και αφού του το ζητούσαν, έκανε παρεμβάσεις σε εκπομπές πολιτικού κυρίως περιεχομένου.
Περαιτέρω όμως, ο ενάγοντας εξήγησε στο Δικαστήριο ότι, πέραν της επιλογής του να κάνει δημόσιες παρεμβάσεις όταν του ζητείτο σχετικά, τα ΜΜΕ ασχολούνταν και αυτόβουλα μαζί του. Αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που ο τύπος ασχολείται μαζί του, εκφράζοντας κυρίως αρνητικές θέσεις και απόψεις για το άτομό του. Τα πιο πάνω δεν αμφισβητούνται και είναι αποδεκτά. Διάφορες άλλες τοποθετήσεις του, οι οποίες εκφεύγουν των επίδικων ζητημάτων, ούτε θα αναφερθούν ούτε θα σχολιαστούν. Το ίδιο ισχύει βεβαίως για όλους τους μάρτυρες και για τα σημεία εκείνα της μαρτυρίας τους που δεν άπτονται της ουσίας της διαφοράς.
Ο δε εναγόμενος 2, αποδέχεται ότι είναι συντάκτης των επίδικων δημοσιευμάτων. Επίσης δίδοντας μαρτυρία αποδέχεται ότι το πρώτο δημοσίευμα αναφέρεται στον ενάγοντα και πως το δεύτερο δημοσίευμα αναφέρεται και στον ενάγοντα. Με ιδιαίτερη επιμονή απέρριπτε κάθε ισχυρισμό περί κακοβουλίας των δημοσιευμάτων του. Προσπάθησε να καταγράψει και να επικοινωνήσει κατά τη διάρκεια που έδιδε μαρτυρία, τη θέση του ότι τα επίδικα δημοσιεύματα τα συνέταξε στο πλαίσιο της περιρρέουσας ατμόσφαιρας που ακολούθησε την έκρηξη στο Μαρί και του γενικότερου κλίματος απαξίωσης που υπήρχε τότε προς την κυβέρνηση. Με αφοπλιστική, θα έλεγα, ειλικρίνεια παραδέχτηκε ότι ο ενάγοντας δεν του είναι συμπαθής, σε καμία περίπτωση όμως αυτό δεν αποτέλεσε το κίνητρο για τη συγγραφή των δημοσιευμάτων. Τα δημοσιεύματα του, είναι χρονογραφήματα και αποτυπώνουν σχολιασμό του σε σχέση με γεγονότα που έλαβαν χώρα εξαιρετικά πρόσφατα πριν τη συγγραφή τους. Στην περίπτωση που εξετάζεται, άκουσε τις δηλώσεις Παπασάββα αναφορικά με τη «διαφύλαξη του μαρτυρικού υλικού» και η αντίδρασή του υπήρξε η συγγραφή των άρθρων. Αντίδραση, η οποία όπως πιστεύει συνιστούσε και σφυγμογράφημα της γενικότερης θέσης του κοινού, στα γεγονότα που τότε διαδραματίζονταν.
Δεν έχω λόγο να τον αμφισβητήσω ότι, το έναυσμα του για τη συγγραφή των επίδικων δημοσιευμάτων, ήταν οι εν λόγω δηλώσεις του ενάγοντα. Αυτό ούτως ή άλλως συνάγεται και από ανάγνωση του πρώτου τουλάχιστον δημοσιεύματος.»
Ο λόγος που κρίθηκε χρήσιμη η παράθεση του πιο πάνω εκτενούς αποσπάσματος από την πρωτόδικη απόφαση είναι γιατί κρίνουμε ότι ουδέν σφάλμα υφίσταται στον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε το θέμα, ενώ επιτρεπτές ήταν οι υπό κρίση διαπιστώσεις του. Αν και δεν θεωρούμε ότι η υπόθεση κρίνεται από το κατά πόσο επρόκειτο για χρονογράφημα ή όχι, ή αν πληρείτο η ερμηνεία της λέξης επακριβώς, από το περιεχόμενο των δημοσιευμάτων και τη μεταξύ τους συνάφεια, σε συνδυασμό με τα περιβάλλοντα στοιχεία τα οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε, εύκολα διαπιστώνεται το επιτρεπτό των πρωτόδικων διαπιστώσεων. Είναι, φυσικά, φυσιολογικό, ως άλλωστε κατέγραψε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο θιγόμενος από ένα δημοσίευμα να μη μπορεί να διαπιστώσει τα χαρακτηριστικά του δημοσιεύματος που ο αντικειμενικός αναγνώστης μπορεί να διακρίνει. Όμως, δεν είναι αυτό το ζητούμενο.
Από τα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου στοιχεία, οι υπό κρίση διαπιστώσεις του δικαιολογούντο, χωρίς να παρέχεται ευχέρεια δικής μας παρέμβασης.
Αβάσιμους κρίνουμε και τους λόγους έφεσης 2 και 3.
Ο τέταρτος λόγος έφεσης αποδίδει σφάλμα στην πρωτόδικη κρίση ότι δεν υπήρχε κακοβουλία ή πρόθεση του εναγόμενου 2 να βλάψει τον εφεσείοντα με το πρώτο δημοσίευμα. Συναφής, κρίνεται και ο ένατος λόγος έφεσης, ο οποίος προσβάλλει την πρωτόδικη κρίση ότι τα επίδικα δημοσιεύματα έγιναν καλόπιστα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην απόφαση του, αναφέρει, σχετικά, ότι «Κατ΄ αρχάς επισημαίνω ότι το δημοσίευμα αυτό δεν ισχυρίζεται ή δηλώνει γεγονότα, αλλά σχολιάζει γεγονός, ήτοι τις δηλώσεις του ενάγοντα. Οι δε δηλώσεις του ενάγοντα αφορούσαν «είδηση» στην οποία γινόταν αναφορά σε κατ΄ ισχυρισμό καταστροφή μαρτυρικού υλικού σε σχέση με τη φονική έκρηξη στο Μαρί.
Έχω καταγράψει πιο πάνω τις συνθήκες που επικρατούσαν όταν συντάχθηκε το εν λόγω δημοσίευμα. Υπήρχε έντονος δημόσιος διάλογος. Ενδεικτικά είναι τα πρωτοσέλιδα που έχουν κατατεθεί ως Τεκμήρια 13,14,15,16,17 και 18, (ημερομηνιών 12/7/11 μέχρι και 17/7/2011), τα οποία καταλαμβάνει και απασχολεί σχεδόν ολοκληρωτικά η είδηση της φονικής έκρηξης στο Μαρί. To ότι το επίδικο δημοσίευμα αναφέρεται και σχολιάζει ζήτημα άμεσα συναρτώμενο με την έκρηξη στο Μαρί δεν αμφισβητήθηκε. Το ότι η έκρηξη στο Μαρί ήταν ζήτημα δημόσιου ενδιαφέροντος είναι αδιαμφισβήτητο. Επί αυτού μπορώ να έχω δικαστική γνώση (σχετικά Το Δίκαιο της Απόδειξης, Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές των Ηλιάδη και Σάντη, σελ.264 και επόμενες). Ο εναγόμενος στα πλαίσια του γενικότερου κλίματος και μόνο αφού προηγήθηκαν και άκουσε τις δηλώσεις του ενάγοντα προχώρησε στη συγγραφή του δημοσιεύματος, το οποίο το δημοσίευσε στο μέσο όπου είθισται να αρθρογραφεί. Δεν διαπιστώνω κακοβουλία ή πρόθεση του εναγομένου να βλάψει τον ενάγοντα.»
Τηρουμένων και των όσων αναλύονται ανωτέρω σε σχέση με τις ευρύτερες διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της μαρτυρίας και των γεγονότων, είναι απολύτως αντιληπτή και η υπό αναφορά διαπίστωση του. Άλλωστε, τέτοια θεώρηση, παρά την περί του αντιθέτου πεποίθηση της πλευράς του εφεσείοντα, προκύπτει και από το ότι, τηρουμένων των έντονων απόψεων του αρθρογράφου αναφορικά με τον εφεσείοντα και των όσων καταγράφονται στα δημοσιεύματα, πουθενά δεν διαπιστώνεται διωκτική διάθεση από μέρους του έναντι του εφεσείοντα. Η έντονη άποψη και απαρέσκεια για κάτι δεν ισοδυναμεί, κατ’ ανάγκη, με κακοπιστία και πρόθεση βλάβης του προσώπου που δυσφημείται. Ως λέχθηκε στην ΕΚΔΟΤΙΚΟΥ ΟΙΚΟΥ ΔΙΑ ΛΤΔ ν. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ, Πολιτική Έφεση 339/2008, ημερομηνίας 24.3.2020, ECLI:CY:AD:2020:A107, «Η οξεία και σκληρή κριτική δημόσιου προσώπου δεν θεωρείται κακόβουλη παρά μόνο σε ακραίες περιπτώσεις».
Τέθηκε στο περίγραμμα, από μέρους του εφεσείοντα, η μη αρθρογραφία του εναγομένου 2, σε σχέση με τον εφεσείοντα και τα θέματα που αναφέρονται στα επίδικα δημοσιεύματα, στο παρελθόν και όταν αυτά ήταν επίκαιρα. Με σκοπό να καταδειχθεί η κακοβουλία του. Όμως, φρονούμε ότι κάτι τέτοιο συνάδει και με αντίθετη θεώρηση. Θεώρηση για μη καταδιωκτική διάθεση από μέρους του εναγομένου 2 κατά του εφεσείοντα, αφού, παρά τις έντονες απόψεις του, δεν ασχολήθηκε δημόσια με το θέμα προηγουμένως.
Δεν εντοπίζουμε λόγο επέμβασης μας στη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την απουσία κακής πίστης από μέρους του εναγομένου 2, κρίνοντας αβάσιμους τους λόγους έφεσης 4 και 9.
Ο πέμπτος λόγος έφεσης προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα, αντινομικά, χωρίς αιτιολογία και/ή με ελαττωματική αιτιολογία και υπό πλάνη, έκρινε ότι οι εφεσίβλητοι απέδειξαν, σε σχέση με το πρώτο δημοσίευμα, την υπεράσπιση του εντίμου σχολίου.
Επί του προκειμένου, έχουμε καταγράψει το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου με βάση το οποίο κατέληξε ότι ικανοποιούνταν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 19(β) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148.
Τίθεται, από πλευράς εφεσείοντα, η θέση ότι, σε σχέση με τις παρελθοντικές αναφορές, το τι προβάλλεται με το δημοσίευμα είναι γεγονός και όχι σχόλιο.
Στην ΕΚΔΟΤΙΚΟΥ ΟΙΚΟΥ ΔΙΑ ΛΤΔ ν. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ (ανωτέρω), εξηγήθηκε ότι:
«Κατά το κοινοδίκαιο, η υπεράσπιση του εύλογου σχολίου, αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της προστασίας της ελευθερίας του λόγου, χαρακτηριζόμενη ως «προπύργιο» (bulwark) της ελευθερίας αυτής[4]. Στην Kemsley v Foot, τόσο στη Βουλή των Λόρδων[5] όσο και στο Εφετείο[6], τονίστηκε το εύρος και η σημασία της υπεράσπισης. Σημειώθηκε σχετικά από το δικαστή Birkett LJ στην απόφαση του Εφετείου:
«It is now very well established that this defence of fair comment has a wide application. In Merivale v Carson (1887) 20 Q.B.D. 275 at 280 Lord Esher, M.R., made this plain in what is now a celebrated passage: "Every latitude must be given to opinion and to prejudice, and then an ordinary set of men with ordinary judgment must say whether any fair man would have made such a comment .mere exaggeration, or even gross exaggeration, would not make the comment unfair. However wrong the opinion expressed may be in point of truth, or however prejudiced the writer, it may still be within the prescribed limit. The question which the jury must consider is this: would any fair man, however prejudiced he may be, however exaggerated or obstinate his views, have said that which this criticism has said?»
Εν προκειμένω, ο λόγος για την απόρριψη της υπεράσπισης του έντιμου σχολίου ήταν η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα «περισσότερα και σοβαρότερα» που καταλογίζονταν στον εφεσίβλητο με τα δημοσιεύματα, παρουσιάζονταν ως γεγονότα και όχι ως σχόλια. Η δε «ενοχοποίηση» του για τις παράνομες και ανήθικες πράξεις και οι χαρακτηρισμοί του ως αδίστακτου παιδεραστή, σάτυρου και ατόμου ανήθικου που εκμεταλλευόταν την αθωότητα νεαρών κοριτσιών, δεν βασίζονταν σε γεγονότα και στερούνταν πραγματικού υπόβαθρου.
Η υπεράσπιση του έντιμου σχολίου προϋποθέτει ότι η επίδικη δήλωση αποτελεί, σχόλιο όχι έκθεση γεγονότων, επί θέματος δημόσιου ενδιαφέροντος και επί υπαρκτού υπόβαθρου γεγονότων. Κατά το κοινοδίκαιο, σχόλιο θεωρείται όχι μόνο η έκφραση άποψης, αλλά και το συμπέρασμα γεγονότων (factual conclusion) και συμπέρασμα (inference) στο οποίο καταλήγει ο σχολιαστής επί τη βάσει άλλων γεγονότων (βλ. την απόφαση του αγγλικού Εφετείου στην Joseph v. Spiller [2010] EMLR 7, στο [30]-[31] - δεν προσβλήθηκε επί του σημείου τούτου στο Ανώτατο Δικαστήριο της Αγγλίας – και Clarke v. Norton (1910) VLR 494, O' Brien v. Marquis of Salsbury (1889) 6 TLR 133 και Channel Seven Adelaide v. Manock (2007) 232 C.L.R. 245).
Το κατά πόσο η επίμαχη δήλωση συνιστά γνώμη ή σχόλιο και όχι δήλωση γεγονότων κρίνεται εξετάζοντας την σε συνάρτηση με το υπόλοιπο κείμενο (βλ. Δημοσιογραφική Χ.Λ.Σ. Λίμιτεδ κ.ά. ν. Φιλίππου (1998)1 Α.Α.Δ. 958). Στο σύγγραμμα Gatley on Libel and Slander (11η έκδοση) παράγραφος 12.10, αναφέρονται σχετικά τα ακόλουθα:
«While some indication, express or implied, of what underlies the alleged comment is necessary the ultimate question on whether the words are comment or fact is how they would strike the ordinary, reasonable reader and it is unlikely that any attempt to formulate general principles of construction will be of much help, especially bearing in mind that any particular statement must be taken in the context of the piece as a whole.»»
Αντικειμενική εξέταση του υπό κρίση δημοσιεύματος φανερώνει ότι είναι εύκολα αντιληπτή η αναφορά του στο γεγονός των πρόσφατων δηλώσεων του εφεσείοντα για προστασία του μαρτυρικού υλικού, με όλες τις υπόλοιπες αναφορές να αποτελούν συμπερασματικά σχόλια επί του υποβάθρου που καταγράφεται. Ιδωμένο στην ολότητα του, το δημοσίευμα, εμφανώς παραπέμπει σε σχολιασμό θεμάτων δημοσίου συμφέροντος, τα οποία επιτρέπουν το κυρίως σχόλιο του δημοσιεύματος.
Δεν εντοπίζουμε σφάλμα στην πρωτόδικη κρίση, με τον πέμπτο λόγο έφεσης να κρίνεται αβάσιμος.
Συναφείς θεωρούμε τους λόγους έφεσης 6, 7 και 8. Ο έκτος λόγος έφεσης αποδίδει σφάλμα στην πρωτόδικη κρίση ότι το επίδικο δεύτερο δημοσίευμα δεν είναι δυσφημιστικό, ενώ ο έβδομος λόγος έφεσης αποδίδει, στο πρωτόδικο Δικαστήριο, παράλειψη να καταγράψει και προβεί σε εύρημα ως προς την έννοια και ερμηνεία των λέξεων και φράσεων που χρησιμοποιούνται στο δεύτερο δημοσίευμα. Ο όγδοος λόγος έφεσης αποδίδει σφάλμα στην πρωτόδικη κρίση ότι αν το δημοσίευμα θεωρείτο δυσφημιστικό, θα το κατέτασσε εντός του πεδίου του έντιμου σχολίου, χωρίς να εξετάζει αν αυτό τυγχάνει εφαρμογής σε όλες τις δυσφημιστικές αναφορές στο δεύτερο δημοσίευμα.
Αναφορικά με το δεύτερο δημοσίευμα, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα:
«Το δημοσίευμα αυτό αναφέρεται στον Παπασάββα και στα «λοιπά θρασάκια», ως άτομα τα οποία κατέχουν δημόσια αξιώματα και τα οποία ως η άποψή του, ευρίσκονται στις θέσεις τους λόγω της σχέσης τους με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Είναι θα συμφωνήσω καυστικό κείμενο, είναι όμως δυσφημιστικό;
Το δεύτερο δημοσίευμα, αναφέρεται στον ενάγοντα ως κρατικό αξιωματούχο. Τότε υπηρετούσε ως Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα. Δεν αναφέρεται στην προσωπική του ζωή, τιμή και υπόληψη έτσι ώστε αντικειμενικά ιδωμένο να θεωρείται ότι συνιστά προσωπική επίθεση εναντίον του (βλ. σχετικά ΜΑΥΡΟΣ κ.α. ν. ΠΑΠΑΠΕΤΡΟΥ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 59/2012, 29/5/2018). Για το δημοσίευμα αυτό, το οποίο κάνει κριτική, σφοδρή, ενδεχομένως σε κρατικούς αξιωματούχους με βάση τις αρχές που έχει θέσει η νομολογία και την ανοχή στην κριτική, που αναμένεται να επιδεικνύουν άτομα τα οποία εκτίθενται είτε λόγω ιδιότητας είτε άλλως πως στο κοινό, δεν θα το χαρακτήριζα δυσφημιστικό. Δεν είναι τέτοιο που τείνει να θίξει τιμή ή υπόληψη του ενάγοντα. Καταφέρεται σε κρατικούς αξιωματούχους, υψηλόμισθούς, διορισμένους από τον τότε Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Είναι, θα έλεγα, περισσότερο κριτική προς τον Πρόεδρο, ότι, κατ΄ ισχυρισμό επιλέγει/διορίζει σε δημόσια αξιώματα φίλους του. Δεν διαπιστώνω οποιαδήποτε κακοβουλία προς το πρόσωπο του ενάγοντα. Μάλλον κριτική προς το πρόσωπο και τις επιλογές του τότε Προέδρου θα το χαρακτήριζα.
Ακόμα όμως και εάν εθεωρείτο δυσφημιστικό, θα το κατέτασσα εντός του πεδίου του εντίμου σχολίου για όλους εκείνους του λόγους που καταγράφω αμέσως πιο πάνω για το πρώτο δημοσίευμα. Δηλαδή έγινε μετά από ένα αναμφίβολα τραγικό συμβάν, σε μια ιδιαίτερη περίοδο, την οποία χαρακτήριζαν οι υψηλοί τόνοι και έντονα συναισθήματα απαρέσκειας στο πρόσωπο του τότε Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας.»
Είναι αντιληπτή η ένταξη του εν λόγω δημοσιεύματος στο πλαίσιο που το κατέταξε το πρωτόδικο Δικαστήριο και στόχευση του στο τι καταγράφεται σ’ αυτό. Όμως αντικειμενικά κρινόμενο στη φυσική έννοια των λέξεων, το δημοσίευμα αποδίδει στον εφεσείοντα χαριστικό διορισμό από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας που του επιτρέπει να απομυζά από το Δημόσιο υψηλή αντιμισθία. Κρίνουμε τέτοια αναφορά δυσφημιστική. Εντός, όμως του επιτρεπτού πλαισίου, στη βάση και των πιο πάνω, θεωρούμε την πρωτόδικη άποψη ότι, σε τέτοια περίπτωση, το δημοσίευμα καλύπτεται από την υπεράσπιση του έντιμου σχολίου για θέμα δημοσίου συμφέροντος. Η συνάφεια και συσχέτιση των δύο δημοσιευμάτων, οδηγεί, αναπόδραστα, στη θεώρηση ότι, με το δεύτερο δημοσίευμα προβάλλεται, ως θέμα άποψης και σχολίου, ότι υψηλά αμειβόμενοι αξιωματούχοι, οι οποίοι, και πάλι ως θέμα άποψης, διορίστηκαν με εύνοια από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, θα έπρεπε να συνδράμουν με τις αντιμισθίες τους στη ζημιά που επήλθε.
Στη βάση των ως άνω, έστω και αν διαπιστώνεται έρεισμα στον έκτο λόγο έφεσης, οι λόγοι έφεσης 7 και 8 κρίνονται αβάσιμοι και, κατ’ επέκταση, δεν επηρεάζεται το τελικό αποτέλεσμα της πρωτόδικης απόφασης.
Ενόψει της κατάληξης μας επί των πιο πάνω λόγων έφεσης, καθίσταται προφανές ότι συμπαρασύρονται οι λόγοι έφεσης 10, 11 και 12 οι οποίοι αφορούν την πρωτόδικη κρίση ως προς την αποδιδόμενη αποζημίωση στην περίπτωση που κρινόταν ότι έσφαλλε στην κρίση του (10 και 11) και θέση περί μη δίκαιης δίκης, ως αποτέλεσμα της πρωτόδικης κρίσης, η οποία εξετάστηκε ανωτέρω. Υπό τα δεδομένα, απορρίπτονται και αυτοί οι λόγοι έφεσης.
Οι λόγοι έφεσης 1 - 5 και 7 – 12 απορρίπτονται. Ο έκτος λόγος έφεσης επιτυγχάνει. Παρά το βάσιμο του έκτου λόγου έφεσης, η απόρριψη των υπολοίπων λόγων έφεσης οδηγεί στην επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης, τηρουμένων των ως άνω διαπιστώσεων.
Ως προς τα έξοδα της παρούσας έφεσης, υπό τα ως άνω δεδομένα, ήτοι αποτυχία των λόγων έφεσης πλην ενός, ο οποίος όμως δεν ανατρέπει την πρωτόδικη απόφαση ως προς το τελικό αποτέλεσμα της, κρίνουμε ότι η ορθή διαταγή για τα έξοδα θα πρέπει να είναι αυτά να επιδικαστούν υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή του Εφετείου και εγκριθούν από το Εφετείο, μειωμένα κατά το ήμισυ.
Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ. Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ. Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο