Τάσος Φωκάς Επιπλώσεις Λτδ v. Lois Builders Ltd, Πολιτική Έφεση αρ. 424/2019, 8/7/2025
print
Τίτλος:
Τάσος Φωκάς Επιπλώσεις Λτδ v. Lois Builders Ltd, Πολιτική Έφεση αρ. 424/2019, 8/7/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση αρ. 424/2019)

8 Ιουλίου 2025

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]

[TOYMAZH, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ Δ/στές]

                  

Τάσος Φωκάς Επιπλώσεις Λτδ

Εφεσείων/Ενάγων

ν.

Lois Builders Ltd

Εφεσίβλητοι/Εναγόμενοι

Αίτηση ημ. 4.3.2025 υπό εφεσίβλητης για ασφάλεια εξόδων

Για την εφεσίβλητη – αιτήτρια:  κα Νέδη Κουκουμά για Ιωαννίδης Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε.

Για εφεσείουσα - καθ’ ης η αίτηση: κος Γιάννης Παπαπέτρου για Μοντάνιος  και Μοντάνιος ΔΕΠΕ.

               

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Με την υπό κρίση έφεση, η εφεσείουσα αμφισβητεί την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, με την οποία απορρίφθηκε η απαίτηση της εναντίον της εφεσίβλητης, για αξία οικοδομικών εργασιών που κατ’ ισχυρισμό εκτέλεσε, δυνάμει συμφωνίας υπεργολαβίας.

Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας επιδικάστηκαν υπέρ της εφεσίβλητης – εναγομένης και αφού υπολογίστηκαν από τον πρωτοκολλητή, εγκρίθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, στο συνολικό ποσόν των €16.727,80. Εκδόθηκε ένταλμα εκτέλεσης κινητής περιουσίας προς εξόφληση των πιο πάνω εξόδων, το οποίο επιστράφηκε ανεκτέλεστο στις 30/07/2021. Στις 05/10/2021, η εφεσίβλητη υπέβαλε αίτηση για καταβολή των εξόδων με μηνιαίες δόσεις. Η εφεσείουσα καταχώρισε ένσταση στην αίτηση στις 25/02/2022. Τελικά, η εφεσίβλητη απέσυρε την εν λόγω αίτηση, στις 02/12/2022.

Στο μεταξύ, στις 10/05/2019 καταχωρίστηκε από την εφεσείουσα εναντίον της πρωτόδικης απόφασης, η παρούσα ειδοποίηση έφεσης. Και ενώ η διαδικασία έφεσης βρίσκεται στο τελικό της στάδιο για να οριστεί για ακρόαση αφού καταχωρίστηκαν αμφότερα τα περιγράμματα από τους διαδίκους, έξι χρόνια μετά την καταχώριση της έφεσης, η εφεσίβλητη καταχώρισε στις 04/03/2025 την υπό κρίση αίτηση, με την οποία αιτείται την έκδοση διατάγματος ασφάλειας εξόδων εκ μέρους της εφεσείουσας, ύψους €6.661,01. Αιτείται επίσης την αναστολή κάθε περαιτέρω διαδικασίας και την απόρριψη της έφεσης, σε περίπτωση που δεν καταβληθεί το αιτούμενο ποσό ως ασφάλεια εξόδων, εντός της καθορισμένης από το Δικαστήριο προθεσμίας.

Στην ένορκη δήλωση της αίτησης, γίνεται αναφορά στην επιδίκαση των εξόδων της πρωτόδικης διαδικασίας εναντίον της εφεσείουσας, τα οποία ουδέποτε καταβλήθηκαν στην εφεσίβλητη, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις των δικηγόρων της. Γίνεται επίσης αναφορά στις ανεπιτυχείς προσπάθειες της εφεσίβλητης να εισπράξει τα επιδικασθέντα έξοδα με την έκδοση εντάλματος κατάσχεσης κινητών εναντίον της εφεσείουσας, το οποίο όμως επεστράφη ανεκτέλεστο. Προκύπτει επίσης από την διαδικασία που κίνησε η εφεσίβλητη προκειμένου να εισπραχθούν τα έξοδα με μηνιαίες δόσεις, ότι η εφεσείουσα έπαυσε να διεξάγει εργασίες εδώ και πολλά χρόνια και δεν διαθέτει οποιαδήποτε περιουσιακά στοιχεία στην κατοχή της. Αυτός ήταν και ο λόγος που η πιο πάνω αίτηση μηνιαίων δόσεων αποσύρθηκε, με την ταυτόχρονη απόφαση εκ μέρους της εφεσίβλητης, να μην λάβει άλλα μέτρα εκτέλεσης για είσπραξη των επιδικασθέντων υπέρ της, εξόδων της πρωτόδικης διαδικασίας.

Τα πιο πάνω στοιχεία, σε συνδυασμό με την πολύ καλή υπεράσπιση της εφεσίβλητης στην υπό κρίση έφεση, δικαιολογούν κατά την εφεσίβλητη την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος ασφάλειας εξόδων, προκειμένου να διασφαλιστεί η είσπραξη των εξόδων που θα προκληθούν κατά την εκδίκαση της έφεσης. Είναι η θέση της εφεσίβλητης, ότι είναι αβέβαιο κατά πόσο θα μπορεί να εισπράξει τα έξοδά της από την εφεσείουσα αν η έφεση αποτύχει, δεδομένου ότι τα πρωτοδίκως επιδικασθέντα υπέρ της έξοδα, παρά τα μέτρα εκτέλεσης τα οποία έλαβε, δεν κατέστη δυνατόν να εισπραχθούν. Στην ένορκη δήλωση της αίτησης, επισυνάπτεται τέλος, προσχέδιο σχετικού καταλόγου εξόδων όπως υπολογίσθηκαν από τους δικηγόρους της εφεσίβλητης, στην αντίστοιχη κλίμακα της αγωγής.

Η εφεσείουσα έφερε ένσταση στην έκδοση του αιτούμενου διατάγματος. Στους λόγους ένστασης αναφέρεται μεταξύ άλλων, ότι  η έγκριση της αίτησης θα επιφέρει αθέμιτο και δυσανάλογο περιορισμό στο δικαίωμα της εφεσείουσας για πρόσβαση στη δικαιοσύνη, το οποίο προστατεύεται από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και το Άρθρο 6.1 της ΕΣΔΑ. Λέχθηκε ότι το δικαίωμα αυτό υπερισχύει των ιδιωτικών συμφερόντων των εφεσίβλητων.

Και ενώ προβάλλονται με την ένσταση, ισχυρισμοί ότι δεν αποδείχθηκε η αδυναμία της εφεσείουσας να πληρώσει τα έξοδα, ο συνήγορος της κατά την αγόρευση του ενώπιον του Εφετείου, δεν επέμενε σε αυτή την θέση. Αντιθέτως επανέλαβε ότι η εφεσείουσα δεν διεξάγει πλέον εργασίες και παραμένει εν ζωή μόνο για τους σκοπούς της παρούσας έφεσης. Αποδεχόμενος τον ισχυρισμό ότι η εφεσείουσα δεν έχει σήμερα καμία περιουσία ή οιαδήποτε έσοδα, επέμενε στην θέση του ότι για αυτόν ακριβώς τον λόγο, οποιαδήποτε διαταγή για ασφάλεια εξόδων, θα έχει ως αποτέλεσμα την στέρηση από την εφεσείουσα του δικαιώματος προσφυγής στη δικαιοσύνη. Ο συνήγορος, ισχυρίστηκε επίσης ότι η εφεσείουσα έχει ισχυρή και βάσιμη υπόθεση, όπως προκύπτει από την ειδοποίηση έφεσης και το περίγραμμα αγόρευσης που έχει καταχωρίσει.

Τέλος, ο συνήγορος έκαμε αναφορά σε υπέρμετρη καθυστέρηση στην καταχώρηση της αίτησης, με αποτέλεσμα αυτή να καθίσταται κακόπιστη και καταχρηστική αφού έχει ως αποκλειστικό σκοπό, την παρεμπόδιση της εφεσείουσας να προσφύγει στο Εφετείο. Επεσήμανε ότι κανένα διάβημα για ασφάλεια εξόδων έγινε από την εφεσίβλητη με την καταχώριση της έφεσης, ούτε καν όταν - σύμφωνα με τους δικούς της ισχυρισμούς – πληροφορήθηκε ότι η εφεσείουσα διέκοψε την οικονομική δραστηριότητα της. Η καθυστέρηση αυτή ενισχύει κατά τον συνήγορο, τον καταχρηστικό χαρακτήρα της αίτησης και αποκαλύπτει την απουσία ειλικρινούς σκοπού, εκ μέρους της εφεσίβλητης.

Αναφορικά με τον χρόνο καταχώρισης της αίτησης, η συνήγορος της εφεσίβλητης στη δική της αγόρευση, ισχυρίστηκε ότι μέχρι τον Δεκέμβριο του 2022, λαμβάνονταν μέτρα για είσπραξη των εξόδων της πρωτόδικης διαδικασίας. Δέχθηκε ότι υπήρξε μια καθυστέρηση περί τα δύο χρόνια από το 2022, στην καταχώριση της παρούσας αίτησης. Ισχυρίστηκε εντούτοις ότι αυτό το χρονικό διάστημα δεν είναι τόσο μεγάλο, ώστε να επηρεάζει το δικαίωμα της εφεσίβλητης στην καταχώριση της αίτησης. Υποστήριξε επιπλέον ότι από την αλληλογραφία που κατατέθηκε στο Δικαστήριο, η εφεσίβλητη έμεινε με την εντύπωση ότι η παρούσα έφεση δεν θα προωθείτο.

Νομική πτυχή

Η αίτηση στηρίζεται μεταξύ άλλων, στο Μέρος 26 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 που ρυθμίζει γενικά το ζήτημα της ασφάλειας εξόδων. Oι πρόνοιες του Μέρους 26.1 εδάφια (1) και (5) είναι ταυτόσημες με τις πρόνοιες της Δ.60 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Εκεί που εντοπίζεται διαφορά, είναι στο λεκτικό της παλαιάς Δ.35 θ.2, που προέβλεπε ότι σε διαδικασία έφεσης, ο αιτητής όφειλε, πλην των άλλων προϋποθέσεων, να αποδείξει και την ύπαρξη ειδικών περιστάσεων (special circumstances), προκειμένου να πετύχει την έκδοση διατάγματος για ασφάλεια εξόδων. Προϋπόθεση που δεν συμπεριλαμβάνεται στους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας του 2023, σύμφωνα με τους οποίους η ασφάλεια εξόδων από το Εφετείο, μπορεί να διαταχθεί δυνάμει της γενικής πρόνοιας του Μέρους 26 που ισχύει και για τα πρωτόδικα Δικαστήρια.

Έχει νομολογηθεί, με δεδομένο ότι παρέχονται στο Εφετείο από το Μέρος 41.12 όλες οι εξουσίες των κατώτερων του Δικαστηρίων, ότι αίτηση για ασφάλεια εξόδων ενώπιον του Εφετείου, διέπεται πλέον από τις πρόνοιες του Μέρους 26, προϋπόθεση για εφαρμογή του οποίου, είναι ο ενάγων, και στην περίπτωση έφεσης, ο εφεσείων, να έχει τη συνήθη διαμονή του εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης ή Κράτους Μέλους αυτής (βλ. DB Technologies BV κ.α. v. Miltiades Neophytou Engineering Contractors & Developers Ltd, Πολ. Έφεση Ε7/2023, ημ. 18/07/2024 και Ττοφινή ν. Nova Opta Estates Ltd  Πολιτική Έφεση Ε91/2024 ημ. 14/04/2025).

Η εφεσίβλητη στήριξε την αίτηση της, μεταξύ άλλων, στο Μέρος 26 των Κανονισμών του 2023. Όμως, θα πρέπει να τονίσουμε ότι στην παρούσα περίπτωση, δεν εφαρμόζονται οι πρόνοιες του Μέρους 26 των Κανονισμών του 2023, αφού η εφεσείουσα είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης που συστάθηκε και ενεγράφη δυνάμει του Κεφ. 113 και ως εκ τούτου, εφαρμογή έχει το Άρθρο 382 του Περί Εταιρειών Νόμου (Κεφ. 113) που αφορά ειδική διάταξη για παροχή ασφάλειας εξόδων από εταιρεία.

Σύμφωνα με την νομολογία, σε αντιδιαστολή προς τη γενική ρύθμιση για παροχή ασφάλειας εξόδων δυνάμει των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, το Άρθρο 382 του Κεφ. 113, αποτελεί εξειδικευμένη πρόνοια, που ρυθμίζει ειδικά την παροχή ασφάλειας εξόδων από εταιρείες που συστάθηκαν δυνάμει του Κεφ. 113 (βλ. το ερμηνευτικό Άρθρο 2 του Κεφ. 113 και  Y. Liasides Developers Ltd v Μιχαήλ Μιχαήλ, Πολ. Εφ. 123/2012 ημερ. 2.6.2017), ECLI:CY:AD:2017:A211. Η ίδια αρχή ισχύει και μετά την εισαγωγή των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 (βλ. Κάρκας Αλουμίνια Λτδ v. Σώτιας Αχιλλέως, Πολ. Έφεση 279/2019, ημ. 23/12/2024 και Ττοφινή ν. Nova Opta Estates Ltd ανωτέρω).

Παρατηρούμε εντούτοις ότι η εφεσίβλητη, στήριξε εσφαλμένα την αίτηση της στο Μέρος 26 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, ενώ απουσιάζει από τη νομική βάση της αίτησης το Άρθρο 382 του Κεφ. 113. Η συνήγορος για την εφεσίβλητη σε σχετική παρατήρηση του Εφετείου, ανέφερε κατά την προφορική της αγόρευση, ότι πρόκειται για τυπική παράλειψη και εν πάση περιπτώσει, η αίτηση στηρίζεται στο Άρθρο 382 του Κεφ. 113. Εξ άλλου στην γραπτή αγόρευση της, η εφεσίβλητη στηρίχθηκε αποκλειστικά σε σχετική νομολογία, που ερμηνεύει το Άρθρο 382 του Κεφ. 113.

Σημειώνουμε επί του προκειμένου ότι μετά την εφαρμογή των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, τα Δικαστήρια επιδιώκουν πλέον την υλοποίηση του Πρωταρχικού Σκοπού που προβλέπεται στο Μέρος 1, και ειδικότερα εφαρμόζουν τον Πρωταρχικό Σκοπό, δυνάμει του Μέρους 1.3 κατά την άσκηση οποιασδήποτε εξουσίας τους παρέχεται από τους Κανονισμούς, αλλά και κατά την ερμηνεία οποιουδήποτε Κανονισμού. Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει την εξουσία να πραγματοποιεί οποιοδήποτε άλλο βήμα ή να εκδίδει οποιοδήποτε διάταγμα, με σκοπό την προαγωγή του Πρωταρχικού Σκοπού ως προβλέπεται στο Μέρος 3.1(μ). Τέλος, δυνάμει του Μέρους 1.2 (γ) (iv), το Δικαστήριο έχει υποχρέωση να χειριστεί την υπόθεση με τρόπο αναλογικό ως προς τις οικονομικές συνθήκες κάθε διαδίκου.

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, και αφού λάβαμε υπόψη τον Πρωταρχικό Σκοπό των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, θα εξετάσουμε την παρούσα αίτηση ασφάλειας εξόδων δυνάμει του  Άρθρου 382 του Κεφ. 113, παρά το ότι δεν στηρίζεται σε αυτήν την ειδική νομοθετική διάταξη. Λαμβάνουμε προς τον σκοπό αυτό υπόψη, το δεδομένο ότι οι γενικές αρχές που εφαρμόζονται σε αίτηση ασφάλειας εξόδων από εταιρεία δυνάμει του  Άρθρου 382 του Κεφ. 113 όπως ερμηνεύθηκαν από την νομολογία, δεν διαφέρουν σημαντικά με αυτές του Μέρους 26 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, αλλά και την Δ.60 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

Η γενική νομολογιακή αρχή, είναι ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να εξισορροπεί την εύλογη ανησυχία ενός εναγομένου ή εφεσίβλητου  για τα έξοδα του, με το δικαίωμα του ενάγοντα ή εφεσείοντα, να προσφύγει στο Δικαστήριο.

Ως προς την στέρηση ενός διαδίκου να προσφύγει στη δικαιοσύνη ως αποτέλεσμα έκδοση διατάγματος ασφάλειας εξόδων, σχετική είναι η απόφαση  Continental Ins. Co. of Hampshire v. O'Regan (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 1087. Λέχθηκε ότι η αδιαμφισβήτητη οικονομική αδυναμία του εναγομένου για συμμόρφωση με διάταγμα εξασφάλισης των εξόδων του τριτοδιαδίκου, δεν δικαιολογούσε την έκδοση σχετικής διαταγής. Διευκρινίστηκε εντούτοις ότι δεν είναι σε όλες τις περιπτώσεις που η ασφάλεια εξόδων οδηγεί έναν ενάγοντα ή εφεσείοντα σε αδυναμία να προσφύγει στην δικαιοσύνη, δεδομένου ότι υπάρχουν περιπτώσεις, στις οποίες αυτός μπορεί να συμμορφωθεί με το σχετικό διάταγμα. Διάταγμα εκδίδεται επίσης όπου αποδεικνύεται ότι με εσκεμμένες ενέργειες ο ενάγων προκαλεί την αφερεγγυότητα του, ή επιδιώκει να αποφύγει τις όποιες δικές του, εκ της αντιδικίας, υποχρεώσεις. Όπου όμως αδιαμφησβήτητα ο ενάγων - εφεσείων δεν έχει την οικονομική δυνατότητα συμμόρφωσης, η ασφάλεια εξόδων δεν δικαιολογείται γιατί ισοδυναμεί με άρνηση δικαιοσύνης.

Είναι σαφές από την νομολογία ότι στην εξισορρόπηση των πιο πάνω παραγόντων, το Δικαστήριο δεν θα επιτρέψει η ασφάλεια εξόδων να λειτουργήσει με τρόπο, που θα στερήσει το δικαίωμα πρόσβασης στην δικαιοσύνη. Υποδεικνύεται σε πλειάδα αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι η ασφάλεια για τα έξοδα, παρέχεται υπό το πρίσμα των διατάξεων του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος και των αντίστοιχων διατάξεων του Άρθρου 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, οι οποίες κατοχυρώνουν την πρόσβαση του ατόμου στο Δικαστήριο ως θεμελιώδες δικαίωμα του. Συναρτάται έτσι η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, με τη δυνατότητα του διαδίκου ανάλογα με την οικονομική του ευχέρεια, να παράσχει την αιτούμενη ασφάλεια (βλ. μεταξύ άλλων Conway v. Elia (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1653, 1656-7 & Χαραλαμπίδης ν. Πέτρου κ.α (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1698, 1700).

Στην υπόθεση Conway v. Elia (ανωτέρω), επισημάνθηκε ότι η Δ.60 αποτελούσε μέρος των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, που εφαρμόζονταν κατά το χρόνο ανακήρυξης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Διατηρήθηκε, όπως και οι θεσμοί, γενικά, σε ισχύ, υπό την αίρεση των διατάξεων του Άρθρου 188.1 του Συντάγματος, που επιβάλλουν την προσαρμογή των προνοιών τους προς το Σύνταγμα, περιλαμβανομένου του Άρθρου 30 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει το δικαίωμα της πρόσβασης στη Δικαιοσύνη.

Η συνήγορος για την εφεσείουσα, ισχυρίστηκε παρόλα αυτά στην αγόρευση της ότι σε περίπτωση εταιρειών, το δικαίωμα του εναγομένου – εφεσίβλητου να διασφαλίσει τα έξοδα του, υπερισχύει έναντι του δικαιώματος της ενάγουσας – εφεσείουσας εταιρείας, να προσφύγει στο Δικαστήριο. Όπως το έθεσε η συνήγορος, «το Άρθρο 30 του Συντάγματος δεν εφαρμόζεται σε αιτήσεις για ασφάλεια εξόδων, σε σχέση με νομικά πρόσωπα». Επιπλέον, στην γραπτή της αγόρευση, η συνήγορος στήριξε την πιο πάνω άποψη της, σε απόσπασμα της  Αγγλικής απόφασης Pearson ν. Naydler [1977] 3 All ER 531, 532, το οποίο παρατίθεται στις κυπριακές αποφάσεις GK Theonell Building & Construction Ltd ν. Aig Europe Ltd, Πολ. Έφεση 98/2017, 03/06/2019 και YLiasides Developers Ltd vMιχαήλ., Πολ. Έφεση 123/2012 02/06/2017.

Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω άποψη. Είναι σαφές ότι στις αποφάσεις Theonell και  Liasides (ανωτέρω), δεν έγινε οποιαδήποτε αναφορά στην προγενέστερη πλούσια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία αφορούσε αιτήσεις δυνάμει του Άρθρου 382 του Κεφ.113, και η ένσταση της εφεσείουσας εταιρείας αναφορικά με το δικαίωμα της για πρόσβαση στη δικαιοσύνη, λήφθηκε υπόψη και εξετάστηκε από το Δικαστήριο (βλ. μεταξύ άλλων Continental Ins. Co. of Hampshire v. O'Regan (ανωτέρω),  Επίσημος Παραλήπτης ως εκκαθαριστής της K.S.S. Trading Ltd ν. Γεν. Ασφ. Κύπρου Λτδ (Αρ.2) (2005) 1(B) A.A.Δ. 1446, 1455-7, Genemp Trading Ltd v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (2011) 1(Β) Α.Α.Δ. 1314, 1318, Κ.Κ. New Extra Ltd ν. Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου, Πολ. Έφεση 218/2016, 18/1/2018 και Λεωνίδας Κίμωνος ως εκκαθαριστής της Blue Seal Shoes Ltd ν. Χρ. Ιωάννου Υιοί (Υποδήματα) Λτδ (2015) 1 Α.Α.Δ 147).

Τονίζουμε ιδιαίτερα την υπόθεση Λεωνίδας Κίμωνος (ανωτέρω), στην οποία λέχθηκε χαρακτηριστικά ότι εκτός από την οικονομική αδυναμία της εταιρείας και την εύλογη ανησυχία του εναγομένου για τα έξοδα του, ο τρίτος παράγοντας που εξισορροπεί το Δικαστήριο σε αιτήσεις ασφάλειας εξόδων, αφορά «το δικαίωμα πρόσβασης κάθε φυσικού και νομικού προσώπου στο Δικαστήριο». Λέχθηκαν συγκεκριμένα τα εξής:

«Το ζήτημα εξετάστηκε σε βάθος στην Επίσημος Παραλήπτης ν. Γενικές Ασφάλειες Κύπρου Λτδ (Αρ. 2) (2005) 1 Α.Α.Δ. 1446 με αναφορά στα Άρθρα 30.2 του Συντάγματος και 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών, ως και με την ανασκόπηση της μέχρι τότε διαμορφωθείσας κυπριακής, αγγλικής και ευρωπαϊκής νομολογίας. Ό,τι προκύπτει σχετικά είναι ότι ναι μεν ο Νόμος δίδει δυνατότητα έκδοσης διαταγής για εξασφάλιση εξόδων εναντίον αφερέγγυας εταιρείας, αλλά κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου πρέπει να εξισορροπούνται τρεις παράγοντες. Ο πρώτος, η οικονομική αδυναμία της εταιρείας, ο δεύτερος, η εύλογη ανησυχία του αντιδίκου της ότι στην περίπτωση που επιτύχει στην υπεράσπισή του δεν θα επανακτήσει τα έξοδά του και, ο τρίτος, το δικαίωμα πρόσβασης κάθε φυσικού και νομικού προσώπου στο Δικαστήριο. Και αυτό πάντοτε στη βάση των περιστατικών της κάθε υπόθεσης, διαφορετικά δεν θα μπορούσε να γίνει λόγος για διακριτική ευχέρεια. Στο ίδιο πνεύμα κινείται και η Genemp Trading Ltd (ανωτέρω), όπου επισημάνθηκε ότι «Το ζητούμενο σε κάθε περίπτωση είναι κατά πόσο η παροχή ασφάλειας εξόδων είναι αντικειμενικά δικαιολογημένη έχοντας υπόψη όλες τις συνθήκες, καθώς και το πιθανό βάρος επί των ώμων του διαδίκου που θα διαταχθεί να καταβάλει αυτή την ασφάλεια».

Σχετική με το θέμα είναι και η πρόσφατη απόφαση του Εφετείου Stoba Trading Ltd κ.α. V. South Automobile Group L.L.C κ.α., Πολ. Έφεση E223/2019, ημ. 31/1/2025, στην οποία λέχθηκε ότι οι αναφορές στις αποφάσεις Theonell και Liasides (ανωτέρω), ως προς την ένσταση εταιρείας (σε αντιδιαστολή με φυσικό πρόσωπο), αναφορικά με το ενδεχόμενο πρόσβασης της στο Δικαστήριο, παρατέθηκαν per incuriam, και δεν δεσμεύουν το Εφετείο. Ενόψει τούτου και εφόσον στις πιο πάνω υποθέσεις δεν υπήρξε απόκλιση από δικαστικό προηγούμενο, εξακολουθεί να ισχύει και για τις εταιρείες για τις οποίες εξετάζεται αίτηση για ασφάλεια εξόδων δυνάμει του Άρθρου 382 του Κεφ. 113, η νομολογιακή αρχή ότι το Δικαστήριο εξετάζει στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας μαζί με τους υπολοίπους παράγοντες, και την πιθανότητα στέρησης από την εταιρεία, του δικαιώματος της να προσφύγει στην δικαιοσύνη.

Στην πολύ πρόσφατη απόφαση Χρίστια Μιχαήλ, ν. Yudelle Asset Holding Ltd, κα Πολ. Έφεση αρ. Ε94/24, το Εφετείο έκανε εκτενή αναφορά στην αγγλική απόφαση  Sir Lindsay Parkinson v. Triplan Ltd (1973) 2 All E.R. 273, στην οποία συνοψίστηκαν οι βασικές αρχές που εφαρμόζει το Δικαστήριο σε αιτήσεις ασφάλειας εξόδων. Γίνεται επίσης παραπομπή στο πιο κάτω απόσπασμα από το σύγγραμμα Cook on Costs 2025 στις παραγράφους 19-14 και 19-15 όπως παρατίθεται σε ηλεκτρονική έκδοση της ιστοσελίδας Lexis + UK, στο οποίο ανακεφαλαιώνονται οι αρχές που εφαρμόζονται στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, όπως ο Lord Denning τις έθεσε στο δικό του σκεπτικό της απόφασης Sir Lindsay Parkinson (ανωτέρω):

[19.14] Having considered the CPR 25.13(2) conditions, let us turn our attention to CPR 25.13(1)(a) and the second part of the twofold test. Even if the defendant has satisfied the court that one of the conditions under CPR 25.13(2) is met, the court retains a discretion and must be satisfied that it is just to order security. It is here that many of the authorities that emerged under s 726(1) of the Companies Act 1985 remain relevant and informative.

Discretion

[19.15]

In Parkinson (Sir Lindsay) & Co Ltd v Triplan Ltd [1973] QB 609, [1973] 2 All ER 273, CA, Lord Denning identified the following circumstances which the court might take into account in exercising its discretion:

                               I.         Whether the claimant's claim is bona fide and not a sham.

                             II.         Whether the claimant has a reasonably good prospect of success.

                            III.         Whether there is an admission by the defendant on the pleadings or elsewhere that the money is due.

                            IV.        Whether there is a substantial payment into court or an 'open offer' of a substantial amount.

                             V.        Whether the application for security is being used oppressively, eg so as to stifle a genuine claim.

                            VI.        Whether the claimant's want of means is being brought about by any conduct by the defendants, such as delay in payment or in doing their part of the work.

                          VII.        Whether the application for security is made at a late stage of the proceedings.

Οι ίδιες αρχές επαναλαμβάνονται στην μεταγενέστερη αγγλική υπόθεση Keary Developments Ltd v Tarmac Construction Ltd and another (1995) 3 All ER 534. Λέχθηκε στην εν λόγω απόφαση ότι το Δικαστήριο καθηκόντως δεν θα επιτρέψει να χρησιμοποιηθεί η ασφάλεια εξόδων, ως μέσο καταπίεσης ενός αφερέγγυου ενάγοντα, ακυρώνοντας μια γνήσια αξίωση του, ιδίως όταν υποστηρίζεται ότι η αφερεγγυότητα του οφείλεται σε πράξεις του εναγομένου, που συνιστούν και την βάση της αξίωσης του. Σχετική είναι και η κυπριακή απόφαση Θεμιστοκλής Σολωμού Χαραλαμπίδης ν. Ιάκωβου Πέτρου κ.α (2003) 1Γ Α.Α.Δ 1698, στην οποία λέχθηκαν τα ακόλουθα:

“ Η θεμελιακή σκέψη είναι πως η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, κατά την εξέταση τέτοιας αίτησης, έχει ως βάση τη δυνατότητα του ενάγοντος, ή του εφεσείοντος ανάλογα με την περίπτωση, να παράσχει την αιτούμενη ασφάλεια. Αν δεν διαθέτει τα οικονομικά μέσα το αίτημα απορρίπτεται.  Η λογική πίσω από τη σκέψη έγκειται στην αρχή πως, αν η  έκδοση διαταγής για παροχή ασφάλειας εξόδων απολήγει σε στέρηση του δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο, τότε δεν εκδίδεται η διαταγή.  Υπερισχύει το δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο, που διασφαλίζουν οι πιο πάνω συνταγματικές και νομοθετικές διατάξεις.”

Το βάρος απόδειξης ότι η έκδοση διατάγματος θα στερήσει στον διάδικο το δικαίωμα πρόσβασης στην δικαιοσύνη, το έχει αυτός που το επικαλείται, ήτοι ο ενάγων – εφεσείων. Ο εναγόμενος – εφεσίβλητος, δεν είναι σε θέση να γνωρίζει λεπτομέρειες για την οικονομική κατάσταση του ενάγοντα - εφεσείοντα. Έτσι, το βάρος πέφτει στον ενάγοντα – εφεσείοντα να αποδείξει ότι βρίσκεται σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ούτως ώστε με την έκδοση του διατάγματος να στερείται στην ουσία της ελεύθερης πρόσβασης στο Δικαστήριο. Η πιο πάνω θέση προκύπτει από την απόφαση Studland Holdings L.t.d κ.α ν. Σωφρόνιου Ευσταθίου κ.α (2003) 1Γ Α.Α.Δ 1809, όπου λέχθηκε ότι οι εφεσείοντες – καθ’ ων η αίτηση δεν παρουσίασαν στοιχεία και άφησαν ατεκμηρίωτο τον ισχυρισμό τους ότι η παροχή ασφάλειας για τα έξοδα, θα καταστεί εμπόδιο προώθησης της γνήσιας απαίτησης τους.

Ως προς το ζήτημα του χρόνου, έχει νομολογηθεί ότι η καθυστέρηση του διαδίκου να αποταθεί για ασφάλεια εξόδων, σε συσχετισμό με άλλους ενισχυτικούς παράγοντες, δυνατόν να προσανατολίσει το Δικαστήριο στην απόρριψη τέτοιου αιτήματος (βλ. Sir Lindsay Parkinson ανωτέρω και Union de Cooperatives Agricoles de Cereales de Semences v. Apak Agro Industries Ltd κ.α. (1992) 1 CLR 1170).

Συμπεράσματα

Στην υπό κρίση περίπτωση, είναι παραδεκτό ότι η εφεσείουσα δεν ασκεί σήμερα εργασίες και δεν έχει καθόλου έσοδα. Στην αγόρευση της συνηγόρου για την εφεσίβλητη, γίνεται αναφορά στην παραδοχή της ίδιας της εφεσείουσας ότι δεν διεξάγει οιεσδήποτε εργασίες και δεν διαθέτει οιαδήποτε κινητή ή ακίνητη περιουσία. Το γεγονός αυτό όμως, αντί να οδηγεί αναπόφευκτα σε έκδοση διατάγματος ασφάλειας εξόδων όπως εισηγείται η συνήγορος της εφεσίβλητης, αποτελεί σύμφωνα με την προαναφερθείσα νομολογία, παράγοντα που σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα περιστατικά της υπόθεσης, δυνατόν να οδηγήσει σε απόρριψη του αιτήματος, ιδιαίτερα αν διαπιστωθεί ότι τέτοιο διάταγμα, θα στερήσει από την εφεσείουσα το δικαίωμα πρόσβασης στην δικαιοσύνη.

Σύμφωνα με την προαναφερθείσα νομολογία, η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου σε αιτήσεις ασφάλειας εξόδων, πρέπει να ερμηνεύεται με τρόπο που να λαμβάνει υπόψη, όχι μόνο την οικονομική αδυναμία του ενάγοντα - εφεσείοντα και την αντίστοιχη εύλογη ανησυχία του εναγομένου – εφεσιβλήτου για τα έξοδα του, αλλά και το δικαίωμα του ενάγοντα – εφεσείοντα για πρόσβαση στο Δικαστήριο.

Είναι σαφές από το υλικό που τέθηκε ενώπιον μας ότι το δικαίωμα πρόσβασης της εφεσείουσας στο Δικαστήριο και συγκεκριμένα στο Εφετείο για προώθηση της υπό κρίση έφεσης, θα επηρεαστεί αρνητικά σε περίπτωση έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος, με το οποίο αποδεδειγμένα δεν μπορεί να συμμορφωθεί. Ούτε έχει αποδειχθεί ότι η εφεσείουσα προκάλεσε σκοπίμως την αφερεγγυότητα της ή επιδιώκει να αποφύγει εσκεμμένως τις υποχρεώσεις προς την εφεσίβλητη.

Η οικονομική αδυναμία της εφεσείουσας να συμμορφωθεί με το αιτούμενο διάταγμα ασφάλειας εξόδων, σε συνδυασμό με την μεγάλη καθυστέρηση της εφεσίβλητης να προωθήσει την παρούσα αίτηση, συνηγορεί υπέρ της απόρριψης του αιτήματος. Ακόμη και αν γίνει αποδεκτή η θέση της εφεσίβλητης ότι μέχρι το 2022 γίνονταν προσπάθειες είσπραξης των πρωτόδικων εξόδων, δεν έχει δοθεί καμία δικαιολογία γιατί η εφεσίβλητη παρέμεινε άπραγη πέραν των δύο ετών και καταχώρησε την υπό κρίση αίτηση μόλις στις 04/03/2025, όταν η έφεση ήταν έτοιμη να εκδικαστεί επί της ουσίας.   

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, κρίνουμε ότι στην παρούσα περίπτωση, υπερισχύει το δικαίωμα της εφεσείουσας για προσφυγή στη δικαιοσύνη, αφού είναι δεδομένο ότι το δικαίωμα αυτό θα πληγεί με την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος ασφάλειας εξόδων, στο οποίο αποδεδειγμένα δεν μπορεί να συμμορφωθεί, λαμβανομένων επιπλέον υπόψη των υπολοίπων περιστατικών της υπόθεσης, ιδιαίτερα την μεγάλη καθυστέρηση στην προώθηση του αιτήματος, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν αποδείχθηκε, η έφεση να έχει κινηθεί εκδικητικά ή αδικαιολόγητα από την εφεσείουσα.

Ως εκ τούτου, η αίτηση απορρίπτεται με €2.200,00 έξοδα πλέον ΦΠΑ εναντίον της εφεσίβλητης και υπέρ της εφεσείουσας.

 

 

ΑΛ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.

    Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.

      Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο