ΒΑΣΟΣ ΑΝΔΡΕΟΥ v. VITAEMED LTD (ΠΡΩΗΝ VOUROS HEALTHCARE LTD), Πολιτική Έφεση Αρ. 433/2019, 14/7/2025
print
Τίτλος:
ΒΑΣΟΣ ΑΝΔΡΕΟΥ v. VITAEMED LTD (ΠΡΩΗΝ VOUROS HEALTHCARE LTD), Πολιτική Έφεση Αρ. 433/2019, 14/7/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 433/2019)

 

14 Ιουλίου 2025

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ,  Δ/στες]

 

ΒΑΣΟΣ ΑΝΔΡΕΟΥ,

Εφεσείων

v.

 

VITAEMED LTD (ΠΡΩΗΝ VOUROS HEALTHCARE LTD),

Εφεσιβλήτων

 

Χρ. Χαραλάμπους (κα) για Σταύρο Σταυρινίδη για Εφεσείοντα

Χρ. Χριστάκη για Χριστάκης Θ. Χριστάκη ΔΕΠΕ για Εφεσίβλητους

 

------------------------

 

 ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Αμπίζα, Δ.

 

----------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ: Έχοντας, στις 26.4.2018, εξασφαλίσει απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, εναντίον των εφεσιβλήτων, για ποσό €17.644,70, πλέον τόκο και έξοδα, ο εφεσείων αιτήθηκε, από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, άδεια και/ή διαταγή όπως η απόφαση αυτή καταχωρηθεί και εγγραφεί για σκοπούς εκτέλεσης, στο Πρωτοκολλητείο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Την αίτηση του αυτή βάσισε στον Κανονισμό 15 του περί Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Διαδικαστικού Κανονισμού του 1999 (1/1999), στους, σε ισχύ τότε, Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, Δ.40 και Δ.47, καθώς επίσης, στις γενικές και συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου, στη νομολογία και στην πρακτική του Δικαστηρίου.

 

Ο εφεσείων είχε υποβάλει την εν λόγω αίτηση του μονομερώς, όμως, το Δικαστήριο έκρινε ορθό όπως δώσει οδηγίες επίδοσης της στους εφεσίβλητους. Οι οποίοι καταχώρησαν ένσταση στο αίτημα του εφεσείοντα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν παρεχόταν νομική βάση για τέτοιο αίτημα, ούτε οι διατάξεις, στις οποίες βασίστηκε η πλευρά του εφεσείοντα, δίδουν εξουσία στο Επαρχιακό Δικαστήριο να προχωρήσει σε εγγραφή τέτοιας απόφασης. Κρίνοντας, παράλληλα, ότι ούτε η σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου θα μπορούσε να δικαιολογήσει την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος, απέρριψε την αίτηση, επιδικάζοντας τα έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα.

 

Την απόφαση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο εφεσείων προσβάλλει με την παρούσα έφεση. Στην Ειδοποίηση Έφεσης περιλαμβάνονται πέντε λόγοι έφεσης, όμως με το περίγραμμα αγόρευσης φαίνεται να προωθούνται μόνο οι τέσσερεις πρώτοι. Θεωρούμε, συνεπεία τούτου, ότι ο πέμπτος λόγος έφεσης εγκαταλείφθηκε, ορθά, παρατηρούμε, αφού δεν θα μπορούσε, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, να έχει επίδραση στην πρωτόδικη απόφαση. Διευκρινίζεται ότι ο λόγος έφεσης αυτός αφορά αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο Άρθρο 31 του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967, με την εισήγηση ότι δεν εξάγεται κάποιο συμπέρασμα από την αναφορά αυτή.

 

Έχουμε μελετήσει διεξοδικά τους εγειρόμενους λόγους έφεσης, την αιτιολογία αυτών και την επιχειρηματολογία της πλευράς του εφεσείοντα, αλλά και την αντίθετη επιχειρηματολογία της πλευράς των εφεσιβλήτων, οι οποίοι υπεραμύνονται της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης. Προχωρούμε με την εξέταση των λόγων έφεσης.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν είναι ορθά και/ή δεόντως και/ή επαρκώς αιτιολογημένη, όπως απαιτείται και από το Άρθρο 30 του Συντάγματος. Αποδίδεται, αιτιολογικά, ότι η πρωτόδικη κρίση δεν υποστηρίζεται με σχετική νομολογία, ενώ η αναφορά των σχετικών νομοθεσιών και κανονισμών δεν συνάδει με τον σκοπό του αιτούμενου διατάγματος.

 

Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η εισήγηση της πλευράς του εφεσείοντα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως προκύπτει από το σκεπτικό της απόφασης του, κατέγραψε, ως πρώτο ζήτημα που θα έπρεπε να κριθεί, το κατά πόσον η νομική βάση της αίτησης παρείχε έρεισμα για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος. Κατέγραψε, παράλληλα, ότι ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον εφεσείοντα παρέπεμψε το Δικαστήριο στη Δ.47 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και στον ως άνω Κανονισμό 15 του περί Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Διαδικαστικού Κανονισμού του 1999. Ξεκινώντας από την πρόνοια του Άρθρου 31 του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967, Ν. 24/1967, ότι απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, με την οποία επιδικάζεται οποιοδήποτε ποσό εκτελείται κατά τον ίδιο τρόπο ως απόφαση πολιτικού Δικαστηρίου, ανέλυσε τις πρόνοιες της ως άνω Δ.47, εξηγώντας ότι αφορούν εξωδικαστικές αποφάσεις, καθώς επίσης, τις πρόνοιες του ως άνω Κανονισμού 15, σε αντιδιαστολή με προηγούμενες σχετικές πρόνοιες Κανονισμών, εξηγώντας την κατάληξη του, η οποία καθόρισε και το αποτέλεσμα της αίτησης.

 

Κρίνουμε ότι η πρωτόδικη απόφαση αιτιολογήθηκε με επάρκεια, αποφασίζοντας το επίδικο θέμα.

 

Παρεμβάλλουμε στο σημείο αυτό ότι, αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης, αιτιολογικά επιχειρείται να προβληθεί θέμα παραβίασης του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος του εφεσείοντα να προσφύγει στο Δικαστήριο για να απολαύσει τους καρπούς της νίκης του. Είναι προφανές ότι τέτοιο ζήτημα εκφεύγει του λόγου έφεσης, ως έχει υποβληθεί. Είναι καλώς γνωστό ότι δεν επιτρέπεται η διεύρυνση λόγου έφεσης μέσω της αιτιολογίας αυτού. Θέματα τα οποία εγείρονται και είναι εκτός του λόγου έφεσης, ή τον διευρύνουν δεν εξετάζονται. Θέματα τα οποία δεν αποτελούν αυτοτελή λόγο έφεσης, αλλά παρεισφρέουν ως μέρος της αιτιολογίας  λόγου έφεσης δεν εξετάζονται (ALKIS H. HADJIKYRIACOS (FROU FROU BISCUITS PUBLIC LTD v. ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗΣ, Πολιτική Έφεση Αρ. 322/2013, ημερομηνίας 16.7.2019), ECLI:CY:AD:2019:A305.

 

Επομένως, τέτοιο θέμα δεν εξετάζεται. Αβάσιμος κρίνεται ο πρώτος λόγος έφεσης και απορρίπτεται.

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης αποδίδει στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν ασχολήθηκε με τη Δ.40 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Ενώ τέτοιος είναι ο λόγος έφεσης, και πάλι η αιτιολογία αυτού διευρύνει τα θέματα ώστε να προωθεί εισηγήσεις της πλευράς του εφεσείοντα αναφορικά με άλλες διαδικαστικές και νομοθετικές πρόνοιες. Ως εξηγείται ανωτέρω, κάτι τέτοιο δεν είναι επιτρεπτό. Πέραν τούτου, ασχέτως της θεώρησης της πλευράς του εφεσείοντα για το ποια είναι τα δικαιώματα του, ως προς την εκτέλεση απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, πουθενά δεν εντοπίζουμε σχετικότητα του τι προβάλλει ο λόγος έφεσης με την πρωτόδικη κρίση, αλλά και το πως οι πρόνοιες της εν λόγω διάταξης των θεσμών πολιτικής δικονομίας, οι οποίες αφορούν την εκτέλεση γενικά, θα μπορούσαν να επιδράσουν επί του επίδικου θέματος και της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Δεν εντοπίζουμε έρεισμα στον υπό εξέταση λόγο έφεσης, τον οποίο και απορρίπτουμε.

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε, εσφαλμένα, την ως άνω Δ.47. Αιτιολογικά, προβάλλεται ότι η απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών εμπίπτει στις διαταγές που αφορά η εν λόγω διάταξη, αφού, παρά τον τίτλο αυτής, πουθενά στο κείμενο της δεν αναφέρεται σε εξωδικαστικές διαταγές.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχοντας παραθέσει, αυτολεξεί, το  κείμενο της εν λόγω διάταξης, εξήγησε ότι «Είναι από το στάδιο αυτό ορθό να λεχθεί ότι μελέτη των πιο πάνω διατάξεων αποκαλύπτει, κατά την κρίση μου, πως οι πρόνοιες της Διαταγής 47 τυγχάνουν εφαρμογής μόνο όπου επιδιώκεται εγγραφή εξωδικαστικής απόφασης και δεν καλύπτει περιπτώσεις δικαστικών αποφάσεων, όπως είναι η Απόφαση.  Η Δ.47 Θ. 1 ξεκάθαρα αναφέρεται στις περιπτώσεις έκδοσης διαταγών δυνάμει κάποιου νόμου, ο οποίος ρητά προβλέπει για την αναγκαιότητα εγγραφής της διαταγής αυτής για σκοπούς εκτέλεσης της.  Τέτοια διαταγή είναι η απόφαση της Επιτροπής Καθορισμού Δικηγορικής Αμοιβής του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου σύμφωνα με τον Κανονισμό 16Α των περί Ελαχίστων Ορίων Αμοιβής των Ασκούντων Δικηγορία (Εξωδικαστηριακές Υποθέσεις) Κανονισμών του 1985-2006 (βλέπε Αναφορικά με την Cyllenius Holdings Ltd κ.ά (2008) 1 Α.Α.Δ. 272 και Μοντάνιος & Μοντάνιος ν. Αρτέμιδος Κωνσταντίνου Τουμαζή κ.ά. (2005) 1 Α.Α.Δ. 333) και οι διαιτητικές αποφάσεις σύμφωνα με τον περί Διαιτησίας Νόμο, Κεφ. 4 (βλέπε άρθρο 21 του Κεφ. 4).»

 

          Ορθή κρίνεται η, επί του προκειμένου, πρωτόδικη κρίση. Η θεώρηση αυτή της ευπαίδευτης πρωτόδικης Δικαστού είναι σε πλήρη αρμονία, τόσο με την εν λόγω διαδικαστική πρόνοια, η οποία δεν νοείται να φέρει τίτλο «Enforcement of Extra-Judicial Orders» αλλά να προνοεί για διαταγές άλλες από αυτές, όσο και με αναφορές σε αποφάσεις, όπως η ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ ν. ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΕΥΤΕΡΑΣ – ΑΝΑΓΙΑΣ, Πολιτική Έφεση Αρ. 92/2014, ημερομηνίας 22.4.2021, ECLI:CY:AD:2021:A168 και ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ ν. ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΚΟΚΚΙΝΟΤΡΙΜΙΘΙΑΣ, Πολιτική Έφεση 192/2013, ημερομηνίας 19.7.2019, ECLI:CY:AD:2019:A327.

 

          Κατ’ ακολουθίαν, αβάσιμος κρίνεται και ο τρίτος λόγος έφεσης και, ως τέτοιος, απορρίπτεται.

 

          Ο τέταρτος λόγος έφεσης αποδίδει, στο πρωτόδικο Δικαστήριο, σφάλμα στον τρόπο άσκησης της σύμφυτης εξουσίας του, ώστε να απονείμει δικαιοσύνη, εκδίδοντας το αιτούμενο διάταγμα.

 

          Αβάσιμο κρίνουμε και αυτόν τον λόγο έφεσης. Εξήγησε, συναφώς, η ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστής, ότι «…ούτε η σύμφυτη εξουσία μπορεί να δικαιολογήσει την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος αφού όπως έχει νομολογηθεί, οι συμφυείς ή εγγενείς εξουσίες του Δικαστηρίου δεν διευρύνουν τη δικαιοδοσία ή τις εξουσίες του, ούτε έχουν ως λόγο την επέκταση τους.  Ούτε μπορεί να αποτελεί πηγή εξουσίας ανεξάρτητη από το νόμο και τους θεσμούς (βλέπε επίσης Τουβολοποιεία Παλαικύθρου Γίγας Λτδ ν. Μαρούλας Πολυδώρου Ουστά (1994) 1 Α.Α.Δ. 109, Sofocli v. Leonidou (1988) 1 C.L.R. 583 και Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 339).».

 

          Είναι ορθή η ως άνω διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, χωρίς να μπορεί ή να χρειάζεται να λεχθούν πολλά επί του προκειμένου. Υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης δεν παρείχετο πεδίο άσκησης τέτοιας εξουσίας.

 

          Απορρίπτεται, συνεπώς και ο τέταρτος λόγος έφεσης.

 

          Συνακόλουθα, η παρούσα έφεση απορρίπτεται στην ολότητά της. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

Επιδικάζονται εναντίον της  εφεσείουσας και υπέρ των εφεσιβλήτων, €2.400.-, πλέον ΦΠΑ (εάν υπάρχει), ως έξοδα της παρούσας έφεσης.

 

 

 

 

Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.          Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.         Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο