
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 439/2019)
4 Ιουλίου 2025
[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στες]
ΚΩΣΤΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
Εφεσείων
v.
ΕΘΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ,
Εφεσιβλήτων
Θ. Ανδρέου με Α. Νικολάου (κα) για Θεοφάνης Ανδρέου & Συνεργάτες για Εφεσείοντα
Στ. Βασιλακκάς με Ε. Κάζη (κα) για Ε. Φλουρέντζου & Σία ΔΕΠΕ για Εφεσίβλητους
------------------------
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Αμπίζα, Δ.
----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ: Αντικείμενο της παρούσας έφεσης είναι απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, με την οποία επιδικάστηκε, υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα, ποσό €111.543,62.- πλέον τόκο προς 8% ετησίως επί του ποσού αυτού από 1.7.2010 μέχρι εξοφλήσεως. Η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε να είναι αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα με την απόφαση που είχε εκδοθεί εναντίον του εναγομένου 2 στην αγωγή, ως εγγυητή του εφεσείοντα, λόγω παράλειψης του να καταχωρήσει σημείωμα εμφάνισης. Εναντίον του εφεσείοντα, επιδικάστηκαν, επίσης, τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας.
Η υπό κρίση διαφορά, ως προβαλλόταν στα δικόγραφα, αφορούσε αξίωση των εφεσιβλήτων στη βάση πέντε εγγράφων συμφωνιών για συνεργασία του εφεσείοντα με αυτούς ως ασφαλιστικός αντιπρόσωπος και ως διευθυντής ασφαλιστικών συμβούλων. Ως η ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστής συνόψισε τη διαφορά, δυνάμει εγγράφων συμφωνιών, ημερομηνίας 18.9.2006, οι εφεσίβλητοι διόρισαν τον εφεσείοντα ως ασφαλιστικό αντιπρόσωπο και ως διευθυντή ασφαλιστικών συμβούλων. Οι εφεσίβλητοι διατηρούσαν λογαριασμό με τον εφεσείοντα στον οποίο γίνονταν οι απαραίτητες χρεοπιστώσεις. Την 18.9.2006 και την 25.9.2006, ο εφεσείων υπέγραψε δύο γραμμάτια συνήθους τύπου για ποσό €17.086,01 έκαστο. Την 8.7.2010 οι εφεσίβλητοι τερμάτισαν τη συνεργασία τους με τον εφεσείοντα και, κατά τον Ιούλιο 2010, ο λογαριασμός παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο ύψους €113.266,63 έναντι του οποίου πιστώθηκε το ποσό των €1.200.- με αποτέλεσμα να παραμένει οφειλόμενο το αξιούμενο ποσό. Με την Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση του, ως τελικώς διαμορφώθηκε, ο εφεσείων αρνείτο την απαίτηση των εφεσιβλήτων. Παραδέχτηκε την υπογραφή των συμφωνιών αλλά ισχυριζόταν ότι, κατά τον χρόνο υπογραφής αυτών, δεν είχε το δικαίωμα να ασκεί εργασίες διαμεσολάβησης και/ή αντιπροσώπευσης και ούτε ήταν γραμμένος στο μητρώο του Εφόρου Ασφαλίσεων για να ασκεί τέτοιες εργασίες γεγονός που καθιστούσε τις συμβάσεις παράνομες και εξ υπαρχής άκυρες, αφού παραβίαζαν τη νομοθεσία. Ήταν η θέση του ότι οι εφεσίβλητοι κωλύονταν να έχουν οποιεσδήποτε αξιώσεις εναντίον του αφού γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν ότι δεν ήτο εγγεγραμμένος. Ανεξαρτήτως των πιο πάνω ο εφεσείων ισχυριζόταν ότι η συνεργασία του με τους εφεσίβλητους διέπετο από τη Συμφωνία Agency Manager, της οποίας αναπόσπαστο μέρος αποτελούσαν οι Συμφωνία Προπληρωμής Υπερπρομηθειών, Συμφωνία Ωφελημάτων Ανάπτυξης και Σύμβαση Ασφαλιστικού Συμβούλου. Θέση του αποτελούσε ότι οι προπληρωμές υπερπρομηθειών και ωφελημάτων που του είχαν καταβληθεί δεν θα ήταν απαιτητές σε περίπτωση παράνομου ή αντισυμβατικού τερματισμού από μέρους των εφεσιβλήτων. Δήλωνε πλήρη άγνοια για τον ισχυριζόμενο λογαριασμό και ισχυριζόταν ότι ο τερματισμός ήταν παράνομος και αντισυμβατικός για λόγους που παρέθεσε. Η Ανταπαίτηση του εφεσείοντα, τελικώς, αποσύρθηκε. Με την Απάντηση στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση, οι Ενάγοντες αρνήθηκαν ότι οι συμφωνίες ήταν παράνομες ή άκυρες και, εν πάση περιπτώσει, ισχυρίζονταν ότι αυτές ήταν ανεξάρτητες μεταξύ τους, δύο δε εξ αυτών δεν προϋπόθεταν την εγγραφή στον Έφορο Ασφαλίσεων και ερμηνεύονταν ξεχωριστά από τις υπόλοιπες συμφωνίες. Ήταν η θέση τους ότι, ακόμη και αν διαφαινόταν ότι κάποια συμφωνία ήταν παράνομη, η συμφωνία ωφελημάτων ανάπτυξης και η Σύμβαση Agency Manager διασώζονταν. Πέραν των πιο πάνω, οι εφεσίβλητοι αρνούντο τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα που περιέχονταν στην Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση του και επαναλάμβαναν τους δικούς τους ισχυρισμούς όπως αυτοί προβάλλονταν στην Έκθεση Απαιτήσεως.
Ως, περαιτέρω, καταγράφει το πρωτόδικο Δικαστήριο, δηλώθηκε, από μέρους των συνηγόρων για τους εφεσίβλητους, ότι, ενόψει των τροποποιήσεων που έγιναν, οι Ενάγοντες δεν θα επέμεναν σε ότι αφορά στις Συμφωνίες Ασφαλιστικού Συμβούλου, Τεκμήριο 1, Σύμβαση Προμηθειών, Τεκμήριο 3 και στη Σύμβαση Προπληρωμής Υπερπρομηθειών, Τεκμήριο 5 και για τον λόγο αυτό η μαρτυρία εκ μέρους των εφεσιβλήτων θα περιορίζετο στις Συμφωνίες Agency Manager και Συμφωνία Προπληρωμής Ωφελημάτων, Τεκμήρια 2 και 4. Επίσης, δηλώθηκε, ως παραδεκτό γεγονός, ότι στον εφεσείοντα καταβλήθηκε το ποσό των €111.543,62 με επιταγές από τους Ενάγοντες.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού συνόψισε την προσκομισθείσα μαρτυρία, προχώρησε με την αξιολόγηση των τριών μαρτύρων των εφεσιβλήτων και του εφεσείοντα, μοναδικού μάρτυρα προς υπεράσπιση του, καταλήγοντας στα ευρήματα του επί των γεγονότων. Ουσιαστικής σημασίας, για σκοπούς της παρούσας έφεσης, καταγράφεται ότι εύρημα γεγονότος αποτέλεσε το ότι, κατά τον χρόνο υπογραφής των πέντε ως άνω, συμφωνιών, ο εφεσείων δεν ήταν εγγεγραμμένος στο μητρώο προσώπων που ασκούν εργασίες διαμεσολάβησης, εφόσον η άδεια άσκησης τέτοιων εργασιών του είχε στερηθεί, από τον Έφορο Ασφαλίσεων, από το έτος 2004. Παρά δε την αξιολόγηση του εφεσείοντα ως μη προκαλών καλή εντύπωση ως μάρτυρας, για τους λόγους που εξηγούνται, δεκτή έγινε η θέση του περί γνώσης των εφεσιβλήτων για τη στέρηση της εν λόγω άδειας από τον Έφορο.
Έχοντας προβεί σε νομική ανάλυση του υπό κρίση θέματος, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η Συμφωνία Agency Manager δεν κατέστη άκυρη λόγω παρανομίας, όμως, στη βάση όρου αυτής, η συμφωνία τερματίστηκε αυτοδικαίως με τη σύναψη της. Αυτό οδήγησε το πρωτόδικο Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι οι εφεσίβλητοι δικαιούνταν επιστροφή του ποσού που είχαν καταβάλει στον εφεσείοντα, ενόψει συγκεκριμένης πρόνοιας της Συμφωνίας Ωφελημάτων Ανάπτυξης. Συνεπώς, εξέδωσε την ως άνω απόφαση.
Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται, από τον εφεσείοντα, με τέσσερεις λόγους έφεσης. Ο πρώτος λόγος έφεσης προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα από νομικής άποψης και/ή από πλευράς κρίσης και λογικής, καθώς και κατά παράβαση των προφανών υποχρεώσεων του στον τρόπο αντιμετώπισης παράνομων συμβάσεων που αποτελούν βάση αξιούμενης θεραπείας, αποφάσισε εσφαλμένα και/ή παράλογα και/ή σε πλήρη αντίφαση με τα δικά του ευρήματα, ότι οι εφεσίβλητοι δικαιούνται σε επιστροφή του πιο πάνω ποσού πλέον τον πιο πάνω τόκο. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε και δεν αποφάσισε το επίδικο θέμα κατά πόσο οι εφεσίβλητοι προέβηκαν σε νόμιμο και συμβατικό τερματισμό των επιδίκων συμφωνιών, ενώ, με τον τρίτο λόγο έφεσης, αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι παραγνώρισε και δεν εξέτασε το επίδικο θέμα κατά πόσο οι εφεσίβλητοι δικαιούνταν ολόκληρο το ποσό που κατέβαλαν στον εφεσείοντα ή μόνο το ποσό κατόπιν συμψηφισμού ή απόσβεσης που δικαιούτο ο εφεσείων. Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο έλλειψη αμεροληψίας και παραβίαση των αρχών ακριβοδίκαιης δίκης, ως αποτέλεσμα της απόφασης, ευρημάτων και συμπερασμάτων του.
Έχουμε μελετήσει διεξοδικά τους εγειρόμενους λόγους έφεσης, την αιτιολογία αυτών και την επιχειρηματολογία της πλευράς του εφεσείοντα, αλλά και την αντίθετη επιχειρηματολογία της πλευράς των εφεσίβλητων, οι οποίοι υπεραμύνονται της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης.
Καθίσταται προφανές ότι ουσιαστικής σημασίας κρίνεται ο πρώτος λόγος έφεσης, η έκβαση του οποίου, ενδεχομένως, να καθορίσει και το αποτέλεσμα της παρούσας έφεσης. Αιτιολογικά, προβάλλεται, μεταξύ άλλων, ότι το εύρημα ότι οι δύο συμφωνίες (Τεκμήρια 2 και 4) δεν ήταν παράνομες είναι αντιφατικό και λανθασμένο ενόψει της αποδοχής, από μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι ο εφεσείων, εν γνώση των εφεσιβλήτων, δεν κατείχε άδεια ασφαλιστικού συμβούλου κατά τον χρόνο συνομολόγησης των επίδικων συμφωνιών. Προς τούτο, δεν αξιολογήθηκε αναμφισβήτητη μαρτυρία η οποία καταδείκνυε την αναγκαιότητα κατοχής τέτοιας άδειας για τις κρινόμενες συμφωνίες, ενώ, κατά παράβαση των αρχών ερμηνείας συμβάσεων, αυθαίρετα, οι υπό κρίση συμφωνίες θεωρήθηκαν μη παράνομες. Αναφορά γίνεται, επίσης, σε παράλογη κατάληξη σε αυτοδίκαιο τερματισμό της συμφωνίας από τη σύναψη της, κάτι που ούτε οι εφεσίβλητοι επικαλέστηκαν με την αγωγή τους, καθώς επίσης, στο παράλογο κρίσης για επιστροφή των ποσών που δόθηκαν στον εφεσείοντα κατ’ εφαρμογή των συμφωνιών, με τόκο από ημερομηνία κατά την οποία οι εφεσίβλητοι τερμάτισαν τις συμφωνίες (1.7.2010), τις συμφωνίες που κρίθηκε ότι τερματίστηκαν αυτοδικαίως κατά τη σύναψη τους (18.9.2006).
Έχουμε με προσοχή εξετάσει το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με βάση το οποίο κατέληξε στις υπό κρίση διαπιστώσεις του.
Φρονούμε ότι είναι δικαιολογημένα τα παράπονα της πλευράς του εφεσείοντα. Αφετηρία, κατά την άποψη μας, θα πρέπει να αποτελέσει η πρωτόδικη κατάληξη με βάση τα δεδομένα ως έγιναν αποδεκτά. Αποτελεί δεδομένο ότι τα ποσά που δόθηκαν στον εφεσείοντα, από την έναρξη της συνεργασίας του με τους εφεσίβλητους και μετέπειτα, δόθηκαν κατ’ εφαρμογή των συμφωνιών. Δεν θα μας απασχολήσει το ερώτημα ποιας ή ποιων συμφωνιών εφαρμογή - σημαντικό υπό το δεδομένο ότι κάποιες από τις συμφωνίες ήταν αποδεκτό ότι ήταν παράνομες - αφού δεν φαίνεται να εγείρεται με την έφεση. Εν πάση, όμως, περιπτώσει, ομιλούμε για απόδοση ποσών μεταγενέστερα της σύναψης των συμφωνιών και κατ’ εφαρμογή τους. Παράλληλα, όμως, κρίθηκε ότι η υπό κρίση επίδικη συμφωνία – Τεκμήριο 2 – τερματίστηκε αυτοδικαίως με τη σύναψη της. Κι αυτό στη βάση όρου στη συμφωνία με τον οποίο, ως καταγράφει το πρωτόδικο Δικαστήριο, προβλεπόταν ότι η συμφωνία τερματίζεται άμεσα με την ακύρωση της εγγραφής του ‘Agency Manager’ ως διαμεσολαβητή στα αντίστοιχα μητρώα διαμεσολαβητών του Εφόρου Ασφαλίσεων ή τη λήξη της ισχύος της και/ή τη μη λήψη διαβημάτων για ανανέωση της.
Εφόσον, συνεπώς, η συμφωνία τερματίστηκε με τη σύναψη της, ήτοι στις 18.9.2006, αντιφατικό, όντως, προβάλλει να δόθηκαν ποσά στη βάση των συμφωνιών και, περαιτέρω, να διατάσσεται επιστροφή τους με βάση πρόνοια της συμφωνίας – Τεκμήριο 4 – και, μάλιστα, με τόκο από την ημερομηνία τερματισμού, κάτι το οποίο, επίσης, παραπέμπει σε εφαρμογή της συμφωνίας που τερματίστηκε με τη σύναψη της. Με κάθε σεβασμό προς την ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστή, δεν θεωρούμε ορθή μια τέτοια συλλογιστική.
Φρονούμε, όμως, ότι η πρωτόδικη κρίση ελέγχεται περαιτέρω. Είναι χρήσιμο να τεθεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε τη νομική πτυχή του ζητήματος παράνομης σύμβασης, ως, επίσης, επί του προκειμένου, των προνοιών που αφορούσαν τις εργασίες διαμεσολάβησης. Κατέγραψε, σχετικά, ότι «Κατά τον ουσιώδη για την υπό εκδίκαση αγωγή χρόνο βρίσκετο σε ισχύ ο περί Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών Νόμος Ν35(Ι)/2002. Από το αρ. 164 αυτού προκύπτει ότι εργασίες διαμεσολάβησης δύνανται να ασκούν μόνο Ασφαλιστικοί Συμβούλοι που είναι εγγεγραμμένοι στο αντίστοιχο μητρώο. Παράβαση δε του αρ. 179 συνιστά ποινικό αδίκημα από μέρος του Ασφαλιστικού Συμβούλου, ενώ σύμφωνα με το αρ. 189 ασφαλιστική επιχείρηση που χρησιμοποιεί εν γνώσει της για την άσκηση εργασιών διαμεσολάβησης πρόσωπο που δεν κατέχει το αναγκαίο πιστοποιητικό εγγραφής διαπράττει επίσης ποινικό αδίκημα.».
Εξήγησε δε ότι:
«Στο αρ. 2 του περί Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών Ν35(Ι)/2002 δίδεται ο πιο κάτω ορισμός για τις εργασίες διαμεσολάβησης:
««εργασίες διαμεσολάβησης» σημαίνει τις δραστηριότητες οι οποίες συνίστανται είτε στην παρουσίαση, πρόταση προπαρασκευή σύμβασης ασφάλισης ή αντασφάλισης, είτε στην σύναψη σύμβασης ασφάλισης ή αντασφάλισης, είτε στην παροχή βοήθειας κατά τη διαχείριση και εκτέλεση σύμβασης ασφάλισης ή αντασφάλισης, ιδίως σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου».
Μελετώντας την Σύμβαση Agency Manager Τεκμήριο 2 στους ορισμούς αναφέρεται ότι:
«Agency Manager» σημαίνει τον συντονιστή / διευθυντή Ασφαλιστικών Συμβούλων ο οποίος για λογαριασμό της «Εταιρίας» διαμεσολαβεί στη σύναψη Συμβάσεων «Ασφαλιστικού Συμβούλου» και προωθεί πωλήσεις ασφαλειών διαμέσου Ομάδας Ασφαλιστικών Συμβούλων τους οποίους επιλέγει, εκπαιδεύει και εποπτεύει».
Ανάγνωση της περιγραφής αυτής καταδεικνύει ότι η ενασχόληση του Agency Manager με πωλήσεις ασφαλειών γίνεται μέσω Ασφαλιστικών Συμβούλων και άρα δεν προκύπτει από τον ορισμό και μόνο ότι απαιτείτο η εγγραφή του Εναγομένου αρ. 1 στο Μητρώο. Στην δε παράγραφο Β(1) της Συμφωνίας αναφέρεται ότι οι Ενάγοντες διόρισαν τον Εναγόμενο αρ. 1 για να «ενεργεί σαν αντιπρόσωπος της Εταιρίας με σκοπό την στρατολόγηση, εκπαίδευση, επίβλεψη και παρακίνηση ενός ελάχιστου αριθμού «Ασφαλιστικών Συμβούλων»» τους οποίους, σύμφωνα με την παράγραφο Γ(2), θα στρατολογεί, εκπαιδεύει, βοηθά καθώς και να επιβλέπει την παραγωγική και επαγγελματική συμπεριφορά τους. Συνεπώς κατάληξη μου αποτελεί ότι η Συμφωνία Τεκμήριο 2 δεν καθίσταται άκυρη λόγω παρανομίας.»
Τέτοια κρίθηκε πως ήταν η πρόθεση των μερών κατά τη συνομολόγηση της συμφωνίας. Αντιφατική, όμως, παρουσιάζεται, μια τέτοια θεώρηση με την αμέσως επόμενη πρόνοια της συμφωνίας, την οποία το Δικαστήριο έλαβε υπόψη, όχι για να διαπιστώσει την πρόθεση των μερών, αλλά για να κρίνει ότι η συμφωνία τερματίστηκε αυτοδικαίως με τη σύναψη της. Πρόκειται για την ως άνω αναφερόμενη πρόνοια ότι η συμφωνία τερματίζεται άμεσα με την ακύρωση της εγγραφής του ‘Agency Manager’ ως διαμεσολαβητή στα αντίστοιχα μητρώα διαμεσολαβητών του Εφόρου Ασφαλίσεων ή τη λήξη της ισχύος της και/ή τη μη λήψη διαβημάτων για ανανέωση της.
Δεν θα ενδιατρίψουμε επί του θέματος της ερμηνείας συμβάσεων, αφού οι διάδικες πλευρές ομοφωνούν επί τούτων. Αρκεί η αναφορά της πάγια νομολογημένης βασικής αρχής ότι το Δικαστήριο αναζητεί, μέσα από το σύνολο της συμφωνίας, την πρόθεση των μερών. Τίθεται, συναφώς, ότι μια τέτοια πρόνοια φανερώνει τη βούληση των μερών να καταστήσουν ουσιώδες ο Agency Manager να είναι εγγεγραμμένος ως διαμεσολαβητής στο μητρώο του Εφόρου Ασφαλίσεων. Αν δεν ήταν τέτοια η πρόθεση των μερών, δεν θα είχε νόημα πρόνοια άμεσου τερματισμού της συμφωνίας με την ακύρωση τέτοιας εγγραφής ή με τη λήξη της χωρίς τη λήψη μέτρων για ανανέωση της. Παράλληλα, η αναφορά σε ακύρωση της εγγραφής και λήξη της ισχύος της, σαφώς παραπέμπει σε κατ’ αρχήν ύπαρξη της. Αυτό υποδεικνύει η λογική των πραγμάτων. Επομένως, καθίσταται εμφανές ότι, με βάση τη συνολική εικόνα της μεταξύ των μερών συμφωνίας, η εγγραφή του εφεσείοντα στο μητρώο των ασφαλιστικών συμβούλων/διαμεσολαβητών ήταν απαραίτητη και ουσιώδης. Και δεν θα υπήρχε λόγος για κάτι τέτοιο αν αυτό δεν ήταν απαραίτητο για την τέλεση των καθηκόντων του για, κατά το ελάχιστον, έμμεση συμμετοχή σε εργασίες διαμεσολάβησης σύναψης συμβάσεων ασφάλισης. Οδηγώντας, έτσι, στο συμπέρασμα ότι και αυτή η συμφωνία επιμολύνετο από το στοιχείο αυτό της παρανομίας.
Έπεται ότι η παρούσα περίπτωση είναι από εκείνες που με βάση τη νομολογία, δικαιολογείται η παρέμβαση μας προς διόρθωση της πρωτόδικης κρίσης. Στην ΑΡΚΑΔΙΟΥ ν. PORTO LARA ESTATES LTD, (2010) 1 ΑΑΔ 2035, εξηγήθηκε ότι «Επέμβαση είναι δυνατή όταν τα ευρήματα του πρωτοδίκου Δικαστηρίου είτε αντιστρατεύονται τη λογική των πραγμάτων, είτε συγκρούονται με άλλη αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία, είτε διαπιστώνεται πλημμελής αξιολόγηση των δεδομένων. (Δέστε Bullows v. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηπαύλου v. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ. 236 και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας v. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705).».
Στην υπόθεση αυτή παρέπεμψε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά τη νομική ανάλυση του θέματος παράνομης σύμβασης. Λέχθηκε, στην ΑΡΚΑΔΙΟΥ (ανωτέρω) ότι:
«Αποτελεί αρχή του δικαίου ότι παρανομία σε σύμβαση καθιστά τα συμφωνηθέντα ανεφάρμοστα διότι κανένα Δικαστήριο δεν είναι δυνατό να εφαρμόσει σύμβαση η οποία ρητά ή εξυπακουόμενα είναι εκ του νόμου απαγορευμένη. Αυτό είναι και το νόημα της κωδικοποιημένης αρχής στο Αρθρο 23 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149, το οποίο προνοεί ότι όπου η αντιπαροχή ή ο σκοπός της συμφωνίας είναι απαγορευμένος από νόμο, η συμφωνία είναι παράνομη και άκυρη. (Δέστε Perihan Mustafa Korkut v. Γεωργίου (2008) 1 Α.Α.Δ. 905). Η παρανομία δεν εξαρτάται από την πρόθεση των μερών να παραβούν ή όχι το νόμο, η δε παρανομία αναδύεται κατ' αντικειμενικό τρόπο και ανεξάρτητα από την έκταση συμμετοχής εκάστου των συμβαλλομένων κατά την επίτευξη της. (Alam v. Τουμαζίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 968, Glamor Development v. Christodoulou (1984) 1 C.L.R. 444 και St. John Shipping Corporation v. Joseph Rand Ltd [1956] 3 All E.R. 683).»
Υπό τα δεδομένα, ως ανωτέρω αναλύονται, βάσιμος κρίνεται ο πρώτος λόγος έφεσης.
Επειδή γίνεται αναφορά, από τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσιβλήτων, στις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού και στο ότι, από το κείμενο της απόφασης και του τρόπου γραφής της, το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε αυτές υπόψιν, διαπιστώνεται ότι κάτι τέτοιο δεν ευσταθεί. Σαφώς προκύπτει η βάση της απόφασης επί του τι προβλεπόταν στη συμφωνία. Εν πάση δε περιπτώσει, υπό συνθήκες παρανομίας που αφορούσε και τις δύο πλευρές, δεν θα μπορούσε να ευσταθεί επίκληση, από τους εφεσίβλητους, των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΕΥΧΡΙΣΩ ΕΡΓΟΛΗΠΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ ν. ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ, (2008) 1 ΑΑΔ 456, Σύγγραμμα Π. Πολυβίου Ενοχικό Δίκαιο στο Κοινοδίκαιο και το Κυπριακό Δίκαιο, Αδικαιολόγητος Πλουτισμός και Γενικός Επίλογος Ενοχικού Δικαίου, 4ος τόμος, 2023, σελ.1845 – 1854.)
Η επιτυχία του πρώτου λόγου έφεσης καθιστά περιττή την ενασχόληση μας με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης, αφού καθορίζει το αποτέλεσμα της υπόθεσης.
Συνακόλουθα των πιο πάνω, η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η αγωγή απορρίπτεται. Παραμερίζεται, επίσης, η πρωτόδικη διαταγή για τα έξοδα, τα οποία επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον των εφεσιβλήτων, ως θα υπολογιστούν από αρμόδιο Πρωτοκολλητή του πρωτόδικου Δικαστηρίου και εγκριθούν από το Πρωτόδικο Δικαστήριο.
Επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον των εφεσιβλήτων, €4.200.-, πλέον ΦΠΑ (εάν υπάρχει), ως έξοδα της παρούσας έφεσης.
Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.
Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο