
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 464/2019)
16 Ιουλίου, 2025
[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΥ
Εφεσείων/Εναγόμενος
και
ΧΡΥΣΤΑΛΛΑ ΕΥΡΙΠΙΔΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΑΛΛΩΣ ΧΡΥΣΤΑΛΛΑ ΚΑΡΑΒΟΛΙΑ
Εφεσίβλητη/Ενάγουσα
-----------------------------
Μαρί Νικόλ Γεωργίου για Λεωνίδας Γεωργίου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.
Ηλίας Κονναρής για Γιώργος Κονναρής & Co LL, για την Εφεσίβλητη.
-----------------------------
ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Ανήμερα δεκαπενταύγουστου το 2010 και συγκεκριμένα περί ώρα 21:15, η ενάγουσα/εφεσίβλητη, στην προσπάθεια της να διασταυρώσει πεζή την οδό Νίκου Παττίχη στη Λεμεσό, κινούμενη από δυτικά προς ανατολικά, κτυπήθηκε από το διερχόμενο όχημα με αρ. εγγραφής KΑX 172 το οποίο οδηγείτο από τον εναγόμενο/εφεσείοντα κατά μήκος της εν λόγω οδού με βόρεια κατεύθυνση.
Η δικογραφημένη θέση της εφεσίβλητης ήταν ότι το ατύχημα οφειλόταν στην αποκλειστική αμέλεια του εφεσείοντος. Συγκεκριμένα απέτυχε να την αντιληφθεί ή να την αντιληφθεί εγκαίρως. Περαιτέρω, δεν οδηγούσε με τη δέουσα παρατηρητικότητα και προσοχή. Οδηγούσε με υπερβολική ταχύτητα και γενικά ήταν αμελής και απρόσεκτος. Συνεπεία του δυστυχήματος, η εφεσίβλητη υπέστη σωματικές βλάβες και έξοδα. Από την άλλη, ο εφεσείων προέβαλε τη θέση ότι το ατύχημα οφειλόταν στην αποκλειστική ή σε μεγάλο ποσοστό, ευθύνη της εφεσίβλητης. Όρμησε στον δρόμο ξαφνικά και απροειδοποίητα χωρίς να ελέγξει την τροχαία κίνηση, καλυμμένη από σταθμευμένο όχημα, με αποτέλεσμα να μην υπήρχε περιθώριο αντίδρασης από πλευράς του. Με άλλα λόγια, επρόκειτο για περίπτωση εφόρμησης πεζού στο δρόμο (dashing out case).
Με αυτές τις θέσεις η υπόθεση προχώρησε σε ακρόαση. Κατέθεσαν έξι μάρτυρες από πλευράς εφεσίβλητης και τέσσερις από πλευράς εφεσείοντος. Μεταξύ των μαρτύρων ήταν και δύο ορθοπεδικοί γιατροί, ο Δρ. Χάρης Σολομωνίδης (ΜΕ2) και ο Δρ. Ηλίας Γεωργίου (ΜΥ1).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση του ημερ.8.11.2019 αποφάσισε ότι αμφότερα τα μέρη έφεραν ευθύνη για το ατύχημα. Ο εφεσείων σε ποσοστό 70% και η εφεσίβλητη σε ποσοστό 30%. Στη συνέχεια καθόρισε τις ειδικές ζημιές σε €151,63 και τις γενικές αποζημιώσεις σε €60.000 και βάσει του ποσοστού ευθύνης, επιδίκασε στην εφεσίβλητη ποσό €106,14 σεντ και €42.000 αντίστοιχα. Επιπλέον της επιδίκασε και τα έξοδα της δικαστικής διαδικασίας.
Η πιο πάνω κατάληξη δεν ικανοποίησε τον εφεσείοντα, ο οποίος, την προσβάλλει με πέντε λόγους έφεσης.
Οι πρώτοι δύο λόγοι έφεσης αφορούν το θέμα της ευθύνης. Συγκεκριμένα με τον πρώτο λόγο έφεσης αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι λανθασμένα δεν κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η περίπτωση της εφεσίβλητης αφορούσε απότομη εφόρμηση (dashing out) και κατ’ επέκταση ότι δεν υπήρχε αμέλεια από μέρους του εφεσείοντος. Είναι εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η απόσταση που απείχε το αυτοκίνητο του εφεσείοντος όταν η εφεσίβλητη άρχισε να διασταυρώνει τον δρόμο ήταν 37,90 μετρά (ίδε σελίδα 53 της απόφασης), ή 39,70 μέτρα (ίδε σελίδα 49 της απόφασης ‑ που φαίνεται μάλλον να είναι η ορθή). Η απόσταση αυτή σύμφωνα με τη νομολογία (35‑40 μέτρα) ως ένδειξη απόστασης στον δρόμο, είναι μικρή, εφόσον η ταχύτητα του οδηγού είναι υπό τις περιστάσεις η λογικά αναμενόμενη. Εάν δε ληφθεί υπόψη και η αγωνία της στιγμής (agony of the moment) του εφεσείοντος, τότε βάσει αυτής, απρόσμενος και ξαφνικός κίνδυνος δεν αναμένεται από τον μέσο κοινό οδηγό να ασκήσει ήρεμη και σωστή κρίση αντίδρασης. (ίδε Κωνσταντίνου Τασούλα, ως διαχειρίστρια της περιουσίας του Ηρόδοτου Κωνσταντίνου v. Χριστόφορου Κατσιαρδή (2007) 1 Α.Α.Δ. 1178). Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, διαζευκτικά και με επιφύλαξη των όσων υποστηρίζονται στον πρώτο λόγο έφεσης, προωθείται η θέση ότι σε περίπτωση που το Εφετείο δεν αποδεχθεί ότι η υπόθεση αφορά «ξαφνική εφόρμηση» θα πρέπει να αποδώσει, βάσει της νομολογίας, ποσοστό ευθύνης στην εφεσίβλητη πολύ μεγαλύτερο απ’ εκείνο του εφεσείοντος.
Οι λόγοι έφεσης αυτοί, ως απτόμενοι του ίδιου θέματος, θα εξεταστούν μαζί.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού κατέληξε σε ευρήματα σε σχέση με τις συνθήκες του δυστυχήματος, ασχολήθηκε εκτενώς και επισταμένα με το θέμα της ευθύνης, εξηγώντας με περισσή λεπτομέρεια γιατί η υπόθεση δεν αφορούσε περίπτωση απότομης εφόρμησης. Έπειτα, εξήγησε την αμέλεια του εφεσείοντος, καθορίζοντας το ποσοστό ευθύνης του για το επίδικο δυστύχημα σε 70%. Με τον ίδιο τρόπο εξήγησε τη συντρέχουσα αμέλεια της εφεσίβλητης, καθορίζοντας το δικό της ποσοστό ευθύνης για το δυστύχημα σε 30%.
Τα σχετικά ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου εκτίθενται στις σελίδες 35-36 και 48-49 της εκκαλούμενης απόφασης. Τα παραθέτουμε αυτούσια:
(σελίδες 35-36)
«Διασταυρώνοντας την οδό και προτού χτυπηθεί, η ενάγουσα είχε διανύσει συνολικά 5,70μ. Ειδικότερα, είχε διασχίσει ολόκληρη την πρώτη λωρίδα κυκλοφορίας, την εξωτερική δηλαδή (3,60μ.) καθώς και τα 2,10μ. εκ των 3,40μ. της επόμενης λωρίδας, δηλαδή της εσωτερικής, απόσταση που αντιστοιχεί στα 2/3 περίπου της εν λόγω λωρίδας. Για τα πρώτα 1,69μ. της συνολικής απόστασης των 5,70μ., η ενάγουσα καλύπτετο από σταθμευμένο όχημα σε σχέση με τους οδηγούς που έρχονταν από τα νότια προς βόρεια όπως ήταν ο εναγόμενος. Οι διαστάσεις του εν λόγω οχήματος ήταν 4,69μ. μήκος και 1,69μ. πλάτος. Όμως, για τα υπόλοιπα 4μ. της απόστασης μέχρι το σημείο σύγκρουσης, δεν υπήρχε οποιοδήποτε άλλο εμπόδιο και η ενάγουσα ήταν πλήρως θεατή και από τις δύο κατευθύνσεις της οδού. Πέραν του σταθμευμένου οχήματος και παρά την τροχαία κίνηση που υπήρχε στην οδό, κανένα άλλο εμπόδιο υπήρχε στην ορατότητα των οδηγών που οδηγούσαν τουλάχιστον προς την ίδια κατεύθυνση με τον εναγόμενο, ορατότητα η οποία εκτιμάται να ήταν πάνω από 150μ. Το όχημα του εναγόμενου που οδηγείτο στην εσωτερική λωρίδα της οδού με βόρεια κατεύθυνση χτύπησε την ενάγουσα με το μπροστινό του μέρος και από το χτύπημα η τελευταία έπεσε στο καπό, στη συνέχεια χτύπησε στον ανεμοθώρακα «μέχρι λίγο πιο πάνω στην οροφή» και κατέληξε, λόγω της αριστερόστροφης μανούβρας που επιχείρησε ο εναγόμενος αμέσως πριν τη σύγκρουση, να πέφτει στην άσφαλτο από τα δεξιά του οχήματος και με γωνία. Πριν τη σύγκρουση ο εναγόμενος δεν εφάρμοσε τα φρένα του, ούτε και υπήρξαν οποιαδήποτε ίχνη τροχοπέδησης ή πλαγιολίσθησης του οχήματος του πριν το σημείο σύγκρουσης.»
(σελίδες 48-49)
«Στη βάση της πιο πάνω αξιολόγησης της μαρτυρίας, πρόσθετα των ευρημάτων στα οποία έχω ήδη καταλήξει, προβαίνω και στα εξής ευρήματα:
Η ενάγουσα επιχείρησε να διασταυρώσει την οδό από δυτικά προς τα ανατολικά, από σημείο στο οποίο υπήρχε σταθμευμένο όχημα πλησίον του πεζοδρομίου και παράλληλα με την οδό. Προτού εισέλθει στο δρόμο, η ενάγουσα σταμάτησε μπροστά από το σταθμευμένο όχημα για να ελέγξει την τροχαία κίνηση. Ο εναγόμενος ήδη βρισκόταν εντός της οδού και οδηγούσε το όχημα του στην εσωτερική λωρίδα με κατεύθυνση προς την εναγόμενη και επειδή ήταν νύκτα είχε τα φώτα πορείας του αναμμένα. Ενόσω η ενάγουσα έστεκε μπροστά από το σταθμευμένο όχημα και έλεγχε την τροχαία κίνηση για να μπορέσει να διασταυρώσει, ο ΜΥ4, o οποίος ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση με ταχύτητα 30‑40 ΧΑΩ, είδε την ενάγουσα να στέκεται στο εν λόγω σημείο. Αφού η ενάγουσα υπολόγισε ότι ήταν ασφαλές να προχωρήσει, εισήλθε στο δρόμο μπροστά από το σταθμευμένο όχημα και ξεκίνησε να διασταυρώνει την οδό. Μέχρι να καλύψει απόσταση ίση με το πλάτος του σταθμευμένου οχήματος, ήτοι 1,69μ. δεν ήταν ορατή από την κατεύθυνση του εναγόμενου αλλά μόνο από την κατεύθυνση του ΜΥ4. Από τη στιγμή όμως που η ενάγουσα κάλυψε 1,69μ. εντός της πρώτης λωρίδας του δρόμου και πέρασε το σταθμευμένο όχημα κανένα άλλο εμπόδιο υπήρχε στην ορατότητα των οδηγών που έρχονταν προς το μέρος της. Τη στιγμή εκείνη που η ενάγουσα «ξέφυγε» του εμποδίου που προκαλούσε στην ορατότητα το σταθμευμένο όχημα, ο εναγόμενος κινείτο με ταχύτητα 40‑50 ΧΑΩ εντός της εσωτερικής λωρίδας της οδού και βρισκόταν τουλάχιστον περί τα 39,70μ. μακριά από αυτή. Από τη μαρτυρία του ΜΥ4 η οποία δεν έχει αμφισβητηθεί, προκύπτει ότι ο οδικός φωτισμός που υπήρχε, οι καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν και η εμφάνιση της ενάγουσας, ήτοι άσπρα ρούχα από κάτω και πράσινα από πάνω, καθιστούσαν την τελευταία πλήρως θεατή και αντιληπτή στους διερχόμενους οδηγούς και των δύο κατευθύνσεων. Ούσα πλήρως θεατή και αντιληπτή και από τις δύο κατευθύνσεις η ενάγουσα διένυσε ακόμη 4μ., ήτοι κάλυψε πλήρως την πρώτη λωρίδα (3,60μ.) και πέραν της μισής απόστασης της εσωτερικής λωρίδας που οδηγούσε ο εναγόμενος (2,10μ./3,40μ.), φτάνοντας ουσιαστικά απέναντι από το όχημα του τελευταίου. Παρά ταύτα ο εναγόμενος, παρά μόνο σε κάποιο απειροελάχιστο χρόνο πριν την σύγκρουση, για άγνωστο λόγο ουδέποτε είδε ότι η ενάγουσα είχε ήδη μπει στο δρόμο και ότι είχε διανύσει 4μ. φτάνοντας ουσιαστικά μπροστά του και χωρίς να φρενάρει, την χτύπησε με το μπροστινό μέρος του οχήματος του.»
Έπειτα, το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού παραθέτει τη νομική πτυχή της αμέλειας, με παραπομπή σε σχετική νομολογία καταλήγει στα εξής συμπεράσματα:
(σελίδες 52-53)
«Η αμέλεια του εναγόμενου εντοπίζεται στην παράλειψή του να λάβει όλα εκείνα τα μέτρα, που, εξ αντικειμένου είχε υποχρέωση να πάρει για την προστασία της ασφάλειας της ενάγουσας. Οδηγούσε μεν εντός του επιτρεπτού ορίου ταχύτητας και με τα φώτα πορείας του αναμμένα, όμως η ενάγουσα ήταν πλήρως θεατή και αντιληπτή από το δρόμο για τουλάχιστον 4μ. μέχρι το σημείο σύγκρουσης, χωρίς να υπάρχει οποιοδήποτε εμπόδιο ή περιορισμός στην κατά τα άλλα εκτενή ορατότητα του και ενώ αυτός απείχε τουλάχιστον 37,90μ. [39,70μ μάλλον είναι το σωστό] από αυτή. Αν ο εναγόμενος αντιλαμβάνετο εγκαίρως την ενάγουσα όταν μπορούσε και έπρεπε να την αντιληφθεί, η σύγκρουση ενδεχομένως να αποφεύγετο ή τουλάχιστο δεν θα ήταν τόσο σφοδρή. Παρά ταύτα, για άγνωστο λόγο ο εναγόμενος σε καμία τέτοια αντίδραση δεν προέβη προτού χτυπήσει την πλήρως θεατή και αντιληπτή ενάγουσα και ουσιαστικά δεν αντιλήφθηκε καν την παρουσία της πριν τη στιγμή της σύγκρουσης. Η τελευταία όμως είχε ήδη καλύψει πλήρως θεατή και αντιληπτή μιαν απόσταση 4μ., εκ των οποίων τα 2,10μ. μάλιστα, ήτοι πέραν του μισού, ήταν εντός της λωρίδας στην οποία οδηγούσε ο εναγόμενος (2,10μ./3,40μ.) και είχε φτάσει ουσιαστικά απέναντι του. Το εκ πρώτης όψεως συμπέρασμα περί αμέλειας του εναγόμενου συνεπώς, ως προς το ότι δεν είδε, ενώ όφειλε και μπορούσε να δει την ενάγουσα και να επιχειρήσει να την αποφύγει, παρέμεινε αλώβητο (βλ. επίσης Ψαρά Ευλαβία άλλως Λία Ψαρά v. Ανδρούλας Μούσκου άλλως Ανδρούλλας Μακρυγιάννη, (2012) 1 Α.Α.Δ. 1820)
Το επόμενο ερώτημα, είναι κατά πόσο η ενάγουσα ήταν υπόλογη για συντρέχουσα αμέλεια, δηλαδή αν με τις δικές της πράξεις και παραλείψεις συνέβαλε στην πρόκληση του ατυχήματος και εξέθεσε την ασφάλεια της σε προβλεπτούς κινδύνους.
Η απάντηση σ' αυτό το ερώτημα είναι θεωρώ και πάλι θετική, λαμβανομένου υπόψη ότι η ενάγουσα επέλεξε συνειδητά να διασταυρώσει μπροστά από σταθμευμένο όχημα με κύρια οδό τεσσάρων λωρίδων, τη στιγμή μάλιστα που υπήρχε αυξημένη κίνηση. Με αυτή της την επιλογή όμως, έστω και αν φορούσε ευδιάκριτα ρούχα, έστω και αν υπήρχε ικανοποιητικός φωτισμός και για το μεγαλύτερο μέρος της απόστασης ήταν πλήρως θεατή και αντιληπτή, περιόρισε σε κάποιο βαθμό τη θέαση της από τους οδηγούς που έρχονταν προς το μέρος της όπως ήταν ο εναγόμενος, καθώς επίσης και τη δυνατότητα των τελευταίων ν' αντιληφθούν ενωρίτερα την πρόθεση της να διασταυρώσει την οδό ιδιαίτερα λαμβανομένου υπόψη ότι κατά τ' άλλα η ορατότητα ήταν πέραν των 150μ. Πρόσθετα, με δεδομένο ότι η παρουσία του εναγόμενου στο δρόμο είναι εκ του αποτελέσματος αδιαμφισβήτητη και λαμβανομένου υπόψη ότι πλην του σταθμευμένου οχήματος δεν υπήρχε κανένα άλλο εμπόδιο στην κατά τ' άλλα απρόσκοπτη ορατότητα μεταξύ εναγόμενου και ενάγουσας καθώς και ότι δεν αμφισβητείται ότι λόγω της ώρας, ο πρώτος είχε αναμμένα τα φώτα πορείας του, η τελευταία όφειλε, έστω και αν ο πρώτος δεν ήταν σε πολύ κοντινή απόσταση από αυτή, να εκτιμήσει ορθά την επικινδυνότητα της όλης κατάστασης πλην όμως εκ του αποτελέσματος φαίνεται ότι σε κάποιο βαθμό παρέλειψε να το πράξει. Με αυτές τις πράξεις και παραλείψεις της, η ενάγουσα εξέθεσε την ασφάλεια της σε προβλεπτούς κινδύνους, από τους οποίους εύλογα μπορούσε να προφυλαχθεί.
Στη βάση όλων των πιο πάνω, θεωρώ ότι εναγόμενος και ενάγουσα ευθύνονται για την σύγκρουση και τις ζημιές της τελευταίας σε ποσοστό 70% ‑ 30%, ο πρώτος υπό τύπον αμέλειας και η δεύτερη υπό τύπον συντρέχουσας αμέλειας.»
Συμφωνούμε με τα ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Με βάση την προσκομισθείσα και αποδεχθείσα μαρτυρία, η υπόθεση δεν αφορούσε απότομη εφόρμηση στο δρόμο (dashing out case) ώστε να μην παρεχόταν στον εφεσείοντα κανένα περιθώριο αντίδρασης προς αποφυγή της σύγκρουσης. Την αντίθετη θέση την υποστήριξε ο εμπειρογνώμονας (ΜΥ3), η μαρτυρία του οποίου, μετά από εκτενή αιτιολόγηση, απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, χωρίς η κρίση αυτή να προσβάλλεται με την έφεση. Εν πάση περιπτώσει, η αποδεχθείσα μαρτυρία, όχι μόνο της εφεσίβλητης, αλλά και του ανεξάρτητου μάρτυρα (ΜΥ4), κατέδειξε ότι η εφεσίβλητη πριν εισέλθει στο μέρος του δρόμου όπου κινούνταν αυτοκίνητα, στεκόταν μπροστά από ένα άσπρο σταθμευμένο όχημα συνολικού μήκους 1μ.69εκ. Το όχημα αυτό ήταν στην αριστερή λωρίδα σε σχέση με την πορεία του εφεσείοντος. Η εφεσίβλητη, σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, στάθηκε εκεί για να ελέγξει την τροχαία κίνηση. Στη συνέχεια εισήλθε στον δρόμο και κατάφερε να διανύσει 4 μέτρα, μέχρι που κτυπήθηκε από το όχημα του εφεσείοντος, το οποίο τη στιγμή που κατέστη ορατή, βρισκόταν ακόμα σε απόσταση σχεδόν 40 μέτρων, κινούμενο με ταχύτητα μεταξύ 40 και 50 ΧΑΩ. Το κτύπημα της πεζής έγινε με το μπροστινό μέρος του οχήματος του εφεσείοντος.
Συνεπώς, σαφώς και υπήρχε περιθώριο αντίδρασης από πλευράς εφεσείοντος, γεγονός που καταρρίπτει τη θέση του για ξαφνική εφόρμηση. Αλλοίμονο, αν σε μια αστική περιοχή εντός της πόλης, όπου θα πρέπει να αναμένεται η εν γένει διακίνηση πεζών, η είσοδος πεζού στον δρόμο και η διάνυση από μέρους του 4 μέτρων, διασχίζοντας ολόκληρη την αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας και τα 2/3 της δεύτερης λωρίδας κυκλοφορίας όπου κινείται ο οδηγός, θεωρηθεί ξαφνική εφόρμηση και ο οδηγός, έστω και αν οριακά, οδηγεί εντός του ορίου ταχύτητας, κρίνεται άμοιρος ευθυνών.
Δικαιολογημένος και ορθολογιστικός είναι και ο καταμερισμός ευθύνης στον οποίο προχώρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο (70%-30%). Τη μεγαλύτερη ευθύνη την έφερε ο εφεσείων, ο οποίος είχε ορατότητα, μπορούσε και όφειλε να δει την εφεσίβλητη νωρίτερα και όχι «παρά μόνο σε κάποιο απειροελάχιστο χρόνο πριν τη σύγκρουση». Αποτυγχάνοντας να δει εγκαίρως την εφεσίβλητη, «αφόπλισε» τον εαυτό του, της δυνατότητας, μεγάλης ή μικρής, να λάβει μέτρα προς αποφυγή της σύγκρουσης. Αυτή ήταν η οδική αμέλεια του εφεσείοντος που συνέβαλε στο μεγαλύτερο και σημαντικότερο μέρος στην πρόκληση του δυστυχήματος. Η παράθεση από το πρωτόδικο Δικαστήριο των μέτρων αποφυγής που θα μπορούσε να λάβει ο εφεσείων, γίνεται για να καταδειχθεί ακριβώς η «αφοπλιστική κατάσταση» στην οποία περιήλθε λόγω της οδικής του αμέλειας και όχι για να αναδείξει αυτά καθαυτά τα όποια μέτρα, ως αυτοτελή αιτία αμέλειας, ως εσφαλμένα υποστηρίζει στην αιτιολογία του πρώτου λόγου έφεσης και αναπτύσσει περαιτέρω στο περίγραμμα αγόρευσης του, ο εφεσείων.
Ελέγχεται όμως και η οδική συμπεριφορά της εφεσίβλητης. Με την απόφαση της να επιχειρήσει να διασταυρώσει τον δρόμο, μπροστά από το σταθμευμένο όχημα, με τα συνεπαγόμενα αυτής, ως τα καταγράφει το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του, συνέβαλε, σε μικρότερο βέβαια βαθμό, στην πρόκληση του δυστυχήματος και τις συνακόλουθες βλάβες τις οποίες υπέστη.
Στην υπόθεση Ismail v. Αντωνίου κ.α. (2014) 1 Α.Α.Δ. 347, το Δικαστήριο απέδωσε συντρέχουσα αμέλεια 25% σε πεζό, ο οποίος είχε τη δυνατότητα χρήσης διάβασης πεζών που βρισκόταν σε πολύ κοντινή απόσταση και δεν αντιλήφθηκε δύο μοτοσυκλέτες, οι οποίες τον προσέγγιζαν με αποτέλεσμα να τον κτυπήσουν. Επισημάνθηκαν τα εξής σημαντικά:
«Πρώτα θα πρέπει να υπενθυμίσουμε γι' ακόμη μια φορά ότι το δικαίωμα του πεζού στη χρήση δρόμου είναι το ίδιο με εκείνο του οδηγού μηχανοκινήτου οχήματος. Ο βαθμός της απαιτούμενης προσοχής που αναμένεται από πεζό όταν διασταυρώνει για τη δική του ασφάλεια είναι αυτή του μέσου λογικού ανθρώπου. Βαρύνεται με την υποχρέωση να κινείται με την συνεχή προσοχή του στραμμένη στο δρόμο. (Βλ. Αβραάμ ν. Στυλιανού (2002) 1 Α.Α.Δ. 50, Κυριάκου ν. Φινοπούλου (2002) 1 Α.Α.Δ. 1950, Συκοπετρίτης ν. Χριστοδούλου (2004) 1 Α.Α.Δ. 218).
Θα πρέπει επίσης να λεχθεί ότι σύμφωνα με τη νομολογία,
«Ο καταμερισμός ευθύνης αποτελεί έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου. Το ποιος θα ήταν ο καταμερισμός στον οποίο εμείς θα προβαίναμε δεν είναι το ζητούμενο. Όπως ανέφερε ο δικαστής Wright στην British Fame (Owners) v. Macgregor (Owners) [1943] A.C. 197 (στη σελ. 201) σχετικά με τον καταμερισμό:
«It involves an individual choice or discretion, as to which there may well be differences of opinion by different minds.»
Η επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται μόνο εφόσον καταδεικνύεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο είτε εφάρμοσε εσφαλμένη αρχή δικαίου είτε παραγνώρισε ουσιώδες γεγονός ή παράγοντα. Έτσι ώστε να προκύπτει έκδηλο σφάλμα: βλ. την απόφαση του Willmer L.J. στην Quintas v. National Smelting Co Ltd [1961] 1 All E.R. 630 η οποία επικροτήθηκε στην Brown v. Thompson [1968] 2 All E.R. 708, υιοθετήθηκε στην Kyriacou v. Aristotelous (1970) 1 C.L.R. 172 και ακολουθήθηκε έκτοτε.»
Σταθμός για τέτοιου είδους περιπτώσεις, αποτελεί η υπόθεση Jackson v Murray [2015] U.K.S.C. 5 στην οποία επισημάνθηκε ότι εφετειακή παρέμβαση στον καθορισμό ευθύνης, δικαιολογείται μόνον όταν η απόφαση του κατώτερου δικαστηρίου υπερβαίνει τα όρια της λογικής διαφωνίας (beyond the bounds of reasonable disagreement).
Εν όψει των πιο πάνω οι λόγοι έφεσης 1 και 2 απορρίπτονται.
Οι λόγοι έφεσης 3 και 5 εγείρουν ζητήματα που απολήγουν να αμφισβητούν το ύψος των γενικών αποζημιώσεων που καθορίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Συγκεκριμένα με τον λόγο έφεσης 3 αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι λανθασμένα επέτρεψε να εισαχθεί μη δικογραφημένη μαρτυρία, δεν την έλαβε μεν υπόψη, αλλά προέβη σε ευρήματα και συνυπολόγισε στον καθορισμό του ύψους των γενικών αποζημιώσεων, κατάλοιπα σωματικών βλαβών της εφεσίβλητης που δεν ήταν δικογραφημένα. Με τον πέμπτο λόγο έφεσης αμφισβητείται (γενικά) η ορθότητα καθορισμού του ύψους των γενικών αποζημιώσεων. Το ποσό των €60.000 που προσδιόρισε το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι υπό τις περιστάσεις υπερβολικό, υποστηρίζεται.
Λόγω συνάφειας και αυτοί οι λόγοι έφεσης θα εξεταστούν μαζί, με διακριτό σχολιασμό όπου χρειάζεται.
Πριν από οποιοδήποτε επιμέρους σχόλιο σε σχέση με τους λόγους έφεσης αυτούς, προέχει να παραθέσουμε τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για καθορισμό του ύψους των γενικών αποζημιώσεων. Το απόσπασμα είναι από τις σελίδες 49-51 της εκκαλούμενης απόφασης.
«Πριν το ατύχημα η ενάγουσα, η οποία τότε ήταν 44 χρονών, αν και αντιμετώπιζε προβλήματα με την ακοή και ομιλία της, ήταν κατά τ' άλλα καθ' όλα υγιής και δραστήριος άνθρωπος. Συνεπεία του ατυχήματος υπέστη τραύματα τόσο στο πάνω όσο και στο κάτω μέρος του σώματος της, τα σοβαρότερα εκ των οποίων ήταν τα τρία κατάγματα που καταγράφηκαν από τους θεράποντες κυβερνητικούς ιατρούς. Παρουσίασε επίσης ωτόρροια του αριστερού αυτιού η οποία μετά από κάποιες μέρες αποκαταστάθηκε πλήρως και στις 26/8/2010 διαπιστώθηκε μεγάλου βαθμού βελτίωση της εν λόγω κατάστασης. Επειδή αρχικά η κατάσταση της εκτιμήθηκε ιατρικά να ήταν σοβαρή, κρίθηκε αναγκαίο όπως εισαχθεί στην μονάδα εντατικής θεραπείας και αμέσως στο χειρουργείο για προσωρινή σταθεροποίηση των καταγμάτων με γύψινους νάρθηκες. Ακολούθως υπεβλήθη σε αριθμό χειρουργικών επεμβάσεων σταθεροποίησης και οστεοσύνθεσης σε σχέση με τα σοβαρότερα κατάγματα της, ήτοι του βραχίονα και της κνήμης, στα πλαίσια των οποίων της τοποθετήθηκαν χειρουργικές πλάκες και βίδες σε αμφότερα τα σημεία. Η θεραπεία του τρίτου κατάγματος που υπέστη, ήτοι του κατάγματος του σκαφοειδούς του καρπού ήταν συντηρητική και συνίστατο σε απλή ακινητοποίησή. Η περίοδος θεραπείας της διήρκησε αρκετό καιρό. Έμεινε στο Νοσοκομείο 18 μέρες, περίοδο κατά την οποία ήταν σχεδόν ακινητοποιημένη εφόσον δεν μπορούσε να δώσει φόρτιση στο βραχίονα και στη κνήμη και εξαρτάτο σχεδόν αποκλειστικά από τρίτους για τις βασικές καθημερινές της ανάγκες όπως π.χ. μπάνιο, ντύσιμο ή μετακίνηση. Η εν λόγω εξάρτηση συνεχίστηκε και για κάποιους μήνες μετά που της δόθηκε εξιτήριο στις 3/09/10. Καθ' όλη την εν λόγω περίοδο που εξαρτάτο από τρίτους, η ενάγουσα βοηθείτο από την μητέρα της, η οποία μεταξύ άλλων ήταν το πρόσωπο που την έλουζε και την έντυνε. Όταν δε της επετράπη να φορτίσει τα τραυματισμένα της άκρα, χρησιμοποιούσε βοηθήματα για να περπατήσει, κάτι που συνεχίστηκε μέχρι και την 01/03/10 περίπου, όταν συντάχθηκε το 2ο πιστοποιητικό του Δρ. Γεωργιάδη όπου εκεί καταγράφεται ότι πλέον η ενάγουσα είχε αρχίσει να περπατά χωρίς βοηθήματα. Καθ' όλη τη μετεγχειρητική περίοδο καθώς και μετά το πιστοποιητικό του Δρ. Γεωργιάδη ημερ. 01/03/10, ήτοι για πέραν των 6 μηνών μετά το ατύχημα, η ενάγουσα υποβάλλετο σε φυσιοθεραπείες και ασκήσεις ενδυνάμωσης τις οποίες της συνεστήθη τότε όπως τις συνεχίσει. Η πλήρη επούλωση των καταγμάτων της σε φυσιολογική ανατομική θέση διαπιστώθηκε ότι επήλθε 6 περίπου μήνες μετά το ατύχημα (βλ. αναφορά ΜΥ1 σε ακτινογραφίες 03/02/11), παρέμειναν όμως μόνιμα τρεις εμφανείς χειρουργικές ουλές, ήτοι μία στην οπίσθια επιφάνεια του βραχίονα (18εκ.), μία στο κάτω μέρος της δεξιάς κνήμης (τουλάχιστο 13εκ.) και μία στο δεξιό γόνατο (2εκ.). Μέχρι και σήμερα η ενάγουσα εξακολουθεί να υποφέρει από μετατραυματικά κατάλοιπα, ήτοι αντιμετωπίζει ελάττωση της κάμψης της δεξιάς ποδοκνημικής που προκαλεί μεταξύ άλλων κάποιο βαθμό δυσκολίας σε ενέργειες όπως το ανεβοκατέβασμα σκαλών, βαθμό δυσκαμψίας της πλήρους ανύψωσης του δεξιού άνω άκρου υπεράνω της κεφαλής κατά τρόπο που προκαλεί ενόχληση σε δραστηριότητες που απαιτούν την πλήρη ανύψωση του δεξιού άνω άκρου στο τελικό του εύρος όπως π.χ. τοποθέτηση σκευών σε ψηλά ράφια, καθαριότητα του άνω μέρους της σπονδυλικής στήλης στο μπάνιο κ.λπ., και ενοχλήσεις στα σημεία του οστικού τραυματισμού του βραχίονα και της κνήμης. Η ενάγουσα τέλος εξακολουθεί να έχει στο σώμα της τοποθετημένα τα υλικά οστεοσύνθεσης και δεν αναμένεται ότι θα καταφέρει ποτέ να επανέλθει πλήρως από τους τραυματισμούς και τα κατάλοιπα αυτών. Σημειώνεται εδώ ότι το κατάλοιπο της δυσκαμψίας της πλήρους ανύψωσης του δεξιού άνω άκρου της ενάγουσας διαπιστώθηκε και από τον ΜΥ1 στις 09/02/16, ήτοι 51/2 χρόνια μετά το ατύχημα, να συνιστά νέο μετατραυματικό κατάλοιπο, στοιχείο που υποδηλοί επιδείνωση της όλης μετατραυματικής κατάστασης της πρώτης.»
Με έντονη γραφή έχουμε τονίσει τα κατάλοιπα για τα οποία διαμαρτύρεται στον λόγο έφεσης 3 ο εφεσείων ότι λήφθηκαν υπόψη, ως προσδιορίζονται ειδικά στο περίγραμμα αγόρευσης των συνηγόρων του (σελ.7-8).
Σε αντίθεση με τα όσα υποστηρίζονται με τον λόγο έφεσης αυτό, το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρά την ευρύτητα επιδίκων θεμάτων και προσκομισθείσας μαρτυρίας, έδειξε να έχει πλήρη και συνεχή επίγνωση της δικογραφίας και σφαιρική αντίληψη όλων των θεμάτων, γνωρίζοντας επακριβώς ποια μαρτυρία καλυπτόταν από τη δικογραφία και ποια όχι. Αφιερώνει μάλιστα σχεδόν τέσσερις σελίδες της απόφασης του (σελίδες 45-48) εστιάζοντας σε αυτό το ζήτημα, με πολυάριθμες και εύστοχες παραπομπές σε επεξηγηματική νομολογία. Καταλήγει μάλιστα στο να αποκλείσει (σωστά) μαρτυρία που εμφιλοχώρησε στη δίκη και αφορούσε μη δικογραφημένα ιατρικά θέματα. Τα θέματα αυτά ήταν σημαντικά και αν καλύπτονταν από τη δικογραφία, θα συνέτειναν, κατά πάσα πιθανότητα, στην επιδίκαση ενός αυξημένου ποσού αποζημιώσεων.
Τα εν λόγω θέματα προσδιορίζονται στη σελίδα 48 της απόφασης ως εξής:
«Οι ισχυρισμοί και αναφορές της ενάγουσας και του ΜΕ2 όμως, οι οποίοι αφορούν σε κώμα, κάταγμα της περόνης, χειροτέρευση προϋπάρχουσας κώφωσης, ανικανότητα εκτέλεσης συγκεκριμένης επαγγελματικής απασχόλησης, απώλεια συγκεκριμένων εισοδημάτων, ανάγκη για μελλοντικές επεμβάσεις για αφαίρεση των ουλών και των υλικών οστεοσύνθεσης καθώς και τα σχετικά με αυτές τις επεμβάσεις έξοδα, αυτοί, ως μη δικογραφημένοι, δεν μπορούν παρά να αγνοηθούν.»
Για τα κατάλοιπα, για τα οποία διαμαρτύρεται με τον λόγο έφεσης 3 ο εφεσείων, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατηρεί στη σελίδα 42 της απόφασης του, ότι αυτά, καλύπτονταν από τα δικόγραφα και εν πάση περιπτώσει αφορούσαν θέματα που περιλαμβάνονται στα ιατρικά πιστοποιητικά που ετοίμασε ο ΜΥ1, τα οποία, η ίδια η πλευρά του εφεσείοντος, αποφάσισε να προσκομίσει ως μαρτυρία στη δίκη. Συγκεκριμένα αναφέρονται τα ακόλουθα από το πρωτόδικο Δικαστήριο:
«Σημειώνω εδώ ότι αντίθετα με το τι υποστήριξε ο κ. Γεωργίου με την ένσταση του, οι δικογραφημένοι ισχυρισμοί της ενάγουσας ότι πριν το ατύχημα «… ήταν καθ’ όλα υγιής, ευτυχής και δραστήριος άνθρωπος…» και ότι συνεπεία του ατυχήματος αντιμετωπίζει «Μόνιμη χωλότητα, αδυναμία και δυσκολία να ανεβοκατεβαίνει σκάλες, να περπατά μεγάλες αποστάσεις» και «…υπέφερε, υποφέρει και/ή έχει μόνιμα και εφ’ όρου ζωής πόνους, οδύνη, ενοχλήσεις, ταλαιπωρίες και ανικανότητα και μόνιμα προβλήματα και εφ’ όρου ζωής θα είναι ανίκανη να ασκεί και/ή συμμετέχει σε οιεσδήποτε κοινωνικές δραστηριότητες και/ή να απολαμβάνει τις χαρές και απολαύσεις της ζωής, την ψυχαγωγία καθώς επίσης θα αντιμετωπίζει μεγάλες και μόνιμες δυσκολίες, ταλαιπωρία και ανικανότητα…», για τους οποίους να σημειωθεί ουδέποτε ζητήθηκαν λεπτομέρειες από πλευράς υπεράσπισης, καλύπτουν θεωρώ επαρκώς τις ανωτέρω αναφορές της ενάγουσας και του ΜΕ2 ως προς τα μετατραυματικά κατάλοιπα και τις συνέπειες που αυτά συνεπάγονται για τη γενικότερη καθημερινή ζωή της τελευταίας αλλά και επιβεβαιώνονται και από τις πιο πάνω κοινές ιατρικές διαπιστώσεις. Άλλωστε, η ίδια η πλευρά της υπεράσπισης επέλεξε να προσκομίσει μαρτυρία σε σχέση με αυτά τα θέματα, παρά τη θέση της ότι αυτά δεν δικογραφούνταν.»
Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο, κρίνοντας κατ’ επέκταση αβάσιμο τον τρίτο λόγο έφεσης.
Σε σχέση τώρα με το ευρύτερο θέμα καθορισμού του ύψους των γενικών αποζημιώσεων, να υπενθυμίσουμε πρώτα τις γενικές αρχές.
Στη Lankuttis v. Νικόλα, (2002) 1 Α.Α.Δ. 1128, 1134 αναφέρονται τα ακόλουθα σε σχέση με τις γενικές αποζημιώσεις:
«Η πρόσφατη σταθερή νομολογία μας θέλει τις αποζημιώσεις για σωματική αναπηρία, φυσικό και ψυχικό πόνο να αυξάνονται εξελικτικά. Η τάση αυτή της νομολογίας δεν οφείλεται σε συναισθηματική απόκλιση προς τα θύματα. Βασίζεται στις πραγματικότητες της ζωής. Τα δικαστήρια έχουν επίγνωση της υψηλής αξίας που συνεχώς αποδίδεται από πολιτισμένες κοινωνίες στη σωματική ακεραιότητα και ψυχική υγεία του ατόμου μέλους της. Η πνευματική και σωματική υγεία συναποτελούν το προαπαιτούμενο στοιχείο για την καλή ποιότητα ζωής του ανθρώπου. Οι αποζημιώσεις, που εκφράζονται σε χρήμα, αποσκοπούν όσο είναι δυνατό με το υλικό τους στοιχείο να προσφέρουν κάποια ποιότητα ζωής στο θύμα, επαναφέροντας την, όσο είναι δυνατό, στην προ του δυστυχήματος κατάσταση. Γι΄ αυτό και οι αποζημιώσεις πρέπει να αντικατοπτρίζουν την αγοραστική αξία του χρήματος ώστε να προσεγγίζεται η εύλογη αποκατάσταση της ζημιάς».
Σχετικές είναι επίσης οι υποθέσεις Αζοφ v. Προδρόμου κ.α. (2006) 1 Α.Α.Δ. 331 και Ismail (ανωτέρω).
Σε ό,τι αφορά τη δυνατότητα επέμβασης του Εφετείου αναφέρονται τα ακόλουθα στην υπόθεση Ανδρέου Παναγιώτης v. Iacovou Brothers (Constructions) Ltd κ.ά. (2014) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2851:
«Το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα πρωτόδικα ευρήματα αναφορικά με το ύψος των γενικών αποζημιώσεων εκτός εάν πεισθεί είτε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ενήργησε κάτω από λανθασμένη αντίληψη του νόμου είτε ότι το επιδικασθέν ποσό είναι τόσο υπερβολικό ή ανεπαρκές ούτως ώστε να καθίσταται παντελώς λανθασμένος ο υπολογισμός των αποζημιώσεων των οποίων ο ενάγων δικαιούται (Βλ. Σολομωνίδης ν. Ζεβλού κ.ά. (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 228)».
(βλ. επίσης Φωτίου v. Ξενοφώντος Πολ. Έφεση 212/2019, ημερ.9.1.2025 και Εγγλέζου v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας Πολ. Έφεση 284/2018, ημερ.10.7.2025)
Για τις σωματικές βλάβες, τον πόνο, την ταλαιπωρία, τα κατάλοιπα και γενικά για τις αρνητικές επιπτώσεις που είχε στην υγεία, ευημερία και ποιότητα ζωής της εφεσίβλητης το δυστύχημα, το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε σωστά από τη νομολογία (σελίδες 54-55 της εκκαλούμενης απόφασης) αναγνωρίζοντας βέβαια, επίσης σωστά, ότι η κάθε υπόθεση είναι μοναδική και η αναφορά σε νομολογία γίνεται για σκοπούς αναφοράς και γενικής καθοδήγησης και όχι υπόδειξης.
Μικρό μόνον «βάλσαμο» είναι τα χρήματα μπροστά στην ανθρώπινη ζωή και υγεία, αλλά δυστυχώς μόνον χρήματα μπορούν να προσφέρουν τα Δικαστήρια. Τούτο, δεν πρέπει να υποτιμάται κατά την επιδίκαση αποζημιώσεων. Δικαιολογείται μια λελογισμένη αυξητική τάση στην επιδίκαση αποζημιώσεων, όχι ως στοιχείο παρηγοριάς, αλτρουισμού ή συναισθηματικής ευαισθησίας προς τα θύματα, αλλά ως αντικατόπτριση των αναγκών της σύγχρονης ζωής και της συνεχούς μείωσης της αξίας του χρήματος. Οι αποζημιώσεις, όσον γίνεται βέβαια, θα πρέπει να αποτελούν χειροπιαστή αντιστάθμιση της βλάβης που έχει υποστεί το θύμα και όχι να συντείνουν στην ταλαιπωρία του.
Με αυτά κατά νου ουδόλως θεωρούμε το ποσό των €60.000 ως υπερβολικό, ούτε και υπήρξε λανθασμένος υπολογισμός ώστε να δικαιολογείται παρέμβαση μας. Οι υποθέσεις Νεοφύτου v. Ανδρέου κ.α. (2005) 1 Α.Α.Δ. 692 και Γιαπατός v. Σάββα κ.α. (2010) 1 Α.Α.Δ. 1324 από τις οποίες άντλησε καθοδήγηση το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν πράγματι σχετικές.
Εν όψει των πιο πάνω απορρίπτονται οι λόγοι έφεσης 3 και 5.
Στρεφόμαστε στον λόγο έφεσης 4 που αφορά θέμα πλημμελούς ή και καθόλου αξιολόγησης της μαρτυρίας των ιατρών ΜΕ2 και ΜΥ1. Συγκεκριμένα αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν τοποθετήθηκε στο ερώτημα του ποιο μάρτυρα θεωρεί αξιόπιστο και ποιον όχι. Θα μπορούσε βέβαια να θεωρήσει και τους δύο μάρτυρες αξιόπιστους και να μην δεχθεί κάποιο μέρος της μαρτυρίας τους. Σε τέτοια περίπτωση όμως θα έπρεπε να εξηγήσει με λεπτομέρεια τους λόγους της αποδοχής και/ή της μη αποδοχής της μαρτυρίας τους. Δεν το έπραξε όμως και τούτο παρά τις σοβαρές διαφωνίες των δύο ιατρών όσον αφορά το είδος των σωματικών βλαβών, αλλά και ειδικότερα τα κατάλοιπα που αυτές άφησαν. Κοντολογίς, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε τους εν λόγω μάρτυρες ως όφειλε, παρά μόνο κατέληξε ότι οι απόψεις τους δεν έχουν ουσιαστικές διαφορές, θέση η οποία δεν υποστηρίζεται από την προσαχθείσα μαρτυρία. Με αυτά τα δεδομένα, το Δικαστήριο δεν ήταν σε θέση να εκτιμήσει το εύρος των σωματικών βλαβών που υπέστη η εφεσίβλητη και να της αποδώσει τη σωστή αποζημίωση.
Ούτε και αυτός ο λόγος έφεσης είναι βάσιμος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελίδα 32 της εκκαλούμενης απόφασης, αφού παραπέμπει στις σχετικές αρχές, αναγνωρίζει ως μη αμφισβητούμενη την πραγματογνωμοσύνη αμφότερων των υπό αναφορά μαρτύρων – ΜΕ2 και ΜΥ1. Ομοίως, αναγνωρίζει τη δυνατότητα, κατόπιν αξιολόγησης, της επιλογής μιας εκ των δύο εκδοχών σε περίπτωση αντίκρουσης ή διαφωνίας.
Σε ό,τι αφορά την αξιοπιστία των ιατρών, μολονότι δεν αναφέρεται ρητά στην εκκαλούμενη απόφαση, το πρωτόδικο Δικαστήριο πρόδηλα θεώρησε και τους δύο αξιόπιστους. Τούτο προκύπτει από την εκτενή, ευμενή αναφορά στη μαρτυρία τους, τον σχολιασμό, αντιπαραβολή, εντοπισμό των διαφορών, εκεί και όπου υπήρχαν, την εξήγηση του κατά πόσο οι διαφορές αυτές ήταν ουσιώδεις ή μη και τελικώς - και αυτό είναι πολύ σημαντικό - την υποστύλωση των ουσιωδών ευρημάτων του σε κοινώς δοθείσα/αποδεχθείσα μαρτυρία των δύο αυτών μαρτύρων. Καμία αμφισημία ή ταλάντευση επί τούτου υπάρχει. Ούτε και αμφιβολία παραμένει σε ό,τι αφορά την κρίση του Δικαστηρίου σχετικά με την αξιοπιστία ή μη των μαρτύρων αυτών.
Απ’ εκεί και πέρα στο περίγραμμα αγόρευσης των συνηγόρων του εφεσείοντος εντοπίζονται τέσσερις διαφορές/διαφωνίες των δύο αυτών μαρτύρων. Πρώτον, ο ΜΕ2 υποστήριξε ότι η εφεσίβλητη υπέστη συντριπτικό κάταγμα τεσσάρων τεμαχίων στον δεξιό βραχίονα, ενώ ο ΜΥ1 εντόπισε κάταγμα ενός τεμαχίου δεξιού βραχίονα. Δεύτερον, ο ΜΕ2 υποστήριξε ότι τα υλικά οστεοσύνθεσης στην κνήμη θα πρέπει να αφαιρεθούν με χειρουργική επέμβαση, ενώ ο ΜΥ1 υποστήριξε ότι δεν υφίσταται τέτοια αναγκαιότητα. Τρίτον, ο ΜΕ2 υποστήριξε ότι η άρθρωση του δεξιού ώμου παρουσιάζει σημαντική απώλεια κινητικότητας, την οποία στη μαρτυρία του προσδιόρισε σε 50%, επισημαίνοντας ότι αφορούσε όλες τις κινήσεις του ώμου, ενώ ο ΜΥ1 υποστήριξε ότι η απώλεια ήταν μικρότερη του 50% και αφορούσε μόνον την κίνηση της απαγωγής, και τέταρτον ο ΜΕ2 υποστήριξε ότι η εφεσίβλητη είχε αδυναμία να κάνει βαθύ κάθισμα ενώ ο ΜΥ1 υποστήριξε ότι δεν μπορεί να υφίστατο τέτοιο πρόβλημα, αφού δεν τραυματίστηκαν τα γόνατα της εφεσίβλητης που είναι το σημείο του σώματος που χρησιμοποιείται για βαθύ κάθισμα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο όχι μόνον αποδέχτηκε τις τέσσερις πιο πάνω διαφορές/διαφωνίες, αλλά τις σχολιάζει με πολλή λεπτομέρεια στις σελίδες 42-44 της εκκαλούμενης απόφασης. Σχολιάζει όμως και τη συμφωνία των δύο ιατρών στα πλείστα ουσιώδη θέματα, όπως για παράδειγμα την αποδοχή των ιατρικών πιστοποιητικών των ιατρών του νοσοκομείου (τεκμήρια 9, 12 και 15), αλλά και για αρκετά από τα κατάλοιπα των τραυμάτων και της συνέπειας που θα έχουν αυτά για την εφεσίβλητη.
Τελικώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η πρώτη διαφωνία δεν ήταν ουσιώδης. Ουσιώδες ήταν το γεγονός ότι αμφότεροι δέχτηκαν ότι υπήρξε συντριπτικό κάταγμα, με απόσπαση μέρους του οστού. Το ίδιο σε σχέση με τις διαφορές/διαφωνίες 3 και 4. Η διαφωνία/διαφορά 2 (αφαίρεση ή όχι των υλικών οστεοσύνθεσης) αφορούσε μη δικογραφημένη δαπάνη που δεν λήφθηκε καν υπόψη και έτσι η ενασχόληση με το θέμα, ορθά, κρίθηκε περιττή.
Ως εκ των ανωτέρω απορρίπτεται και ο λόγος έφεσης 4.
Η έφεση κρίνεται ολωσδιόλου αβάσιμη και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €2.400 έξοδα πλέον ΦΠΑ, υπέρ της εφεσίβλητης.
ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.
Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο