ΕΠΑΡΧΟΣ ΠΑΦΟΥ δια του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας κ.α. v. ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΙΒΙΤΑΝΙΔΗΣ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ.: 54/19, 9/7/2025
print
Τίτλος:
ΕΠΑΡΧΟΣ ΠΑΦΟΥ δια του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας κ.α. v. ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΙΒΙΤΑΝΙΔΗΣ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ.: 54/19, 9/7/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ.: 54/19)

 

 

9 Ιουλίου, 2025

 


[
ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ ‑ ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 


1. ΕΠΑΡΧΟΣ ΠΑΦΟΥ δια του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

2. ΔΗΜΟΣ ΓΕΡΟΣΚΗΠΟΥ

3. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΑΠΟΧΕΤΕΥΣΕΩΝ ΠΑΦΟΥ

 

Εφεσείοντες/Εναγόμενοι 2

και

1. ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΙΒΙΤΑΝΙΔΗΣ

     2. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΙΒΙΤΑΝΙΔΗΣ

 

Εφεσίβλητοι/Ενάγοντες

 

-----------------------------

Α. Κορακίδου για Α. Κορακίδου Μακρίδου Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.
Σ. Τόκα για Α. Τόκα & Σία Δ.Ε.Π.Ε.
, για τους Εφεσίβλητους 1 και 2.

 

 

-----------------------------

ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα

       δοθεί από την Χριστοδουλίδου-Μέσσιου, Δ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.: Το αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης σε ακίνητη περιουσία απασχόλησε το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου στο πλαίσιο της αγωγής 57/2012. Οι ενάγοντες/ εφεσίβλητοι είναι οι διαδοχικοί εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες συγκεκριμένου κτήματος στον Δήμο Γεροσκήπου της Επαρχίας Πάφου. Ισχυρίστηκε ο εφεσίβλητος 2 ότι είχε εγγραφεί ως ιδιοκτήτης του συγκεκριμένου ακίνητου δυνάμει δωρεάς το 1991 και στη συνέχεια το μεταβίβασε δυνάμει δωρεάς στον εφεσίβλητο 1, τον γιο του, το 2002, ο οποίος παραμένει εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης μέχρι σήμερα.

 

Ήταν η θέση των εφεσιβλήτων ότι σε άγνωστο προς αυτούς χρόνο, αλλά πριν από το έτος 1991, οι εναγόμενοι 1 και 2, ως οι κατά νόμο υπεύθυνοι για την κατασκευή και συντήρηση δημοσίων δρόμων, επενέβησαν αυθαίρετα και παράνομα εντός του επίδικου κτήματος δικής τους ιδιοκτησίας και κατασκεύασαν δρόμο με σκοπό τη χρήση του από το κοινό. Προέβαλαν τη θέση ότι από πριν το 1991 μέχρι και τον χρόνο εκδίκασης της αγωγής, συνέχιζαν αυτή την παράνομη επέμβαση, όχι μόνο με τη διατήρηση του δρόμου, αλλά και με τη συνεχή συντήρηση και βελτίωση του μέχρι σήμερα και τη χρήση του από το κοινό.

 

Αναφορικά με τους εναγόμενους 3, οι εφεσίβλητοι 1 και 2 ισχυρίστηκαν ότι αυθαίρετα και παράνομα και σε άγνωστο προς αυτούς χρόνο, εν πάση περιπτώσει μετά το 1991, επενέβησαν εντός του επίδικου κτήματος και/ή τον παράνομο δρόμο και τοποθέτησαν υπόγειους αγωγούς μεταφοράς λυμάτων και/ή ομβρίων υδάτων και/ή άλλως πως. 

 

Σύμφωνα επίσης με την Έκθεση Απαίτησης που καταχώρισαν οι εφεσίβλητοι, ο εφεσίβλητος 1 το 2010 υπέβαλε αίτηση οριοθέτησης του επίδικου κτήματος στο Κτηματολόγιο Πάφου με βάση την οποία έγινε οριοθέτηση και εκδόθηκε σχετικό πιστοποιητικό με το οποίο διαπιστώθηκε και/ή επιβεβαιώθηκε η επέμβαση των εναγομένων εντός του ακίνητου των εφεσιβλήτων. Επίσης ο εφεσίβλητος 1 ανέθεσε σε ιδιώτη αρμόδιο χωρομέτρη την αποτύπωση του επίδικου κτήματος με βάση την οποία διαπιστώθηκε ότι η επέμβαση καταλαμβάνει εμβαδόν 265 τετραγωνικών μέτρων περίπου.

 

Ο εφεσίβλητος 1 ενημερώθηκε από το Κτηματολόγιο Πάφου με σχετική επιστολή ότι ο δρόμος είναι κατασκευασμένος περί το έτος 1991 και ότι έχει αποτυπωθεί ως λεπτομέρεια που υφίστατο επιτόπου, χωρίς να γνωρίζουν από ποιον κατασκευάστηκε.

 

Ισχυρίστηκαν επίσης οι εφεσίβλητοι ότι επανειλημμένα κάλεσαν τους εναγόμενους να τερματίσουν κάθε παράνομη επέμβαση δια της άρσης της και της επαναφοράς του ακίνητου στην προτέρα του κατάσταση, αλλά οι εναγόμενοι παρέλειψαν και/ή αμέλησαν και/ή αρνήθηκαν να συμμορφωθούν και συνέχιζαν να επεμβαίνουν εντός του κτήματος και απειλούσαν ότι θα συνεχίσουν, εκτός εάν εμποδίζονταν από το Δικαστήριο. Ισχυρίστηκαν περαιτέρω ότι συνεπεία αυτής της παράνομης και αυθαίρετης επέμβασης στερήθηκαν και στερούνται έκταση γης από το κτήμα τους, υφιστάμενοι ζημιά και έξοδα και ταλαιπωρία, γι' αυτό και αξίωναν με την αγωγή τους εναντίον των εναγομένων διατάγματα που να τους παρεμποδίζουν από το να επεμβαίνουν με οποιοδήποτε τρόπο εντός του συγκεκριμένου κτήματος, που να τους διατάσσει να άρουν κάθε μορφή επέμβασης επί αυτού και όπως το επαναφέρουν στην προτέρα του κατάσταση εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, αλλά και αποζημιώσεις για ζημιές και απώλειες, τιμωρητικές αποζημιώσεις, νόμιμους τόκους και έξοδα.

 

Ο εναγόμενος 1 με την Υπεράσπιση του αρνήθηκε όλες τις αξιώσεις των εναγόντων και ειδικά τις λεπτομέρειες επέμβασης που του αποδίδονται στην Έκθεση Απαίτησης. Ήταν η θέση του ότι το επίδικο κτήμα των εναγόντων, μαζί με άλλα κτήματα στην περιοχή, απαλλοτριώθηκαν από το Υπουργείο Συγκοινωνιών και Έργων το 1974 για την κατασκευή αεροδρομίου. Επειδή όμως δεν είχαν χρησιμοποιηθεί για τον σκοπό που απαλλοτριώθηκαν, περί το 1990 επιστράφηκαν στους πρώην ιδιοκτήτες τους. Στην περιοχή διενεργήθηκε αναδασμός, υιοθετήθηκαν νέα σχέδια και το επίδικο τεμάχιο των εναγόντων επηρεάζεται από το πολεοδομικό έργο του κάθετου δρόμου που συνδέει τον Δήμο Γεροσκήπου με την τουριστική περιοχή Γεροσκήπου. Η ετοιμασία του ρυθμιστικού αυτού σχεδίου αυτού ανατέθηκε από τον Δήμο Γεροσκήπου σε ιδιώτη μελετητή, εγκρίθηκε και προωθήθηκε για την ετοιμασία κατασκευαστικών σχεδίων με τη διαδικασία δημόσιων προσφορών. Στους όρους εντολής προς τους ιδιώτες μελετητές ήταν η προσπάθεια για όσο το δυνατό ισομερή και δίκαιο επηρεασμό των, στον υφιστάμενο δρόμο, τεμαχίων. Ισχυρίστηκε ότι η έκταση του τεμαχίου που θα απαιτηθεί τελικά για την κατασκευή του δρόμου θα πρέπει να εξασφαλιστεί είτε με παραχώρηση της με αποδοχή όρων πολεοδομικής αρχής, είτε με απαλλοτρίωση.

 

Οι εναγόμενοι 2 καταχώρισαν μία λιτή Υπεράσπιση στην οποία δήλωναν ότι αγνοούν και αρνούνται όλους τους ισχυρισμούς των εναγόντων και ισχυρίστηκαν ότι ουδέποτε επενέβησαν παράνομα εντός του συγκεκριμένου ακίνητου και ότι ουδέποτε οι ενάγοντες αποστερήθηκαν της χρήσης και κάρπωσης του εν λόγω ακίνητου.

 

Οι εναγόμενοι 3 επίσης αρνήθηκαν τους ισχυρισμούς των εναγόντων στην Υπεράσπιση τους και περαιτέρω ισχυρίστηκαν ότι ζήτησαν από τους ενάγοντες με διπλοσυστημένη επιστολή όπως τους παραχωρήσουν άδεια διέλευσης αγωγού δια μέσω του κτήματος στη βάση της νομοθεσίας περί Αποχετευτικών Συστημάτων. Λόγω μη ανταπόκρισης τους, οι εναγόμενοι ζήτησαν έγκριση και άδεια από τον Έπαρχο Πάφου, εναγόμενο 1, με βάση τις πρόνοιες της σχετικής νομοθεσίας, o οποίος και έδωσε τη σχετική έγκριση του. Ήταν η θέση τους ότι οι ενάγοντες δεν προχώρησαν στην προσβολή των πιο πάνω πράξεων δια προσφυγής δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος και συνεπώς κωλύονταν να ισχυρίζονται τα όσα αναφέρονται στην αγωγή τους. Πέραν της πιο πάνω θέσης, αρνήθηκαν όλους τους ισχυρισμούς των εναγόντων στην Έκθεση Απαίτησης τους, όπως και στις κατ΄ισχυρισμό ζημιές.

 

Οι εναγόμενοι 3 καταχώρισαν ειδοποίηση συνεναγόμενου προς τον συνεναγόμενο 1  και ισχυρίστηκαν ότι ο εναγόμενος 1 με την Υπεράσπιση του, αναγνώρισε την κατασκευή του ρηθέντος δρόμου και παραχώρηση του προς χρήση από το κοινό και ως εκ τούτου ήταν αποκλειστικά και/ή στον μέγιστο βαθμό υπεύθυνος για την αμέλεια και/ή τις πράξεις και/ή παραλείψεις και/ή παρανομίες που αναφέρονται στην Έκθεση Απαίτησης και σε περίπτωση που οι ενάγοντες επιτύγχαναν απόφαση εναντίον των εναγόμενων 3, οι εναγόμενοι 3 θα δικαιούνταν σε αποζημιώσεις από τον συνεναγόμενο 1.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από ακροαματική διαδικασία αποφάσισε να απορρίψει την αγωγή εναντίον του εναγόμενου 1, όπως και τη διαδικασία ειδοποίησης προς τον συνεναγόμενο. Εξέδωσε απόφαση υπέρ των εναγόντων και εναντίον των εναγομένων 2 και 3 ως ακολούθως:

 

Α) Εναντίον των εναγομένων 2/εφεσειόντων:

- για ποσό €6.923,74 που αποτελεί την ενοικιαστική αξία του επίδικου μέρους του επίδικου ακίνητου με νόμιμο τόκο,

- για ποσό €920 που αποτελεί τα έξοδα του ειδικού εμπειρογνώμονα Μ.Κ.5 με νόμιμο τόκο και

- για ποσό €546,22 ετησίως με νόμιμο τόκο που θα υπολογίζεται κατά τη λήξη κάθε έτους από το 2002 μέχρι οι εναγόμενοι 2 να σταματήσουν να επεμβαίνουν στο επίδικο ακίνητο.

 

Β) Εναντίον των εναγομένων 3 για ποσό €50 υπό μορφή ονομαστικών αποζημιώσεων με νόμιμο τόκο.

 

Επιπλέον εξέδωσε διάταγμα εναντίον των εναγομένων 2/ εφεσειόντων με το οποίο αυτοί και/ή οι αντιπρόσωποι και/ή οι υπάλληλοι τους εμποδίζονται από το να επεμβαίνουν καθ' οιονδήποτε τρόπο επί του συγκεκριμένου κτήματος. Εξέδωσε επίσης διαταγή αναφορικά με τα έξοδα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι υπήρξε επέμβαση κατά του επίδικου ακίνητου με δύο τρόπους. Οι εναγόμενοι 2 από το 1997 συντηρούν και βελτιώνουν τον επίδικο δρόμο και ακολούθως οι εναγόμενοι 3, σε χρόνο που δεν μπορεί να προσδιορίσει, εγκατέστησαν αγωγό λυμάτων στο ίδιο τμήμα του επίδικου ακίνητου. Αναφορικά με τους ισχυρισμούς των εναγόντων ότι οι εναγόμενοι 1 και 2 μαζί ή/και ξεχωριστά, πριν από το 1991 και/ή από το 1991 μέχρι σήμερα, επεμβαίνουν παράνομα και αυθαίρετα στο επίδικο ακίνητο, έκρινε ότι αυτό που έχει αποδειχθεί είναι ότι από το 1997 μέχρι σήμερα οι εναγόμενοι 2 επεμβαίνουν στο επίδικο ακίνητο συντηρώντας και βελτιώνοντας τον επίδικο δρόμο που αποτελεί τμήμα του.  Έτσι, αποφάσισε ότι το αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης στοιχειοθετείται πλήρως.

 

Αναφορικά με τους εναγόμενους 1 και 3 το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε τα ακόλουθα:

 

«Από τη στιγμή που καθ' ομολογία τους, έστω κι αν δεν έχει αποδειχθεί πότε, εγκατέστησαν τον αγωγό λυμάτων και διαμέσου του επίδικου ακινήτου, μέχρι και τις 21/3/2012 που εξασφάλισαν τη συγκατάθεση του εναγόμενου 1 για διέλευση του εν λόγω αγωγού στο επίδικο ακίνητο του ενάγοντα 1, προφανώς, η σχετική επέμβαση ήταν παράνομη. Και τούτο, επειδή δεν είχαν εξασφαλίσει τη συγκατάθεση των εναγόντων για το σκοπό αυτό. Ωστόσο, από τις 21/3/2012 που εξασφάλισαν από τον εναγόμενο 1 - έστω εκ των υστέρων - τη συγκατάθεσή του για διέλευση του αγωγού από το επίδικο ακίνητο μέχρι σήμερα, η σχετική επέμβαση, κατέστη νόμιμη. Και τούτο, επειδή ο Έπαρχος παρέσχε την αιτούμενη συγκατάθεση (ορθότερα συναίνεση), με βάση το άρθρο 20 των περί Αποχετευτικών Συστημάτων Νόμων του 1971 μέχρι 1997.

 

…………………………………………………………………………………………………

 

Η επί του προκειμένου παραχώρηση της αιτούμενης συγκατάθεσης του εναγόμενου 1, ασφαλώς αποτελεί ατομική διοικητική πράξη και καθώς έχει νομολογηθεί ο έλεγχος της ορθότητας και νομιμότητάς της εκφεύγει της δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Με αυτό δεδομένο, η εν λόγω συγκατάθεση, ως ατομική διοικητική πράξη είναι καθόλα νόμιμη και δεσμευτική και παράγει όλα τα έννομα αποτελέσματα νόμιμης και κανονικής διοικητικής πράξης, έως ότου ακυρωθεί από το μόνο αρμόδιο Δικαστήριο που στην προκειμένη περίπτωση, ήταν το Ανώτατο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας.

………………………………………………………………………………………………..

 

Δε νομίζω πως χρειάζεται να επεκταθώ προκειμένου να τεκμηριώσω το συμπέρασμά μου πως δεν τίθεται θέμα παράνομης επέμβασης, είτε για τον εναγόμενο 1 είτε για τους εναγόμενους 3, ένεκα του γεγονότος ότι ο πρώτος, κατόπιν αιτήματος των δεύτερων παρέσχε την εκ του Νόμου συναίνεσή του για διέλευση του αγωγού λυμάτων μέσω του επίδικου ακινήτου του ενάγοντα 1. Αντίθετα, από τη στιγμή που οι εναγόμενοι 3 εγκατέστησαν τον εν λόγω αγωγό στο επίδικο ακίνητο, χωρίς τη συγκατάθεση του ενάγοντα στον οποίο ανήκε αυτό τότε μέχρι και τις 21/3/2012 που εξασφάλισαν την παραπάνω συναίνεση του εναγόμενου 1, η ευθύνη και αυτών για τη διάπραξη του αδικήματος, επίσης στοιχειοθετείται πλήρως.»

 

 Οι εφεσείοντες αμφισβητούν την πρωτόδικη απόφαση με 21 λόγους έφεσης. Οι εφεσίβλητοι/ ενάγοντες καταχώρισαν αντέφεση προβάλλοντας πέντε λόγους. Κατά το στάδιο που η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση ενώπιον μας, ο πρώτος λόγος αντέφεσης που αφορούσε τον εναγόμενο 1, Έπαρχο Πάφου, και την απόρριψη της αγωγής εναντίον του, απεσύρθη και έτσι η υπόθεση (έφεση και αντέφεση) εκδικάστηκε τελικά μεταξύ εφεσείοντα και εφεσιβλήτων.

 

Οι λόγοι έφεσης 1, 2, 3, 15 και 16 αφορούν την αξιολόγηση της μαρτυρίας και συγκεκριμένων τεκμηρίων που κατατέθηκαν εκ πλευράς εφεσειόντων. 

 

Ειδικότερα, ο πρώτος λόγος έφεσης αναφέρεται σε λανθασμένη απόρριψη της μαρτυρίας του δημοτικού μηχανικού Κ.Λ. Ο δεύτερος λόγος έφεσης σε παράλειψη του Δικαστηρίου να αποφασίσει ότι ο εφεσίβλητος 1/ενάγοντας 1 ήταν αναξιόπιστος και ο τρίτος λόγος έφεσης με την κατ΄ισχυρισμό λανθασμένη αποδοχή από το πρωτόδικο Δικαστήριο του Τεκμηρίου 16, έκθεσης εκτίμησης του εκτιμητή Ι.Π., για την ενοικιαστική αξία του επίδικου ακινήτου ως ορθό. Ο δέκατος πέμπτος λόγος έφεσης επίσης στρέφεται εναντίον της αποδεκτότητας ως αξιόπιστης της μαρτυρίας του ενάγοντα 1/ εφεσίβλητου 1, ενώ ο δέκατος έκτος λόγος έφεσης κατά της αποδοχής της μαρτυρίας του εκτιμητή των εναγόντων εφεσιβλήτων Ι.Π.  

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης αμφισβητείται το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες παράνομα επενέβηκαν στο μέρος του υφιστάμενου δρόμου που αποτελούσε μέρος του επίδικου ακινήτου ενώ ο πέμπτος λόγος έφεσης στρέφεται τόσο εναντίον της επιδίκασης αποζημιώσεων εναντίον των εφεσειόντων υπό μορφή της ενοικιαστικής αξίας του επίδικου ακινήτου για το σχετικό χρονικό διάστημα που ανέφερε, αλλά και εναντίον του ύψους της αποζημίωσης. 

 

Με τον έκτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες προβάλλουν τη θέση ότι λανθασμένα και σε αντίθεση με τη μαρτυρία το Δικαστήριο δεν αποφάσισε ότι ο εφεσίβλητος 1 επενέβη στο επίδικο ακίνητο εφόσον οι ίδιοι οι μάρτυρες του αλλά και ο εφεσίβλητος 1 μαρτύρησαν ότι ο επίδικος δρόμος έγινε από τον Αναδασμό.

 

Οι λόγοι έφεσης 7, 8 και 10 στρέφονται κατά του μέρους της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με το οποίο καταδίκασε τους εφεσείοντες να πληρώσουν τα έξοδα της εκτίμησης του Τεκμηρίου 16 αλλά και των εξόδων του τοπογράφου και της έκθεσης του, Τεκμήριο 15. 

 

Ο δέκατος λόγος εφεσης πραγματεύεται τη λανθασμένη επιδίκαση των εξόδων της αγωγής εναντίον των εφεσειόντων.

 

Με τους λόγους έφεσης 9, 11,12 και 21 αμφισβητείται το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες επεμβαίνουν παράνομα στο επίδικο τεμάχιο, η έκδοση σχετικών διαταγμάτων απαγόρευσης επέμβασης στο ακίνητο εναντίον τους αλλά και η επιδίκαση αποζημιώσεων από το 1997.

 

Ο λόγος έφεσης δεκατρία αφορά το κατ΄ισχυρισμό λάθος του Δικαστηρίου να μην προβεί σε εύρημα ότι τον δρόμο κατασκεύασε η Κυπριακή Δημοκρατία ενώ ο λόγος έφεσης δεκατέσσερα αφορά τα κατ΄ισχυρισμό λανθασμένα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου στις σελ.8 και 9 της απόφασης.

 

Αντικείμενο του δέκατου έβδομου λόγου έφεσης είναι η απόφαση του Δικαστηρίου ότι δεν υπήρχε δημοσιευμένη ρυμοτομία για το επίδικο ακίνητο μέχρι το 2010, ενώ ο δέκατος όγδοος λόγος έφεσης το λανθασμένο, κατά τους εφεσείοντες, εύρημα του Δικαστηρίου ότι αυτοί συντηρούν το δρόμο από το 1997.

 

Σχετικός με το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για παράνομη επέμβαση είναι και ο λόγος έφεσης δεκαεννιά που πραγματεύεται το μέρος της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι δεν συγκατατέθηκαν στην επέμβαση.

 

Τέλος, ο εικοστός λόγος έφεσης αφορά το λανθασμένο κατά τους εφεσείοντες εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν αντεξέτασαν τους μάρτυρες για τη γραμμή υπεράσπισης τους.

 

Με την αντέφεση τους οι εφεσίβλητοι προέβαλαν αρχικά 5 λόγους. Στο στάδιο της ακρόασης της έφεσης όμως, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, ο πρώτος λόγος αντέφεσης που αφορούσε τη λανθασμένη απόρριψη της αγωγής εναντίον του εναγομένου 1 και την καταδίκη των εναγόντων σε έξοδα, απεσύρθη.

 

Με τον δεύτερο λόγο αντέφεσης οι εφεσίβλητοι προσβάλλουν το μέρος της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου για μη επιδίκαση αποζημιώσεων για παράνομη επέμβαση των εφεσειόντων στο επίδικο ακίνητο πριν το 1997 και συγκεκριμένα για την περίοδο 1994-1997 ως λανθασμένη και ή αδικαιολόγητη με βάση το νόμο και την προσαχθείσα μαρτυρία.

 

Ο τρίτος λόγος αντέφεσης πραγματεύεται την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην επιδικάσει αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση υπέρ του εφεσίβλητου 2 και εξόδων εναντίον των εφεσειόντων ενώ ο τέταρτος λόγος αντέφεσης στρέφεται κατά της αποδοχής από το πρωτόδικο Δικαστήριο της κατάθεσης των Τεκμηρίων 24 και 25 από το μάρτυρα ΜΥ3 των εφεσειόντων Κ.Λ. ως εσφαλμένη και αδικαιολόγητη και αντίθετη με δύο προηγούμενες ενδιάμεσες αποφάσεις του.

 

Ο πέμπτος και τελευταίος λόγος αντέφεσης πραγματεύεται το γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν καταδίκασε τους εφεσείοντες στα έξοδα καθ΄ ολοκληρία χωρίς την αφαίρεση οποιουδήποτε ποσοστού.

 

Όπως έχει καταστεί σαφές το αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης βρίσκεται στο επίκεντρο της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το εν λόγω αδίκημα θεσμοθετείται στο άρθρο 43 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148 στο οποίο προνοούνται τα ακολούθα:

 

«Παράvoμη επέμβαση σε ακίvητη ιδιoκτησία

43.-(1) Παράvoμη επέμβαση σε ακίvητη ιδιoκτησία συvίσταται σε παράvoμη είσoδo ή σε παράvoμη πρόκληση ζημιάς ή σε παράvoμη παρέμβαση στηv ιδιoκτησία αυτή από oπoιoδήπoτε πρόσωπo.

(2) Αv η πράξη για τηv oπoία εγείρεται η αγωγή είvαι επιτρεπτή κατά τoπικό έθιμo, αυτό αφoύ απoδειχθεί συvιστά υπεράσπιση αλλά σε αγωγή πoυ εγείρεται για παράvoμη επέμβαση σε ακίvητη ιδιoκτησία τo βάρoς της απόδειξης ότι η πράξη για τηv oπoία εγείρεται η αγωγή δεv ήταv παράvoμη φέρει o εvαγόμεvoς.»

 

Με βάση την πιο πάνω νομοθετική πρόνοια προκύπτει ότι παράνομη επέμβαση σε ακίνητη ιδιοκτησία μπορεί να επέλθει ή να διαπραχθεί: α) με παράνομη είσοδο, β) με παράνομη πρόκληση ζημιάς και γ) με παράνομη παρέμβαση.

 

Η παράνομη επέμβαση σε ακίνητη ιδιοκτησία προσβάλλει όχι μόνο το δικαίωμα της κυριότητας αλλά και της κατοχής. Αγώγιμο δικαίωμα έχει τόσο ο κύριος όσο και ο κάτοχος. Όταν ο κύριος δεν είναι κάτοχος έχει δικαίωμα αγωγής μόνο στις περιπτώσεις πρόκλησης φυσικής ζημιάς στην περιουσία του ή αν η επέμβαση είναι μόνιμη. Σχετικές είναι οι υποθέσεις: Eleftheria Adamou v. Constantis Christofi (1974) 1 CLR 100, Ιsmini E. Liasidou and another v. Kyriacos N. Papademetriou (1975) 1 CLR 122, Stavrou Kyriacou Kakoullou κ.ά. ν. Ioannis Kyriacou Kakoulli (1985) 1 CLR 355, Kyriacos Georghiou Panayi v. Maria K. Zouvani (1987) 1 CLR 58, Ανδρέας Γεωργίου, άλλως Μούσουλλου ν. Κυριακούς Γεωργίου Ανδρέα (1998) 1 Α.Α.Δ. 2311, Γεώργιος Λάμπρου κ.ά. ν. Ελένη Κεφάλα κ.ά. (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1516 και Βερεγγάρια Π. Παπακόκκινου κ.ά. ν. Δημήτρη Κυριακίδη (2010) 1 Α.Α.Δ. 789.

 

O ενάγοντας σε αγωγή για παράνομη επέμβαση έχει το βάρος της απόδειξης της ισχυρισμό επέμβασης. Με την απόδειξη αυτής, το βάρος μετατίθεται στους ώμους των εναγομένων να αποδείξουν ότι η επέμβαση δεν ήταν παράνομη (βλ. Παπακοκκίνου ν. Αγγελική Σμυρλή κ.ά. (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 813 και Γεώργιος Κώστα Μάρκου ν. Γεώργιου Π. Χρυσοστόμου κ.ά. (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 1653).

 

Όπως προκύπτει από τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η αιτία για καταχώριση της αγωγής ήταν η απόρριψη του αιτήματος των εφεσιβλήτων για έκδοση άδειας οικοδομής από τους εφεσείοντες την οποία αιτήθηκαν για την αποθήκη που είχαν κατασκευάσει. Ισχυρίζονται παράνομη επέμβαση σε ολόκληρο το μέρος του τεμαχίου τους που καλύπτει και τον υφιστάμενο ασφαλτοστρωμένο δρόμο. Οι εφεσίβλητοι 1 και 2 έγιναν ιδιοκτήτες του επίδικου ακινήτου όταν ήδη υπήρχε επί τόπου ο υφιστάμενος δρόμος. Οι ίδιοι είχαν επίσης κατασκευάσει περίφραξη (ανήγειραν σχετικά αποθήκη την οποία προσπάθησαν να νομιμοποιήσουν με σχετική αίτηση τους προς τους εφεσείοντες μετά την ανέγερση της) η οποία ήταν 2 μέτρα πιο μέσα από τον υφιστάμενο δρόμο. Ο δρόμος ήταν μεν μέρος του τεμαχίου των εφόσον ουδέποτε αφαιρέθηκε από αυτό, αλλά από τις πράξεις τους φαίνεται ότι οι ίδιοι αποδέχτηκαν ότι ουσιαστικά είχε αφαιρεθεί από το τεμάχιο τους, εξού και τοποθέτησαν την περίφραξη 2 μέτρα πιο μέσα από το δρόμο. Τα διάφορα τεκμήρια που οι ίδιοι οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν στο Δικαστήριο για να αποδείξουν την υπόθεση τους, και ειδικότερα τα Τεκμήρια 11 και 15, βεβαιώνουν τα πιο πάνω.

 

Ο Δήμος Γεροσκήπου συστάθηκε το 1994 και υπάρχει ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου παραδοχή ότι ο δρόμος βρισκόταν εκεί και χρησιμοποιείτο πριν από το 1991, πριν αγοράσει ο εφεσίβλητος 2 το επίδικο τεμάχιο. Υπάρχει και περαιτέρω παραδοχή ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος 2 ποτέ δεν χρησιμοποίησε το τεμάχιο του πριν το μεταβιβάσει στο γιο του ενάγοντα 1/εφεσίβλητο 1 το 2002.

 

Από τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου επίσης προκύπτει ότι ούτε ο εφεσίβλητος 1 πριν το 2010 έκανε οποιαδήποτε παράσταση για την ύπαρξη του δρόμου. Μόνο μετά την απόρριψη της αίτησης για άδεια οικοδομής της αποθήκης, που είχε ήδη κατασκευαστεί από τον εφεσείοντα 2, ανακάλυψε ότι ο δρόμος άνηκε ακόμα στο ακίνητο του λόγω του ότι έγιναν οι νόμοι του Αναδασμού όταν το επίδικο ακίνητο ήταν ήδη απαλλοτριωμένο για να γίνει στρατιωτικό αεροδρόμιο.

 

Με βάση τα Τεκμήρια 2, 3, 5, 14, 24 και 25 ο δρόμος κατασκευάστηκε στο πλαίσιο του Αναδασμού, η ρυμοτομία τέθηκε από το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως και η άδεια οικοδομής της περίφραξης εκδόθηκε από τον Έπαρχο Πάφου. Το Τεκμήριο 2 δηλώνει ότι η χωρομετρική εργασία έγινε το 1991 και αποτυπώθηκε σε αυτή ο υφιστάμενος δρόμος όπως ήταν κατασκευασμένος ως χωρομετρική λεπτομέρεια πριν να συσταθεί ο Δήμος Γεροσκήπου, ο οποίος, επαναλαμβάνουμε, συστάθηκε το 1994. Ο δρόμος είχε κατασκευαστεί από τον Αναδασμό πριν το 1991 και υφίσταται έκτοτε. Ο δρόμος αυτός, που είχε κατασκευαστεί πριν το 1991, αποτυπώνεται στα σχέδια του κτηματολογίου Τεκμήρια 2 και 4.

 

Οι εφεσίβλητοι όπως προκύπτει από το σύνολο της μαρτυρίας που έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, είχαν αποδεχτεί την ρυμοτομία με τις ενέργειες τους. Είχαν αφήσει τον υφιστάμενο δρόμο έξω από την περίφραξη τους.  Ουδέποτε οι εφεσίβλητοι πριν την καταχώρηση της υπό κρίσης αγωγής παραπονέθηκαν ότι υπήρξε παράνομη επέμβαση στο επίδικο κτήμα, ενώ προκύπτει ότι η επέμβαση στο τεμάχιο τους έγινε πριν αυτοί καταστούν ιδιοκτήτες.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του τα δεδομένα αυτά και ειδικά ότι οι ενάγοντες ουσιαστικά συγκατατέθηκαν στην υφιστάμενη ρυμοτομία και ενέργησαν στην βάση αυτής.

 

Οι σημαντικότεροι λόγοι έφεσης είναι ο τέταρτος σε συνδυασμό με τους ένατο και εντέκατο με τους οποίους αμφισβητείται το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες παράνομα επενέβηκαν στο μέρος του τεμαχίου 25 του εφεσίβλητου 1 το οποίο χρησιμοποιείτο ως δρόμος πριν οι εφεσίβλητοι αποκτήσουν το τεμάχιο και η έκδοση σχετικού απαγορευτικού διατάγματος.

 

Από τη μαρτυρία του εφεσίβλητου 1 προκύπτει ότι ο δρόμος υπήρχε πριν από το 1991 που αγόρασε το ακίνητο ο πατέρας του - εφεσίβλητος 2 και κατέστη εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης αυτού. Σημειώνεται ότι, σύμφωνα πάντα με τη μαρτυρία του εφεσίβλητου 1, ο πατέρας του από το 1991 μέχρι το 2013 δεν χρησιμοποιούσε το επίδικο ακίνητο. Το 2002 το ακίνητο ενεγράφη επ΄ονόματι του εφεσίβλητου 1 και ισχυρίστηκε ότι ο ίδιος ανακάλυψε την κατ΄ισχυρισμό επέμβαση όταν υπέβαλε αίτηση για έκδοση άδειας για ανέγερση αποθήκης στους εφεσείοντες. Ο τίτλος ιδιοκτησίας όμως φανερώνει ότι το επίδικο ακίνητο είχε εγγραφεί επ’ ονόματι του εφεσίβλητου 1 από τις 7/1/2003, σχετικό είναι το Τεκμήριο 16.

 

Σε διάφορες επιστολές που κατατέθηκαν κατά την πρωτόδικη διαδικασία, σχετικό είναι το Τεκμήριο 11, επιστολή που ο εφεσίβλητος 1 απέστειλε στους εφεσείοντες αλλά και σε δεύτερη επιστολή του προς αυτούς ημερ.25/10/2010, Τεκμήριο 12, υπάρχει παραδοχή του εφεσίβλητου 1 περί ύπαρξης της ρυμοτομίας. Προκύπτει από τα τεκμήρια αυτά όπως και τα Τεκμήρια 13 και 14 ότι τόσο ο εφεσίβλητος 1 αλλά και ο εφεσίβλητος 2 αποδέχθηκαν τη ρυμοτομία που αφορούσε τον υφιστάμενο δρόμο. Επαναλαμβάνεται ότι ο υφιστάμενος δρόμος διαμορφώθηκε με το σχέδιο Αναδασμού και κατασκευάστηκε περί το 1991 πριν καν συσταθούν οι εφεσείοντες 2.

 

Υπάρχει επίσης το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Έπαρχος Πάφου είχε δώσει καθηκόντως την άδεια για διέλευση των αγωγών του Συμβουλίου Αποχετεύσεων Πάφου και οι εφεσίβλητοι ουδέποτε προσέβαλαν αυτές τις παραχωρήσεις/άδειες με τον ορθό και ενδεδειγμένο τρόπο. Επομένως, έχει δίκαιο η συνήγορος των εφεσειόντων 2 ότι δεν τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου με σαφήνεια η κατ΄ ισχυρισμό επέμβαση από πλευράς των εφεσειόντων 2.

 

 

Εφόσον λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο και σε αντίθεση με τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του αποφάσισε ότι υπήρχε επέμβαση στο επίδικο ακίνητο από τους εφεσείοντες 2, λανθασμένα προχώρησε και εξέδωσε το σχετικό διάταγμα απαγόρευσης επέμβασης εναντίον των εφεσειόντων. Δεν υπήρχε και δεν αποδείχθηκε παράνομη επέμβαση από αυτούς. Αντίθετα, με τις πράξεις και ενέργειες τους οι εφεσίβλητοι αποδέχθηκαν τη ρυμοτομία, τα Τεκμήρια 11-15 και 24 και 25 που μιλούν από μόνα τους και περαιτέρω οι ίδιοι οι εφεσίβλητοι 1 και 2 είχαν αφήσει τον υφιστάμενο δρόμο έξω από την περίφραξη τους, δείχνοντας έτσι την αποδοχή της υφιστάμενης κατάστασης.

 

Λανθασμένα επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι οι εφεσείοντες 2 παράνομα επεμβαίνουν στο Τεμάχιο 25 και επιδίκασε αποζημιώσεις στους ενάγοντες εφεσίβλητους από το 1997. Δεν υπήρχε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία ότι οι ενάγοντες εφεσίβλητοι παραπονέθηκαν ποτέ ότι υπήρξε παράνομη επέμβαση στο ακίνητο. Αντίθετα από τα Τεκμήρια στα οποία έγινε αναφορά και πιο πάνω (10-15, 24 και 25) προκύπτει ότι η υφιστάμενη ρυμοτομία ήταν αποδεκτή από τους εφεσίβλητους.

 

Επομένως ο λόγος έφεσης τέσσερα επιτυγχάνει.

 

Οι εφεσίβλητοι είχαν το βάρος απόδειξης και την υποχρέωση να προσκομίσουν σαφή και θετική μαρτυρία για τις πράξεις και ενέργειες που καταλογίζουν στους εφεσίβλητους. Ο μάρτυρας τους Σ.Ζ. μαρτύρησε ότι δεν γνώριζε τίποτα για την επιτόπου κατάσταση, δεν επισκέφθηκε το επίδικο ακίνητο και δεν γνωρίζει αν ο δρόμος κατασκευάστηκε πριν από το 1991 ή από πότε και από ποιον κατασκευάστηκε.

 

Ο ίδιος ο εφεσίβλητος 1 ισχυρίστηκε στη δια ζώσης μαρτυρία του ότι ο δρόμος υπήρχε από το 1991 που αγόρασε το ακίνητο ο πατέρας του και κατέστη εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης αυτού. Το 2002 το ακίνητο ενεγράφη επ΄ ονόματι του και ο ίδιος ανακάλυψε την κατ΄ ισχυρισμό επέμβαση το 2010 όταν υπέβαλε αίτηση για έκδοση άδειας για ανέγερση αποθήκης στο Δήμο Γεροσκήπου. Δεν παρουσίασε μαρτυρία στο Δικαστήριο η οποία να αναφέρει με σαφήνεια πότε έγινε η κατ΄ ισχυρισμό επέμβαση και από ποιον.

 

Σημειώνουμε επίσης ότι ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου είχε κατατεθεί το Τεκμήριο 25 που κατέθεσε ο Κ.Λ. και το οποίο αφορά τους όρους της άδειας ημερ. 6/7/1993 με αιτητή τον εφεσίβλητο 2, οι οποίοι έχουν ως ακολούθως:

 

«(α) το τμήμα του τεμαχίου που επηρεάζεται από το σχέδιο διεύρυνσης του οδικού δικτύου και δείχνεται με κίτρινο χρώμα στα χωρομετρικά σχέδια να παραχωρηθεί στον δημόσιο δρόμο και να διαμορφωθεί σύμφωνα με τις υποδείξεις της αρμόδιας αρχής,

(β) ο χώρος που θα περιφραχθεί να χρησιμοποιείται αποκλειστικά για γεωργικούς σκοπούς και δεν θα χρησιμοποιηθεί για οποιουσδήποτε αποθηκευτικούς ή μηχανικούς σκοπούς.

(γ) το περίφραγμα θα τοποθετηθεί πάνω στη γραμμή ρυμοτομίας και στα άλλα σύνορα του τεμαχίου.»

 

Τα Τεκμήρια 2 και 4 δείχνουν ότι ο εν λόγω δρόμος που είχε κατασκευαστεί πριν το 1991 αποτυπώνεται στα σχέδια του Κτηματολογίου.

 

Το Τεκμήριο 5 δείχνει ότι το τεμάχιο που άνηκε αρχικά στον εφεσίβλητο 1 αρχικά απαλλοτριώθηκε και εξαιρέθηκε από το σχέδιο αναδιανομής και αργότερα συμπεριλήφθηκε στην περιοχή Αναδασμού. Με τα Τεκμήρια 9, 10 και 11 οι εφεσίβλητοι 1 και 2 παραδέχονται την ύπαρξη του δρόμου, την αποδέχονται και προβάλλουν ένσταση για την περαιτέρω διεύρυνση του υφιστάμενου δρόμου.

 

Το γεγονός ότι ο υφιστάμενος δρόμος διαμορφώθηκε με το σχέδιο Αναδασμού καταδεικνύεται από τα Τεκμήρια 13 και 14. Τα τεκμήρια 15, 24 και 25 δείχνουν την αποδοχή της κατάστασης από τους εφεσίβλητους εξού και στην κατάθεση της αίτησης για άδεια για ανέγερση της υποθήκης (υπενθυμίζουμε ότι είχαν ήδη ανεγείρει την αποθήκη και υπέβαλαν αίτηση για νομιμοποίηση της) στα σχέδια έχουν λάβει υπόψη και αποδέχτηκαν την ρυμοτομία.

 

Προκύπτει από τα πιο πάνω με σαφήνεια ότι οι εφεσίβλητοι είχαν συγκατατεθεί όλα αυτά τα χρόνια στο γεγονός ότι το μέρος του τεμαχίου τους που είχε καταληφθεί και χρησιμοποιείτο ως δημόσιος δρόμος πριν αποκτήσουν αυτοί το τεμάχιο να συνεχίσει να χρησιμοποιείται ως δημόσιος δρόμος.

 

Τα πιο πάνω τεκμήρια δεν εξετάστηκαν όπως έπρεπε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο χωρίς να τα εκτιμήσει ορθά, κατέληξε λανθασμένα στο συμπέρασμα και εύρημα ότι υπήρχε παράνομη επέμβαση εκ μέρους των εφεσειόντων στο μέρος του τεμαχίου των εναγόντων.

 

Επομένως, πέραν του λόγου έφεσης 4, οι λόγοι έφεσης 7, 8, 9, 10, 11, 12 και 21 επίσης επιτυγχάνουν.

 

Ενόψει των όσων έχουμε αναφέρει και των συμπερασμάτων μας αναφορικά με τους λόγους έφεσης που έχουμε εξετάσει, θεωρούμε ότι παρέλκει η εξέταση οποιωνδήποτε των άλλων λόγων έφεσης που κυρίως αφορούν αξιολόγηση μαρτυρίας και επιδίκαση εξόδων εναντίον των εφεσειόντων οι οποίοι συμπαρασύρονται από το αποτέλεσμα των πιο πάνω λόγων έφεσης.

 

Ως εκ των ανωτέρω, η έφεση επιτυγχάνει.  Η πρωτόδικη απόφαση όπως και οι διαταγές αναφορικά με τα έξοδα τόσο των εμπειρογνωμώνων μαρτύρων αλλά και της διαδικασίας ακυρώνονται. Η αγωγή απορρίπτεται και το επίδικο διάταγμα που έχει εκδοθεί επίσης ακυρώνεται. Τόσο τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας ως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο αλλά και τα έξοδα της έφεσης που ανέρχονται στο ποσό των €2.400 πλέον Φ.Π.Α. επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων 2 και εις βάρος των εφεσίβλητων.

 

Ερχόμαστε τώρα να εξετάσουμε την αντέφεση που καταχώρησαν οι εφεσίβλητοι 1 και 2. Όπως έχει ήδη αναφερθεί ο πρώτος λόγος αντέφεσης έχει αποσυρθεί. Παραπονούνται με το δεύτερο λόγο αντέφεσης λόγω της μη επιδίκασης αποζημιώσεων για παράνομη επέμβαση των εφεσειόντων στο επίδικο ακίνητο πριν το 1997. Λαμβάνοντας υπόψη ότι με την απόφαση στην έφεση των εφεσειόντων 2 έχουμε ακυρώσει την απόφαση του Δικαστηρίου για παράνομη επέμβαση των εφεσειόντων 2 στο επίδικο ακίνητο και συνακόλουθα την επιδίκαση αποζημιώσεων από το 1997 είναι φανερό ότι ο δεύτερος λόγος αντέφεσης δεν έχει καμία προοπτική επιτυχίας, αντίθετα απορρίπτεται. Το ίδιο ισχύει και για το λόγο αντέφεσης 3 αφού και εκείνος άπτεται του κεντρικού θέματος παράνομης επέμβασης από πλευράς των εφεσειόντων.  Ο τέταρτος λόγος αντέφεσης που αφορά την αποδοχή της κατάθεσης των Τεκμηρίων 24 και 25 έχει μόνο θεωρητική σημασία εφόσον ήδη έχουμε αποφασίσει ότι ήταν λανθασμένη η αξιολόγηση της μαρτυρίας του μάρτυρα των εφεσειοντων Κ.Λ.  Τέλος, ο τελευταίος λόγος αντέφεσης που αφορά την μη επιδίκαση καθ΄ολοκληρία των εξόδων σε βάρος των εφεσειόντων, επίσης οδηγείται σε απόρριψη εφόσον η επιτυχία της έφεσης και η συναφής απόρριψη των ισχυρισμών των εναγόντων εφεσιβλήτων περί παράνομης επέμβασης από πλευράς εφεσείοντα έχει ακυρωθεί συνακόλουθα με όλες τις διαταγές για έξοδα.

 

 

 

Ενόψει των ανωτέρω, η αντέφεση απορρίπτεται.  Εφόσον έχει εκδικαστεί μαζί με την έφεση, δεν εκδίδεται άλλη διαταγή αναφορικά με τα έξοδα.

 

 

 

               ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.

 

 

            Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

 

 

 

                                                    ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο