
ΕΦΕΤΕΙΟ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 6/2025 i- justice)
17 Ιουλίου, 2025
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. GHAFRANULLAH
2. MARIYA METODIEVΑ PETROVA
Εφεσείοντες,
v.
KYΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
Εφεσίβλητης.
--------------------
Χρ. Π. Χριστοδουλίδη, για Εφεσείοντες.
Γ. Χατζηπροδρόμου, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητη.
--------------------
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την υποφαινόμενη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Οι Εφεσείοντες προσέβαλαν την απόφαση της Εφεσίβλητης, ημερομηνίας 19/10/2023, με την οποία απέρριψαν την αίτηση του Εφεσείοντα αρ. 1 για άδεια παραμονής του στη Δημοκρατία ως μέλος οικογένειας πολίτη της Ένωσης και τον ενημέρωναν ότι θα πρέπει να εγκαταλείψει το έδαφος της Δημοκρατίας εντός 30 ημερών. Εναντίον της πιο πάνω απόφασης οι Εφεσείοντες κατεχώρησαν την Προσφυγή Αρ. 1810/2023, η οποία απερρίφθη με απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερομηνίας 27/3/2025.
Τα πραγματικά γεγονότα της περίπτωσης, όπως προκύπτουν από τον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης, συνοψίζονται, για τους σκοπούς της εξέτασης της Έφεσης, ως ακολούθως:
Οι Εφεσείοντες τέλεσαν πολιτικό γάμο στο Δημαρχείο Αραδίππου της επαρχίας Λάρνακας στις 17/8/2022 και ακολούθως ταξίδευσαν στο Πακιστάν. Κατά την άφιξη τους από το Πακιστάν στη Βουλγαρία στις 22/10/2022 συνελήφθησαν από τις βουλγαρικές αρχές λόγω κατοχής από τον Εφεσείοντα αρ.1 πλαστού δελτίου διαμονής. Το βουλγαρικό Δικαστήριο στο οποίο ήχθη η υπόθεση επέβαλε στον Εφεσείοντα αρ. 1 στις 27/10/2022 ποινή φυλάκισης 6 μηνών με αναστολή και χρηματικό ποσό ύψους 200 ευρώ. Στη συνέχεια, οι Εφεσείοντες ταξίδευσαν στις 14/12/2022 στο Αζερμπαϊτζάν για διακοπές με εισιτήριο επιστροφής στην Κύπρο. Κατά την άφιξη τους στο αεροδρόμιο Μπακού του Αζερμπαϊτζάν στις 19/12/2022, δεν επετράπη η επιβίβαση στον Εφεσείοντα αρ. 1. Τελικά, κατόπιν ανταλλαγείσας αλληλογραφίας μεταξύ του συνήγορου των Εφεσειόντων και των λειτουργών του αρμόδιου Τμήματος, στις 6/4/2023 δόθηκε άδεια εισόδου (θεώρησης) στον Εφεσείοντα αρ.1 να επιστρέψει στη Δημοκρατία. Ακολούθησε στις 26/4/2023 αίτηση του Εφεσείοντα αρ. 1, όπως του δοθεί δελτίο διαμονής ως μέλος οικογένειας Ευρωπαίου πολίτη, η οποία απερρίφθη στις 19/10/2023 και εναντίον της οποίας στράφηκε η πρωτόδικη προσφυγή.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας τους προβληθέντες λόγους ακύρωσης κατέληξε ως ακολούθως:
« [….]
Σε κάθε περίπτωση, το Δικαστήριο σημειώνει ότι, η προσβαλλόμενη πράξη της διοίκησης αφορά τον αιτητή και την απόρριψη της αίτησης του για χορήγηση άδειας παραμονής, για τους λόγους που αναφέρονται στο κείμενο της επιστολής ημερ. 19/10/2023. Ουδόλως προκύπτει να αντιμετώπισε ο αιτητής ποινική δίωξη από τις αρχές της Δημοκρατίας λόγω της κατοχής πλαστής άδειας διαμονής στη Κ.Δ. η οποία διαπιστώθηκε στο αεροδρόμιο της Σόφιας. Όπως ακριβώς σημειώνεται σχετικά επί το κειμένου της επιστολής ημερ. 19/10/2023, από την αρμόδια λειτουργό, οι Καθ'ων η αίτηση έχουν κάθε δικαίωμα να λάβουν υπόψιν τη συγκεκριμένη πληροφορία, ενώ δεν θα προχωρήσουν να προσάψουν κατηγορίες για το συγκεκριμένο ποινικό αδίκημα. Συνεπώς, ο λόγος αυτός τον οποίο προβάλει ο δικηγόρος των Αιτητών, κρίνεται ως αβάσιμος και δεν θα μπορούσε να επιτύχει.
Εξετάζοντας και τους υπόλοιπους λόγους τους οποίους προωθούν οι Αιτητές, διαπιστώνω τα ακόλουθα. Τα περιστατικά που αφορούν την απόφαση, επιβεβαιώνουν την θέση του δικηγόρου των Καθ' ων η Αίτηση ότι, η επίδικη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας, μετά από δέουσα έρευνα και σωστή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ' ων η αίτηση. Διαπιστώνω ακόμα ότι, λήφθηκαν προηγουμένως υπόψιν όλα τα σχετικά δεδομένα και περιστατικά της υπόθεσης, είναι δε επίσης επαρκώς αιτιολογημένη η απόφαση, ενώ δεν υπήρχε οποιαδήποτε λανθασμένη εκτίμηση ή παρερμηνεία των στοιχείων, που υπήρχαν ενώπιον του αρμόδιου οργάνου της διοίκησης. Επισημαίνω ακόμα ότι, ως τονίζουν οι Καθ' ων η Αίτηση, επίδικο ζήτημα δεν αποτελεί η πιθανή εικονικότητα του γάμου των Αιτητών, στην οποία αναλώνεται η πλευρά των Αιτητών, αλλά η απόρριψη της αίτησης για άδεια διαμονής του αιτητή για τους λόγους που ακριβώς αναφέρονται στο κείμενο της επιστολής ημερ. 19/10/2023. Επομένως, τα όσα προβάλλονται στη γραπτή αγόρευση των Αιτητών περί «εικονικού γάμου», δεν μπορούν να ληφθούν υπόψιν από το Δικαστήριο, αφού δεν είναι η ουσία του επίδικου θέματος.
Επί του κειμένου της επιστολής φαίνεται η σχετική αιτιολογία της απόφασης της διοίκησης η οποία, ως ρητώς καταγράφεται, εκδόθηκε δυνάμει των προνοιών του Άρθρο 37 του Νόμου 7(Ι)/2007, το οποίο αναφέρει ότι: «η αρμόδια αρχή δύναται να αρνείται, να τερματίζει ή να ανακαλεί οποιοδήποτε δικαίωμα που αναγνωρίζεται από τον παρόντα Νόμο, σε περίπτωση κατάχρησης δικαιωμάτων ή απάτης, περιλαμβανομένου του εικονικού γάμου». Εν προκειμένω, οι Αιτητές παρουσίασαν στις αρχές άλλου κράτους μέλους, πλαστή Άδεια Παραμονής του αιτητή στο έδαφος της Κ.Δ. με ισχύ μέχρι 15/07/2027, καθώς και δυο πιστοποιητικά γάμου με τον ίδιο σειριακό αριθμό αλλά διαφορετική ημερομηνία. Μάλιστα, όπως παραδέχονται και στην αγόρευση τους οι Αιτητές, ο αιτητής καταδικάστηκε από τις αρχές της Βουλγαρίας για το αδίκημα της πλαστογραφίας με ποινή φυλάκισης 6 μηνών με αναστολή και χρηματικό πρόστιμο 200 ευρώ περίπου. Σχετική αλληλογραφία αναφορικά με τα εν λόγω έγγραφα εντοπίζεται και εντός των διοικητικών φακέλων.
Η αιτιολογία της πράξης, όπως αυτή προκύπτει από το περιεχόμενο της επιστολής των Καθ' ων η αίτηση αλλά και συμπληρώνεται από το περιεχόμενο των σχετικών διοικητικών φακέλων, είναι πλήρης και σαφής και καθιστά εύκολο τον δικαστικό έλεγχο. Διαπιστώνω ακόμα ότι, οι Καθ' ων η αίτηση, πριν τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, προχώρησαν στη διεξαγωγή της δέουσας έρευνας, ως αυτή διαφαίνεται από το περιεχόμενο των σχετικών διοικητικών φακέλων, από τον οποίο υποστηρίζεται πλήρως η θέση της διοίκησης. Ως προς την έρευνα που οφείλει να διεξάγει το αποφασίζον όργανο, σχετικά είναι και τα λεχθέντα στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στη Χαράλαμπος Κύπρου Χωματένος ν. Δημοκρατίας, (2013) 3 Α.Α.Δ. 120, ημερ. 14/03/2013, ότι «Η έκταση και η μορφή της έρευνας είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά κάθε υπόθεσης. Το κριτήριο για την επάρκεια και πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση του συνόλου των ουσιωδών στοιχείων, τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα.»
Καταλήγοντας, αναφέρω ότι, οι Καθ' ων η Αίτηση υπό τις περιστάσεις ενήργησαν νόμιμα, ενώ, αντίθετα, οι Αιτητές δεν απέσεισαν το βάρος απόδειξης που τους βαραίνει για την ορθότητα των ισχυρισμών τους.
Ολοκληρώνοντας δε την παρούσα απόφαση, οφείλω να υπενθυμίσω ότι, το δικαίωμα μιας χώρας να ρυθμίζει την είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στο έδαφός της, αποτελεί, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, έκφραση της κυριαρχίας της (Μογο and Another ν, Republic (1988) 3 CLR 1203). Όπως ακόμα λέχθηκε στην Maria Slavova ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1272/2000, ημερ. 18.4.2002, «Η διακριτική εξουσία του κράτους να αποφασίζει επί θεμάτων που αφορούν την είσοδο και παραμονή αλλοδαπού στο έδαφος της χώρας δεν είναι απεριόριστη. Η διοίκηση έχει καθήκον να εξετάζει την κάθε περίπτωση με καλή πίστη και εφόσον η διακριτική ευχέρεια της διοίκησης ασκείται καλόπιστα το δικαστήριο δεν έχει περιθώρια αμφισβήτησης της απόφασης. Βλ. Reyes ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 860/92, ημερ. 9.2.96, Amanda Marga Ltd ν. Republic CLR 2583, Souleiman ν. Republic CLR 224 και Mushtag ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 251/94, ημερ. 21.7.95.».
Η Κυπριακή Δημοκρατία, στα πλαίσια του «προεξάρχοντος κυριαρχικού της δικαιώματος να ελέγχει ποιοι διακινούνται και διαμένουν στο έδαφος της» (Svetoslav Stoyanov ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 718/2012, ημερ. 26.2.2014, ECLI:CY:AD:2014:D151, ECLI:CY:AD:2014:D151, ECLl:CY:AD:2014:D151), έχει ευρεία διακριτική εξουσία να δέχεται αλλοδαπούς στην επικράτειά της, με μόνο περιορισμό την τήρηση της αρχής της καλής πίστης, η δε εξουσία της αυτή, ως απόρροια της αρχής της εθνικής και εδαφικής της κυριαρχίας, της παρέχει και τη δυνατότητα να αποκλείει αλλοδαπούς από το έδαφός της (Ιvαn Todorov Todorov ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 109/2000, ημερ. 14.12.2000). Eνόψει των όσων έχω προαναφέρει, κρίνω ότι, οι ενέργειες των Καθ' ων η Αίτηση αποδεικνύουν ότι έπραξαν σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής διοίκησης και εντός των πλαισίων της διακριτικής τους ευχέρεια, ουδείς εκ των λόγων ακυρώσεως που προωθήθηκαν ευσταθεί και συνεπώς καταλήγω ότι ορθά εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.»
Η πρωτόδικη κρίση βάλλεται με τέσσερις Λόγους Έφεσης, οι οποίοι καλύπτουν ολόκληρο το φάσμα της πρωτόδικης Απόφασης. Λόγω δε της συνάφειάς τους και του κοινού υπόβαθρου τους, το οποίο περιστρέφεται στην κατ’ ισχυρισμό ελλιπή έρευνα και αιτιολογία, οι Λόγοι Έφεσης θα τύχουν ενιαίας εξέτασης.
Κατά τους Εφεσείοντες, διαπιστώνεται ασυνέπεια και αντιφατικότητα στις αποφάσεις της διοίκησης και κατ’ επέκταση σφάλμα στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατόπιν δέουσας έρευνας και επαρκούς αιτιολογίας. Πρόσθετα, οι Εφεσείοντες υποβάλλουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι η Εφεσίβλητη ενήργησε στη βάση των αρχών της χρηστής διοίκησης και ορθής άσκησης της διακριτικής της εξουσίας και σημειώνουν ότι δεν κατέθεσαν στις κυπριακές αρχές προς έκδοση του δελτίου διαμονής οποιαδήποτε παραποιημένα έγγραφα που να δικαιολογούν την απορριπτική απόφαση.
Αντιτείνει η πλευρά της Εφεσίβλητης, ότι η άδεια εισόδου (θεώρηση) διακρίνεται από την άδεια διαμονής (δελτίο διαμονής ως μέλος οικογένειας πολίτη της Ένωσης) και η χορήγηση άδειας εισόδου δεν προδικάζει την έγκριση της άδειας διαμονής, η οποία προϋποθέτει αξιολόγηση όλων των σχετικών δεδομένων όπως προβλέπεται στο Άρθρο 37 του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμου του 2007 (εφεξής «Ν. 7(Ι)/2007»). Υπεραμύνεται δε της ορθότητας των ενεργειών της διοίκησης, καθώς επίσης και της διαπίστωσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι η Εφεσίβλητη ενέργησε στη βάση των αρχών της χρηστής διοίκησης και ορθής άσκησης της διακριτικής της εξουσίας.
Έχουμε εξετάσει τις εκατέρωθεν θέσεις σε συνάρτηση με το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων.
Στην προσβαλλόμενη απόφαση ημερομηνίας 19/10/2023, σύμφωνα με το περιεχόμενο της οποίας η Εφεσίβλητη απέρριψε την αίτηση του Εφεσίβλητου αρ. 1 για άδεια διαμονής, αναφέρονται τα εξής:
«I am instructed to refer to your application dated 26/04/2023 for the issuing of a Residence Card in the Republic of Cyprus as a non EU family member of a Union Citizen family and to inform you that, according to information received by the Bulgarian Police Authorities you were found in possession of a fake Residence Card which was supposedly issued by the Cyprus Authorities. In addition we detected that you possess two marriage certificates from the Municipality of Aradippou with the same serial number (35640) but different dates (22/02/2022 and 17/08/2022). As a result of the above and in accordance to Article 37 we cannot issue you a Residence Card.
Please note that despite any sanctions imposed on you by the Bulgarian authorities for possession and use of a false document, the Republic of Cyprus have every right to take this information into account, applying Article 37 and refuse you the right to obtain a Residence Card (MEU2). This does not constitute double jeopardy since the Cyprus Authorities do not intend to charge you with the same crime.
Therefore, you don’ t meet the conditions for retention of your right of residence in the Republic of Cyprus, according to article 37 of Law 7(I)/2007, as amended. Consequently, your application has been rejected and you have to depart within 30 days».
Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 37 του Ν. 7(Ι)/2007: «Η αρμόδια αρχή δύναται να αρνείται, να τερματίζει ή να ανακαλεί οποιοδήποτε δικαίωμα που αναγνωρίζεται από τον παρόντα Νόμο, σε περίπτωση κατάχρησης δικαιωμάτων ή απάτης, περιλαμβανομένου του εικονικού γάμου:
Νοείται, ότι τα εν λόγω μέτρα πρέπει να τηρούν την αρχή της αναλογικότητας και υπόκεινται στις διαδικαστικές εγγυήσεις που προβλέπονται στα άρθρα 32 και 33».
Κεντρικός άξονας της επιχειρηματολογίας των Εφεσειόντων αποτελεί το γεγονός ότι ενώ η Εφεσίβλητη είχε υπόψη της ότι ο Εφεσείων αρ. 1 ήταν κάτοχος πλαστής άδειας διαμονής, αδίκημα για το οποίο καταδικάστηκε από Δικαστήριο της Βουλγαρίας, αποφάσισε και εξέδωσε άδεια εισόδου στον Εφεσείοντα για να μπορεί να έρθει στη Δημοκρατία. Παράλληλα όμως και με αντιφατικό τρόπο, προβάλλοντας ως λόγο την πληροφορία από τις βουλγαρικές αρχές για το ίδιο αδίκημα, απέρριψε την αίτηση του για έκδοση άδειας διαμονής, βάση των προνοιών του Άρθρου 37 του Ν. 7(Ι)/2007.
Δεν συμφωνούμε με τη θέση των Εφεσειόντων.
Τα όσα αφορούν το δικαίωμα εισόδου (θεώρησης) στη Δημοκρατία κάθε πολίτη της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους που δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους ορίζονται στο Άρθρο 5 του Ν.7(Ι)/2007, οι πρόνοιες του οποίου, για ότι εδώ ενδιαφέρει, παρατίθενται κατωτέρω:
[…]
(3)(α) Στα μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης, που δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους, επιβάλλεται μόνο θεώρηση εισόδου σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 539/2001 του Συμβουλίου της 15ης Μαρτίου 2001 περί του καταλόγου τρίτων χωρών οι υπήκοοι των οποίων υπόκεινται στην υποχρέωση θεώρησης για τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων των κρατών μελών, και του καταλόγου των τρίτων χωρών οι υπήκοοι των οποίων απαλλάσσονται από την υποχρέωση αυτή, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται, ή όπου απαιτείται σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου αναφορικά με την υποχρέωση θεώρησης εισόδου, ανάλογα με την περίπτωση:
Νοείται ότι, η κατοχή ισχύοντος δελτίου διαμονής που προβλέπεται στο άρθρο 12 ή αντίστοιχου δελτίου διαμονής εκδοθέντος από τις αρμόδιες αρχές άλλου κράτους μέλους, απαλλάσσει τα εν λόγω μέλη της οικογένειας από την πιο πάνω υποχρέωση.
(β) Στα αναφερόμενα στην παράγραφο (α) πρόσωπα παρέχεται από τις αρμόδιες προξενικές αρχές της Δημοκρατίας κάθε διευκόλυνση, προκειμένου να αποκτήσουν τις απαιτούμενες προξενικές θεωρήσεις, οι οποίες εκδίδονται, ατελώς, το συντομότερο δυνατόν, και επί τη βάσει ταχείας διαδικασίας.»
Σύμφωνα δε με τις ερμηνευτικές διατάξεις του Άρθρο 2 του Ν. 7(Ι)/2007 ««θεώρηση» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο, ο οποίος διαπιστώνεται ως τέτοιος βάσει των διαδικασιών που προβλέπονται στον εν λόγω Νόμο.»
Αναφορικά με το δικαίωμα χορήγησης δελτίου διαμονής, σχετικό είναι το Άρθρο 12 του Ν. 7(Ι)/2007, σύμφωνα με τις πρόνοιες του οποίου, το δελτίο διαμονής μέλους της οικογένειας πολίτη της Ένωσης που δεν είναι υπήκοος κράτους μέλους της Ένωσης «εκδίδεται από την αρμόδια αρχή έπειτα από αίτηση που υποβάλλεται στον Τύπο και αποφασίζεται από την αρμόδια αρχή (…)».
Κατά τα προβλεπόμενα δε στο Άρθρο 37 του Ν.7(Ι)/2007 (ανωτέρω), η αρμόδια αρχή δύναται να αρνείται, να τερματίζει, να ανακαλεί οποιοδήποτε δικαίωμα που αναγνωρίζεται στον Νόμο σε περίπτωση κατάχρησης δικαιώματος ή απάτης.
Εκ των ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι, η παραχώρηση στον Εφεσείοντα αρ. 1 θεώρησης εισόδου στη Δημοκρατία στη βάση των προνοιών άλλων νομοθετικών ρυθμίσεων, δεν διασυνδέεται και δεν προδικάζει τη χορήγηση δελτίου διαμονής, η οποία προϋποθέτει αίτηση προς την αρμόδια αρχή στη βάση συγκεκριμένου τύπου καθώς επίσης και απόφαση της αρμόδιας αρχής επί της αίτησης.
Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι επετράπη στον Εφεσείοντα αρ. 1 η είσοδός του στη Δημοκρατία ενώ ήταν σε γνώση της αρμόδιας αρχής η πληροφορία από τις βουλγαρικές αρχές ότι υπέπεσε στο αδίκημα της πλαστογραφίας, δεν σημαίνει ότι δεν μπορούσε η αρμόδια αρχή να αξιολογήσει το στοιχείο αυτό κατά την εξέταση της αίτησης του Εφεσείοντα αρ.1 για έκδοση δελτίου διαμονής στη βάση του δικαιώματος που της παρέχεται από τις πρόνοιες του Άρθρου 37 του Ν. 7(Ι)/2007, σύμφωνα με τις οποίες σε περίπτωση κατάχρησης δικαιώματος ή απάτης μπορεί να αρνείται οποιοδήποτε δικαίωμα αναγνωρίζεται από τον Νόμο.
Oύτε διαπιστώνεται στις ενέργειες της διοίκησης ελλιπής έρευνα και αιτιολογία. Η χρήση πλαστών εγγράφων από τους Εφεσείοντες, τόσο σε σχέση με την άδεια διαμονής τους όσο και του πιστοποιητικού γάμου, αποτελούν γεγονότα αδιαμφισβήτητα, τα οποία προκύπτουν από το διοικητικό φάκελο. Ειδικότερα, για το ζήτημα της άδειας διαμονής τους, οι Εφεσείοντες καταδικάστηκαν από Βουλγαρικό Δικαστήριο. Για το ζήτημα δε της ύπαρξης δύο πιστοποιητικών γάμου, πέραν όλων των υπολοίπων στοιχείων του διοικητικού φακέλου, ενδεικτική είναι η απάντηση που δόθηκε από το Δημαρχείο Αραδίππου, με το οποίο η λειτουργός της αρμόδιας αρχής επικοινώνησε, ότι «το ζεύγος τους ξεγέλασε ότι πρόκειται για τουρίστες και γι’ αυτό προχώρησαν σε τέλεση γάμου».
Συνεπώς, η ολότητα των γεγονότων που η διοίκηση είχε να αξιολογήσει με γνώμονα τη σχετική νομοθεσία, δικαιολογούσαν την υπαγωγή της περίπτωσης στο Άρθρο 37 του Ν. 7(Ι)/2007 και δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο λειτούργησε εντός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων του λαμβάνοντας υπόψη τη σχετική νομοθεσία και νομολογία, καθώς επίσης και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.
Υπό το φως των ανωτέρω, ουδείς εκ των Λόγων Έφεσης γίνεται αποδεκτός.
Η Έφεση απορρίπτεται με έξοδα ύψους €2000 εναντίον των Εφεσειόντων και υπέρ της Εφεσίβλητης. Η πρωτόδικη Απόφαση επικυρώνεται.
Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.
Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο