ΠΑΥΛΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 68/2024, 71/2024, 16/7/2025
print
Τίτλος:
ΠΑΥΛΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 68/2024, 71/2024, 16/7/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ.: 68/2024)

 

16 Ιουλίου 2025

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Α. ΚΟΝΗΣ, Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΠΑΥΛΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ

Εφεσείων

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 71/2024)

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ

Εφεσείων

v.

 

ΠΑΥΛΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ

Εφεσιβλήτου

----------------------------------------------------

Χ. Κληρίδης και Α. Κληρίδης, για Φοίβος, Χρίστος Κληρίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείοντα στην 68/24 και Εφεσίβλητο στην 71/24

Ε. Κωνσταντίνου (κα) και Ε. Θεοδότου (κα), για Γενικόν Εισαγγελέα για Εφεσείοντα στην 71/24 και Εφεσίβλητη στην 68/24

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Ο Εφεσείων στην έφεση υπ’ αρ. 68/24 (εφεξής «ο Κατηγορούμενος») κρίθηκε ένοχος από το E.Δ. Λευκωσίας σε τέσσερεις κατηγορίες για άσεμνες επιθέσεις, κατά παράβαση του Άρθρου 151 του Ποινικού Κώδικος («Π.Κ.»). Τού επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης τεσσάρων μηνών σε κάθε κατηγορία. Με 11 λόγους έφεσης προσβάλλει την καταδίκη του και με ένα λόγο έφεσης τη μη αναστολή εκτέλεσης των ποινών φυλάκισης. Με τη δική του έφεση, υπ’ αρ. 71/24, ο Γενικός Εισαγγελέας προβάλλει ότι οι ποινές είναι ανεπαρκείς και ζητά την αύξησή τους.

 

        Πρωτοδίκως η Κατηγορούσα Αρχή είχε καλέσει πέντε μάρτυρες προς απόδειξη της υπόθεσής της ενώ ο Κατηγορούμενος, μετά την κλήση του σε απολογία, κατέθεσε ενόρκως και κάλεσε έξι μάρτυρες προς υπεράσπισή του.

 

        Τα κατ' ισχυρισμόν γεγονότα, με βάση τις λεπτομέρειες των Κατηγοριών 2 έως 5, ήταν ότι στις 28.8.20 στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο, ο Κατηγορούμενος, όντας γαστρεντερολόγος, φίλησε την Παραπονούμενη, σε τέσσερεις διαφορετικές περιπτώσεις. Αξιολογώντας την εκατέρωθεν μαρτυρία η πρωτόδικη Δικαστής απεδέχθη τη μαρτυρία του ανακριτή (Μ.Κ.1), της Παραπονούμενης (Μ.Κ.2), της συντρόφου της  (Μ.Κ.3), της μητέρας της (Μ.Κ.4), της ψυχοθεραπεύτριας (Μ.Κ.5), της αναισθησιολόγου (Μ.Υ.4), μιας άλλης ασθενούς (Μ.Υ.5), του οικονομικού διευθυντή του Ιπποκράτειου (Μ.Υ.6) και εν μέρει τη μαρτυρία δύο νοσηλευτριών (Μ.Υ.1 και Μ.Υ.2) και μιας ακόμα ασθενούς (Μ.Υ.3), ενώ απέρριψε εν όλω τη μαρτυρία του Κατηγορούμενου.

 

        Συνιστούν ενώπιόν μας μη αμφισβητούμενα πρωτόδικα ευρήματα το ότι ο Κατηγορούμενος παρακολουθούσε τη Μ.Κ.2 από το 2018, όπως και τη μητέρα της (τη Μ.Κ.4). Στις 28.8.20 περί τις 11:25 το πρωί, η Μ.Κ.2 υπεβλήθη σε προγραμματισμένη κολονοσκόπηση, διενεργηθείσα από τον Κατηγορούμενο στο Ιπποκράτειο. Η Μ.Κ.2 εισήλθε μόνη στο νοσοκομείο και η Μ.Υ.1 την οδήγησε στο Ενδοσκοπικό Τμήμα. Στο δωμάτιο ανάνηψης άλλαξε ρούχα φορώντας ρόμπα ασθενούς και συνοδευόμενη από τη Μ.Υ.1, σύντομα εισήλθε στον χώρο του ενδοσκοπικού, ο οποίος διαχωρίζεται από τον χώρο ανάνηψης με εσωτερική θύρα. Τα υπόλοιπα ευρήματα της πρωτόδικης Δικαστού έχουν ως εξής:

 

        «Εντός του χώρου του ενδοσκοπικού, βρισκόταν ο κατηγορούμενος, η αναισθησιολόγος Μ.Υ.4 και η νοσηλεύτρια Μ.Υ.2. Εντός του εν λόγω χώρου, η Μ.Κ.2 ξάπλωσε σε εξεταστικό κρεβάτι κι έπειτα της χορηγήθηκαν από τη Μ.Υ.4 αναισθητικά φάρμακα (μέθη) και η Μ.Κ.2 αποκοιμήθηκε και παρέμεινε κοιμισμένη καθ' όλη τη διάρκεια της κολονοσκόπησης. Ακολούθως, η Μ.Κ.2 μεταφέρθηκε, ως ήταν ξαπλωμένη, στο εξεταστικό κρεβάτι, πίσω στο δωμάτιο ανάνηψης, όπου τοποθετήθηκε στον ίδιο χώρο όπου προηγουμένως είχε βγάλει τα ρούχα της και παρέμεινε εκεί μέχρι να συνέλθει.

        Κάποια στιγμή, όταν η Μ.Κ.2 άρχισε να συνέρχεται στον εν λόγω χώρο, είδε μπροστά της τον κατηγορούμενο και τον ρώτησε για τα αποτελέσματα της κολονοσκόπησης. Αυτός την ενημέρωσε ότι όλα ήταν καλά. Η Μ.Κ.2 δεν είδε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο να βρίσκεται κοντά στον κατηγορούμενο εκείνη την ώρα. Δεξιά και αριστερά της υπήρχαν κουρτίνες κλειστές. Μετά την εν λόγω ενημέρωση, ξαφνικά και απρόκλητα ο κατηγορούμενος άρπαξε το πρόσωπο της Μ.Κ.2, ενώ αυτή ήταν ακόμη ξαπλωμένη στο εξεταστικό κρεβάτι και τη φίλησε στο στόμα, βάζοντας τη γλώσσα του μέσα στο στόμα της. Η Μ.Κ.2 τον ρώτησε τότε τί έκανε και του είπε να φύγει και ο κατηγορούμενος απομακρύνθηκε από το κρεβάτι της. Εκείνη τη στιγμή, η Μ.Κ.2 αναζήτησε το κινητό της τηλέφωνο, το οποίο εντόπισε δίπλα της και έστειλε μηνύματα στη σύντροφό της, Μ.Κ.3, περί ώρα 11:56 και 11:57, ως καταγράφονται ανωτέρω (Τεκμήριο 3).

        Μετά πάροδο μερικών λεπτών, ο κατηγορούμενος πλησίασε ξανά το κρεβάτι της Μ.Κ.2 και τη φίλησε για δεύτερη φορά με τον ίδιο τρόπο. Τότε η Μ.Κ.2 του είπε περίπου την εξής φράση: «Τί κάνεις; Θέλεις να γίνεις ο sugar daddy μου;» και ο κατηγορούμενος γέλασε και της απάντησε περίπου ως εξής: «Τι να κάνουμε που είσαι γεννημένη το 1997;». Έπειτα ο κατηγορούμενος φίλησε τη Μ.Κ.2 για τρίτη φορά με τον ίδιο τρόπο και έπειτα αποχώρησε. Τότε η Μ.Κ.2 έστειλε νέο μήνυμα στη σύντροφό της, Μ.Κ.3, περί ώρα 12:01, στο οποίο της ανέφερε ότι ο γιατρός την είχε μόλις ξαναφιλήσει και της είπε «είμαι πελλαμένος πάνω σου έπρεπε να ήσουν το 97».

        Μετά πάροδο μερικών λεπτών, η Μ.Κ.2 σηκώθηκε και φόρεσε τα ρούχα της, έχοντας σκοπό να φύγει. Φώναξε να δει αν υπήρχε κάποια νοσοκόμα στο μέρος, αλλά δεν πήρε απάντηση. Όταν σηκώθηκε και ήταν έτοιμη να φύγει, στο δωμάτιο μπήκε μια νοσοκόμα, η οποία της είπε ότι δεν μπορούσε να φύγει, καθότι έπρεπε να της βγάλει τη βαλβίδα από το χέρι και να περιμένει να τη δει ο γιατρός, για να της δοθεί ακολούθως εξιτήριο. Ως εκ τούτου η Μ.Κ.2 κάθισε σε μια καρέκλα, δίπλα από την είσοδο του χώρου του ενδοσκοπικού. Έπειτα στο χώρο αυτό εισήλθε ο κατηγορούμενος, ο οποίος κάθισε σε μια καρέκλα δίπλα από την καρέκλα όπου καθόταν η Μ.Κ.2 και της εξήγησε ξανά τα αποτελέσματα της εξέτασής της. Η Μ.Κ.2 δεν είδε κανένα άλλο πρόσωπο να βρίσκεται στο μέρος, κατά την εν λόγω συνομιλία. Έπειτα ο κατηγορούμενος σηκώθηκε, στάθηκε μπροστά από τη Μ.Κ.2 και τη φίλησε ξανά στο στόμα, πολύ πιο βιαστικά αυτή τη φορά. Εκείνη τη στιγμή η Μ.Κ.2 τον έσπρωξε λίγο με τα χέρια της, αλλά αυτός ήταν πιο δυνατός. Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος εισήλθε στο χώρο του ενδοσκοπικού και εμφανίστηκε η Μ.Υ.2, η οποία έδωσε στη Μ.Κ.2 εξιτήριο και έπειτα αυτή αναχώρησε…».

 

Λόγοι Έφεσης κατά Καταδίκης

 

        Με τους 11 λόγους έφεσης κατά της καταδίκης ο Κατηγορούμενος προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα: (1) Επέτρεψε ερώτηση για την προηγούμενη καταδίκη του για παρόμοιο αδίκημα, (2) Κατέληξε σε αυθαίρετες εικασίες και συμπεράσματα, (3) Έκρινε αξιόπιστη τη Μ.Κ.2, (4) Αποφάσισε ότι τα μηνύματα (sms) της Μ.Κ.2 θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως πρώτο παράπονο, (5) Αποφάσισε ότι ο Κατηγορούμενος είναι αναξιόπιστος, χωρίς να αναφέρει λόγους, (6) Κατέληξε πως επειδή οι μάρτυρες υπεράσπισης δεν είδαν το ένα φιλί το οποίο παραδέχεται και ο Κατηγορούμενος ότι υπήρξε, τότε δύναται να λεχθεί πως θα μπορούσε να μην είχαν δει και τα υπόλοιπα τρία φιλιά, (7) Δεν εξέτασε και ή απέρριψε τη θέση ότι η Κατηγορούσα Αρχή είχε μετατραπεί σε καταδιωκτική αρχή και ότι ο τρόπος χειρισμού της υπόθεσης παραβίαζε το δικαίωμα για δίκαιη δίκη, (8) Αξιολόγησε τους μάρτυρες υπεράσπισης απορρίπτοντας πτυχές της μαρτυρίας τους στη βάση άσχετων ή ασήμαντων αντιφάσεων ή παραλείψεων, (9) Έκρινε ότι δεν υπήρξαν παραλείψεις οι οποίες επηρέασαν το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, (10) Δεν εξέτασε καθόλου την υποχρεωτική ύπαρξη πρόθεσης για διάπραξη του αδικήματος και τέλος εισηγείται ότι (11) Στη βάση όλων των πιο πάνω και της μαρτυρίας, δημιουργείται υποβόσκουσα αμφιβολία.

 

Λόγοι Έφεσης κατά της Αξιολόγησης

 

        Όπως έχει ήδη καταστεί αντιληπτό οι λόγοι έφεσης αρ. 2, 3, 5, 6 και 8 αφορούν ζητήματα αξιολόγησης της μαρτυρίας. Υπ’ αυτή την έννοια δύνανται και θα συνεξεταστούν. Έχει τονιστεί πρόσφατα στην Πισσαρίδης κ.ά. v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 67/2023 κ.ά., ημερ. 29.5.25 ότι το ζήτημα της αξιολόγησης μαρτυρίας ανήκει κατ' εξοχήν στο εκάστοτε πρωτόδικο Δικαστήριο και το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν:

 

·               Η αξιολόγηση ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματα του.

·               Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να προβεί σε συγκεκριμένο εύρημα σχετικά με ένα ουσιώδες θέμα της διαδικασίας.

·               Τα ευρήματα δεν ήταν ευλόγως επιτρεπτά ή κρίνονται εσφαλμένα, ερχόμενα σε σύγκρουση με άλλη μαρτυρία.

·               Τα συμπεράσματά του κρίνονται στο σύνολο της υπόθεσης παράλογα, ήτοι είναι συμπεράσματα στα οποία δεν θα ήταν δυνατό να καταλήξει ένα λογικό Δικαστήριο.

·               Τα ευρήματα καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη ή είναι αντιφατικά μεταξύ τους ή η ίδια η αξιολόγηση έρχεται σε ευθεία αντίθεση με παραδεκτά γεγονότα ή άλλα τεκμήρια κατατεθέντα ή απέχει από τη λογική των πραγμάτων στα περιστατικά της υπόθεσης, ήτοι όταν δημιουργείται ρήγμα στην αξιολόγηση και στα ευρήματα.

·               Οι τυχόν αντιφάσεις στη μαρτυρία αντικειμενικά κρινόμενες είναι ουσιαστικής μορφής, δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία μάρτυρος και φανερώνουν διάθεση του να αποκρύψει την αλήθεια.

 

        Γενικά, το Εφετείο δεν επεμβαίνει στην πρωτόδικη ετυμηγορία εκτός εάν πειστεί ότι υπάρχουν καλοί λόγοι οι οποίοι του δίνουν το δικαίωμα να το πράξει (Kolarski v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 205). Σε τέτοια περίπτωση έχει το δικαίωμα να εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματα από αποδεδειγμένα γεγονότα και να προβεί στις δικές του διαπιστώσεις, καταλήγοντας σε διαφορετική κρίση ως προς τα πραγματικά γεγονότα, με θεμέλιο όμως την πρωτόδικη κρίση ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων. Μια τέτοια εξουσία επέμβασης, στα ευρήματα αξιοπιστίας ή στα συμπεράσματα, ασκείται με μεγάλη προσοχή (Κυπριανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 816, Ισιδώρου ν. G.M. Christofi Enterprises Ltd κ.ά. (1998) 2 Α.Α.Δ. 204).

 

        Τρεις από τους λόγους έφεσης αυτής της ενότητας, ήτοι οι λόγοι έφεσης 3, 5 και 8 προσβάλλουν την αξιολόγηση συγκεκριμένων μαρτύρων και δη της Μ.Κ.2, του Κατηγορούμενου και των μαρτύρων υπεράσπισης, αντιστοίχως.

 

        Όπως έχει διαφανεί ήδη (από το απόσπασμα που έχουμε παραθέσει) η Μ.Κ.2 είχε αναφερθεί σε τέσσερεις περιπτώσεις στις οποίες ο Κατηγορούμενος την άρπαξε και την είχε φιλήσει. Ήταν δε η θέση της πως η ίδια έστειλε μηνύματα στη σύντροφό της, τη Μ.Κ.3, ενημερώνοντας τη για τα φιλιά και ότι τα μηνύματα τα έστειλε αφενός αμέσως μετά το πρώτο φιλί και αφετέρου μετά τα δύο επόμενα, ήτοι το δεύτερο και το τρίτο, τα οποία έλαβαν χώρα σχεδόν ταυτόχρονα, σε πολύ κοντινή χρονική απόσταση μεταξύ τους. Η εκδοχή του Κατηγορούμενου ήταν ότι υπήρξε μόνο ένα φιλί, το πρώτο και μάλιστα ότι αυτό το είχε δώσει η ίδια στον Κατηγορούμενο («E: Εγώ σού υποβάλλω ότι το φιλί εσύ το έδωσες του γιατρού και λες ψέματα για τα υπόλοιπα φιλιά του γιατρού»). Η εκδοχή συμπληρώνετο από τη θέση της Υπεράσπισης ότι ο μοναδικός λόγος για τον οποίο η Μ.Κ.2 είχε στείλει τα μηνύματα στη σύντροφό της ήταν για να προκαλέσει «την αντίδραση της ζήλιας» εκ μέρους εκείνης.

 

        Η όλη εκδοχή της Υπεράσπισης εσήμαινε βέβαια, πρώτον πως η Μ.Κ.2 μόλις άρχισε να συνέρχεται από την αναισθησία (τύπου μέθης), προχώρησε όχι μόνο να φιλήσει τον Κατηγορούμενο αλλά και να στείλει στις 11:57 μήνυμα στη σύντροφό της, λέγοντας της ψευδώς ότι ο Κατηγορούμενος τη φίλησε, δεύτερον ότι η Μ.Κ.2 μετά από μερικά λεπτά, στις 12:01, συνέχισε, στέλλοντας νέο μήνυμα στη σύντροφό της, λέγοντας της πάλι ψευδώς ότι ο Κατηγορούμενος την ξαναφίλησε και τρίτον ότι αργότερα, τόσο στη σύντροφό της, όσο και στη μητέρα της καθώς και στην κατάθεσή της, ανέφερε πάλι ψευδώς ότι εκτός από τα τρία φιλιά (ενόσω ευρίσκετο στο νοσοκομειακό κρεβάτι) ο Κατηγορούμενος την είχε φιλήσει ακόμα μια φορά, ενόσω η ίδια καθόταν στην καρέκλα, δίπλα από το κρεβάτι.

 

        Διευκρινίζεται πως δεν αμφισβητείτο η αποστολή των μηνυμάτων προς τη Μ.Κ.3. Εξ αυτών, τα συγκεκριμένα δύο μηνύματα, ήτοι αυτά τα οποία απέδιδαν ενέργεια του ίδιου του Κατηγορούμενου («φίλησε»), στην πραγματικότητα συνιστούσαν προηγούμενες συνεπείς δηλώσεις της Μ.Κ.2. Τέτοιες δηλώσεις είναι δυνατόν να συνιστούν μέρος των πεπραγμένων (partes rei gestae), οπότε γίνονται δεκτές ως εξαίρεση στον σχετικό κανόνα ο οποίος απαγορεύει την προσκόμιση προηγούμενων συνεπών δηλώσεων («Το Δίκαιο της Απόδειξης», Τ. Ηλιάδης & Ν.Γ. Σάντης, 2014, σ. 689επ.). Σύμφωνα με τον ορισμό ο οποίος δίδεται στο σύγγραμμα «Η Απόδειξη», Γ.Π. Κακογιάννη, 1983, σ. 608, το δόγμα res gestae «περιλαμβάνει όλα τα περιστατικά που περιέχονται στο συμβάν και το περιγράφουν. Συμπεριφορά και δηλώσεις που αποτελούν μέρος της συναλλαγής (TRANSACTION) είτε γίνονται από τα πρόσωπα που συμμετέχουν σ' αυτό είτε από απλούς θεατές, είναι δεχτές, εφόσον αναφέρονται στο επίδικο συμβάν και υποβοηθούν να το εξηγήσουν, να το περιορίσουν, να το τροποποιήσουν ή να το χαρακτηρίσουν. Οι δηλώσεις που αποτελούν μέρος του RES GESTAE εξαιτίας της άμεσης σχέσης που έχουν με τα γεγονότα που συνιστούν τη συναλλαγή, αποτελούν μέρος των γεγονότων αυτών κι έτσι μπορούν να δοθούν σε μαρτυρία».

 

        Δηλώσεις οι οποίες γίνονται δεκτές δυνάμει του δόγματος res gestae συνιστούν απόδειξη της αλήθειας των γεγονότων τα οποία προβάλλονται με αυτές («Η Απόδειξη», (ανωτέρω), σελ. 611). Υπάρχει δε, σειρά στοιχείων τα οποία πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν όταν εξετάζεται αν μια δήλωση θεωρείται ως μέρος του res gestae για σκοπούς απόδειξης της αλήθειας του περιεχομένου της και όπως προστίθεται περαιτέρω στο σύγγραμμα «Το Δίκαιο της Απόδειξης», (ανωτέρω), σ. 693: «[Τ]ο πρωταρχικό ερώτημα είναι αν η πιθανότητα σκευωρίας (concoction) ή διαστρέβλωσης (distortion), μπορεί να αποκλειστεί».

 

        Αυτό ακριβώς ήταν το ζήτημα το οποίο εγείρετο στην κρινόμενη περίπτωση, υπό την έννοια ότι ουσιαστικά η Υπεράσπιση εισηγείτο ότι τα δύο μηνύματα ήταν ψευδή κατά το περιεχόμενό τους και τούτο επειδή, κατά την εισήγηση, η Μ.Κ.2 τα απέστειλε θέλοντας να προκαλέσει τη ζήλια της συντρόφου της. Αναμφίβολα όμως προέκυπταν ζητήματα λογικής και συνοχής, όσον αφορά αυτή την προβληθείσα εκδοχή. Ορθώς δε, η πρωτόδικη Δικαστής έχει επισημάνει ότι η προβληθείσα θέση πως ούσα ακόμα ζαλισμένη και ευρισκόμενη στο κρεβάτι η Μ.Κ.2 «αποφάσισε να αποστείλει δύο μηνύματα στη σύντροφο της και να της αναφέρει, ψευδώς, ότι ο κατηγορούμενος την είχε φιλήσει στο στόμα, μόνο και μόνο για να την κάνει να ζηλέψει δεν συνάδει με την κοινή λογική». Όπως παρομοίως ευλόγως επεσήμανε και το ότι εάν είχε κατασκευάσει την ιστορία της για να προκαλέσει την αντίδραση της ζήλιας της συντρόφου της «αυτή θα περιοριζόταν σε ένα μόνο περιστατικό για να είναι πιο πιστευτή και δεν υπήρχε λόγος να αναφερθεί σε τρία περιστατικά» (με τέσσερα φιλιά). Ούτε υπήρχε λόγος να επαναλάβει το ίδιο ψέμα στη μητέρα της, τη Μ.Κ.4, ή να επικοινωνήσει την επόμενη μέρα (Σάββατο) με την ψυχολόγο, τη Μ.Κ.5, διευθετώντας συνάντηση μαζί της.

 

        Θα προσθέταμε στα πιο πάνω πως μια 23χρονη, που θα ήθελε σε μια τέτοια στιγμή, δια μηνυμάτων να προκαλέσει τη ζήλια της κοπέλας με την οποία διατηρούσε σχέση, δεν είχε κανένα λόγο να φιλήσει πράγματι η ίδια τον Κατηγορούμενο ως προϋπόθεση της αποστολής αμέσως μετά ψευδούς μηνύματος. Ούτε υπήρχε νόημα να προσθέτει αργότερα είτε ενδιάμεσο δεύτερο φιλί είτε τελευταίο τέταρτο φιλί, για τα οποία αυτά φιλιά δεν είχε αποστείλει κάποιο εξειδικευμένο μήνυμα. Με άλλα λόγια, αφού τής αποδίδεται ότι όλα συνιστούν ψεύδη και σενάρια της φαντασίας της, πολύ απλά θα μπορούσε να έστελλε όσα τέτοια μηνύματα ήθελε για φιλιά (που δήθεν θα τής είχε δώσει ο Κατηγορούμενος), προς ευόδωση του στόχου που τής αποδίδεται, ήτοι της πρόκλησης ζήλιας. Εάν δε ο στόχος της Μ.Κ.2 ήταν απλώς να προκαλέσει την ερωτική ζήλια στη σύντροφό της, δεν υπήρχε κανένας λόγος εκ των υστέρων να επιμένει σε ένα ψεύδος, ήτοι ότι όντως υπήρξαν (τέσσερα) φιλιά από τον Κατηγορούμενο. Μια τέτοια δική της επιμονή είναι προφανές πως δεν συνάδει και δεν εξυπηρετούσε καθόλου τον στόχο και το κίνητρο το οποίο τής αποδίδει η Υπεράσπιση. Είναι λοιπόν προφανές πως, πέραν της αξιοπιστίας της ίδιας της Μ.Κ.2, και η προβληθείσα εκδοχή του Κατηγορούμενου ήταν καταδικασμένη σε απόρριψη επί των δικών της όρων, ως θέμα κοινής λογικής.

 

        Παρατίθεται στο σύγγραμμα «Η Απόδειξη», (ανωτέρω), σ. 140, ότι «η αξιοπιστία της μαρτυρίας ενός μάρτυρα μπορεί να επιβεβαιωθεί με την αφήγηση, από τον ίδιο ή από κάποιον άλλο, δήλωσης ή κατάθεσης ταυτόσημης με τη μαρτυρία του, αν αποτελεί μέρος της συναλλαγής στην οποία η μαρτυρία του αναφέρεται». Στην παρούσα περίπτωση ακριβώς η αξιοπιστία της Μ.Κ.2 επιβεβαιώνετο από τα μηνύματά της επί δύο ουσιωδών σημείων. Πρώτον επί τω ότι τα φιλιά οφείλοντο σε δράση και δη πρωτοβουλία του Κατηγορούμενου και δεύτερον επί τω ότι δεν επρόκειτο για ένα φιλί αλλά για περισσότερα. Τα πιο πάνω προέκυπταν από τη φύση των μηνυμάτων ως μέρος των πεπραγμένων (res gestae). Η δε σημασία τους αυτή ήταν ασύνδετη και ανεξάρτητη από την όποια πιθανή ή δυνητική λειτουργία τους και ως πρώτου παραπόνου (βλ. «Η Απόδειξη», (ανωτέρω), σ. 134), ζήτημα που εγείρεται με άλλο λόγο έφεσης και εξετάζεται ειδικότερα σε άλλο σημείο.

 

        Δεν συμφωνούμε πως οτιδήποτε από όσα αναφέρονται στις αιτιολογίες των λόγων έφεσης 3, 5 και 8 διαθέτει τη δυναμική να κλονίσει την αξιολόγηση της αξιοπιστίας οιουδήποτε καταθέσαντος ενόρκως ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, συμπεριλαμβανομένου και του Κατηγορούμενου.

 

        Γενικά, ως προς το ζήτημα της αξιολόγησης των πιο πάνω αναφερθέντων μαρτύρων και σε συνέχεια των όσων ήδη αναφέραμε, θα πρέπει να επαναλάβουμε ότι η εικόνα την οποία αποκομίζει το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά τη ζώσα ατμόσφαιρα της δίκης είναι μοναδική λόγω της αμεσότητας η οποία υπάρχει μεταξύ των μαρτύρων και του Δικαστηρίου. Εξ ου και το ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει εύκολα στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου (Γενικός Εισαγγελέας v. Ismail κ.ά. (2016) 2 Α.Α.Δ. 891). Αυτό ακριβώς ήταν το πλεονέκτημα το οποίο είχε το πρωτόδικο Δικαστήριο προτού καταλήξει με βεβαιότητα ότι κατά την ένορκη μαρτυρία της η Μ.Κ.2 περιέγραψε με παραστατικότητα και επαρκείς λεπτομέρειες όλα τα επίδικα περιστατικά και παρέμεινε σταθερή στις θέσεις της, λέγοντας την αλήθεια.

 

        Με κάθε σεβασμό προς τις αντίθετες εισηγήσεις του Κατηγορούμενου θα πρέπει να πούμε ότι τα συμπεράσματα και ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν ήταν καθόλου αυθαίρετα αλλά αντιθέτως ήταν δικαίως επιτρεπτά με βάση την ολότητα της μαρτυρίας. Κρίνουμε πως ήταν ευλόγως επιτρεπτό για την πρωτόδικη Δικαστή να καταλήξει στις διαπιστώσεις της και ότι έχει δώσει επαρκή αιτιολογία της κρίσης της. Δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα στη γενόμενη αξιολόγηση.

 

        Ως εκ τούτου οι λόγοι έφεσης 3, 5 και 8 υπόκεινται σε απόρριψη.

 

Λόγος Έφεσης αρ. 2

 

        Με τον δεύτερο λόγο έφεσης αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι για κάποια θέματα προέβη σε εικασίες και κατέληξε σε συμπεράσματα, χωρίς να έχει ενώπιον του μαρτυρία για τα συγκεκριμένα σημεία. Δεν θα συμφωνήσουμε με τις συγκεκριμένες εισηγήσεις για τους λόγους που εξηγούμε κατωτέρω.

 

        Το πρώτο τέτοιο σημείο αφορά την πρωτόδικη ρήση ότι αδικήματα όπως τα επίδικα δεν διαπράττονται συνήθως με ψυχρή λογική αλλά σε χρόνο που ο δράστης κυριεύεται από ασυγκράτητη ορμή και πάθος, ο δε νους του «θολώνει και η λογική του υποχωρεί». Επρόκειτο όμως για γενικό σχολιασμό της επίμονης εισήγησης της Υπεράσπισης ότι ήταν αδύνατο να φιλήσει, όντας γιατρός, την ασθενή σε χώρο στον οποίο διακινούντο νοσηλεύτριες και αναισθησιολόγος. Το ουσιώδες του πρωτόδικου συλλογισμού ήταν η διαπίστωση ότι τέτοιες ενέργειες λαμβάνουν χώρα όταν υποχωρήσουν οι αναστολές που θέτει η λογική κάθε σκεπτόμενου ανθρώπου και δη επαγγελματία ιατρού. Δεν απαιτείτο βέβαια ειδική μαρτυρία για τέτοια διαπίστωση. Την εν λόγω διαπίστωση την ακολούθησαν και οι άμεσα σχετικές πρωτόδικες επισημάνσεις ότι ούτως ή άλλως οι κινήσεις του Κατηγορούμενου ήταν βιαστικές, ότι τα τρία πρώτα φιλιά δόθηκαν ενόσω γύρω από το κρεβάτι της Μ.Κ.2 υπήρχε (νοσοκομειακή) κουρτίνα και ότι το τέταρτο φιλί δόθηκε πολύ βιαστικά ενόσω στον χώρο δεν ευρίσκετο κάποιο πρόσωπο δίπλα από τον Κατηγορούμενο και τη Μ.Κ.2. Οι επισημάνσεις αυτές είχαν ως υπόβαθρο συγκεκριμένη μαρτυρία, η οποία είχε δεόντως αξιολογηθεί.

 

        Το δεύτερο σημείο αφορά τη μη αποδοχή μέρους της μαρτυρίας της Μ.Υ.4 και δη την πρωτόδικη διαπίστωση ότι η αναισθησιολόγος Μ.Υ.4 δεν ήταν συνεχώς σε θέση να βλέπει και να γνωρίζει τι κάνει ο κάθε ασθενής ή ο Κατηγορούμενος όταν βρίσκονται στο δωμάτιο ανάνηψης. Η πρωτόδικη Δικαστής δέχθηκε ότι η Μ.Υ.4 ευρίσκετο εκείνη τη μέρα στο δωμάτιο του ενδοσκοπικού και είχε την έγνοια της στους ασθενείς πλην όμως τόνισε ότι ταυτόχρονα προετοιμαζόταν για τη χορήγηση φαρμάκων στον επόμενο ασθενή και συμπλήρωνε επίσης το σχετικό βιβλίο (Τεκμήριο 16). Άλλωστε κατά δική της δήλωση, δεν είχε αντιληφθεί το πρώτο φιλί (το οποίο παραδεκτώς είχε υπάρξει) ούτε και άκουσε οποιαδήποτε συνομιλία τους περί «sugar daddy» (η οποία επίσης υπήρξε). Συνεπώς η μη αποδοχή του τμήματος αυτού της μαρτυρίας της Μ.Υ.4 ήταν απολύτως τεκμηριωμένη.

 

        Το τρίτο σημείο αφορά τη διαπίστωση ότι ο Κατηγορούμενος κατάφερε να ενεργήσει απαρατήρητος και χωρίς να τον αντιληφθεί ο οποιοσδήποτε στο ιατρείο του, ήτοι προσωπικό ή άλλοι ασθενείς. Η πραγματικότητα όμως είναι πως οι Μ.Υ.4 και Μ.Υ.5 είχαν αναφέρει ότι η υπεύθυνη νοσηλεύτρια ή η αντικαταστάτρια της μπαινοβγαίνει ή πηγαινοέρχεται στον χώρο ανάνηψης. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο δεν είχε γίνει δεκτή η θέση της νοσηλεύτριας Μ.Υ.1 ότι ποτέ δεν έφυγε από τον χώρο ανάνηψης χωρίς να την αντικαταστήσει η Μ.Υ.2. Μάλιστα η τελευταία αυτή νοσηλεύτρια δεν ενθυμείτο πλήρως τα γεγονότα της συγκεκριμένης ημέρας και εντίμως είχε παραδεχθεί πως δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει κατά πόσον ο Κατηγορούμενος είχε φιλήσει τη Μ.Κ.2 ή όχι. Για ικανοποιητικούς επίσης λόγους δεν είχε γίνει δεκτή ούτε η θέση της Μ.Υ.3 ότι είχε δει τη Μ.Κ.2 να κάθεται απέναντί της σε μια καρέκλα την ώρα που την ενημέρωνε ο Κατηγορούμενος για τα αποτελέσματα της εξέτασής της.

 

        Το τέταρτο σημείο σχετίζεται με τo πότε οι κουρτίνες γύρω από τον χώρο ανάνηψης είναι κλειστές. Επί του θέματος ήταν άμεσα σχετική η μαρτυρία της Μ.Κ.2 η οποία είχε γίνει δεκτή. Παράλληλα όμως ορθώς  κρίθηκε ως ιδιαιτέρως σημαντική και η αναφορά της Μ.Υ.4 ότι την ώρα που κάποιος ασθενής ακόμα συνέρχεται από την ενδοσκόπηση κλείνουν την κουρτίνα διότι δίπλα ευρίσκεται ο προηγούμενος ασθενής, έτοιμος να αποχωρήσει, ούτως ώστε να μην συναντηθούν οι δύο ασθενείς μεταξύ τους, με σκοπό την προστασία των προσωπικών τους δεδομένων.

 

        Το πέμπτο σημείο αφορά την πρωτόδικη αναφορά ότι εάν η Μ.Κ.2 είχε συγκατατεθεί στα εν λόγω φιλιά τότε δεν θα αναμένετο να ενημερώσει τη σύντροφό της. Επρόκειτο για το σχόλιο του πρωτόδικου Δικαστηρίου στη θέση της Υπεράσπισης πως από τα μηνύματα δεν φαινόταν ότι η Μ.Κ.2 δεν είχε συγκατατεθεί στα φιλιά, τα οποία υποτίθεται τής είχε δώσει ο Κατηγορούμενος. Στην πραγματικότητα εδώ αφήνετο να αιωρείται μια άλλη, αντιφατική εκδοχή της Υπεράσπισης, ήτοι ότι τα φιλιά υπήρξαν μεν αλλά ήταν με τη συναίνεση της Μ.Κ.2. Αυτό που εννοούσε το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι πως δεν θα ήταν λογικό σε τέτοια θεωρητική περίπτωση να είχε αναφέρει το γεγονός στη σύντροφό της. Δεν εντοπίζουμε κάποιο σφάλμα στον εν λόγω συλλογισμό.

 

        Το έκτο σημείο αναφέρεται στη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, όπως τα μέλη του προσωπικού του ιατρείου δεν είδαν το πρώτο φιλί (που παραδεκτώς υπήρξε), έπεται πως ήταν καθόλα δυνατόν να μην είχαν δει και τα υπόλοιπα. Ήταν ένας απολύτως λογικός συλλογισμός προς απάντηση της έντονης υπερασπιστικής εισήγησης ότι δεν μπορούσε να γίνει κάτι μεμπτό χωρίς να το αντιληφθεί κάποιος τρίτος.

 

        Με το έβδομο και τελευταίο σημείο προβάλλεται παράπονο για την εξήγηση την οποία έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο σε σχέση με ένα από τα μηνύματα της Μ.Κ.2 και συγκεκριμένα για το μήνυμά της ότι ο γιατρός είναι ερωτευμένος μαζί της. Ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο πως αυτό κατεδείκνυε ότι η Μ.Κ.2 είχε ξαφνιαστεί (αφού υπήρξε και μια προ καιρού αποτυχημένη προσπάθεια του Κατηγορούμενου να τη φιλήσει στο στόμα) και ότι η Μ.Κ.2 «προσπάθησε να ερμηνεύσει τη συμπεριφορά του κατηγορούμενου». Δεν συμφωνούμε ότι πρόκειται για ανεπίτρεπτη εκτίμηση και πολύ περισσότερο δεν συμφωνούμε ότι η καταδίκη στηρίζεται σε αυτή την ερμηνεία. Η φράση της Μ.Κ.2 ήταν μόνο δηλωτική της δικής της αντίληψης και εκτίμησης για αισθήματα, πλην όμως το ουσιώδες για την όλη υπόθεση ήταν πως οποιαδήποτε τέτοια εκτίμησή της δεν διαφοροποιούσε καθ' οιονδήποτε τρόπο τις δηλώσεις της για τις ενέργειες του Κατηγορούμενου.

 

        Συνεπώς και ο λόγος έφεσης αρ. 2 υπόκειται σε απόρριψη.

 

Λόγος Έφεσης αρ. 6

 

        Με τον έκτο λόγο έφεσης επαναφέρεται το έκτο από τα σημεία τα οποία είχαν εγερθεί στα πλαίσια του δεύτερου λόγου έφεσης. Υποστηρίζεται ξανά πως εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι επειδή οι μάρτυρες υπεράσπισης δεν είδαν το ένα (πρώτο) φιλί το οποίο αποδέχεται και ο Κατηγορούμενος, τότε αμέσως και αβίαστα δύναται να λεχθεί με βεβαιότητα ότι με τον ίδιο τρόπο θα μπορούσε να μην δουν και τα υπόλοιπα τρία φιλιά τα οποία ανέφερε η Μ.Κ.2.

 

        Επαναλαμβάνουμε ότι επρόκειτο για έναν απολύτως λογικό συλλογισμό με δεδομένο αυτό το οποίο προέκυψε από τη μαρτυρία, ήτοι ότι κανένας δεν είχε δει το πρώτο φιλί. Για να το θέσουμε αλλιώς, η Υπεράσπιση προέβαλλε ότι ήταν αδύνατο να συμβεί κάτι χωρίς να το αντιληφθούν οι υπόλοιποι παριστάμενοι ή περιφερόμενοι στον χώρο ενώ οι ίδιοι δέχονταν ότι δεν είχαν δει ούτε το πρώτο φιλί (το οποίο δεχόταν ο Κατηγορούμενος, έστω και αν ισχυριζόταν ότι δεν ήταν αποτέλεσμα δικής του πρωτοβουλίας). Η Υπεράσπιση υποστηρίζει ότι μετεφέρθη το βάρος απόδειξης στον Κατηγορούμενο να αποδείξει ότι το προσωπικό του ιατρείου ήταν σε θέση να βλέπει συνεχώς τη Μ.Κ.2 και ότι συνεπώς δεν θα μπορούσε να γίνουν αυτά τα οποία η ίδια περιέγραψε ότι έγιναν.

 

        Με κάθε σεβασμό, δεν μπορούμε να παρακολουθήσουμε τον συλλογισμό αυτό. Τόσο το νομικό βάρος (legal burden) όσο και το αποδεικτικό ή μαρτυρικό βάρος (evidential burden), παρέμεναν συνεχώς επί των ώμων της Κατηγορούσας Αρχής και αυτό εμφανώς ήταν εις γνώσιν του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Δεν εντοπίσαμε καμμιά ένδειξη ή στοιχείο ότι τέθηκε για οποιοδήποτε ζήτημα βάρος στον Κατηγορούμενο. Το ότι το συγκεκριμένο εύρημα προέκυψε από μαρτυρία προερχόμενη από μάρτυρες της Υπεράσπισης δεν σημαίνει σε καμμιά περίπτωση ότι υπήρξε αντιστροφή του βάρους απόδειξης. Βασικά η Υπεράσπιση αρνείτο κάποια δυνατότητα ή πιθανότητα, την οποία όμως οι ίδιοι οι μάρτυρες υπεράσπισης, με τα όσα ανέφεραν, ανέδειξαν ως υπαρκτή, επιβεβαιώνοντας την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής για το συγκεκριμένο ζήτημα. Δεν ήταν η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «επειδή δεν το είδαν μια φορά τότε δεν μπορούσαν να το δουν ούτε τις επόμενες τρεις φορές», ως εισηγείται ο Κατηγορούμενος. Αυτό το οποίο είπε το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι πως υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις υπήρχε δυνατότητα ή πιθανότητα να μην έχουν αντιληφθεί τα φιλιά (όπως και έγινε).

 

        Ο λόγος έφεσης αρ. 6 υπόκειται σε απόρριψη.

 

Λόγος Έφεσης αρ. 4

 

        Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι τα μηνύματα της Μ.Κ.2 θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως πρώτο παράπονο, και άρα ενισχυτική μαρτυρία, αφού αυτά δεν φαίνεται να αναφέρονται σε κάποιο παράπονο.

 

        Είναι γεγονός ότι η πρωτόδικη Δικαστής εξέλαβε τα μηνύματα προς τη Μ.Κ.3 ως πρώτο παράπονο, το οποίο λειτουργούσε ως ενισχυτική μαρτυρία, σχολιάζοντας για την πιο πάνω υπερασπιστική εισήγηση ότι εάν η Μ.Κ.2 είχε συγκατατεθεί στα φιλιά ή είχε φιλήσει η ίδια, «τότε δεν θα αναμένετο να ενημερώσει τη σύντροφο της περί αυτού» (εννοώντας προφανώς «ενημέρωση» για τα φιλιά). Δεν θεωρούμε όμως ότι το ζήτημα αυτό ενέχει τη σημασία την οποία προσπαθεί να τού αποδώσει ο Κατηγορούμενος ή και γενικά ότι έχει οποιαδήποτε σημασία. Αυτό επειδή ούτως ή άλλως κρίθηκαν ως διαδοχικά άμεσα παράπονα τα όσα η Μ.Κ.2 ανέφερε, λίγη ώρα μετά το συμβάν, δια ζώσης αρχικά στη Μ.Κ.3 και εν συνεχεία στη Μ.Κ.4. Τονίζουμε δε, πως δεν προσβάλλονται με οποιονδήποτε λόγο έφεσης οι εν λόγω διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Προσθέτουμε μάλιστα πως ευλόγως δεν προσβάλλονται, δεδομένου ότι πράγματι πληρούσαν όλες τις προϋποθέσεις διαδοχικών άμεσων παραπόνων σύμφωνα με το Άρθρο 10 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 (βλ. «Το Δίκαιο της Απόδειξης», (ανωτέρω), σ. 515επ.). Τα διαδοχικά αυτά παράπονα σαφώς εμπεριείχαν τη θέση της Μ.Κ.2 ότι ο Κατηγορούμενος την είχε φιλήσει χωρίς τη συγκατάθεσή της. Άλλωστε με δεδομένη την υπερασπιστική γραμμή, ότι δεν υπήρξαν καθόλου φιλιά, δεν υπήρξε και οποιαδήποτε περί του αντιθέτου εκδοχή, τουλάχιστον για τα τρία εξ αυτών. Συνεπώς ούτε τα όσα προβάλλονται για το θέμα αυτό ευσταθούν.

 

        Ο λόγος έφεσης αρ. 4 υπόκειται σε απόρριψη.

 

Λόγος Έφεσης αρ. 7

 

        Με τον έβδομο λόγο έφεσης υποστηρίζεται πως το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν εξέτασε και ή απέρριψε τη θέση ότι η Κατηγορούσα Αρχή είχε μετατραπεί σε καταδιωκτική αρχή και συνεπακόλουθα ότι ο τρόπος χειρισμού της υπόθεσης, από πλευράς κατηγόρου, παραβίαζε το δικαίωμα της δίκαιης δίκης.

 

        Το πρώτο σκέλος της πρώτης εισήγησης είναι εμφανώς αβάσιμο διότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε την εισήγηση ότι η Κατηγορούσα Αρχή ενήργησε ως καταδιωκτική αρχή. Την εξέτασε μάλιστα σε συνδυασμό με την εισήγηση ότι ο Κατηγορούμενος δεν έτυχε δίκαιης αντιμετώπισης λόγω της στάσης της Κατηγορούσας Αρχής. Ενώπιόν μας, το όλο θέμα εξειδικεύεται περαιτέρω κατά πρώτον με αναφορά σε υποβολές που έγιναν σε μάρτυρες υπεράσπισης, για τις οποίες προβάλλεται ότι συνιστούσαν «νέες και διαφορετικές εκδοχές των γεγονότων», οι οποίες πλήττουν την αξιοπιστία της μαρτυρίας. Στην έφεση δίδονται προς τούτο επτά παραδείγματα τέτοιων υποβολών, οι οποίες όντως δεν συνήδαν με την προφορική μαρτυρία η οποία είχε ήδη δοθεί. Δεν κρίνουμε ότι χρησιμεύει σε οτιδήποτε η επανάληψή τους εδώ. Θα μπορούσε βεβαίως κάποιος εν πρώτοις να διερωτηθεί ως προς το οξύμωρο της απόδοσης κινήτρων καταδίωξης στη βάση τέτοιου είδους άσχετων και ασύνδετων, με την υπόθεση, υποβολών. Δεν θα επεκταθούμε όμως προς αυτή την κατεύθυνση. Όσον αφορά την ουσία της εισήγησης κρίνουμε ότι δεν χρειάζεται να προσθέσουμε οτιδήποτε άλλο στα όσα ευλόγως ανέφερε η πρωτόδικη Δικαστής, τα οποία έχουν ως εξής:

 

        «Η θέση της Υπεράσπισης ότι έγιναν υποβολές που έχουν πλήξει την αξιοπιστία της ίδιας της ΜΚ2, δεν με βρίσκει σύμφωνη. Πρόκειται για κάποιες ατυχείς υποβολές από πλευράς της εκπροσώπου της Κατηγορούσας Αρχής, οι οποίες όμως δεν έχουν πλήξει την αξιοπιστία οποιουδήποτε μάρτυρα είτε κατηγορίας, είτε υπεράσπισης. Παρέμειναν απλώς υποβολές, χωρίς υπόβαθρο και συνεπώς χωρίς καμία αποδεικτική αξία».  

 

        Στο πλαίσιο της ίδιας εισήγησης, υποστηρίζεται έτι περαιτέρω ότι η Κατηγορούσα Αρχή επέδειξε υπερβολικό ζήλο, μετατρεπόμενη σε καταδιωκτική αντί διωκτική αρχή, ήτοι επεδίωξε με 13, αναφερόμενους στην έφεση, τρόπους να παρουσιάσει μαρτυρία και εκδοχές, οι οποίες είχαν ως μόνο σκοπό τον δυσμενή επηρεασμό του Κατηγορούμενου. Πέραν του ζητήματος της προηγούμενης καταδίκης (το οποίο εγείρεται ειδικά και εξετάζεται στα πλαίσια του πρώτου λόγου έφεσης) και κάποιων επαναλήψεων, παρατίθενται ως τέτοιοι τρόποι η περισυλλογή μαρτυρίας μέχρι και δύο μήνες πριν την έναρξη της ακρόασης ή και χωρίς εμπλοκή της Αστυνομίας, η μη αποκάλυψη και η μη παρουσίαση μαρτυρίας που είχε περισυλλέξει η Υπεράσπιση, ήτοι της αναισθησιολόγου (Μ.Υ.4), η μη προσκόμιση άλλης μαρτυρίας που υπήρχε, η παρουσία τριών ή τεσσάρων δικηγόρων της Δημοκρατίας σε κάθε δικάσιμο, η αμφισβήτηση επισήμων εγγράφων του Νοσοκομείου με την προβολή υπονοιών αλλοίωσης, το αίτημα αναβολής για παρουσίαση μάρτυρος, ενώ τελικά δεν υπήρξε άλλος μάρτυρας, η παραπομπή σε νομολογία η οποία εν τέλει δεν παρουσιάστηκε και οι συναντήσεις με τη Μ.Κ.2 για σκοπούς προετοιμασίας της.

 

        Κατά την εισήγηση, στην παρούσα περίπτωση η Κατηγορούσα Αρχή ήταν διατεθειμένη να πράξει το παν, χωρίς αυτό να υποστηρίζεται από μαρτυρία που είχε περισυλλεγεί, απλώς και μόνο για να πετύχει την καταδίκη και χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι η θέση της ήταν μόνο να παρουσιάσει τα δεδομένα που υπήρχαν στον φάκελο, για να αποφασίσει το Δικαστήριο. Υποβάλλεται καταληκτικά ότι το Εφετείο πρέπει να απαλλάξει τον Κατηγορούμενο αφού η εκτροπή από τα θέσμια της δίκαιης δίκης επάγεται τον παραμερισμό της καταδικαστικής ετυμηγορίας.

 

        Υπενθυμίζουμε σε σχέση με το ζήτημα της δίκαιης δίκης ότι το κατά πόσον η δίκη είναι δίκαιη αποτιμάται στο πλαίσιο του συνόλου της διαδικασίας και δεν αποφασίζεται κατά τρόπο αφηρημένο (Mansour v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 465). Το κριτήριο είναι κατά πόσον ο κατηγορούμενος υπέστη δυσμενή επηρεασμό (actual prejudice) και το σχετικό βάρος απόδειξης ευρίσκεται στους ώμους του ιδίου, στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων (Δ.Σ.Δ. v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 271/2022, ημερ. 20.12.23, Δημητρίου v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 173/22, ημερ. 13.6.24).

 

        Στο διάγραμμα αγόρευσης απλώς επαναλαμβάνεται αυτούσιος ο λόγος έφεσης με την πολυσέλιδη αιτιολογία του, στην οποία ουσιαστικά παρατίθενται οι διάφορες προαναφερθείσες αιτιάσεις εκ μέρους του Κατηγορούμενου. Το ουσιώδες όμως είναι πως για κανένα εξ αυτών των προβληθέντων ζητημάτων δεν υποστηρίζεται ότι επηρέασε καθ' οιονδήποτε τρόπο την υπεράσπιση του Κατηγορούμενου ή την πορεία την οποία επιθυμούσε να ακολουθήσει στην υπόθεση. Η διαπιστούμενη απουσία, ακόμα και απλής, αναφοράς σε οποιονδήποτε επηρεασμό και δη δυσμενή, καταδεικνύει περίτρανα, κατά την κρίση μας, πως δεν τίθεται κανένα τέτοιο ζήτημα στην παρούσα περίπτωση.

 

        Άλλωστε, απλή ανασκόπηση των ζητημάτων αυτών επιβεβαιώνει πως δεν είχαν καν τη δυναμική να επηρεάσουν την προβληθείσα υπεράσπιση, τον χειρισμό της υπόθεσης και εν τέλει τον ίδιο τον Κατηγορούμενο. Οποιαδήποτε μαρτυρία είχε περισυλλεγεί περιήλθε εγκαίρως εις γνώσιν του ενώ άλλη την οποία είχε εισηγηθεί ο ίδιος, όπως π.χ. της Μ.Υ.4, την είχε παραλάβει, είχε την ευκαιρία να την προσκομίσει και μάλιστα αυτή έγινε κατά το πλείστο μέρος της δεκτή.

 

        Παρομοίως δεν συμφωνούμε ότι υπήρξε οποιοσδήποτε δυσμενής επηρεασμός εξαιτίας του ότι εμφανίστηκαν περισσότεροι δικηγόροι εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής ή του ότι τέθηκαν ζητήματα γνησιότητας εγγράφων ή του ότι ζητήθηκε αναβολή για προσκόμιση μαρτυρίας. Πρόκειται για θέματα τα οποία άπτονται δικαιωμάτων όχι μόνον της Κατηγορούσας Αρχής αλλά κάθε διαδίκου σε ακροαματική διαδικασία και δεν αντιλαμβανόμαστε με ποιο τρόπο επηρέασαν δυσμενώς τον Κατηγορούμενο.

 

        Ούτε ασφαλώς συμφωνούμε ότι η Κατηγορούσα Αρχή μετετράπη σε καταδιωκτική αρχή λόγω της επικοινωνίας με μάρτυρα. Η προηγούμενη επαφή και συνέντευξη του εκπροσώπου της με κάποιο μάρτυρα κατηγορίας δεν απαγορεύεται. Εκείνο το οποίο απαγορεύεται είναι η επαφή αυτή να έχει ως στόχο είτε τη βελτίωση ή ενδυνάμωση της μαρτυρίας που αυτός θα δώσει στο Δικαστήριο είτε την καθοδήγηση προς αυτόν (Ερωτοκρίτου κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 53/2017 κ.ά., ημερ. 15.12.17). Στην παρούσα δεν εντοπίζεται οποιοδήποτε στοιχείο το οποίο να τείνει έστω να δείξει ότι υπήρξε καθοδήγηση των μαρτύρων να καταθέσουν οτιδήποτε άλλο εκτός από την αλήθεια (Μιχαηλίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 125/2017 κ.ά., ημερ. 26.4.18).

 

        Ο λόγος έφεσης αρ. 7 υπόκειται σε απόρριψη.

 

Λόγος Έφεσης αρ. 9

 

        Με τον ένατο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρξαν παραλείψεις της Αστυνομίας, οι οποίες να επηρέασαν το δικαίωμα του Κατηγορούμενου σε δίκαιη δίκη. Όπως δηλώνεται στο εφετήριο, καταγράφονται στην αιτιολογία ξανά τα όσα είχαν αναφερθεί πρωτοδίκως από την Υπεράσπιση κατά το στάδιο της τελικής αγόρευσης.

 

        Η πρωτόδικη Δικαστής ορθώς είχε επισημάνει, με αναφορά στη Θεμιστοκλέους v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 176/2018 κ.ά., ημερ. 11.1.19, ότι το ερώτημα το οποίο τίθεται είναι το κατά πόσον η όποια παράλειψη από πλευράς ανακριτών «...δημιουργεί έστω και δυνητικά κίνδυνο άδικης ετυμηγορίας ή αφήνει κενό στα ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης της κατηγορούσας αρχής». Περαιτέρω το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε υπ' όψιν του το λεχθέν στη Βασιλείου κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 12/2015 κ.ά., ημερ. 4.7.17 ότι ακόμα και σε περίπτωση ελαττωματικής ανακριτικής διαδικασίας το καθήκον του Δικαστηρίου έγκειται στο «να αξιολογεί τη μαρτυρία με καχυποψία και να διαδραματίζει ενεργό ρόλο στην ανεύρεση της αλήθειας». Καθοδηγούμενο από τις αρχές αυτές, εξέτασε δεόντως τις εισηγήσεις, λέγοντας (διατηρουμένης της ορθογραφίας) ότι:

 

        «Συγκεκριμένα, σε ότι αφορά το γεγονός ότι δεν έγινε επιτόπου επίσκεψη του Μ.Κ.1 στη ενδοσκοπικό τμήμα του Ιπποκράτειου Νοσοκομείου, ούτε υπόδειξη σκηνής από τη Μ.Κ.2, ούτε και φωτογράφηση του εν λόγω χώρου, αυτό δεν προκάλεσε, κατά την κρίση μου, οποιαδήποτε αδικία στην Υπεράσπιση. Τόσο η Μ.Κ.2, όσο και ο κατηγορούμενος, αλλά και οι Μ.Υ.1, 2 και 4, περιέγραψαν με πάσα λεπτομέρεια το χώρο του ενδοσκοπικού τμήματος του Ιπποκράτειου Νοσοκομείου. Στη βάση της διαρρύθμισης του εν λόγω χώρου, η Υπεράσπιση εισηγήθηκε ότι δεν ήταν πρακτικά δυνατόν να διαπράχθηκαν εκεί τα επίδικα αδικήματα. Η εν λόγω εισήγηση εξετάστηκε ενδελεχώς, αλλά απορρίφθηκε από το Δικαστήριο, για λόγους που εξηγούνται ανωτέρω.

        Σε ότι αφορά την κατ' ισχυρισμό παράλειψη του ανακριτή να εξετάσει το κινητό της παραπονούμενης, σημειώνεται ότι κατά τη δίκη η Υπεράσπιση δεν αμφισβήτησε τις αναφορές της Μ.Κ.2 και της Μ.Κ.3 ότι τα μηνύματα που καταγράφονται στο Τεκμήριο 3 αποτελούν μηνύματα τα οποία αντάλλαξαν μεταξύ τους, μέσω των κινητών τους τηλεφώνων, κατά το χρόνο που καταγράφεται σε αυτά. Ούτε τους υποβλήθηκε ότι είχε προηγηθεί ή ότι ακολούθησε των μηνυμάτων αυτών κάποια σχετική συζήτηση, την οποία όμως αυτές απέκρυψαν από την Αστυνομία. [...]

        Σε ότι αφορά την κατ' ισχυρισμό παράλειψη του ανακριτή να αναζητήσει κλειστά κυκλώματα παρακολούθησης από την υποδοχή ή από την καφετέρια ή από τον εξωτερικό χώρο του νοσοκομείου, οι οποίες θα έδειχναν ενδεχομένως τις ενέργειες "όλων των εμπλεκόμενων", σημειώνεται ότι ο κατηγορούμενος δεν αμφισβήτησε, κατά την ανακριτική του κατάθεση ότι η Μ.Κ.2 είχε μεταβεί στο ενδοσκοπικό τμήμα του Ιπποκράτειου νοσοκομείου, όπου υποβλήθηκε σε κολονοσκόπηση στις 28.8.20. Δεν αμφισβήτησε επίσης ο κατηγορούμενος ότι ο ίδιος μετέβη κάποια στιγμή στην καφετέρια του εν λόγω νοσοκομείου, όπου συνάντησε τη Μ.Κ.4, την οποία ενημέρωσε ως προς τα αποτελέσματα της κολονοσκόπησης της Μ.Κ.2. Επομένως, δεν προκύπτει, κατά την κρίση μου, ότι παρέμεινε οποιοδήποτε κενό στη μαρτυρία, λόγω παράλειψης του ανακριτή να αναζητήσει βίντεο από κλειστά κυκλώματα παρακολούθησης.

        Σχετικώς με τη θέση της Υπεράσπισης ότι ο Μ.Κ.1 δεν έλαβε καταθέσεις από τη γραμματέα του γιατρού, από άτομα ασφαλείας του νοσοκομείου σε σχέση με τα μέτρα προστασίας εναντίον της πανδημίας του κορωνοϊού, καθώς και τη γενική λειτουργία του νοσοκομείου, ούτε από ασθενείς οι οποίοι υποβλήθηκαν σε ενδοσκοπήσεις πριν και μετά την παραπονούμενη ή από τη ψυχίατρο που η παραπονούμενη υποτίθεται ότι επισκέφθηκε, σημειώνεται ότι ούτε αυτές οι κατ' ισχυρισμοί παραλείψεις δημιούργησαν, κατά την κρίση μου, οποιαδήποτε αδικία εις βάρος του κατηγορούμενου, ούτε και εξηγήθηκε από την υπεράσπιση με ποιο ακριβώς τρόπο οι πιο πάνω παραλείψεις δημιούργησαν κενό στην υπόθεση εις βάρος του κατηγορούμενου.

        Σε ότι αφορά το παράπονο του κατηγορούμενου ως προς τον τρόπο διεξαγωγής της ανάκρισής του, θα πρέπει να σημειωθεί ότι από τη γραπτή επίστηση στην αρχή της εν λόγω κατάθεσης, προκύπτει ότι ο Μ.Κ.1 πληροφόρησε επαρκώς, κατά την κρίση μου, τον κατηγορούμενο ως προς την καταγγελία που είχε υποβάλει η Μ.Κ.2 εναντίον του και συγκεκριμένα ότι αυτός την είχε φιλήσει στο στόμα τέσσερεις φορές.

        Δεν είχε, θεωρώ, την υποχρέωση ο Μ.Κ.1 να αναφέρει επακριβώς στον κατηγορούμενο τί είχε ισχυριστεί η Μ.Κ.2 στη γραπτή της κατάθεση, ούτε να την πληροφορήσει ότι υπήρχαν γραπτά μηνύματα που είχε ανταλλάξει η Μ.Κ.2 με τη Μ.Κ.3. Άλλωστε, τα μηνύματα αυτά παραδόθηκαν στην Αστυνομία μια μέρα μετά τη λήψη της ανακριτικής κατάθεσης του κατηγορούμενου δηλαδή στις 2.9.20. Εν πάση περιπτώσει, δεν αποτελεί, θεωρώ, έργο του ανακριτή να αποκαλύπτει στον ύποπτο κατά την ανακριτή, το σύνολο του μαρτυρικού υλικού που υπάρχει εναντίον του».

 

        Έχουμε την άποψη πως για τα πιο πάνω δεν απαιτείται κάποιος περαιτέρω σχολιασμός, πέραν των όσων τεκμηριωμένα παρέθεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Δεν παραγνωρίζουμε βέβαια ότι υπήρχαν ακόμα δύο εισηγήσεις οι οποίες δεν έτυχαν σχολιασμού πρωτοδίκως, πλην όμως ούτε αυτές προβάλλουν κάποιο στοιχείο το οποίο δυνητικά θα μπορούσε να αναδείξει δυσμενή επηρεασμό του Κατηγορούμενου. Η πρώτη αφορά τη θέση ότι δεν είχε ληφθεί επιπρόσθετη μαρτυρία από τη Μ.Κ.2 μετά από την κατάθεση του Κατηγορούμενου. Ασφαλώς δεν υπήρχε τέτοια υποχρέωση αλλά πέραν αυτού θα πρέπει να λεχθεί πως οι όποιες αντίθετες θέσεις του Κατηγορούμενου, για την παρουσία άλλων ατόμων στον χώρο, τέθηκαν επαρκέστατα κατά την αντεξέταση της Μ.Κ.2. Δεν διαπιστώνουμε ούτε για αυτό το θέμα κάποιο δυσμενή επηρεασμό του Κατηγορούμενου. Η δεύτερη, μη εξετασθείσα πρωτοδίκως εισήγηση, αφορά τη θέση ότι ο ανακριτής δεν εξασφάλισε αντίγραφα του προγράμματος του ιατρείου του Κατηγορούμενου. Για αυτή την εισήγηση δεν παρατίθεται κανένας ισχυρισμός για δυσμενή επηρεασμό και ως εκ τούτου δεν θα μας απασχολήσει περαιτέρω.

 

        Γενικά, δεν συμφωνούμε ότι ο Κατηγορούμενος απέσεισε το βάρος (στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων) να καταδείξει ότι υπήρξαν οποιεσδήποτε παραλείψεις οι οποίες έθεσαν τον ίδιο σε μειονεκτική θέση έναντι της Κατηγορούσας Αρχής, ούτως ώστε να δικαιολογείται η απαλλαγή του για ένα τέτοιο λόγο (Νικολάου v. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 376).

 

        Στη βάση των πιο πάνω και ο λόγος έφεσης αρ. 9 υπόκειται σε απόρριψη.

 

 

Λόγος Έφεσης αρ. 10

 

        Στα πλαίσια του δέκατου λόγου έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο «δεν εξετάζει καθόλου την υποχρεωτική ύπαρξη της πρόθεσης για διάπραξη του αδικήματος». Στην αιτιολογία διευκρινίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε καθόλου το κατά πόσον ο Κατηγορούμενος είχε την αναγκαία πρόθεση κατά τη δεδομένη στιγμή να πράξει ως τα ευρήματα του Δικαστηρίου. Συνακόλουθα προστίθεται στην αιτιολογία ότι αντιθέτως το πρωτόδικο Δικαστήριο «καταλήγει σε ένα αυθαίρετο συμπέρασμα ότι άτομα τα οποία ενεργούν με τέτοιο τρόπο δεν ενεργούν με λογική αλλά με θολωμένο μυαλό». Υποστηρίζεται δε πως αυτό από μόνο του δείχνει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θεωρεί ότι τέτοια άτομα δεν έχουν την αναγκαία πρόθεση να διαπράξουν αυτά τα ποινικά αδικήματα.

 

        Σημειώνουμε κατ' αρχάς πως ούτε για αυτό τον λόγο έφεσης προστίθεται οτιδήποτε περαιτέρω στο διάγραμμα αγόρευσης. Παρά ταύτα, επαναλαμβάνουμε από την Πετρίδης v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 153/2021, ημερ. 14.11.23 ότι για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα της άσεμνης επίθεσης του Άρθρου 151 Π.Κ. απαιτείται να καταδειχθεί ότι ο κατηγορούμενος: (α) Επιτέθηκε (assault), (β) Άσεμνα (indecently), (γ) Παράνομα (unlawfully), (δ) Εναντίον γυναίκας. Στη Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 136/2024, ημερ. 31.3.25, είχε επίσης λεχθεί ότι με εξαίρεση τα αδικήματα απόλυτης ή αυστηρής ευθύνης, γενικά στο ποινικό δίκαιο είναι αναγκαίο όπως η πράξη ή η παράλειψη συνοδεύεται και από κάποια νομικώς αξιόμεμπτη νοητική κατάσταση. Κάθε τέτοιο αδίκημα έχει τη δική του mens rea, η οποία δύναται να εξακριβωθεί μόνο με αναφορά στη σχετική πρόνοια του Νόμου ή και στη νομολογία. Σε περίπτωση σιωπής του Νόμου τεκμαίρεται μαχητώς ότι απαιτείται mens rea (Ηλιάδη κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 2/2018 κ.ά., ημερ. 12.9.18). Το αδίκημα του Άρθρου 151 Π.Κ. είναι ένα από αυτά τα αδικήματα για τα οποία τεκμαίρεται ότι απαιτείται mens rea και δη συνήθης ή βασική πρόθεση (basic intent). Όπως είχε λεχθεί στην Πετρίδης (ανωτέρω) για το Άρθρο 151 Π.Κ.: «[Α]πό πλευράς απαιτούμενης νοητικής κατάστασης (mens rea) θα πρέπει να σημειώσουμε πως το αδίκημα διαπράττεται είτε εκ προθέσεως είτε απερισκέπτως (intentionally or recklessly), ως έχει κριθεί στην υπόθεση R v. Venna (1975) 3 All E.R. 788». Στην ίδια υπόθεση είχε παρατεθεί από την υπόθεση R v. Court (1989) Α.C. 28 H.L. το ακόλουθο απόσπασμα:

 

        …it is self-evident, that the first stage in the proof of the offence is for the prosecution to establish an assault. The ‘assault’ usually relied on is a battery, the species of assault conveniently described by Lord Lane CJ in Faulkner v. Talbot [1981] 3 All ER 468 at 471, [1981] 1 WLR 1528 at 1534 as-

             any intentional touching of another person without the consent of that person and without lawful excuse. It need not necessarily be hostile or rude or aggressive, as some of the cases seem to indicate’.

        But the ‘assault’ relied on need not involve any physical contact but may consist merely of conduct which causes the victim to apprehend immediate and unlawful personal violence. In the case law on the offence of indecent assault, both categories of assault feature”.

(Έμφαση δοθείσα)

 

        Στην παρούσα περίπτωση, εν σχέσει με το πρώτο φιλί ο Κατηγορούμενος υποστήριζε ότι το είχε δώσει εξ ιδίας πρωτοβουλίας η Μ.Κ.2, άρα αμφισβητούσε την απουσία συναίνεσης ενώ εν σχέσει με τα υπόλοιπα τρία φιλιά αμφισβητούσε όλα τα συστατικά στοιχεία (actus reus και mens rea). Στη βάση όμως των ακλόνητων πρωτόδικων ευρημάτων δεν υπήρχε οποιαδήποτε αμφιβολία ότι ο Κατηγορούμενος είχε αρπάξει και φιλήσει σε τέσσερεις περιπτώσεις στο στόμα τη Μ.Κ.2, χωρίς τη συναίνεσή της. Αυτές οι ενέργειές του πληρούσαν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της άσεμνης επίθεσης και στις τέσσερεις κατηγορίες. Το γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε εξειδικευμένη αναφορά στη mens rea του αδικήματος δεν ενείχε ιδιαίτερη σημασία και ούτε επηρέασε τη θέση του Κατηγορούμενου.

 

        Ούτε βέβαια οι πρωτόδικες αναφορές για τη λογική του πράγματος ή το θολωμένο μυαλό, δημιουργούν οποιοδήποτε ζήτημα, δεδομένου ότι εδώ δεν ετέθη οποτεδήποτε από την Υπεράσπιση θέμα για το εθελούσιο ή εκούσιο των ενεργειών του Κατηγορούμενου [βλ. Χαραλάμπους, (ανωτέρω)].

 

        Ο λόγος έφεσης αρ. 10 υπόκειται σε απόρριψη.

 

Λόγος Έφεσης αρ. 11

 

        Με τον ενδέκατο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι στη βάση όλων των λόγων έφεσης, της μαρτυρίας, των ευρημάτων, καθώς και των πρωτόδικων εκφράσεων δημιουργείται τουλάχιστον μια υποβόσκουσα αμφιβολία ως προς τα γεγονότα, η οποία πρέπει να οδηγήσει σε αθώωση.

 

        Αναφορικά με το ζήτημα αυτό παραπέμπουμε σε όσα σχετικά με την υποβόσκουσα αμφιβολία ανέφερε το Εφετείο στην υπόθεση Δ.Β.Γ.Κ. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 3/22, ημερ. 29.2.24, με αναφορά στην υπόθεση R. v. Cooper (1969) 53 Cr. App. R. 82. Σύμφωνα με την υπόθεση εκείνη το Εφετείο υποχρεούται να ακυρώσει μια καταδίκη εάν πιστεύει ότι υφ' όλες τις περιστάσεις αυτή είναι ακροσφαλής ή και ανεπαρκής (βλ. και Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506). Όπως καταληκτικά τέθηκε το θέμα στην Cooper (ανωτέρω):

 

        That means that in cases of this kind the court must in the end ask itself a subjective question, whether we are content to let the matter stand as it is, or whether there is not some lurking doubt in our minds which makes us wonder whether an injustice has been done. This is a reaction which may not be based strictly on the evidence as such; it is a reaction which can be produced by the general feel of the case as the Court experiences it”.

 

        Στην παρούσα περίπτωση ο Κατηγορούμενος επικαλείται δύο αναφορές από την πρωτόδικη απόφαση ως ενδεικτικές του ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο «δεν χρησιμοποιεί γλώσσα που να δείχνει την βεβαιότητα που χρειάζεται». Στη μια περίπτωση, σε σχέση με το δεύτερο και τρίτο φιλί, είχε αναφέρει ότι «εάν η κουρτίνα μπροστά από το κρεβάτι της ΜΚ2 ήταν τη δεδομένη στιγμή κλειστή ή σχεδόν κλειστή, αυτό σημαίνει ότι ακόμη και αν οι νοσηλεύτριες ή η ΜΥ4 μπαινόβγαιναν στο χώρο, αυτές δεν θα ήταν σε θέση να δουν τι συνέβη μεταξύ του κατηγορούμενου και της ΜΚ2, ειδικότερα εάν ήταν απασχολημένες με κάποια άλλη εργασία και δεν είχαν στραμμένη την προσοχή τους στο κρεβάτι της ΜΚ2 και στον κατηγορούμενο». Στην άλλη περίπτωση, σε σχέση με το τέταρτο φιλί ανέφερε ότι: «...σύμφωνα με τη μαρτυρία της Μ.Κ.2 η μια βρισκόταν εκείνη τη στιγμή στο χώρο του ενδοσκοπικού, όπου προφανώς βρισκόταν και η ΜΥ4. Σε ότι (sic) αφορά την άλλη νοσηλεύτρια, αυτή ενδεχομένως να βρισκόταν εκείνη τη στιγμή έξω από το χώρο ανάνηψης, έστω για σύντομο χρονικό διάστημα».

 

        Δεν συμφωνούμε με τις προβαλλόμενες εισηγήσεις και δη με το ότι οι πιο πάνω αναφορές δημιουργούν την υποβόσκουσα αμφιβολία που εισηγείται ο Κατηγορούμενος. Η πρωτόδικη Δικαστής στο σημείο αυτό εξέταζε τη θέση της Υπεράσπισης ότι οι ασθενείς δεν μένουν ποτέ μόνοι τους στον χώρο ανάνηψης και ότι ευρίσκονται συνεχώς υπό την επίβλεψη κάποιας νοσηλεύτριας και της Μ.Υ.4. Καμμιά όμως, είτε οποιαδήποτε νοσηλεύτρια είτε η Μ.Υ.4 δεν είχε δει το πρώτο φιλί (που παραδεκτώς υπήρξε). Η εκδοχή της Μ.Κ.2 ότι όταν έδρασε ο Κατηγορούμενος δεν παρευρίσκετο κάποιος άλλος εκεί και ότι υπήρχαν κουρτίνες γύρω της,  είχε επιβεβαιωθεί ενώ αντίθετα είχε καταρρεύσει η εκδοχή της Υπεράσπισης. Ασχέτως του αν πρωτοδίκως θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί άλλο λεκτικό, στην πραγματικότητα αυτό το οποίο ανέφερε η πρωτόδικη Δικαστής ήταν πως υπό τις περιστάσεις ο Κατηγορούμενος είχε την ευκαιρία από πλευράς χώρου και χρόνου να δράσει όπως έδρασε, χωρίς να γίνει αντιληπτός από μέλη του προσωπικού. Υπήρχε δηλαδή ευχέρεια διάπραξης των αδικημάτων. Βέβαια, γενικά, η ύπαρξη ευκαιρίας από πλευράς χώρου και χρόνου για διάπραξη ενός αδικήματος δεν σημαίνει αυτομάτως και ότι κάποιος την είχε αδράξει για τη διάπραξή του. Πλην όμως η διαπίστωση της ύπαρξής της, υπό την έννοια ύπαρξης δυνατότητας, δεν μπορεί να χρησιμοποιείται και αντιστρόφως, δηλαδή ως σημαίνουσα υποβόσκουσα αμφιβολία.

 

        Δεν συμφωνούμε λοιπόν ότι στην παρούσα περίπτωση υπήρχε υποβόσκουσα αμφιβολία που καθιστά την καταδίκη ακροσφαλή ή ανεπαρκή.

 

        Ο λόγος έφεσης αρ. 11 υπόκειται σε απόρριψη.

 

 

Λόγος Έφεσης αρ. 1

 

        Έχουμε αφήσει τελευταίο τον πρώτο λόγο έφεσης διότι και με αυτόν υποστηρίζεται ότι «πλανάται το σπέρμα της αμφιβολίας», ότι η δίκη δεν ήταν δίκαιη και ανεπηρέαστη και ότι η καταδίκη είναι ακροσφαλής, κατά τα λεχθέντα στην υπόθεση ΧΧ ΧΧ v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 294/2018, ημερ. 19.11.19, ECLI:CY:AD:2019:B474. Τα πιο πάνω έχουν ως υπόβαθρο τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα επέτρεψε να ερωτηθεί ο Κατηγορούμενος για την προηγούμενη του καταδίκη (στην 885/12) για άσεμνη επίθεση στη γραμματέα του κατά το 2011, για την οποία τιμωρήθηκε με πρόστιμο. Η θέση του Κατηγορούμενου ήταν ότι, επειδή είχε αποκατασταθεί για εκείνη την καταδίκη, δεν θα έπρεπε να ερωτηθεί σχετικά. Υποστηρίζεται δε πως το ότι είχε επιτραπεί η ερώτηση επηρέασε τον ίδιο δυσμενώς και παραβίασε το δικαίωμα δίκαιης δίκης. Στην τελική απόφαση η πρωτόδικη Δικαστής συνόψισε το προαναφερθέν υπόβαθρο ως εξής:

 

        «Η αναφορά σε προηγούμενη καταδίκη του κατηγορούμενου από την εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής κατά την αντεξέταση, επιτράπηκε από το Δικαστήριο λόγω της αναφοράς του ίδιου κατά την ένορκη μαρτυρία του ότι δεν θα μπορούσε να διαπράξει τα επίδικα αδικήματα, καθότι κάτι τέτοιο δεν είναι του χαρακτήρα του. Η αναφορά αυτή έδωσε το δικαίωμα στην Κατηγορούσα Αρχή να αμφισβητήσει τον καλό χαρακτήρα που προέβαλε ο κατηγορούμενος, υποβάλλοντάς του ερωτήσεις σε σχέση με κάποια προηγούμενη καταδίκη του για άσεμνη επίθεση εναντίον της γραμματέα του, για την οποία, σύμφωνα με την κυρία Θεοδότου, αυτός καταδικάστηκε κατόπιν παραδοχής του και του επιβλήθηκε από το Δικαστήριο χρηματικό πρόστιμο. Παρενθετικά σημειώνεται ότι η Υπεράσπιση ήγειρε ένσταση στις εν λόγω ερωτήσεις, για το λόγο ότι ο κατηγορούμενος είχε κατά το χρόνο της δίκης αποκατασταθεί και επομένως ήταν πρόσωπο λευκού ποινικού μητρώου, με αποτέλεσμα να μην επιτρέπεται σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορό του η οποιαδήποτε αναφορά σε προηγούμενη καταδίκη.

        Κατόπιν ενδιάμεσης απόφασης του Δικαστηρίου, η ένσταση απορρίφθηκε και οι σχετικές ερωτήσεις επιτράπηκαν στη βάση της παραγράφου (α) του εδαφίου (2) του άρθρου 7 του περί Αποκαταστάσεως Καταδικασθέντων Νόμου Ν.70/81, το οποίο ως έχει ερμηνευτεί από το παρόν Δικαστήριο, δεν απαγορεύει την υποβολή ερωτήσεων σε κατηγορούμενο πρόσωπο που καταθέτει ενόρκως, αναφορικά με προηγούμενες καταδίκες εν σχέση (sic)  με τις οποίες έχει αποκατασταθεί. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την πιο πάνω νομοθετική πρόνοια, οι πρόνοιες του άρθρου 4(1) του εν λόγω Νόμου, το οποίο απαγορεύει την υποβολή ερωτήσεων ή την προσκόμιση μαρτυρίας για καταδίκες οι οποίες έχουν εξαλειφθεί, δεν τυγχάνουν εφαρμογής σε ποινικές δίκες».

 

        Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα «Το Δίκαιο της Απόδειξης», (ανωτέρω), σ. 448, όταν ο κατηγορούμενος προβάλλει τον καλό του χαρακτήρα, π.χ. όταν ισχυρίζεται ότι είναι τίμιος και καλός άνθρωπος και ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να διαπράξει το επίδικο αδίκημα, τότε η Κατηγορούσα Αρχή δικαιούται να τον αντεξετάσει επί των προηγούμενων του καταδικών. Προστίθενται στο ίδιο σημείο και οι κατευθυντήριες γραμμές βάσει της υπόθεσης R. v. McLeod (1994) 3 All E.R. 254, μεταξύ των οποίων και η αρχή ότι εάν οι προηγούμενες καταδίκες δεν αναφέρονται σε ανεντιμότητα αλλά αφορούν αδικήματα παρόμοια εκείνων του κατηγορητηρίου, τότε το Δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να απαγορεύσει την αντεξέταση αλλά διακριτική ευχέρεια να την επιτρέψει. Η Κατηγορούσα Αρχή δύναται να παρουσιάσει μαρτυρία κακού χαρακτήρα του κατηγορουμένου, ως επί το πλείστον με την απόδειξη προηγούμενων του καταδικών, με σκοπό να τεκμηριώσει την αναξιοπιστία του («Το Δίκαιο της Απόδειξης», (ανωτέρω), σ. 450, R. v. Clarke (2012) EWCA Crim 9).

 

        Στην παρούσα περίπτωση δεν αμφισβητείται ότι ο Κατηγορούμενος όντως είχε προβάλει τον καλό του χαρακτήρα λέγοντας στην κυρίως εξέτασή του επί λέξει «...είναι πάρα πάρα πάρα πολύ σημαντικό... ότι δεν είχα κανέναν λόγο να προβώ στις ενέργειες τις οποίες ανέφερε η ... Και ο λόγος πρώτα είναι ότι δεν είναι του χαρακτήρα μου». Αυτή η προβολή είχε καταρρίψει την ασπίδα την οποία τού προσέφερε το Άρθρο 1(f) του Criminal Evidence Act 1898 και ευλόγως κρίθηκε ότι μπορούσε να ερωτηθεί σχετικά («...any question tending to show that he has committed or been convicted of or been charged with any offence other than that wherewith he is then charged, or is of bad character...»). Αυτό άλλωστε δεν αμφισβητήθηκε από πλευράς Υπεράσπισης ούτε πρωτοδίκως ούτε κατ' έφεσιν.

 

        Όπως και στον λόγο έφεσης αρ. 1 προβάλλεται, η Υπεράσπιση είχε φέρει ένσταση επικαλούμενη το ότι Κατηγορούμενος είχε αποκατασταθεί. Είναι δε γεγονός ότι το Άρθρο 4(1)(α) του περί Αποκαταστάσεως Καταδικασθέντων Ν.70/1981 προνοεί πως «[Ε]ν οιαδήποτε διαδικασία ενώπιον οιασδήποτε δικαστικής αρχής ασκούσης δικαιοδοσίαν εν τη Δημοκρατία, ουδέν αποδεικτικόν στοιχείον θα είναι αποδεκτόν επί σκοπώ αποδείξεως ότι ούτος διέπραξε, κατηγορήθη, εδιώχθη ή κατεδικάσθη δι'  οιονδήποτε ποινικόν αδίκημα όπερ απετέλεσε το αντικείμενον εξαλειφθείσης καταδίκης»

 

        Όμως, από το εισαγωγικό μέρος του Άρθρου 4(1) είναι εξίσου προφανές ότι η πιο πάνω πρόνοια τυγχάνει εφαρμογής «[Τ]ηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 7 και 8...». Το δε Άρθρο 7(2)(α) προβλέπει ότι:

 

        «(2) Ουδέν των εν τω εδαφίω (1) του άρθρου 4 διαλαμβανομένων επηρεάζει τον καθορισμόν οιουδήποτε επιδίκου θέματος, ή κωλύει την αποδοχήν ή την αναγκαιότητα οιασδήποτε αποδείξεως αφορώσης εις προηγούμενην καταδίκη προσώπου τινός ή εις σχετικά προς αυτήν περιστατικά ‑

        (α) Εν οιαδήποτε ποινική διαδικασία ενώπιον Δικαστηρίου εν τη Δημοκρατία (περιλαμβανομένης οιασδήποτε εφέσεως ή παραπομπής ζητήματος εγειρομένου εν ποινική διαδικασία)».

(Έμφαση δοθείσα)

 

        Δεν θεωρούμε ότι απαιτείται κάποια ιδιαίτερη ανάλυση για το νόημα και τη σημασία του Άρθρου 7(2)(α). Προνοείται ρητώς και εναργώς πως τίποτε από όσα περιλαμβάνονται στο Άρθρο 4(1) δεν δύναται είτε να επηρεάσει τον καθορισμόν επίδικου θέματος είτε να εμποδίσει την αποδοχή ή την αναγκαιότητα οποιασδήποτε απόδειξης σε σχέση με προηγούμενη καταδίκη κάποιου προσώπου ή εν σχέσει με τα περιστατικά που την αφορούν. Θα πρέπει να γίνει αντιληπτό πως ο Νομοθέτης, εν γνώσει των περιόδων αποκατάστασης τις οποίες έθεσε στον Πίνακα του Άρθρου 5(2) και εν γνώσει των προνοιών του Criminal Evidence Act 1898, επέλεξε εν τη σοφία του να εξαιρέσει τις ποινικές διαδικασίες από τις όντως δραστικές πρόνοιες του Άρθρου 4(1).

 

        Βασικά, διαπιστώνεται ότι ο Νομοθέτης διέβλεψε ακριβώς περιπτώσεις, όπως η παρούσα, στις οποίες ήταν πιθανόν η αποκατάσταση την οποία προσφέρει με το Άρθρο 4(1) να συνιστούσε μια άλλη ασπίδα για κάποιον ο οποίος επαναλαμβάνει παράνομη συμπεριφορά, δίδοντας του το δικαίωμα να προβάλλει τον καλό του χαρακτήρα χωρίς να μπορεί να αντικρουστεί. Δεν ήταν όμως αυτή η πρόθεση του Νομοθέτη, ως διαπιστώνεται από την εξαίρεση την οποίαν έχει θεσπίσει για τις ποινικές διαδικασίες. Επ' αυτού του θέματος λοιπόν ήταν απολύτως εύλογη και ορθή η πρωτόδικη κρίση.

 

        Θα πρέπει δε επίσης να επισημάνουμε πως στην παρούσα το πρωτόδικο Δικαστήριο, δρώντας πολύ προσεκτικά, χρησιμοποίησε την ύπαρξη της προηγούμενης καταδίκης αποκλειστικά και μόνον για τον έλεγχο της αξιοπιστίας του Κατηγορούμενου. Αρκούμαστε στο να παραθέσουμε από την πρωτόδικη απόφαση τα εξής αποσπάσματα:

 

        «Η υποβολή ερωτήσεων αναφορικά με την προηγούμενη καταδίκη του κατηγορουμένου, επιτράπηκε αποκλειστικά και μόνο για σκοπούς αμφισβήτησης από την Κατηγορούσα Αρχή του ισχυρισμού του ότι είναι πρόσωπο που λόγω του χαρακτήρα του δεν θα μπορούσε να διαπράξει τα επίδικα αδικήματα. Δεν σχετίζεται η μαρτυρία αυτή με το κατά πόσον ο κατηγορούμενος είναι ή όχι ένοχος στις κατηγορίες που αντιμετωπίζει.»

        «Συνεπώς το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος φαίνεται να είχε μια προηγούμενη καταδίκη για το αδίκημα της άσεμνης επίθεσης, ασχέτως του ότι αυτή έχει εξαλειφθεί, καταρρίπτει τη θέση του ότι δεν θα μπορούσε να διαπράξει τα αδικήματα που του καταλογίζονται, γιατί είναι πρόσωπο καλού χαρακτήρα».

 

        Στη βάση των πιο πάνω δεν συμφωνούμε ότι είχε παραβιαστεί οποιοδήποτε δικαίωμα δίκαιης δίκης του Κατηγορούμενου.

 

        Ο λόγος έφεσης αρ. 1 υπόκειται σε απόρριψη.

 

Εφέσεις κατά της Ποινής

 

        Όπως ήδη έχει λεχθεί, ο Κατηγορούμενος με τη δική του έφεση προσβάλλει τη μη αναστολή εκτέλεσης των ποινών φυλάκισης ενώ ο Γενικός Εισαγγελέας με τη δική του έφεση προσβάλλει τις ποινές ως έκδηλα ανεπαρκείς και ζητά την αύξησή τους. Ως θέμα λογικής σειράς προέχει η εξέταση της έφεσης του Γενικού Εισαγγελέως. Όσον αφορά τις σχετικές αρχές υπενθυμίζουμε πως το Εφετείο δεν επεμβαίνει με σκοπό να επαναλάβει τη διεργασία σκέψης η οποία πρωτοδίκως έχει συντελεστεί και να επιβάλει την ποινή η οποία θα φαινόταν ορθή στα ίδια τα μέλη του Εφετείου (Ντεκερμετζιάν v. Δημοκρατίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 1378). Όπως έχει αναφερθεί στην υπόθεση S.J.L. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 129/2021 κ.ά., ημερ. 27.10.22:

 

        «Το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται εάν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής».

 

        Τονίζεται επίσης ότι η εσφαλμένη καθοδήγηση ενός πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα γεγονότα ή το δίκαιο συνιστά λόγο επέμβασης του Εφετείου (βλ. «Ποινική Δικονομία στην Κύπρο», Γεώργιος Μ. Πικής, 2013, σ. 334, Karaviotis a.o. v. Police (1967) 2 C.L.R. 286).

 

        Με την έφεσή του ο Γενικός Εισαγγελέας υποστηρίζει ότι οι ποινές φυλάκισης (τεσσάρων μηνών) είναι έκδηλα ανεπαρκείς, λαμβανομένων υπ' όψιν της σοβαρότητας του αδικήματος, της προβλεπόμενης ποινής, της σχετικής νομολογίας, των γεγονότων που περιβάλλουν την υπόθεση, της έξαρσης παρόμοιων αδικημάτων, της ανάγκης για επιβολή αποτρεπτικών ποινών και της ανάγκης για γενική και ειδική πρόληψη. Αναγνωρίζεται εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέως ότι στην κρινόμενη ποινή γίνεται λεκτική αναφορά σε όλους τους επιβαρυντικούς παράγοντες πλην όμως είναι η θέση του ότι αυτοί δεν αντικατοπτρίζονται στις επιβληθείσες ποινές.

 

        Είναι γεγονός πως πράγματι το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε με πληρότητα σε όλους τους πιο πάνω παράγοντες. Το αδίκημα της άσεμνης επίθεσης βάσει του Άρθρου 151 Π.Κ. επισύρει φυλάκιση μέχρι πέντε έτη από το 2009 που η παλαιότερη προβλεπόμενη ποινή των δύο ετών αυξήθηκε με τον τροποποιητικό Ν.64(I)/09. Ο υπερδιπλασιασμός της μέγιστης ποινής ασφαλώς καταδεικνύει την πρόθεση του Νομοθέτη για αυστηρότερη αντιμετώπιση τέτοιου είδους αδικημάτων και ορθώς είχε επισημανθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Όπως παρομοίως ορθώς επισημάνθηκε και το ότι οι ποινές τεσσάρων, τριών και εννέα μηνών φυλάκισης στις υποθέσεις Γενικός Εισαγγελέας v. Παύλου (1997) 2 Α.Α.Δ. 170, Γενικός Εισαγγελέας v. Βαρνάβα (1999) 2 Α.Α.Δ. 638 και Γενικός Εισαγγελέας v. Σπύρου (2006) 2 Α.Α.Δ. 447, είχαν επιβληθεί υπό το καθεστώς της παλαιότερης προβλεπόμενης ποινής των δύο ετών.

 

        Αναφορά υπήρξε πρωτοδίκως και στην αδήριτη ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών σε αδικήματα αυτής της φύσης με παραπομπή στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Μυλωνά, Ποιν. Έφ. 65/2017, ημερ. 14.12.18, ECLI:CY:AD:2018:B537 στην οποία είχε τονιστεί πως τέτοιας φύσης αδικήματα «προσβάλλουν τα ήθη και συνθλίβουν την προσωπικότητα του θύματος».

 

        Σε σχέση με τις συνθήκες διάπραξης κρίθηκαν ως επιβαρυντικά αφενός το γεγονός ότι οι άσεμνες επιθέσεις είχαν διαπραχθεί σε νοσοκομείο, σε βάρος ασθενούς, από τον θεράποντα ιατρό της και μάλιστα στις τρεις περιπτώσεις καθ' ον χρόνο αυτή ήταν αδύναμη, ξαπλωμένη και σε διαδικασία ανάνηψης από την αναισθησία στην οποία είχε τεθεί και αφετέρου το γεγονός ότι ο Κατηγορούμενος ενήργησε παντελώς απρόκλητα και εμμονικά, με πλήρη έλλειψη σεβασμού και με αποκλειστικό σκοπό την επιβολή και ικανοποίηση των ορέξεων του. Πράξεις οι οποίες συνιστούσαν παραβίαση της σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ ιατρού και ασθενούς, καθώς και εκμετάλλευση της ευάλωτης θέσης στην οποίαν η ασθενής ευρίσκετο.

 

Επιβαρυντικό ήταν και το γεγονός ότι η συμπεριφορά του Κατηγορούμενου επέφερε ψυχικό τραύμα στην Παραπονούμενη, για το οποίο απαιτήθηκαν συνεδρίες με ψυχολόγο (Μ.Κ.5) επί τρίμηνη περίοδο, καθώς και παραπομπή σε ψυχίατρο, η οποία χορήγησε φαρμακευτική αγωγή για μικρό διάστημα προς αντιμετώπιση των συμπτωμάτων (θυμού, αγανάκτησης, λύπης, φόβου, αναστάτωσης, κρίσεων πανικού).

 

        Από πλευράς ελαφρυντικών παραγόντων το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπ' όψιν την εξωδικαστική τιμωρία και τις δυσμενείς συνέπειες, που θα είχε στην επαγγελματική του σταδιοδρομία (Πετρίδης v. Αστυνομίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 44, Σουτζιής v. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 424). Ειδικότερα έλαβε υπ' όψιν ότι συνεπεία της καταδίκης, ο Ο.Α.Υ είχε σε σχέση με τον Κατηγορούμενο, τερματίσει τη σύμβαση παροχής υπηρεσιών στο Γ.Ε.Σ.Υ. και ότι υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να αντιμετωπίσει πειθαρχική δίωξη ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Π.Ι.Σ. με πιθανές ποινές είτε τη διαγραφή του από το Μητρώο Εγγραφής Ιατρών είτε την αναστολή της άδειας εργασίας του. Οι όποιες κυρώσεις ως ανωτέρω θα είχαν επαγγελματικές και οικονομικές επιπτώσεις στον ίδιο («Επιμέτρηση και Επιβολή Ποινών στο Κυπριακό Νομικό Σύστημα», Α. Καπαρδής & Η. Στεφάνου, 2020, σ. 240). Έγινε δεκτό και το γεγονός ότι λόγω δημοσιευμάτων και συνακόλουθης ταυτοποίησης του τόσον ο ίδιος όσον και τα παιδιά του αισθάνονταν ντροπή ενώ ο ίδιος βίωσε και κοινωνική απαξίωση, η οποία κρίθηκε ως κάποιας μορφής εξωδικαστική τιμωρία και είχε προσμετρήσει ως μετριαστικό στοιχείο.

 

        Αφού συνεκτιμήθηκαν το λευκό ποινικό μητρώο, οι προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις, η απουσία προσχεδιασμού και η μη άσκηση βίας (πέραν του ότι είχε αρπάξει απότομα το πρόσωπο της Παραπονούμενης), το πρωτόδικο Δικαστήριο επέλεξε τις ποινές φυλάκισης τεσσάρων μηνών.

 

        Κρίνουμε πως οι επιβληθείσες ποινές κινούνται στο εύρος της επιείκειας. Η αύξηση της προβλεπόμενης ποινής το 2009 και το ότι επρόκειτο για τέσσερεις διακριτές άσεμνες επιθέσεις (έστω και σε σύντομο χρόνο) από ιατρό σε ασθενή του, η οποία ανέκαμπτε από αναισθησία, θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν μεγαλύτερες ποινές, ιδιαίτερα σε άτομο το οποίο δεν είχε προς όφελός του την έκπτωση λόγω παραδοχής. Αντιλαμβανόμαστε βέβαια ότι η επιείκεια την οποία επέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο εδράζεται κυρίως στη συνεκτίμηση της εξωδικαστικής τιμωρίας, στις δυσμενείς συνέπειες τις οποίες η καταδίκη επιφέρει στην επαγγελματική σταδιοδρομία του Κατηγορούμενου και στην κοινωνική απαξίωση την οποία βιώνει ένεκα της καταδίκης του. Δεν διαφωνούμε με τη σημασία την οποία απέδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο στα ζητήματα αυτά. Ενδεχομένως, αποδίδοντας την ίδια σημασία να επιλέγαμε υψηλότερη ποινή. Όμως δεν είναι αυτό το ζητούμενο.

 

        Η αποτίμηση των ελαφρυντικών παραγόντων ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Πεδίο για επέμβαση του Εφετείου παρέχεται μόνον όπου διαπιστώνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε εσφαλμένα αυτή τη διακριτική ευχέρεια ή υπερέβη τα ακραία όρια της εξουσίας του (Γενικός Εισαγγελέας v. Σατανά κ.ά. (1996) 2 Α.Α.Δ. 257). Το Εφετείο δεν υποκαθιστά την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και δεν επιτρέπεται να εμφιλοχωρήσει η υποκειμενική του κρίση (Δημοκρατία v. Γ.Ν., Ποιν. Έφ. 197/2016, ημερ. 16.1.18, ECLI:CY:AD:2018:B24). Για αυτό, παρότι με κάποιο δισταγμό, κρίνουμε ορθότερο όπως μη επέμβουμε στο ύψος της ποινής. Η έφεση του Γενικού Εισαγγελέως υπόκειται σε απόρριψη.

 

        Με τη δική του έφεση ο Κατηγορούμενος υποστηρίζει ότι η απόφαση για μη αναστολή εκτέλεσης των ποινών ήταν εσφαλμένη στη βάση της αιτιολογίας την οποία έδωσε το ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

        Εν πρώτοις, ο Κατηγορούμενος παραπονείται για την αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι όποιες δυσμενείς επιπτώσεις λόγω της κοινωνικής απαξίωσης έναντι του «έχουν προκληθεί συνεπεία της καταδίκης του και δεν σχετίζονται με την επιβολή ποινής». Αναφερόταν η πρωτόδικη Δικαστής σε δημοσιεύματα και δηλώσεις τα οποία είχε προσκομίσει ο συνήγορός του κατά την αγόρευση προς μετριασμό και τα οποία αφορούσαν την χρονική περίοδο μετά την έκδοση της απόφασης επί της καταδίκης. Εισηγείται τώρα ο Κατηγορούμενος πως εσφαλμένα είχε θεωρήσει το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η οποιαδήποτε εξωδικαστική τιμωρία είχε ολοκληρωθεί με την απόφαση καταδίκης. Μάλιστα εισηγείται ότι, όπως φάνηκε στην πραγματικότητα, τα δημοσιεύματα ήταν διπλάσια μετά την επιβολή της ποινής.

 

        Εννοείται βέβαια πως η τελευταία πιο πάνω εισήγηση αφορά γεγονότα μετά την επιβολή της ποινής, τα οποία εκ των πραγμάτων δεν μπορούσαν να είχαν ληφθεί υπ' όψιν. Το βασικό πρόβλημα όμως είναι πως σε καμμιά τέτοια αναφορά δεν είχε προβεί το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την εξέταση της εισήγησης για αναστολή. Η φράση στην οποία βασίζεται το επιχείρημα ήταν μέρος της αιτιολογίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου για το ύψος της ποινής και όχι για την αναστολή.

 

        Ευσταθεί όμως το δεύτερο επιχείρημα του Κατηγορούμενου. Πράγματι το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας το θέμα, ανέφερε ότι «...εναντίον της αναστολής συνηγορεί...το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος παρουσιάζεται ενώπιόν μου πλήρως αμετανόητος» και ότι «...η μη επίδειξη μεταμέλειας από πλευράς κατηγορούμενου αποτελεί συνήθη παράγοντα ο οποίος, μεταξύ άλλων, οδηγεί προς την απόρριψη αιτήματος αναστολής ποινής φυλάκισης». Επρόκειτο όμως για σφάλμα, το οποίο φαίνεται ότι οφείλετο σε παρανόηση αποσπάσματος από το σύγγραμμα «Επιμέτρηση και Επιβολή Ποινών στο Κυπριακό Νομικό Σύστημα», (ανωτέρω), σ. 130. Αναφέρεται εκεί ότι συνηθισμένοι παράγοντες οι οποίοι οδηγούν στην απόρριψη αιτήματος αναστολής «...είναι κυρίως η φύση και η σοβαρότητα των αδικημάτων, οι επιβαρυντικές περιστάσεις τέλεσης, οι προηγούμενες καταδίκες και η μη επίδειξη μεταμέλειας από πλευράς κατηγορουμένου με παραδοχή της κατηγορίας ενώπιον του Δικαστηρίου». Μάλιστα το πρωτόδικο Δικαστήριο διευκρίνισε πως η μη παραδοχή δεν προσμετρά σε καμμιά περίπτωση εις βάρος του κατηγορουμένου κατά την επιλογή του είδους και κατά την επιμέτρηση της αρμόζουσας ποινής αλλά η έλλειψη μετάνοιας και μεταμέλειας είναι στοιχεία που λαμβάνονται υπ' όψιν κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας σχετικά με το κατά πόσον θα αναστείλει ή όχι την εκτέλεση της επιβληθείσας ποινής.

 

        Η βασική όμως νομολογιακή αρχή είναι ότι στο στάδιο αυτό επανεξετάζεται κάθε στοιχείο και κάθε παράγοντας ο οποίος δυνατόν να έχει σημασία ως προς την αναστολή. Όπως έχει τονιστεί στην υπόθεση Ιωσήφ v. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930: «[Η] υιοθέτηση οποιουδήποτε γενικού κανόνα θα συνιστούσε σφάλμα αρχής. Εναπόκειται στο δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη στην κάθε περίπτωση τις περιστάσεις της υπόθεσης και οποιεσδήποτε προσωπικές περιστάσεις που αφορούν στον συγκεκριμένο κατηγορούμενο και, σε ορισμένες περιπτώσεις, την οικογένεια του με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Αυτό βέβαια συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορούμενου και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σε όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες ‑ είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς ‑ οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για την αναστολή ή όχι της ποινής. Θεωρούμε ότι κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας».

 

        Το προαναφερθέν απόσπασμα από το σύγγραμμα «Επιμέτρηση και Επιβολή Ποινών στο Κυπριακό Νομικό Σύστημα» αφορούσε γενικά τους συνήθεις παράγοντες και μεταξύ αυτών την παραδοχή, υπό την έννοια όμως που εξηγείται στην Χαρτούπαλλος v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28, ήτοι ότι: «η άμεση παραδοχή εμπεριέχει το απτό στοιχείο της έμπρακτης μεταμέλειας και είναι κατάλληλο να αμείβεται με σχετική έκπτωση στην ποινή». Πλην όμως η μη παραδοχή δεν θα μπορούσε να επιδράσει αρνητικά για τον Κατηγορούμενο (Θεοδώρου v. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 376). Ο Κατηγορούμενος είχε κάθε δικαίωμα να αρνηθεί τις κατηγορίες και η άσκηση του συνταγματικώς κατοχυρωμένου αυτού δικαιώματος δεν ήταν σε καμμιά περίπτωση επιβαρυντικός παράγων (Σ.Λ. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 155/2019, ημερ. 25.2.21, ECLI:CY:AD:2021:B57). Η μη παραδοχή στερούσε από τον Κατηγορούμενο την έκπτωση στην ποινή, πλην όμως αυτός δεν θα τιμωρείτο επί τω ότι δεν είχε παραδεχθεί τις κατηγορίες (Δ.Α. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 57/2020, ημερ. 6.10.21, ECLI:CY:AD:2021:B432).

 

        Ο Κατηγορούμενος εισηγείται πως λόγω του σφάλματος αυτού θα πρέπει να ακυρωθεί «η απόφαση της άμεσης φυλάκισης», εννοώντας προφανώς να διαταχθεί η αναστολή εκτέλεσης. Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση αυτή. Κρίνουμε πως κατ' αναλογίαν με τα ισχύοντα στην περίπτωση διαπίστωσης σφάλματος κατά την επιμέτρηση της ποινής, το ζήτημα της αναστολής καθίσταται πλέον έργο του Εφετείου.

 

        Εντός των πλαισίων αυτών έχουμε επανεξετάσει όλους τους παράγοντες, τόσο τους επιβαρυντικούς όσο και τους ελαφρυντικούς. Συνεκτιμήσαμε τις περιστάσεις της υπόθεσης και τις προσωπικές περιστάσεις του Κατηγορούμενου. Η περίπτωση αφορά ιατρό 53 ετών, πατέρα τριών παιδιών, ο οποίος κατόπιν ακρόασης κρίθηκε ένοχος επί τω ότι καταχρώμενος τη σχέση εμπιστοσύνης είχε επιτεθεί άσεμνα, ήτοι φίλησε τέσσερεις φορές στο στόμα την Παραπονούμενη ασθενή του ενόσω εκείνη ευρίσκετο στο Νοσοκομείο και ανέκαμπτε από τη νάρκωση στην οποία είχε τεθεί πριν για σκοπούς εξέτασης. Λάβαμε υπ' όψιν την εξωδικαστική τιμωρία, τον κίνδυνο πειθαρχικής τιμωρίας και την κοινωνική απαξίωση, την οποία υφίσταται, την κάποια καθυστέρηση στην εκδίκαση, καθώς και το λευκό ποινικό μητρώο του Κατηγορούμενου. Όλα αυτά σε συνδυασμό με τη σοβαρότητα του αδικήματος, ως προκύπτει από την προβλεπόμενη 5ετή φυλάκιση και την ανάγκη για επιβολή αυστηρής και αποτρεπτικής ποινής.

 

        Δεν συμφωνούμε ότι δικαιολογείται η χορήγηση αναστολής εκτέλεσης των ποινών φυλάκισης ή ότι θα κατέληγε σε τέτοια απόφαση το πρωτόδικο Δικαστήριο, ακόμα και εάν δεν είχε σημειωθεί το σφάλμα που έχουμε εντοπίσει πιο πριν. Τονίζουμε το λεχθέν στην υπόθεση Νεοφύτου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 9/2021, ημερ. 29.7.21 ότι: «[Τ]ην αποτροπή δημιουργεί η επίπτωση που είχε η συναφής καταδίκη, με έμφαση στο άμεσο αποτέλεσμα και εφόσον η ποινή φυλάκισης ανασταλεί, το στοιχείο της αποτροπής εξασθενεί σε μεγάλο βαθμό». Θα προσθέταμε αυτό που είχε λεχθεί στη Νικολάου v. Αστυνομίας (2015) 2(Α) Α.Α.Δ. 103 ότι ούτε εδώ τα όποια ελαφρυντικά στοιχεία ήταν αρκετά για να δικαιολογούσαν την αναστολή, αφού ένας τέτοιος χειρισμός δεν θα αντικατόπτριζε την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και δεν θα εξυπηρετούσε τους σκοπούς της ποινής.

 

        Για όλους τους πιο πάνω λόγους, τόσον η έφεση κατά της καταδίκης όσο και οι εφέσεις κατά των ποινών, απορρίπτονται.

 

 

 

 

                                                                            Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

                                                                            Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

 

 

                                                                            Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο