
ΕΦΕΤΕΙΟ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 69/2023)
10 Ιουλίου, 2025
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
CHRISTIAN IGIRANEZA
Εφεσείων,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ
Εφεσίβλητης.
--------------------
Ο Εφεσείων εμφανίζεται αυτοπροσώπως.
Ν. Νικολάου, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητη.
--------------------
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Δ. Λυσάνδρου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.: Ο (εκ Μπουρούντι) Εφεσείων υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας η οποία απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου. Συγκεκριμένα, ο Εφεσείων ισχυρίστηκε ότι η ζωή του κινδυνεύει στη χώρα καταγωγής του από τον στρατό και την αστυνομία, επειδή ο αρχηγός του στρατού (εφεξής «ο στρατηγός») οικειοποιήθηκε (περί τον Δεκέμβριο του 2020) ένα έργο δεντροφύτευσης το οποίο ο Εφεσείων δημιούργησε και το είχε υποβάλει (περί τον Νοέμβριο του 2020) στον στρατηγό -μέσω φίλου του πατέρα του (εφεξής «ο πρώην στρατιωτικός»)- ώστε ο στρατός να βοηθήσει στην υλοποίησή του.
Aπόδειξη τούτου -κατά τον Εφεσείοντα- ήταν (α) ότι ο πρώην στρατιωτικός βρέθηκε νεκρός, (β) καποιος δημοσιογράφος τον ρώτησε σε ποιόν ανήκε η ιδέα της δεντροφύτευσης, (γ) την ίδια μέρα που ο πρώην στρατιωτικός βρέθηκε νεκρός, ο στρατηγός έστειλε άτομα στο σπίτι του Εφεσείοντα για να του κατασχέσουν τις ηλεκτρονικές του συσκευές και (δ) ο Εφεσείων δέχθηκε άγνωστης προέλευσης τηλεφωνικές κλήσεις με τις οποίες του ζητούσαν να μάθουν που βρίσκεται.
Η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτηση διεθνούς προστασίας επειδή έκρινε τον Εφεσείοντα αναξιόπιστο σε σχέση με τους λόγους δίωξης, όπως τους εξιστόρησε.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ο Εφεσείων προσέβαλε την απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου διά της Προσφυγής Αρ. 692/2022, αποδέχθηκε ως βάσιμο τον προβληθέντα λόγο ακύρωσης περί ανεπαρκούς δέουσας έρευνας και πραγματικής πλάνης (που συνεπαγόταν και ανεπαρκή αιτιολογία), επειδή η Υπηρεσία Ασύλου δεν ερεύνησε ως όφειλε για να διαπιστώσει ότι τόσο ο στρατηγός όσο και ο πρώην στρατιωτικός ήταν υπαρκτά πρόσωπα. Αντιθέτως, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε ως αορίστως προβληθέντα τον λόγο ακύρωσης περί παράβασης της Αρχής της Χρηστής Διοίκησης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου προς τη διοίκηση.
Στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας την οποία υπέχει προς δικαστικό έλεγχο της νομιμότητας και της ορθότητας της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το ίδιο κατά πόσο ο Εφεσείων χρήζει διεθνούς προστασίας, με βάση τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου και τις ενώπιόν του κατατεθείσες ένορκες δηλώσεις του Εφεσείοντα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε μεν ότι ο Εφεσείων όντως προωθούσε έργο δεντροφύτευσης εντούτοις, το ίδιο έργο το οποίο επέβλεπε ο στρατηγός άρχισε το 2018, δηλαδή πριν από την κατ’ ισχυρισμό (εκ του Εφεσείοντα) παρουσίαση της ιδέας στον στρατηγό περί τον Νοέμβριο του 2019.
Κατά την πρωτόδικη κρίση, (α) ο Εφεσείων απέτυχε να δώσει ικανοποιητικές πληροφορίες σχετικά με το έργο δεντροφύτευσης το οποίο προωθούσε και την παρουσίαση του στον στρατηγό, όπως και για τις κατ’ ισχυρισμό τηλεφωνικές απειλές τις οποίες δέχθηκε (β) δημοσιεύτηκε ότι ο πρώην στρατιωτικός όντως δολοφονήθηκε αλλά για άλλους λόγους, όπως για άλλους λόγους o Εφεσείων δέχθηκε κλήσεις από τη δικαστική αστυνομία του Μπουρούντι (οι οποίες κλήσεις, εν πάση περιπτώσει, δεν αποδείχθηκαν γνήσιες).
Ως εκ τούτου, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υφίστατο αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των αποδεδειγμένων περιστατικών και του κατ’ ισχυρισμό φόβου δίωξης, με αποτέλεσμα να κρίνει τον Εφεσείοντα αναξιόπιστο ως προς την πτυχή της αίτησής του που αφορά τη χορήγηση ασύλου κατά τα προβλεπόμενα στο Άρθρο 3 των περί Προσφύγων Νόμων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε κατά πόσο ο Εφεσείων χρήζει συμπληρωματικής προστασίας κατά τα προβλεπόμενα στο Άρθρο 19 των περί Προσφύγων Νόμων, αποφαινόμενο αρνητικά ως προς τούτο, καθότι οι πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής δεν δείκνυαν ότι καθίστατο εφαρμοστέο οποιοδήποτε εκ των τριών κριτηρίων του Άρθρου 19(2) των περί Προσφύγων Νόμων περί στοιχειοθέτησης σοβαρής βλάβης.
Ενόψει των ανωτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την Προσφυγή διά της εφεσιβαλλόμενης απόφασης ημερ. 24.5.2023. Ο Εφεσείων αιτιάται το πρωτόδικο Δικαστήριο για σφάλμα, με τους εξής λόγους έφεσης:
(α) εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το υπό τον στρατηγό επιβλεπόμενο έργο δεντροφύτευσης άρχισε το 2018, με αποτέλεσμα να κριθεί αναξιόπιστη η εκ του Εφεσείοντα αναφορά πως υπέβαλε στον στρατηγό τη συναφή πρότασή του κατά τον Νοέμβριο του 2019 (πρώτος λόγος έφεσης)·
(β) εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο διεξήγαγε δική του έρευνα βασιζόμενο σε αναξιόπιστες πηγές που δεν προκύπτουν από τον διοικητικό φάκελο και ούτε του προσκομίστηκαν από τους διάδικους (δεύτερος λόγος έφεσης)·
(γ) εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε εκ του Εφεσείοντα υποβληθέντα στοιχεία και τεκμήρια, τα οποία δεν σχολίασε δια της εφεσιβαλλόμενης απόφασής του (τρίτος λόγος έφεσης)·
(δ) το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αγνόησε εκ του Εφεσείοντα υποβληθέντα στοιχεία που δεικνύουν ότι το Μπουρούντι δεν συνιστά ασφαλή χώρα καταγωγής (τέταρτος λόγος έφεσης)·
(ε) συνεπώς, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ο Εφεσείων δεν υπόκειται -με την επιστροφή του στο Μπουρούντι- σε σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, που είναι κριτήριο για τη χορήγηση συμπληρωματικής προστασίας (πέμπτος λόγος έφεσης)·
(στ) εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι κλήσεις τις οποίες ο Εφεσείων έλαβε από τη δικαστική αστυνομία του Μπουρούντι δεν έχουν καταδειχθεί ως γνήσιες (έβδομος λόγος έφεσης).
Παραθέτουμε, καταρχάς, τα όσα το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε κατά την εξέταση της ουσίας της υπόθεσης:
«Στα πλαίσια της εξουσίας του Δικαστηρίου να εξετάζει τόσο την νομιμότητα όσο και την ουσία στη βάση του άρθρου 11 (3) (α) του περί Προσφύγων νόμου, ήτοι το Δικαστήριο «προβαίνει σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής [.] τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν» και «την ανάγκη χορήγησης διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου, σε περίπτωση που προσβάλλεται απόφαση η οποία συνεπάγεται τη μη χορήγηση τέτοιας προστασίας» - θα προχωρήσω να εξετάσω κατά πόσο τα στοιχεία που βρίσκονται στο διοικητικό φάκελο όσο και τα προσκομισθέντα δια της ένορκης δήλωσης του Αιτητή τα οποία το δικαστήριο στη πορεία θα αξιολογήσει ,αν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Νόμου ώστε να χορηγηθεί στον Αιτητή διεθνής Προστασία.
Σχετικά με την αξιοπιστία του Αιτητή, πράγματι διαφαίνεται ότι δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές πληροφορίες σχετικά με την έρευνα του αλλά κυρίως σχετικά με την παρουσίαση αυτής στον αρχηγό του στρατού. Παράλληλα, γενικόλογος και ασαφής υπήρξε σχετικά με τις τηλεφωνικές απειλές τις οποίες ισχυρίστηκε ότι έλαβε.
Το Δικαστήριο βασιζόμενο στις πηγές που προσκομίστηκαν από το συνήγορο του αλλά και επιβεβαιώνοντας αυτές διεξάγοντας τη δική του έρευνα, διαπίστωσε πως πράγματι ο φίλος του πατέρα του Αιτητή, ονόματι Victor Bandandaza, είναι υπαρκτό πρόσωπο. Σύμφωνα με ειδησεογραφική ιστοσελίδα[1], ο Victor Bandandaza, πρώην στρατιωτικός, δολοφονήθηκε λόγω της εθνοτικής του καταγωγής (Tutsi) και της προηγούμενης συμμετοχής του στις ένοπλες δυνάμεις του Burundi και τη χωροφυλακή. Παράλληλα, ο αναφερόμενος στρατιωτικός, ενώπιον του οποίου έγινε η παρουσίαση του έργου του Αιτητή, ονόματι Prime Niyongabo, είναι από το 2018 ο επιβλέπων της συντονιστικής επιτροπής και εκτέλεσης ενός έργου δενδροφύτευσης. Σύμφωνα με το άρθρο, το 2018 η κυβέρνηση ξεκίνησε μια εκστρατεία δενδροφύτευσης με την ονομασία 'Ewe Burundi Urambaye'.[2]
Αναφορικά με τα έγγραφα τα οποία κατέθεσε και τα οποία εξετάζει το Δικαστήριο αξίζει να αναφερθούν τα παρακάτω:
Παρατηρείται από την ηλεκτρονική αλληλογραφία ότι πράγματι ο Αιτητής προωθούσε ένα έργο δενδροφύτευσης στην εταιρία Vitala Group με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο τον Σεπτέμβριο του 2019. Ωστόσο, το έργο δενδροφύτευσης στο οποίο είναι επιβλέπων ο αρχηγός του στρατού ξεκίνησε το 2018, δηλαδή πριν την κατ' ισχυρισμό παρουσίαση του έργου του στο στρατό τον Νοέμβριο του 2019 . Η δε κλήση του από τη δικαστική αστυνομία, επίσης, δε φαίνεται να συνδέεται με το περιστατικό της δενδροφύτευσης, καθώς αφορά συκοφάντηση του αρχηγού του επιτελείου και του στρατού του Burundi και συμμετοχή στις εξεγέρσεις του 2015, γεγονός το οποίο δεν αναφέρθηκε σε κανένα στάδιο της διαδικασίας.
Όπως αποδεικνύεται από τις εξωτερικές πηγές, ο φίλος του πατέρα του Αιτητή δολοφονήθηκε λόγω της εθνοτικής του καταγωγής ως Tutsi και του επαγγέλματος του ως πρώην στρατιωτικός. Ουδεμία σχέση φαίνεται να υπάρχει με κάποιο σχέδιο δενδροφύτευσης ούτε, μετά από έρευνα, προκύπτει να έχει δημοσιευθεί κάποιο άρθρο στο οποίο να μιλάει για το έργο, όπως ισχυρίζεται ο Αιτητής. Παράλληλα, ο αρχηγός του στρατού συμμετέχει όντως σε ένα πρόγραμμα δενδροφύτευσης, την πρωτοβουλία του οποίου όμως φαίνεται να έχει το Κράτος και το οποίο ξεκίνησε το 2018, ήδη πριν να αιτηθεί ο Αιτητής χρηματοδότηση. Δεν υπάρχει αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των αποδεδειγμένων περιστατικών και της δίωξης που ισχυρίζεται ότι υφίσταται ο Αιτητής. Το γεγονός ακόμα της συνομιλίας του με εταιρία για χρηματοδότηση του έργου, όπως προκύπτει από την ηλεκτρονική αλληλογραφία την οποία προσκομίζει, δεν αποδεικνύει δίωξη του, παρά μόνο ότι πράγματι ο Αιτητής συμμετείχε σε κάποια μελέτη.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι ναι μεν ο Αιτητής είναι αξιόπιστος ως προς την εκπόνηση κάποιας μελέτης και σχεδίου για δενδροφύτευση το οποίο, το Σεπτέμβριο του 2019, προώθησε σε Βρετανική εταιρία για χρηματοδότηση. Ωστόσο, κρίνεται αναξιόπιστος ως προς την παρουσίαση και προώθηση του έργου του στο στρατό, την οικειοποίηση του έργου από το στρατό, το λόγο δολοφονίας του φίλου του πατέρα του και τις κατ΄ ισχυρισμό τηλεφωνικές απειλές.
Περαιτέρω τα έγγραφα τα οποία ο Αιτητής προσκόμισε ήτοι οι κλήσεις από τη Δικαστική Αστυνομία, ημερομηνίας 25/08/2020 και 01/09/2020 δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτά καθότι από πουθενά δεν προκύπτει η γνησιότητα τους.
Συμπερασματικά, προκύπτει ότι δεν υπήρξε δίωξη αλλά ούτε θα υπάρξει σε περίπτωση επιστροφής του κι επομένως δεν εμπίπτει στο εδάφιο (1) του άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου του 2000-2019. Σε κάθε περίπτωση, ακόμα κι αν υφίστατο δίωξη από το στρατό με σκοπό να αποτραπεί ο Αιτητής από το να δημοσιοποιήσει τον δημιουργό του έργου της δενδροφύτευσης, δε θα ενέπιπτε σε κάποιον από τους περιοριστικά αναφερόμενους λόγους του άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου για χορήγηση προσφυγικού καθεστώτος.
Όσον αφορά την επικουρική προστασία, αναφέρονται τα παρακάτω:
Την περίοδο 10/03/2022-10/03/2023, έλαβαν χώρα 335 περιστατικά τα οποία ήταν η αιτία θανάτου 239 ανθρώπων. Πιο αναλυτικά, από τα 335 περιστατικά, τα 39 ήταν μάχες (με 98 θύματα), τα 252 ήταν επιθέσεις κατά πολιτών (με 119 θύματα), τα 6 ήταν εκρήξεις (με 5 θύματα), τα 38 ήταν εξεγέρσεις (με 16 θύματα) και τα 34 ήταν διαμαρτυρίες/πορείες (με 1 θύμα).[3] Το μεγαλύτερο μέρος των επιθέσεων κατά των πολιτών αφορά επίσης απαγωγές, εξαναγκαστικές εξαφανίσεις και θύματα σεξουαλικής βίας. Αυτή η βία κατά αμάχων αποδίδεται κυρίως στους Imbonerakure, την αστυνομία και, σε μικρότερο βαθμό, τον στρατό και άγνωστες ομάδες.[4] Να σημειωθεί ότι το Burundi έχει πληθυσμό πλέον των 12 εκατομμυρίων.
Όσον αφορά τυχόν ζητήματα τα οποία μπορεί να αντιμετωπίζουν οι επιστραφέντες, καμία διεθνής έκθεση δεν αναφέρει προβλήματα που να αντιμετώπισαν κατά την επιστροφή στην επικράτεια υπήκοοι του Burundi που επέστρεφαν από το Βέλγιο ή άλλα μέρη αεροπορικώς[5]. Παράλληλα, ούτε οι εκθέσεις του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ που καλύπτουν τα έτη 2018 και 2019[6], ούτε οι ετήσιες εκθέσεις της Amnesty International για το 2017 και το 2019 (η AI δεν δημοσίευσε ετήσια έκθεση που καλύπτει το έτος 2018)[7], ούτε οι συνολικές εκθέσεις του HRW που σχετίζονται με τα έτη 2019 και 2020 ή άλλες εκθέσεις του HRW σχετικά με ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων που δημοσιεύθηκαν από το 2018.[8] Από την άλλη πλευρά, αρκετές πηγές συμβουλεύτηκαν διαδικτυακά προβλήματα που αντιμετώπισαν άτομα που επαναπατρίστηκαν από γειτονικές χώρες από το 2017.
Ως εκ τούτου, συνάγεται ότι ο Αιτητής δεν εμπίπτει στις πρόνοιες του Περί Προσφύγων Νόμου άρθρο 19 (2) (α) και (β) για χορήγηση επικουρικής προστασίας λόγω θανατικής ποινής ή βασανιστηρίων ή εξευτελιστικής μεταχείρισης αντίστοιχα. Παράλληλα, σύμφωνα με τα παραπάνω δε διαφαίνεται να υπάρχει κίνδυνος να υποστεί ο Αιτητής σοβαρή βλάβη μόνο λόγω της παρουσίας του στο έδαφος της χώρας του σε συνδυασμό με το προφίλ του καθώς πρόκειται για μορφωμένο νεαρό υγιή άνδρα με υποστηρικτικό δίκτυο. Επομένως, δεν εμπίπτει ούτε στο άρθρο 19 (2) (γ), καθώς δεν παρατηρείται στο Burundi η ύπαρξη ένοπλης σύρραξης που θα έθετε τον Αιτητή σε κίνδυνο.
Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, σύμφωνα με το άρθρο 18(5) του Νόμου, εναπόκειται στον Aιτητή να τεκμηριώσει την αίτηση του για διεθνή προστασία και εν προκειμένω ο Αιτητής με τα όσα δήλωσε στη συνέντευξη του και που αναφέρθηκαν πιο πάνω και καταγράφονται στην έκθεση της αρμόδιας λειτουργού της Υπηρεσίας, ουδόλως τον ενέτασσαν στις περιπτώσεις της αναγκαιότητας παροχής του καθεστώτος της συμπληρωματικής προστασίας και εν προκειμένω ορθά κρίθηκε ότι δεν έχει αποδειχθεί οτιδήποτε εκ μέρους του Αιτητή που να στοιχειοθετεί τον ισχυρισμό του για βάσιμο φόβο ότι αυτός θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη.
Συμπερασματικά, δεν προκύπτει ότι θα υποστεί δίωξη σε περίπτωση επιστροφής του κι ως εκ τούτου δεν εμπίπτει στις πρόνοιες του άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου αλλά ούτε στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, αφού αυτός δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2).».
Πρώτος Λόγος Έφεσης:
Το δημοσίευμα στο οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε μέσω υποσημείωσης 2 (στη σελ. 10 της εφεσιβαλλόμενης απόφασης) και στο οποίο βασίστηκε για να διαπιστώσει ότι το δέντρο δεντροφύτευσης άρχισε το 2018 από την κυβέρνηση του Μπουρούντι όντως επιβεβαιώνει την πρωτόδικη διαπίστωση.
Με το να χαρακτηρίζει ο Εφεσείων τη δημοσιογραφική πηγή αμφιβόλου ποιότητας και με το να παραπέμπει σε άλλο δημοσίευμα το οποίο έθεσε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου (κατά το οποίο το συγκεκριμένο έργο δεντροφύτευσης άρχισε σε συγκεκριμένο Δημαρχείο κατά τον Δεκέμβριο του 2019) δεν επιτυγχάνει να αποδείξει -ως ο Εφεσείων βαρύνεται- πιθανολόγηση ουσιώδους πλάνης από πλευράς του πρωτόδικου Δικαστηρίου, στο πλαίσιο του ελέγχου ουσίας τον οποίο διεξήγαγε, ώστε να χωρεί περιθώριο παρέμβασής μας (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 41/2024 Μ.Α. ν. Δημοκρατίας, απόφαση Εφετείου ημερ. 29.5.2025).
Ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Δεύτερος Λόγος Έφεσης και τρίτος Λόγος Έφεσης:
Ως δικαστήριο ελέγχου ουσίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο δύναται να βασίσει την απόφασή του επί γεγονότων και ισχυρισμών του αιτητή διεθνούς προστασίας που δεν λήφθηκαν υπόψη από την Υπηρεσία Ασύλου κατά την έκδοση της δικής της απόφασης η οποία προσβάλλεται ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 26/2020 Δημοκρατίας ν. Singh, απόφαση Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου ημερ. 10.9.2024).
Στο πλαίσιο αυτό, το πρωτόδικο Δικαστήριο δύναται να προβαίνει σε δική του αυτεπάγγελτη έρευνα και να βασίζεται σε αυτήν, ιδίως ως προς τα σχετικά με τη χώρα καταγωγής. Δικαστικά ευρήματα στη βάση τέτοιων πηγών πληροφόρησης μπορούν να αμφισβητηθούν με δικονομικά παραδεκτό τρόπο ενώπιον του Εφετείου, π.χ. ως προς την αξιοπιστία των πηγών, το επίκαιρο ή/και την ορθότητά τους (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 36/2022 UZU v. Δημοκρατίας, απόφαση Εφετείου ημερ. 30.9.2024).
Για την επιτυχή αμφισβήτηση, δεν αρκεί ο Εφεσείων να αιτιάται το πρωτόδικο Δικαστήριο για τη διεξαγωγή της αυτεπάγγελτης έρευνας και να χαρακτηρίζει τις χρησιμοποιηθείσες πηγές ως αναξιόπιστες.
Ιδίως ως προς την υποσημείωση 2 (στη σελίδα 10 της εφεσιβαλλόμενης απόφασης), ήδη αναφέρθηκε στο πλαίσιο του πρώτου λόγου έφεσης ότι το δημοσίευμα το οποίο υπέβαλε ο Εφεσείων ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν στοιχειοθετεί πιθανολόγηση ουσιώδους πλάνης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, επειδή το τελευταίο βασίστηκε σε δική του πηγή την οποία εντόπισε με δική του έρευνα. Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Όμοια τύχη έχει και ο τρίτος λόγος έφεσης που επανέρχεται στο θέμα της αυτεπάγγελτης έρευνας την οποία διενήργησε το πρωτόδικο Δικαστήριο και ιδίως στο θέμα της αντιπαραβολής των δύο προρρηθέντων δημοσιευμάτων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εύλογα βασίστηκε στο δημοσίευμα το οποίο εντόπισε με δική του έρευνα και το οποίο ομιλεί περί της έναρξης του έργου στο Μπουρούντι γενικά από το 2018. Τα όσα ο Εφεσείων περί του αντιθέτου επικαλείται δεν είναι ικανά να στοιχειοθετήσουν το ενδεχόμενο ουσιώδους πλάνης.
Τέταρτος Λόγος Έφεσης:
Ο Εφεσείων αιτιάται το πρωτόδικο Δικαστήριο επειδή (αφότου κατέληξε ότι ο Εφεσείων δεν χρήζει χορήγησης ασύλου) βασίστηκε σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης για το Μπουρούντι για να καταλήξει ότι αυτό συνιστά ασφαλή χώρα καταγωγής για τον Εφεσείοντα, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να μην δικαιούται ούτε συμπληρωματική προστασία.
Κατά τον Εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέπεσε σε σφάλμα διότι-
(α) δεν είχε δικαιοδοσία να προβεί σε τέτοια έρευνα, χώρια που βασίστηκε σε αμφιβόλου προέλευσης πηγές,
(β) το Μπουρούντι δεν συναριθμείται στις ασφαλείς χώρες καταγωγής βάσει της ισχύουσας κανονιστικής ρύθμισης της Δημοκρατίας και
(γ) η πρωτόδικη κρίση αγνόησε ψηφίσματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τα οποία ο Εφεσείων υπέβαλε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και τα οποία δεικνύουν την επικίνδυνη κατάσταση που επικρατεί στο Μπουρούντι.
Καταρχάς, ως ήδη αναφέρθηκε στο πλαίσιο προηγηθέντος λόγου έφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να προβαίνει σε δική του έρευνα, χωρίς να υποχρεούται να περιορίζεται στα γεγονότα τα οποία του υποβάλλουν οι διάδικοι. Το να χαρακτηρίζονται οι εκ του πρωτόδικου Δικαστηρίου επικαλούμενες πηγές ως αμφιβόλου προέλευσης δεν αρκεί για να δικαιολογείται βάσιμα η παρέμβαση του Εφετείου επί της πρωτόδικης κρίσης.
Κατά την ενώπιόν μας ακρόαση, ο Εφεσείων έψεξε το πρωτόδικο Δικαστήριο επειδή -κατά την άποψή του- αυτό έκρινε το Μπουρούντι ασφαλή χώρα για τον ίδιο, βασιζόμενο σε δεδομένα περί περιστατικών βίας τα οποία συνίσταντο μόνο σε αριθμητική ανάλυσή τους. Δεν συμφωνούμε με τον Εφεσείοντα επί τούτου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη τον αριθμό (335) και τον χαρακτήρα των περιστατικών βίας (όπως και τον αριθμό των θανάτων που προέκυψαν: 229) τα οποία έλαβαν χώρα σε περίοδο ενός έτους (10.3.2022 – 10.3.2023) για να τα αντιπαραβάλει με τον πληθυσμό του Μπουρούντι (τουλάχιστον 12 εκατομμύρια). Επιπρόσθετα, το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη πληροφορίες κατά τις οποίες επαναπατρισθέντες δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα, όταν επιστρέφουν στο Μπουρούντι αεροπορικώς.
Με αυτόν τον τρόπο, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέδειξε -εμμέσως πλην σαφώς- τον μικρό (σε αναλογία) αριθμό των περιστατικών βίας για να αξιολογήσει -ως φαίνεται από το εν συνεχεία σκεπτικό του- κατά πόσο πληρούται οποιοδήποτε εκ των τριών κριτηρίων του Άρθρου 19(2) των περί Προσφύγων Νόμων, ώστε να δικαιολογείται η χορήγηση συμπληρωματικής προστασίας στον Εφεσείοντα, αποφαινόμενο αρνητικά ως προς τούτο.
Το Εφετείο θα είχε περιθώριο παρέμβασης επί της πρωτόδικης κρίσης αν ο Εφεσείων αποδείκνυε πιθανολόγηση ουσιώδους πλάνης, πλην όμως οι εξεφρασθείσες θέσεις του δεν αρκούν ως προς τούτο.
Επίσης, μόνο και μόνο επειδή το Μπουρούντι δεν συγκαταλέγεται στις χώρες τις οποίες ο Υπουργός Εσωτερικών (εφεξής «ο Υπουργός») με διάταγμά του (εκδοθέντος δυνάμει του Άρθρου 12Βτρις των περί Προσφύγων Νόμων) ορίζει ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας δεν σημαίνει άνευ ετέρου ότι η Υπηρεσία Ασύλου ή το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορούν να θεωρήσουν το Μπουρούντι ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας.
Η θέση του Εφεσείοντα βασίζεται στην εσφαλμένη αντίληψη ότι μόνο χώρες που απαριθμούνται στο διάταγμα μπορούν να θεωρηθούν ως ασφαλείς χώρες καταγωγής.
Πλην όμως, η δικαιοδοσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου να κρίνει τη χώρα ιθαγένειας του Εφεσείοντα ως ασφαλή ερείδεται στα κριτήρια που παρατίθενται στο Άρθρο 19 των περί Προσφύγων Νόμων για τη χορήγηση συμπληρωματικής προστασίας.
Συνάγεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εδύνατο να αξιολογήσει κατά πόσο ο Εφεσείων πληρούσε αυτά τα κριτήρια, χωρίς οι περί Προσφύγων Νόμοι να προβλέπουν ότι το γενικότερο εξ αυτών κριτήριο (το οποίο παρατίθεται στο Άρθρο 19(2)(γ) και το οποίο αναφέρεται σε αδιάκριτη άσκηση βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερική ένοπλης σύρραξης, η οποία συνεπάγεται σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου) πληρούται μόνο και μόνο επειδή η συναφής χώρα ιθαγενείας δεν περιλαμβάνεται στις χώρες που ορίζονται (κατά μαχητό τεκμήριο: Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 143/2023 Aguoha ν. Δημοκρατίας, απόφαση Εφετείου ημερ. 28.1.2025) ως ασφαλείς δυνάμει του Άρθρου 12Βτρις.
Δηλαδή, η συμπερίληψη της χώρας ιθαγένειας αιτητή διεθνούς προστασίας σε ισχύον διάταγμα εκδοθέν δυνάμει του Άρθρου 12Βτρις μπορεί να οδηγήσει στη διαπίστωση ότι το κριτήριο του Άρθρου 19(2)(γ) δεν πληρούται, όμως η μη συμπερίληψη της χώρας στο διάταγμα δεν εμποδίζει την Υπηρεσία Ασύλου ή το πρωτόδικο Δικαστήριο από το να καταλήξει ότι το άνω κριτήριο και πάλι δεν πληρούται, εφόσον η κατάληξη στοιχειοθετείται με άλλο τρόπο.
Το εύλογο της πρωτόδικης κρίσης δεν ανατρέπεται ούτε από τις κοινές προτάσεις ψηφίσματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τις οποίες ο Εφεσείων υπέβαλε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, καθώς μια κοινή πρόταση ψηφίσματος, σε αντίθεση με ένα ψήφισμα, δεν εκφράζει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Συνεπώς, δεν είναι ορθός ο ισχυρισμός του Εφεσείοντα πως το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη τις επίσημες αναφορές και τα ψηφίσματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Τέλος, ο Εφεσείων προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την Προσφυγή του επειδή είναι νέος, υγιής και με υποστηρικτικό δίκτυο στην πατρίδα του, θέση που συνιστά διάκριση σε βάρος του. Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω θέση του Εφεσείοντα, για τους εξής λόγους:
Το συναφές σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν το εξής:
«Ως εκ τούτου, συνάγεται ότι ο Αιτητής δεν εμπίπτει στις πρόνοιες του Περί Προσφύγων Νόμου άρθρο 19 (2) (α) και (β) για χορήγηση επικουρικής προστασίας λόγω θανατικής ποινής ή βασανιστηρίων ή εξευτελιστικής μεταχείρισης αντίστοιχα. Παράλληλα, σύμφωνα με τα παραπάνω δε διαφαίνεται να υπάρχει κίνδυνος να υποστεί ο Αιτητής σοβαρή βλάβη μόνο λόγω της παρουσίας του στο έδαφος της χώρας του σε συνδυασμό με το προφίλ του καθώς πρόκειται για μορφωμένο νεαρό υγιή άνδρα με υποστηρικτικό δίκτυο. Επομένως, δεν εμπίπτει ούτε στο άρθρο 19 (2) (γ), καθώς δεν παρατηρείται στο Burundi η ύπαρξη ένοπλης σύρραξης που θα έθετε τον Αιτητή σε κίνδυνο.».
Με το άνω σκεπτικό, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκρινε ότι ο Εφεσείων δεν χρήζει συμπληρωματικής προστασίας απλώς επειδή είναι νέος, υγιής και με υποστηρικτικό δίκτυο. Αυτό που το πρωτόδικο Δικαστήριο έπραξε -και ορθά- είναι να αξιολογήσει την εν προκειμένω εφαρμογή του Άρθρου 19(2)(γ) των περί Προσφύγων Νόμων, λαμβάνοντας υπόψη το προφίλ του αιτητή διεθνούς προστασίας ως απαιτεί η νομολογία (απόφαση ημερ. 9.11.2023 του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Υπόθεση C-125/22 Χ και Υ, σκέψεις 40-42).
Ενόψει των ανωτέρω, ο τέταρτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Πέμπτος Λόγος Έφεσης:
Ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι αυτός δεν χρήζει συμπληρωματικής προστασίας, βασιζόμενο επί της προσβαλλόμενης απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, παρότι την ακύρωσε.
Έχει ήδη αναφερθεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε την προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση επειδή διαπίστωσε έλλειψη δέουσας έρευνας και πλάνη περί τα πράγματα από πλευράς της Υπηρεσίας Ασύλου, όσον αφορά την ύπαρξη του στρατηγού και του πρώην στρατιωτικού.
Αυτά όμως τα δεδομένα αφορούν την εξέταση του κατά πόσο ο Εφεσείων έχρηζε χορήγησης ασύλου και όχι συμπληρωματικής προστασίας. Επιπλέον, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο Εφεσείων δεν χρήζει συμπληρωματικής προστασίας στη βάση των πορισμάτων δικής του έρευνας, χωρίς να βασίζεται ως προς τούτο στην προηγηθείσα συναφή κρίση της Υπηρεσίας Ασύλου.
Ενδεικτικό περί τούτου είναι το γεγονός ότι η ενδοϋπηρεσιακή έκθεση της Υπηρεσίας Ασύλου, στην οποία βασίστηκε η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση, εισηγείται ότι ο Εφεσείων δεν χρήζει συμπληρωματικής προστασίας χωρίς να παραθέσει οποιαδήποτε τεκμηρίωση ως προς τούτο. Συνάγεται ότι αβάσιμα ο Εφεσείων αιτιάται το πρωτόδικο Δικαστήριο για το ότι απέρριψε το ενδεχόμενο χορήγησης συμπληρωματικής προστασίας στη βάση της προηγηθείσας διοικητικής κρίσης.
Βάσει των προρρηθέντων, ο πέμπτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Υπόψιν ότι, κατά την ενώπιόν μας ακρόαση, ο Εφεσείων ισχυρίστηκε παράβαση του δικαιώματος ακρόασης, πλην όμως κρίνουμε ότι αυτός ο ισχυρισμός δεν εντάσσεται στις δικογραφημένους λόγους έφεσης και, για αυτό, απορρίπτεται ως δικονομικά απαράδεκτος. Ως γνωστόν, είναι δικονομικά ανεπίτρεπτη η προώθηση ισχυρισμού που δεν περιλαμβάνεται στους λόγους έφεσης (Έφεση κατά Απόφαση Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 81/2017 ALPHA PANARETI GOLF CLUB LTD ν. Δημοκρατίας, απόφαση Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου, ημερ. 25.1.2024).
Εν πάση περιπτώσει, έχουμε την άποψη ότι ο Εφεσείων είχε την ευκαιρία να προβάλει τις θέσεις του τόσο ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου όσο και ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το ότι δεν έγινε πιστευτός ως προς τον φόβο δίωξης τον οποίο ισχυρίστηκε είναι εντελώς διαφορετικό θέμα.
Έκτος Λόγος Έφεσης:
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τον Εφεσείοντα αναξιόπιστο, κρίνοντας ότι αυτός δεν χρήζει της χορήγησης ασύλου, επειδή (μεταξύ άλλων) απέρριψε συγκεκριμένα έγγραφα τα οποία ο Εφεσείων υπέβαλε ενώπιόν του. Πρόκειται για κατ’ ισχυρισμό κλήσεις ημερ. 25.8.2020 και 1.9.2020 του Εφεσείοντα από τη Δικαστική Αστυνομία του Μπουρούντι οι οποίες δεν ικανοποίησαν το πρωτόδικο Δικαστήριο για δύο λόγους:
(α) η γνησιότητά τους δεν προκύπτει από πουθενά·
(β) αυτές οι κλήσεις δεν συνδέονται με το περιστατικό της δεντροφύτευσης στο οποίο ο Εφεσείων στήριξε την αίτηση διεθνούς προστασίας, καθότι αφορούν συκοφάντηση του αρχηγού του επιτελείου και του στρατού του Μπουρούντι και συμμετοχή στις εξεγέρσεις του 2015.
Ο έκτος λόγος έφεσης αμφισβητεί την πρωτόδικη κρίση ως προς τη γνησιότητα των εγγράφων. Εντούτοις, με το να διαφωνεί απλώς ο Εφεσείων για την πρωτόδικη κρίση περί αμφιβόλου γνησιότητας των (φερόμενων ως) δικαστικών κλήσεων δεν αρκεί για να παρέμβουμε επί της συναφούς πρωτόδικης κρίσης.
Ακόμα και αν μας έπειθε περί τούτου, δεν εφεσιβάλλεται η πρωτόδικη κρίση περί αλυσιτέλειας των εγγράφων με τα εκ του Εφεσείοντα επικαλούμενα περιστατικά προς στοιχειοθέτηση φόβου δίωξης, οπότε το όλο θέμα καθίσταται ακαδημαϊκό.
Βάσει των ανωτέρω, ο έκτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Καταληκτική κρίση του Δικαστηρίου:
Η έφεση απορρίπτεται και επικυρώνεται η πρωτόδικη απόφαση ημερ. 24.5.2023 επί της Προσφυγής Αρ. 672/2022.
Ακολουθώντας την πρωτόδικη προσέγγιση και λαμβάνοντας ιδίως υπόψη την εκ του πρωτόδικου Δικαστηρίου ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου αλλά και το γεγονός ότι ο Εφεσείων τελεί υπό κράτηση βάσει διοικητικού διατάγματος, κρίνουμε ορθό και δίκαιο να μην επιδικάσουμε κατ’ έφεση έξοδα υπέρ της Εφεσίβλητης και κατά του Εφεσείοντα.
Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.
Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο