P. E. G. v. M. M. M., Έφεση Αρ.: 7/2023, 14/7/2025
print
Τίτλος:
P. E. G. v. M. M. M., Έφεση Αρ.: 7/2023, 14/7/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Έφεση Αρ.: 7/2023)

(i-justice)

 

14 Ιουλίου, 2025

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στές]

 

P. E. G.,

Εφεσείοντας,

v.

 

M. M. M.

Εφεσίβλητη.

 

____________________

 

Ρ. Βραχίμης για κ.κ. Ρ. Βραχίμης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείοντα.

Β. Χριστοφόρου (κα) για κ.κ. Γ. Ζ. Γεωργίου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσίβλητη.

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας έφεσης αποτελεί η απόφαση Οικογενειακού Δικαστηρίου – στο εξής το πρωτόδικο Δικαστήριο – με την οποία ο εφεσείοντας διατάχθηκε να πληρώνει, από 01.10.2023, προς την εφεσίβλητη, το ποσό των €250,00 μηνιαίως, ως συνεισφορά του για τη διατροφή και συντήρηση του ανήλικου τέκνου τους.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στην εν λόγω απόφαση κατόπιν εκδίκασης της υπόθεσης, η οποία έχει χαρακτήρα ταχείας εκδίκασης αφού, πρώτα, καθόρισε το ποσό των €672,00 ως το συνολικό μηνιαίο ποσό για την κάλυψη των εξόδων διατροφής και συντήρησης του ανήλικου παιδιού των διαδίκων, και στη συνέχεια έλαβε υπόψη του την εισοδηματική ικανότητα των τελευταίων, ήτοι €1.920,00 μηνιαίως για τον εφεσείοντα και €2.550,00 μηνιαίως για την εφεσίβλητη. 

 

Ο εφεσείοντας, διαφωνώντας με την προαναφερόμενη, πρωτόδικη, απόφαση, καταχώρισε την παρούσα έφεση και με δύο λόγους έφεσης αμφισβητεί την ορθότητα της.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης, ο εφεσείοντας, ισχυρίζεται ότι λανθασμένα αποφασίστηκε πως αυτός όφειλε να δικογραφήσει, στην υπεράσπιση του, την ύπαρξη διατάγματος γονικής μέριμνας, αφού αυτός με το δικόγραφο του αρνήθηκε τους ισχυρισμούς της εφεσίβλητης, περί του ύψους των αναγκών του ανηλίκου, και την κάλεσε σε αυστηρή απόδειξη των ισχυρισμών της, προβάλλοντας τη θέση ότι από τη διάσταση συμφώνησαν με την εφεσίβλητη να καταβάλλουν εξ ημισείας για όλα τα έξοδα του παιδιού, υποχρέωση που αυτός τηρεί.  Λανθασμένα, επίσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως ήταν αναμενόμενο να γίνει τροποποίηση της υπεράσπισής του, καθ’ ότι αυτός δεν είχε το βάρος να αποδείξει τον τρόπο με τον οποίο συνεισέφερε εξ ημισείας για τη διατροφή του ανήλικου τέκνου του, στο δε δικόγραφο του ισχυρίστηκε ότι συμβάλλει εξ ημισείας και με τη μαρτυρία του εξήγησε τον τρόπο με τον οποίο συνεισέφερε, αναφερόμενος και σε διάταγμα με το οποίο μοιράζεται τον χρόνο φροντίδας του ανήλικου με την εφεσίβλητη.  Παραπονείται, επίσης, ο εφεσείοντας, πως το πρωτόδικο Δικαστήριο αντέστρεψε το βάρος απόδειξης και έθεσε βάρος σ’ αυτόν να αποδείξει ότι συνεισφέρει εξ ίσου με την εφεσίβλητη και/ή ότι ξοδεύει εξίσου χρόνο με αυτήν.  Εν πάση περιπτώσει, η θέση του είναι πως η εφεσίβλητη δεν προσέφερε πειστική μαρτυρία προς απόδειξη του ισχυρισμού της ότι έχει την κύρια φροντίδα του ανήλικου ή πως περνά περισσότερο χρόνο μαζί του, και άρα, εξαιτίας αυτού του γεγονότος, επωμίζεται και περισσότερα έξοδα. 

 

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, ο εφεσείοντας, θεωρεί ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα έκρινε ότι η εφεσίβλητη απέδειξε την αίτηση της και στη συνέχεια εξέδωσε το διάταγμα εναντίον του για το ποσό των €250,00 μηνιαίως.  Το σφάλμα οφείλεται, κατά τον εφεσείοντα, στους λόγους που προωθεί με τον πρώτο λόγο έφεσης, θεωρώντας ότι τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου πλήττονται δια της παρούσας έφεσης.

 

Ως καθίσταται αντιληπτό, οι δύο λόγοι έφεσης είναι μεταξύ τους συνυφασμένοι, ως εκ τούτου, δικαιολογείται η συνεξέταση τους.  Προς τούτο έχουμε διέλθει το περιεχόμενο και την αιτιολογία τους, αλλά και τα περιγράμματα αγόρευσης των ευπαίδευτων συνηγόρων των διαδίκων, οι οποίοι αναπτύσσουν τις θέσεις και την επιχειρηματολογία τους προς υποστήριξη της εκδοχής τους, γενικότερα, αλλά και ειδικότερα όσον αφορά επιμέρους ισχυρισμούς.

 

Έχουμε εξετάσει και αξιολογήσει καθετί που προωθήθηκε ενώπιον μας, είτε με αναφορά στα γεγονότα, είτε στον νόμο και τη νομολογία. Οφείλουμε να επισημάνουμε, αναφορικά με τις θέσεις του εφεσείοντα, άμεσα συνυφασμένες και με τους δύο λόγους έφεσης, τα πιο κάτω και, εις απάντηση αυτών, να τοποθετηθούμε ως ακολούθως:

 

Στην υπεράσπιση του, ο εφεσείοντας, ενώ όντως αμφισβητεί το ύψος του ποσού των αναγκών του ανήλικου τέκνου του και ισχυρίζεται ότι καταβάλλει εξ ημισείας με την εφεσίβλητη για τα έξοδα του, δεν πρόβαλε ισχυρισμό περί του ότι αυτός περνά τον μισό χρόνο μαζί με τον ανήλικο.  Αυτό, όμως, ήταν και το αναγκαίο δικογραφικό υπόβαθρο για να νομιμοποιείται να στοιχειοθετήσει τη θέση του, την οποία τώρα προωθεί, ότι δεν ήταν ορθό να διαταχθεί να καταβάλλει οποιοδήποτε ποσό. Η εφεσίβλητη, στο δικόγραφο της, ισχυρίστηκε ότι έχει το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης για τη φροντίδα, ανατροφή, διαπαιδαγώγηση και φύλαξη του ανήλικου, δίδοντας πλήρεις λεπτομέρειες, τις οποίες το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε, κατέληξε, ως προς τις ανάγκες του ανηλίκου, στο συνολικό ποσό των €672.00 μηνιαίως.  Η άρνηση, βέβαια, του εν λόγω ισχυρισμού, χωρίς προβολή, δικογραφικά, περί του ότι ο εφεσείοντας περνά με το παιδί όσο χρόνο περνά και η εφεσίβλητη, δεν επέτρεπε την αποδοχή της ανάλογης μαρτυρίας που προώθησε ο εφεσείοντας. Άλλωστε, δεν έχει γίνει, στο δικόγραφό του, αναφορά σε τελικό διάταγμα ρύθμισης της επικοινωνίας, του οποίου βέβαια, η προσκόμιση και μόνο δεν θα αποδείκνυε ότι όντως περνά ίσο χρόνο με το παιδί.  Χρειαζόταν και μαρτυρία ότι τέτοιο διάταγμα εφαρμόζεται αλλά και πως αυτός, όντως, καταβάλλει το ½ των εξόδων του παιδιού. Ό,τι επέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι, ουσιαστικά, πως δεν υπήρχε δικογραφημένος ισχυρισμός περί του ότι ο εφεσείοντας περνούσε ίσο χρόνο με το παιδί, όσο και η εφεσίβλητη, και πως εξαιτίας αυτού δεν όφειλε να πληρώνει οποιοδήποτε ποσό. Ως θα διαφανεί στη συνέχεια, άλλη ήταν η δικογραφημένη θέση του εφεσείοντα ως προς το ποσό της συνεισφοράς του.  Εν πάση, όμως, περιπτώσει, και επί της ουσίας, ακόμη και στο στάδιο της μαρτυρίας του, ο εφεσείοντας δεν έδωσε, ως προκύπτει, με λεπτομέρειες τα ποσά που πληρώνει για το ανήλικο τέκνο του, ως προς τα αναγκαία του έξοδα, αφού κάποια εκ των κονδυλίων που ανέφερε ότι πληρώνει, πέραν του ότι δεν είναι σε μηνιαία βάση, δεν εντάσσονται ασυζητητί στις βασικές ανάγκες του ανηλίκου, χωρίς βέβαια, αν ο εφεσείοντας έχει την οικονομική ευχέρεια, να εμποδίζεται να αγοράζει στον ανήλικο υιό του, όπως έπραξε ήδη, ποδήλατα, πατίνια και ηλεκτρικό αυτοκίνητο (παιχνίδι) ή ακόμη ότι από τον Ιούνιο του 2023 του δίνει €5,00 την εβδομάδα για τον κουμπαρά του. Συνεπώς, ορθά κρίθηκε πρωτόδικα, ότι, εφόσον δεν δικογραφήθηκε τέτοιος ισχυρισμός, η σχετική με αυτόν μαρτυρία του εφεσείοντα δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη. Εξάλλου, σύμφωνα με τη μαρτυρία του εφεσείοντα, το τελικό διάταγμα, στο οποίο αναφέρθηκε, εκδόθηκε τον Μάιο του 2023, συνεπώς, μετά την καταχώριση της υπεράσπισής του, που έγινε στις 09.05.2022, οπότε, μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμα που του παρεχόταν, μέσα από τις πρόνοιες της Δ.23 Κ.2 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και να καταχωρούσε, με άδεια του Δικαστηρίου, δικόγραφο Περαιτέρω Υπεράσπισης, και να δικογραφήσει τέτοια σημαντική θέση ως προς τα επίδικα ζητήματα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα ότι το συνολικό μηνιαίο ποσό για τα έξοδα κάλυψης του ανήλικου τέκνου των διαδίκων ανέρχεται στο ποσό των €672,00 μηνιαίως.  Επισημαίνεται ότι το εν λόγω εύρημα δεν εφεσιβάλλεται.

 

Παρά το γεγονός ότι ο εφεσείοντας πρόβαλε τον ισχυρισμό πως καταβάλλει εξ ημισείας για τα έξοδα διατροφής του ανήλικου τέκνου του, εν τέλει, ως εξάγεται αβίαστα με το εκκαλούμενο διάταγμα του Δικαστηρίου, αυτός διατάσσεται να καταβάλλει μικρότερο ποσό από το ήμισυ του ποσού που καθόρισε το πρωτόδικο Δικαστήριο για τα συνολικά μηνιαία έξοδα, συνεπώς, δεν παρέχονται περιθώρια για παράπονα ή αίσθημα αδικίας.  Αν, βέβαια, το παράπονο του επεκτείνεται στο ότι επιθυμούσε να καταβάλλει ο ίδιος το ποσό για τα έξοδα απ’ ευθείας στον ανήλικο με αγορές ή πληρωμές δικές του και όχι μέσω της εφεσίβλητης, υπενθυμίζεται ότι ο λόγος που η τελευταία αποτάθηκε στο Δικαστήριο ήταν επειδή, ως προέβαλε στην Αίτηση της και υποστήριξε με την ένορκη δήλωση της, ο εφεσείοντας θεωρούσε υπερβολικά τα ποσά που του ζητούσε κάθε φορά για τη διατροφή του ανήλικου τέκνου τους, κατέβαλλε δε μόνο περιοδικά όποιο ποσό επιθυμούσε και κατόπιν «πίεσης» της. Οπότε, θεωρούμε πως με τη ρύθμιση του θέματος, μέσω του εκκαλούμενου διατάγματος, αφ’ ενός, δεν προκαλείται κάποια αδικία στον εφεσείοντα, αφετέρου, η πληρωμή του ποσού των €250,00 σε μηνιαία βάση εξυπηρετεί καλύτερα το συμφέρον του παιδιού.  Επιπρόσθετα, παρατηρούμε ότι ο εφεσείοντας, στην υπεράσπιση του, πρόβαλε τη θέση ότι δεν μπορούσε να συνεισφέρει πέραν των €250,00 μηνιαίως για τη διατροφή και συντήρηση του ανήλικου τέκνου του. Αυτό είναι που διέταξε και το πρωτόδικο Δικαστήριο. Παρεμβάλλουμε δε να υποδείξουμε ότι η εν λόγω θέση του εφεσείοντα, στην υπεράσπιση του, ήταν συνυφασμένη και με άλλον δικογραφημένο ισχυρισμό του, και δη ότι τα εισοδήματα του ήταν €1.600,00 μηνιαίως, ενώ στη μαρτυρία του κατέθεσε ότι ήταν €1.920,00 μηνιαίως. Άρα υπήρχε μεγαλύτερη εισοδηματική ικανότητα. Συνεπώς, καταλήγουμε ότι δεν υπάρχει έρεισμα για αποδοχή του παραπόνου του εφεσείοντα. Εν πάση περιπτώσει, ουδείς τον εμποδίζει, αν επιθυμεί και έχει τη δυνατότητα να αγοράζει οτιδήποτε απ’ ευθείας, για τον ανήλικο, να το πράττει.

 

Το ότι ο εφεσείοντας, πρωτοδίκως, ισχυρίστηκε πως στη βάση συμφωνίας κατέβαλλε το ήμισυ των εξόδων της διατροφής του ανήλικου, ασφαλώς, δεν αποτελούσε εμπόδιο για προσφυγή, εκ μέρους της εφεσίβλητης, προς καθορισμό, από το Δικαστήριο, ενός ρυθμιστικού πλαισίου.  Εν πάση περιπτώσει, ως διαφαίνεται, η εφεσίβλητη είχε αντίθετη θέση και το Δικαστήριο την αποδέχθηκε, χωρίς να εφεσιβάλλεται το θέμα της αξιοπιστίας της. 

 

Τέλος, υπό τις περιστάσεις και δεδομένα που τέθηκαν ενώπιον μας, δεν θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αντέστρεψε το βάρος απόδειξης, ως είναι η θέση του εφεσείοντα, την  οποία απορρίπτουμε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε σε ορθή αξιολόγηση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του γραπτώς, αφού ουδείς εκ των διαδίκων άσκησε το δικαίωμα αντεξέτασης προκειμένου να αμφισβητήσει ουσιώδεις πτυχές της μαρτυρίας. Τα ουσιώδη ευρήματα του Δικαστηρίου δεν εφεσιβλήθηκαν. Στη βάση αυτών κρίνουμε ορθό και το τελικό του συμπέρασμα.

 

Επειδή μεγάλο μέρος του παραπόνου του εφεσείοντα προωθείται με τη θέση του ότι το ανήλικο τέκνο, των διαδίκων, περνά τον ίδιο χρόνο και με τους δύο γονείς, επιθυμούμε να επισημάνουμε ότι, ανεξάρτητα των όσων έχουμε ήδη αποφασίσει, ένα τέτοιο γεγονός δεν οδηγεί άνευ ετέρου σε συμπέρασμα πως δεν είναι επιτρεπτή η έκδοση διατάγματος, για συνεισφορά, εναντίον του ενός ή του άλλου γονέα. Παρεμβάλλουν πολλοί παράγοντες και περιστάσεις οι οποίες αξιολογούνται και δεν αποκλείεται, βέβαια, να κριθεί ορθό να μην εκδοθεί διαταγή για συνεισφορά και διατροφή ανηλίκου. Δεν ήταν, όμως, αυτή η περίπτωση ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.     

 

Επομένως, δεδομένων των προαναφερόμενων και ειδικότερα της μη αμφισβήτησης, με λόγο έφεσης, των ευρημάτων που αφορούν στο ύψος των αναγκών του ανήλικου και στο ποσό της εισοδηματικής ικανότητας των διαδίκων, κρίνουμε εύλογο και ορθό το συμπέρασμα για καταβολή, εκ μέρους του εφεσείοντα, ποσού €250,00 μηνιαίως, ως συνεισφορά στα έξοδα διατροφής και συντήρησης του ανήλικου τέκνου των διαδίκων, αφού, ως αναφέρθηκε στην εκκαλούμενη απόφαση, λήφθηκε υπόψη ότι ο εφεσείοντας «ξοδεύει κάποια ποσά» στο πλαίσιο της άσκησης της επικοινωνίας του με το παιδί.

 

Συνακόλουθα όλων των πιο πάνω εξηγήσεων, κρίνουμε αβάσιμους και τους δύο λόγους έφεσης.

 

Ως εκ τούτου, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.  Η εκκαλούμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

Επιδικάζονται έξοδα της παρούσας έφεσης ύψους €1.100,00 πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, προς όφελος της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα.

 

 

                                                                             Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

 

 

 

                                                                             Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

 

 

                                                                             Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο