
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. 72/2018)
2 Ιουλίου 2025
[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]
[ΤΟΥΜΑΖΗ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]
ΠΟΛΥΔΩΡΟΥ ΒΙΚΤΩΡΙΑ
Εφεσείουσα/Ενάγουσα
v.
CYPRUS PREMIUM AUTOMOBILES LTD
Εφεσίβλητης/Εναγομένης
-----------------------------
Κωνσταντής Καντούνας, για την Εφεσείουσα.
Λ. Πατσαλίδου (κα) για Βελάρης & Βελάρης Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Στυλιανίδου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας απέρριψε την αγωγή της εφεσείουσας εναντίον της εφεσίβλητης για αποζημιώσεις, συνεπεία παράβασης του σιωπηρού όρου αναφορικά με την ποιότητα ή την καταλληλότητα αγαθών, ο οποίος προβλέπεται δυνάμει του Άρθρου 16 του Περί Πωλήσεως Αγαθών Νόμου του 1994 (Ν. 10(Ι)/1994), όπως τροποποιήθηκε.
Η αγωγή αφορούσε το καινούργιο όχημα τύπου Land Rover, το οποίο αγόρασε η εφεσείουσα από την εφεσίβλητη, έναντι του ποσού των Λ.Κ.19.500, κατά το έτος 2002. Το Δικαστήριο προέβη σε εύρημα ότι σχεδόν τρία χρόνια μετά την παράδοση του οχήματος, και αφού το όχημα διένυσε περί τα 30.000 χλμ., ο δείκτης ή ένδειξη καυσίμων δεν παρουσίαζε την ορθή ποσότητα, με αποτέλεσμα το όχημα να μείνει περί τις 10 φορές στον δρόμο, λόγω έλλειψης καυσίμων.
Έκρινε ότι δεν υπήρξε η προβαλλόμενη παραβίαση ουσιώδους όρου ως προς την ποιότητα ή καταλληλότητα του οχήματος, με το πιο κάτω σκεπτικό.
Εφαρμόζοντας τις αρχές που καθορίστηκαν στην υπόθεση Bernstein v. Pamson Motors (Colders Green) Ltd (1987) 2 All ER 220, έκρινε ότι το συγκεκριμένο πρόβλημα δεν καθιστούσε ανέφικτη την οδήγηση του οχήματος με ασφάλεια, ούτε προέκυψε από τη μαρτυρία ότι αυτό προκάλεσε οποιοδήποτε άλλο και/ή παρεμφερές πρόβλημα στο όχημα ή στη λειτουργία του. Επίσης, εφαρμόζοντας τα κριτήρια τα οποία προβλέπονται στο Άρθρο 16(4) του Νόμου, κατέληξε ότι δεν είχε διαφανεί ότι το συγκεκριμένο πρόβλημα επηρέασε την ασφάλεια ή ανθεκτικότητα του οχήματος. Αποφάσισε ότι η χρήση του οχήματος για σχεδόν τρία χρόνια μέχρι την ημέρα που παρουσιάστηκε το εν λόγω πρόβλημα, μέχρι και την εκδίκαση της αγωγής, δεικνύει ότι ούτε η καταλληλότητα του είχε επηρεαστεί με οποιοδήποτε τρόπο.
Επισήμανε ότι το συγκεκριμένο πρόβλημα δεν επιδιορθώθηκε παρά τις, προς τούτο, προσπάθειες της εφεσίβλητης, έκρινε ωστόσο, ότι το στοιχείο αυτό από μόνο του και στην απουσία όλων των υπόλοιπων παραγόντων που καθορίζει η απόφαση Bernstein, ανωτέρω, και το Άρθρο 16(4) του Νόμου, δεν μπορούσε να καταστήσει το όχημα ως μη αποδεκτής ποιότητας.
Η κατάληξη του Δικαστηρίου προσβάλλεται με τον πρώτο και δεύτερο λόγο έφεσης. Ουσιαστικά υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένα τον Νόμο και την αγγλική νομολογία επί των ευρημάτων του.
Παραθέτουμε πιο κάτω το Άρθρο 16 του Νόμου, στον βαθμό που είναι σχετικό με την παρούσα υπόθεση:
«Σιωπηροί ουσιώδεις όροι αναφορικά με την ποιότητα ή την καταλληλότητα των αγαθών
16.-(1) Εκτός όπως προνοείται στο άρθρο αυτό και στο άρθρο 17 και τηρουμένων των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου νόμου, δεν υπάρχει σιωπηρός ουσιώδης όρος ή σιωπηρή εγγυητική διαβεβαίωση αναφορικά με την ποιότητα ή την καταλληλότητα, για οποιοδήποτε ειδικό σκοπό, των αγαθών που προμηθεύονται δυνάμει σύμβασης πώλησης.
(2) Όταν ο πωλητής πωλεί αγαθά κατά τη διεξαγωγή των εργασιών του, υπάρχει σιωπηρός ουσιώδης όρος ότι τα αγαθά τα οποία προμηθεύει δυνάμει της σύμβασης είναι αποδεκτής ποιότητας.
(3) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, αγαθά είναι αποδεκτής ποιότητας, αν ανταποκρίνονται στο επίπεδο το οποίο κάποιο λογικό πρόσωπο θα θεωρούσε ως αποδεκτό, αφού ληφθεί υπόψη οποιαδήποτε περιγραφή των αγαθών, η τιμή (εφόσο είναι σχετική) και κάθε άλλης συναφής περίσταση.
(4) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, η ποιότητα των αγαθών περιλαμβάνει την κατάσταση τους, τα ακόλουθα δε (μεταξύ άλλων) αποτελούν σε κατάλληλες περιπτώσεις παράγοντες συναφείς με την ποιότητα των αγαθών, δηλαδή-
(α) Η καταλληλότητα για όλους τους σκοπούς για τους οποίους τα αγαθά του συγκεκριμένου είδους συνήθως προμηθεύονται,
(β) η εμφάνιση και η τελική επεξεργασία,
(γ) η ανυπαρξία μικροελαττωμάτων,
(δ) η ασφάλεια,
(ε) η ανθεκτικότητα,
Για τους σκοπούς του εδαφίου αυτού “ανθεκτικότητα” σημαίνει εύλογη αντοχή στο χρόνο και τη χρήση και περιλαμβάνει, όπου απαιτείται, τη διαθεσιμότητα ανταλλακτικών και ειδικευμένων τεχνικών για τη διασφάλιση της.»
(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο)
Σημειώνουμε ότι το Άρθρο 16 του Νόμου, αντικατοπτρίζει αντίστοιχη τροποποίηση του αγγλικού Sale of Goods Act 1979. Στην απόφαση Bernstein, στην οποία βασίσθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, λέχθηκαν τα εξής σε σχέση με τον όρο «merchantable quality» ο οποίος απαντάτο στον αγγλικό Sale of Goods Act, πριν την εν λόγω τροποποίηση του 1979:
«When determining whether any particular defect or feature rendered a new car unmerchantable, the court had to consider:
a) Whether the car was capable οf being driven in safety
b) The ease or otherwise with which the defect could be remedied
c) Whether the defect was of such kind that it was capable of being satisfactorily repaired as to produce a result as good as new, taking into account not only the parts at the site of the defect but also any other potential damage.
d) Whether there was a succession of minor defects to be taken into consideration, and
e) In appropriate cases, any cosmetic factors. »
Επισημαίνουμε πρώτα, ότι εν προκειμένω, η αξίωση της εφεσείουσας βασίζεται στο Άρθρο 60 του Νόμου, εφόσον επέλεξε να θεωρήσει την παράβαση την οποία επικαλείται ως παράβαση εγγυητικής διαβεβαίωσης (breach of warranty) και να εναγάγει τον πωλητή για αποζημιώσεις για αυτή την παράβαση. Σημειώνεται ότι η εφεσείουσα δεν επιχείρησε να τερματίσει τη συμφωνία πώλησης, λόγω παράβασης ουσιώδους όρου. Η παράμετρος αυτή, διαφοροποιεί την παρούσα, εν μέρει, από την υπόθεση Bernstein, ανωτέρω, επειδή εκεί, ο αγοραστής επέλεξε να τερματίσει τη συμφωνία πώλησης, οπότε και ο παράγοντας του χρόνου, είχε μια διαφορετική σημασία και διάσταση.
Είμαστε της άποψης ότι στην παρούσα υπόθεση, τυγχάνουν εφαρμογής τα νομολογηθέντα στην απόφαση του αγγλικού Court of Appeal στην υπόθεση Rogers v Parish (Scarborough) Ltd. [1987] Q.B. 933, στην οποία το επίδικο όχημα ήταν τύπου Range Rover, αγορασθέν για ποσό πέραν των £16.000, το έτος 1981. Ο αγοραστής βασίστηκε σε παράβαση του ουσιώδους όρους περί «merchantable quality» (εμπορεύσιμης ποιότητας) και ο τερματισμός της σύμβασης από πλευράς του, έγινε αποδεκτός από το αγγλικό Εφετείο με το πιο κάτω σκεπτικό:
"Starting with the purpose for which 'goods of that kind' are commonly bought, one would include in respect of any passenger vehicle not merely the buyer's purpose of driving the car from one place to another but of doing so with the appropriate degree of comfort, ease of handling and reliability and, one might add, of pride in the vehicle's outward and interior appearance. What is the appropriate degree and what relative weight is to be attached to one characteristic of the car rather than another will depend on the market at which the car is aimed.To identify the relevant expectation one must look at the factors listed in the subsection. The first is the description applied to the goods. In the present case the vehicle was sold as new. Deficiencies which might be acceptable in a secondhand vehicle were not to be expected in one purchased as new. Next, the description of 'Range Rover' would conjure up a particular set of expectations, not the same as those relating to an ordinary saloon car, as to the balance between performance, handling, comfort and resilience. The factor of price was also significant. At more than £14,000 this vehicle was, if not at the top end of the scale, well above the level of the ordinary family saloon. The buyer was entitled to value for his money."
(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο)
Η υπόθεση Rogers, ανωτέρω, αποφασίστηκε πριν τη ρητή συμπερίληψη του παράγοντα της ανθεκτικότητας στις τροποποιημένες, πλέον νομοθεσίες περί Πωλήσεως Αγαθών, τόσο στην Αγγλία όσο και στην Κύπρο. Εντούτοις, αναδεικνύει τη σημασία του παράγοντα αυτού, σε συνάρτηση και με τις άλλες ιδιαιτερότητες των περιπτώσεων αγοράς καινούργιου αυτοκινήτου, σε αρκετά υψηλή τιμή.
Είμαστε, επομένως, της άποψης ότι υπό τις περιστάσεις της παρούσας, θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη ο παράγοντας της ανθεκτικότητας, ο οποίος προβλέπεται ρητώς στο Άρθρο 16(4) του Νόμου.
Παραπέμπουμε συναφώς, στο σύγγραμμα Benjamin’s Sale of Goods, Volume 1, Sweet & Maxwell, Twelfth Edition, στη σελίδα 587, στον σχολιασμό της αντίστοιχης πρόνοιας στον αγγλικό Νόμο.
«Durability is an aspect of quality: goods are not of satisfactory quality unless they are capable of enduring for a period reasonable in the circumstances, and the fact that they seriously deteriorate or (for example) break down during such a period is evidence that they were not of a satisfactory quality rather than a breach of itself. This can be an important point in many consumer disputes, and hence a specific reference to durability was included in the guidelines…Most goods will be subject to wear and tear over a period of use, but the degree and rate of this will reasonably be expected to vary widely across different components and this must be taken into account when assessing whether the durability of the goods is acceptable. »
Στο εν λόγω σύγγραμμα σημειώνεται επίσης, ότι η έκταση της αναμενόμενης εγγενούς ανθεκτικότητας, εξαρτάται από αριθμό παραγόντων, μεταξύ των οποίων είναι και η τιμή του αγαθού.
Ένας επιπρόσθετος παράγοντας ο οποίος έπρεπε να ληφθεί υπόψη στην παρούσα υπόθεση, αποτελεί το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι το όχημα μεταφέρθηκε επανειλημμένα στο συνεργείο της εφεσίβλητης, η οποία κατέβαλε προσπάθειες επιδιόρθωσης του προβλήματος, χωρίς όμως αυτό να καταστεί εφικτό.
Ως προς τη συνάφεια της δυνατότητας επιδιόρθωσης με το ζήτημα της αποδεκτής ποιότητας, στην Bernstein, ανωτέρω, λέχθηκαν τα εξής σε σχέση με την «εμπορεύσιμη ποιότητα», ειδικά στην περίπτωση καινούργιου αυτοκινήτου:
«Undoubtedly, however, the buyer of a new car is entitled to something more, how much more depending on the various considerations of description, price and all other relevant circumstances.
I turn, therefore, to additional considerations which are likely to be material, though not necessarily in their order of importance.
First, there is the ease or otherwise with which the defect may be remedied, or, to put the matter another way, the intractability of the defect. Some faults in a car prove particularly difficult to trace and rectify, but keep manifesting themselves in some way or another…Such a defect or defects may not be particularly serious in individual manifestations, but nevertheless, can by reason of their intractability, render a car unmerchantable in appropriate cases. »
Εν όψει των ανωτέρω, κατά την άποψή μας, εν προκειμένω, ένας επιπρόσθετος παράγοντας, ο οποίος στην παρούσα υπόθεση δεικνύει την ακαταλληλότητα της ποιότητας του επίδικου οχήματος, αποτελεί το γεγονός ότι παρά τις προσπάθειες της εφεσίβλητης, το επίδικο ελάττωμα ουδέποτε διορθώθηκε.
Επισημαίνεται επίσης, στο εν λόγω σύγγραμμα και η ιδιαιτερότητα που προσλαμβάνει ο παράγοντας του χρόνου, σε περίπτωση που τίθεται ζήτημα ανθεκτικότητας, εφόσον η έλλειψή της μπορεί να πάρει κάποιο χρόνο για να παρουσιαστεί. Εξ ου και στη σελίδα 596 του εν λόγω συγγράμματος, επισημαίνεται, με αναφορά σε αγγλική νομολογία, ότι εάν και γενικώς η καταλληλότητα, κρίνεται σε σχέση με τον χρόνο παράδοσης του αγαθού, ανάλογα με τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης, μπορεί να υπάρξει διαφοροποίηση από την επικρατούσα θέση.
Κατά την άποψή μας, εξ ορισμού, η έλλειψη ανθεκτικότητας απαιτεί κάποιο χρόνο να παρουσιαστεί.
Εν όψει όλων των πιο πάνω, στην παρούσα υπόθεση, θεωρούμε ότι η αξία του οχήματος, μαζί με το γεγονός ότι δεν κατέστη εφικτή η επιδιόρθωσή του, συνηγορούν υπέρ της κατάληξης ότι το όχημα δεν πληρούσε το εν λόγω κριτήριο, παρά τον χρόνο που παρήλθε, μέχρι να παρουσιαστεί το πρόβλημα. Είμαστε της άποψης ότι, κάποιο λογικό πρόσωπο δεν θα θεωρούσε ως αποδεκτής ποιότητας το επίδικο όχημα, αφού ληφθεί υπόψη η περιγραφή του και η τιμή του, βάσει του Άρθρου 16 του Νόμου.
Δεν συμφωνούμε, επίσης, με την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το να σταματήσει εν κινήσει το αυτοκίνητο στον δρόμο λόγω έλλειψης καυσίμων, δεν συναρτάται με την ασφάλεια στην οδήγησή του.
Οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης ευσταθούν και επιτυγχάνουν.
Με τον τρίτο και τέταρτο λόγο έφεσης η εφεσείουσα παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επιδίκασε αποζημίωση για την ταλαιπωρία που υπέστη η ίδια. Παρατηρούμε ότι, τουναντίον, το Δικαστήριο για σκοπούς πληρότητας, προέβη σε υπολογισμό της αποζημίωσης ύψους €1.000, στην οποία θα εδικαιούτο η εφεσείουσα λόγω της επικαλούμενης ταλαιπωρίας. Το δε ύψος της αποζημίωσης δεν εφεσιβλήθηκε.
Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται ως προς την κατάληξή της ότι δεν υπήρξε παράβαση εγγυητικής διαβεβαίωσης.
Στη βάση του καθορισμού του ύψους της αποζημίωσης σε €1.000 από το πρωτόδικο Δικαστήριο, εκδίδεται απόφαση εναντίον της εφεσίβλητης και υπέρ της εφεσείουσας για €1.000, πλέον νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής, δυνάμει του Άρθρου 62 του Νόμου και του Άρθρου 33 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960.
Παραμερίζεται επίσης η πρωτόδικη διαταγή για τα έξοδα.
Επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον της εφεσίβλητης τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και θα εγκριθούν από το αρμόδιο Δικαστήριο, στην κλίμακα του επιδικασθέντος ποσού.
Επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον της εφεσίβλητης, τα έξοδα της παρούσας έφεσης ύψους €2.600, πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει.
ΑΛ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.
Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο