ERIC TANYI NDIP v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ, Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 79/2024, 18/7/2025
print
Τίτλος:
ERIC TANYI NDIP v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ, Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 79/2024, 18/7/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 79/2024)

 

18 Ιουλίου, 2025

 

              [ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

  ERIC TANYI NDIP

 

                                                                                                                        Εφεσείων,

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ

 

                                                                                                                   Εφεσίβλητης.

--------------------

Δ. Παυλίδης, για Δ. Α. ΠΑΥΛΙΔΗΣ Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείοντα.

Ν. Νικολάου, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητη.

--------------------

 

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Δ. Λυσάνδρου.

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας η οποία απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου με απόφαση η οποία του κοινοποιήθηκε προσωπικά περί την 10.4.2024.

 

Ο Εφεσείων προσέβαλε την απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου διά της Προσφυγής Αρ. Τ573/2024 την οποία καταχώρησε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου στις 12.4.2024.

 

O πρωτόδικος φάκελος δεικνύει ότι η Καθ’ης η αίτηση (ενώπιόν μας, η Εφεσίβλητη) υπέβαλε ένσταση στην Προσφυγή και ότι ορίστηκε δις για ακρόαση, μια φορά την 12.6.2024 και τη δεύτερη φορά στις 9.7.2024.  Στις 9.7.2024, η Προσφυγή απορρίφθηκε με το εξής σκεπτικό, ως αυτό παρατίθεται στο δικαστικό πρακτικό:

«Εμφανίσεις:

Για Αιτήτρια: κα Μ. Χριστοφορίδου για κ. Δημ. Παυλίδη

Για Καθ’ων η Αίτηση: --

            --------------------------------------------------------------------------------

Κα Χριστοφορίδου:

Σήμερα η υπόθεση είναι ορισμένη για ακρόαση.  Δυστυχώς δεν καταφέραμε να εντοπίσουμε τον Αιτητή και ως εκ τούτου ζητούμε χρόνο για να προσπαθήσουμε ξανά να του μιλήσουμε.

 

Δικαστήριο:

Δεν έχει επικοινωνήσει μαζί σας;

Κα Χριστοφορίδου:

Μάλιστα.  Τον παίρνουμε τηλέφωνο και δεν απαντά.  Έχουμε στείλει και ηλεκτρονικό μήνυμα για σήμερα.  Έχουμε προσπαθήσει επανειλημμένα να του μιλήσουμε αλλά αυτό δεν κατέστη δυνατό.  Το αφήνουμε στην κρίση σας.

 

Δικαστήριο:

Συνεπώς ο Αιτητής γνώριζε για τη σημερινή ημερομηνία και ώρα της υπόθεσης του μέσω του ηλεκτρονικού σας μηνύματος.  Ωστόσο, ο ίδιος επέλεξε να μην εμφανιστεί σήμερα, ενώ παρατηρώ ότι ούτε την προηγούμενη φορά εμφανίστηκε και η υπόθεση του επαναορίστηκε για τελευταία φορά σήμερα, για ακρόαση.  Επισημαίνεται ότι ο Αιτητής οφείλει, ακόμα και όταν έχει δικηγόρο, να επιδεικνύει ενδιαφέρον για την υπόθεσή του και να συνομιλεί ασφαλώς με τους δικηγόρους του για να ενημερώνεται για την πορεία της υπόθεσης του.  Ως εκ τούτου η υπόθεση απορρίπτεται λόγω μη προώθησης χωρίς έξοδα.».

 

 

 

 

Με την παρούσα έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, ο Εφεσείων προωθεί τον εξής λόγος έφεσης (η διατύπωση είναι του Εφεσείοντα):

 

«1ος ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

 

Η απόφαση του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου να απορρίψει την Προσφυγή του Εφεσείοντα ήταν καταχρηστική και/ή πεπλανημένη.

 

Αιτιολογία 1ου Λόγου Έφεσης

 

Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο καταχρηστικά και/ή πεπλανημένα αποφάσισε να απορρίψει την Προσφυγή του Εφεσείοντα.

 

Συγκεκριμένα το Δικαστήριο απέρριψε την Αίτηση λόγω μη προώθησης της καθώς δεν ήταν παρών το Αιτητής.

 

Ο Αιτητής ήταν σε θέση να προβάλλει στο πλαίσιο της δικαστικής διαδικασίας ισχυρισμούς οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας, όμως αυτό δεν κατέστη δυνατό ένεκα του ότι δεν του δόθηκε το δικαίωμα να ακουστεί.».

 

Ο λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται, για τους εξής λόγους:

 

Καταρχάς, ο λόγος έφεσης είναι δικονομικά απαράδεκτος διότι απλά προβάλλει την εφεσιβαλλόμενη απόφαση ως εσφαλμένη, χωρίς να προσδιορίζει αφ’ εαυτού το λάθος, το οποίο αφήνεται να υποδειχθεί στην αιτιολογία.

 

Κατά τη νομολογία, ο λόγος έφεσης δεν αρκεί  να χαρακτηρίζει απλά την εφεσιβαλλόμενη απόφαση ως λανθασμένη αλλά πρέπει να προσδιορίζει το κατ’ ισχυρισμό πρωτόδικο σφάλμα, η δε αιτιολογία να εξηγεί γιατί πρόκειται όντως για σφάλμα (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 156/2023 Ubi ν. Δημοκρατίας, απόφαση Εφετείου ημερ. 10.6.2025· Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 48/2024 J.Κ.C.U. ν. Δημοκρατίας, απόφαση Εφετείου ημερ. 30.6.2025).

 

Και επί της ουσίας του ο λόγος έφεσης είναι αβάσιμος:

 

Ως δεικνύει το συναφές δικαστικό πρακτικό, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την Προσφυγή λόγω της προσωπικής απουσίας του Εφεσείοντα από την ακρόαση.  Μπορεί το πρακτικό να μην το διευκρινίζει, αλλά το πρωτόδικο Δικαστήριο ευλόγως άσκησε την εξουσία την οποία του χορηγεί ο Κανονισμός 12 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών, ως τροποποιήθηκαν.

 

Συγκεκριμένα, ο ισχύων Κανονισμός 12 παρατίθεται ως εξής στον περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (Τροποποιητικό) (Αρ.4) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2022 ο οποίος δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα (Παράρτημα Δεύτερο, Μέρος Ι) και τέθηκε σε ισχύ κατά την 16.9.2022:

«12. (α) Κατά τις διευκρινίσεις ή την ακρόαση της υπόθεσης και κατά την απαγγελία της απόφασης ο αιτητής υποχρεούται να παρίσταται στο Δικαστήριο, είτε αυτός εμφανίζεται αυτοπροσώπως είτε εκπροσωπείται από δικηγόρο, εξαιρουμένης της περίπτωσης ανωτέρας βίας, διαφορετικά η προσφυγή του υπόκειται σε απόρριψη.».

 

 

Συνάγεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε την εξουσία να απορρίψει την Προσφυγή υπό το φως των ενώπιόν του δεδομένων, αφού η εκπροσώπηση του Εφεσείοντα από τον δικηγόρο του κατά την ακρόαση δεν αναιρούσε την υποχρέωσή του για αυτοπρόσωπη παρουσία και ούτε υποβλήθηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο (περί ανωτέρας βίας) εξήγηση που να δικαιολογούσε την απουσία του Εφεσείοντα.

 

Η γραμματική διατύπωση του ως άνω Κανονισμού 12 είναι τέτοια που δεν χορηγούσε απλά εξουσία στο πρωτόδικο Δικαστήριο να απορρίψει την Προσφυγή υπό τις περιστάσεις, αλλά το έθετε και υπό δέσμια εξουσία να το πράξει εκτός αν ικανοποιείτο για την ύπαρξη ανωτέρας βίας (η οποία, ως ήδη υποδείχθηκε, δεν υποβλήθηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο ως ενδεχόμενο προς εξέταση από πλευράς των ευπαίδευτων συνήγορων του Εφεσείοντα).

 

Ενόψει των ανωτέρω, ουδέν αναφέρεται στο ενώπιόν μας περίγραμμα του Εφεσείοντα το οποίο να ανατρέπει τα άνω συμπεράσματα και να δικαιολογεί την παρέμβαση του Εφετείου, αφού το περίγραμμα απλώς επαναλαμβάνει τον λόγο έφεσης και, εν συνεχεία, αναλώνεται σε εντελώς άλλο θέμα, ήτοι το κατ’ ισχυρισμόν παράνομο της προσβαλλόμενης απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Ως έχει νομολογηθεί, η δικανική κρίση δεν θέτει εκ ποδών διατάξεις της πρωτογενούς ή δευτερογενούς νομοθεσίας χωρίς η νομοθεσία να κηρύσσεται ευθέως ως ασύμβατη με αυξημένης ισχύος κανόνα (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 139/2019 Πανεπιστήμιο Κύπρου ν. Ιωσηφίδου, απόφαση Ανώτατου Δικαστηρίου ημερ. 20.1.2022).

 

Ευλόγως, το ίδιο ισχύει και για τους διαδικαστικούς κανονισμούς (όπως τον προρρηθέντα Κανονισμό 12) αφού η εξουσία προς έκδοση διαδικαστικού κανονισμού είναι νομοθετικού χαρακτήρα (Αναφορά Αρ. 2/2021 Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. της Βουλής των Αντιπροσώπων, απόφαση Ανώτατου Δικαστηρίου ημερ. 11.10.2021).

 

 

Καταληκτική κρίση του Δικαστηρίου:

Η έφεση απορρίπτεται.

 

Επιδικάζεται το ποσό των 2000 ευρώ, ως κατ’ έφεση έξοδα, υπέρ της Εφεσίβλητης και κατά του Εφεσείοντα.

 

 

                                                   Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ. 

                                                                                   

                                                          Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.

 

                                                          Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο