APOLLON LEMESOU BASKETBALL LTD v. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ, Ποινική Έφεση Αρ.: 91/2022, 31/7/2025
print
Τίτλος:
APOLLON LEMESOU BASKETBALL LTD v. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ, Ποινική Έφεση Αρ.: 91/2022, 31/7/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 91/2022)

 

31 Ιουλίου 2025

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

APOLLON LEMESOU BASKETBALL LTD

Εφεσείουσα

v.

 

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ

Εφεσίβλητης

 

‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑

 

Δ. Μιχαήλ για Δημήτρης Μιχαήλ & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείουσα

Ν. Κόλιαρου (κα) για Γενικόν Εισαγγελέα, για Εφεσίβλητη

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Με επτά λόγους έφεσης η Εφεσείουσα εταιρεία προσβάλλει την απόφαση του E.Δ. Λεμεσού, με την οποία την έκρινε ένοχη για το αδίκημα της αποκοπής μισθού ενός εργοδοτουμένου της καλαθοσφαιριστή, χωρίς τη συγκατάθεσή του, κατά παράβαση των Άρθρων 10(1)(α)(ε) και 20 του περί Προστασίας των Μισθών Ν.35(I)/2007. Οι λεπτομέρειες αδικήματος αναφέρονταν αρχικά σε αποκοπή ποσού €919,10 αλλά λίγο πριν την έναρξη της ακρόασης, κατόπιν αιτήματος της Κατηγορούσας Αρχής, το ποσόν τροποποιήθηκε. Επειδή εγείρονται ζητήματα σχετιζόμενα με τη σύνταξη του κατηγορητηρίου κρίνουμε χρήσιμη την αυτούσια παράθεση της κατηγορίας, η οποία μετά την τροποποίηση είχε ως εξής:

 

«ΕΚΘΕΣΗ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ

Κατηγορία

        Αποκοπή από το μισθό του εργοδοτουμένου κατά παράβαση του άρθρου 10(1) (α), (ε) και 20 των Περί Προστασίας των Μισθών Νόμων του 2007 (Ν.35(I)/2007) και 2012 (Ν.200(I)/2012).

 

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ

        Η κατηγορούμενη περί το τέλος Οκτωβρίου 2018 μέχρι το τέλος Μαρτίου 2019 απέκοψε από το μισθό του εργοδοτουμένου της κου Γρηγόρη Παντούρη το ποσό των €1472,94 χωρίς τη συγκατάθεση του κατά παράβαση της σχετικής νομοθεσίας».

 

        Η Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε δύο μάρτυρες, ήτοι την Επιθεωρήτρια του Τμήματος Εργασιακών Σχέσεων (Μ.Κ.1) και τον ίδιο τον Παραπονούμενο καλαθοσφαιριστή (Μ.Κ.2) ενώ, μετά την κλήση της σε απολογία, η Εφεσείουσα κάλεσε ως μάρτυρες δύο εμπλεκόμενους στα γεγονότα δικηγόρους, ήτοι τον κ. Κ. Μαρκίδη (Μ.Υ.1) και τον κ. Δ. Μιχαήλ (Μ.Υ.2), προς υπεράσπισή της.

 

        Ο πρωτόδικος Δικαστής έκρινε πως δεν ήταν αναγκαίο να εισέλθει σε ζητήματα αξιολόγησης των μαρτύρων αφού τα αναγκαία ουσιώδη γεγονότα δεν έτυχαν αμφισβήτησης αλλά αποτελούσαν κοινό έδαφος. Κατέγραψε ως τέτοια το ότι ο Παραπονούμενος Μ.Κ.2, επαγγελματίας καλαθοσφαιριστής, στις 25.7.18 υπέγραψε με την Εφεσείουσα «Συμβόλαιο για Αθλητικές Υπηρεσίες» (Τεκμήριο 2), το ότι με το συμβόλαιο αυτό η Εφεσείουσα εργοδότησε τον Μ.Κ.2 στην ομάδα καλαθοσφαίρισής της («Απόλλων») για την καλαθοσφαιρική περίοδο 2018 έως 2019. Σε σχέση με τις απολαβές του ο όρος 5 του συμβολαίου προνοούσε πως αυτές θα ήταν €1.300 μηνιαίως «ακάθαρτα» από 30.10.18 έως 30.4.19 και ότι το «ποσό των Κοινωνικών Ασφαλίσεων θα καταβάλλεται εξ ολοκλήρου από τον καλαθοσφαιριστή και θα αποκόπτεται από το πιο πάνω αναφερόμενο ποσό των €1.300».

 

        Περαιτέρω το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι η Εφεσείουσα ενέγραψε τον Μ.Κ.2 στο Μητρώο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ως εργοδοτούμενό της. Από το ποσό των €1.300, που ήταν οι συμφωνηθείσες απολαβές του, κατέβαλλε σε αυτόν το καθαρό ποσό των €945 (ακριβέστερα ήταν €945,10) με επιταγές, τις οποίες παρέδιδε στον ίδιο, έναντι σχετικής απόδειξης παραλαβής.

 

        Διευκρινίζουμε πως βάσει των εγγράφων τα οποία συνόδευαν το Τεκμήριο 2, το ποσόν των €354,90, το οποίο απεκόπτετο, αφορούσε τις εισφορές: (i) εργοδότη και εργοδοτούμενου στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων ύψους €101,40 (7,8%) έκαστος, ήτοι €202,80 συνολικά, (ii) για Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού ύψους €15,60 (1,2%), (iii) για Ταμείο Βιομηχανικής Κατάρτισης ύψους €6,50 (0,5%), (iv) για Ταμείο Κοινωνικής Συνοχής ύψους €26 (2%) και (v) για Ταμείο Αδειών ύψους €104 (8%).

 

        Στις 29.3.19 ο Μ.Κ.2 υπέβαλε γραπτό παράπονο στο Τμήμα Εργασιακών Σχέσεων, προβάλλοντας ότι δεν τού είχαν καταβληθεί οι μισθοί Φεβρουαρίου και Μαρτίου του 2019, καθώς και ότι κάθε μήνα η Εφεσείουσα απέκοπτε από τις απολαβές του το ποσό των €152,10, το οποίο αποτελούσε το άθροισμα των εισφορών για τα Ταμεία Πλεονάζοντος Προσωπικού, Βιομηχανικής Κατάρτισης, Κοινωνικής Συνοχής και Ταμείου Αδειών.

 

        Αντιλαμβανόμαστε ότι εν τέλει, μέσω των λεπτομερειών του αδικήματος, δεν προωθήθηκε ακριβώς έτσι το παράπονο. Η διαμορφωθείσα στο Δικαστήριο θέση ήταν πως η Εφεσείουσα έπρεπε να αποκόπτει μόνο τις εισφορές εργοδοτουμένου αφενός στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων και αφετέρου στο Ταμείο Αδειών και να καταβάλλει στον Μ.Κ.2 καθαρό ποσόν €1.190,49 αντί μόνον €945. Ο πρωτόδικος Δικαστής αποδεχόμενος αυτή τη θέση, εξήγαγε τα ακόλουθα ευρήματα:

 

        «Συνεπώς από τα €1300 ακάθαρτα × 7,8% (μερίδιο μισθωτού στις ΚΑ) = €101,4 + 8% (μερίδιο μισθωτού στο ΤΑ) = €109,51 θα έπρεπε να ήταν το ποσό που θα έπρεπε να του αποκόπτεται μηνιαίως από το ακάθαρτο ποσό των €1300 συνεπώς θα έπρεπε να λαμβάνει το καθαρό ποσό των €1.190,49 από την Κατηγορούμενη Εταιρεία ενώ αντί αυτού λάμβανε με επιταγές το ποσό των €945,00.

        Αποτέλεσμα τούτου ήταν να προκύπτει διαφορά στην μισθοδοσία του ύψους €245,49 μηνιαίως (€1.190,49 ‑ €945,00) την οποία δεν έλαβε και αφορούσε την περίοδο Οκτωβρίου 2018 μέχρι και τον Μάρτιο 2019 δηλαδή για περίοδο 6 μηνών με αποτέλεσμα να του έχει αποκοπή (sic) συνολική μισθοδοσίας (sic) ύψους €1.472,94 (€245,49 × 6 μήνες = €1.472,94) δηλαδή αυτή που παρουσιάζεται στις λεπτομέρειες της μοναδικής κατηγορίας που αντιμετωπίζει η Κατηγορούμενη στην υπό εξέταση υπόθεση».

 

        Θα πρέπει βέβαια καθηκόντως να σημειώσουμε πως εντοπίζονται δύο σφάλματα στους αριθμητικούς υπολογισμούς, τους οποίους αποδέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Πρώτον, ακόμα και χωρίς άλλο σφάλμα, αφαιρουμένου του αθροίσματος των €101,40 και €109,51, ήτοι του ποσού των €210,91, το καθαρό ποσόν θα ήταν €1.089,09 (1.300‑210,91). Δεύτερον, το ποσοστό 8% επί του €1.300 ισούται με €104, όπως και πιο πάνω είχαμε αναφέρει. Συνεπώς το ορθό άθροισμα των δύο ποσών είναι €205,40 οπότε αφαιρουμένου αυτού από το ποσόν των μεικτών απολαβών ύψους €1.300, η διαφορά ανέρχεται στο ποσόν των €1.094,46. Έπεται περαιτέρω πως η ορθή διαφορά από το ποσό των €945 είναι €149,46 και το ολικό εξαμηνιαίο ποσόν για το οποίο παραπονείτο ο Μ.Κ.2 ήταν €896,76 (και όχι €1.472,94). Εννοείται βεβαίως ότι η απόδειξη μικρότερου ποσού από το αναφερόμενο στο κατηγορητήριο δεν θα μπορούσε να αποτελεί πρόβλημα για την καταδίκη, αφού τέτοια δυνατότητα παρέχεται από το Άρθρο 85(1) της Ποινικής Δικονομίας, ήτοι για απόδειξη μέρους κατηγορίας, νοουμένου ότι αυτό το τμήμα συνιστά αδίκημα (Mehmet v. Police (1970) 2 C.L.R. 62).

 

        Στη συνέχεια το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε την εισήγηση της Κατηγορούσας Αρχής ότι το εγειρόμενο ζήτημα ήταν μόνο νομικό και δη ότι αφορούσε μόνο το κατά πόσον ο όρος 5 του επίδικου συμβολαίου αντέκειτο στις πρόνοιες του Άρθρου 10(1)(2) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Ν.59(I)/10, το οποίο υπό τον πλαγιότιτλο «Παρακράτηση Εισφοράς μισθωτού από τον εργοδότη» προνοεί ότι:

 

        «10. (1) Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε αντίθετη σύμβαση ή συμφωνία, ο εργοδότης δεν δικαιούται να διεκδικεί ή παρακρατεί από τις αποδοχές μισθωτού, τον οποίο απασχολεί, το ποσό της εισφοράς που ο εν λόγω εργοδότης οφείλει να καταβάλει για τον εν λόγω μισθωτό.

(2) Εργοδότης, ο οποίος παρακρατεί ή αποπειράται να παρακρατήσει από τις αποδοχές μισθωτού το ποσό της εισφοράς που υποχρεούται να καταβάλει ο εργοδότης, είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα χίλια τριακόσια ευρώ (€1.300,00)».

 

        Η εισήγηση της Κατηγορούσας Αρχής ήταν ότι η όποια συμφωνία του Μ.Κ.2 αντέκειτο στο Άρθρο 10 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Ν.59(I)/10, του οποίου, παρά το ότι δεν είχε συμπεριληφθεί ως νομική βάση στην κατηγορία, το Δικαστήριο δεν μπορούσε να αγνοήσει την ύπαρξή του. Με αποτέλεσμα η εκ μέρους του εργοδότη εξαμηνιαία παρακράτηση και αποκοπή του ποσού της εισφοράς Κοινωνικών Ασφαλίσεων, δηλαδή αυτής που αφορά την πλευρά του εργοδότη, να αφορά αποκοπή μισθοδοσίας που έγινε κατά παράβαση του Άρθρου 10 του περί Προστασίας των Μισθών Ν.35(I)/07, νομοθετική πρόνοια στην οποία και στηρίζεται η μοναδική κατηγορία που αντιμετώπιζε η κατηγορούμενη εταιρεία.

 

        Η Υπεράσπιση είχε υποστηρίξει ότι ήταν ξεκάθαρη η συμφωνία πως οι μεικτές απολαβές δεν θα υπερέβαιναν το ποσό των €1.300. Κατά την εισήγηση αυτή, ο Μ.Κ.2 είχε συμφωνήσει όπως σε αυτό το ποσό περιλαμβάνεται το σύνολο των εισφορών προς τις Κοινωνικές Ασφαλίσεις, είτε αυτή η υποχρέωση αφορούσε τον ίδιο είτε τον εργοδότη και συνεπώς δεν ετίθετο θέμα για αποκοπή μισθοδοσίας αλλά για πληρωμή εισφορών ως είχε συμφωνηθεί ρητώς από τα συμβαλλόμενα μέρη. Πέραν αυτού, η Υπεράσπιση προέβαλε πως στη νομική βάση της κατηγορίας δεν περιλαμβάνεται το Άρθρο 10 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Ν.59(I)/10. Ο πρωτόδικος Δικαστής συμφώνησε με τις εισηγήσεις της Κατηγορούσας Αρχής. Σχολιάζοντας και την εισήγηση για έλλειψη δικαιοδοσίας επί τω ότι απαιτείτο ερμηνεία σύμβασης, στην οποία έπρεπε να προβεί το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, είπε, μεταξύ άλλων, πως «[Α]πλά το μόνο που καλείται το παρόν Δικαστήριο είναι να εξετάσει κατά πόσον το τι έχει συμφωνηθεί στον όρο αυτό είναι η (sic) όχι σε αντίθεση και μη επιτρεπτό στη βάση των προνοιών του άρθρου 10(1) του Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου και τίποτε άλλο και αν ναι τότε κατά πόσον στοιχειοθετείται το ποινικό αδίκημα του άρθρου 10 του Περί Προστασίας των Μισθών Νόμου». Καταληκτικά διεπίστωσε ότι η Εφεσείουσα απέκοπτε ποσό κατά παράβαση του Άρθρου 10 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Ν.59(I)/10, για την οποία προσέθεσε πως συνιστούσε και παράβαση του Άρθρου 10 του περί Προστασίας των Μισθών Ν.35(I)/07.

 

Λόγοι Έφεσης

 

        Η Εφεσείουσα παραπονείται κυρίως για την τελευταία αυτή κατάληξη  του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ειδικότερα, με τους λόγους έφεσης αρ. 1 και 2 προβάλλει ότι εσφαλμένα έχει καταδικαστεί βάσει νομοθεσίας η οποία δεν περιλαμβάνεται στο κατηγορητήριο και δη βάσει του Άρθρου 10 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Ν.59(I)/10, ενώ με τον λόγο έφεσης αρ. 7 προβάλλει ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι η Εφεσείουσα παρακρατούσε ποσόν από τις απολαβές του Μ.Κ.2. Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης αφορούν τη μη αξιολόγηση της μαρτυρίας (Λόγοι Έφεσης 3,5), την καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Επαρχιακού Δικαστηρίου (Λόγος Έφεσης 4) και την ερμηνεία του όρου 5 του συμβολαίου (Λόγος Έφεσης 5).

 

        Κρίνουμε πως προέχει η εξέταση των λόγων έφεσης αρ. 1 και 2, στο επίκεντρο των οποίων ουσιαστικά ευρίσκεται η εισήγηση ότι η Εφεσείουσα έχει καταδικαστεί για άλλο αδίκημα από αυτό που αντιμετώπιζε. Ως προς το τελευταίο αυτό επιχείρημα, καταγράφοντας τις εισηγήσεις, ο πρωτόδικος Δικαστής έκρινε ως εξής:

 

        «Τέλος στρεφόμενος και προς την επιχειρηματολογία ότι η απουσία του άρθρου 10(1) του Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου από την νομική βάση της κατηγορίας είναι ουσιώδη (sic) για την υπόθεση υπενθυμίζεται πώς (sic) η κατηγορία με την οποία βρίσκεται αντιμέτωπη η κατηγορούμενη δεν είναι στη βάση του άρθρου 10 του Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου αλλά στη βάση του άρθρου 10 του Περί Προστασίας των Μισθών Νόμου το οποίο περιλαμβάνεται στην έκθεση αδικήματος που αντιμετωπίζει η Κατηγορούμενη αφού ως η Κατηγορούσα Αρχή ισχυρίζεται στην υπό εξέταση υπόθεση δεν ήταν περίπτωση αποκοπής μισθού που καλύπτετο από τις ρητές και περιοριστικές περιπτώσεις του εν λόγω άρθρου. Συνεπώς ούτε αυτή την επιχειρηματολογία της υπεράσπισης την αποδέχομαι».

 

        Βεβαίως ήταν ορθή η πιο πάνω επισήμανση περί του ότι η Εφεσείουσα δεν αντιμετώπιζε το αδίκημα του Άρθρου 10 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Ν.59(I)/10 και θα έπρεπε να την έχει υπ’ όψιν του συνεχώς ο πρωτόδικος Δικαστής. Αντί αυτού όμως, αμέσως μετά τα πιο πάνω και αφού περιέγραψε τα διαδραματισθέντα στην ακροαματική διαδικασία, ο πρωτόδικος Δικαστής έθεσε σε δεύτερη μοίρα το κρινόμενο αδίκημα και διετύπωσε τα καταληκτικά «Συμπεράσματά» του, τα οποία οδήγησαν και στην καταδίκη της Εφεσείουσας ως εξής:

 

        «γ) Ο μισθός που συμφωνήθηκε να λαμβάνει ο Εργοδοτούμενος ανερχόταν στο ποσό των €1300 ακάθαρτα μηνιαίως με τον Εργοδότη να αναλαμβάνει την υποχρέωση να τον εγγράψει στο μητρώο του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων και το ποσό των Κοινωνικών Ασφαλίσεων θα καταβάλλετο εξ ολοκλήρου από την μισθοδοσία του Καλαθοσφαιριστή και θα αποκόπτετο από το ποσό των €1.300.

        [...]

        ε) Το περιεχόμενο του όρου 5 της συμφωνίας Τεκμήριο 2 που έχει υπογραφεί από τον εργοδότη και τον εργοδοτούμενο και ιδίως η διατύπωση του όρου 5(β) ότι δηλαδή το ποσό των Κοινωνικών Ασφαλίσεων θα καταβάλλεται εξ ολοκλήρου από τον Καλαθοσφαιριστή και θα αποκόπτεται από το πιο πάνω αναφερόμενο ποσό των €1.300 αντίκειται στις πρόνοιες του άρθρου 10(1) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου Ν. 59(I)/2010 αφού είναι αυτές καθαρά τις περιπτώσεις που ο νομοθέτης μεταξύ άλλων ήθελε να αποτρέψει εξού και η αναφορά στην νομοθεσία και στο ότι κάτι τέτοιο δεν επιτρέπεται «...Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε αντίθετη σύμβαση ή συμφωνία...»

 

        (στ) Συνεπώς κατ εφαρμογή του άρθρου 10(1) του Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου Ν. 59(I)/2010 στην υπό εξέταση υπόθεση και παρά την ύπαρξη αντίθετης συμφωνίας ως δηλαδή το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 2 και ιδίως του όρου 5(β) ο εργοδότης δεν είχε το δικαίωμα να παρακρατεί από την μισθοδοσία του εργοδοτούμενου την δική του υποχρέωση και μερίδιο που αφορούσε στην καταβολή εισφοράς για το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

 

        (ζ) Μάλιστα η αφαίρεση του ποσού αυτού για τους 6 επίδικους μήνες που έλαβε χώρα έγινε σε αντίθεση με τις πρόνοιες του άρθρου 10(1) του Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου Ν. 59(I)/2010 αλλά και κατά παράβαση του άρθρου 10 του Περί Προστασίας των Μισθών Νόμου το οποίο περιλαμβάνεται στην έκθεση αδικήματος που αντιμετωπίζει η Κατηγορούμενη αφού δεν ήταν περίπτωση αποκοπής μισθού που καλύπτετο από τις ρητές και περιοριστικές περιπτώσεις του εν λόγω άρθρου.

 

        Συνεπώς από τα πιο πάνω προκύπτει με ασφάλεια πως το συνολικό ποσό των €1.472,94 (€245,49 για έκαστο μήνα × 6 μήνες) αφορά στην ουσία σε αποκοπή από τον Εργοδότη μισθοδοσίας του Εργοδοτούμενου με αποτέλεσμα το υπό εξέταση αδίκημα να στοιχειοθετείται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας».

(υπογράμμιση και έμφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου)

 

        Κρίνουμε πως είναι αυταπόδεικτο από τα πιο πάνω αποσπάσματα ότι η μόνη παράβαση την οποίαν εντόπισε ο πρωτόδικος Δικαστής ήταν αυτή του Άρθρου 10 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Ν.59(I)/10. Δεν χωρεί οποιαδήποτε αμφιβολία περί τούτου. Η μόνη, απλώς λεκτική, αναφορά στο Άρθρο 10 του περί Προστασίας των Μισθών Ν.35(I)/07 δεν είναι ικανή να ανατρέψει την ως άνω διαπίστωσή μας και να οδηγήσει σε αντίθετη κρίση. Άλλωστε, δεν υπήρξε καμμιά πρωτόδικη αναφορά στα συστατικά στοιχεία του τελευταίου αυτού άρθρου και μάλιστα σε συσχετισμό με την υπεράσπιση που προέβαλλε η Εφεσείουσα, ως θα έπρεπε.

 

        Δεν φαίνεται να υπήρξε πρωτοδίκως οποιοσδήποτε προβληματισμός ως προς το τι ακριβώς σημαίνει αποκοπή μισθού ή παρακράτηση αποδοχών σε συνδυασμό με την πιθανή δυνατότητα αναφοράς σε κάποιο συμβόλαιο εργοδότησης όλων των ωφελημάτων που θα έχει κάποιος εργοδοτούμενος (συμπεριλαμβανομένων και κάποιων τα οποία καταβάλλει ο εργοδότης σε Ταμεία). Δεν θα μας απασχολήσει επίσης το θέμα, παραμένοντας μόνο στα όσα εγείρει η Εφεσείουσα, τα οποία άπτονται δικονομικών ζητημάτων αλλά με συνταγματικές προεκτάσεις.

 

        Θα πρέπει κατ' αρχάς να υπενθυμίσουμε το συνταγματικώς κατοχυρωμένο θεμελιώδες δικαίωμα κάθε κατηγορουμένου να πληροφορηθεί αμέσως και λεπτομερώς «την φύσιν και τους λόγους της εις αυτόν αποδιδομένης κατηγορίας» (Άρθρο 12.5(γ) του Συντάγματος). Όπως είχε λεχθεί στην υπόθεση Επί τοις αφορώσι τον Nakhle W. Rbeiz (1989) 1(E) Α.Α.Δ. 776: «[Η] κατηγορία (the count) αποτελεί, σύμφωνα με τις διατάξεις της Ποινικής Δικονομίας, το μέσο προσδιορισμού του αδικήματος για το οποίο καλείται να υπερασπιστεί ο κατηγορούμενος». Μόνη πηγή γνώσης των κατηγοριών που αντιμετωπίζει ένας κατηγορούμενος είναι το κατηγορητήριο και τίποτε άλλο (Σάββα v. Δήμου Πάφου (2011) 2 Α.Α.Δ. 496). Η Κατηγορούσα Αρχή βαρύνεται με την απόδειξη των συστατικών στοιχείων της αποδιδόμενης στον κατηγορούμενο εγκληματικής πράξης και προς τούτο παραθέτει τη μαρτυρία την οποία διαθέτει (Denickom Enterprises Ltd v. Savva Nikiforou Trading Co Ltd κ.ά., Ποιν. Έφ. 299/2015, ημερ. 14.5.18, ECLI:CY:AD:2018:B227).

 

        Γενικά και υπό προϋποθέσεις γίνεται δεκτό ότι ούτε η παράλειψη συμπερίληψης οποιουδήποτε άρθρου του Νόμου, σχετικού προς τη στοιχειοθέτηση και οριοθέτηση του αδικήματος δεν επάγεται την ακυρότητα της κατηγορίας, όπως ρητώς ορίζεται στην επιφύλαξη του Άρθρου 39 της Ποινικής Δικονομίας. Μόνο σε περιπτώσεις στις οποίες εμφαίνεται ότι ο κατηγορούμενος παραπλανήθηκε από το λάθος στη διατύπωση της κατηγορίας δικαιολογείται τέτοιο συμπέρασμα (βλ. Μαρκίδης v. Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (1999) 2 Α.Α.Δ. 598).

 

        Στην κρινόμενη περίπτωση ασφαλώς δεν τίθεται τέτοιο ζήτημα, δηλαδή παραπλάνησης λόγω της διατύπωσης. Από την προηγηθείσα παράθεση της κατηγορίας συνάγεται ότι τόσον η Έκθεση Αδικήματος όσον και οι Λεπτομέρειες Αδικήματος διατυπώθηκαν με φραστική σαφήνεια, κατά το Άρθρο 39 της Ποινικής Δικονομίας, προσδιορίζοντας επαρκέστατα τα ουσιώδη στοιχεία τα οποία συνιστούν το αδίκημα που αντιμετώπιζε η Εφεσείουσα. Άλλωστε η τυχόν συμπερίληψη και του Άρθρου 10 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Ν.59(I)/10, πιθανότατα θα δημιουργούσε ζήτημα πολλαπλότητας της κατηγορίας (δεδομένου ότι προνοεί ξεχωριστό ποινικό αδίκημα).

 

        Ως εξηγούμε κατωτέρω, το πρόβλημα το οποίο δημιουργείται είναι ακριβώς ότι η Εφεσείουσα αντιμετώπιζε και υπερασπίστηκε ένα συγκεκριμένο, ξεχωριστό και διακριτό ποινικό αδίκημα ενώ εν τέλει κρίθηκε ένοχη για άλλο αδίκημα, αφενός χωρίς να εξεταστούν τα συστατικά στοιχεία αυτού το οποίο αντιμετώπιζε και αφετέρου χωρίς να είχε υπερασπιστεί σε αυτό για το οποίο καταδικάστηκε. Κάτι τέτοιο συνιστά αναμφίβολα σφάλμα αρχής.

 

        Για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος του Άρθρου 10 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Ν.59(I)/10 θα απαιτείτο να καταδειχθεί ότι η Εφεσείουσα (α) Ανεξάρτητα από αντίθετη σύμβαση ή συμφωνία, (β) Παρακράτησε από τις αποδοχές του Μ.Κ.2, (γ) Το ποσό της εισφοράς που υποχρεούτο να καταβάλει η ίδια, ως εργοδότης.

 

        Για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος του Άρθρου 10 του περί Προστασίας των Μισθών Ν.35(I)/07 (για ό,τι ενδιέφερε στην παρούσα) απαιτείτο να καταδειχθεί ότι η Εφεσείουσα (α) Απέκοψε ποσόν από τον μισθό του Μ.Κ.2, (β) Χωρίς τη συγκατάθεσή του. Αυτό αναφερόταν ειδικώς στις λεπτομέρειες της κατηγορίας και αυτά τα συστατικά έπρεπε να απασχολήσουν τον πρωτόδικο Δικαστή. Η Εφεσείουσα κατηγορείτο ότι απέκοψε χωρίς τη συγκατάθεση του Μ.Κ.2 και προέβαλλε ως υπεράσπισή της ότι υπήρχε τέτοια συγκατάθεση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε τη θέση της ότι όντως υπήρχε συγκατάθεση πλην όμως την καταδίκασε. Στη βάση όμως ενός άλλου αδικήματος, το οποίο δεν αντιμετώπιζε.

 

        Αυτό μάλιστα, παρότι το πρωτόδικο Δικαστήριο διείδε το θέμα από το εκ πρώτης όψεως στάδιο, όταν είχε αναφέρει: «Θα συμφωνήσω με τον κ. Μιχαήλ ότι, ναι υπάρχει φαίνεται συμφωνία για τον συγκεκριμένο όρο πράγμα που ανέφερε ο Μ.Κ.2, όμως θα συμφωνήσω με τον κ. Προδρόμου ότι τίθεται το ερώτημα που θα κληθεί το Δικαστήριο να απαντήσει κατά πόσον ακόμα και η ύπαρξη τέτοιου όρου και συμφωνίας αντικρούεται από τις πρόνοιες συγκεκριμένης νομοθεσίας που το απαγορεύει». Ας σημειωθεί ότι τα πιο πάνω είχαν λεχθεί, στο εκ πρώτης όψεως στάδιο, χωρίς αναφορά σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη άλλη νομοθεσία και δη στο Άρθρο 10 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Ν.59(I)/10. Ενδεχομένως να υπήρχε σε εκείνο το στάδιο και η δυνατότητα διερεύνησης των προϋποθέσεων τροποποίησης του κατηγορητηρίου ακόμα και αυτεπαγγέλτως, βάσει του Άρθρου 83(1) της Ποινικής Δικονομίας. Δεν το εξέτασε ο πρωτόδικος Δικαστής και θα μπορούσε να λεχθεί πως αφού το είχε στη σκέψη του, θα ήταν ορθότερο και δικαιότερο να διερευνούσε το ζήτημα προς αυτή την κατεύθυνση.

 

        Βέβαια, είναι γνωστό πως εξουσία για τροποποίηση δια προσθήκης άλλης κατηγορίας υπάρχει και στο τελικό στάδιο, βάσει του Άρθρου 85(4) της Ποινικής Δικονομίας. Όπως εξηγείται στο σύγγραμμα «Ποινική Δικονομία στην Κύπρο», Γ.Μ. Πικής, 2η έκδοση (2013), σ. 328, παρόμοια είναι και η εξουσία που έχει το Εφετείο στη βάση του Άρθρου 145(1)(γ) της Ποινικής Δικονομίας, ήτοι να ακυρώσει την καταδικαστική απόφαση και να καταδικάσει τον κατηγορούμενο για αδίκημα άλλο από εκείνο για το οποίο κατηγορείται. Προστίθεται στο εν λόγω σύγγραμμα πως αυτή η ομοιότητα στην εξουσία είναι ο λόγος για τον οποίον οι αρχές οι οποίες διέπουν την ερμηνεία και εφαρμογή του Άρθρου 85 παρέχουν καθοδήγηση και ως προς την ερμηνεία του Άρθρου 145(1)(γ) της Ποινικής Δικονομίας.

 

        Εννοείται όμως, σε σχέση με την παρούσα, πως δεν θα ήταν δίκαιη μια τέτοια προσθήκη είτε στο τελικό στάδιο πρωτοδίκως είτε στον δεύτερο βαθμό, δεδομένης της διαφοράς του Άρθρου 10 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Ν.59(I)/10, το οποίο εξαλείφει την υπεράσπιση της συγκατάθεσης, την οποία (υπεράσπιση) παρέχει το Άρθρο 10 του περί Προστασίας των Μισθών Ν.35(I)/07 και στην οποία υπεράσπιση στηρίζετο η Εφεσείουσα κατά τη δίκη. Εάν δεν την είχε προβάλει, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Όπως σαφώς εξηγείται στο σύγγραμμα «Ποινική Δικονομία στην Κύπρο», (ανωτέρω), σ. 132: «Ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια κάτω από το Άρθρο 85(4) …………., το δικαστήριο πρέπει να αποκλείσει το ενδεχόμενο δυσμενούς επηρεασμού του κατηγορουμένου εκ του γεγονότος. Τέτοιο ενδεχόμενο πρέπει να αποκλειστεί. Αποφασίστηκε ότι η πιθανότητα δυσμενούς επηρεασμού κατηγορουμένου δεν μπορεί να αποκλειστεί όπου υπάρχει ουσιώδης διαφορά μεταξύ των λεπτομερειών υφιστάμενης κατηγορίας σε σύγκριση με τις λεπτομέρειες της νέας κατηγορίας».

 

        Στην υπόθεση Έλληνας v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 149, είχε ακριβώς τονιστεί πως η καταδίκη του κατηγορουμένου σε κατηγορίες άλλες από εκείνες τις οποίες αντιμετώπισε στη δίκη είναι, λόγω της φύσης και των αρχών της ακριβοδίκαιης δίκης, εξαιρετικό μέτρο, η χρήση του οποίου επιτρέπεται μόνο όταν το Δικαστήριο δύναται θετικά να αποκλείσει την πιθανότητα δυσμενούς επηρεασμού του κατηγορουμένου ως αποτέλεσμα της προσθήκης των νέων κατηγοριών.

 

        Στην παρούσα περίπτωση θα συμφωνήσουμε με τις εισηγήσεις της Εφεσείουσας. Παρότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε προσθήκη κατηγορίας, δύναται να αντληθεί καθοδήγηση κατά πρώτον από την Αργυρού v. Επαρχιακού Λειτουργού Εργασίας Λευκωσίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 219. Κατ' αναλογίαν προς ό,τι λέχθηκε εκεί, συμφωνούμε πως και στην παρούσα η Εφεσείουσα αντιμετώπιζε μια διαφορετική κατηγορία στην οποία και επικεντρώθηκε. Όπως και σε εκείνη την περίπτωση, έτσι και στην παρούσα διαφορετικοί θα ήταν προφανώς οι νομικοί ισχυρισμοί της αν είχε την ευκαιρία να απαντήσει σε κατηγορία βάσει του Άρθρου 10 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Ν.59(I)/10. Η καταδίκη της για παράβαση αυτού του άρθρου, χωρίς την ευκαιρία απολογίας στο άλλο αυτό αδίκημα, επηρέασε δυσμενώς τα δικαιώματά της στην υπεράσπισή της.

 

        Κατά δεύτερον, επίσης κατ' αναλογίαν, έχουν εφαρμογή τα κατωτέρω από την υπόθεση Θωμά v. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 465:

 

        «Ο εφεσείων είχε κάθε δικαίωμα, και ορθά έπραξε, να περιορίσει την υπεράσπισή του στα σημεία που, κατά την κρίση του δικηγόρου του, αντέκρουαν τη μόνη κατηγορία που αντιμετώπιζε. Ακριβώς δε για το λόγο ότι «η υπεράσπισή του έγκειτο αλλού», αφού στόχευε την πρώτη και μόνη κατηγορία, χωρίς να καλύπτει, ταυτόχρονα, και τα περιστατικά που στοιχειοθετούσαν τη δεύτερη κατηγορία, ο πρωτόδικος δικαστής δεν μπορούσε να τροποποιήσει το κατηγορητήριο, με την προσθήκη της δεύτερης κατηγορίας και, ακολούθως, να βρει ένοχο τον εφεσείοντα, χωρίς ο τελευταίος να επηρεαστεί δυσμενώς στην υπεράσπισή του, εφόσον, σε τέτοια περίπτωση, θα καταδικαζόταν χωρίς να του έχει δοθεί η ευκαιρία να στρέψει την προσοχή του, να εγκύψει, με άλλα λόγια, και κατευθύνει την υπεράσπισή του, στη δεύτερη αυτή κατηγορία».

 

        Κατ' ανάλογον τρόπο και στην παρούσα περίπτωση, η Εφεσείουσα καταδικάστηκε σε αδίκημα άλλο, χωρίς να τής είχε δοθεί η ευκαιρία να στρέψει την προσοχή της στο αδίκημα εκείνο και να υπερασπιστεί όπως θα έκρινε ορθό και αυτό χωρίς οποιαδήποτε ενασχόληση από το πρωτόδικο Δικαστήριο με την υπεράσπιση που τής παρείχε το αδίκημα το οποίο αντιμετώπιζε. Κρίνουμε πως οι λόγοι έφεσης 1 και 2 ευσταθούν και ότι συνεπεία τούτου παρέλκει η εξέταση των υπόλοιπων λόγων έφεσης.

 

        Στη βάση των πιο πάνω, η έφεση επιτυγχάνει. Η καταδίκη της Εφεσείουσας, όπως και η ποινή η οποία τής επιβλήθηκε ακυρώνονται.

 

 

 

                                                                            Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

                                                                            Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

                                                                            Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο