Θ. Δ. v. Κ. Δ., Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε18/2025, 17/7/2025
print
Τίτλος:
Θ. Δ. v. Κ. Δ., Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε18/2025, 17/7/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε18/2025)

 

17 Ιουλίου 2025

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

Θ. Δ.,

Εφεσείοντας,

 

v.

 

   Κ. Δ.,

Εφεσίβλητης.

_______________________

 

Π. Αριστοτέλους, για τον Εφεσείοντα. 

Γ. Τσαρδελής με Θ. Κωνσταντίνου για Ηλίας Νεοκλέους & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη. 

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Τουμαζή, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.: Οι διάδικοι υπήρξαν σύζυγοι. Ο εφεσείοντας, με εναρκτήρια αίτηση περιουσιακών διαφορών που καταχώρισε στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας, ζητούσε διάταγμα με το οποίο να διατάσσεται η εφεσίβλητη να του μεταβιβάσει το 1/2  μερίδιο της, στη συζυγική κατοικία.  Ο εφεσείοντας ήτο ιδιοκτήτης του άλλου 1/2  μεριδίου.  Ζητούσε, επίσης, διάταγμα με το οποίο να διατάσσεται η εφεσίβλητη να του καταβάλει €109.370,75, ποσό που, κατ’ ισχυρισμό, του ανήκε και το οικειοποιήθηκε η εφεσίβλητη.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο εύρημα πως υπήρξε αύξηση στην περιουσία της εφεσίβλητης, λόγω της συνεισφοράς του εφεσείοντα, αναφορικά με τη συζυγική κατοικία και εξέδωσε απόφαση ημερομηνίας 8.7.2024 υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον της εφεσίβλητης, για το ποσό των €49.333,00 πλέον νόμιμο τόκο, απέρριψε όμως την αξίωση του, για λόγους που αναφέρονται στην απόφαση, για το ποσό των €109.370,75.  Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την ανταπαίτηση της εφεσίβλητης. Ο εφεσείοντας δεν έμεινε ικανοποιημένος με την απόφαση και καταχώρισε την έφεση αρ. 206/2024, το αποτέλεσμα της οποίας ήταν, στις 16.07.2025, η διαταγή για επανεκδίκαση.

 

Ο εφεσείοντας προέβη σε εγγραφή της πιο πάνω απόφασης (memo), επί άλλης ακίνητης περιουσίας της εφεσίβλητης και όχι επί του μεριδίου της συζυγικής κατοικίας.

 

Η εφεσίβλητη καταχώρισε, στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας, αίτηση με την οποία ζητούσε την ακύρωση της εγγραφής της εν λόγω δικαστικής απόφασης επί του ακινήτου της.  Ισχυρίστηκε πως κάλεσε τον εφεσείοντα, με επιστολή των δικηγόρων της, ημερομηνίας 6.11.2024, να προσέλθει στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λευκωσίας, σε συγκεκριμένη ημερομηνία και ώρα, για να λάβει τραπεζική επιταγή για το ποσό €54.040,19 προς εξόφληση του ποσού €49.333,00 και του νόμιμου τόκου μέχρι 25.11.2024, ήτοι ποσού €4.707,19, και ταυτόχρονα να υπογράψει το σχετικό έντυπο για ακύρωση της εγγραφής. Ο εφεσείοντας απέρριψε την πρόταση της για εξόφληση του εξ αποφάσεως χρέους και την ταυτόχρονη ακύρωση της εγγραφής, με επιστολή του δικηγόρου του ημερομηνίας 11.11.2024, προβάλλοντας ότι αυτό θα αποτελούσε κώλυμα προώθησης της έφεσης με αρ. 206/2024 που καταχώρισε εναντίον της απόφασης. Ανέφερε, επίσης η εφεσίβλητη, ότι η άρνηση του εφεσείοντα ήταν αβάσιμη και ότι την επιβάρυνε οικονομικά με τόκους.

 

Ο εφεσείοντας καταχώρισε ένταση. Ισχυρίστηκε πως η εξεταζόμενη αίτηση είναι νομικά αβάσιμη, ότι η αποδοχή του ποσού με τον τόκο και ακύρωση της εγγραφής θα του δημιουργούσε κώλυμα για την προώθηση της έφεσης με Αρ. 206/2024, καθότι με αυτή αμφισβητεί την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου για εφαρμογή του τεκμηρίου του 1/3 ως συνεισφορά του εφεσείοντα και καταβολή ποσού €49.333,00 από την εφεσίβλητη και αξιώνει τη μεταβίβαση του 1/2 μεριδίου της εφεσίβλητης στον ίδιο και καταβολή ποσού €109.370,75, αξίωση που απορρίφθηκε.  Προέβαλε, επίσης, ότι η αίτηση για ακύρωση του memo ήταν καταχρηστική και πως αυτή αποσκοπούσε στο να του στερήσει την ικανοποίηση της απόφασης στην εν λόγω έφεση, σε περίπτωση επιτυχίας.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι η αίτηση ηγέρθηκε σε λανθασμένο τύπο και έκανε δεκτό το αίτημα για ακύρωση του memo, το οποίο και ακύρωσε, με το εξής σκεπτικό:

 

«Η αιτήτρια κάλεσε τον καθ'ου η αίτηση να καταβάλει σ' αυτόν το εξ αποφάσεως χρέος της με τον τόκο και να ζητήσει την ακύρωση του ΜΕΜΟ. Ο καθ'ου η αίτηση αρνήθηκε να εισπράξει το εν λόγω ποσό. Ο λόγος που πρόβαλε για ενδεχόμενη επιτυχία της έφεσης κρίνεται αβάσιμος. Το λιγότερο που μπορεί να λεχθεί είναι ασέβεια προς την πρωτόδικη απόφαση που είναι εκτελεστή αφού δεν αναστάληκε η εκτέλεση της.»

 

Εξέδωσε, επίσης, τα ακόλουθα διατάγματα:

 

«1.    H αιτήτρια και ο καθ'ου η αίτηση διατάσσονται να προσέλθουν στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λευκωσίας στις 10.3.2025 ώρα 10:00 ενώπιον του αρμόδιου Επαρχιακού Κτηματολογικού Λειτουργού.

2.    Η αιτήτρια διατάσσεται να παραδώσει στον καθ'ου η αίτηση τραπεζική επιταγή στο όνομα του για το ποσό €54.040,19 (ποσό €49.333 + τόκοι €4.707,19 μέχρι τις 25.11.2024 που ήταν η πρόταση της) ενώπιον του αρμόδιου Επαρχιακού Κτηματολογικού Λειτουργού.

3.    Ο καθ'ου η αίτηση διατάσσεται να παραλάβει από την αιτήτρια την εν λόγω τραπεζική επιταγή.

4.    Ο αρμόδιος Επαρχιακός Κτηματολογικός Λειτουργός διατάσσεται, στην περίπτωση που η αιτήτρια παραδώσει στον καθ'ου η αίτηση ενώπιον του τραπεζική επιταγή στο όνομα του για το ποσό €54.040,19, να ακυρώσει το ΜΕΜΟ με αρ. ΕΒ2770/2024 και να διαγράψει αυτό από το ακίνητο της αιτήτριας με αρ. εγγραφής 1/1870, μερίδιο όλο, Τμήμα 1, Φύλλο 21, Σχέδιο 550401, Τεμάχιο 316, Επαρχία Λευκωσίας, Χαλκοκονδύλη 17, Άγιος Αντώνιος.

5.    Ο αρμόδιος Επαρχιακός Κτηματολογικός Λειτουργός διατάσσεται, στην περίπτωση που ο καθ'ου η αίτηση αρνηθεί να παραλάβει από την αιτήτρια την εν λόγω τραπεζική επιταγή, να ακυρώσει το ΜΕΜΟ και να διαγράψει αυτό από το εν λόγω ακίνητο της αιτήτριας.

6.    Ο αρμόδιος Επαρχιακός Κτηματολογικός Λειτουργός διατάσσεται, στην περίπτωση που ο καθ'ου η αίτηση δεν εμφανιστεί ενώπιον του τη συγκεκριμένη ημέρα και ώρα ενώ εμφανιστεί η αιτήτρια και του επιδείξει τραπεζική επιταγή στο όνομα του καθ'ου η αίτηση για το ποσό €54.040,19, να ακυρώσει το ΜΕΜΟ με αρ. ΕΒ2770/2024 και να διαγράψει αυτό από το εν λόγω ακίνητο της αιτήτριας.»

 

Ο εφεσείοντας, με εννέα λόγους έφεσης, προσβάλλει την ορθότητα της πιο πάνω πρωτόδικης απόφασης.  Διατείνεται πως εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απέρριψε την αίτηση της εφεσίβλητης για ακύρωση της εγγραφής του memo, για τον λόγο ότι το ορθό δικονομικό μέσο που έπρεπε να ασκηθεί είναι η γενική αίτηση με βάση τη Διαταγή 55 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, (πρώτος λόγος), ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε εσφαλμένα τη διακριτική του ευχέρεια, αναφορικά με τις δυσμενείς συνέπειες που θα έχει στον εφεσείοντα η διαγραφή του memo, σχετικά με την εκτέλεση της απόφασης σε τυχόν επιτυχία της έφεσης με αρ. 206/2024 (δεύτερος λόγος), ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι εσφαλμένη καθώς δεν φέρει τη δέουσα αιτιολογία αναφορικά με τις δυσμενείς συνέπειες που θα έχει στον εφεσείοντα η διαγραφή του memo, σχετικά με την εκτέλεση της απόφασης σε τυχόν επιτυχία της έφεσης με αρ. 206/2024 (τρίτος λόγος έφεσης), ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε πως η αποδοχή του ποσού των €54.040,19 από τον εφεσείοντα και η διαγραφή του memo από το ακίνητο δεν συνιστά κώλυμα δεδικασμένου και/ή συμπεριφοράς και/ή υποσχέσεως στον εφεσείοντα για προώθηση της έφεσης με αρ. 206/2024 (τέταρτος λόγος), ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει το δικαίωμα του εφεσείοντα στη δίκαιη δίκη και δη το εν δυνάμει δικαίωμα του στην εκτέλεση της απόφασης σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης με αρ. 206/2024 αναφορικά με την αξίωση του ποσού των €109.370,75, σύμφωνα με τα Άρθρα 6(1)(3) και 13 της Ε.Σ.Δ.Α. (πέμπτος λόγος), ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει το δικαίωμα του εφεσείοντα στην περιουσία που κατοχυρώνεται στο Άρθρο 1 του 1ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., αναφορικά με το εν δυνάμει δικαίωμα του σε εκτέλεση αναφορικά με το ποσό των €109.370,75 που αξιώνει με την έφεση με αρ. 206/2024 (έκτος λόγος), ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει το δικαίωμα του εφεσείοντα στη δίκαιη δίκη (Άρθρο 6.1 της Ε.Σ.Δ.Α.) και δη το δικαίωμα του να τύχει αντικειμενικής και αμερόληπτης μεταχείρισης από το Δικαστήριο (έβδομος λόγος έφεσης), ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει το δικαίωμα του στο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, σύμφωνα με το Άρθρο 8 της Ε.Σ.Δ.Α. (όγδοος λόγος) και τέλος, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει το δικαίωμα του εφεσείοντα που κατοχυρώνεται στο Άρθρο 17 της Ε.Σ.Δ.Α., το οποίο προβλέπει ότι κανένα δικαίωμα που αναγνωρίζεται στη Σύμβαση δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί με κατάχρηση ή κακόβουλη πρόθεση (ένατος λόγος).

 

Κατά την προδικασία, ηγέρθηκε από τον δικηγόρο της εφεσίβλητης η θέση ότι η έφεση είναι άνευ αντικειμένου, λόγω του ότι το memo ήδη αφαιρέθηκε και το ακίνητο επί του οποίου καταχωρήθηκε το memo πωλήθηκε σε τρίτο πρόσωπο. Με τη σύμφωνη γνώμη του δικηγόρου του εφεσείοντα, προσκομίστηκε μαρτυρία, με ένορκο δήλωση της εφεσίβλητης, στην οποία επισυνάφθηκε ως Τεκμήριο 1 πιστοποιητικό έρευνας ακίνητης ιδιοκτησίας, ημερομηνίας 13.5.2025, το οποίο εξέδωσε το Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λευκωσίας, όπου φαίνεται ότι το ακίνητο (διαμέρισμα) επί του οποίου είχε εγγραφεί το memo, πωλήθηκε στις 10.03.2025.

 

Οι δικηγόροι των διαδίκων ετοίμασαν γραπτές αγορεύσεις για το εγερθέν προδικαστικό ζήτημα και, επίσης, προέβηκαν σε προφορικές διευκρινίσεις.

 

Ο δικηγόρος της εφεσίβλητης υπέμνησε ότι μετά την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ημερομηνίας 19.2.2025, με την οποία διατάχθηκε η ακύρωση του memo, το memo ακυρώθηκε από τον Επαρχιακό Κτηματολογικό Λειτουργό Λευκωσίας και το εν λόγω ακίνητο (διαμέρισμα) μεταβιβάστηκε σε τρίτο πρόσωπο.  Προέβαλε πως, ενόψει τούτου, η υπό κρίση έφεση έχει απωλέσει το αντικείμενο της και, συνεπώς, είναι προδήλως αβάσιμη και θα πρέπει να απορριφθεί καθότι, ως η νομολογία, τα Δικαστήρια δεν ενεργούν επί ματαίω.  Αντίθετα, ο δικηγόρος του εφεσείοντα υποστήριξε πως η υπό κρίση έφεση δεν είναι άνευ αντικειμένου, καθότι σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης για την ακύρωση του memo, ο εφεσείοντας δύναται να στραφεί εναντίον της εφεσίβλητης και του αγοραστή του διαμερίσματος για ακύρωση της μεταβίβασης, επανεγραφή στο όνομα της εφεσίβλητης και καταχώρισης memo. Ούτε και εξαλείφθηκε το έννομο συμφέρον του εφεσείοντα, καθότι επικαλείται στην έφεση παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του που κατοχυρώνονται από την ΕΣΔΑ, τα οποία το Εφετείο θα πρέπει να εξετάσει.  Προέβαλε, επίσης, ότι τυχόν απόρριψη της έφεσης ως προδήλως αβάσιμης, θα επηρεάσει αρνητικά την έκβαση της έφεσης περιουσιακών διαφορών με αρ. 206/2024.

 

Η εισήγηση του δικηγόρου της εφεσίβλητης να απορριφθεί η υπό κρίση έφεση, ως προδήλως αβάσιμη, στηρίζεται, στο Μέρος 41.9 των Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2023 και συγκεκριμένα στο εδάφιο (3) του Κανονισμού 9, το οποίο δίδει εξουσία στο Εφετείο να απορρίψει εφέσεις ως προδήλως αβάσιμες και προνοεί τα ακόλουθα:

 

«(3)  Υπάρχει επιτακτικός λόγος για απόρριψη της ειδοποίησης έφεσης όταν αυτή κρίνεται απαράδεκτη, προπετής, προδήλως αβάσιμη ή ως ασκηθείσα προς το σκοπό παρέλκυσης της απονομής της δικαιοσύνης.»

 

Όπως αναφέρθηκε στην Σεκέρσαββας κ.ά. v. Τουρκική Δημοκρατία, Πολιτική Έφεση Αρ. 415/2019, ημερομηνίας 31.10.2024:

 

«Προσομοιάζουσα πρόνοια, υπήρχε στον Κανονισμό 10(i) του περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικό Κανονισμό του 1996. Συνεπώς, η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου που σχετιζόταν με τον εν λόγω κανονισμό είναι απόλυτα σχετική.»

 

 Στη Χρυσοστόμου v. Μαυρομουστάκη (1998) 3 Α.Α.Δ. 316 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Η εξουσία για τη συνοπτική απόρριψη έφεσης πηγάζει από το Σύνταγμα, και έχει ως αντικείμενο την περιφρούρηση των διαδικασιών και τη διαφύλαξη των δικαιοδοσιών του Δικαστηρίου από περισπασμούς που επάγεται η εξέταση αβάσιμων δικαστικών μέτρων. Αυτή τούτη η φύση της εξουσίας, για την απόρριψη έφεσης έξω από το καθιερωμένο θεσμικό πλαίσιο, προσδίδει σ' αυτή το χαρακτήρα εξαιρετικού μέτρου, το οποίο ασκείται με φειδώ αλλά χωρίς δισταγμό, εφόσον διαπιστωθεί το προδήλως αβάσιμο του διαβήματος (βλ. Πίτσιλλος ν. Γενικού Εισαγγελέα (1998) 3 A.A.Δ. 266. Justice Party v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1621).»

 

Στην TRICOR LTD ΥΠΟ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ (ΔΙΑ ΤΟΥ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΑΘΑΝΑΣΗ ΝΕΟΦΥΤΟΥ v. EUROBANK CYPRUS LTD (ΠΡΩΗΝ EUROBANK EFG CYPRUS LTD), Πολιτική Έφεση Ε66/2020, ημερομηνίας 12.1.2023 λέχθηκε ότι:

 

«...έφεση δυνατόν να απορριφθεί  ως προδήλως αβάσιμη. Πρόκειται για συνταγματική επιταγή, (βλ. Χρυσοστόμου ν. Μαυρομουστάκη (1998) 3 Α.Α.Δ. 316). Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το Άρθρο 163.2 του Συντάγματος, το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται να εκδίδει διαδικαστικό κανονισμό, μεταξύ άλλων, προς το σκοπό, «(β)  την συνοπτικήν εκδίκασιν οιασδήποτε εφέσεως, ήτις θεωρείται υπό του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου αυτή είναι εκκρεμής, ως προδήλως αβάσιμος.»  Το θέμα έτυχε δικονομικής ρύθμισης με τον Κανονισμό 4/1996 και δη από τον Κ.10(i) αυτού, όπως έχει προαναφερθεί. Έφεση, είναι προδήλως αβάσιμη, αν από το περιεχόμενο της και τους εφαρμοζόμενους, συναφώς, κανόνες δικαίου, διαπιστώνεται ότι δεν έχει πιθανότητα επιτυχίας. Επομένως, αναμφίβολα, κάθε έφεση κρίνεται στη βάση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της, όπως εμφαίνονται στους λόγους έφεσης που τη συναποτελούν».

 

Στην Επί τοις Αφορώσι την αίτηση της Εταιρείας Unibrand Secretarial Services Limited από τη Λευκωσία για Εκκαθάριση της Εταιρείας Tricor Limited v. Eurobank (Cyprus) Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. 53/2016, ημερομηνίας 18.4.2024, επαναλήφθηκαν τα εξής:

 

«Έφεση, θεωρείται ότι είναι προδήλως αβάσιμη όταν διαπιστώνεται, εξ αρχής, ότι αυτή στερείται αντικειμένου ή όταν στην πορεία και πριν από την περάτωση της, με τελική απόφαση, καταλήγει να έχει απωλέσει το αντικείμενο της.  Το Ανώτατο Δικαστήριο κατά την άσκηση της παρούσας δικαιοδοσίας του, ήτοι ως Εφετείο,  επιλαμβάνεται εφέσεων κατά αποφάσεων πρωτόδικων Δικαστηρίων.  Στο πλαίσιο αυτό, εφόσον διαπιστώνει την ύπαρξη εφέσεων οι οποίες, εξ αντικειμένου, είναι   προδήλως αβάσιμες, προβαίνει άμεσα στην απόρριψη τους.  Έχει υποχρέωση ως προς τούτο, με βάση το Άρθρο 163.2(β)[1] του Συντάγματος. Η υποχρέωση αυτή εμπίπτουσα στο δικονομικό πεδίο της εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου,  προβλέπεται και στον Κ.10(i) του  περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996 (4/1996).»

 

(βλ. επίσης Αλφρέδου v. Bank of Cyprus κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 99/2024, ημερομηνίας 28.02.2025, Dicran Hovsepian v. Olympic Insurance Co Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. 104/2018, ημερομηνίας 21.2.2025.)

 

Έχουμε μελετήσει τα όσα έχουν αναφέρει οι δικηγόροι αναφορικά με το εγερθέν προδικαστικό ζήτημα, τους λόγους έφεσης και τη σχετική νομολογία. Θα αναφερθούμε, κατ’ αρχάς, στο νομοθετικό πλαίσιο σε σχέση με την εγγραφή δικαστικής απόφασης (memo), ως μεθόδου εκτέλεσης.  Σύμφωνα με το Άρθρο 14(1)(β) του Κεφ. 6:

 

«14.-(1) Κάθε δικαστική απόφαση ή διάταγμα του Δικαστηρίου που διατάσσει πληρωμή χρημάτων, δύναται τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού, να εκτελεστεί με όλα ή με οποιοδήποτε από τα ακόλουθα μέσα:-

……………………………………………………………………………………………

(β) με πώληση ακίνητης ιδιοκτησίας ή επιβάρυνση αυτής με την εγγραφή της δικαστικής απόφασης»

 

 Η απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερομηνίας 19.2.2025, αποτελεί δικαστική απόφαση που διατάσσει πληρωμή χρημάτων, ο δε εφεσείοντας, σύμφωνα με τις ερμηνευτικές διατάξεις του Κεφ. 6, κατέστη πιστωτής και η εφεσίβλητη οφειλέτης, γι’ αυτό και ο εφεσείοντας ενέγραψε memo επί της ακίνητης ιδιοκτησίας της εφεσίβλητης.

 

Χωρίς να εξετάζουμε την ουσία της έφεσης επί της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερομηνίας 19.2.2025, επισημαίνουμε, πως δεν αμφισβητήθηκε κατά την πρωτόδικη διαδικασία ότι η εφεσίβλητη έκανε προσπάθεια, μέσω των δικηγόρων της, για την καταβολή σ’ αυτόν του ποσού των €49.333,00 πλέον νόμιμο τόκο, και ότι ο εφεσείοντας αρνήθηκε να εισπράξει το ποσό.  Επομένως, είναι παραδεκτό ότι ο ίδιος ο εφεσείοντας αρνήθηκε την εκτέλεση της απόφασης του Δικαστηρίου, ημερομηνίας 8.7.2024.  Είναι για την εκτέλεση της απόφασης ημερομηνίας 8.7.2024 που καταχωρήθηκε το memo.

 

Η ακίνητη περιουσία που έχει επιβαρυνθεί με memo έχει πωληθεί, σε τρίτο πρόσωπο, επομένως η υπό κρίση έφεση, η οποία προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με την οποία ακύρωσε το memo, έχει απωλέσει πλέον το αντικείμενο της.  Η ακρόαση της έφεσης δεν θα εξυπηρετήσει οποιοδήποτε σκοπό, εφόσον το memo έχει ακυρωθεί και η περιουσία έχει πωληθεί. Ακόμα και να πετύχαινε η υπό κρίση έφεση, δεν θα είχε οποιοδήποτε πρακτικό αποτέλεσμα, εφόσον με την απόφαση δεν θα επαναφέρετο το memo επί της περιουσίας που δεν ανήκει πλέον στην εφεσίβλητη, ούτε και θα μεταφέρετο η ιδιοκτησία πίσω στην εφεσίβλητη από τον αγοραστή. Επομένως, το Δικαστήριο δεν θα εξετάσει την έφεση επί ματαίω.  Τέτοια διαπίστωση δεν επηρεάζει τυχόν όποια αξίωση του εφεσείοντα για παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του.  Όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα της επανεκδίκασης που διατάχθηκε στην έφεση αρ. 206/2024, ο εφεσείοντας θα έχει το δικαίωμα να προχωρήσει με νέα μέτρα εκτέλεσης σε περίπτωση που ήθελε εκδοθεί απόφαση προς όφελος του, για οποιοδήποτε ποσό.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω, καταλήγουμε ότι η υπό κρίση έφεση δεν δικαιολογείται να εξεταστεί περαιτέρω και απορρίπτεται, δυνάμει του Μέρους 41, Κανονισμός 9, εδάφιο (3), ως άνευ αντικειμένου αφού ως εκ τούτου έχει καταστεί απαράδεκτη προς εξέταση της ουσίας της και προδήλως αβάσιμη. 

 

Επιδικάζονται υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα €2.400,00 πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει, ως έξοδα της έφεσης.

 

 

 

                                                                   Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

 

 

                                                                   Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

 

                                                                   Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο