ΣΑΒΒΑΣ ΣΑΒΒΑ v. ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΤΣΟΥΡΑΣ ΚΑΙ ΥΙΟΣ ΛΙΜΙΤΕΔ, Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε30/2020, 3/7/2025
print
Τίτλος:
ΣΑΒΒΑΣ ΣΑΒΒΑ v. ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΤΣΟΥΡΑΣ ΚΑΙ ΥΙΟΣ ΛΙΜΙΤΕΔ, Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε30/2020, 3/7/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε30/2020)  


3 Ιουλίου, 2025


[
ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ ‑ ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]



ΣΑΒΒΑΣ ΣΑΒΒΑ

Εφεσείοντας/Καθ’ ου η αίτηση

και

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΤΣΟΥΡΑΣ ΚΑΙ ΥΙΟΣ ΛΙΜΙΤΕΔ

Εφεσίβλητοι/Αιτητές

 

-----------------------------

 

Σάββας Ζαννούπας, για τον Εφεσείοντα.
Πολύκαρπος Φιλίππου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
, για τους Εφεσίβλητους.

 

 

-----------------------------

[Η ακρόαση διεκπεραιώθηκε χωρίς τη φυσική παρουσία των μερών κατόπιν αιτήματος που υποβλήθηκε δυνάμει του περί Ηλεκτρονικής Δικαιοσύνης (Ηλεκτρονική Επικοινωνία) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2021]

 

 

ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα

       δοθεί από τη Χριστοδουλίδου-Μέσσιου, Δ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η


ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.: Οι αιτητές/ εφεσίβλητοι πέτυχαν την έκδοση απόφασης του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων Λεμεσού ‑ Πάφου Τμήματος Πάφου, υπέρ τους και εναντίον του καθ’ ου η αίτηση/ εφεσείοντα, για το ποσό των €20.295,38 για οφειλόμενα ενοίκια πλέον τόκους και έξοδα.

 

Στη συνέχεια οι αιτητές/ εφεσίβλητοι καταχώρισαν στις 12.4.2018 αίτηση έρευνας με την οποία αξίωναν την εξέταση του καθ’ ου η αίτηση/ εφεσείοντα αναφορικά με την ικανότητα του να πληρώσει το οφειλόμενο προς αυτούς ποσό δια μηνιαίων δόσεων, η οποία υποστηριζόταν από την ένορκη δήλωση του Κ.Φ. Διευθυντή τους. Στην εν λόγω ένορκη δήλωση αναφερόταν ότι κανένα ποσό δεν έχει καταβληθεί έναντι του εξ αποφάσεως χρέους, γινόταν αναφορά σε σχετικά εντάλματα εκποίησης κινητής περιουσίας που επιστράφηκαν ανεκτέλεστα και υπήρχε ο ισχυρισμός ότι ο καθ’ ου η αίτηση έχει κινητή περιουσία, είναι υγιής, εργαζόμενος και ικανός να πληρώσει το εξ αποφάσεως χρέος του με μηνιαίες δόσεις ύψους €500 ‑ €600 εκάστη.

 

Ο καθ’ ου η αίτηση/ εφεσείοντας καταχώρισε ένσταση στις 28.1.2019 προβάλλοντας 16 λόγους ένστασης.  Ισχυρίστηκε μεταξύ άλλων παράλειψη αναγραφής της ορθής νομικής βάσης της αίτησης, καθ' ότι οι αιτητές/ εφεσίβλητοι παρέλειψαν να αναφέρουν στη νομική βάση της αίτησης τόσο τον περί Ενοικιοστασίου Νόμο του 1983 (Ν. 23/1983), όσο και τον περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικό Κανονισμό του 1983 (Κ. 2/1983). Αρνήθηκε επίσης ότι έχει την ικανότητα να πληρώνει οποιοδήποτε ποσό, ισχυριζόμενος ότι τα εισοδήματα του αλλά και της οικογένειας του είναι ανεπαρκή για αξιοπρεπή διαβίωση αλλά και για να ανταποκριθεί στο αίτημα των αιτητών/ εφεσίβλητων.

 

Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων Λεμεσού ‑ Πάφου Τμήμα Πάφου, αποφάσισε ότι επειδή η υπό εξέταση αίτηση αφορούσε αμιγώς νομικό ζήτημα, και δεν απτόταν της ουσίας της υπόθεσης, αλλά σχετιζόταν με την εκτέλεση της κατ' εφαρμογή των διαλαμβανομένων στον περί Ενοικιοστασίων Νόμο και τους σχετικούς περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικούς Κανονισμούς, ότι η παρουσία παρέδρων δεν ήταν αναγκαία και το Δικαστήριο συνεδρίασε με μονομελή σύνθεση. Κατέληξε ακολούθως στην έκδοση διατάγματος εναντίον του καθ’ ου η αίτηση για αποπληρωμή του εξ αποφάσεως χρέους ως ακολούθως:


- (α) Από 1.2.2020 μέχρι και 20.6.2020 με μηνιαίες δόσεις εξ €40 εκάστη και
- (β) Από 1.7.2020 μέχρι την εξόφληση του εξ αποφάσεως χρέους, ή μέχρι άλλης νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου, με μηνιαίες δόσεις εξ €120 μηνιαίως εκάστη δόση πληρωτέα την πρώτη μέρα κάθε μήνα, με 5 εργάσιμες μέρες χάρη.

Επιδίκασε επίσης τα έξοδα της αίτησης υπέρ των αιτητών/ εφεσιβλήτων και σε βάρος του καθ’ ου η αίτηση/ εφεσείοντα, όπως υπολογιστούν από τη Γραμματέα και εγκριθούν από το Δικαστήριο στην κλίμακα €10.000 ‑ €50.000, πληρωτέα με τον ίδιο τρόπο που προαναφέρεται.

 

Η απόφαση δεν άφησε ικανοποιημένο τον εφεσείοντα, o οποίος επιδιώκει την ανατροπή της προβάλλοντας 10 λόγους έφεσης. Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται η θέση ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε την εκδίκαση της αίτησης με μονομελή σύνθεση, κατά παράβαση του σχετικού Νόμου και Κανονισμών του περί Ενοικιοστασίου Νόμου. Ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι επίσης καθαρά νομικός και αφορά την παράλειψη των αιτητών να αναγράψουν την ορθή νομική βάση της αίτησης, δηλαδή τόσο τον περί Ενοικιοστασίου Νόμο του 1983 (Ν. 23/1983), όσο και τον περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικό Κανονισμό του 1983 Κ. 2/1983, με την εισήγηση ότι η αίτηση έπρεπε για το λόγο αυτό να απορριφθεί. Οι τρίτος και τέταρτος λόγοι έφεσης αναφέρουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε προαποφασίσει την έκδοση διατάγματος μηνιαίων δόσεων και δεν εξέτασε τη δυνατότητα του καθ’ ου η αίτηση‑εφεσείοντα να πληρώσει το εξ αποφάσεως χρέος με μηνιαίες δόσεις, αλλά εξέτασε μόνο το ύψος της δόσης. Με τον πέμπτο λόγο έφεσης αμφισβητείται η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο καθ’ ου η αίτηση‑εφεσείων ήταν αναξιόπιστος. Οι λόγοι έφεσης 6, 7 και 8 αφορούν ισχυρισμούς ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα (1) έλαβε υπόψη του το δημόσιο βοήθημα (επίδομα τέκνου), ενάντια της νομικής προνοίας ότι τα δημόσια βοηθήματα δεν λαμβάνονται υπόψη για σκοπούς της διαδικασίας έκδοσης διατάγματος μηνιαίων δόσεων, (2) το ποσό των €400 που πλήρωνε ο εφεσείων για τα φροντιστήρια των παιδιών του κρίθηκε ως μη αναγκαίο, επικαλούμενο νομολογία 20 και πλέον χρόνων, η οποία έχει αποφασιστεί με τα δεδομένα της τότε εποχής και (3) παραγνώρισε το γεγονός ότι ο εφεσείων λάμβανε οικονομική βοήθεια από τη μητέρα του και η οποία αναδείκνυε το μέγεθος των οικονομικών δυσκολίων που αυτός αντιμετώπιζε. Με τον ένατο λόγο έφεσης αμφισβητείται ως λανθασμένη και αδικαιολόγητη η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για έκδοση διατάγματος καταβολής του εξ αποφάσεως χρέους με μηνιαίες δόσεις, καθότι δεν δικαιολογείτο από την τεθείσα μαρτυρία. Τέλος, με τον δέκατο λόγο έφεσης, προβάλλεται ως λανθασμένη η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να καταδικάσει τον εφεσείοντα σε όλα τα έξοδα της διαδικασίας, εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε απορρίψει άλλα αιτητικά της αίτησης του εφεσίβλητου και τον δικαίωσε μόνο στο αιτητικό (β) που αφορούσε την απόφαση για έκδοση διατάγματος μηνιαίων δόσεων εναντίον του.

Για σκοπούς πληρότητας της παρούσας απόφασης, αναφέρεται ότι αρχικά η υπό κρίση αίτηση τέθηκε ενώπιον του Εφετείου σε μονομελή σύνθεση για εκδίκαση, δυνάμει των προνοιών του άρθρου 25(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/1960) και του άρθρου 11(5) του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμου του 1964 (Ν. 33/1964), όπως αυτοί έχουν τροποποιηθεί.

 

Κατά το στάδιο της προδικασίας υπεβλήθη αίτημα από τον συνήγορο του εφεσείοντα όπως η υπόθεση εκδικαστεί από τριμελή σύνθεση του Εφετείου, υποστηρίζοντας ότι η φράση «ενδιάμεση απόφαση» που παρατίθεται στην εν λόγω νομοθεσία δεν περιλαμβάνει την εκκαλούμενη με την παρούσα έφεση απόφαση.

 

Το Εφετείο σε μονομελή σύνθεση με απόφαση του ημερομηνίας 21 Φεβρουαρίου 2025 συμφώνησε με τη θέση του συνηγόρου του εφεσείοντα, ότι η υπό κρίση αίτηση δεν είναι ενδιάμεση εν τη εννοία των εφαρμοζόμενων άρθρων των ανωτέρω νόμων προβαίνοντας σε μια ιστορική αναδρομή στην εξέλιξη της σχετικής νομοθεσίας.  Παραπέμπουμε σχετικά στην απόφαση Σάββας Σάββα ν. Ανδρέας Κάτσουρας και Υιός Λίμιτεδ, Πολ. Έφ. Ε30/2020 ημερ. 21/2/2025.

 

Αποφάσισε σχετικά «… μία αίτηση για εκτέλεση απόφασης, όπως η παρούσα αίτηση έρευνας ή για ακύρωση δόλιας μεταβίβασης ή για δέσμευση ή πώληση περιουσίας προς εξόφληση εξ αποφάσεως χρέους, δεν είναι ενδιάμεση, αλλά τελική εφόσον είναι αποκομμένη από την κύρια διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση και δεν επηρεάζει την κυρίως απόφαση επί της διαφοράς των διαδίκων».

 

Κατέληξε, ότι: «Ένας Δικαστής του Εφετείου σε μονομελή σύνθεση δεν έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει την παρούσα έφεση, αφού εφεσιβαλλόμενη απόφαση δεν θεωρείται ενδιάμεση... ».

Έτσι η αίτηση τέθηκε ενώπιον του Εφετείου σε τριμελή σύνθεση για να την εκδικάσει.

 

Οι συνήγοροι των διαδίκων υιοθέτησαν τα περιγράμματα αγόρευσης που είχαν καταχωρίσει ηλεκτρονικά και η απόφαση επιφυλάχτηκε χωρίς τη φυσική τους παρουσία στο Δικαστήριο, σύμφωνα με τη σχετική νομοθετική πρόνοια στην οποία γίνεται αναφορά ανωτέρω.

 

Κρίνουμε ορθότερο να εξετάσουμε πρώτα τον πρώτο λόγο έφεσης, αφού τυχόν επιτυχία του θα έχει ως αποτέλεσμα την ακύρωση της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, άνευ ετέρου.

 

Το άρθρο 3 του περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικών Κανονισμών του 1983, Κ. 2/1983 προνοεί τα ακολούθα:

«3 (α) Σύσταση Σύνθεση και Λειτουργία Δικαστηρίου και Συναφή Θέματα.

Καθιδρύονται τρία Δικαστήρια Ελέγχου Ενοικιάσεων:

(α) Το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων Λευκωσίας
(β) το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων Λάρνακας - Αμμοχώστου και
(γ) το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων Λεμεσού - Πάφου.

(β) Κάθε Δικαστήριο διαιρείται σε τμήματα που συνεδριάζουν στις επαρχίες στις οποίες επεκτείνεται η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου.

(γ) Η δικαιοδοσία τμήματος Δικαστηρίου επεκτείνεται σε όλα τα ακίνητα που ευρίσκονται όπου τούτο λειτουργεί των οποίων η ενοικίαση ή κατοχή διέπεται από τις πρόνοιες του Νόμου. Ο Πρόεδρος προΐσταται του Δικαστηρίου και κάθε τμήματος αυτού.

(δ) Το Δικαστήριο απαρτίζεται από τον Πρόεδρο και δύο παρέδρους. Οι πάρεδροι που θα συμμετέχουν σε συγκεκριμένη υπόθεση ορίζονται από τον Πρόεδρο και δίδεται σ' αυτούς λογική προειδοποίηση. Πάρεδρος που κωλύεται να συμμετάσχει σε συγκεκριμένη υπόθεση, πληροφορεί έγκαιρα γραπτώς τον Πρόεδρο, ο οποίος επιλαμβάνεται του θέματος και μεριμνά για την αντικατάστασή του.

(ε) Το Δικαστήριο επιλαμβάνεται κάθε αιτήσεως για επίλυση διαφοράς σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. 0 Πρόεδρος κρίνει και αποφασίζει χωρίς τη συμμετοχή των παρέδρων προδικαστικά θέματα που δεν άπτονται της ουσίας της υποθέσεως όπως, μεταξύ άλλων, θέματα που αφορούν τον ορισμό και αναβολή υποθέσεων και την έκδοση οδηγιών για την ετοιμασία εκτιμήσεως από λειτουργό εκτιμήσεων. Επίσης ο Πρόεδρος επιλαμβάνεται της αιτήσεως σε κάθε στάδιο κατά το οποίο η παρουσία των παρέδρων δεν είναι αναγκαία με το Νόμο.

(στ) Το Δικαστήριο επιλαμβάνεται κάθε αιτήσεως το συντομότερο δυνατό. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου έχει συνοπτικό χαρακτήρα με σκοπό την ταχεία και αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης.

(ζ) Η εκδίκαση όλων των αιτήσεων οι οποίες εκκρεμούν και των οποίων έχει αρχίζει η ακρόαση ενώπιον του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων Λευκωσίας-Λάρνακας-Αμμοχώστου, θα συνεχιστεί και θα ολοκληρωθεί από το κατά τόπο αρμόδιο Δικαστήριο Λευκωσίας ή Λάρνακας-Αμμοχώστου με την υφιστάμενη σύνθεση Προέδρου και παρέδρων

 

Είναι η θέση του συνηγόρου του εφεσείοντα ότι πουθενά στο εν λόγω άρθρο δεν υπάρχει αναφορά ότι το Δικαστήριο έχει εξουσία να εκδικάσει αίτηση έρευνας με μονομελή σύνθεση. Τουναντίον, γίνεται ρητή αναφορά στον Κ. 2/1983 πότε το Δικαστήριο μπορεί να προχωρήσει με την εκδίκαση της υπόθεσης στην απουσία των παρέδρων και προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι τέτοια δεν ήταν η υπό κρίση περίπτωση.

 

Αντίθετη είναι η θέση του συνηγόρου των εφεσίβλητων, o οποίος με αναφορά στη νομολογία και συγκεκριμένα στις υποθέσεις In re Hjicostas (1984) 1 C.L.R. 513, Αντωνάκης Λοΐζου v. Stylson Engineering Co. Ltd (1998) 1 Α.Α.Δ. 2077 και Κώστας Τρύφωνος v. Takis Vashiotis Ltd (1999) 1 Α.Α.Δ. 1953, ισχυρίζεται ότι η ουσία της επίδικης διαφοράς είχε κριθεί με την έκδοση της απόφασης και η διαδικασία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου που εφεσιβάλλεται (διαδικασία εκτέλεσης της απόφασης με πληρωμή μηνιαίων δόσεων) αφορούσε στην εκτέλεση της.

 

Στην απόφαση Ebanoitze Michail (Αρ. 2) (2014) 1 A.A.Δ. 1891 έχουν λεχθεί τα ακολούθα:

«Στην παρούσα περίπτωση ο αιτητής στηρίζει το αίτημα του για έκδοση του αιτούμενου διατάγματος στην κατ' ισχυρισμό υπέρβαση ή έλλειψη δικαιοδοσίας λόγω της μη συμμετοχής των παρέδρων στην επίδικη ενδιάμεση διαδικασία, και αυτό κατ' επίκληση του Άρθρου 4(5) του Νόμου και του Καν. 3(ε) των περί Ενοικιοστασίων Κανονισμών. Σύμφωνα με το Άρθρο 4(1) και (5)* του Νόμου, το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων απαρτίζεται από Πρόεδρο και δύο παρέδρους αλλά η επίλυση των διαφορών που υποβάλλονται στο Δικαστήριο αποφασίζεται από τον Πρόεδρο αφού λάβει τις απόψεις των παρέδρων οι οποίοι έχουν συμβουλευτική γνώμη. Σύμφωνα δε με τον Καν.3(ε)** ο Πρόεδρος κρίνει και αποφασίζει οποιοδήποτε θέμα, χωρίς τη συμμετοχή των παρέδρων, που δεν άπτονται της ουσίας της υπόθεσης καθώς επίσης «. Αιτήσεως σε κάθε στάδιο κατά το οποίο η παρουσία των παρέδρων δεν είναι αναγκαία από το Νόμο». Με δεδομένες τις πρόνοιες του Άρθρου 4(5) του Νόμου και του Καν. 3(ε), αλλά και της όλης δομής και φιλοσοφίας του περί Ενοικιοστασίου Νόμου, καθίσταται κατά την άποψη μου σαφές ότι ο ρόλος και η αποστολή των παρέδρων περιορίζεται στην παροχή συμβουλευτικής γνώμης προς τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου σε θέματα που άπτονται της ουσίας της υπόθεσης.  Δηλαδή αυτά που αφορούν είτε καθορισμό ενοικίου (Μέρος ΙΙΙ του Νόμου) είτε ανάκτηση κατοχής (Μέρος ΙV του Νόμου), συμπεριλαμβανομένου παντός παρεμπίπτοντος ή συμπληρωματικού θέματος (Αρ.4(1) του Νόμου). Η απόφαση όμως επί αιτήματος για προσαγωγή περαιτέρω μαρτυρίας δεν άπτεται της ουσίας της υπόθεσης, αλλά του τρόπου που επιλέγει ο διάδικος για προώθηση της υπόθεσής του. Επομένως, σε τέτοια ζητήματα δεν  απαιτείται από το Νόμο η γνώμη και κατά συνέπεια η συμμετοχή των παρέδρων στη διαδικασία, θέμα που ξεκαθαρίζεται και από τον Καν. 3(ε) που προνοεί ότι «. Ο Πρόεδρος επιλαμβάνεται της αίτησης σε κάθε στάδιο κατά το οποίο η παρουσία των παρέδρων δεν είναι αναγκαία με το Νόμο». Επί του προκειμένου, κατά την επ' ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης, ζητήθηκε από τους δικηγόρους του αιτητή να υποδείξουν την πρόνοια ή πρόνοιες του Νόμου βάσει της οποίας ή των οποίων προκύπτει υποχρέωση συμμετοχής και των παρέδρων σε ενδιάμεσες διαδικασίες ως η επίδικη, χωρίς όμως να επιτευχθεί το ζητούμενο. Η επίκληση δε της Eurofresh Fruit & Vegetables Ltd (ανωτέρω) δεν βοηθά καθότι ο ρόλος των παρέδρων στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών δεν είναι συμβουλευτικός αφού η απόφαση του εν λόγω Δικαστηρίου σε περίπτωση διαφωνίας λαμβάνεται κατά πλειοψηφία (βλ. Καν. 10 και 11). Όπως δεν βοηθά και το επιχείρημα ότι η μη συμμετοχή των παρέδρων στην επίδικη ενδιάμεση διαδικασία θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτητή, αφού εν πάση περιπτώσει οι πάρεδροι, με την υλοποίηση του διατάγματος προσαγωγής περαιτέρω μαρτυρίας, θα λάβουν γνώση της εν λόγω μαρτυρίας και κατά συνέπεια θα είναι σε θέση να την αξιολογήσουν και να συμβουλεύσουν ανάλογα τον Πρόεδρο.

 

Κατ' ακολουθία των πιο πάνω καταλήγω ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ενήργησε καθ' υπέρβαση ή έλλειψη δικαιοδοσίας καθότι η συμμετοχή των παρέδρων στην επίδικη ενδιάμεση διαδικασία δεν ήταν αναγκαία με το Νόμο και ως εκ τούτου το αίτημα για έκδοση εντάλματος Certiorari είναι καταδικασμένο σε απόρριψη.»

 

Κατ' ακολουθία των πιο πάνω, είναι η θέση μας ότι η υπό κρίση αίτηση δεν αφορά θέματα που άπτονται της ουσίας της υπόθεσης, η οποία έχει καθοριστεί με την έκδοση απόφασης μετά από ακροαματική διαδικασία, όπως αυτά καθορίζονται στο άρθρο 3(ε) του Κ. 2/1983 και επομένως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε και εκδίκασε την υπό κρίση αίτηση σε μονομελή σύνθεση.

 

Συνεπώς ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι επίσης καθαρά νομικός και αφορά τον ισχυρισμό ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απέρριψε την αίτηση λόγω παράλειψης των εφεσίβλητων να αναγράψουν την ορθή νομική βάση της αίτησης, εφόσον είχαν παραλείψει να αναγράψουν τόσο τον περί Ενοικιοστασίου Νόμου του 1983 (Ν.23/1983), όσο και τον περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικό Κανονισμό του 1983 Κ. 2/1983.

 

Ειδικότερα, το εν λόγω θέμα τέθηκε και πρωτόδικα με τον συνήγορο του εφεσείοντα να εισηγείται ότι η μη αναγραφή επί της νομικής βάσης της αίτησης του περί Ενοικιοστασίου Νόμου και του σχετικού Διαδικαστικού Κανονισμού, καθιστά την αίτηση έκθετη σε απόρριψη, σε αντίθεση με την εισήγηση του συνηγόρου των αιτητών‑εφεσίβλητων o οποίος εισηγήθηκε ότι πρόκειται για θεραπεύσιμη παρατυπία με βάση τη Δ.64 των Παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

 

 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε το πιο πάνω θέμα ως ακολούθως:


«Συμφωνώ με τον κ. Φιλίππου ότι η μη αναγραφή του περί Ενοικιοστασίου Νόμου όντως αποτελεί θεραπεύσιμη παρατυπία. Επεξηγώ. Στην ειδική πρόνοια του κανονισμού 12(β) του περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικού Κανονισμού, αναφέρεται πως: «η μη συμμόρφωση με τους κανονισμούς δεν συνεπάγεται την ακύρωση της διαδικασίας εκτός εάν το Δικαστήριο διατάξει τούτο». Όσον αφορά την αντίστοιχη Δ.64, έχει κριθεί πως η εν λόγω διαταγή δεν τυγχάνει εφαρμογής σε περιπτώσεις που αξιώνεται η αναβίωση διατάγματος το οποίο θέτει χρονικό πλαίσιο για την εκτέλεσή του, και το οποίο, με το πέρας του χρόνου καθίσταται ipso facto άκυρο, εξαφανίζοντας την πηγή της εξουσιοδότησης για καταχώρηση του δικογράφου. Όμως η επίδικη αίτηση δεν αφορά τέτοια περίπτωση. Το δε δικονομικό πλαίσιο που αφορά την παρούσα αίτηση μηνιαίων δόσεων, ήτοι την εκτέλεση της εξασφαλισθείσας απόφασης εντοπίζεται στο Κεφ. 6 και όχι στον περί Ενοικιοστασίου Νόμο. Η σχετική με το θέμα νομολογία καταδεικνύει ότι η θεσμοθέτηση της Δ.64 κατάργησε τη διάκριση μεταξύ άκυρης και αντικανονικής διαδικασίας και έδωσε το δικαίωμα στο Δικαστήριο να θεωρήσει θεραπεύσιμη την όποια παρατυπία και να τη διορθώσει. Το κριτήριο για την άσκηση τούτου του δικαιώματος είναι η μη πρόκληση πασιφανούς αδικίας στην άλλη πλευρά.  Σχετική είναι η απόφαση C.M.A. Holdings v. Marfin Popular Bank Public Co. LtdECLI:CY:AD:2018:A559, Πολιτική Έφεση αρ.265/14, ημερομηνίας 21/12/2018, ECLI:CY:AD:2018:A559.

 

Εν προκειμένω, ουδεμία αδικία έχει προκληθεί στην πλευρά του Καθ' ου από τη μη αναγραφή του περί Ενοικιοστασίου Νόμου στη νομική βάση της αίτησης και η σχετική εισήγηση απορρίπτεται

 

Συμφωνούμε με την ως άνω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και δη τη θέση του ότι το δικονομικό πλαίσιο που αφορά την παρούσα αίτηση μηνιαίων δόσεων, δηλαδή την εκτέλεση της απόφασης εντοπίζεται στο Κεφάλαιο 6 και όχι στον περί Ενοικιοστασίου Νόμο. Οι υποθέσεις στις οποίες κάνει αναφορά ο συνήγορος του εφεσείοντα, αφορούσαν δικαιοδοτικό όρο που απουσίαζε από τις αιτήσεις που εξετάστηκαν. Στην παρούσα υπόθεση υπήρχε αναφορά στον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο, που είναι αυτός που καθορίζει το δικονομικό πλαίσιο εκτέλεσης απόφασης με μηνιαίες δόσεις.

 

Οι αρχές της νομολογίας καθορίζουν ότι η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου να διασώσει ή να θεραπεύσει δικονομικό μέτρο που παρεκκλίνει από τους Θεσμούς στη βάση της Δ.64, ασκείται πάντοτε με γνώμονα το συμφέρον της δικαιοσύνης και τον τυχόν δυσμενή επηρεασμό του αντιδίκου ως το αποτέλεσμα που επιφέρει η επικαλούμενη παρατυπία.  Γίνεται με αναφορά στην απόφαση Ans Secretaries Ltd v. Orianda Management FZ LLC κ.α.(2014) 2(Β) Α.Α.Δ. 1348, στην οποία αναφέρθηκε ότι:

«Με τη νέα Διάταξη 64, όπως αυτή τροποποιήθηκε με τον Διαδικαστικό Κανονισμό 2/95, η προσπάθεια του Δικαστηρίου θα πρέπει πάντοτε να κλίνει υπέρ της διάσωσης οποιουδήποτε δικονομικού μέτρου που παρεκκλίνει από τους θεσμούς, ενώ προηγουμένως αυτό θα θεωρείτο άκυρο. 

[...]

Προεξάρχων κριτήριο για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας υπέρ της άρσης της παρατυπίας είναι να μην οδηγεί σε πασιφανή αδικία την άλλη πλευρά».

 

Επομένως, θεωρούμε μη δόκιμή την παραπομπή στη νομολογία από τον συνήγορο του εφεσείοντα, καθ' ότι όπως έχουμε ήδη αναφέρει η δικαιοδοτική βάση της αίτησης και η νομοθεσία στην οποία αυτή στηρίζεται, αναγράφονται στη βάση της.

 

Ως εκ των ανωτέρω και ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Ισχυρίζεται ακόμα ο συνήγορος του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε προαποφασίσει την έκδοση διατάγματος μηνιαίων δόσεων χωρίς όμως να προκαθορίσει το ύψος του το οποίο και αποφάσισε κατά την ενώπιον του διαδικασία ακρόασης της αίτησης.  Σχετικοί είναι οι τρίτος και τέταρτος λόγοι έφεσης.

 

Δεν είναι έτσι τα πράγματα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο καταγράφοντας τη σωστή νομολογία που αφορά την εξέταση αιτήσεων φύσεως ως η παρούσα, κατέγραψε τις ορθές αρχές που διέπουν το θέμα. Θεωρούμε ατυχή τη θέση του συνηγόρου για τον εφεσείοντα, ότι επειδή το Δικαστήριο έχει υπογραμμίσει μέσω της νομολογίας, στην οποία έχει αναφερθεί, και ειδικά στις υποθέσεις Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. v. Μαρίας Κωνσταντίνου (2000) 1Β Α.Α.Δ. 1034, Δ. Γεωργιάδου v. Alpha Bank Ltd, Πολ. Έφ. αρ. 127/2011, ημερ. 23.3.2017, ECLI:CY:AD:2017:D99 και S.X. v. X.X. Πολιτική Έφεση αρ. 31/2015 ημερομηνίας 19.10.2018, ECLI:CY:DOD:2018:11, ότι η εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων εγείρει ύψιστο ζήτημα δημόσιου συμφέροντος που αφορά καίρια την απονομή της δικαιοσύνης εφόσον άπτεται του κύρους και της αποτελεσματικότητας των δικαστικών διαδικασιών, όπως επίσης την αναφορά του ότι ο εξ αποφάσεως οφειλέτης έχει πρωταρχικά την υποχρέωση έναντι του αντιδίκου του, αλλά και έναντι του Νόμου να εξοφλήσει την απόφαση, ότι καταδεικνύουν προαπόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για έκδοση διατάγματος μηνιαίων δόσεων και ότι το μόνο που του απέμεινε να κάνει ήταν να καθορίσει το ύψος του.

 

Συνεπώς οι τρίτος και τέταρτος λόγος έφεσης επίσης απορρίπτονται.

 

Ο πέμπτος λόγος έφεσης πραγματεύεται την αξιολόγηση της μαρτυρίας που έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Κατ' εφαρμογή επίσης των ορθών νομικών αρχών, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το θέμα της αξιοπιστίας του εφεσείοντα. Με αναφορά σε μέρη της μαρτυρίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του κάτω από τον τίτλο «IV. Αξιολόγηση Mαρτυρίας» αιτιολογεί πλήρως τους λόγους για τους οποίους κατέληξε σε αρνητική αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα δίνοντας παραδείγματα των απαντήσεων που έδιδε στο Δικαστήριο αλλά και ανασκευάζοντας τις θέσεις του ανάλογα.

 

Πέραν των όσων έχουμε αναφέρει πιο πάνω και του γεγονός ότι υπάρχει αιτιολογία για τον τρόπο αξιολόγησης και την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείοντας ήταν αναξιόπιστος, υπενθυμίζουμε την πάγια αρχή της νομολογίας ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι κατ’ εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο είχε ενώπιον του τους μάρτυρες ενώ κατέθεταν και είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει τις αντιδράσεις τους, την εν γένει συμπεριφορά τους και να κρίνει τις απαντήσεις τους και τη στάση τους καθ' όλη τη δικαστική διαδικασία. Το Εφετείο πολύ σπάνια παρεμβαίνει στην αξιολόγηση της μαρτυρίας που γίνεται από τα πρωτόδικα δικαστήρια και τούτο, μόνον όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις που η νομολογία έχει καθορίσει.  Παραπέμπουμε σχετικά στην πρόσφατη απόφαση μας Αντώνης Αντωνίου κ.α. ν. Ανδρούλλας Ονουφρίου Πολ. Έφ. 444/2019 ημερ.30.10.2024, όπου έγινε σύνοψη της σχετικής νομολογίας.  

 

Το αυστηρό κριτήριο επέμβασης από το Εφετείο στον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογεί τη μαρτυρία, έχει υπογραμμιστεί σε πληθώρα νομολογίας. Αναφέρουμε ενδεικτικά τις υποθέσεις Σενέκκης Πανίκος v. Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Παγκυπριακή Λτδ (2012) 1 Α.Α.Δ. 417 και NAT JANGO FASHION LTD v. Α.Κ. ΠΟΧΤΖΕΛΙΑΝ & ΥΙΟΙ (ΔΙΑΝΟΜΕΙΣ) ΛΤΔ Πολ. Έφ. αρ. 105/2014, ημερ.18.10.2018, ECLI:CY:AD:2018:A443.

 

 

 

Είναι πλήρως αιτιολογημένη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα.

 

Ως εκ των ανωτέρω και ο πέμπτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Εξετάζοντας τον έκτο λόγο έφεσης προκύπτει ότι λανθασμένα ο συνήγορος του εφεσείοντα θεωρεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του για σκοπούς υπολογισμού του ποσού της μηνιαίας δόσης που αποφάσισε, το επίδομα τέκνου που λαμβάνει ο εφεσείων και η σύζυγος του. Το ποσό αυτό λήφθηκε υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο όσον αφορά εισόδημα της οικογένειας του καθ’ ου η αίτηση‑εφεσείοντα στην ευρύτερη έννοια και όχι ως ποσό που θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη ως εισόδημα για σκοπούς καθορισμού του ύψους του ποσού της μηνιαίας δόσης.

 

Μη ανταποκρινόμενη στην εικόνα που παρουσιάζει η πρωτόδικη απόφαση είναι και η θέση του συνηγόρου του εφεσείοντα, ότι το Δικαστήριο στηρίχτηκε σε παλαιά νομολογία, 20 και πλέον χρόνων προηγουμένως, χωρίς να λάβει υπόψη του τις σύγχρονες ανάγκες της κοινωνίας και της οικογένειας όπως έχουν διαμορφωθεί και ειδικά το θέμα της ευρύτερης επιμόρφωσης των παιδιών.


Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας το θέμα της εκπαίδευσης των παιδιών με ολόκληρη παράγραφο με τίτλο «(δ) Κατά πόσο το κονδύλι για φροντιστήρια των ανήλικων τέκνων θεωρείται ουσιώδης δαπάνη» προσέγγισε το θέμα ορθά και λογικά. Η αναφορά του σε μία παλαιά υπόθεση, ειδικότερα την υπόθεση Anestos Adamou Kokoni ν. Xenophon Ioannides (1963) 2 C.L.R. 468 και η επιλεκτική αναφορά σε αυτή από τον συνήγορο του εφεσείοντα, ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αναφερθεί σε πιο πρόσφατες αποφάσεις όπως Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. ν. Μαρίας Κωνσταντίνου (2000) 1Β Α.Α.Δ. 1034 και S. X. v. X.X. Πολιτική Έφεση αρ. 31/2015 ημερ. 19.10.2018, ECLI:CY:DOD:2018:11, δεν δικαιώνουν τη θέση του συνηγόρου για τον εφεσείοντα ότι η νομολογία την οποία έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο δεν είναι πρόσφατη και δεν αντικατοπτρίζει τις σημερινές ανάγκες της οικογένειας όπως έχουν σήμερα καθιερωθεί από την κοινωνία και είναι αποδεκτές και από τη νομολογία. Μάλιστα το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του το γεγονός ότι ο καθ’ ου η αίτηση κατέβαλε τη δεδομένη στιγμή το ποσό των €360 μηνιαίως για φροντιστήρια με σκοπό την εξασφάλιση της εισαγωγής της θυγατέρας του στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και θεωρώντας ότι η πληρωμή αυτή θα συνεχίσει για μερικούς μόνο μήνες και αναλογιζόμενο τις επιπτώσεις που μπορεί να προκύψουν από την άμεση έκδοση διαταγής πληρωμής στη θυγατέρα του, προχώρησε και παραχώρησε χρόνο σε αυτόν να ρυθμίσει τις οικογενειακές του υποχρεώσεις, καθορίζοντας αρχικώς μία μειωμένη δόση. Υπενθυμίζουμε επιδίκασε το ποσό των €40 μηνιαίως από 1.2.2020 μέχρι 30.6.2020, και αύξησε το ποσό σε €120 μηνιαίως από τον Ιούλιο του 2020 και εντεύθεν μέχρι την αποπληρωμή ολόκληρου του ποσού.

Ενόψει των όσων έχουν αναφερθεί πιο πάνω, και ο έκτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Καταδικασμένοι σε απόρριψη είναι και οι έβδομος και όγδοος λόγος έφεσης για τους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στα ποσά που επιδίκασε λαμβάνοντας ενώπιον του τα οικονομικά δεδομένα του εφεσείοντα και μάλιστα στην απόφαση του προχώρησε και προσδιόρισε τα αναγκαία έξοδα της οικογένειας του εφεσείοντα και καταρτίζοντας σχετικά και πίνακα με τα εν λόγω κονδύλια και προσέγγισε επίσης με τον ορθό και ενδεδειγμένο από τη νομολογία τρόπο τα κονδύλια για τα φροντιστήρια των ανήλικων τέκνων. Όπως με σαφήνεια το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει, ο λόγος που απέρριψε το κονδύλι των €400 μηνιαίως για συγκεκριμένα φροντιστήρια, ήταν ότι «ουδεμία μαρτυρία παρουσιάστηκε που να αποδεικνύει την αναγκαιότητα και τη χρησιμότητα της καταβολής του ποσού των €400 μηνιαίως για τα συγκεκριμένα φροντιστήρια. Αποτέλεσμα αυτής της παράλειψης είναι ότι το υπό εξέταση κονδύλι δεν μπορεί να αξιολογηθεί ως απαραίτητο για την αξιοπρεπή διαβίωση της οικογένειας του καθ΄ου».

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, επίσης ορθά, ανέφερε σχετικά ότι το βάρος απόδειξης ήταν στους ώμους του εφεσείοντα να το αποσείσει, κάτι που δεν έπραξε αναφέροντας νομολογία για το ότι τα έξοδα για την μόρφωση των παιδιών θεωρούνται υπό τους όρους και προϋποθέσεις που θέτει η νομολογία, μέρος των ουσιωδών εξόδων μιας οικογένειας. Ο εφεσείοντας παραλείπει να αναφερθεί σε αυτό το σημείο της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, οι έβδομος και όγδοος λόγος έφεσης απορρίπτονται.

 

Καταδικασμένος σε απόρριψη είναι και ο ένατος λόγος έφεσης ο οποίος αποτελεί συγκερασμό όλων των πιο πάνω λόγων έφεσης.

 

Τέλος, με τον δέκατο λόγο έφεσης προσβάλλεται το μέρος της απόφασης του Δικαστηρίου που αφορά τη διαταγή για έξοδα, τα οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε υπέρ των εφεσιβλητων και εναντίον του εφεσείοντα όπως αυτά υπολογιστούν από την Γραμματέα και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 43 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/1960:

«Τα έξοδα οιασδήποτε πολιτικής διαδικασίας ή τα σχετιζόμενα προς αυτήν, ενώπιον οιουδήποτε δικαστηρίου, εκτός εάν άλλως προβλέπεται υπό οιουδήποτε εκάστοτε ισχύοντος νόμου ή δευτερογενούς νομοθεσίας, θα τελούν υπό τη διακριτικήν εξουσία τoυ δικαστηρίoυ και τo δικαστήριov θα έχη πλήρη εξoυσίαv να αποφασίζει υπό τίνος και κατά τίνα έκτασιν τα τοιαύτα έξοδα θα πληρωθώσι.»

 

 

Επομένως η εξουσία του Δικαστηρίου να επιδικάζει έξοδα πηγάζει από την εν λόγω νομοθετική διάταξη και είναι διακριτική. Ως διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου, αυτή ασκείται δικαστικά και με βάση καθιερωμένες νομολογιακές αρχές. (βλ. Ματθαίου ν. Πασιουρτίδης, Πολ. Έφ. 325/2018 ημερ. 15/11/2024)

 

 

Στους νέους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας του 2023, ειδικότερα στο Μέρος 39 που αφορά τα έξοδα, επιβεβαιώνεται η από τον νόμο διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για επιδίκαση εξόδων. Στο Μέρος 39.2 αναφέρονται οι παράγοντες τους οποίους λαμβάνει υπόψη το Δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας με τον γενικό κανόνα να προνοεί:

 

«39.2 (1) Ο γενικός κανόνας είναι ότι ο αποτυχών διάδικος διατάσσεται να καταβάλει τα έξοδα του επιτυχόντα διαδίκου και ότι τέτοια διαταγή ή διαταγές θα εκδίδονται ή πρέπει να εκδίδονται σε σχέση με οποιαδήποτε αίτηση υποβάλλεται κατά την πορεία της δικαστικής διαδικασίας.».

 

Στην παράγραφο (2) του Μέρους 39.2 αναφέρεται ότι όταν το Δικαστήριο αποφασίζει ποια διαταγή θα εκδώσει (αν θα εκδώσει) αναφορικά με έξοδα, λαμβάνει υπόψη όλες τις περιστάσεις, περιλαμβανομένης της συμπεριφοράς των διαδίκων η οποία καθορίζεται στο Μέρος 39.2 (3) ότι περιλαμβάνει:

 

«(α) συμπεριφορά πριν καθώς και κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας και ειδικότερα τον βαθμό στον οποίο οι διάδικοι συμμορφώθηκαν με οποιοδήποτε σχετικό προδικαστηριακό πρωτόκολλο·

(β) κατά πόσον ήταν εύλογο για διάδικο να εγείρει, προωθήσει ή αμφισβητήσει συγκεκριμένο ισχυρισμό ή ζήτημα·

(γ) τον τρόπο με τον οποίο διάδικος έχει προωθήσει ή υπερασπιστεί την υπόθεσή του ή συγκεκριμένο ισχυρισμό ή ζήτημα· και

(δ) κατά πόσον ενάγων ο οποίος έχει πετύχει στην απαίτησή του εν όλω ή εν μέρει, υπερέβαλε ως προς την απαίτησή του.»

           

Στην πολύ πρόσφατη απόφαση μας M.C. Michael Developments Ltd v. Καΐλής Πολ. Έφ. 195/2019 σχ. με την 262/2019 ημερ. 10/1/2025 υποδείξαμε ότι:

 

«Όπως προαναφέραμε η διακριτική ευχέρεια που υπάρχει ασκείται δικαστικά.  Τούτο εξυπακούει ότι όπου θα υπάρχει απόκλιση από τον γενικό κανόνα ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα, θα πρέπει να παρατίθεται η σχετική αιτιολογία.

…………………………………………………………………………………………..

Θα πρέπει να εξειδικεύονται οι επικλιθείσες περιστάσεις και να γίνεται εξισορρόπηση αυτών με τους λοιπούς παράγοντες της δίκης που συνέτειναν στην δημιουργία των εξόδων της υπόθεσης.  Έτσι επιτυγχάνεται η διαφάνεια, εξαλείφεται η καχυποψία περί αυθαιρεσίας και καθίσταται δυνατός ο εφετειακός έλεγχος.»

 

Είναι συγκεκριμένα η θέση του εφεσείοντα ότι με την αίτηση που καταχώρησαν οι εφεσίβλητοι ζητούσαν όχι μόνο την έκδοση διατάγματος μηνιαίων δόσεων για εξόφληση του ποσού της απόφασης αλλά και διάταγμα που να διαπιστώνει καταδολιευτική συμπεριφορά από τον καθ΄ου η αίτηση ο οποίος προχώρησε και πώλησε εξοπλισμό αρτοποιείου ενώ εκκρεμούσε η μεταξύ των μερών διαφορά.

 

Όπως προκύπτει από την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ουσιαστικά η αίτηση επικεντρώθηκε γύρω από την ικανότητα του εφεσείοντα να αποπληρώσει το χρέος με διάταγμα μηνιαίων δόσεων. Τόσο η ένορκη δήλωση που καταχωρήθηκε εκ πλευράς του αλλά και η συμπληρωματκή ένορκη δήλωση που καταχωρήθηκε μετά από άδεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αλλά και ολόκληρη η ακροαματική διαδικασία περιστράφηκε γύρω από το θέμα αυτό. Δεν φαίνεται να δημιουργήθηκαν άλλα έξοδα που να αφορούσαν ειδικά το αίτημα της ακύρωσης για καταδολιευτικές πράξεις από την πλευρά του εφεσείοντα ούτως ώστε το Δικαστήριο να μπορούσε να προβεί σε διαφορετική διαταγή αναφορικά με τα έξοδα. Η μαρτυρία που παρουσιάστηκε αξιολογήθηκε από το Δικαστήριο το οποίο έκρινε ότι μόνο η θεραπεία της έκδοσης διατάγματος αποπληρωμής του χρέους δια μηνιαίων δόσεων μπορούσε να πετύχει. Επομένως, εφαρμόζοντας τον κανόνα ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα ορθά επιδίκασε τα έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα. Επομένως, και ο δέκατος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

 

 

Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται, επιδικάζονται υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των €1.200 πλέον Φ.Π.Α.

 

               ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.

 

 

            Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

 

 

                                                    ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο