
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. E42/2024)
(i-justice)
4 Ιουλίου 2025
[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]
[ΤΟΥΜΑΖΗ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]
1. IRINA FEDOTOVA
2. ANTON FEDOTOV
Εφεσείοντες
v.
MARINA VLADIMIROVNA SCHERBININA
Εφεσίβλητης
-----------------------------
Κ. Κληρίδης με Ε. Κασάπη (κα), για Φοίβος, Χρίστος Κληρίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για εφεσείοντες.
Μ. Χειμωνή (κα), για Π.Ν. Κούρτελλος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για εφεσίβλητη.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Στυλιανίδου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας έφεσης, αποτελεί απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση των εφεσειόντων για λήψη άδειας από το Δικαστήριο ώστε να παρέμβουν στη δικαστική διαδικασία, σε σχέση με εκδοθέντα, κατόπιν μονομερούς αίτησης της εφεσίβλητης, παρεμπίπτοντα διατάγματα εναντίον άλλων προσώπων, συνεναγομένων, στην ίδια αγωγή. Η βάση της αγωγής εναντίον των εφεσειόντων και άλλων συνεναγομένων ήταν, μεταξύ άλλων, το αστικό αδίκημα της απάτης. Τα πιο πάνω ενδιάμεσα διατάγματα αφορούσαν παρεμπίπτοντα διατάγματα φίμωσης, αποκάλυψης τύπου Norwich Pharmacal, διατάγματα που εμποδίζουν την εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων (anti enforcement) και διατάγματα τύπου Mareva για παγοποίηση περιουσιακών στοιχείων. Τα διατάγματα φίμωσης και αποκάλυψης εκδόθηκαν, μεταξύ άλλων, εναντίον των επιτρόπων εμπιστευμάτων, στα οποία τόσο οι εφεσείοντες όσο και η εφεσίβλητη ήταν δικαιούχοι. Τα διατάγματα παγοποίησης αφορούσαν περιουσιακά στοιχεία των εν λόγω εμπιστευμάτων. Οι εφεσείοντες δεν περιλαμβάνονταν ως καθ’ ων η αίτηση στην αίτηση για την έκδοση των ως άνω διαταγμάτων. Ωστόσο, έλαβαν γνώση της έκδοσής τους, λόγω του ότι σύμφωνα με την εφεσίβλητη, εκ παραδρομής, οι δικηγόροι της τα απέστειλαν με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο στους δικηγόρους που εκπροσωπούσαν τους εφεσείοντες σε άλλες αγωγές, μεταξύ των διαδίκων στην παρούσα έφεση.
Οι συνήγοροι των εφεσειόντων εμφανίστηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατά την ημερομηνία που ήταν επιστρεπτέα τα ως άνω διατάγματα και ζήτησαν προφορικά άδεια να καταχωρίσουν ένσταση εκ μέρους τους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε οδηγίες όπως καταχωρίσουν σχετική αίτηση παρέμβασης. Οι εφεσείοντες καταχώρισαν σχετική αίτηση, στην οποία η εφεσίβλητη καταχώρισε ένσταση. Όπως προαναφέρθηκε, αντικείμενο της παρούσας έφεσης, αποτελεί η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με την οποία απέρριψε την πιο πάνω αίτηση παρέμβασης των εφεσειόντων.
Η νομική βάση της ως άνω αίτησης των εφεσειόντων περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, το Μέρος 20 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 («οι Κανονισμοί»), αναφορικά με την προσθήκη διαδίκων και το Μέρος 23.14 των Κανονισμών, αναφορικά με τον παραμερισμό μονομερώς εκδοθέντων διαταγμάτων. Περιελάβανε επίσης το Άρθρο 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 («Κεφ.6»).
Οι εφεσείοντες προώθησαν την αίτηση παρέμβασης, υποστηρίζοντας ότι ήταν πρόσωπα που επηρεάζονται από τα εν λόγω διατάγματα, εν τη εννοία του Μέρους 20.4 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, το οποίο αφορά τη διαδικασία προσθήκης διαδίκου σε απαίτηση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την αίτηση των εφεσειόντων, εφάρμοσε το Μέρος 20.2 των Κανονισμών, το οποίο αφορά την προσθήκη διαδίκου σε απαίτηση, σημειώνοντας ότι κατά την άποψή του, αντιστοιχεί στη Δ.9, θ.10 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Συνακόλουθα, εφάρμοσε τη νομολογία που ερμηνεύει το ζήτημα της προσθήκης διαδίκου βάσει της Δ.9, θ.10, επί των ενώπιον του περιστάσεων, για να καταλήξει ότι οι εφεσείοντες δεν είχαν δικαίωμα να καταστούν διάδικοι στην απαίτηση (αγωγή) και κατά συνέπεια δεν είχαν δικαίωμα να «παρέμβουν στην ενδιάμεση αίτηση» της εφεσίβλητης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι το κατά πόσον θα επιτρεπόταν στους εφεσείοντες να παρέμβουν στη διαδικασία αναφορικά με το μονομερώς εκδοθέν διάταγμα, έπρεπε να εξεταστεί κατ’ αναλογία με τις αρχές που εφαρμόζονταν σε σχέση με την προσθήκη διαδίκου σε αγωγή.
Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με τέσσερεις λόγους έφεσης. Θεωρούμε ότι ο τρίτος λόγος έφεσης χρήζει εξέτασης κατά προτεραιότητα. Αν και όπως προαναφέραμε, οι ίδιοι οι εφεσείοντες προώθησαν την αίτησή τους ως πρόσωπα που επηρεάζονται εν τη εννοία του Μέρους 20 των Κανονισμών, το οποίο αφορά την προσθήκη διαδίκου σε απαίτηση, εντούτοις, με τον τρίτο λόγο έφεσης παραπονούνται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα εφάρμοσε αναλογικά τις αρχές προσθήκης διαδίκου σε αγωγές, στο πλαίσιο της ενώπιον του αίτησης, με αποτέλεσμα να απορρίψει την αίτηση παρέμβασης.
Με τη γραπτή του αγόρευση, ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να εφαρμόσει αναφορικά με την αίτηση για άδεια για καταχώριση ένστασης, τις πρόνοιες του Μέρους 23.14 των Κανονισμών, αναφορικά με την αίτηση παραμερισμού μονομερώς εκδοθέντος διατάγματος, κατ’ αναλογία. Είναι σαφές από το λεκτικό του Μέρους 23.14 (2) των Κανονισμών, ότι δεν απαιτείται όπως πρόσωπο που δύναται να αιτηθεί παραμερισμό μονομερώς εκδοθέντος διατάγματος, βάσει του Μέρους 23.14, να έχει προηγουμένως καταστεί διάδικος στην αγωγή. Το ίδιο συμπέρασμα προκύπτει εξάλλου και από τη διαζευκτική αναφορά στο Μέρος 23.14 (1) των Κανονισμών, σε οποιοδήποτε διάδικο, ή πρόσωπο το οποίο επηρεάζεται από διάταγμα.
Το Μέρος 23.14 των Κανονισμών προβλέπει:
«23.14 Αίτηση παραμερισμού ή διαφοροποίησης διατάγματος το οποίο εκδίδεται χωρίς ειδοποίηση
(1) Οποιοσδήποτε διάδικος ή πρόσωπο επηρεάζεται από διάταγμα το οποίο εκδόθηκε σε αίτηση η οποία δεν του επιδόθηκε πριν από την έκδοση του διατάγματος, δύναται να αιτηθεί τον παραμερισμό ή τη διαφοροποίηση του διατάγματος.
(2) Πρόσωπο το οποίο δεν είναι ήδη διάδικος στην αγωγή δεν χρειάζεται να καταστεί διάδικος αποκλειστικά και μόνο για σκοπούς αίτησης, δυνάμει του κανονισμού 23.14(1).
(3) Εκτός αν το δικαστήριο διατάξει διαφορετικά, αίτηση, δυνάμει του παρόντος κανονισμού πρέπει να υποβάλλεται εντός 10 ημερών από την ημερομηνία επίδοσης του διατάγματος στο πρόσωπο το οποίο υποβάλλει την αίτηση.
(4) Ο κανονισμός 23.14(1),(2) και (3) εφαρμόζεται κατά τον ίδιο τρόπο σε σχέση με πρόσωπο στο οποίο δεν επιδόθηκε αντίγραφο της αίτησης, αλλά παρέστη στην ακρόαση και επετράπη σε αυτό να προβεί σε παραστάσεις χωρίς την καταχώριση ένστασης.»
(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο)
Παραμένει ενώπιον μας, το γεγονός ότι οι εφεσείοντες δεν καταχώρισαν αίτηση παραμερισμού δυνάμει του Μέρους 23.14, αλλά αίτηση με την οποία ζητούσαν άδεια να καταχωρίσουν ένσταση στην αίτηση της εφεσίβλητης, εφόσον τα διατάγματα που εκδόθηκαν μονομερώς στο πλαίσιο της αίτησης της εφεσίβλητης ήταν, κατά το στάδιο εκείνο, επιστρεπτέα. Προκύπτει, επομένως, ερώτημα ως προς τις αρχές που εφαρμόζονται όταν η δικονομική οδός που επιλέγει το επηρεαζόμενο πρόσωπο το οποίο επιθυμεί να παρέμβει σε ενδιάμεση διαδικασία, είναι η καταχώριση ένστασης.
Αφετηρία για την εξέταση του ζητήματος αποτελεί το Άρθρο 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.6 («ο Νόμος»):
«Διατάγματα χωρίς ειδοποίηση.
9.-(1) Κάθε Διάταγμα το οποίο το Δικαστήριο έχει εξουσία να εκδώσει, δύναται να εκδοθεί με αίτηση ενός από τους διαδίκους, χωρίς ειδοποίηση στον άλλο, όπως αυτό προβλέπεται στις πρόνοιες των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023.
………………
(3) Κανένα διάταγμα το οποίο εκδόθηκε χωρίς ειδοποίηση δεν θα παραμένει σε ισχύ για χρόνο μεγαλύτερο από τον αναγκαίο για επίδοση ειδοποίησης γι’ αυτό σε όλους όσους επηρεάζονται από αυτό και για παροχή δυνατότητας σε αυτούς να εμφανιστούν ενώπιον του Δικαστηρίου και ενστούν σε αυτό κάθε τέτοιο διάταγμα παύει να ισχύει, μετά τη λήξη της περιόδου αυτής, εκτός αν το Δικαστήριο, αφού ακούσει τους διαδίκους ή οποιοδήποτε από αυτούς, διατάξει διαφορετικά και κάθε τέτοιο διάταγμα τυγχάνει μεταχείρισης κατά την αγωγή όπως το Δικαστήριο κρίνει δίκαιο…»
(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο)
Κατ’ αρχάς σημειώνουμε ότι εφόσον δεν απαιτείται, ούτε από τον Νόμο, ούτε από τους Κανονισμούς «όπως πρόσωπο που επηρεάζεται από διάταγμα» καταστεί διάδικος στην αγωγή για να καταχωρίσει αίτηση παραμερισμού, δεν υφίσταται, ως θέμα αρχής, λόγος να απαιτείται όπως ένα τέτοιο πρόσωπο θα πρέπει να καταστεί διάδικος στην αγωγή, για να καταχωρίσει ένσταση σε μονομερή αίτηση. Ως εκ τούτου, δεν τυγχάνει εφαρμογής το Μέρος 20 των Κανονισμών, ως ήταν η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Επιπλέον είμαστε της άποψης ότι οι αρχές που εφαρμόζονται σε σχέση με το κατά πόσον πρόσωπο που επικαλείται επηρεασμό δικαιούται να καταχωρίσει ένσταση σε ενδιάμεση διαδικασία, στην οποία εκδόθηκε διάταγμα μονομερώς, όπως στην παρούσα υπόθεση, διαφέρουν από τις αρχές που εφαρμόζονται σε αιτήματα προσθήκης διαδίκου σε αγωγές.
Επισημαίνουμε ότι αν και το πρακτικό αποτέλεσμα της αίτησης παραμερισμού και της ένστασης θα ήταν το ίδιο, εντοπίζεται διαφορά στην προσέγγιση της νομολογίας ως προς το βάρος απόδειξης που φέρει, αναλόγως της κάθε περίπτωσης, ο αιτητής και ο ενιστάμενος. Στην μεν αίτηση παραμερισμού, ο αιτητής φέρει το βάρος απόδειξης να αποδείξει ότι το διάταγμα εκδόθηκε εσφαλμένα, στο δε πλαίσιο της διαδικασίας οριστικοποίησης προσωρινού διατάγματος στην οποία έχει καταχωριστεί ένσταση, το βάρος απόδειξης ότι το μονομερώς εκδοθέν διάταγμα ορθά εκδόθηκε, το φέρει ο αιτητής (βλ. Σεβαστού ν. Σεβαστού (2002) 1 Γ ΑΑΔ 1980).
Παρά την πιο πάνω διαπίστωσή μας, θεωρούμε ότι τυγχάνει εφαρμογής, η προσέγγιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου με μονομελή σύνθεση, στην υπόθεση Harazim Richard (2016) 1 ΑΑΔ 2850, στην οποία αναφέρθηκε πρόσφατα με επιδοκιμασία το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑ v. ALPHA BANK CYPRUS LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε153/2016, 14/9/2023. Στην εν λόγω υπόθεση έγινε επισκόπηση της νομολογίας, αναφορικά με τη Δ.48, θ.8 (4) των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας η οποία αντιστοιχεί, εν μέρει, στις πρόνοιες του Μέρους 23.14 των Κανονισμών.
Λέχθηκαν τα εξής σχετικά με το ζήτημα αυτό:
«Να λεχθεί, τέλος, ότι δεν υπάρχει οποιοσδήποτε βάσιμος λόγος που να διαφοροποιεί τη δυνατότητα παρέμβασης τρίτου στις περιπτώσεις όπου το διάταγμα εκδόθηκε μονομερώς και σε εκείνες όπου το διάταγμα οριστικοποιήθηκε. Εννοιολογικά δεν παρέχεται πεδίο διαφοροποίησης. Το οποιοδήποτε μονομερώς εκδοθέν διάταγμα, δυνητικά μπορεί να οριστικοποιηθεί στην πορεία, αλλά εάν τρίτο άτομο επηρεάζεται, ο επηρεασμός αυτός δεν ελαχιστοποιείται ή γίνεται λιγότερος διότι ακολουθήθηκε η ενδεδειγμένη πορεία επιστροφής του διατάγματος, καταχώρησης ένστασης και οριστικοποίησης, στην άγνοια του τρίτου προσώπου, το οποίο εκ των υστέρων ενημερώνεται για τα συμβάντα, όπως ακριβώς εδώ.»
Περαιτέρω, επισημάνθηκε ότι οι υποθέσεις Heli-Air (Egypt) J.S.C. v. Drescher a.o. (1998) 1 C.L.R. 284, και Κουή ν. Χριστοδούλου (2010) 1 Α.Α.Δ. 401, στις οποίες είχε λεχθεί ότι ο αιτητής που επιθυμούσε να παρέμβει δυνάμει της Δ.48, θ.8(4) θα έπρεπε να καταστεί διάδικος, δεν αποτελούν δεσμευτικό προηγούμενο ως προς το σημείο αυτό.
Η επισήμανση αυτή, τυγχάνει εφαρμογής και στην παρούσα υπόθεση, εφόσον, η Δ.48, θ8(4), χρησιμοποιείτο και σε περιπτώσεις όπου το πρόσωπο που υποστήριζε ότι επηρεάζεται από διάταγμα, ζητούσε να παρέμβει στη διαδικασία οριστικοποίησης του μονομερώς εκδοθέντος διατάγματος με υποβολή ένστασης, ως τα ενώπιον μας γεγονότα.
Σημειώνουμε επίσης, ότι στην υπόθεση Κτωρίδης Γιαννάκης ν. Alpha Bank Cyprus Ltd (2014) 1 ΑΑΔ 1173, επισημάνθηκε η διασύνδεση της Δ.48, θ.8 (4), με το λατινικό αξίωμα audi alteram partem. Λέχθηκαν συγκεκριμένα τα πιο κάτω:
«Aποτελεί καλά εμπεδωμένη αρχή στο δικαϊκό μας σύστημα, η οποία εκφράζεται με το λατινικό αξίωμα «audi alteram partem», ότι το δικαστήριο δεν εκδίδει διαταγή πριν ακούσει και το άλλο μέρος. Κατά παρέκκλιση όμως, ο νομοθέτης σε κάποιες περιπτώσεις επιτρέπει την χορήγηση θεραπείας ex parte, δηλαδή χωρίς ειδοποίηση στο άλλο μέρος. Τέτοιες είναι και οι περιπτώσεις που απαριθμούνται στη Δ.48(8)(1) των Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, στις οποίες συγκαταλέγεται και η αίτηση για άδεια εκτέλεσης απόφασης μετά την παρέλευση έξι - τώρα δέκα - ετών (βλ. Δ.48(8)(1)(kk)). H Δ.48(8)(4) που ακολουθεί τη Δ.48(8)(1) αφορά σε κάθε διάταγμα το οποίο εκδίδεται ex parte. Στόχος της είναι προφανώς η παροχή δυνατότητας επανεξέτασης θέματος που ρυθμίστηκε ex parte, όταν εκείνος που επηρεάζεται επιθυμεί να ασκήσει το θεμελιώδες δικαίωμα του να ακουστεί, με προοπτική την ακύρωση ή τη διαφοροποίησή του (βλ. Νικολαΐδου ν. Αττίπα κ.ά. (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ 1620).»
Το δικαίωμα καταχώρισης ένστασης παρέχεται από το Άρθρο 9 του Κεφ.6, και ασκείται πλέον δυνάμει των δικονομικών προνοιών των Κανονισμών, οι οποίες πρέπει να ερμηνευθούν υπό το φως του εν λόγω Άρθρου.
Είμαστε της άποψης ότι οι Κανονισμοί πρέπει να ερμηνευθούν, όπως είχε ερμηνευθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο η Δ.48, θ.8 (4) των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, ήτοι, προς ευόδωση της εφαρμογής της αρχής «audi alteram partem. Ταυτόχρονα όμως, ο μηχανισμός της παρέμβασης από ενδιαφερόμενο πρόσωπο, θα διαμορφωθεί δυνάμει των προνοιών των Κανονισμών. Στο βαθμό που το Δικαστήριο διαθέτει δυνάμει των Κανονισμών, διακριτική ευχέρεια, θεωρούμε ότι εφαρμόζονται οι αρχές που έθεσε η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε σχέση με τη Δ.48, θ.8 (4) των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.
Επιπλέον, θεωρούμε ότι νοουμένου ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του Μέρους 23.14 των Κανονισμών, το Δικαστήριο, δύναται να λάβει υπόψη, κατά πόσον είναι προσφορότερο και προς το συμφέρον της δικαιοσύνης, το πρόσωπο το οποίο επιθυμεί να παρέμβει στην ενδιάμεση διαδικασία, να καταχωρίσει ένσταση, ή να καταχωρίσει αίτηση παραμερισμού, ανάλογα με το σύνολο των περιστάσεων της κάθε υπόθεσης ξεχωριστά.
Σημειώνουμε, παρενθετικά, ότι οι Κανονισμοί, ως δευτερογενής νομοθεσία, δεν υπερισχύουν του Νόμου, (βλ. Ανδρονίκου Ρέα και Άλλος ν. Επιτροπής του Σχεδίου Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων σε υπαλλήλους της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου και εξαρτωμένους τους (2016) 1 ΑΑΔ 600.). Περαιτέρω, όπως λέχθηκε στην Tέκλος Nίκος και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (Eπιτροπή Δημόσιας Yπηρεσίας) (1993) 4 ΑΑΔ 493 η δευτερογενής νομοθεσία ερμηνεύεται από το Δικαστήριο υπό το φως του σχετικού Νόμου.
Προκύπτει από το Άρθρο 9 του Νόμου ότι πρόσωπο το οποίο επιθυμεί να καταχωρίσει ένσταση πρέπει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι αποτελεί πρόσωπο το οποίο επηρεάζεται από το διάταγμα.
Είμαστε της άποψης ότι η δικονομική οδός για εξέταση του ζητήματος του επηρεασμού παρέχεται στο Μέρος 23.1 (1) των Κανονισμών, το οποίο αναφέρει ότι ««ένσταση» σημαίνει έγγραφο με το οποίο καθ’ ου η αίτηση ενίσταται σε αίτηση». Επίσης, «καθ’ ου η αίτηση» σημαίνει:
«(α) πρόσωπο εναντίον του οποίου ζητείται η έκδοση διατάγματος και
(β) οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ορίζεται από το δικαστήριο».
(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο)
Παρέχεται με την πιο πάνω πρόνοια η δικονομική οδός όπως πρόσωπο που επικαλείται επηρεασμό να παρέμβει στην ενδιάμεση διαδικασία, με το να ορισθεί από το Δικαστήριο ως «καθ’ ου η αίτηση». Σε τέτοια περίπτωση ενεργοποιείται το Μέρος 23.7 των Κανονισμών αναφορικά με το τι πρέπει να περιλαμβάνεται και να δηλώνεται στην ένσταση, καθώς και το Μέρος 23.11 των Κανονισμών, το οποίο προβλέπει ότι κατά τη διεξαγωγή ακρόασης διαδικαστικών οδηγιών (ΑΔΟ), το δικαστήριο καθορίζει χρονοδιάγραμμα και δίδει οδηγίες για, μεταξύ άλλων, καταχώριση ένστασης.
Προκύπτει από τα ανωτέρω, ότι παρέχεται στους Κανονισμούς, μηχανισμός, ώστε επηρεαζόμενο πρόσωπο να παρέμβει σε ενδιάμεση διαδικασία, με το να καταστεί καθ’ ου η αίτηση σε αυτή, χωρίς να καταστεί διάδικος στην απαίτηση.
Στο πλαίσιο εξέτασης αίτησης παρέμβασης, δια της υποβολής ένστασης, θα πρέπει να ερμηνευθεί κατά προτεραιότητα, η φράση «όλους όσους επηρεάζονται από αυτό» όπως απαντάται στο Άρθρο 9 του Κεφ.6. Παρενθετικά, σημειώνεται ότι επίσης κατά προτεραιότητα, στο πλαίσιο της εξέτασης αίτησης παραμερισμού δυνάμει του Μέρους 23.14 των Κανονισμών, θα πρέπει να ερμηνευθεί η φράση «πρόσωπο που επηρεάζεται από το διάταγμα», η οποία απαντάται σε αυτό. Θεωρούμε ότι οι δύο εκφράσεις πρέπει να τύχουν κοινής ερμηνείας, με καθοδήγηση από την νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε σχέση τη Δ.48, θ.8(4) των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.
Στην υπόθεση ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑ v. ALPHA BANK CYPRUS LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε153/2016, 14/9/2023, λέχθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο τα εξής:
«Το λεκτικό της Δ.48 θ.8(4), καθιστά σαφές ότι οποιοδήποτε πρόσωπο επηρεάζεται από διάταγμα το οποίο εκδόθηκε στην απουσία του, ήτοι έχει έννομο συναφές συμφέρον, μπορεί να αποταθεί για την ακύρωση ή διαφοροποίηση του (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Richard Harazim (2016) 1 Α.Α.Δ. 2850 και Αναφορικά με την Frontarico Plc, Πολιτική Αίτηση Αρ. 105/2021, ημερ. 7/6/2021, ECLI:CY:AD:2021:D222… »
Στην υπόθεση Harazim Richard, ανωτέρω, λέχθηκαν τα εξής αναφορικά με την έννοια της φράσης «any person affected» στη Δ.48, θ.8 (4) των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.
«Με την εμβέλεια που προσδίδει η φυσική, γραμματική έννοια της Δ.48(8)(4), το τρίτο επηρεαζόμενο πρόσωπο έχει την ευκαιρία να απευθυνθεί προς το Δικαστήριο, αιτούμενο αυτό που ευνοεί τη δική του κατάσταση πραγμάτων, περιορίζοντας, κατ' ελάχιστον, την επ' αυτού επίπτωση του διατάγματος.»
(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο)
Θεωρούμε επίσης βοηθητικά ως τα πιο κάτω λεχθέντα από το Ανώτατο Δικαστήριο με μονομελή σύνθεση στην υπόθεση Bonnant Marc και Άλλοι (2014) 1 ΑΑΔ 2821, αναφορικά με τη Δ.48, θ.8(4):
«… η εν λόγω πρόνοια, βασικά, παρέχει τη δυνατότητα σε επηρεαζόμενο πρόσωπο, γενικά, να παρεμβαίνει, με αίτηση διά κλήσεως, ασκώντας, έτσι, το θεμελιώδες δικαίωμά του να ακούεται, σε σχέση με διάταγμα το οποίο εκδίδεται μονομερώς και τον επηρεάζει με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο.»
(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο)
Περαιτέρω, το Ανώτατο Δικαστήριο με μονομελή σύνθεση, στην υπόθεση Brainpedia Holdings Ltd (2010) 1 ΑΑΔ 1713 αναφερόμενο στη Δ.48, θ.8(4) σημείωσε τα εξής:
«Η αιτήτρια, στην οποία έχει επιδοθεί το Προσωρινό Διάταγμα, δε στερείται θεραπείας, εκ του γεγονότος ότι δεν είναι διάδικος. Από τη στιγμή που έλαβε γνώση και θεωρεί ότι από το Προσωρινό Διάταγμα επηρεάζονται τα συμφέροντα της, έχει τη δυνατότητα να παρέμβει στη διαδικασία, είτε εμφανιζόμενη κατά την ημερομηνία που αυτό ορίστηκε επιστρεπτέο ή κατά άλλο τρόπο και να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί το όλο θέμα, όλα όσα θεωρεί ότι έχουν σχέση με την υπόθεσή της και προωθεί με την παρούσα. Θεωρώ ότι όλα όσα ισχυρίζεται σε σχέση με το ιδιοκτησιακό καθεστώς των μετοχών που απαγορεύθηκε στον εναγόμενο 4 να αποξενώσει, μπορεί και πρέπει να κριθούν στα πλαίσια της διαδικασίας της αγωγής/προσωρινού διατάγματος.»
(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο)
Θεωρούμε επίσης βοηθητικό το κριτήριο που τέθηκε στην αγγλική απόφαση Cretanor Maritime Co. Ltd v Irish Marine Ltd. [1978] 1 WLR 966, στην οποία λέχθηκε ότι μη διάδικος ο οποίος έχει ευδιάκριτο συμφέρον («clear interest»), δύναται να αιτηθεί τον παραμερισμό απαγορευτικού διατάγματος, βλ. Blackstone’s Civil Practice 2018, Oxford University Press, σελίδα 695.
Εν όψει του ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στην παρούσα υπόθεση, θεώρησε ότι οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν «άμεσο» επηρεασμό, εξ ου και απέρριψε την αίτησή τους, θεωρούμε χρήσιμο να επισημάνουμε ότι στους Κανονισμούς, υπάρχουν δύο διαφορετικές πρόνοιες, αναφορικά με τις αιτήσεις παραμερισμού μονομερώς εκδοθέντων διαταγμάτων (είτε αυτά οριστικοποιήθηκαν είτε όχι), ήτοι το Μέρος 23.14 και άλλων διαταγμάτων, ήτοι το Μέρος 38.4., με το οποίο παρέχεται δικαίωμα καταχώρισης αίτησης παραμερισμού σε πρόσωπο το οποίο δεν είναι διάδικος, «αλλά επηρεάζεται άμεσα» από αυτό. Καθίσταται σαφές ότι ενώ στο Μέρος 38.4 απαιτείται άμεσος επηρεασμός, δεν προβλέφθηκε ανάλογη αναφορά στο Μέρος 23.14 αναφορικά με αίτηση παραμερισμού σε σχέση με μονομερώς εκδοθέν διάταγμα. Όπως λέχθηκε πρόσφατα από το Εφετείο στην υπόθεση Χρίστος Παναγιώτη Ττοφινή, ως Διαχειριστής της Περιουσίας του Παναγιώτη Ττοφινή Μελέκκη v. Nova Opta Estates Ltd, Πολιτική Έφεση αρ. Ε91/2024, 14/4/2025, δεν επιτρέπεται κατά την ερμηνεία των Κανονισμών, η προσθήκη λέξεων στο κείμενό τους. Επομένως, είμαστε της άποψης ότι κατά την εφαρμογή του Μέρους 23.14 δεν απαιτείται το πρόσωπο που το επικαλείται, να δεικνύει ότι επηρεάζεται άμεσα.
Προκύπτει από όλα τα πιο πάνω, ότι για να επιτραπεί δυνάμει του Μέρους 23.1 των Κανονισμών σε πρόσωπο που επηρεάζεται από μονομερώς εκδοθέν διάταγμα να καταστεί καθ’ ου η αίτηση και κατά συνέπεια να καταχωρίσει ένταση, το Δικαστήριο θα πρέπει να ικανοποιηθεί ότι έχει καταδείξει ενδεχόμενο επηρεασμού δικαιώματός του ή συμφέροντός του, με συγκεκριμένο τρόπο, είτε έμμεσο είτε άμεσο. Δεν θεωρούμε ότι μπορεί να διαμορφωθεί εξαντλητικός ορισμός της έννοιας του επηρεαζόμενου προσώπου. Η κάθε περίπτωση θα πρέπει να κρίνεται με τα δικά της δεδομένα. Παράλληλα, τονίζουμε ότι η πλήρωση του κριτήριου του επηρεασμού θα πρέπει να εξετάζεται, έχοντας κατά νου τη διαφύλαξη της διαδικασίας από παρελκυστικές παρεμβάσεις, από πρόσωπα τα οποία δεν δεικνύουν συγκεκριμένο επηρεασμό.
Εν όψει όλων των πιο πάνω, καταλήγουμε ότι ο τρίτος λόγος έφεσης επιτυγχάνει, καθότι δεν τυγχάνει στην παρούσα υπόθεση εφαρμογής το Μέρος 20 των Κανονισμών, το οποίο αναφέρεται σε προσθήκη διαδίκων σε απαίτηση.
Συνακόλουθα, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Εν όψει της πιο πάνω κατάληξης μας, η εξέταση των λοιπών λόγων έφεσης κρίνεται αλυσιτελής.
Το Εφετείο έχοντας όλες τις εξουσίες του πρωτόδικου Δικαστηρίου βάσει του Μέρους 41.12 (1) δύναται να εκδώσει το ίδιο διάταγμα ως προς την αιτούμενη πρωτοδίκως θεραπεία. Εν προκειμένω, για απόδοση της αιτούμενης θεραπείας εξετάζεται, κατά πόσον το Δικαστήριο θα πρέπει να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια βάσει του Μέρους 23.1 (1), ορίζοντας τους εφεσίβλητους καθ’ ων η αίτηση στην αίτηση της εφεσίβλητης ημερομηνίας 27/10/2023.
Κατά προτεραιότητα θα πρέπει να αποφασισθεί κατά πόσον οι εφεσείοντες, συγκεκριμενοποίησαν τον επηρεασμό τους εν τη εννοία του Άρθρου 9 του Κεφ. 6, το οποίο εφαρμόζεται στην παρούσα. Διαπιστώνουμε ότι σε σχέση με τα διατάγματα παγοποίησης, το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εύρημα ότι κατέδειξαν έμμεσο επηρεασμό εφόσον ήταν δικαιούχοι στα εμπιστεύματα, η περιουσία των οποίων παγοποιήθηκε και μάλιστα υποστήριξαν ότι θα επιβαλλόταν λόγω των διαταγμάτων απώλεια κερδών αναφορικά με περιουσιακό στοιχείο ενός εκ των δύο εμπιστευμάτων. Το εν λόγω εύρημα δεν έχει εφεσιβληθεί από τους εφεσίβλητους με αντέφεση.
Συμφωνούμε με το εν λόγω εύρημα και θεωρούμε ότι κατά την εφαρμογή του Άρθρου 9 του Κεφ.6, ο έμμεσος επηρεασμός πληροί το τιθέμενο κριτήριο.
Σε σχέση με τα λοιπά διατάγματα, οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι εφόσον αυτά εκδόθηκαν ώστε η εφεσίβλητη να λάβει πληροφόρηση για να μπορέσει να προωθήσει την απαίτηση εναντίον τους για απάτη, ο επηρεασμός τους ήταν αυταπόδεικτος. Θα συμφωνήσουμε με αυτή τη θέση των εφεσειόντων. Εν κατακλείδι, οι εφεσείοντες πληρούν το κριτήριο του επηρεαζόμενου προσώπου.
Το επόμενο βήμα ως προς το κατά πόσον θα εκδοθεί διάταγμα ώστε οι εφεσείοντες να καταχωρίσουν ένσταση, απαιτεί την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, το οποίο εφαρμόζει τον πρωταρχικό σκοπό (βλ. Μέρος 1.3 (1) (α) των Κανονισμών).
Κατά την εξισορρόπηση των διαφόρων σχετικών παραγόντων που λαμβάνονται συναφώς υπόψη δυνάμει του Μέρους 1.2, διαπιστώνεται ότι η παρούσα υπόθεση παρουσιάζει την εξής ιδιαιτερότητα:
Αναφορικά με τα διατάγματα παγοποίησης είμαστε της άποψης ότι η έκδοση διατάγματος, όπως οι εφεσείοντες καταστούν καθ’ ων η αίτηση στην μονομερή αίτηση των εφεσιβλήτων, εξυπηρετεί τον ταχύ και δίκαιο χειρισμό της υπόθεσης, εφόσον η εναλλακτική οδός της καταχώρισης από μέρους τους αίτησης παραμερισμού δυνάμει του Μέρους 23.14, θα περιέπλεκε τη διαδικασία, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, εφόσον θα εκκρεμούσαν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου δύο παρόμοιες διαδικασίες ταυτοχρόνως.
Το ζήτημα όμως αναφορικά με τα λοιπά διατάγματα παρουσιάζει μία πολυπλοκότητα. Η εφεσίβλητη υποστήριξε ότι τυχόν επέμβαση των εφεσειόντων θα καταστρατηγούσε τον σκοπό έκδοσης των εν λόγω διαταγμάτων.
Οι εφεσείοντες ζήτησαν με την αίτησή τους όπως τους επιδοθεί η αίτηση και η ένορκη δήλωση που συνόδευε τη μονομερή αίτηση, βάσει της αρχής της ισότητας των όπλων. Βάσει όμως των Κανονισμών, σε περίπτωση έγκρισης της αίτησής τους να καταχωρίσουν ένσταση με το να καταστούν καθ’ ων η αίτηση, ενεργοποιείται το Μέρος 23.9(3) των Κανονισμών, σχετικά με την ακρόαση διαδικαστικών οδηγιών σε αιτήσεις χωρίς ειδοποίηση. Προβλέπεται συγκεκριμένα, ότι σε όλες τις περιπτώσεις όπου ορίζεται ημερομηνία αναθεώρησης, ο αιτητής επιδίδει στον καθ’ ου η αίτηση το διάταγμα και την αίτηση σύμφωνα με τον Κανονισμό 23.5. Στο Μέρος 23.5 (α) προβλέπεται ότι όταν επιδίδεται αντίγραφο αίτησης, αυτό συνοδεύεται από αντίγραφο οποιασδήποτε γραπτής μαρτυρίας η οποία υποστηρίζει την αίτηση.
Δεν μας διαφεύγει ότι στην παρούσα υπόθεση, τα εκδοθέντα διατάγματα ζητήθηκαν με την ίδια αίτηση και στη βάση της ίδιας ένορκης δήλωσης. Επομένως, με το να καταστούν οι εφεσείοντες καθ’ ων η αίτηση, ως προς τα διατάγματα παγοποίησης, αυτόματα θα έχουν πρόσβαση σε μαρτυρία κατά τρόπο που ενδεχομένως να αντιστρατεύεται τον σκοπό της έκδοσης των διαταγμάτων φίμωσης. Το αποτέλεσμα αυτό δέον όπως συνυπολογίζεται, κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου αναφορικά με την έκδοση του διατάγματος, εφόσον το Μέρος 1.2 (2) (στ) προβλέπει ως παράγοντα σχετικό με τον δίκαιο χειρισμό της υπόθεσης, την επιβολή συμμόρφωσης με διατάγματα.
Αφενός, οι εφεσίβλητοι έχουν εξασφαλίσει διάταγμα φίμωσης και η αποτελεσματικότητα του διατάγματος αυτού αποτελεί παράγοντα, ο οποίος θα πρέπει να ληφθεί υπόψη. Αφετέρου, οι εφεσείοντες επικαλούνται την άσκηση του συνταγματικού τους δικαιώματος για ακριβοδίκαιη δίκη όπως προστατεύεται από το Άρθρο 30 του Συντάγματος και το Άρθρο 6 της ΕΣΔΑ.
Είμαστε της άποψης ότι τα πιο κάτω λεχθέντα στην υπόθεση ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ v. ΣΤΑΥΡΙΝΟΥ, Ποινική Έφεση Αρ. 266/2018, 8/4/2020, ECLI:CY:AD:2020:B139, τυγχάνουν εφαρμογής και στην παρούσα υπόθεση:
«Η ισότητα των όπλων ως αρχή, έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί και άπτεται της παρεχόμενης δυνατότητας κάθε πλευράς να παρουσιάσει με την καλύτερη δυνατή και επιτρεπτή μαρτυρία την υπόθεση της. (Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 2) (1998) 1 Α.Α.Δ. 1718 και Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 746). Πρωταρχικός σκοπός του άρθρου 6(3)(β) της ΕΣΔΑ είναι η επίτευξη της ισότητας όπλων ανάμεσα στην Κατηγορούσα Αρχή και την υπεράσπιση.
Στην υπόθεση Α.Α ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 140, γίνεται μια ανάλυση της αρχής της ισότητας των όπλων:
"Η αρχή της ισότητας των όπλων βασίζεται στην εξισορρόπηση. Η διαδικασία εξετάζεται στο σύνολό της και συγκεκριμένος περιορισμός των δικαιωμάτων της υπεράσπισης μπορεί να αποδειχθεί ότι δεν ήταν αρκετός για να θεωρηθεί ολόκληρη η διαδικασία άδικη. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, σε περίπτωση παραβίασης εξετάζει κατά πόσο έχουν δοθεί στον κατηγορούμενο οποιεσδήποτε άλλες ευκαιρίες για να διορθωθεί η κατάσταση ή για να εξισωθούν τα πράγματα. Κατά πόσο η κατ' ισχυρισμόν παραβίαση της αρχής της ισότητας είχε επίδραση επί του αποτελέσματος της δίκης είναι παράγων ο οποίος, γενικά, δεν είναι ή δεν πρέπει να θεωρείται σχετικός (Artico v. Italy, May 13, 1980, Series A, No. 37).
Το ερώτημα κατά πόσο δίκη είναι δίκαιη ή όχι θα πρέπει να απαντάται με βάση την αξιολόγησή της στο σύνολό της (Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 A.A.Δ. 746, Nielsen v. Denmark [1989] 11 E.H.R.R. 175). Η τήρηση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από το Άρθρο 6(3) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αποτιμάται στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης γιατί μόνο σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να διαπιστωθεί αν η δίκη υπήρξε δίκαιη (Can (Series A, Vol. 96) και Barbera (Series A, Vol. 146). Βλέπε ακόμα Αντωνίου ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω).
Η αρχή της δίκαιης δίκης, κλάδος της οποίας είναι και το αξίωμα της ισότητας των όπλων, περιέχει το δικαίωμα κάθε διάδικου να γνωρίζει όλη τη μαρτυρία που θα προσκομιστεί και το δικαίωμα να την σχολιάσει (Niderost-Huber v. Switzerland [1998] 25 E.H.RR. 709 και Steck-Risch and Others v. Liechtenstein, Application No. 63151/00, ημερ. 19 Μαΐου, 2005. Βλέπε ακόμα Karen Reid, A Practitioner's Guide to the European Convention on Human Rights, 2η Έκδοση, παραγρ. 11Α-003, σελ. 59). Η ισότητα των όπλων επιβάλλει ότι κάθε διάδικος πρέπει να έχει εύλογη ευκαιρία να παρουσιάσει την υπόθεσή του, περιλαμβανομένης και μαρτυρίας, κάτω από συνθήκες οι οποίες δεν τον θέτουν υπό ουσιαστικό μειονέκτημα έναντι του διαδίκου του (Dombo Beheer BV v. Netherlands, October 27, 1993, Series A, No. 274. para. 33 και Nikoghosyan and Melkonyan v. Armenia, Application Nos. 11724/04 και 13350/04, ημερ. 6 Δεκεμβρίου, 2007). Κάθε κατηγορούμενος, αλλά και κάθε διάδικος σε πολιτική διαδικασία, θα πρέπει να μπορεί να συμμετέχει ουσιαστικά στη διαδικασία (V v. U.K., December 16, ECHR 1999-IX)."
Έχοντας κατά νου τα πιο πάνω λεχθέντα, αναγνωρίζουμε ότι η εμβέλεια του διατάγματος που εξασφάλισε η εφεσίβλητη δυνατόν να περιορίζεται, επειδή ενδέχεται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, να αναφέρονται πληροφορίες, τις οποίες η εφεσίβλητη θεωρεί απαραίτητο όπως μη αποκαλυφθούν στους εφεσείοντες. Εντούτοις, λαμβάνουμε υπόψη ότι ούτε με την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένστασή της, ούτε με την αγόρευση των συνηγόρων της είτε πρωτοδίκως, είτε ενώπιον μας, εξειδικεύτηκε η όποια μειονεκτική θέση, στην οποία δυνατόν να τεθεί με το να περιέλθει εις γνώσιν των εφεσειόντων το περιεχόμενο της μαρτυρίας που συνόδευε τη μονομερή αίτησή της. Εν όψει τούτου, θεωρούμε ότι τα πιο κάτω λεχθέντα στην Λιασίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας κ.ά. (2002) 2 Α.Α.Δ. 434 τυγχάνουν εφαρμογής στις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης και είναι καθοριστικής σημασίας:
«Όπου τα αναφαίρετα δικαιώματα διαδίκου καθορίζονται ευθέως από το Σύνταγμα, όπως στην περίπτωση των άρθρων 12.5(δ) και 30.3(γ) του Συντάγματος, αυτά αποτελούν αυθεντικό οδηγό για το πλαίσιο διεξαγωγής της δίκης. Εξοβελίζουν παν έτερο.»
Εφαρμόζοντας την πιο πάνω αρχή, κρίνουμε ότι η διακριτική μας ευχέρεια πρέπει να ασκηθεί, ώστε η αίτηση των εφεσειόντων να ενστούν στη μονομερή αίτηση να εγκριθεί. Υπό τις ειδικές περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, εφόσον τα εκδοθέντα διατάγματα, όπως προκύπτει από τον φάκελο της υπόθεσης δεν έχουν ακόμη οριστικοποιηθεί, με την αιτούμενη θεραπεία, ο όλος χειρισμός της υπόθεσης θα είναι ταχύτερος και θα εξασφαλισθεί η καταλληλότερη κατανομή των πόρων του Δικαστηρίου. Το δε συνταγματικό δικαίωμα των εφεσειόντων για δίκαιη δίκη, δια της πρόσβασης στην αίτηση και ένορκη δήλωση των εφεσιβλήτων προς ετοιμασία της ένστασής τους, υπερισχύει του όποιου πλεονεκτήματος τυχόν να απωλέσει η εφεσίβλητη δια της πρόσβασης των εφεσειόντων στην αίτησή της και στη μαρτυρία που τη συνοδεύει.
Εν όψει όλων των πιο πάνω, εκδίδεται το εξής διάταγμα:
«Οι εναγόμενοι 2 και 3 καθίστανται καθ’ ων η αίτηση στην αίτηση της ενάγουσας - αιτήτριας στη μονομερή αίτηση ημερομηνίας 27/10/2023.».
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα €7.000, πλέον Φ.Π.Α. εάν υπάρχει, υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον της εφεσίβλητης.
ΑΛ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.
Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.
Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο