P. R. v. E. R., Πολιτική Έφεση Αρ. Ε91/2024, 14/7/2025
print
Τίτλος:
P. R. v. E. R., Πολιτική Έφεση Αρ. Ε91/2024, 14/7/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε91/2024)

(i-justice)

 

14 Ιουλίου 2025

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στες]

 

P. R.,

Εφεσείων

 

v.

 

E. R.,

Εφεσίβλητης

 

Αίτηση από TheSoul Publishing Ltd, ημερομηνίας 18.2.2025, για προσθήκη εφεσίβλητου

 

Χρ. Χριστοφόρου για Ηλίας Νεοκλέους & Σία ΔΕΠΕ για Αιτητές

Α. Κουάλης για A. G. Erotocritou LLC και Γ. Μίτλετον για Chryssafinis & Polyviou LLC για Καθ’ ης η αίτηση 1/Εφεσίβλητη

Λ. Βραχίμης για Ελένη Βραχίμη & Σία ΔΕΠΕ και Α. Χαραλάμπους για Χρύσης Δημητριάδης ΔΕΠΕ και Α. Νικολάου για Αργύρης Νικολάου ΔΕΠΕ για Καθ’ ου η αίτηση 2/Εφεσείοντα

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Αμπίζα, Δ.

----------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ:      Η απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού να οριστικοποιήσει συγκεκριμένο προσωρινό διάταγμα και εκδώσει άλλα, ως προσωρινά διατάγματα σε διαδικασία περιουσιακών διαφορών, οδήγησε στην, από μέρους του εφεσείοντα, καταχώρηση της με τον ως άνω αριθμό και τίτλο έφεσης. Ο εφεσείων προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση με δεκαεπτά λόγους έφεσης. Από την πλευρά της, η εφεσίβλητη, μέσω της Ειδοποίησης Εφεσίβλητης, αφενός υποστηρίζει την πρωτόδικη απόφαση, όμως, αφετέρου, προβάλλει αντέφεση στη βάση τριών λόγων.

 

Με την υπό εξέταση αίτηση, οι αιτητές ζητούν από το Εφετείο:

«(Α) Άδεια του Δικαστηρίου για συνένωση και/ή προσθήκη της ……………, ως εφεσίβλητη και/ή ως ενδιαφερόμενο μέρος στην υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Έφεση.

(Β) Περαιτέρω και/ή διαζευκτικά, Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να παραχωρείται άδεια στην Αιτήτρια ……….., ως εφεσίβλητη και/ή ως ενδιαφερόμενο μέρος και/ή ως άμεσα επηρεαζόμενο πρόσωπο, να παρέμβει στην υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Έφεση και/ή να της δοθεί άδεια να ακουστεί και/ή να καταθέσει προτάσεις στα πλαίσια της υπό των ως άνω αριθμό και τίτλο Έφεσης, κατά της ενδιάμεσης απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού, ημερ. 19/8/24 που εκδόθηκε στα πλαίσια της Αίτησης 45/23, με σκοπό την ακύρωση και/ή την διαφοροποίηση του προσωρινού διατάγματος και/ή της εν λόγω απόφασης ημερ. 19/8/24.

(Γ) Οποιεσδήποτε περαιτέρω οδηγίες το Δικαστήριο κρίνει δίκαιες υπό τις περιστάσεις σε σχέση με την παρέμβαση της Αιτήτριας …………………. στην πιο πάνω διαδικασία.

…..»

 

          Ως νομικό υπόβαθρο για την παρούσα αίτηση τίθενται, μεταξύ άλλων, τα Μέρη 41.1(1), 41.1(2)(ε)(ii), 41.1.(4), 41.12 και 41.13 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2023, ενώ το πραγματικό υπόβαθρο προς υποστήριξη της αίτησης τίθεται με ένορκη δήλωση συνηγόρου στο δικηγορικό γραφείο το οποίο εκπροσωπεί τους αιτητές. Σ’ αυτήν, η ενόρκως δηλούσα παραθέτει, με λεπτομέρεια, τους ισχυρισμούς της αναφορικά με το πως οι αιτητές είναι άμεσα επηρεαζόμενο πρόσωπο από το εκδοθέν προσωρινό διάταγμα. Η ενόρκως δηλούσα εξηγεί τους ισχυρισμούς της ως προς την εμπλοκή της εφεσίβλητης στα εσωτερικά θέματα της αιτήτριας εταιρείας, μέσω αιτημάτων της, αλλά και μέσω αποδιδόμενης παρακοής του διατάγματος.

 

          Από την πλευρά του, ο εφεσείων δεν καταχώρησε ένσταση στην υπό κρίση αίτηση. Τηρουμένων δε προφορικών εισηγήσεων του ευπαιδεύτου συνηγόρου του, σε σχέση με αναφορές της εφεσίβλητης που αφορούν αυτόν, ουδεμία άλλη εμπλοκή είχε κατά την ακρόαση της παρούσας.

 

Η εφεσίβλητη, με την ένστασή της, προέβαλε έξι λόγους ένστασης, έναν εκ των οποίων απέσυρε, ως αποτέλεσμα της ως άνω παρέμβασης του συνηγόρου του εφεσείοντα. Τίθεται, συναφώς, ότι το αίτημα των αιτητών δεν δικαιολογείται και/ή δεν έχουν καταδειχθεί επαρκείς και πειστικοί λόγοι που να δικαιολογούν την έγκριση της αίτησης, ενώ, αντιθέτως, τυχόν έγκριση της αίτησης θα δημιουργήσει νομικά και πρακτικά προβλήματα (πρώτος λόγος ένστασης). Περαιτέρω, η αίτηση δεν βασίζεται σε οποιοδήποτε νομικό υπόβαθρο και οι αιτητές εμποδίζονται και κωλύονται από του να λάβουν μέρος στη διαδικασία της έφεσης αφού (α) δεν συμμετείχαν, ως διάδικος, στην πρωτόδικη διαδικασία, ούτε προέβησαν σε ενέργειες για να καταστούν πρώτα διάδικοι στην πρωτόδικη διαδικασία πριν προωθήσουν την αίτηση, ενώ το απαγορευτικό διάταγμα τροποποιήθηκε εκ συμφώνου από το πρωτόδικο Δικαστήριο, σύμφωνα με τις υποδείξεις και αιτήματα και τη συγκατάθεση των αιτητών (δεύτερος λόγος ένστασης). Περαιτέρω, οι αιτητές επιχειρούν να αμφισβητήσουν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και κατ’ αυτόν τον τρόπο επιθυμούν να ενεργήσουν ως εφεσείοντες, ενώ ζητούν άδεια να προστεθούν ως εφεσίβλητοι ή ενδιαφερόμενα πρόσωπα (τρίτος λόγος ένστασης). Τέλος, προβάλλεται ότι η αίτηση προωθείται από τους αιτητές καταχρηστικά, αφού ενεργούν υπό τις οδηγίες και σε συνεννόηση με τον εφεσείοντα, χωρίς η αίτηση να υποστηρίζεται από κατάλληλη μαρτυρία (πέμπτος και έκτος λόγος ένστασης, αντιστοίχως). Το πραγματικό υπόβαθρο, από το οποίο υποστηρίζονται οι λόγοι ένστασης της εφεσίβλητης, τίθεται μέσω ένορκης δήλωσης συνηγόρου στο δικηγορικό γραφείο ενός εκ των συνηγόρων που αντιπροσωπεύουν την εφεσίβλητη.

 

Είναι στη βάση του ως άνω πραγματικού υποβάθρου που διεξήχθη η ακρόαση της παρούσας αίτησης με τους συνηγόρους των δύο πλευρών να επιχειρηματολογούν προς υποστήριξη των θέσεων τους, έχοντας καταχωρήσει γραπτώς την αγόρευσή τους.

 

Έχουμε εξετάσει τις αντίστοιχες θέσεις, όπως αυτές προβάλλουν από τη δικογραφία της αίτησης και τις σχετικές αγορεύσεις των συνηγόρων, σε συνάρτηση πάντοτε και με το πραγματικό υπόβαθρο που τέθηκε στο πλαίσιο της παρούσας.

 

Ως αφετηρία για την εξέταση των υπό κρίση θεμάτων, θα πρέπει να λεχθεί ότι, ισχύ, πλέον, έχουν οι περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2023. Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους αιτητές παρέπεμψε το Δικαστήριο στη νομολογία που αφορά την παραχώρηση άδειας σε μη διάδικο να εφεσιβάλει απόφαση, με βάση το προηγούμενο δικονομικό καθεστώς, καθώς επίσης στις πρόνοιες των ως άνω ισχυόντων διαδικαστικών κανονισμών που επιτρέπουν, κατά την εισήγηση του, την προσθήκη των αιτητών ως διάδικων στην έφεση. Η εισήγηση των αιτητών απολήγει στο ότι, εκ των πραγμάτων, είναι πρόσωπο επηρεασθέν από το διάταγμα, γεγονός που δικαιολογεί την έγκριση της αίτησης. Με την εισήγηση αυτή, ως έχει λεχθεί, διαφωνεί η πλευρά της εφεσίβλητης.

 

Είναι χρήσιμο να τεθεί ότι, ασχέτως της παρουσίασης των σχετικών γεγονότων από τις δύο πλευρές, προκύπτει να είναι κοινό έδαφος ότι στις 21.11.2023, το πρωτόδικο δικαστήριο εξέδωσε, μονομερώς, προσωρινό διάταγμα που απαγόρευε στον εφεσείοντα να διαθέσει, διαχειριστεί ή να μειώσει την αξία του 50% των μετοχών που ήταν εγγεγραμμένες στο όνομα του, στην αιτήτρια εταιρεία. Το διάταγμα αυτό απευθυνόταν στον εφεσείοντα και ορίστηκε επιστρεπτέο. Κατά την εμφάνιση αυτή, έχοντας λάβει γνώση του διατάγματος, εμφανίστηκαν και οι αιτητές, δια των συνηγόρων τους, ζητώντας να παρέμβουν στη διαδικασία. Αποτέλεσμα συζητήσεων ήταν η εκ συμφώνου τροποποίηση του εν λόγω διατάγματος, ώστε να προνοεί περαιτέρω ότι «Το παρόν διάταγμα δεν απαγορεύει στον Καθ’ ου η αίτηση και στην εταιρεία …………….., να διαχειρίζονται ή να διαθέτουν τα περιουσιακά τους στοιχεία και/ή να εκδίδουν εξαγοράσιμες μετοχές κάτω από υφιστάμενα σχέδια παροχής κινήτρων (incentive schemes) και/ή προϋπάρχουσες συμβατικές υποχρεώσεις, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία διεξαγωγής των εργασιών τους.» Παράλληλα, ο συνήγορος των αιτητών δήλωσε, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι «Για να  απαλλάξω το Δικαστήριο από τη δική μου παρουσία, είμαστε στην ευχάριστη θέση να σας πληροφορήσουμε ότι έχει βρεθεί χρυσή τομή. Θα αναγνώσει η κα Ι. Μιχαήλ την τροποποίηση που έχει συμφωνηθεί στο διάταγμα, προτού τη διαβάσει θα διευκρινίσω το εξής. Οφείλω να πω στο Δικαστήριο ότι την δεδομένη στιγμή δεν υπάρχει καμία άμεση συμφωνία αντίθετα από όσα έχουν ειπωθεί στην ένορκη δήλωση της Αιτήτριας αν και εφόσον υπάρξει τέτοια συμφωνία όπου θα πωληθούν κάποιες μετοχές ή όλες οι μετοχές και θα εμποδίζεται η υλοποίηση αυτής της συμφωνίας από το διάταγμα επιφυλάσσω τότε το δικαίωμα τότε να αιτηθώ παρέμβαση στη διαδικασία εφόσον δεν τα έβρουμε με τους συναδέλφους πρώτα ιδιωτικά διότι θα τους αποκαλύψουμε πλήρεις πληροφορίες απλά αν δεν τα βρούμε ιδιωτικά τότε θα αιτηθούμε να παρέμβουμε στη διαδικασία.».

 

Από τα πιο πάνω, διαπιστώνεται ότι, στο πλαίσιο διαδικασίας, ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου, για επίλυση των περιουσιακών διαφορών των διαδίκων, εκδόθηκε συγκεκριμένο απαγορευτικό διάταγμα που απευθυνόταν και αφορούσε τον εφεσείοντα. Δεδομένου ότι οι μετοχές, τις οποίες αφορούσε το εν λόγω διάταγμα, ήταν μετοχές στην αιτήτρια εταιρεία, το διάταγμα γνωστοποιήθηκε και σ’ αυτήν, προφανώς για να μην επιτρέψει ενδεχόμενη παραβίαση του από τον εφεσείοντα. Η τροποποίηση του διατάγματος έγινε ως αποτέλεσμα της εμφάνισης των αιτητών για να παρέμβουν και μετά που συμφωνήθηκε η εν λόγω τροποποίηση. Αυτό οδήγησε στην ως άνω δήλωση εκ μέρους των αιτητών, οι οποίοι, έχοντας πετύχει το διάταγμα να τροποποιηθεί με τον τρόπο που ήθελαν, έπαυσαν να ενδιαφέρονται να παρέμβουν στη διαδικασία εξέτασης του κατά πόσο το διάταγμα θα καθίστατο οριστικό. Άλλωστε, απαύγασμα της δήλωσης των ιδίων των αιτητών ήταν ότι δεν επηρεάζονταν πλέον από το διάταγμα, αφού αυτό τροποποιήθηκε με τον τρόπο που ήθελαν. Θα απευθύνονταν δε στο Δικαστήριο, προφανώς για τροποποίηση του διατάγματος, σε περίπτωση που προέκυπτε ανάγκη για κάτι τέτοιο, ως διατυπώθηκε στην ως άνω δήλωση. Κάτι τέτοιο δεν αναφέρθηκε να έγινε ποτέ.

 

Μετά από την ακροαματική διαδικασία, και ως προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση, είναι το ως άνω διάταγμα που οριστικοποιήθηκε, μάλιστα με επιπρόσθετη πρόνοια ότι δεν απαγορεύει στον εφεσείοντα και στους αιτητές να διαχειρίζονται ή να διαθέτουν τα περιουσιακά τους στοιχεία κατά τη συνήθη και κανονική πορεία διεξαγωγής των εργασιών τους, ενώ τα υπόλοιπα διατάγματα που εκδόθηκαν δεν αφορούν τους αιτητές. Έπεται ότι η ως άνω προκύπτουσα κατάσταση, όσον αφορά το επίδικο διάταγμα, δεν αλλοιώθηκε με οποιονδήποτε τρόπο.

 

Η εισήγηση των αιτητών περί επηρεασμού τους αφορά στις, από μέρους της εφεσίβλητης, ενέργειες να αναζητεί πληροφορίες, κάτι που οι αιτητές θεωρούν παρέμβαση της στα εσωτερικά της εταιρείας και σε απόδοση, από μέρους της, στους αιτητές, παρακοής του διατάγματος.

 

Δεν μας βρίσκουν σύμφωνους οι εισηγήσεις των αιτητών. Πουθενά δεν φαίνεται να προκύπτει επηρεασμός τους από το εκδοθέν διάταγμα με τρόπο που να τους παρέχει δικαίωμα να καταστούν διάδικοι στην έφεση. Υπό εξέταση, στην έφεση, παραμένει η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Σε καμία περίπτωση, είτε στην εξέταση της έφεσης, είτε στην εξέταση της παρούσας, δεν είναι δυνατόν να εξετάζεται οτιδήποτε που αφορά την όποια, κατ’ ισχυρισμόν, παρακοή του διατάγματος. Ούτε αν η εφεσίβλητη αποτείνεται στους αιτητές με τρόπο που να επιχειρεί να παρέμβει στα εσωτερικά τους θέματα, αφορά το Δικαστήριο στην παρούσα αίτηση ή στην έφεση. Ούτε ενδεχόμενη επίκληση, από μέρους της εφεσίβλητης, του διατάγματος για τέτοιες ενέργειες, δίδει έρεισμα σε τέτοια εισήγηση. Η ουσία του θέματος υπό κρίση, παραμένει κατά πόσο υφίστανται τα στοιχεία εκείνα που να δικαιολογούν όπως οι αιτητές καταστούν διάδικοι στην έφεση. Τηρουμένων των ως άνω και με δεδομένο ότι, πρωτοδίκως, οι αιτητές έχουν συμφωνήσει στη μορφή του διατάγματος, εγκαταλείποντας οποιασδήποτε μορφής παρέμβαση τους αναφορικά με τη διαμορφωθείσα, τότε, κατάσταση πραγμάτων, τα θέματα που είναι επίδικα στην έφεση αφορούν τους διαδίκους και όχι τους αιτητές.

 

Ακολουθεί ότι η ως άνω διαπίστωση, από μόνη καθορίζει το αποτέλεσμα της παρούσας αίτησης. Κρίνουμε ότι, στη βάση των δεδομένων της παρούσας υπόθεσης και των πραγματικοτήτων της, η εξουσία του Εφετείου θα πρέπει να ασκηθεί εναντίον της έκδοσης των ζητουμένων διαταγμάτων. Η κρίση μας αυτή καθιστά αχρείαστη τη, σε ακαδημαϊκό επίπεδο, πλέον, εξέταση οποιουδήποτε άλλου λόγου ένστασης ή συναφούς θέματος στην παρούσα.

 

 

 

            Συνακόλουθα όλων των πιο πάνω, η αίτηση απορρίπτεται με €4.800.- πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης/καθ’ ης η αίτηση 1 και εναντίον των αιτητών.

 

 

 

 

 

Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.   

 

 

         

               Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.    

 

 

 

                       Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο