
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.: 113/2025)
13 Αυγούστου 2025
[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
HAZIM TELEM,
Εφεσείοντας,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητη.
___________________
Λ. Βραχίμης για Ελένη Βραχίμη & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.
Στ. Ερωτοκρίτου, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.: Ο εφεσείοντας συνελήφθη στις 27.07.2025 κατόπιν έκδοσης προσωρινού εντάλματος σύλληψης εκδοθέντος από Πρόεδρο Επαρχιακού Δικαστηρίου. Στις 29.07.2025 προσάχθηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου, - στο εξής το πρωτόδικο Δικαστήριο -, οπότε, ζητήθηκε προθεσμία, εκ μέρους της συνηγόρου για τον Γενικό Εισαγγελέα, προκειμένου να παραληφθούν τα απαιτούμενα έγγραφα, ως προνοούνται στο Άρθρο 16(4) του Περί της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Έκδοσης Φυγοδίκων (Κυρωτικού) Νόμου του 1970 (Ν. 95/1970), αλλά και η απαιτούμενη εξουσιοδότηση για έναρξη διαδικασίας εκδόσεως, προβλεπόμενη στο Άρθρο 7 του Περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου, Ν. 97/1970. Η υπόθεση, ως εκ τούτου, ορίστηκε στις 22.08.2025. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατόπιν σχετικού αιτήματος της συνηγόρου της εφεσίβλητης, παρά την ένσταση του εφεσείοντα, διέταξε την κράτηση του τελευταίου, μέχρι τις 22.08.2025, αποδεχόμενο την εισήγηση ότι υφίσταται ανυπαρξία δεσμών του εφεσείοντα με τη Δημοκρατία, αφού δεν έχει μόνιμη διαμονή στο έδαφος που ελέγχεται από την Κυπριακή Δημοκρατία, η οποία δεν διασφαλίζει την εξασφάλιση της παρουσίας του στη δίκη κατά τις 22.08.2025. Σημειώνεται, ταυτόχρονα, πως οι θέσεις του εφεσείοντα, οι οποίες υποστήριξαν την ένσταση του, έγκεινται στο ότι (α) η Κυπριακή Δημοκρατία ουδέποτε θα λάβει αίτημα για παράδοση του εφεσείοντα από τις τουρκικές αρχές, ως τούρκος πολίτης που είναι, και (β) ότι ουδέποτε ο εφεσίβλητος διέπραξε τα αδικήματα για τα οποία εκδόθηκε το ένταλμα σύλληψης εναντίον του. Ο δε κίνδυνος φυγοδικίας είναι ανύπαρκτος, διότι ο εφεσείοντας διαμένει και εργάζεται στις κατεχόμενες περιοχές, εδώ και εικοσιτέσσερα χρόνια, ως οικοδόμος, είναι παντρεμένος και έχει δύο ανήλικα παιδιά. Επίσης, δεν μπορεί να διαφύγει προς την Τουρκία αφού εκεί τον αναμένουν για να τον δικάσουν. Επιπλέον, όμως, ο εφεσείοντας διαθέτει και δύο βασικές υπερασπίσεις, προκύπτουσες από τον σχετικό Νόμο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στην κράτηση του εφεσείοντα αφού εξέτασε και αξιολόγησε τις θέσεις του, αναφερόμενο σε σχετική επί του θέματος νομολογία, κρίνοντας ότι αυτή ήταν η ορθή επιλογή για την εξασφάλιση της παρουσίας του, στο Δικαστήριο, την 22.08.2025.
Ο εφεσείοντας, με τρεις λόγους έφεσης, αμφισβητεί την ορθότητα της απόφασης κράτησης του. Ειδικότερα, θεωρεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε λανθασμένα τη διακριτική του ευχέρεια και/ή αξιολόγησε λανθασμένα τα γεγονότα (πρώτος λόγος έφεσης), ότι δεν λήφθηκε υπόψη η έλλειψη πραγματικής προοπτικής κατάθεσης αιτήματος από την Τουρκία προς τις αρχές της Δημοκρατίας, και/ή τέτοια πιθανότητα είναι απομακρυσμένη, αφού η Τουρκία δεν αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία και, επίσης, παραγνωρίστηκε η δυνατότητα να εξασφαλισθεί η παρουσία του εφεσείοντα με επιβολή όρων, όπως χρηματική εγγύηση και άλλοι συναφείς όροι, ώστε να απαγορεύεται η μετάβαση του στα κατεχόμενα, κρίνοντας, λανθασμένα, ότι τέτοιοι όροι δεν είναι ικανοποιητικοί (δεύτερος λόγος έφεσης) και ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρέλειψε να αξιολογήσει την επιχειρηματολογία του εφεσείοντα, παραβιάζοντας έτσι το Άρθρο 30 του Συντάγματος και το Άρθρο 6 της ΕΣΔΑ (τρίτος λόγος έφεσης).
Είναι κοινό έδαφος ότι ο εφεσείοντας είναι τούρκος πολίτης, κουρδικής καταγωγής, και πως με Ερυθρά Αγγελία, η οποία μεταβιβάστηκε από την Τουρκία στην Interpol, αποδίδεται σ’ αυτόν ότι μετέφερε χρήματα σε τρομοκρατική οργάνωση ΡΚΚ/ΚCΚ, ενώ έλαβε μέρος σε οικονομικές συναλλαγές παρέχοντας στήριξη στην οργάνωση, σύμφωνα με εντολές ανωτέρων του. Ακόμη, είναι κοινό έδαφος, ότι στις 26.07.2025 και ώρα 15:45 ο εφεσείοντας μετέβηκε στο οδόφραγμα Δερύνειας, προερχόμενος από τις ελεύθερες περιοχές, με σκοπό να εισέλθει στις κατεχόμενες περιοχές όπου διαμένει. Κατά τον διαβατηριακό έλεγχο διαπιστώθηκε ότι εναντίον του εκκρεμούσε Ερυθρά Αγγελία.
Λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου των λόγων έφεσης, κρίνουμε ορθό να παραθέσουμε, στη συνέχεια, αυτούσια αποσπάσματα από το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με το οποίο οδηγήθηκε στην κατάληξη να διατάξει την κράτηση του εφεσείοντα μέχρι τις 22.08.2025, τα οποία έχουν ως ακολούθως:
«Στην παρούσα περίπτωση όσον αφορά τη σοβαρότητα των αδικημάτων και το κίνδυνο επιβολής υψηλών ποινών δεν τίθεται σε αμφιβολία ότι ο καθ'ου η αίτηση αντιμετωπίζει σοβαρά αδικήματα που επισύρουν πολυετείς ποινές φυλάκισης.
Επίσης όσον αφορά την πιθανότητα καταδίκης τούτη εξετάζεται στο ευρύτερο πλαίσιο του αιτήματος για έκδοση και των προϋποθέσεων για έκδοση. Τα όσα τέθηκαν επι της ουσίας δεν μπορούν να αποτελέσουν σε αυτό το στάδιο αντικείμενο εξέτασης. Ούτε το Δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη τα όσα ανέφερε ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον καθ'ου η αίτηση περί του ότι επειδή οι Τουρκικές αρχές δεν αναγνωρίζουν την Κυπριακή Δημοκρατία το αίτημα δεν θα υποβληθεί ή ότι το Δικαστήριο της χώρας μας δεν πρέπει να εξετάσει το αίτημα όταν και εφόσον αυτό υποβληθεί. Για το παρόν στάδιο το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη ότι η Τουρκία και η Κύπρος έχουν υπογράψει την Ευρωπαϊκή Σύμβαση περί Έκδοσης Φυγόδικων όπως προκύπτει και από το Παράρτημα Β και Παράρτημα Γ1-Γ4, που συνοδεύει το αίτημα για προσωρινό ένταλμα σύλληψης και δυνατόν να απολαμβάνουν τόσο τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτήν αλλά και να συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις τους. Σε αυτό το πλαίσιο θα αποφασιστεί το αίτημα κράτησης. Συνεπώς με όσα τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου και απορρέουν από τον όρκο και τα συν αυτώ παραρτήματα ειδικότερα αλλά χωρίς περιορισμό την Ερυθρά Καταγγελία δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα ο καθ'ου η αίτηση να εκδοθεί για να δικαστεί για τα εν λόγω αδικήματα.
Θα έλεγα ότι εδώ που ο καθ'ου η αίτηση θα αντιμετωπίσει εάν εκδοθεί αδικήματα που σε περίπτωση καταδίκης επισύρουν πολυετείς ποινές φυλάκισης παρουσιάζει αυξημένο κίνδυνο φυγοδικίας. Συνεπώς απαιτούνται ισχυροί παράγοντες για να αντισταθμιστεί ο κίνδυνος. Εν προκειμένω όπως έχει τεθεί ενώπιον μου ο καθ'ου η αίτηση είναι κάτοχος τουρκικής ταυτότητας και ζει και εργάζεται στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές. Μάλιστα φαίνεται ότι η διέλευση του από τις κατεχόμενες προς τις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές στις 26/7/2025 είχε επιτευχθεί ανενόχλητα παρα την ύπαρξη της Ερυθράς Καταγγελίας. Αυτός ανακόπηκε όταν αποπειράθηκε να εισέλθει πίσω στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, γεγονός που ενέχει τη σημασία του όσον αφορά τη διαμονή του στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές. Παραμένει γεγονός ότι στα κατεχόμενα εδάφη η Δημοκρατία δεν ασκεί οποιοδήποτε έλεγχο. Με βάση δε τις πρόνοιες του Ν.97/7Ο η Δημοκρατία είναι υπεύθυνη για να τηρήσει όλα τα εχέγγυα ορθής και νόμιμης εφαρμογής της διαδικασίας έκδοσης του καθ'ου η αίτηση. Με αυτά ως δεδομένα ήτοι ότι ο καθ'ου η αίτηση έχει δεσμούς με τις κατεχόμενες περιοχές αυτός μπορεί να φυγοδικήσει. Δεν αποδέχομαι τη θέση ότι δεν υπάρχει τρόπος να διαφύγει από τις κατεχόμενες περιοχές εφόσον δεν θα μπορεί να ταξιδέψει στην Τουρκία, διότι ο ίδιος θα μπορεί να μεταβεί συνεχίζοντας την καθημερινότητα του σε οποιαδήποτε περιοχή είτε εντός είτε εκτός κατεχόμενων σε οποιαδήποτε χώρα, είτε ακόμη και δια θαλάσσης είτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο όπου η Δημοκρατία δεν θα μπορεί να ασκήσει οποιοδήποτε έλεγχο να τον εντοπίσει και να τον θέσει ενώπιον Δικαστηρίου. Τα προσωπικά και οικογενειακά στοιχεία, που έχουν τεθεί ενώπιον μου δεν καθίστανται ικανά να εξαλείψουν τον κίνδυνο διαφυγής.
Παρόμοιο θέμα απασχόλησε το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. G.YENIGOUN κ.α Ποινική Έφεση Αρ 104/2022 ημερομηνίας 31/5/2022, ECLI:CY:AD:2022:B220. Οι κατηγορούμενοι αντιμετώπιζαν σοβαρές κατηγορίες βιασμού και πρωτοδίκως είχε ζητηθεί η κράτηση τους μέχρι τη δίκη τους επί του κινδύνου φυγοδικίας. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε την απόλυση τους υπό όρους αναφέροντας πως δεν υπήρχε κίνδυνος φυγοδικίας με βάση τους δεσμούς που είχαν με την Κυπριακή Δημοκρατία αφού ήταν κάτοχοι κυπριακής ταυτότητας παρα το ότι ζούσαν και εργάζονταν στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές.
Το Ανώτατο Δικαστήριο ανατρέποντας την πιο πάνω κρίση αποφάσισε την κράτηση μέχρι τη δίκη τους αναφέροντας τα πιο κάτω τα οποία κρίνω πως τυγχάνουν αντίστοιχης εφαρμογής επι των παρόντων περιστάσεων ήτοι:
«Οι εφεσίβλητοι αντιμετωπίζουν πολύ σοβαρές κατηγορίες, μια εκ των οποίων, ο βιασμός, επισύρει ποινή δια βίου φυλάκισης. Σε τέτοιου είδους σοβαρές υποθέσεις όπου ενδέχεται, σε περίπτωση καταδίκης, να επιβληθούν ποινές πολυετούς φυλάκισης, το κίνητρο φυγοδικίας είναι πολύ πιο μεγάλο. Συνεπώς απαιτούνται ιδιαίτερα ισχυροί παράγοντες για να αντισταθμιστεί ο κίνδυνος φυγοδικίας. Εν προκειμένω, σύμφωνα με τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου οι εφεσίβλητοι κατοικούν και εργάζονται στις κατεχόμενες περιοχές. Είναι διαζευγμένοι και έχουν ανήλικα τέκνα. Προκύπτει λοιπόν ότι οι δεσμοί τους είναι με τις κατεχόμενες περιοχές όπου οι αρχές της Δημοκρατίας δεν διατηρούν οποιονδήποτε έλεγχο. Με αυτό ως δεδομένο, οι εφεσίβλητοι μπορούν να φυγοδικήσουν με το να μεταβούν στην οικία και τον τόπο εργασίας τους, συνεχίζοντας την καθημερινότητά τους, χωρίς να εγκαταλείψουν την οικογένεια ή την εργασία τους, χωρίς έξοδα και ταλαιπωρίες, και τούτο ενώ οι αρχές της Δημοκρατίας δεν έχουν τη δυνατότητα να τους εντοπίσουν και να τους προσαγάγουν ενώπιον του Δικαστηρίου. Η κυπριακή υπηκοότητα δεν παρέχει αφ' εαυτής δικαίωμα για ευνοϊκή μεταχείριση. Το γεγονός ότι οι εφεσίβλητοι διαμένουν στις κατεχόμενες περιοχές δεν έχει την έννοια ότι τυγχάνουν διαφορετικής μεταχείρισης διότι είναι Τουρκοκύπριοι, αλλά συνδέεται με τη δυσκολία να εξασφαλιστεί η παρουσία τους στο Δικαστήριο, αν αποφασίσουν να μην προσέλθουν στη δίκη τους (βλ. Adnan ν. Δημοκρατίας (2004) 2 ΑΑΔ 183). Όλοι έχουν την ίδια αντιμετώπιση από το νόμο. Είναι οι δεσμοί που η υπηκοότητα μπορεί να επισύρει που έχουν σημασία. Οι δεσμοί με τις κατεχόμενες περιοχές όπου η Αρχές της Δημοκρατίας δεν μπορούν να ασκήσουν τις εξουσίες τους, δεν εξαλείφουν τον κίνδυνο φυγοδικίας έστω και αν οι εφεσίβλητοι είναι Κύπριοι πολίτες. Ούτε οι όροι που τέθηκαν από το Δικαστήριο μπορούν να καλύψουν το κενό που δημιουργείται. Τέτοιες επιβαλλόμενες διευθετήσεις, με τις οποίες οι εφεσίβλητοι μπορούν πρόσκαιρα να συμμορφωθούν, δεν ενέχουν τις εγγενείς περιστάσεις που χαρακτηρίζουν τους πραγματικούς δεσμούς».
Με βάση τα ανωτέρω καταλήγω ότι ο κίνδυνος φυγοδικίας του καθ'ου η αίτηση είναι περισσότερο από ορατός και δεν προκύπτει ότι με την καταβολή χρηματικού ποσού ή άλλους όρους εφόσον δεν καταδείχθηκαν ισχυροί δεσμοί, μπορεί να εξασφαλιστεί η παρουσία του.
Συνεπώς διατάζω την κράτηση μέχρι τις 22/8/2025.»
Έχοντας υπόψη μας το αντικείμενο της παρούσας έφεσης, γενικότερα, θεωρούμε ότι είναι χρήσιμη η αναφορά σε νομολογία η οποία διέπει τη διαδικασία έκδοσης φυγόδικου, ευρύτερα.
Όπως διατυπώθηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (1995) 1 Α.Α.Δ. 361, η δικαιοδοσία έκδοσης φυγόδικου ανάγεται στην πολιτική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Στην Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Alekseyevich, Πολιτική Έφεση Αρ. 83/2020, ημερομηνίας 17.02.2021, ECLI:CY:AD:2021:A47, λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Ως γνωστό, η διαδικασία έκδοσης φυγοδίκων αποσκοπεί «στον παραμερισμό των συνόρων ως φραγμού στη δίωξη του σοβαρού εγκλήματος που αποτελεί κοινή επιδίωξη των Εθνών» (Hachem (1991) 1 ΑΑΔ, 723). Κατ’ επέκταση, οι διεθνείς συμβάσεις που αφορούν στην έκδοση φυγοδίκων, ερμηνεύονται κατά φιλελεύθερο τρόπο για να επιτευχθεί ο στόχος που επιδιώκουν, που δεν είναι άλλος από την καταπολέμηση του εγκλήματος σε διεθνές επίπεδο (Atapina v. Διευθυντή των Κεντρικών Φυλακών (2003) 1(Γ) ΑΑΔ, 1509).»
Παραθέτουμε, επίσης, την πολύ σημαντική καθοδήγηση η οποία διατυπώθηκε, από παλαιότερα, στην υπόθεση Carter v. Αρχηγού Αστυνομίας (1996) 1 Α.Α.Δ. 299, η οποία έχει ως ακολούθως:
«Η εξουσία για την κράτηση προσώπου, εναντίον του οποίου εκκρεμεί διαδικασία έκδοσης του ως φυγοδίκου, συναρτάται μεν, αλλά δεν ταυτίζεται με τη διαδικασία έκδοσης. Εξουσία για την κράτηση του καθ’ ου η αίτηση σε διαδικασία έκδοσης φυγόδικου παρέχεται από το Άρθρο 9(2) του περί Εκδόσεως Φυγόδικων Νόμου του 1970, (Ν. 97/70). Και οι εξουσίες που παρέχονται στο δικαστήριο να διατάξει την κράτηση του ταυτίζονται με εκείνες δικαστή Επαρχιακού Δικαστηρίου, ο οποίος διενεργεί προανάκριση. Η κράτηση του φυγόδικου δε συναρτάται με το βάσιμο της αίτησης για έκδοση, αλλά, όπως και στην προανάκριση, με την πρόβλεψη αναφορικά με την προσέλευση του καθ’ ου η αίτηση κατά τη δίκη, κατ’ ανάλογο τρόπο προς την προανάκριση – (βλ. “πριανάκρισης” στον περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ. 155, Άρθρο 92 και επόμενα). Η προανάκριση αποτελεί πτυχή της ποινικής διαδικασίας.
Το αντικείμενο της διαδικασίας βάσει του Άρθρου 9(2) είναι η λήψη απόφασης σε σχέση με την κράτηση του καθ’ ου η αίτηση. Η άσκηση της μπορεί να απολήξει στη στέρηση της ελευθερίας του ατόμου. Η διαδικασία εξομοιούται με ποινική διαδικασία, με ανάλογες προεκτάσεις.»
Παραπέμπουμε, επίσης, στην Ogbechi v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 93/2025, ημερομηνίας 29.04.2025 όπου λέχθηκαν τα εξής:
«Το αίτημα κράτησης είχε στηριχθεί επί του κινδύνου φυγοδικίας. Ο κίνδυνος φυγοδικίας εξετάζεται σε συνάρτηση αφενός με (i) τη σοβαρότητα του αδικήματος, (ii) την αυστηρότητα της τυχόν επιβληθησομένης ποινής και (iii) την πιθανότητα καταδίκης (αντικειμενικά στοιχεία) και αφετέρου με άλλα δεδομένα τα οποία αφορούν τον κατηγορούμενο (υποκειμενικά στοιχεία). Υπάρχει πλούσια νομολογία για το θέμα, όπως και για τις προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου σε διαταγή κράτησης (βλ. Γενικού Εισαγγελέα v. Γ.Ν., Ποιν. Έφ. 145/2023, ημερ. 21.7.23, Θεοχάρους κ.ά. v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 48, Hajali v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 213/2024, ημερ. 30.9.24).»
Είναι προφανές ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα της κράτησης ή μη του εφεσείοντα υπό το πρίσμα των διατάξεων του Περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου του 1970 (Ν. 97/1970), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί, καθώς και υπό το πρίσμα των σχετικών αρχών της νομολογίας.
Διαπιστώνουμε, κατ’ αρχάς, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέμνησε πως κατά την εξέταση της κράτησης κλήθηκε να σταθμίσει από τη μια τον σκοπό της νομοθεσίας και από την άλλη, την προσωπική ελευθερία του εφεσείοντα, εφόσον υπάρχει η επιλογή απόλυσης με εγγύηση (βλ. Θεοδωρίδης κ.α. v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 139). Το Δικαστήριο συνυπολόγισε, επίσης, κατ’ εφαρμογή της νομολογίας, τους τυχόν δεσμούς του εφεσείοντα με τη Δημοκρατία, όπως η διαμονή του και οικογενειακή του κατάσταση (βλ. Θεοχάρους κ.α. v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 48).
Οι αιτιάσεις και τα παράπονα του εφεσείοντα, αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης, έχουν ως πυρήνα τη θέση πως δεν αξιολογήθηκαν, και δεν καταγράφηκαν, ορθά τα δεδομένα της υπόθεσης, κυρίως το γεγονός ότι τα κατεχόμενα εδάφη ελέγχονται στρατιωτικά από την Τουρκία, γεγονός που μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο μετάβασης του στα εδάφη αυτά. Ως επίσης ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν αξιολόγησε τους δεσμούς του εφεσείοντα με την Κύπρο, αφού αυτός ζει εδώ και 24 χρόνια στην Κύπρο και ότι είναι παντρεμένος με δύο ανήλικα παιδιά.
Έχουμε εξετάσει και αξιολογήσει καθετί που προώθησαν ενώπιον μας οι δύο νομικοί εκπρόσωποι των διαδίκων, περιλαμβανομένων των θέσεων που διατυπώνονται στην αιτιολογία των λόγων έφεσης και ως αυτές αναπτύχθηκαν περαιτέρω στην αγόρευση του συνηγόρου του εφεσείοντα. Εν πρώτοις, απορρίπτουμε τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε δίκαιη και ορθή καταγραφή της επιχειρηματολογίας που προωθήθηκε από την πλευρά του εφεσείοντα. Δεν εντοπίζουμε οτιδήποτε το οποίο να αποτέλεσε θέση του εφεσείοντα και δεν καταγράφηκε ή δεν αξιολογήθηκε. Όσον αφορά δε στη θέση ότι δεν αξιολογήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά ο κίνδυνος φυγοδικίας, αφού αυτός δεν θα θέλει να μεταβεί στα κατεχόμενα, ομοίως, απορρίπτουμε την εν λόγω θέση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εύστοχα παρέπεμψε, παραθέτοντας σχετικό απόσπασμα, στην υπόθεση Yenigun (ανωτέρω εντός του αποσπάσματος από την πρωτόδικη απόφαση), η οποία δίδει την κατεύθυνση αξιολόγησης περιπτώσεων όπου τα πρόσωπα που είναι αντιμέτωποι με τον κίνδυνο φυγοδικίας, είτε ως κατηγορούμενοι, είτε, θεωρούμε, και ως Καθ’ ων η Αίτηση σε αίτηση έκδοσης φυγόδικου, διαμένουν στις κατεχόμενες περιοχές, οι οποίες δεν ελέγχονται από την Κυπριακή Δημοκρατία. Φρονούμε πως με κριτήριο τα λεχθέντα στην εν λόγω αυθεντία, το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε ορθή αξιολόγηση των ενώπιον του δεδομένων και των όποιων δεσμών του εφεσείοντα με την Κύπρο. Αν κάτι χρήζει επιπλέον μνείας είναι το γεγονός πως, παρ’ ότι στην υπόθεση Yenigun (ανωτέρω) οι εφεσίβλητοι ήταν τουρκοκύπριοι, πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας, αποτέλεσε καθοριστικότερο στοιχείο το γεγονός ότι διέμεναν, ως και ο εφεσείοντας, στις κατεχόμενες περιοχές όπου η Κυπριακή Δημοκρατία δεν έχει έλεγχο. Δεν συμμεριζόμαστε τη θέση πως το μόνο μέρος που ο εφεσείοντας επιθυμεί πλέον να μένει, εφόσον γνωρίζει ότι καταζητείται από τουρκικές αρχές, είναι οι ελεύθερες περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας. Εξ άλλου, η δεδηλωμένη επιθυμία του, μέσω του συνηγόρου του, να μην θέλει να μεταβεί στην Τουρκία αυξάνει τον κίνδυνο φυγοδικίας, αφού αυτός θα είναι ο σκοπός της διαδικασίας έκδοσης του. Ως παρατήρησε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο εφεσείοντας μέσω των κατεχομένων μπορεί να μεταβεί σε οποιαδήποτε χώρα προκειμένου να αποφύγει την έκδοση του. Δεν ήταν έργο του Δικαστηρίου να αναφερθεί σε εφικτούς τρόπους φυγοδικίας.
Τα Δικαστήρια, κατά την άσκηση της διακριτικής τους ευχέρειας, καθοδηγούνται από νομικά κριτήρια και πραγματικά δεδομένα. Τέτοια στην παρούσα υπόθεση είναι η διεθνής δέσμευση της Κυπριακής Δημοκρατίας για εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Έκδοσης Φυγοδίκων, η οποία κυρώθηκε με τον Ν. 95/1970, σύμβαση την οποία έχει υπογράψει και η Τουρκία. Οφείλουν, συνεπώς, τα Δικαστήρια της χώρας να συνδράμουν προς την κατεύθυνση της συμμόρφωσης της Δημοκρατίας με τις διεθνείς υποχρεώσεις της. Κρίνουμε ότι τα κυρίαρχα στοιχεία και δεδομένα της υπόθεσης ορθά οδήγησαν το πρωτόδικο Δικαστήριο στη διαταγή κράτησης του εφεσείοντα και όχι στην απόλυση του με όρους.
Από πλευράς του συνηγόρου του εφεσείοντα προωθήθηκε η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο περιορίστηκε σε αναφορά, ως προς τα κατεχόμενα, περί εδαφών που δεν ασκεί έλεγχο η Κυπριακή Δημοκρατία και όχι σε εδάφη που ελέγχονται στρατιωτικά από την Τουρκία, γεγονός που δεν το κατηύθυνε στη σκέψη ότι ο κίνδυνος διαφυγής θα είναι από ελεύθερο έδαφος κράτους που δεν έχει διπλωματικές σχέσεις με το κράτος που προωθεί την ποινική δίωξη του εφεσείοντα. Η εν λόγω θέση και το σχετικό επιχείρημα έχει τη λογική του, ωστόσο, ως ορθά υπέδειξε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο κίνδυνος φυγοδικίας δεν σχετίζεται μόνο με μετάβαση του εφεσείοντα προς τα κατεχόμενα αλλά και προς οποιαδήποτε άλλη χώρα. Άλλωστε, ο εφεσείοντας βρισκόταν στα κατεχόμενα, πριν εισέλθει στις ελεύθερες περιοχές, και παρά τον στρατιωτικό έλεγχο των κατεχόμενων εδαφών δεν συνελήφθηκε, συνεπώς, δεν είναι απολύτως βέβαιο ότι με το που θα μεταβεί στα κατεχόμενα θα συλληφθεί και άρα δεν θα μπορεί να μεταβεί οπουδήποτε αλλού ή, εν πάση περιπτώσει, ότι δεν θα επιχειρήσει να μεταβεί στα κατεχόμενα. Ας μην λησμονείται ότι, σύμφωνα με την Ερυθρά Αγγελία, ο εφεσείοντας γνώριζε πως αναζητείται από τις τουρκικές αρχές, ωστόσο διέμενε στα κατεχόμενα που ελέγχονται από την Τουρκία στρατιωτικά και ανακόπηκε όταν θα εισερχόταν πίσω από τις ελεύθερες περιοχές. Το ότι η θέση του είναι πως δεν γνώριζε ότι είχε εκδοθεί εναντίον του Ερυθρά Αγγελία δεν δικαιολογούσε, ως κρίνουμε, περαιτέρω ανάλυση ή βαρύτητα, από το πρωτόδικο Δικαστήριο, σ’ αυτό το πρόωρο στάδιο που βρισκόταν και βρίσκεται η διαδικασία.
Ενόψει των προαναφερόμενων, θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε και αξιολόγησε ορθά τα ενώπιον του δεδομένα. Με κριτήρια τις νομολογιακές αρχές προέβη, ως κρίνουμε, σε ορθή άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας και, κατ’ επέκταση, οδηγήθηκε σε ορθή κατάληξη.
Ως αποτέλεσμα, ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος.
Αναφορικά με τον δεύτερο λόγο έφεσης, το παράπονο του εφεσείοντα είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε πως η προοπτική καταχώρισης αίτησης από τις τουρκικές αρχές είναι απομακρυσμένη, γεγονός που θα επενεργούσε διαφορετικά στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας. Ομοίως, έχουμε καταλήξει ότι το εν λόγω παράπονο δεν έχει τη δυναμική που του αποδίδεται. Η διαδικασία της έκδοσης φυγόδικου έχει τις ιδιαιτερότητες της (βλ. υπόθεση Αναφορικά με την αίτηση του Igor Martinenko (2002) 1Β Α.Α.Δ. 1191). Μια εξ αυτών είναι ότι αποτελείται από στάδια τα οποία είναι προαπαιτούμενα για τη συνέχιση της διαδικασίας. Σ’ αυτό το πρόωρο στάδιο, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν όφειλε να θεωρήσει ως δεδομένο ότι οι τουρκικές αρχές δεν θα αποταθούν με αίτηση τους προς την Κυπριακή Δημοκρατία για να ζητήσουν την έκδοση του εφεσείοντα. Προέχει η τήρηση της διαδικασίας, ως η διεθνή υποχρέωση της Κυπριακής Δημοκρατίας, για τη μετάβαση στο επόμενο, και προφανώς, σημαντικό στάδιο, όπου θα ελεγχθεί αν οι τουρκικές αρχές θα αποταθούν στην Κυπριακή Δημοκρατία για την έκδοση του εφεσείοντα. Δεν παραγνωρίζουμε τα όσα ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα προώθησε ενώπιον μας σχετικά με το εν λόγω ζήτημα. Δεν ήταν όμως επιτρεπτό, θεωρούμε, στο στάδιο που βρίσκεται η πρωτόδικη διαδικασία να θεωρήσει, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι είναι με σιγουριά απομακρυσμένες οι πιθανότητες καταχώρισης αιτήματος από τις τουρκικές αρχές καθώς, όπως έγινε αποδεκτό ενώπιον μας, η Τουρκία δεν διατύπωσε εξαίρεση της Κυπριακής Δημοκρατίας επί της Ερυθράς Αγγελίας. Συνεπώς, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν βασίστηκε στο ότι υπάρχουν αυξημένες ή μη πιθανότητες να ζητηθεί από τις τουρκικές αρχές η έκδοση του εφεσείοντα. Παραμένει ως γεγονός ότι οι δύο χώρες έχουν υπογράψει τη σχετική σύμβαση και οφείλουν να συμμορφώνονται. Σ’ αυτό το σημείο εξετάζοντας και το ζήτημα της αμοιβαιότητας, που ηγέρθηκε, ως προς την εφαρμογή των συμβάσεων, θεωρούμε ότι στο πρόωρο και αρχικό στάδιο που βρίσκεται η διαδικασία, δεν ήταν επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί σε οποιοδήποτε σχετικό συμπέρασμα. Προφανώς κάτι τέτοιο θα απασχολήσει στο τέλος όπου θα κληθεί για το ίστατο συμπέρασμα, περί της έκδοσης ή μη του εφεσείοντα. Εν πάση περιπτώσει, θεωρούμε ότι αυτό το ζήτημα είναι δυνατό να τύχει ελέγχου κατά τη λήξη της προθεσμίας, ως το πιο κατάλληλο στάδιο, που δόθηκε για την καταχώριση αιτήματος από τις τουρκικές αρχές, οπότε εκεί θα διαφανεί, και ενδιάμεσα, αν είναι εφικτή η συνέχιση εφαρμογής της σχετικής σύμβασης μονομερώς.
Ως έχουμε ήδη αναφέρει, υπό τις περιστάσεις έλλειψης δεσμών του εφεσείοντα με τις ελεύθερες περιοχές, η επιβολή όρων δεν αποτελούσε επαρκή εξασφάλιση για την παρουσία του. Η κρίση αυτή απαντά και στο παράπονο του εφεσείοντα ότι λανθασμένα δεν τέθηκαν όροι απόλυσης του.
Συνακόλουθα, κρίνεται αβάσιμος και ο δεύτερος λόγος έφεσης.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης, προβάλλεται η θέση ότι επειδή το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αξιολογήσει την επιχειρηματολογία του εφεσείοντα προκύπτει παραβίαση του Άρθρου 30 του Συντάγματος και του Άρθρου 6 της ΕΣΔΑ. Δεν εντοπίζουμε, ούτε στην αιτιολογία των λόγων έφεσης, ούτε στην αγόρευση του συνηγόρου του εφεσείοντα, αναφορά περί παράλειψης καταγραφής συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας την οποία δεν αξιολόγησε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Αν δε υπονοείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη στους συλλογισμούς και επιχειρήματα που διατυπώνονται στην αιτιολογία των λόγων έφεσης, δεν θεωρούμε ότι πρόκειται περί παράλειψης καταγραφής και αξιολόγησης, με την έννοια που αυτή σχετίζεται με το Άρθρο 30 του Συντάγματος και το Άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, φρονούμε πως στάθμισε προσεκτικά όλα τα ενώπιον του ουσιώδη στοιχεία. Καθοδηγήθηκε δε από τις ορθές αρχές που έθεσε η σχετική νομολογία. Δεν παραγνώρισε οποιοδήποτε ουσιαστικό παράγοντα, αντίθετα, αναφέρθηκε σε κάθε σχετικό και ουσιώδες στοιχείο της υπόθεσης, στη βάση του οποίου, ως κρίνουμε, οδηγήθηκε, ασκώντας την ευχέρεια του κατά τρόπο δικαστικό, σε ορθή κατάληξη, προκειμένου να εξασφαλισθεί η παρουσία του εφεσείοντα στη δίκη. Η εν λόγω διεργασία άπτεται διαδικασίας όπου τα Δικαστήρια οφείλουν να ενεργούν κατά τρόπο ώστε να μην εκτίθεται το κράτος έναντι των διεθνών του υποχρεώσεων, εφαρμόζοντας βέβαια, το δίκαιο που ισχύει στην Κυπριακή Δημοκρατία, περί του θέματος αυτού, εντός του οποίου θεωρούμε ότι ενήργησε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Όσον αφορά στη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε ενώπιον του μαρτυρικό υλικό για εξέταση πιθανοτήτων καταδίκης ή τον κίνδυνο τιμωρίας στην Τουρκία, φρονούμε πως η απάντηση δίδεται μέσα από τα νομολογηθέντα (βλ. υπόθεση Carter, ανωτέρω) όπου διευκρινίστηκε ότι «Η κράτηση του φυγόδικου δε συναρτάται με το βάσιμο της αίτησης για έκδοση, αλλά, όπως και στην προανάκριση, με την πρόβλεψη αναφορικά με την προσέλευση του Καθ’ ου η αίτηση κατά τη δίκη, κατ’ ανάλογο τρόπο προς την προανάκριση…».
Σ’ ότι αφορά στην πρόνοια του Άρθρου 3 της Σύμβασης και περί πολιτικών παραβιάσεων, σημειώνουμε ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε μαρτυρία εκ μέρους του εφεσείοντα ώστε να αξιολογηθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ίσως τεθεί τέτοια μαρτυρία σε κατοπινό στάδιο οπότε το εκδικάζον Δικαστήριο θα την αξιολογήσει πριν την τελική απόφαση του.
Τέλος, καταλήγουμε ότι καμία κατάχρηση δύναται να στοιχειοθετηθεί, υπό τις περιστάσεις, αναφορικά με το αίτημα κράτησης που υπέβαλε η εφεσίβλητη.
Κατ’ επέκταση των προειρημένων, κρίνεται αβάσιμος και ο τρίτος λόγος έφεσης.
Κλείνοντας την παρούσα απόφαση μας υπενθυμίζουμε ότι, ως είναι νομολογιακά αναγνωρισμένο, ο χρόνος της κράτησης έχει τη δική του σημασία. Η υπόθεση είναι ορισμένη πολύ σύντομα, στις 22.08.2025, με την προθεσμία για παρουσίαση των απαραίτητων εγγράφων, και κυρίως της αίτησης από τις τουρκικές αρχές, να τρέχει. Αν τέτοια αίτηση δεν παρουσιαστεί, εκτός και αν δικαιολογείται αναβολή, τότε εναπόκειται στο εκδικάζων την υπόθεση Δικαστήριο να χειριστεί το θέμα της απουσίας τέτοιας αίτησης, τόσον ως προς το θέμα της κράτησης και αναλόγως του τι θα τεθεί ενώπιον του, όσον και ως προς το θέμα, γενικότερα, της αίτησης για έκδοση του εφεσείοντα.
Αναφορικά με το ότι, ως αναφέρεται στην γραπτή αγόρευση του συνηγόρου του εφεσείοντα, αυτός έχει καταχωρίσει αίτηση ασύλου, παρατηρούμε ότι τέτοιο ζήτημα, αφενός, δεν υπήρχε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αφετέρου, δεν τίθεται στην έφεση, ως εκ τούτου δεν εξετάζεται. Εν πάση περιπτώσει, δεν θα ήταν ικανό να διαφοροποιήσει την απόφαση μας.
Ενόψει του ότι ουδείς λόγος έφεσης κρίθηκε βάσιμος, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.
Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.
Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.
Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο