Α. Ν. Κ. κ.α. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α., Ποινική Έφεση Αρ.: 136/2022, 140/2022, 1/8/2025
print
Τίτλος:
Α. Ν. Κ. κ.α. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α., Ποινική Έφεση Αρ.: 136/2022, 140/2022, 1/8/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ.: 136/2022)

 

1 Αυγούστου 2025

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

Α. Ν. Κ.

Εφεσείων

v.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσίβλητης

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 140/2022)

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ

Εφεσείων

v.

 

Α. Ν. Κ.

Εφεσιβλήτου

 

‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑

 

Γ. Πολυχρόνης με Κ. Παρασκευά και Ε. Κωνσταντίνου (κα) για Γιάννης Πολυχρόνης Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείοντα στην 136/22 και Εφεσίβλητο στην 140/22

Ε. Σάββα (κα) για Γενικόν Εισαγγελέα, για Εφεσίβλητο στην 136/22 και Εφεσείοντα στην 140/22

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Πική, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΠΙΚΗΣ, Δ.: Στις 30.5.2022 ο Εφεσείων κρίθηκε ένοχος κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, από το Μόνιμο Κακουργοδικείο Πάφου, σε δεκατέσσερεις συνολικά κατηγορίες, ήτοι δώδεκα κατηγορίες σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού ενάντια στις διατάξεις του περί Πρόληψης και Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης και Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου του 2014, Ν.91(Ι)/2014, και δυο κατηγορίες βίας στην οικογένεια κατά παράβαση του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψης και Προστασίας Θυμάτων Νόμο του 2000), Ν.119(Ι)/2000. Οι κατηγορίες αφορούν αδικήματα διαπραχθέντα μεταξύ του 2017 και 9.5.2019, κατά της ανήλικης, γεννηθείσας περί τα τέλη του 2009 (εφεξής «η ανήλικη») ενόσω ο Εφεσείων ήταν συμβίος της μητέρας της.

 

        Ειδικότερα, καταδικάστηκε για το ότι: (i) Καταχρώμενος θέση εμπιστοσύνης, εξουσίας ή επιρροής πάνω στο παιδί, σε δυο ξεχωριστές περιπτώσεις  χάιδευε την ανήλικη στα γεννητικά όργανα, στο στήθος και στα οπίσθια της κατά παράβαση του Άρθρου 6(4)(α) (κατηγορίες 1 και 2), και του Άρθρου 6(3), (7) (κατηγορίες 11 και 12) του Ν.91(Ι)/2014 (συμμετοχή σε σεξουαλική πράξη με παιδί κάτω της ηλικίας των 13 ετών), και του Άρθρου 4(1)(2)(α) του Ν.119(Ι)/2000 (άσεμνη επίθεση εναντίον γυναίκας), (ii) Σε δυο ξεχωριστές περιπτώσεις προκάλεσε την ανήλικη, μέσω κινητού τηλεφώνου ή τηλεόρασης να γίνει μάρτυρας σεξουαλικών πράξεων ή απεικονίσεων, κατά παράβαση του Άρθρου 6(1), (7) του Ν.91(Ι)/2014 (κατηγορίες 31 και 32), (iii) Σε άλλες δυο ξεχωριστές περιπτώσεις προκάλεσε την ανήλικη να γίνει μάρτυρας σεξουαλικών πράξεων, ήτοι χάιδευε το γεννητικό του όργανο στην παρουσία της, κατά παράβαση του Άρθρου 6(1), (7) του Ν.91(Ι)/2014 (κατηγορίες 42 και 43), (iv) Σε μια άλλη περίπτωση έγλειψε τα γεννητικά όργανα της ανήλικής κατά παράβαση των Άρθρων 6(4)(α) και 6(3), (7) του Ν.91(Ι)/2014 (κατηγορίες 52 και 53), και (v) Σε μια άλλη περίπτωση έβαλε το πέος του στο στόμα της ανήλικης, κατά παράβαση των Άρθρων 6(4)(α) και 6(3), (7) του Ν.91(Ι)/2014 (κατηγορίες 54 και 55).

 

        Το Κακουργοδικείο επέβαλε στον Εφεσείοντα συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 11 ετών (κατηγορίες 54, 55), 9 ετών (κατηγορίες 52, 53), 7 ετών (κατηγορίες 42, 43), 6 ετών (κατηγορίες 31, 32), 3 ετών (κατηγορίες 21, 22) και  8 ετών (κατηγορίες 1, 2, 11, 12).

 

Τα ουσιώδη γεγονότα

 

        Για σκοπούς καλύτερης κατανόησης των λόγων έφεσης, θεωρούμε χρήσιμο να παραθέσουμε τα ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης ως προκύπτουν μέσα από τα ευρήματα του Κακουργοδικείου, στα οποία περιλαμβάνεται και οποιοδήποτε γεγονός το οποίο προέρχεται από αξιόπιστη και αποδεκτή μαρτυρία έστω και αν δεν γίνεται συγκεκριμένη αναφορά στη σχετική ενότητα της απόφασης (σελ. 117 - 123).

 

        Οι γονείς της ανήλικης χώρισαν το 2013 και έκτοτε διαμένουν χωριστά. Την κηδεμονία της ανήλικης ασκούν από κοινού ενώ την φύλαξη έχει η μητέρα (Μ.Κ.6) με την οποία η ανήλικη έκτοτε διαμένει. Το ίδιο έτος η μητέρα συνήψε ερωτικό δεσμό με τον Εφεσείοντα και μετά από έξι μήνες συγκατοίκησαν στο σπίτι της μητέρας. Τα τελευταία τρία με τριάμισι έτη πριν την καταγγελία της υπόθεσης στην Αστυνομία (9.5.2019) διέμεναν σε σπίτι το οποίο ενοικίασε ο Εφεσείων. Ο Εφεσείων και η μητέρα της ανήλικης σκόπευαν να παντρευτούν παρά τα προβλήματα τα οποία υπήρχαν στη σχέση τους. Πριν τον Μάϊο του 2019, η μητέρα έμαθε ότι ο Εφεσείων είχε φιλενάδα, το οποίο προκάλεσε ένταση στη σχέση του ζευγαριού. Στις 9.5.2019 ο Εφεσείων γύρισε στο σπίτι περί τις δυο τα ξημερώματα μεθυσμένος. Προηγήθηκε ανταλλαγή μηνυμάτων αποκαλυπτικών της έλλειψης εμπιστοσύνης στη μεταξύ τους σχέση και ακολούθησε έντονη συζήτηση.

 

        Το πρωϊνό της 9.5.2019, η μητέρα μάζεψε τα πράγματα της και έφυγε από το σπίτι με την ανήλικη χωρίς να ενημερώσει τον Εφεσείοντα. Την ώρα που μάζευε τα πράγματα της, δέχθηκε τηλεφώνημα από την αδελφή της, η οποία της είπε ότι μια συγκεκριμένη Κυριακή ο Εφεσείων ήταν σε καφετέρια με άλλη κοπέλα. Στο άκουσμα της συνομιλίας αυτής η ανήλικη ενοχλήθηκε. Φοβισμένη «ανέφερε στη μητέρα της ότι ήθελε να της πει κάποια πράγματα αλλά να μην τα έλεγε στον κατηγορούμενο γιατί θα της θύμωνε και θα την χτυπούσε». Κλαίοντας και πανικοβλημένη, η ανήλικη είπε στη μητέρα της ότι πριν λίγο καιρό, ένα πρωινό, όταν ο Εφεσείων την έπαιρνε στο σχολείο τής έδειξε στο κινητό του μια φωτογραφία κάποιας γυναίκας λέγοντας της ότι «αυτή είναι πιο όμορφη από τη μητέρα σου», και ότι με την κοπέλα αυτή «έκαναν αυτό που κάνουν οι μεγάλοι», προτρέποντας την να μην πει τίποτα στη μητέρα της.

 

        Φεύγοντας από το σπίτι εκείνο το πρωϊνό η μητέρα πήγε στην κατοικία των γονέων της, όπου παρουσία του αδελφού της (Μ.Κ.8) και της μητέρας της (Μ.Κ.4), ανέφερε αυτά που τής είχε πει προηγουμένως η ανήλικη. Ακολούθως ρώτησε την ανήλικη αν είχε συμβεί οτιδήποτε άλλο με τον Εφεσείοντα, οπόταν τα μάτια της ανήλικης βούρκωσαν, μαζεύτηκε και έγνεψε στη μητέρα της και πήγαν μόνες σε κάποιο δωμάτιο. Εκεί η μητέρα ρώτησε την ανήλικη εάν της έκανε κάτι ο κατηγορούμενος και αν την πείραξε.  Η ανήλικη της  έκανε  κίνηση με το κεφάλι προς τα κάτω, εννοώντας ναι. Τότε η μητέρα είπε στην ανήλικη εάν ήθελε να της δείξει πάνω στο σώμα της τι της είχε κάνει ο κατηγορούμενος ακριβώς, οπότε η ανήλικη έβαλε το χέρι της, σε απόσταση από το στήθος της μητέρας, και της έδειξε ότι την άγγιξε στο στήθος, μετά η ανήλικη έδειξε, πάνω στο σώμα της μητέρας, ότι την χάιδευε στα γεννητικά της όργανα και πίσω στον ποπό της. Αμέσως η μητέρα πληροφόρησε σχετικώς τον αδελφό της, ο οποίος στη συνέχεια είχε συζήτηση με την ανήλικη η οποία του επανέλαβε αυτά που είπε στη μητέρα της, προσθέτοντας ότι «της έβαζε στη μεγάλη τηλεόραση να βλέπει άνδρες και γυναίκες γυμνούς να κάνουν αυτά που κάνουν οι μεγάλοι», και ταυτόχρονα την άγγιζε και στα σημεία που ανέφερε προηγουμένως», και ότι της έδειχνε αυτά τα πράγματα και από το κινητό του. Του είπε επίσης πως αυτό έγινε πολλές φορές και πως ο κατηγορούμενος της είχε πει να μην πει κάτι στη μητέρα της γιατί θα τους σκότωνε και τους δυο. Τις εν λόγω αποκαλύψεις της ανήλικης για σεξουαλική της κακοποίηση κρυφάκουε η γιαγιά της, η οποία στη συνέχεια ρώτησε την ανήλικη και της τα επιβεβαίωσε.

 

        Ακολούθως η ανήλικη πήγε ξανά στη μητέρα της και της είπε πως ο Εφεσείοντας τής έβαζε να βλέπει βίντεο πορνό και ταυτόχρονα την άγγιζε και στα σημεία που της ανάφερε προηγουμένως. Επίσης ότι της έδειχνε αυτά τα πράγματα και από το κινητό του. Ακόμη η ανήλικη είπε στη μητέρα της ότι μια μέρα ο κατηγορούμενος της ζήτησε να  κάνουν μπάνιο μαζί, και πως ήθελε να κάνουν μαζί αυτά που έκαναν οι μεγάλοι στα βίντεο που της έδειχνε, όμως η ανήλικη αρνήθηκε να κάνει μπάνιο μαζί του. Επιπλέον η ανήλικη είπε στη μητέρα της ότι μια μέρα που ο κατηγορούμενος έβαλε στην ίδια (την ανήλικη) να δει βίντεο, και την χάιδευε, αυτή δεν άντεχε άλλο και του είπε ότι θέλει να πάει τουαλέτα, έτσι η ανήλικη πήγε στην πάνω τουαλέτα του σπιτιού και έβαλε και χαρτάκι στην κλειδαρότρυπα για να μην έρθει να κοιτάξει ο κατηγορούμενος και να την δει τι κάνει. «Αυτά τα πράγματα έγιναν αρκετές φορές, όταν η μητέρα έλειπε από το σπίτι,  ως ανέφερε η ανήλικη στη μητέρα της, όταν η τελευταία έλειπε από το σπίτι, και χρονικά, όταν η ανήλικη ήταν τρίτη δημοτικού». Ερωτώμενη από τη μητέρα της γιατί δεν της ανέφερε κάτι τόσο καιρό, η ανήλικη της απάντησε «πως ο κατηγορούμενος της έλεγε πως αν το μάθαινε η μητέρα της θα θύμωνε και στους δυο και θα τους χτυπούσε». Επίσης, ότι φοβόταν να μιλήσει γιατί «έβλεπε πως η σχέση τους ήταν καλή και δεν ήθελε να την στεναχωρήσει».

 

        Αυθημερόν η μητέρα προέβη σε καταγγελία στην Αστυνομία κατά του Εφεσείοντος, αφού πρώτα πληροφόρησε σχετικώς τον πατέρα της ανήλικης (Μ.Κ.3), ο οποίος πήγε στο Τ.Α.Ε. Πάφου και την συνάντησε. Η ανήλικη έτρεξε και τον αγκάλιασε λέγοντας του ότι: «Ο [Α…] μου έδειχνε στην τηλεόραση και πασ’ το κινητό αυτά τα πράγματα που κάμνουν οι μεγάλοι και μου έτζιζε στο σώμα μου» δείχνοντας του τα γεννητικά της όργανα, το στήθος και τα οπίσθια της. Ρώτησε την ανήλικη γιατί δεν ανέφερε κάτι τέτοιο πιο πριν και αυτή του είπε πως «ο κατηγορούμενος την απειλούσε να μην το αναφέρει πουθενά, γιατί θα σκότωνε εκείνη και τη μάμα». Στο στάδιο των τελικών αγορεύσεων η αξιοπιστία του πατέρα και της γιαγιάς της ανήλικης δεν αμφισβητήθηκε από την Υπεράσπιση.

 

        Ακολούθησε αστυνομική διερεύνηση της υπόθεσης με τη λήψη δυο οπτικογραφημένων καταθέσεων της ανήλικης στο «Σπίτι του Παιδιού», ημερομηνίας 15.5.2019 (Τεκμήριο 16), και 24.7.2019 (Τεκμήριο 18). Όταν λήφθηκαν οι καταθέσεις η ανήλικη ήταν εννέα περίπου ετών. Στην πρώτη οπτικογραφημένη κατάθεση, στην οποία εν πολλοίς η ανήλικη αναφέρθηκε στην προαναφερθείσα σεξουαλική κακοποίηση, πρόσθεσε πως όταν ο Εφεσείων τής προέβαλε βίντεο ερωτικού περιεχομένου και την άγγιζε, ταυτόχρονα χάιδευε το γεννητικό του όργανο στην παρουσία της.

 

        Στο ενδιάμεσο των οπτικογραφημένων καταθέσεων, η ανήλικη είχε ατομικές συναντήσεις με κλινική ψυχολόγο (Μ.Κ.7) για σκοπούς ψυχολογικής αξιολόγησης, κατά τις οποίες απεκάλυψε ότι υπέστη και άλλη, σοβαρότερης μορφής σεξουαλική κακοποίηση από τον Εφεσείοντα. Στην έκθεση ψυχολογικής αξιολόγησης (Τεκμήριο 54) η ανήλικη διαγνώστηκε ότι παρουσιάζει έντονη συμπτωματολογία μετατραυματικού στρες συνδεόμενη με τα καταγγελλόμενα περιστατικά.

 

        Η κλινική ψυχολόγος καθηκόντως ενημέρωσε την αστυφύλακα (Μ.Κ.2) η οποία έλαβε την πρώτη οπτικογραφημένη κατάθεση, για τα περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης τα οποία της ανέφερε η ανήλικη, το οποίο οδήγησε στη λήψη της δεύτερης οπτικογραφημένης κατάθεσης (Τεκμήριο 18). Εκεί η ανήλικη ανέφερε ότι κάποια μέρα ο Εφεσείων «ενώ ήταν χωρίς ρούχα στο δωμάτιο της ανήλικης, η οποία βρισκόταν στο κρεβάτι της, αφού την κρατούσε με την πλάτη ακουμπισμένη στο κρεβάτι άνοιξε το στόμα της με το χέρι του και με το άλλο κρατούσε το κεφάλι της, οπότε έβαλε το πέος του στο στόμα της, λέγοντας της “βάλε και σάλιο μαζί”». Ο Εφεσείων κρατούσε το κεφάλι της και μπαινόβγαινε με το πέος του μέσα στο στόμα της και σε κάποια φάση η ανήλικη είχε τάση για εμετό, «γιατί το έβαζε τέλια μέσα». Εκείνη τη στιγμή φοβήθηκε ότι θα την σκοτώσει αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι, «Γιατί άμα έκανα κάτι θα με έδερνε όπως πάντα». Ενώ σε άλλη μέρα ο Εφεσείων έγλειψε το γεννητικό όργανο της ανήλικης.

 

        Η ανήλικη φώναζε τον Εφεσείοντα με το όνομα του αλλά τον αποκαλούσε και πατέρα. Έλεγε όμως στη μητέρα της ότι τον φοβόταν διότι κάποιες φορές ήταν αυστηρός και την είχε χτυπήσει. Τον τελευταίο μισό χρόνο η ανήλικη δεν ήθελε να την παίρνει ο Εφεσείων στο σχολείο, χωρίς να εξηγήσει στη μητέρα της τον λόγο. Ήθελε δε να κοιμάται με τη μητέρα της και να απουσιάζει συνεχώς από το σπίτι πηγαίνοντας στη γιαγιά της.

 

Οι Λόγοι Έφεσης

 

        Η καταδίκη προσβάλλεται με δεκατέσσερεις λόγους έφεσης όπου με τη σειρά που προβάλλονται, υποστηρίζεται ότι: (1) υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος της ισότητας των όπλων και δίκαιης δίκης καθότι δεν επετράπη από το Κακουργοδικείο η εξέταση της ανήλικης από την εμπειρογνώμονα της Υπεράσπισης (Μ.Υ.3), προς αντίκρουση της μαρτυρίας της κλινικής ψυχολόγου (Μ.Κ.7) η οποία εξέτασε την ανήλικη και ετοίμασε έκθεση ψυχολογικής αξιολόγησης, (2) υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος δίκαιης δίκης λόγω παραλείψεων των ανακριτικών αρχών να διερευνήσουν ουσιαστικές πτυχές της υπόθεσης το οποίο θα έπρεπε να οδηγήσει σε αναστολή της ποινικής δίωξης λόγω κατάχρησης διαδικασίας, (3) υπήρξε παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας λόγω αντιστροφής του αποδεικτικού βάρους επί διαφόρων πτυχών της μαρτυρίας, (4) υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος δίκαιης δίκης λόγω εσφαλμένων και αυθαίρετων συμπερασμάτων και υποθέσεων του Κακουργοδικείου σε σχέση με την ενώπιον του μαρτυρία, (5) υπήρξε εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας της μητέρας της ανήλικης η οποία εσφαλμένα έγινε μερικώς αποδεκτή, (6) εσφαλμένα απερρίφθη μέρος της μαρτυρίας της εμπειρογνώμονος της Υπεράσπισης, (7) υπήρξε εσφαλμένη και μεροληπτική αξιολόγηση της μαρτυρίας του Εφεσείοντος, (8) υπήρξε παράλειψη ενασχόλησης με ουσιαστικές πτυχές της μαρτυρίας και παρερμηνεία μαρτυρίας απαλλακτικής για τον Εφεσείοντα, (9) υπήρξε εσφαλμένα αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονούμενης, η οποία εσφαλμένα εκρίθη αξιόπιστη στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας, (10) υπήρξε εσφαλμένη αποδοχής της μαρτυρίας της εμπειρογνώμονος της κατηγορούσας αρχής (ΜΚ.7) κατά παράβαση του νομολογιακώς αναγνωρισμένου τρόπου αξιολόγησης της μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων, (11) υπήρξε εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας του πατριού του Εφεσείοντος (Μ.Υ.5), (12) υπήρξε εσφαλμένη και μεροληπτική αξιολόγηση της μαρτυρίας, (13) υπήρξαν αντιφατικές ετυμηγορίες καθότι τα ευρήματα στην καταδικαστική απόφαση αντίκεινται στα ευρήματα τα οποία καταγράφονται στην απόφαση επιβολή ποινής, (14) υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος δίκαιης δίκης, δικονομικής ισότητας και αντιπαραθετικής διαδικασίας λόγω των πολλών απαντήσεων με τη φράση «δεν θυμούμαι» από τη μητέρα και την ανήλικη στη μαρτυρία τους. Με τον 15ο λόγο έφεσης η ποινή προσβάλλεται ως αποτέλεσμα σφάλματος αρχής στον βαθμό και έκταση που δεν λήφθηκαν υπόψη ελαφρυντικοί παράγοντες ενώ προσμέτρησαν επιβαρυντικοί παράγοντες που δεν υφίσταντο.

 

        Με ξεχωριστή έφεση οι ποινές προσβάλλονται ως έκδηλα ανεπαρκείς από τον Γενικό Εισαγγελέα.

 

        Η εξέταση των λόγων έφεσης κατά της καταδίκης γίνεται κατά ενότητες. Πρώτα εξετάζονται οι λόγοι έφεσης που αφορούν το δικαίωμα δίκαιης δίκης και στη συνέχεια οι λόγοι έφεσης κατά των ευρημάτων αξιοπιστίας του Κακουργοδικείου. Ο πρώτος λόγος έφεσης αναπτύχθηκε από τον κ. Παρασκευά ενώ οι υπόλοιποι από τον κ. Πολυχρόνη. Επομένως η αναφορά στον συνήγορο του Εφεσείοντος στους αντίστοιχους λόγους έφεσης, αναφέρεται σε ένα έκαστο εξ αυτών.

 

        Για σκοπούς εξέτασης των λόγων έφεσης έχουμε μελετήσει με προσοχή τις θέσεις και επιχειρηματολογία των δυο πλευρών στα λεπτομερή διαγράμματα αγορεύσεων και τις προφορικές τους αγορεύσεις, και έχουμε διεξέλθει το σύνολο των πρακτικών της δίκης και κατεθέντων τεκμηρίων.

 

Η ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΔΙΚΗΣ

 

(Ι)    Κατά πόσο η μη παροχή ευκαιρίας για εξέταση της παραπονούμενης από εμπειρογνώμονα της Υπεράσπισης παραβίασε το δικαίωμα δίκαιης δίκης και ισότητας των όπλων

 

        Πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας η υπεράσπιση υπέβαλε αίτημα για εξέταση της παραπονούμενης από εμπειρογνώμονα της υπεράσπισης (Μ.Υ.3) - δικαστηριακή ψυχολόγο με ειδικότητα στη σεξουαλική κακοποίηση παιδιών - με καθορισμένη από το Δικαστήριο διαδικασία και στην παρουσία ειδικών παιδοψυχολόγων του Κράτους, προς το σκοπό αντίκρουσης της έκθεσης ψυχολογικής αξιολόγησης της Μ.Κ.7. Νομική βάση του αιτήματος αποτέλεσε η αρχή της ισότητας των όπλων η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του δικαιώματος δίκαιης δίκης. Το αίτημα προσέκρουσε στην ένσταση της κατηγορούσας αρχής η οποία επικαλέστηκε: (α) την έλλειψη εξουσίας του Κακουργοδικείου να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα, και (β) ότι τυχόν έκδοση του θα παραβίαζε το δικαίωμα ιδιωτικής ζωής της παραπονούμενης. Το Κακουργοδικείο με ενδιάμεση απόφαση του ημερομηνίας 8.10.2021, αποφάνθηκε ότι εν όψει της απόφασης στην υπόθεση Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 390, καθώς και της νομολογίας του ΕΔΑΔ, στερείτο εξουσίας για την έκδοση  του αιτούμενου διατάγματος.

 

        Είναι η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του Εφεσείοντος ότι η μη παροχή δυνατότητας εξέτασης της παραπονούμενης από την εμπειρογνώμονα της Υπεράσπισης, διατάραξε τη δίκαιη ισορροπία μεταξύ των διαδίκων καθότι δεν της δόθηκε η ευκαιρία να προβεί σε ψυχολογική αξιολόγηση της παραπονούμενης, επηρεάζοντας ταυτόχρονα το δικαίωμα αποτελεσματικής αντεξέτασης της εμπειρογνώμονος της κατηγορούσας αρχής.

 

        Προς επίρρωση των θέσεων του ο συνήγορος του Εφεσείοντος προσβάλλει ως αντιεπιστημονικό και αντιεπαγγελματικό τον τρόπο διενέργειας συνεντεύξεων και χειρισμού της ανήλικης από την εμπειρογνώμονα της κατηγορούσας αρχής, το οποίο πλήττει την ορθότητα των συμπερασμάτων της. Ειδικότερα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα: (α) δεν διατηρήθηκαν οι πρωτότυπες σημειώσεις των συνεντεύξεων οι οποίες αφού υπήρχαν δακτυλογραφημένες σημειώσεις οι οποίες μεταφέρθηκαν από χειρόγραφο κείμενο το οποίο καταστράφηκε, (β) δεν αμφισβήτησε την παραπονούμενη και δεν διερεύνησε αν ψεύδεται ή λέει την αλήθεια, (γ) δεν διερεύνησε κατά πόσο η εμφάνιση μετατραυματικού στρες οφειλόταν σε Δ.Ε.Π.Υ., και (δ) άφησε την παραπονούμενη να καταγράφει τις μνήμες της σε χαρτάκια στο σπίτι σε ανέλεγκτο περιβάλλον, τα οποία έφερνε στις μεταξύ τους συναντήσεις, αντί τούτο να γίνεται αποκλειστικά στην παρουσία της. Επικαλείται επίσης τα ABE Guidelines (Achieving Best Evidence in Criminal Proceedings: Guidance on Interviewing Victims and Witnesses and Guidelines on Using Special Measures) τα οποία εφαρμόζονται στο Ηνωμένο Βασίλειο, υποστηρίζοντας ότι οι συνεντεύξεις της Μ.Κ.7 με την ανήλικη θα έπρεπε να οπτικογραφούνται.

 

        Οι πιο πάνω θέσεις εξετάζονται και απορρίπτονται στο πλαίσιο των λόγων έφεσης (6 και 10) με τους οποίους προσβάλλεται η αξιολόγηση της μαρτυρίας των εν λόγω εμπειρογνωμόνων. Αρκεί στο σημείο αυτό να λεχθεί ότι: (α) για τους λόγους που εκεί εξηγούμε ορθώς η μαρτυρία της εμπειρογνώμονος της κατηγορούσας αρχής δεν επεκτάθηκε στο κατά πόσο η ανήλικη έλεγε την αλήθεια το οποίο άπτεται του ύστατου ερωτήματος το οποίο το Κακουργοδικείο καλείτο να απαντήσει, και (β) τα  ΑΒΕ  Guidelines δεν εφαρμόζονται στην ψυχολογική ή ψυχιατρική αξιολόγηση θυμάτων σεξουαλικής κακοποίησης.

 

        Η απόφαση του Κακουργοδικείου ότι δεν είχε καμία εξουσία να διατάξει την εξέταση της παραπονούμενης από την εμπειρογνώμονα της Υπεράσπισης, βασίστηκε στην υπόθεση Νικολάου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) στην οποία λέχθηκαν τα εξής:

 

        «….Ο δικηγόρος του εφεσείοντα δέχθηκε εδώ πως το Δικαστήριο δεν είχε εξουσία να διατάξει τη Στέλλα να υποβληθεί σε ψυχιατρική εξέταση. Πρόσθεσε όμως πως η κατηγορούσα αρχή, ενεργούσα ως εκ καθήκοντος δίκαια έναντι του εφεσείοντα, θα έπρεπε να συναινέσει ώστε η Στέλλα να υποβληθεί στην εξέταση.

          Έχουμε τη γνώμη πως η πιο πάνω εισήγηση βασίζεται σε νομική πλάνη. Η μάρτυρας-παραπονούμενη Στέλλα δεν ήταν τεκμήριο στην υπόθεση, για να παραδοθεί για εξέταση ή επισκόπηση από την υπεράσπιση.  Η μαρτυρία της κας Παραδεισιώτου περιεχόταν στην κατάθεση της στην Αστυνομία, αντίγραφο της οποία δόθηκε στην υπεράσπιση. Το Δικαστήριο, και η κατηγορούσα αρχή, δεν είχαν καμιά εξουσία, θα λέγαμε καλύτερα δικαίωμα, το πρώτο να διατάξει και η δεύτερη να συναινέσει ώστε η Στέλλα, ή μάρτυρας σε δίκη γενικά, να υποβληθεί σε οποιοδήποτε είδος σωματικής ή ψυχολογικής εξέτασης. Κάτι τέτοιο θα συνιστούσε παραβίαση θεμελιώδους ατομικού δικαιώματος, του σεβασμού της ιδιωτικής του ζωής (άρθρο 15 του Συντάγματος). Μήτε όμως και η αρχή της δίκαιης δίκης, που διασφαλίζεται στο άρθρο 30 του Συντάγματος μας, δίδει στον κατηγορούμενο τέτοιο δικαίωμα, σαν αυτό που αξίωσε. Ειδικότερα, για το δικαίωμα κατηγορουμένου να καλεί και εξετάζει μάρτυρες, παραπέμπουμε στην έκδοση του Συμβουλίου της Ευρώπης με τον τίτλο «Article 6 of the European Convention of Human Rights. The right to a fair trial», όπου ο συγγραφέας Andrew Grotrian συνοψίζει τις αρχές, στη σελ.55 όπως καθιερώθηκαν στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στις οποίες γίνεται και παραπομπή. Στην ανάλυση των δικαιωμάτων αυτών, δεν περιλαμβάνεται αυτό που ζήτησε ο εφεσείων. Για τα καθήκοντα της κατηγορούσας αρχής έναντι του κατηγορουμένου, με σκοπό τη διασφάλιση δίκαιης δίκης, παραπέμπουμε επίσης στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Κορέλλης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1718, και στην ενδιαφέρουσα απόφαση του Αγγλικού εφετείου στην υπόθεση R. v. Ward [1993] 2 All E.R. 577».

 

        Αμφισβητώντας την ορθότητα της υπό συζήτηση ενδιάμεσης απόφασης του Κακουργοδικείου, ο ευπαίδευτος συνήγορος επικαλείται τη μεταγενέστερη υπόθεση Α.Α. ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 140, όπου αποφασίστηκε ότι η μη παροχή ευκαιρίας σε εμπειρογνώμονα της Υπεράσπισης να εξετάσει ιατροδικαστικά το θύμα της σεξουαλικής κακοποίησης, παραβίασε, υπό τις περιστάσεις, την ισότητα των όπλων και το δικαίωμα δίκαιης δίκης. Σχετικό είναι το κάτωθι απόσπασμα:

 

        «Η αρχή της δίκαιης δίκης, κλάδος της οποίας είναι και το αξίωμα της ισότητας των όπλων, περιέχει το δικαίωμα κάθε διάδικου να γνωρίζει όλη τη μαρτυρία που θα προσκομιστεί και το δικαίωμα να την σχολιάσει (Niderost-Huber v. Switzerland [1998] 25 E.H.RR. 709 και Steck-Risch and Others v. Liechtenstein, Application No. 63151/00, ημερ. 19 Μαΐου, 2005. Βλέπε ακόμα Karen Reid, A Practitioner's Guide to the European Convention on Human Rights, 2ηΈκδοση, παραγρ. 11Α-003, σελ. 59). Η ισότητα των όπλων επιβάλλει ότι κάθε διάδικος  πρέπει να έχει εύλογη ευκαιρία να παρουσιάσει την υπόθεσή του, περιλαμβανομένης και μαρτυρίας, κάτω από συνθήκες οι οποίες δεν τον θέτουν υπό ουσιαστικό μειονέκτημα έναντι του διαδίκου του (Dombo Beheer BV v. Netherlands, October 27, 1993, Series A, No. 274. para. 33 και Nikoghosyan and Melkonyan v. Armenia, Application Nos. 11724/04 και 13350/04, ημερ. 6 Δεκεμβρίου, 2007). Κάθε κατηγορούμενος, αλλά και κάθε διάδικος σε πολιτική διαδικασία, θα πρέπει να μπορεί να συμμετέχει ουσιαστικά στη διαδικασία (V v. U.K., December 16, ECHR 1999-IX).

        Είναι αλήθεια ότι στην υπόθεση Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 390, επισημάνθηκε ότι η παραπονούμενη δεν ήταν τεκμήριο στην υπόθεση για να παραδοθεί για εξέταση ή επισκόπηση από την υπεράσπιση. Ούτε το δικαστήριο, ούτε η κατηγορούσα αρχή είχαν οποιαδήποτε εξουσία ή καλύτερα δικαίωμα, το πρώτο να διατάξει και η δεύτερη να συναινέσει ώστε μάρτυρας σε δίκη να υποβληθεί σε οποιοδήποτε είδος σωματικής ή ψυχολογικής εξέτασης, γιατί κάτι τέτοιο θα συνιστούσε παραβίαση θεμελιώδους ατομικού δικαιώματος, του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής που προστατεύεται από το Άρθρο 15 του Συντάγματος.

          Όσα έχουν λεχθεί στην υπόθεση Νικολάου, ανωτέρω, είναι βέβαια ορθά. Κανένας δεν μπορεί να υποβάλει άτομο σε οποιοδήποτε είδος σωματικής ή ψυχολογικής εξέτασης, χωρίς τη δική του συγκατάθεση. Η άρνηση όμως αυτή δυνατόν να επηρεάζει δικαιώματα άλλων. Τα οποία, επίσης, θα πρέπει να τυγχάνουν προστασίας. Η μητέρα του παραπονούμενου αρνήθηκε, ύστερα από υπόδειξη της αστυνομίας, όπως ο ανήλικος παραπονούμενος εξεταστεί από ιατροδικαστή για λογαριασμό του εφεσείοντα. Η μη παροχή όμως αυτής της δυνατότητας έχει στερήσει τον εφεσείοντα της ευκαιρίας όχι μόνο να δώσει την εκδοχή του δικού του πραγματογνώμονα, αλλά, κυρίως, να αντεξετάσει, αποτελεσματικά μέσω του δικηγόρου του, τον ιατροδικαστή ο οποίος εξέτασε τον παραπονούμενο για λογαριασμό της κατηγορούσας αρχής.

          Πώς μπορούσε να αμφισβητηθεί αποτελεσματικά από την υπεράσπιση η ορθότητα ή ακρίβεια των διαπιστώσεών του κ. Σοφοκλέους χωρίς να της δοθεί προηγουμένως η δυνατότητα σχηματισμού δικής της γνώμης επί των υπό εξέταση γεγονότων. Ιδίως όταν η αντιμετώπιση του περιστατικού από τον κ. Σοφοκλέους δεν μας βρίσκει απόλυτα ικανοποιημένους. Οι δικαιολογίες που έδωσε γιατί δεν φωτογράφισε τον πρωκτό του παραπονούμενου ή γιατί δεν έλαβε επίχρισμα είναι, για να πούμε το λιγότερο, ισχνές. Εν όψει όλων των πιο πάνω ο εφεσείων έχει στην ουσία αποκλειστεί εντελώς από τη δυνατότητα αμφισβήτησης των όποιων διαπιστώσεων του ιατροδικαστή, κατά τον ουσιώδη χρόνο. Όχι μόνο δεν του δόθηκε η ευκαιρία να χρησιμοποιήσει το δικό του τεχνικό σύμβουλο, αλλά, επαναλαμβάνουμε, για λόγους που δεν αντέχουν σε στοιχειώδη κριτική, στερήθηκε και της δυνατότητας να εξετάσει δευτερογενή, έστω, αποδεικτικά μέσα, όπως για παράδειγμα φωτογραφίες που θα μπορούσαν, τυχόν, να τον βοηθήσουν στην υπεράσπισή του. Η προσέγγιση του θέματος θα έπρεπε να γίνει με ιδιαίτερη προσοχή, ιδίως λόγω και των πολύ τεταμένων σχέσεων του εφεσείοντα με τη σύζυγό του».

 

        Επισημαίνουμε ότι στο πιο πάνω απόσπασμα δίνεται έμφαση στη μη ικανοποίηση του Εφετείου από τον τρόπο αντιμετώπισης του όλου περιστατικού από τον πραγματογνώμονα της κατηγορούσας αρχής, ένεκα των ισχνών δικαιολογιών τις οποίες έδωσε για τη μη λήψη φωτογραφιών και επιχρίσματος από τον πρωκτό του θύματος, με αποτέλεσμα η Υπεράσπιση να αποκλειστεί εντελώς από τη δυνατότητα αμφισβήτησης των διαπιστώσεων του έστω με δευτερογενή αποδεικτικά μέσα. Με κάθε σεβασμό, δεν θεωρούμε ότι η πιο πάνω απόφαση θέτει οποιοδήποτε ανελαστικό κανόνα ότι σε υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης, η μη παροχή ευκαιρίας για υποβολή του θύματος σε εξέταση από τον πραγματογνώμονα της Υπεράσπισης παραβιάζει το δικαίωμα της ισότητας των όπλων και δίκαιης δίκης.

 

        Προς περαιτέρω υποστήριξη της θέσης του ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντος επικαλείται, τις αποφάσεις του ΕΔΑΔ στις υποθέσεις Stoimenov v. The Former Yogoslav Republic of Macedonia, Application No. 17995/02, par. 38, ημερ. 5.4.2007, Matytsina v. Russia, Application No. 54428/10, ημερ. 27.3.2014, Kartoyev a.o. v. Russia, Application No. 9418/13 a.o., ημερομηνίας 19.10.2021.

 

        Η υπόθεση Matytsina (ανωτέρω) είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική σε σχέση με το υπό εξέταση ζήτημα. Αφορούσε την ψυχιατρική αξιολόγηση ενήλικου θύματος σε ποινική υπόθεση κατά σωματείου, το οποίο καταδικάστηκε για παράνομη άσκηση ιατρικής πρακτικής άνευ αδείας. Η καταδικαστική απόφαση στηρίχτηκε σε μαρτυρία εμπειρογνωμόνων, οι οποίοι κλήθηκαν από την κατηγορούσα αρχή χωρίς τη συμμετοχή της υπεράσπισης στην ετοιμασία της έκθεσης εμπειρογνωμοσύνης. Στην απόφαση επισημαίνεται ότι η μη συμμετοχή της Υπεράσπισης στη διαδικασία ετοιμασίας της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης δεν αντίκειται στην ΕΣΔΑ και δη στο δικαίωμα ισότητας των όπλων. Σχετικό είναι το κάτωθι απόσπασμα:

 

          «174.  The Court observes that the defence tried to obtain an additional expert examination of the victim (see paragraph 48 above). However, in this occasion the investigator replied, in a summary manner, that there was no need for further examinations.

          175.  In sum, when the trial started the court had before it only expert reports obtained by the prosecution without any participation of the defence. As such, this is not contrary to the Convention, provided that in the trial proceedings the defence had sufficient procedural tools to examine that evidence and effectively challenge it before the court».

(υπογράμμιση δική μας)

 

        Με βάση τα γεγονότα, η Υπεράσπιση εκεί είχε επαρκή γνώση του περιεχομένου της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης και ως εκ τούτου ήταν σε θέση κατά τη δίκη να ασκήσει κριτική στα συμπεράσματά των εμπειρογνωμόνων (παρ. 177). Κατά πάγια νομολογία του ΕΔΑΔ, η Υπεράσπιση πρέπει να έχει το δικαίωμα να μελετήσει και να αμφισβητήσει όχι μόνο την έκθεση εμπειρογνωμόνων αυτή καθαυτή, αλλά και την αξιοπιστία όσων τη συνέταξαν, με την υποβολή άμεσων ερωτήσεων (βλ. μεταξύ άλλων Brandstetter v. Austria, 28 August 1991, § 42, Series A no. 211; Doorson v. the Netherlands, 26 March 1996, §§ 81-82, Reports of Judgments and Decisions 1996‑II; and Mirilashvili v. Russia, no. 6293/04, §158, 11 December 2008). Ο πλέον σημαντικός εμπειρογνώμονας που συνέταξε την έκθεση παρότι βρισκόταν στη χώρα δεν κλήθηκε από τις Αρχές για αντεξέταση. Ούτε η Υπεράσπιση ήταν σε θέση να τον εξετάσει στο στάδιο της προκαταρκτικής έρευνας. Εκρίθη ότι υπό τις περιστάσεις, η απουσία του εμπειρογνώμονα από τη δικαστική διαδικασία και συνακόλουθα η μη παροχή ευκαιρίας αντεξέτασης, αποτελούσε σοβαρό μειονέκτημα για την Υπεράσπιση (παρ. 181).

 

        Το ΕΔΑΔ παρατηρεί στη συνέχεια ότι η αντεξέταση των εμπειρογνωμόνων κατά τη δίκη δεν ήταν το μόνο διαθέσιμο δικονομικό μέσο για την αμφισβήτηση της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης. Μια άλλη εναλλακτική πορεία δράσης της Υπεράσπισης ήταν να εξασφαλίσει νέα πραγματογνωμοσύνη για το θύμα μέσω δικαστηρίου, βάσει ειδικής δικονομικής διάταξης του εθνικού δικαίου. Ωστόσο το εθνικό δικαστήριο αρνήθηκε σχετικό αίτημα της Υπεράσπισης κάτω από συνθήκες οι οποίες δημιουργούν εύλογες αμφιβολίες για την ορθότητα της κρίσης του (παρ. 184). Τέλος, η Υπεράσπιση είχε ακόμη μια επιλογή προς αντίκρουση των αποτελεσμάτων της πραγματογνωμοσύνης στην οποία στηρίχτηκε η κατηγορούσα αρχή, τουτέστιν να παρουσιάσει πραγματογνωμοσύνη από δικούς της εμπειρογνώμονες η οποία να την αμφισβητεί. Όμως, η πραγματογνωμοσύνη την οποία εξασφάλισε η Υπεράσπιση και επιχείρησε να παρουσιάσει στη δίκη δεν έγινε αποδεκτή, επειδή κατά την κρίση του εθνικού δικαστηρίου εξασφαλίστηκε αντίθετα προς τα σχετικά άρθρα της ποινικής δικονομίας. Επ’ αυτού το ΕΔΑΔ επισημαίνει ότι στον τομέα της μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων οι κανόνες δεκτότητας μαρτυρίας δεν πρέπει να αποστερούν την Υπεράσπιση από την ευκαιρία ουσιαστικής αμφισβήτησης, με την εξασφάλιση εναλλακτικών γνωματεύσεων και εκθέσεων. Υπό ορισμένες συνθήκες, η άρνηση αποδοχής εναλλακτικής έκθεσης εμπειρογνωμοσύνης δυνατόν να θεωρηθεί ως παραβίαση του Άρθρου 6.1 της ΕΣΔΑ (βλ. Stoimenov v. the former Yugoslav Republic of Macedonia, Application No. 17995/02, §§38 et seq., 5 April 2007). Ο συνήγορος του Εφεσείοντος δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην εν λόγω επισήμανση η οποία όμως, με κάθε σεβασμό, δεν προωθεί τη θέση του, καθότι με βάση τα γεγονότα η έκθεση πραγματογνωμοσύνης της Υπεράσπισης δεν ετοιμάστηκε κατόπιν εξέτασης θύματος.

 

        Καταληκτικά το ΕΔΑΔ αποφάνθηκε πως σε ό,τι αφορά τον χειρισμό της μαρτυρίας των εμπειρογνωμόνων για την ψυχική κατάσταση του θύματος, όλα τα πιο πάνω αθροιστικά αποτιμώμενα, είχαν ως αποτέλεσμα η Υπεράσπιση να βρεθεί σε τόσο μειονεκτική θέση έναντι της κατηγορούσας αρχής, ούτως ώστε να υφίσταται παραβίαση της ισότητας των όπλων και συνακόλουθα της δικαίας δίκης (παρ. 194).

 

        Είμαστε της γνώμης ότι η πιο πάνω υπόθεση δεν υποστηρίζει τη θέση του Εφεσείοντος. Εν προκειμένω ο συνήγορος του Εφεσείοντος αντεξέτασε επί μακρόν την εμπειρογνώμονα της κατηγορούσας αρχής σε κάθε πτυχή της έκθεσης αξιολόγησης της ανήλικης, με αναφορά σε επιστημονικά άρθρα και συγγράμματα. Στη δε Υπεράσπιση είχαν δοθεί από την κατηγορούσα αρχή όλα τα έγγραφα τα οποία σχετίζονταν με την ψυχολογική αξιολόγηση. Επομένως κατ’ εφαρμογή του λόγου της Μatytsina, δεν υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος ισότητας των όπλων και δίκαιης δίκης. Περαιτέρω, με κάθε σεβασμό, θεωρούμε ότι τα αποφασισθένα στην Α.Α. ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) θα πρέπει πλέον να ιδωθούν υπό το πρίσμα της απόφασης του ΕΔΑΔ στην Matytsina.

 

        Άλλη αυθεντία την οποία επικαλείται ο συνήγορος του Εφεσείοντος είναι η υπόθεση Stoimenov v. The Former Yogoslav Republic of Macedonia (ανωτέρω) όπου διαπιστώθηκε παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων λόγω απόρριψης από το εθνικό δικαστήριο, των επανειλημμένων αιτημάτων της υπεράσπισης για υποβολή των ναρκωτικών (poppy tar) σε εναλλακτική πραγματογνωμοσύνη. Η υπεράσπιση αμφισβητούσε την εγκυρότητα της ανάλυσης των ναρκωτικών η οποία έγινε από το Γραφείο Δικανικής Επιστήμης. Στην απόφαση το ΕΔΑΔ επανέλαβε (παρ. 41) ότι η αρχή της ισότητας των όπλων αποτελεί μέρος της ευρύτερης έννοιας της δικαίας δίκης βάσει του Άρθρου 6.1 της ΕΣΔΑ, απαιτώντας «δίκαιη ισορροπία» μεταξύ των μερών, τουτέστιν σε κάθε μέρος πρέπει να παρέχεται εύλογη ευκαιρία να παρουσιάσει την υπόθεσή του υπό συνθήκες που δεν το θέτουν σε μειονεκτική θέση έναντι του αντιδίκου του (βλ. Gorraiz Lizarraga and Others v. Spain, no. 62543/00, §56, ECHR 2004‑III και αυθεντίες που εκεί αναφέρονται).

 

        Φρονούμε ότι τα γεγονότα της η εν λόγω υπόθεσης διακρίνονται από την παρούσα, καθότι αφορούσε εξέταση ενσώματης μαρτυρίας (real evidence) και όχι την υποβολή προσώπου σε ψυχολογική αξιολόγηση, για την οποία ισχύουν τα αποφασισθέντα στην Matytsina.

 

        Οι συνήγοροι του Εφεσείοντος επικαλούνται επίσης την υπόθεση Kartoyev a.o. v. Russia (ανωτέρω) στην οποία η άρνηση της κατηγορούσας αρχής να εφοδιάσει την υπεράσπιση με τεχνικές λεπτομέρειες των εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης χωρίς την ύπαρξη ενός από τους αναγνωρισμένους λόγους μη αποκάλυψης, όπως δημόσιο συμφέρον, προστασία μαρτύρων από αντίποινα κτλ., συνιστούσε παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων (παρ. 71-73). Θεωρούμε, με κάθε σεβασμό, ότι η πιο πάνω υπόθεση είναι άσχετη με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, καθότι εν προκειμένω δεν υπήρξε άρνηση της κατηγορούσας αρχής να εφοδιάσει την Υπεράσπιση με μαρτυρικό υλικό στην κατοχή της σε σχέση με την έκθεση της ΜΚ.7.

 

        Υπό το φως των ανωτέρω ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται ανεδαφικός

 

(ΙΙ) Κατά πόσο υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος δίκαιης δίκης λόγω πλημμελούς διερεύνησης

 

        Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα δίκαιης δίκης του Εφεσείοντος λόγω παράλειψης των ανακριτικών αρχών να διερευνήσουν αποτελεσματικά ισχυρισμούς τους οποίους προέβαλε τόσον ο ίδιος όσον και η παραπονούμενη στις καταθέσεις τους και να συλλέξουν μαρτυρικό υλικό. Ισχυρίζεται περαιτέρω ότι ένεκα της παραβίασης του δικαιώματος δίκαιης δίκης το Κακουργοδικείο όφειλε να διατάξει την αναστολή της ποινικής διαδικασίας.

 

        Πρωτοδίκως η Υπεράσπιση δεν υπέβαλε αίτημα αναστολής της ποινικής διαδικασίας, πράγμα το οποίο εμποδίζει την υποβολή του για πρώτη φορά κατ’ έφεση, ως απεφασίσθη στην Δ.Σ.Δ. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 271/22, ημερ. 20.12.2023, με αναφορά σε σχετική Αγγλική νομολογία και συγγράμματα (βλ. Abuse of Process in Criminal Proceedings, 5η έκδοση (2022), των Young, Corker και Summers, σελ. 454, παρ. 1-107, 10.108, και R v. Mullen [1999] EWCA Crim. 278). Αλλά, ακόμη και αν ο καταδικασθείς πρωτοδίκως υπέβαλλε τέτοιο αίτημα με αρνητική κατάληξη, ως υποδεικνύεται στην υπόθεση R. (Ebrahim) v. Feltham MagistratesCourt [2001] 1 Cr. App. R. 427, παρ. 75, υπό μορφή διαδικαστικής καθοδήγησης:

 

          If a complaint of this type is raised on an appeal by a defendant from his conviction on the magistrates' court, he should not apply for the proceedings to be stayed. He should apply for an order allowing his appeal and quashing his conviction on the grounds that the original trial was unfair and the unfairness was of such a nature that it cannot now be remedied on appeal”.

 

        Η θέση περί παραβίασης του δικαιώματος δίκαιης δίκης λόγω πλημμελούς διερεύνησης προβλήθηκε από την Υπεράσπιση και απορρίφθηκε από το Κακουργοδικείο στην προσβαλλόμενη απόφαση.

 

        Συμφώνως της νομολογίας το δικαίωμα της δίκαιης δίκης εκτείνεται στο ανακριτικό στάδιο της ποινικής διαδικασίας. Τα δικαιώματα του κατηγορούμενου βάσει του Άρθρου 6 της ΕΣΔΑ ισχύουν από τη στιγμή που γνωρίζει την ύπαρξη εναντίον του ποινικής κατηγορίας (criminal charge), ως η έννοια αυτή έχει ερμηνευτεί αυτόνομα μέσα από τη νομολογία του ΕΔΑΔ, δηλαδή από τη στιγμή που επισήμως του γνωστοποιείται από την αρμόδια αρχή η ύπαρξη ισχυρισμού ότι έχει διαπράξει ποινικό αδίκημα, ή σε περίπτωση που η θέση του υπόπτου επηρεάζεται ουσιωδώς από μέτρα τα οποία λαμβάνονται ως αποτέλεσμα της εναντίον του υποψίας. Όπως για παράδειγμα όταν πρόσωπο συλλαμβάνεται ή ανακρίνεται ως ύποπτος για τη διάπραξη ποινικού αδικήματος, ή καταχωρείται εναντίον του κατηγορητήριο (βλ. Ευσταθίου ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 294, Χριστόπουλος ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 100, Χαραλαμπίδη ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 330, Simeonovi v. Bulgaria, Application No. 21980/04, ημερ. 12.5.2017 [GH], παρ. 110 - 11, Law of the European Convention on Human Rights, των Harris, O’Boyle and Warbrick, 5η έκδοση (2023), σελ. 382 - 384).

 

        Το ανακριτικό στάδιο είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την ποινική διαδικασία καθότι η μαρτυρία η οποία συλλέγεται καθορίζει σε μεγάλο βαθμό το πλαίσιο εξέτασης των υπό κατηγορία αδικημάτων κατά τη δίκη. Τυχόν παραβίαση των δικαιωμάτων του κατηγορούμενου τα οποία εγγυάται το Άρθρο 6.3 της ΕΣΔΑ και τα αντίστοιχα Άρθρα 12.5 και 30.3 του Συντάγματος, δύναται να επηρεάσει δυσμενώς το δικαίωμα δίκαιης δίκης, αναλόγως των γεγονότων της υπόθεσης. Σχετικό είναι το κάτωθι απόσπασμα από την υπόθεση Ibrahim a.o. v. The United Kingdom, Application No. 50541/08 a.o. ημερ. 13.9.2016 [GC] παρ. 253:

 

          “…the guarantees of Article 6 are applicable from the moment that a “criminal charge” exists within the meaning of this Court’s case-law (see paragraph 249) and may therefore be relevant during pre-trial proceedings if and in so far as the fairness of the trial is likely to be seriously prejudiced by an initial failure to comply with them (see also Imbrioscia, cited above, § 36; and Dvorski, cited above, § 76). The investigation stage may be of particular importance for the preparation of the criminal proceedings: the evidence obtained during this stage often determines the framework in which the offence charged will be considered at the trial and national laws may attach consequences to the attitude of an accused at the initial stages of police interrogation which are decisive for the prospects of the defence in any subsequent criminal proceedings […..] The manner in which Article 6 §§ 1 and 3 are to be applied during the investigation stage depends on the special features of the proceedings involved and on the circumstances of the case (see Imbrioscia, cited above, § 38).

 

        Η εν λόγω υπόθεση αφορούσε κατ’ ισχυρισμό στέρηση του δικαιώματος πρόσβασης του υπόπτου σε δικηγόρο στο ανακριτικό στάδιο.

 

        Στην εκτίμηση του κατά πόσο υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος δίκαιης δίκης είναι επάναγκες η εξέλιξη της ποινικής διαδικασία να ιδωθεί ως ενιαίο σύνολο και τα ελάχιστα δικαιώματα του κατηγορούμενου τα οποία διαλαμβάνει το Άρθρο 6.3 της ΕΣΔΑ, ως επιμέρους πτυχές του δικαιώματος δικαίας δίκης (βλ. αποφάσεις μείζονος συνθέσεων στις υποθέσεις Ibrahim (ανωτέρω) παρ. 251, Simeonovi v, Bulgaria, Application No. 21980/04, ημερ. 12.5.2017, παρ. 113, Beuze v. Belgium, Application No. 71409/10, ημερ. 9.11.2018, παρ. 119 - 122).

 

        Η νομολογία των Κυπριακών Δικαστηρίων είναι πλήρως  ευθυγραμμισμένη με τη νομολογία του ΕΔΑΔ. Οι ισχυρισμοί για επηρεασμό του δικαιώματος δίκαιης δίκης δεν εξετάζονται μεμονωμένα ή αποσπασματικά αλλά επί του συνόλου της ποινικής διαδικασίας, όχι κατά τρόπο αφηρημένο (in abstracto), αλλά συγκεκριμένα (in concreto), και υπό το φως των δεδομένων της κάθε υπόθεσης (βλ. μεταξύ άλλων, Yacoub ν. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 165, Κυπριανού ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 318/15, ημερ. 7.9.2017, ECLI:CY:AD:2017:B285, Δημοκρατία ν. Σταυρινού, Ποιν. Έφ. 266/18 ημερ. 8.4.2020, ECLI:CY:AD:2020:B139, Μακρίδης ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 181/2019, ημερ. 7.9.2020). Για να στοιχειοθετηθεί η παραβίαση του δικαιώματος δίκαιης δίκης θα πρέπει να αποδειχθεί από τον κατηγορούμενο στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων ότι πράγματι έχει επηρεαστεί δυσμενώς [βλ. και Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 204, Δ.Σ.Δ. ν. Αστυνομίας (ανωτέρω)].

 

        Στρεφόμενοι στις επιπτώσεις επί της δυνατότητας διεξαγωγής δίκαιης δίκης λόγω της παράληψης ή λάθους των αστυνομικών αρχών να συλλέξουν ή διατηρήσουν σχετική με την υπόθεση μαρτυρία, η καθοδηγητική αυθεντία είναι η R. (Ebrahim) v. Feltham MagistratesCourt (ανωτέρω), (βλ. Blackstones Criminal Practice 2025, D. 3.83). Παρότι η απόφαση εξετάζει το θέμα από τη σκοπιά της κατάχρησης διαδικασίας, τα αποφασισθέντα είναι κατά λογική προέκταση εξίσου σημαντικά για την παραβίαση του δικαιώματος της δίκαιης δίκης το οποίο αποτιμάται στο τέλος της δίκης και στο πλαίσιο του συνόλου της. Στην εν λόγω απόφαση τονίζεται ότι δεν είναι κάθε παράλειψη ή λάθος των ανακριτικών αρχών στη συλλογή ή διατήρηση σχετικής μαρτυρίας που καθιστά αδύνατη τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης. Σχετικό είναι το κάτωθι απόσπασμα:

 

          27. It must be rememberd that it is a commonplace in criminal trials for a defendant to rely on "holes" in the prosecution case, for example, a failure to take fingerprints or a failure to submit evidential material to forensic examination. If, in such a case, there is sufficient credible evidence, apart from the missing evidence, which, if believed, would justify a safe conviction, then a trial should proceed, leaving the defendant to seek to persuade the jury or magistrates not to convict because evidence which might otherwise have been available was not before the court through no fault of his. Often the absence of a video film or fingerprints or DNA material is likely to hamper the prosecution as much as the defence.

 

        Στην ίδια απόφαση τονίζεται ότι η υπεράσπιση θα πρέπει να αποδείξει στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων την ύπαρξη δυσμενούς επηρεασμού της δυνατότητας διεξαγωγής δίκαιης δίκης λόγω απώλειας μαρτυρικού υλικού (παρ. 28).

 

        Το κριτήριο το οποίο εφαρμόζεται για την απόδειξη δυσμενούς επηρεασμού, εξηγείται περαιτέρω στη μεταγενέστερη υπόθεση R. v. RD [2013] EWCA Crim. 1592, παρ. [15] και [20]:

 

          “The Court observed that in considering the question of prejudice to the defence it was necessary to distinguish between mere speculation about what missing documents might show, and missing evidence which represents a significant and demonstrable chance of amounting to decisive or strongly supportive evidence emerging on a specific issue in the case. The Court needed to consider what evidence directly relevant to the appellant’s case had been lost by reason of passage of time. It would then need to go to consider the importance of the missing evidence in the context of the case as a whole and the issues before the jury …”.

(υπογράμμιση δική μας)

 

        Το εν λόγω απόσπασμα, όπως και ανάλογο απόσπασμα από την PR v. R [2019] EWCA Crim. 1225, παρ. 65, παρατίθεται με επιδοκιμασία από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Γ.Π.Β. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 5/2020, ημερ. 30.7.2021, σε σχέση με την εξέταση ζητήματος δυσμενούς επηρεασμού του δικαιώματος δίκαιης δίκης, λόγω απώλειας ή καταστροφής μαρτυρικού υλικού ή αδυναμίας κλήσης μαρτύρων (βλ. και R. v. Hewitt (ανωτέρω), R. v. ANP [2022] EWCA Crim. 1111, Watson v. R. [2023] EWCA Crim. 1016).

 

        Στο σύγγραμμα Abuse of Process in Criminal Proceedings, (ανωτέρω) σελ. 117-118, αναφέρεται ότι η νομολογία του ΕΔΑΔ σε ζητήματα καταστροφής ή απώλειας μαρτυρίας και ενδεχόμενων επιπτώσεων στο δικαίωμα δίκαιης δίκης (βλ. Sofri v. Italy Application No. 37235/97, ημερ. 27.5.2003, Papageorgiou v. Greece (2004) 38 EHRR 30) είναι ανάλογη με την προσέγγιση των Αγγλικών Δικαστηρίων σε αιτήματα κατάχρησης διαδικασίας λόγω αδυναμίας διεξαγωγής δίκαιης δίκης (βλ. και Andrew L-T Choo Abuse of Process and Judicial Stays of Criminal Proceedings, 2nd edn., σελ. 101).  

 

        Υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας θα εξετάσουμε τις εισηγήσεις του Εφεσείοντος. Το πρώτο σκέλος των φερόμενων παραλείψεων της Αστυνομίας στο ανακριτικό στάδιο, αφορά τη μη διερεύνηση των ακόλουθων ισχυρισμών τους οποίους ο Εφεσείων προέβαλε στην κατάθεση του στην αστυνομία:

 

        (Α) Ότι η μητέρα της ανήλικης παραπονούμενης μετά που πληροφορήθηκε τη φερόμενη σεξουαλική της κακοποίηση από τον Εφεσείοντα, στις 11 και 12 Μάϊου 2019, διαπραγματευόταν τη σχέση της με τον Εφεσείοντα για να ξανασμίξουν και να παντρευτούν, και προς τούτο είχαν συνομιλίες στο τηλέφωνο και αντάλλαξαν μηνύματα (βλ. κατάθεση Εφεσείοντος, Τεκμήριο 20, απάντηση στην ερώτηση 9), αλλά είχε έρθει και από το σπίτι 2-3 φορές και του έλεγε να μην το αφήσουν έτσι και είναι κρίμα αφού τον αγαπά και να προσπαθήσουν ξανά. Παραπονείται ο Εφεσείων ότι η αστυνομία δεν ενδιαφέρθηκε να λάβει τη συγκατάθεση του για να εξετάσει την τηλεφωνική του συσκευή (Τεκμήριο 7) και να αποκτήσει πρόσβαση στα τηλεπικοινωνιακά του δεδομένα για σκοπούς διερεύνησης του ισχυρισμού του. Ήταν η θέση του κατά τη δίκη ότι η προσπάθεια διαπραγμάτευσης της σχέσης από τη μητέρα καταδεικνύει ότι η μαρτυρία της για το παράπονο της ανήλικης ήταν ψευδής, καθότι εάν αυτό όντως συνέβη δεν θα συμπεριφερόταν κατ΄ αυτό τον τρόπο.

 

        Το τεκμήριο 72 (φωτοαντίγραφο τηλεφωνικών μηνυμάτων) κατατέθηκε κατά την ένορκη μαρτυρία του Εφεσείοντος, μετά από εξέταση της τηλεφωνικής του συσκευής με τη βοήθεια εμπειρογνώμονα από το Αρχηγείο Αστυνομίας, αμέσως μετά που κλήθηκε σε απολογία, κατόπιν αιτήματος της Υπεράσπισης. Εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος πως παρά το γεγονός ότι οι θέσεις της Υπεράσπισης περί ανταλλαγής μηνυμάτων τέθηκαν κατά τρόπο γενικό στο πλαίσιο αντεξέτασης της Μ.Κ.6, δεν υπήρχε το αποτέλεσμα εξετάσεων της εν λόγω τηλεφωνικής συσκευής για να αντικρουστεί η μαρτυρία της επί του προκειμένου, με αποτέλεσμα να στερηθεί του δικαιώματος ουσιαστικής αντεξέτασης της μητέρας προς τον σκοπό αμφισβήτησης της αξιοπιστίας της.

 

        Σε σχέση με την αστυνομική διερεύνηση, δεν συμφωνούμε ότι ήταν καθήκον των αστυνομικών αρχών να διερευνήσουν το περιεχόμενο του κινητού τηλεφώνου του Εφεσείοντος για να εντοπίσουν τυχόν μηνύματα μεταξύ του ιδίου και της μητέρας της παραπονούμενης μετά τις 9.5.2019, καθότι δεν αποτελεί θέμα το οποίο συναρτάται με τη σεξουαλική κακοποίηση της ανήλικης. Η σύνδεση των μηνυμάτων και επικοινωνιών ως στοιχείου ασυμβίβαστου με την εκδήλωση παραπόνου της ανήλικης προς την μητέρα, είναι υφή την οποία επιχείρησε να τους προσδώσει η Υπεράσπιση κατά τη δίκη, στο πλαίσιο προώθησης της υπερασπιστικής γραμμής [βλ. κατ΄ αναλογία Κορέλλης ν. Γενικού Εισαγγελέα (ανωτέρω)]. Σε κάθε περίπτωση αυτό δεν θα μπορούσε να επηρεάσει δυσμενώς το δικαίωμα αποκάλυψης και ισότητας των όπλων, εν όψει της δυνατότητας του Κακουργοδικείου να δώσει κατάλληλες οδηγίες κατόπιν αιτήματος της Υπεράσπισης για εξέταση του κινητού τηλεφώνου μετά την κατάθεση του ως τεκμήριο στη δίκη (βλ. Κορέλλης ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 12), όπερ και εγένετο αμέσως μετά το εκ πρώτης όψεως στάδιο και προτού δώσει μαρτυρία ο Εφεσείων.

 

        Αναφορικά με τη θέση του Εφεσείοντος για καθυστερημένη πρόσβαση στο περιεχόμενο του κινητού τηλεφώνου και επηρεασμό του δικαιώματος ουσιαστικής αντεξέτασης, για τους πιο πάνω λόγους είμαστε της γνώμης ότι το θέμα αυτό δεν αφορά πλημμελή αστυνομική διερεύνηση. Επειδή όμως το εν λόγω δικαίωμα το οποίο συναρτάται με την αρχή της αντιδικίας και ισότητας των όπλων, αποτελεί σημαντική πτυχή του δικαιώματος δίκαιης δίκης, θεωρούμε ότι επιβάλλεται η εξέταση του (βλ. Law of the European Convention on Human Rights, των Harris, O’ Boyle and Warbrick, 5η έκδοση (2023), σελ. 419 - 423). Για τον σκοπό αυτό θα πρέπει να γίνει μια σύντομη αναδρομή στα όσα σχετικώς έλαβαν χώρα κατά τη δίκη. Στα αρχικά στάδια της ακροαματικής διαδικασίας η Υπεράσπιση ζήτησε πρόσβαση στο περιεχόμενο της τηλεφωνικής συσκευής, αμέσως μετά τη μαρτυρία του Μ.Κ.1 (Αστυφύλακας 1202) ο οποίος την κατέθεσε ως τεκμήριο. Το Κακουργοδικείο υπέδειξε στην Υπεράσπιση, χωρίς να αποφασίσει το θέμα, ότι αυτό θα μπορούσε να γίνει όταν θα ερχόταν να καταθέσει το αστυνομικό όργανο που προέβη σε δικανική εξέταση του κινητού τηλέφωνου για σκοπούς εντοπισμού αρχείων και αναζητήσεων σελίδων πορνογραφικού περιεχομένου. Η Υπεράσπιση δεν επέμενε στο αίτημα. Ο Αστυφύλακας 2443, ο οποίος εξέτασε την τηλεφωνική συσκευή, κατέθεσε ως Μ.Κ.9. Κατά την αντεξέταση ερωτήθη αν μπορούσε να ανοίξει την τηλεφωνική συσκευή και να δείξει τις εισερχόμενες και εξερχόμενες αναπάντητες κλήσεις και μηνύματα για συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Ο μάρτυς απάντησε ότι για να το πράξει χρειάζεται ειδικό εξοπλισμό για να μην αλλοιωθούν τα δεδομένα της συσκευής, τον οποίο δεν είχε μαζί του.

 

        Ακολούθως η Υπεράσπιση επιφύλαξε το δικαίωμα υποβολής αίτησης σε μεταγενέστερο στάδιο για να ακολουθηθεί η κατάλληλη διαδικασία, ούτως ώστε να μην καταστραφούν ή αλλοιωθούν τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα που υπήρχαν αποθηκευμένα στη συσκευή. Το αίτημα εν τέλει υπεβλήθη και εγκρίθηκε από το Κακουργοδικείο αμέσως μετά την ενδιάμεση απόφαση για εκ πρώτης όψεως υπόθεση. Το Κακουργοδικείο έδωσε οδηγίες στον Πρωτοκολλητή όπως τεθεί σε λειτουργία το κινητό τηλέφωνο και να διερευνηθούν τα στοιχεία εισερχόμενων και εξερχόμενων κλήσεων και μηνυμάτων για την περίοδο 9 έως 17 Μαΐου 2019. Για το σκοπό αυτό διευθετήθηκε η παρουσία του εν λόγω αστυνομικού οργάνου, το οποίο στην παρουσία και των δυο πλευρών προέβη στη σχετική διαδικασία. Τα μηνύματα τα οποία ήταν αποθηκευμένα στην εφαρμογή messenger του κινητού τηλεφώνου είναι τυπωμένα στο Τεκμήριο 72.

 

        Είμαστε της γνώμης ότι: (i) εφόσον τα μηνύματα που ήταν αποθηκευμένα στην τηλεφωνική συσκευή ήταν για την Υπεράσπιση σημαντικά για σκοπούς αντεξέτασης της μητέρας, και (ii) η περί ης ο λόγος μαρτυρία προέκυψε μετά που κατέθεσε η μητέρα, η Υπεράσπιση είχε τη δικονομική δυνατότητα υποβολής αιτήματος επανάκλησης της μητέρας με βάση το Άρθρο 54 της Ποινικής Δικονομίας, για σκοπούς αντεξέτασης επί του περιεχομένου του Τεκμηρίου 72. Η δίκη παρείχε τα δικονομικά εχέγγυα για τη διασφάλιση της δικαιότητας της διαδικασίας. Η Υπεράσπιση δεν υπέβαλε αίτημα επανάκλησης της μάρτυρος και επομένως δεν μπορεί βάσιμα να παραπονείται ότι στερήθηκε του δικαιώματος αντεξέτασης.

 

        Καθοδηγητική επί τούτου είναι η υπόθεση Edwards v. The United Kingdom, Application No. 13071/87, ημερ. 15.12.1992, στην οποία δεν αποκαλύφθηκε στην Υπεράσπιση κατά τη δίκη ότι: (i) το θύμα της διάρρηξης για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος δεν τον αναγνώρισε από άλμπουμ φωτογραφιών, και (ii) ότι βρέθηκαν στην σκηνή δακτυλικά αποτυπώματα τα οποία δεν ανήκαν στον ίδιο. Η υπόθεση παραπέμφθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών στο Αγγλικό Εφετείο το οποίο επανεξέτασε την υπόθεση επικυρώνοντας την καταδίκη. Ο καταδικασθείς προσέφυγε στο ΕΔΑΔ παραπονούμενος για παραβίαση του Άρθρου 6 της Σύμβασης επειδή δεν του δόθηκε η ευκαιρία να αντεξετάσει τα αστυνομικά όργανα στη βάση της προαναφερθείσας μαρτυρίας, η οποία ήταν σημαντική για την αμφισβήτηση της αξιοπιστίας τους, εν όψει του ότι δεν είπαν ή απέκρυψαν την αλήθεια εν σχέσει με τα δυο αυτά στοιχεία. Η καταδίκη του προσφεύγοντος στηρίχτηκε σε μαρτυρία των εν λόγω αστυνομικών οργάνων για προφορικές του παραδοχές, οι οποίες κατά τον ίδιο ήταν κατασκευασμένες, και επομένως η προσβολή της αξιοπιστίας τους ήταν σημαντική για την υπεράσπιση.

 

        Το ΕΔΑΔ απέρριψε την προσφυγή κρίνοντας, μεταξύ άλλων, ότι υπήρχε η δυνατότητα από τον συνήγορο Υπεράσπισης ενώπιον του Εφετείου να υποβάλει αίτημα για κλήση των αστυνομικών οργάνων για αντεξέταση βάσει του Άρθρου 23 του Criminal Appeal Act 1968, το οποίο επέλεξε να μην υποβάλει.

 

        Περαιτέρω, σε σχέση με το περιεχόμενο των μηνυμάτων του Τεκμηρίου 72, ως προκύπτει και από το πρακτικό της δίκης, αυτά δεν φέρουν ημερομηνία αποστολής ή λήψης και επομένως δεν μπορεί να εξαχθεί οποιοδήποτε θετικό ή αρνητικό συμπέρασμα ως προς το κατά πόσον αφορούν ανταλλαγή μηνυμάτων μετά τις 13.5.2019, ως ήταν η θέση του Εφεσείοντος κατά τη δίκη (σελ. 521 πρακτικών). Το οποίο έρχεται σε αντίθεση με τις υποβολές της Υπεράσπισης κατά την αντεξέταση της μητέρας ότι μετά την εν λόγω ημερομηνία οι συνομιλίες τους έγιναν πιο τυπικές (σελ. 149 πρακτικών). Η δε μαρτυρία του Εφεσείοντος για τον χρόνο και περιστάσεις αποστολής των μηνυμάτων κρίθηκε στο σύνολο της ως αναξιόπιστη και επομένως δεν έχει την οποιαδήποτε αποδεικτική αξία.

 

        Τέλος, υπογραμμίζεται ότι η όποια κατ’ ισχυρισμό ανταλλαγή μηνυμάτων ή συνάντηση μεταξύ της μητέρας και του Εφεσείοντος για διαπραγμάτευση της σχέσης μετά που η μητέρα πληροφορήθηκε για το παράπονο της ανήλικης, δεν θα μπορούσε εξ αντικειμένου να είναι καθοριστικής σημασίας για το αποτέλεσμα της δίκης, το οποίο εκρίθη από το Κακουργοδικείο στη βάση της μαρτυρία της ανήλικης, επισημαίνοντας ότι η μαρτυρία αυτή «από μόνη της, είναι τέτοιας υψηλής ποιότητας, που χωρίς οποιοδήποτε ενδοιασμό ή δισταγμό, μας νομιμοποιεί να βασιστούμε με ασφάλεια σε αυτήν, όχι μόνο ως αληθινή  αλλά, και να στηριχθούμε σε αυτήν για την εξαγωγή τελικών συμπερασμάτων για τα διαδραματισθέντα» (σελ. 116).

 

        (Β) Ότι παρότι κανόνισαν να παντρευτούν με τη μητέρα της παραπονούμενης στις 7.9.2019, ο Εφεσείων έκανε δεύτερες σκέψεις για τον γάμο τους επειδή τα τελευταία δυο χρόνια αυτή δεν εργαζόταν, και αυτός αναγκαζόταν να της πληρώνει όλα τα έξοδα της συμβίωσης τους. Υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα μετέθεσε το βάρος στον Εφεσείοντα να παραθέσει πειστικά στοιχεία για τον εν λόγω ισχυρισμό, ενώ επρόκειτο για θέμα πλημμελούς διερεύνησης. Δεν διαπιστώνουμε καμία μετάθεση αποδεικτικού βάρους. Ούτε παραβιάστηκε οποιοδήποτε από τα επί μέρους δικαιώματα του κατηγορούμενου τα οποία διασφαλίζει το Άρθρο 6.3 της ΕΣΔΑ και το Άρθρο 12.5 του Συντάγματος. Η υπόθεση R v. Trustham (27.11.1997 unreported) την οποία επικαλείται [βλ. Abuse of Process in Criminal Proceedings, 5η έκδοση (ανωτέρω), παρ. 4.48] προς υποστήριξη της θέσης περί μη δίκαιης ανάκρισης, διαφέρει ουσιωδώς από την παρούσα ως προς τα γεγονότα. Εκεί ο κατηγορούμενος δικάστηκε για αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, αλλά δεν ανακρίθηκε ποτέ από την αστυνομία και επομένως δεν του δόθηκε η ευκαιρία να δώσει οποιαδήποτε εξήγηση για τις πράξεις του, με αποτέλεσμα η εναντίον του ποινική δίωξη να συνιστά κατάχρηση διαδικασίας και παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

 

        Εν προκειμένω ο Εφεσείων ανακρίθηκε από την Αστυνομία και ερωτήθηκε για όλα τα θέματα τα οποία αφορούσαν τη σεξουαλική κακοποίηση της ανήλικης καθώς και για τη σχέση του με τη μητέρα. Εάν υπήρχαν στοιχεία πληρωμής των εξόδων συμβίωσης του ζεύγους από τον ίδιο τα οποία θεωρούσε σημαντικά για την υπεράσπισή του, δεν υπήρχε οτιδήποτε το οποίο τον εμπόδιζε να τα παρουσιάσει στη δίκη. Περιπλέον, σε αντίθεση με τη θέση την οποία προέβαλε στην κατάθεση του, αντεξεταζόμενος ο Εφεσείων «αποδέχτηκε ότι και η μητέρα της ανήλικης συνεισέφερε στα έξοδα της συμβίωσης». Δεν μπορεί επομένως βάσιμα να παραπονείται γι’ αυτό το ζήτημα.

 

        (Γ) Ότι η παραπονούμενη του είπε πως μια από τις ξαδέλφες της έβλεπε βίντεο στο κινητό της με ανθρώπους που έκαναν σεξ, ότι τα έδειξε και στην ίδια την παραπονούμενη και ότι ήθελε να τα βάλει και στο τηλέφωνο της, πράγμα για το οποίο ο Εφεσείων τής θύμωσε χωρίς όμως να αναφέρει οτιδήποτε στη μητέρα της. Διαμαρτύρεται ότι στο ανακριτικό στάδιο της διαδικασίας, ο ισχυρισμός αυτός δεν διερευνήθηκε από την Αστυνομία ούτε ερευνήθηκαν οι ηλεκτρονικές συσκευές τις οποίες κατείχε η παραπονούμενη. Εισηγείται ότι: (i) εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεωρεί ως αναμενόμενο ότι η παραπονούμενη θα αντεξεταζόταν επ’ αυτού του ισχυρισμού, αντί να διαπιστωθεί η παράλειψη διερεύνησης του από τις ανακριτικές αρχές, και (ii) εσφαλμένα διαπιστώνει ως επιβαρυντικό στοιχείο ότι κατά τη μαρτυρία του ο Εφεσείων ανέφερε πως «δεν είπε οτιδήποτε στη μητέρα της παραπονούμενης για τέτοιο γεγονός».

 

        Άδικα παραπονείται ο Εφεσείων για μη διερεύνηση του συγκεκριμένου ισχυρισμού τον οποίο προέβαλε στην ανακριτική του κατάθεση (Τεκμήριο 20, ερώτηση 14) εφόσον ο ίδιος δεν θυμόταν τα στοιχεία της ξαδέλφης για να τα δώσει στην Αστυνομία. Ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο επισημαίνει ότι κατά την αντεξέταση η παραπονούμενη δεν ερωτήθη οτιδήποτε περί τούτου, θεωρώντας αναμενόμενο ότι θα αντεξεταζόταν εν όψει της υπερασπιστικής γραμμής του Εφεσείοντος. Και ορθώς δεν προσέδωσε οποιαδήποτε βαρύτητα στον εν λόγω ισχυρισμό κατ’ εφαρμογή του θεμελιακού κανόνα, ο οποίος βρίσκεται στο επίκεντρο του αντιπαραθετικού συστήματος της δικαιοσύνης, ότι η κάθε πλευρά θα πρέπει να θέσει τη θέση της στους μάρτυρες του αντιδίκου× και σε περίπτωση παράλειψης, στην απουσία βάσιμης δικαιολογίας, το Δικαστήριο δικαιούται να αγνοήσει την μονομερώς τεθείσα εκδοχή της άλλης πλευράς (Adidas v. Jonitexo Ltd (1987) 1 C.L.R. 383, Βάσος Τάκη ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 599, Pal κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551).

 

        (Δ) Δεν διερευνήθηκε η ταμπλέτα ή το κινητό της μητέρας για να διαφανεί εάν η ανήλικη παραπονούμενη έβλεπε σκηνές ή βίντεο σεξουαλικού περιεχομένου μέσα από αυτά αντί των όσων ισχυρίστηκε ότι της έδειχνε ο Εφεσείων. Δίνεται έμφαση στο ότι στην απόφαση αναφέρεται πως «θα ήταν καλύτερα σε τέτοιες περιπτώσεις να ελέγχονταν και το κινητό της μητέρας ή το tablet της ανήλικης», και επομένως η πλημμελής διερεύνηση είχε δυσμενείς επιπτώσεις στο δικαίωμα δίκαιης δίκης. Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση. Το θέμα απαντάται ικανοποιητικά από το Κακουργοδικείο, το οποίο μετά την εν λόγω παρατήρηση, αναφέρει (σελ. 131) ότι «το γεγονός δεν θεωρούμε πως λειτούργησε σε βάρος των δικαιωμάτων ή της εκδοχής του κατηγορούμενου  καθ΄ ότι (α) αυτός δεν ισχυρίστηκε στην αστυνομία ότι είδε οποτεδήποτε την ανήλικη να βλέπει φωτογραφίες ή βίντεο από το κινητό της μητέρας ή το tablet της, πολύ περισσότερο δεν ισχυρίστηκε πώς ήταν δυνατό να υπάρχει υλικό σεξουαλικού περιεχομένου στο tablet της ανήλικης…». Επομένως δεν μπορεί να τίθεται θέμα πλημμελούς διερεύνησης επί του προκειμένου.

 

        (Ε) Ότι η βεράντα της κατοικίας ήταν καλυμμένη τους τελευταίους 5 - 6 μήνες λόγω των βροχών και επειδή ήθελαν χώρο για να καπνίζουν. Η αστυνομία φωτογράφισε τον χώρο αυτό όπως ήταν κατά τον χρόνο της καταγγελίας αδιαφορώντας για το πότε καλύφθηκε. Ο Εφεσείων διαμαρτύρεται γιατί η κατηγορούσα αρχή δεν του ζήτησε κατά την αντεξέταση να παρουσιάσει τέτοιες φωτογραφίες ή γιατί δεν του ζητήθηκε από το Δικαστήριο να τις παρουσιάσει. Με κάθε σεβασμό η πιο πάνω θέση στερείται κάθε νομικού ερείσματος. Η παρουσίαση των φωτογραφιών αποτελούσε πτυχή της υπερασπιστικής γραμμής και ενέπιπταν στο πεδίο γνώσης του Εφεσείοντος. Επομένως εάν όντως υπήρχαν τέτοιες φωτογραφίες εναπόκειτο στον Εφεσείοντα να τις παρουσιάσει στη δίκη. Ούτε βέβαια ήταν έργο του Δικαστηρίου να ζητήσει από τον Εφεσείοντα να παρουσιάσει τις φωτογραφίες το οποίο θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη κάθοδο στην αρένα της δίκης. Στην υπόθεση Χριστόπουλος ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 100, τονίστηκε ότι: «Η κάθοδος του δικαστή στην αρένα της δίκης τείνει να διασαλεύσει το πεδίο της αντιδικίας και να αποδυναμώσει τη θέση του ως του αποστασιοποιημένου κριτή  των επιδίκων θεμάτων».

 

        Περιπλέον στοιχεία τα οποία κατά τον συνήγορο του Εφεσείοντος δεν διερευνήθηκαν δεόντως από την Αστυνομία, αφορούν τα ακόλουθα:

 

        Πρώτον, ο ισχυρισμός στην κατάθεση της μητέρας, ο οποίος επαναλήφθηκε ενόρκως στη δίκη, ότι μετά το Πάσχα, η παραπονούμενη ήταν πολύ περισσότερο αφηρημένη στο μάθημα και έκανε πράγματα τα οποία δεν εξηγούνταν, όπως να σηκώνεται από τη θέση της, ενώ κατήγγελλε συνεχώς τα άλλα παιδιά και είχε αυξημένο αίσθημα δικαιοσύνης. Η Αστυνομία δεν κάλεσε τη δασκάλα να δώσει κατάθεση προς επιβεβαίωση του εν λόγω ισχυρισμού, ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο τον έλαβε υπόψη ως σημαντικό.

 

        Με κάθε σεβασμό η πιο πάνω θέση στερείται νομικού ερείσματος, δεδομένου ότι δεν υπήρξε αμφισβήτηση της εν λόγω εκδοχής της μητέρας κατά την αντεξέταση, ως αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση (σελ. 72). Η μη αντεξέταση, στην απουσία ικανής δικαιολογίας, εξυπακούει ότι δεν ήταν αμφισβητούμενο γεγονός και επομένως ο Εφεσείων δεν μπορεί βάσιμα να παραπονείται ότι λήφθηκε υπόψη πρωτοδίκως. Παρατηρούμε επίσης ότι εξ ακοής μαρτυρία για το εν λόγω θέμα προσκομίστηκε και μέσω της έκθεσης της κλινικής ψυχολόγου (Μ.Κ.7), η οποία αναφέρεται σε ανατροφοδότηση την οποία έλαβε από το σχολείο ότι η ανήλικη ξαφνικά άρχισε να παρουσιάζει διάσπαση προσοχής, έλλειψη συγκέντρωσης και υπερκινητικότητα χωρίς όμως να παρουσιάζει γνωστικές ελλείψεις. Η θέση αυτή δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση της μάρτυρος, η οποία επικεντρώθηκε στο ότι τα εν λόγω συμπτώματα δυνατόν να οφείλονται σε ΔΕΠΥ και όχι σε μετατραυματικό στρες. Σε έλλειψη συγκέντρωσης και αρνητική συμπεριφορά το τελευταίο χρονικό διάστημα αναφέρθηκε και ο πατέρας (Μ.Κ.3) της ανήλικης ο οποίος της έκανε μαθήματα χορού για τρία χρόνια (ο χορός ήταν το αγαπημένο της μάθημα), η αξιοπιστία του οποίου δεν αμφισβητήθηκε στις τελικές αγορεύσεις.

 

        Δεύτερον, ο αριθμός απαντήσεων της παραπονούμενης στην οπτικογραφημένη της κατάθεση, τις οποίες δεν κρίνουμε σκόπιμο να επαναλάβουμε, για τις οποίες δεν υποβλήθηκαν περαιτέρω διευκρινιστικές ή διερευνητικής φύσης ερωτήσεις. Η ανακρίτρια δέχτηκε στη μαρτυρία της ότι ήταν η πρώτη οπτικογραφημένη κατάθεση την οποία έλαβε και αν την ελάμβανε κατά τον χρόνο που κατέθετε (τρία χρόνια αργότερα) θα ρωτούσε να μάθει περισσότερα πράγματα. Η θέση αυτή τέθηκε και ενώπιον του Κακουργοδικείου το οποίο ορθώς την απέρριψε, αναφέροντας (σελ. 46): «…πως οι όποιες περαιτέρω ερωτήσεις που δεν έγιναν και που εν πάση περιπτώσει δεν προσδιορίστηκε σε τι επηρεάστηκε η υπερασπιστική γραμμή του κατηγορούμενου ή σε τι θα διαφοροποιείτο η ουσία των λεγομένων της ανήλικης, έχουν εκτροχιάσει την ορθότητα της διαδικασίας λήψης των οπτικογραφημένων καταθέσεων της ανήλικης, αντίθετα, θεωρούμε πως ουδεμία καθοδήγηση υπήρχε προς την ανήλικη προκειμένου αυτή να επηρεαστεί, ώστε να δώσει τις απαντήσεις που έδωσε στα ερωτήματα που της τέθηκαν, κατά τη λήψη των προαναφερόμενων οπτικογραφημένων καταθέσεων της» (βλ. και σελ. 131 - 132). Επομένως, με κάθε σεβασμό, η όλη επιχειρηματολογία του Εφεσείοντος στηρίζεται σε εικασίες και υποθέσεις χωρίς να καταδεικνύεται με ποιον τρόπο επηρεάστηκε το δικαίωμα δίκαιης δίκης εκ της μη υποβολής περαιτέρω ερωτήσεων προς την ανήλικη.

 

        Τρίτον, ότι εσφαλμένα η αστυνομία υπέβαλε ορισμένες ερωτήσεις στην παραπονούμενη στην κατοικία της όταν κλήθηκε εκεί από τη μητέρα της, διαδικασία την οποία η ανακρίτρια δέχτηκε στη μαρτυρία της ότι είναι εκτός πρωτοκόλλου. Πρόκειται για διευκρίνηση της ανήλικης η οποία ανέφερε ότι ο Εφεσείων την «χάιδευε στα σημεία που αναφέρονται πιο πάνω και ταυτόχρονα της έβαζε και έβλεπε βίντεο με πορνογραφικό υλικό».  Αντεξεταζόμενη η Μ.Κ.2 δέχτηκε ότι η παρουσία της μητέρας, κατά την υποβολή των ως άνω διευκρινιστικών ερωτήσεων προς το παιδί, δεν συνάδει με το πρωτόκολλο (N.C.A.C.). Η εν λόγω παρατυπία η οποία αφορά θέμα βαρύτητας της μαρτυρίας, ήταν εξ αντικειμένου περιθωριακής σημασίας και σαφώς δεν επηρέασε το δικαίωμα δίκαιης δίκης. Τα όσα η ανήλικη ανέφερε στην ανακρίτρια επανέλαβε κατά τη μαρτυρία της στη δίκη και αντεξετάστηκε.

 

        Τέταρτον, ότι η πάροδος τριών χρόνων μέχρι τη μαρτυρία της παραπονούμενης επηρέασε το δικαίωμα δίκαιης δίκης του Εφεσείοντος καθότι απωλέσθηκε ουσιαστική μαρτυρία για την επιβεβαίωση ή αντίκρουση των ισχυρισμών της υπεράσπισης ή των ισχυρισμών της παραπονούμενης. Διαφωνούμε και με αυτή την εισήγηση. Προκύπτει από το διάγραμμα αγόρευσης ότι η απώλεια ουσιαστικής μαρτυρίας στην οποία αναφέρεται, αφορά θέση της παραπονούμενης στην αντεξέταση ότι «πέρασε πολύς καιρός και δεν θυμάται πολλά από όσα ανέφερε» (παρ. 2.77). Συνακόλουθα δεν πρόκειται για απώλεια μαρτυρίας αλλά αδυναμία μνήμης, το οποίο άπτεται ζητήματος αξιολόγησης της μαρτυρίας. Περιπλέον, πρωτοδίκως και κατ’ έφεση δεν τέθηκε θέμα αδικαιολόγητης καθυστέρησης στη διεξαγωγή της δίκης και επομένως δεν μπορεί βάσιμα να τίθεται τέτοιο ζήτημα.

 

        Στη βάση των ανωτέρω ο δεύτερος λόγος έφεσης κρίνεται ανεδαφικός.

 

(ΙΙΙ)  Παραβίαση του δικαιώματος δίκαιης δίκης και δη του δικαιώματος εξέτασης μαρτύρων, λόγω των πολλών «δεν θυμάμαι» στη μαρτυρία της ανήλικης και της μητέρας της

 

        Με τον δέκατο τέταρτο λόγο έφεσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα εισηγείται ότι κατά την ακροαματική διαδικασία τόσο η ανήλικη (Μ.Κ.11) όσο και η μητέρα της (Μ.Κ.6), στις πλείστες ερωτήσεις που τους τέθηκαν κατά την αντεξέταση, απαντούσαν με τη φράση «δεν θυμάμαι», το οποίο κατά την εισήγηση του συνιστούσε άρνηση τους να απαντήσουν, με αποτέλεσμα την παραβίαση του δικαιώματος εξέτασης μαρτύρων και δίκαιης δίκης.

 

        Προς υποστήριξη της θέσης του επικαλείται την απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Pichugin v. Russia, Application No. 38623/2003, ημερομηνίας 18.3.2013, παρ. 202-205, η οποία αφορούσε την άρνηση μάρτυρα να απαντήσει σε ερωτήσεις χωρίς να προβάλει οποιοδήποτε αιτιολογία, και την αδικαιολόγητη στάση του Δικαστηρίου το οποίο δεν τον υποχρέωσε να απαντήσει ως επέβαλε η εθνική νομοθεσία (βλ. παρ. 203 - 2050. Άλλη υπόθεση στην οποία αναφέρεται είναι η Κουρέα ν. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 896, όπου εκρίθη κατ’ έφεση ότι η άρνηση μάρτυρα κατηγορίας να απαντήσει σε ερωτήσεις της υπεράσπισης, στο πλέον ουσιώδες σημείο της μαρτυρίας του έπληττε καίρια την αξιοπιστία του.

 

        Εν πρώτοις θα πρέπει να πούμε πως δεν συμφωνούμε ότι η απάντηση κάποιου μάρτυρος ότι δεν θυμάται δύναται βάσιμα να εξισωθεί με άρνηση του να απαντήσει σε ερώτηση. Μια τέτοια ανταπόκριση σε ερώτηση συνιστά απάντηση, η οποία, ως σχετιζόμενη με τη μνήμη του, αξιολογείται στο σύνολο της μαρτυρίας και της αξιοπιστίας του μάρτυρος. Σε αντίθετη περίπτωση, ήτοι εάν συνιστούσε άρνηση, θα έπρεπε σε κάθε τέτοια περίπτωση να ενεργοποιείται το Άρθρο 58 της Ποινικής Δικονομίας για τη σύλληψη του αρνούμενου μέχρι να συναινέσει να απαντήσει κάτι άλλο. Ασφαλώς δεν ισχύει κάτι τέτοιο.

 

        Παρατηρούμε ότι πρωτοδίκως η θέση περί παραβίασης του δικαιώματος εξέτασης μαρτύρων και δίκαιης δίκης λόγω των απαντήσεων «δεν θυμάμαι» τέθηκε μόνο σε σχέση με την παραπονούμενη και απαντήθηκε αρνητικά από το Κακουργοδικείο, μετά από ανάλυση της προαναφερθείσας νομολογίας. Εκρίθη ότι για τους λόγους που αναφέρονται στην αξιολόγηση μαρτυρίας, η παραπονούμενη «έχει απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις του της τέθηκαν και ειδικότερα σε αυτές που αφορούσαν τον πυρήνα των κακοποιητικών γεγονότων» (σελ. 137). Σε όσες δε άλλες περιπτώσεις η ανήλικη έδωσε την απάντηση «δεν θυμάμαι» το Κακουργοδικείο έμεινε ικανοποιημένο ότι επρόκειτο για περιπτώσεις στις οποίες η παραπονούμενη όντως δεν θυμόταν (σελ. 92). Στην πρωτόδικη απόφαση γίνεται εκτενής ανάλυση των δυο προαναφερθεισών αποφάσεων, εξηγώντας ότι διαφοροποιούνται πλήρως επί των γεγονότων. Συμφωνούμε με την προσέγγιση του Κακουργοδικείου η οποία ανταποκρίνεται στην ενώπιον του μαρτυρία.

 

        Αναφορικά με τη μητέρα της παραπονούμενης, επίσης δεν συμφωνούμε με τη θέση του Εφεσείοντος. Η θέση της υπεράσπισης κατά τη δίκη ήταν ότι οι απαντήσεις «δεν θυμούμαι» της μητέρας αφορούσαν την αξιοπιστία της, συνιστώντας συγκεκαλυμένη άρνηση να απαντήσει σε ερωτήσεις και ένδειξη ότι δεν έλεγε την αλήθεια. Οι εν λόγω απαντήσεις δεν συναρτήθηκαν πρωτοδίκως με παραβίαση του δικαιώματος δίκαιης δίκης. Τούτο όμως δεν εμποδίζει την εξέταση  του ζητήματος κατ’ έφεση, (βλ. Δ.Σ.Δ. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 271/2022, ημερ. 20.12.2023). Κατά τη δίκη το Κακουργοδικείο διαφώνησε με τη θέση της υπεράσπισης ότι οι πιο πάνω απαντήσεις έπλητταν την αξιοπιστία της μητέρας. Αναφέρει ότι η μάρτυς γνήσια επικαλέστηκε την αδυναμία μνήμης σε ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν εκτός σε ορισμένες περιπτώσεις όπου απέφευγε να παραθέσει λεπτομέρειες οι οποίες θα την εξέθεταν σε προσωπικές της σεξουαλικές στιγμές. Συμφωνούμε με την εν λόγω προσέγγιση.

 

        Υπό το φως των ανωτέρω ο δέκατος τρίτος λόγος έφεσης κρίνεται ανεδαφικός.

 

(IVΚατά πόσο το Κακουργοδικείο προέβη σε εικασίες και αυθαίρετα συμπεράσματα παραβιάζοντας το δικαίωμα δίκαιης δίκης

 

        Με τον τέταρτο λόγο έφεσης ο Εφεσείων υποστηρίζει ότι το Κακουργοδικείο προέβη σε εικασίες και αυθαίρετα συμπεράσματα από την ενώπιον του μαρτυρία παραβιάζοντας το δικαίωμα δίκαιης δίκης. Εισηγείται επίσης ότι παραβιάστηκε η αρχή του αποδεικτικού βάρους σε ποινικές υποθέσεις, η οποία πηγάζει από το τεκμήριο της αθωότητας, το οποίο κατοχυρώνουν τα Άρθρα 6.2 της ΕΣΔΑ και 12.4 του Συντάγματος (βλ. «The Right to Fair Trial (criminal limb, εκδόσεις Συμβουλίου της Ευρώπης, ενημερωμένο μέχρι 29.2.2024, σελ. 77). Έκφανση του τεκμηρίου της αθωότητας αποτελεί η αρχή “in dubio pro reo, δηλαδή ότι η αμφιβολία λειτουργεί υπέρ του κατηγορούμενου [Tsalkitzis v. Greece (No. 2), Application No. 72624/2010, ημερ. 19.1.2018, παρ. 60, Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, του Λίνου-Αλέξανδρου Σισιλιάνου, 3η έκδοση (2025), σελ. 377 (παρ. 215)].

 

        H αυστηρότητα με την οποία εφαρμόζεται η αρχή του αποδεικτικού βάρους, επισημαίνεται στο κάτωθι απόσπασμα από την υπόθεση Λοϊζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363:

 

          «Η απόδειξη της κατηγορίας, και κάθε στοιχείου που τη συνιστά, βαρύνει εξ' ολοκλήρου την Κατηγορούσα Αρχή. Δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων, όσο εύλογες κι  αν είναι. Κενά αναφορικά με την ύπαρξη των πρωτογενών γεγονότων που συνιστούν και αποδεικνύουν το αδίκημα αφήνουν την κατηγορία ατεκμηρίωτη και έκθετη σε απόρριψη».

 

        (βλ. και Παφίτης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 102). Τα γεγονότα θα πρέπει να αποδειχτούν με σαφή και αξιόπιστη μαρτυρία (βλ. Φλουρής ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 401).

 

        Από το διάγραμμα αγόρευσης του ευπαιδεύτου συνηγόρου του Εφεσείοντος καθίσταται σαφές ότι οι υποθέσεις και αυθαίρετα συμπεράσματα στα οποία αναφέρεται άπτονται των ευρημάτων αξιολόγησης μαρτυρίας επί της οποίας στηρίχθηκαν τα ευρήματα γεγονότων τα οποία οδήγησαν στην καταδικαστική απόφαση.

 

        Η νομολογία του ΕΔΑΔ υποστηρίζει ότι σε περίπτωση που τα ευρήματα του εθνικού Δικαστηρίου είναι αυθαίρετα ή προδήλως αβάσιμα παραβιάζεται το δικαίωμα δίκαιης δίκης. Σχετικό είναι το κάτωθι απόσπασμα από την απόφαση της μείζονος συνθέσεως στην υπόθεση Bochan v. Ukraine (No. 2), Application No. 22251/08, ημερ. 5.2.2015 [GC], παρ. 61-62:

 

          61. It reiterates that, according to its long-standing and established case-law, it is not for this Court to deal with alleged errors of law or fact committed by the national courts unless and in so far as they may have infringed rights and freedoms protected by the Convention (see, for instance, García Ruiz v. Spain [GC], no. 30544/96, § 28, ECHR 1999‑I, and Perez v. France [GC], no. 47287/99, § 82, ECHR 2004‑I), for instance where it can, exceptionally, be said that they are constitutive of “unfairness” incompatible with Article 6 of the Convention. While this provision guarantees the right to a fair hearing, it does not lay down any rules on the admissibility of evidence or the way in which evidence should be assessed, these being primarily matters for regulation by national law and the national courts. Normally, issues such as the weight attached by the national courts to given items of evidence or to findings or assessments in issue before them for consideration are not for the Court to review. The Court should not act as a court of fourth instance and will not therefore question under Article 6 §1 the judgment of the national courts, unless their findings can be regarded as arbitrary or manifestly unreasonable (see, for instance, Dulaurans v. France, no. 34553/97, §§33-34 and 38, 21 March 2000; Khamidov v. Russia, no. 72118/01, §170, 15 November 2007; and Anđelković v. Serbia, no. 1401/08, § 24, 9 April 2013).

 

          62. Thus, in Dulaurans the Court found a violation of the right to a fair trial because the sole reason the French Court of Cassation had arrived at its contested decision rejecting the applicant’s cassation appeal as inadmissible was the result of “une erreur manifeste d’appréciation” (“a manifest error of assessment”) (see Dulaurans, cited above). The thinking underlying this notion of “erreur manifeste d’appréciation” (a concept of French administrative law), as used in the context of Article 6 §1 of the Convention, is doubtless that if the error of law or fact by the national court is so evident as to be characterised as a “manifest error” – that is to say, is an error that no reasonable court could ever have made – it may be such as to disturb the fairness of the proceedings. In Khamidov, the unreasonableness of the domestic courts’ conclusion as to the facts was “so striking and palpable on the face of it” that the Court held that the proceedings complained of had to be regarded as “grossly arbitrary” (see Khamidov, cited above, §174). In Anđelković, the Court found that the arbitrariness of the domestic court’s decision, which principally had had no legal basis in domestic law and had not contained any connection between the established facts, the applicable law and the outcome of the proceedings, amounted to a “denial of justice” (see Anđelković, cited above, §27)”.

(υπογράμμιση δική μας)

 

        (βλ. και Navalny and Ofitserov v. Russia, Applications No. 46632/12 and 28671/14, ημερ. 4.7.2016, παρ. 115, Tempel v. Chech Republic, Application No. 44151/12, ημερ. 25.6.2020, παρ. 64).

 

        Παρατηρούμε ότι το κριτήριο επέμβασης στα ευρήματα του εθνικού δικαστηρίου από το ΕΔΑΔ, είναι ανάλογο καίτοι σε αυστηρότερη ίσως μορφή, του κριτηρίου το οποίο εφαρμόζεται για επέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα αξιολόγησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο δικαστήριο, ήτοι «όταν καταφαίνονται εξ αντικειµένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη µαρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη» (βλ. Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 300). Η αυστηρότερη μορφή, ως συνάγεται από την προαναφερθείσα νομολογία, έγκειται στο ότι για να καταδειχθεί παραβίαση του δικαιώματος δίκαιης δίκης το σφάλμα ή τα σφάλματα επί των ευρημάτων, θα πρέπει να είναι τέτοιας θεμελιακής σημασίας ώστε να πλήττεται στο σύνολο η δικαιότητα της δίκης. Η νομολογία του ΕΔΑΔ δεν φαίνεται να συναρτά την επέμβαση στα ευρήματα γεγονότων του εθνικού δικαστηρίου με παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας καθότι το σφάλμα δεν αφορά μετάθεση του αποδεικτικού βάρους στον κατηγορούμενο, εκτός εάν η απόφαση του εθνικού δικαστηρίου είναι εμφανώς αναιτιολόγητη (βλ. Adjaric v. Croatia, Application No. 20883/2009, ημερ. 13.11.2011, Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, του Λ.Α. Σισιλιάνου, 3η έκδοση (2025), παρ. 216, σελ. 378).

 

        Ακολουθεί εξέταση των θέσεων του Εφεσείοντος.

 

        (Α) Κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της εμπειρογνώμονος της Υπεράσπισης (Μ.Υ.3) το Κακουργοδικείο στο κάτωθι απόσπασμα δεν αποδέχτηκε την ακόλουθη θέση της Μ.Υ.3, αντίθετα προς την ενώπιον του μαρτυρία (σελ. 60-61):

 

          «Περαιτέρω σ΄ ότι αφορά στη θέση της Μ.Υ.3 ότι η ανήλικη […] και στις δυο οπτικογραφημένες καταθέσεις της ζητά να λάβει απαντήσεις από τη μητέρα της θεωρούμε πως, κατ΄ αρχήν, αυτό που προκύπτει μέσα από το περιεχόμενο των εν λόγω οπτικογραφημένων καταθέσεων είναι πως η ανήλικη ζητά να επικοινωνήσει με τη μητέρα της, μία φορά σε κάθε κατάθεση σε χρόνο που δεν εκκρεμούσε κάποια ερώτηση, κατ΄ επέκταση δεν προκύπτει αναμφίβολο συμπέρασμα  πως η ανήλικη ήθελε το διάλειμμα για να λάβει απαντήσεις. Δεν αποδεχόμαστε αυτή την εκτίμηση-άποψη της Μ.Υ.3, πραγματευόμαστε άλλωστε το θέμα αυτό στο σημείο όπου διατυπώνουμε την αξιολόγηση της ανήλικης, αναλύοντας περαιτέρω το σκεπτικό μας στο οποίο παραπέμπουμε».

 

        Διαφωνούμε με την εν λόγω εισήγηση. Η μη αποδοχή της μαρτυρίας της εμπειρογνώμονος είναι αποτέλεσμα προσεκτικής αξιολόγησης της μαρτυρίας της παραπονούμενης στην οποία το Κακουργοδικείο παραπέμπει προς υποστήριξη των συμπερασμάτων του (σελ. 98-99).

 

        (Β) Κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της μητέρας της παραπονούμενης, το Κακουργοδικείο προέβη σε ανεπίτρεπτες υποθέσεις και εικασίες για διάπραξη από τον ίδιο σοβαρών ποινικών αδικημάτων, εκφράζοντας ταυτόχρονα προφανή αντιπάθεια για τις ερωτικές του προτιμήσεις.  Προς υποστήριξη της θέσης του αναφέρεται στο ακόλουθο απόσπασμα (σελ. 69-70):

 

        «Υποψίες δημιουργούνται για πιθανό οικονομικό όφελος, τόσο της  ίδιας όσο και του δεδομένων των χαμηλών αποκαλυφθέντων οικονομικών τους και του εύλογου αναπάντητου όμως ερωτήματος προς τι καταγραφή τέτοιων πράξεων - σκηνών από τον κατηγορούμενο, καθώς  και η φύλαξη τους σε εξωτερικό σκληρό δίσκο όπως και σε usb - Τεκμήρια 28 και 27 αντίστοιχα».  Πρόκειται για  ένα ζήτημα που δεν το φώτισαν με τη μαρτυρία τους, τόσο  η μητέρα όσο και ο κατηγορούμενος, και βέβαια ούτε τους υποβλήθηκαν σχετικές ερωτήσεις, ως  εκ τούτου δεν έχουμε υπόβαθρο για περαιτέρω αξιοποίηση των υφιστάμενων στοιχείων.  Άλλωστε αν η πραγματικότητα είναι ότι συνυπάρχουν στοιχεία εμπορίας και εκμετάλλευσης, είτε  από τη συμμετοχή και παροχή τέτοιων υπηρεσιών, είτε διά ανταλλαγής ή πώλησης τέτοιων εικόνων ή  βίντεο, είτε άλλως πως αξιοποίησης τους, δεν αναμέναμε να αποδεχθούν ενώπιον μας τέτοιο γεγονός, ούτε η μητέρα ούτε ο κατηγορούμενος, καθ΄ ότι εύλογα αντιλαμβάνονται και οι δύο πως θα ομολογούσαν ενδεχόμενη διάπραξη αδικήματος, αφού δεν μας πληροφόρησαν πως αυτό γινόταν με την άδεια ή συγκατάθεση των τρίτων προσώπων, γεγονός που θα επέφερε και την ανάλογη τιμωρία τους». 

 

        Διαφωνούμε με την εν λόγω εισήγηση. Συμφώνως της νομολογίας του ΕΔΑΔ η αναφορά σε απλές υποψίες για διάπραξη ποινικών αδικημάτων (σε αντίθεση με δήλωση ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε ποινικό αδίκημα, δεν παραβιάζει το τεκμήριο της αθωότητας (βλέπε Guide on Article 6 - Right to a Fair Trial (criminal limb) - Council of Europe/European Court of Human Rights 2014, par. 213 - 217). Οι δε υποψίες στις οποίες το Κακουργοδικείο αναφέρεται δεν αφορούν ούτε σχετίζονται με τα ευρήματα αξιοπιστίας ή γεγονότων των υπό εκδίκαση αδικημάτων. Σε ό,τι αφορά τον ισχυρισμό περί αντιπάθειας για τις ερωτικές προτιμήσεις του Εφεσείοντος, αυτός απαντάται με παραπομπή στο ακόλουθο απόσπασμα της απόφασης (σελ. 68):

 

          «Εξ αρχής ξεκαθαρίζουμε πως πρόθεση μας δεν ήταν να την  κρίνουμε για τις επιλογές ζωής ή για τις σεξουαλικές της επιλογές και προτιμήσεις, όπως άλλωστε με το ίδιο σκεπτικό, ως θα διαφανεί στη συνέχεια, αντιμετωπίσαμε και τον κατηγορούμενο».

 

        (Γ) Προσβάλλεται ως αυθαίρετη η αξιολογική κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως όταν η μητέρα κατέθετε δεν αμφισβητήθηκε ότι είχε πλέον ξαναπαντρευτεί μετά που χώρισε με τον Εφεσείοντα και επομένως «Είχε φτιάξει εκ νέου τη ζωή της και … δεν είχε λόγο να υποβάλει την κόρη της σε τέτοια διαδικασία» (σελ. 73 απόφασης), και πως εσφαλμένα θεωρήθηκε σχετική η ανάλογη επισήμανση στη Ν.Σ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 99/21, ημερ. 11.5.2022, ECLI:CY:AD:2022:B183. Ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι τα γεγονότα της εν λόγω υπόθεσης διαφέρουν ουσιωδώς από την παρούσα. Δεν θεωρούμε σκόπιμο να αναφερθούμε λεπτομερώς στα όσα ο συνήγορος του Εφεσείοντος αναπτύσσει προς υποστήριξη της θέσης του. Αρκεί να λεχθεί ότι τα συμπεράσματα του Κακουργοδικείου τα οποία εξετάσαμε με προσοχή, όχι μόνο δεν είναι παράλογα ή  αυθαίρετα, αλλά υποστηρίζονται πλήρως από την ενώπιον του μαρτυρία.

 

        (Δ) Προσβάλλεται ως αυθαίρετο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου στη σελ. 79-80:

 

          «Προφανώς η μητέρα δεν υποψιάστηκε, ζώντας τη δική της ζωή, ότι ενδεχομένως σε κάποια στιγμή η ενασχόληση και τα ενδιαφέροντα του κατηγορούμενου με τα σεξουαλικά ζητήματα, ως αυτά εκδηλώνονται μέσα από τα Τεκμήρια 27 και 28, θα κατευθύνονταν και προς την ανήλικη κόρη της πέραν από το επίπεδο της αναζήτησης στο διαδίκτυο, που ως φάνηκε έκανε ο κατηγορούμενος για πλειάδα σκηνών που σχετίζονται με πράξεις σεξουαλικού περιεχομένου μεταξύ μελών οικογένειας,  περιλαμβανομένων εφήβων (βλέπε Τεκμήρια 66 και 67)».

 

        Κατά τον Εφεσείοντα το εν λόγω συμπέρασμα είναι αυθαίρετο καθότι πουθενά η μητέρα δεν ανέφερε στη μαρτυρία της ότι δεν υποψιάστηκε πως ο Εφεσείων κακοποιούσε σεξουαλικά την ανήλικη θυγατέρα της. Εισηγείται επίσης ότι πουθενά δεν προκύπτει από τη δοθείσα μαρτυρία ότι ο Εφεσείων είχε σεξουαλικά ενδιαφέροντα που προσανατολίζονταν σε ανήλικα άτομα, ούτε το πορνογραφικό υλικό το οποίο έχει ανευρεθεί κατόπιν δικανικής έρευνας έχει συνδεθεί με παιδική πορνογραφία. Αναφέρεται δε στην ύπαρξη κοινού λογαριασμού στις ηλεκτρονικές συσκευές που υπήρχαν στο σπίτι, και επομένως κάποιες αναζητήσεις πιθανόν να έγιναν και από τη μητέρα της ανήλικης.

 

        Διαφωνούμε με τις πιο πάνω εισηγήσεις. Το προαναφερθέν συμπέρασμα είναι καθόλα εύλογο με βάση τη μαρτυρία, συμφώνως της οποίας η μητέρα πληροφορήθηκε για πρώτη φορά ότι υπήρξε σεξουαλική κακοποίηση της ανήλικης στις 9.5.2019. Δεν υπήρχε οτιδήποτε ενώπιον του Κακουργοδικείου το οποίο να επιμαρτυρεί την ύπαρξη προγενέστερης υποψίας της μητέρας για σεξουαλική κακοποίηση. Σε σχέση με τις άλλες δυο εισηγήσεις, παρατηρούμε ότι τα όσα αναφέρονται για τις αναζητήσεις του Εφεσείοντος στο διαδίκτυο μεταξύ μελών της οικογενείας περιλαμβανομένων και εφήβων, δικαιολογούνται από την δικανική εξέταση από τον Μ.Κ.9, της ταμπλέτας (τεκμήριο 6) και κινητού του τηλεφώνου (τεκμήριο 7) (βλ. Τεκμήρια 65, 66, 67). Επίσης δεν υπήρξε μαρτυρία περί κοινού λογαριασμού ηλεκτρονικών συσκευών οι οποίες υπήρχαν στο σπίτι, ή ότι η μητέρα προέβαινε σε τέτοιες αναζητήσεις στο διαδίκτυο, ούτε κατά την αντεξέταση τής προωθήθηκε τέτοια θέση από την Υπεράσπιση. Οι μόνες ερωτήσεις περί κοινού λογαριασμού, αφορούσαν την εφαρμογή messenger πράγμα το οποίο η μητέρα αρνήθηκε.

 

        (Ε) Συναφές με την πιο πάνω θέση είναι η αναφορά του Κακουργοδικείου στη σελ. 80 της απόφασης, ότι η μητέρα η οποία συμπορευόταν με τις σεξουαλικές του επιλογές δεν υποψιάστηκε ότι ήταν ενδεχόμενο να υπάρξει προέκταση και στο παιδί της. Εισηγείται ότι πρόκειται για εικασία ενώ παραμένει αναπάντητο το σοβαρότερο ερώτημα της υπόθεσης, γιατί τη στιγμή που χωρίζει με τον Εφεσείοντα ξαφνικά ρωτά την ανήλικη θυγατέρα της αν την πείραξε ο Εφεσείων, πράγμα το οποίο κατ’ ισχυρισμό το Κακουργοδικείο προσπερνά με εικασίες. Με κάθε σεβασμό και αυτή η θέση στερείται ερείσματος. Υπήρχε σωρεία μαρτυρίας περί συμπόρευσης της μητέρας με τις σεξουαλικές επιλογές του Εφεσείοντος, με συμμετοχή της σε σεξουαλικές πράξεις με άλλο άνδρα στην παρουσία του Εφεσείοντος, ο οποίος τις βιντεογραφούσε (τεκμήρια 27 και 28). Οι δε συνθήκες κάτω από τις οποίες η μητέρα ρώτησε την ανήλικη θυγατέρα της αν την πείραξε ο Εφεσείων είναι καθαρά θέμα αξιολόγησης της μαρτυρίας, για το οποίο υπήρξε σαφής μαρτυρία τόσο από την ίδια όσο και από τον αδελφό (Μ.Κ.8) και μητέρα της (Μ.Κ.4) (γιαγιά της ανήλικης), η οποία εξετάστηκε από το Κακουργοδικείο με ιδιαίτερη σχολαστικότητα (σελ. 79 - 81). Σχετική είναι επίσης η μαρτυρία της Μ.Κ.7, η οποία εξήγησε ότι «η διαδικασία της αποκάλυψης είναι δυνατό να πάρει διάφορες μορφές και είναι επίσης δυνατό να προκύψει με διάφορους τρόπους.  Είναι δε αποδεκτό πως μπορεί να προκύψει και κατόπιν ευθείας ερώτησης όπως συνέβη στην παρούσα περίπτωση» (σελ. 79).

 

        (ΣΤ) Εισηγείται ότι με εικασίες το Κακουργοδικείο απέρριψε τη θέση του Εφεσείοντος ότι η καταγγελία της μητέρας για σεξουαλική κακοποίηση της ανήλικης θυγατέρας της έγινε εκδικητικά. Προς επίρρωση της θέσης του επικαλείται μέρος αποσπάσματος από τη σελ. 76 της απόφασης, στο οποίο αναφέρεται ότι εάν η μητέρα ήθελε να εκδικηθεί τον Εφεσείοντα θα μπορούσε να το πράξει χωρίς να εμπλέξει την ανήλικη θυγατέρα της, αφού είχε στη διάθεση της άλλα μέσα, τουτέστιν καταγραμμένες σε βίντεο σκηνές (Τεκμήριο 28) συμμετοχής της σε σεξουαλικές πράξεις με τρίτα πρόσωπα στην παρουσία του κατηγορούμενου, για τις οποίες θα μπορούσε να καταγγείλει ότι την υποχρέωνε για κάτι τέτοιο παρά τη θέληση της. Ο συνήγορος παραπονείται ότι δεν υπάρχει μαρτυρία ότι η μητέρα σκέφτηκε ή πέρασε από το μυαλό της κάτι τέτοιο και επομένως πρόκειται για εικασία και αυθαίρετο συμπέρασμα. Με κάθε σεβασμό το Κακουργοδικείο δεν αναφέρεται στη μαρτυρία της μητέρας, αλλά σε τι  θα μπορούσε δυνητικά να πράξει με πιο ανώδυνα μέσα για να εκδικηθεί τον Εφεσείοντα, χωρίς να εμπλέξει τη θυγατέρα της σε τέτοια τραυματική και ψυχοφθόρα διαδικασία. Επομένως, η υπό αναφορά εισήγηση στερείται ερείσματος.

 

        (Ζ) Άλλη εισήγηση είναι ότι το Κακουργοδικείο αυθαίρετα κατέληξε στο συμπέρασμα, στις σελ. 94-96 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι δεν θα μπορούσε τα λεχθέντα της ανήλικης να είναι προϊόν υποβολιμότητας, και πως δεν υπήρχε σχετική επιστημονική μαρτυρία. Διαφωνούμε. Υπήρχε σαφής επιστημονική μαρτυρία της Μ.Κ.7 επί του προκειμένου. Πέραν τούτου το Κακουργοδικείο εξέτασε και απέρριψε τη σχετική εισήγηση κατά την ιδιαίτερα ενδελεχή αξιολόγηση της μαρτυρίας της ανήλικης.

 

        (Η) Τέλος, υποστηρίζεται ότι τα όσα αναφέρονται κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Εφεσείοντος (στη σελ. 110 της απόφασης) περί δισταγμού του να εισέλθει σε γάμο με την Μ.Κ.6, αποτελούν εικασίες του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Και αυτή η θέση στερείται ερείσματος. Πρόκειται για αξιολόγηση της όλης στάσης και συμπεριφοράς του Εφεσείοντος για την οποία υπήρχε σαφής μαρτυρία από τη μητέρα η οποία εκρίθη αξιόπιστη.

 

        Εν κατακλείδι, για τους πιο πάνω λόγους, κρίνουμε ότι δεν υπάρχει οτιδήποτε εκ των όσων προβάλλονται από το Εφεσείοντα σε σχέση με τα ευρήματα αξιοπιστίας του Κακουργοδικείου, το οποίο να είναι αυθαίρετο ή προδήλως αβάσιμο πολλώ δε μάλλον με την αυστηρή έννοια με την οποία τα κριτήρια αυτά ερμηνεύτηκαν από τη νομολογία του ΕΔΑΔ. Αντιθέτως, όλα τα συμπεράσματα του Κακουργοδικείου στηρίζονται στην ενώπιον του μαρτυρία και είναι αποτέλεσμα προσεκτικής και ενδελεχούς αξιολόγησης.

 

        Υπό το φως των ανωτέρω ο τέταρτος λόγος έφεσης απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

(V)   Πότε χωρεί επέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου

 

        Με τους λόγους έφεσης οι οποίοι εξετάζονται στη συνέχεια προσβάλλονται τα ευρήματα αξιοπιστίας του Κακουργοδικείου. Οι αρχές βάσει των οποίων δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου συγκεφαλαιώνονται στο ακόλουθο απόσπασμα από την  Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 705:

 

          «Είναι πάγια η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι κατ' εξοχήν έργο του Πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο στη ζωντανή ατμόσφαιρα του Δικαστηρίου παρακολούθησε τους μάρτυρες και συνεπώς είναι σε καλύτερη θέση να σταθμίσει και να κρίνει την αξιοπιστία ενός μάρτυρα. Το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει και πράττει αυτό μόνο στις περιπτώσεις όπου τα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή όταν αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή όταν τα συμπεράσματα του είναι εξ αντικειμένου παράλογα ή αυθαίρετα (βλ. Αθανασίου ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614, Πισιάρας κ.ά. ν. Μιχαηλίδη κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 817, R.K.B. Leathergoods Ltd v. Αγγελίδη (2004) 1 Α.Α.Δ. 1071, Zevkas Bros (Fig Tree Bay) Restaurant Ltd v. Αναστασίου κ.ά. (2007) 1 Α.Α.Δ. 822).

 

          Το Εφετείο δύναται βέβαια πάντοτε να επέμβει όπου η αξιολόγηση και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή συγκρούονται με την αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία ή ακόμη και όπου τα ευρήματα παρουσιάζονται προβληματικά υπό το φως λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων, (Bullows v. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ., 236 και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705). Χρειάζονται πάντως ιδιαίτερα πειστικοί λόγοι προς αναίρεση των ευρημάτων αξιοπιστίας, (Κυπριανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 816, 822 και Νεοφύτου ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 409), με το Εφετείο να επεμβαίνει όταν οι αντιφάσεις ή οι αδυναμίες στη μαρτυρία είναι τόσο σημαντικές ώστε να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η αποδοχή της μαρτυρίας ως αξιόπιστης ήταν λανθασμένη, (Γεωργίου Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41, Constantinides v. Republic (1978) 2 C.L.R. 337 και Μουζάκης ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 220) (βλ. Θεοφάνους ν. Δημοκρατίας (2015) 2 Α.Α.Δ. 161)».

 

        Πρόσθετα, επέμβαση του Εφετείου χωρεί σε περίπτωση ουσιωδών αντιφάσεων στη μαρτυρία οι οποίες δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση. Όπως λέχθηκε στην Vrontis Builders Ltd κ.ά. ν. Μ & Η Steel Constructions Ltd (2016) 2 A.A.Δ. 322:

 

          «…αναφορικά με τις αντιφάσεις, παρέχεται πεδίο επέμβασης του Εφετείου μόνο όπου αυτές είναι τέτοιες που δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση. Πρέπει να είναι ουσιαστικής μορφής, δηλαδή να πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή να φανερώνουν τη διάθεσή του να ψευσθεί. Πρέπει να είναι τέτοιας φύσης και περιεχομένου που να μολύνουν τη μαρτυρία στο βαθμό που να καθίσταται επικίνδυνη η αποδοχή της από το Δικαστήριο (βλ. Ομήρου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 98, Ανθία ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1999) 2 Α.Α.Δ. 558, Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 449, Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 390, Στρατής ν. Πεντέλης-Εταιρείας Μωσαϊκών Λτδ (1999) 1 Α.Α.Δ. 1708, Ηλία κ.ά. ν. Σταυρινίδη (2000) 1 Α.Α.Δ. 874)».

 

        (βλ. και Σολωμού Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 300, 320-1, Αθανάση ν. Δημοκρατίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 867, Α.Ν. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 147/2021, ημερ. 16.3.2022, Δημοκρατία ν. Κουρουζίδη κ.ά., Ποιν. Έφ. 19/20 κ.ά., ημερ. 20.7.2022, Α.Π. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 192, ημερ. 26.9.2019, Σ.Α.Χ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 71/2020, ημερ. 28.1.2021, P.G.M.S. (Private Grammar & Modern Schools) Ltd v. Ζουβάνη, Ποιν. Έφ. 151/21 κ.ά., ημερ. 12.9.2023, Δ.Β.Γ.Κ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 3/2022, ημερ. 29.2.2024).

 

(VIH αξιολόγηση της μαρτυρίας της μητέρας

 

        Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προβάλλεται η ορθότητα του ευρήματος αξιοπιστίας της μητέρας, η οποία, έγινε μερικώς αποδεκτή. Το αποδεκτό μέρος της μαρτυρίας της αφορά τα επίδικα γεγονότα ενώ απερρίφθη η θέση της ότι ακούσια και ως αποτέλεσμα εξαναγκασμού συμμετείχε σε σεξουαλικές πράξεις με άλλους άνδρες τις οποίες βιντεογραφούσε ο Εφεσείων.

 

        Στο επίκεντρο της επιχειρηματολογίας του Εφεσείοντος κατά της αξιοπιστίας της μητέρας πρωτοδίκως και ενώπιον μας είναι ότι: (i) προέβη ψευδώς σε καταγγελία εναντίον του στην αστυνομία, (ii) ότι καθυπόβαλε, προέτρεψε και καθοδήγησε την ανήλικη θυγατέρα της να καταθέσει και μαρτυρήσει ψευδώς για τη σεξουαλική της κακοποίηση από τον ίδιο, και (iii) ότι όλα αυτά έγιναν στην προσπάθεια της μητέρας να εκδικηθεί τον Εφεσείοντα επειδή την χώρισε αντί να την παντρευτεί, το οποίο της δημιούργησε αισθήματα πικρίας και μίσους εναντίον του. Στη μαρτυρία της η μητέρα αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι θα έβαζε το παιδί της να πει τέτοια ψέματα και υποστήριξε ότι μόνο ένας άρρωστος άνθρωπος θα έκανε κάτι τέτοιο.

 

        Όλες οι θέσεις της Υπεράσπισης εξετάστηκαν και απορρίφθηκαν από το Κακουργοδικείο ως αβάσιμες μετά από ενδελεχή αξιολόγηση της μαρτυρίας, την οποία το Κακουργοδικείο προσέγγισε με ιδιαίτερη προσοχή και αυξημένη επαγρύπνηση λόγω της μητρικής σχέσης με την ανήλικη (σελ. 68). Το κάτωθι απόσπασμα είναι ενδεικτικό του ορθολογιστικού τρόπου σκέψης και ανάλυσης της μαρτυρίας σε απάντηση των πιο πάνω εισηγήσεων της Υπεράσπισης: (σελ. 81):

 

          «Όσον αφορά δε στη θέση της υπεράσπισης, συνυφασμένη με τα προλεχθέντα, και δη ότι η μητέρα καθυπόβαλε την ανήλικη με ψεύδη, φρονούμε πως θα ήταν χρήσιμο να προσθέσουμε ότι τέτοια πράξη, ως κρίνουμε, προϋπέθετε και την εκ των προτέρων συνεννόηση με το παιδί προκειμένου αυτή να έλεγε ψέματα από την πρώτη φορά που αναφέρθηκε σε τέτοια ζητήματα, στην παρουσία της γιαγιάς  και του θείου της, κατόπιν σκηνοθετημένης ερώτησης  από τη μητέρα.  Ταυτόχρονα προϋπέθετε και την «εκπαίδευση» της ανήλικης ώστε αυτή να εμπεδώσει τις λεπτομέρειες των αρκετών περιστατικών, και να τα αναφέρει πειστικά, αλλά και φράσεων που η ανήλικη μας παρέθεσε, όπως επί παραδείγματι η φράση «βάλε και σάλιο μαζί» όταν ο κατηγορούμενος, όπως μας περιέγραψε η ανήλικη έβαλε στο στόμα της το πέος του.  Είναι επίσης πολύ σημαντικό να σημειώσουμε πως τα γεγονότα που άπτονται της πρώτης αποκάλυψης εξελίχθηκαν στην παρουσία και άλλων προσώπων εκτός από τη μητέρα αλλά και πως αυθημερόν έγινε σχετική καταγγελία στην αστυνομία αφού ειδοποιήθηκε και ο πατέρας σχετικά.  Συμπληρώνουμε επί αυτού του σημείου και τη μαρτυρία της κλινικής ψυχολόγου, Μ.Κ.7, η οποία εξέτασε την ανήλικη και η οποία υπέδειξε πως κατά τη γνώμη της η ανήλικη, λόγω του χαρακτήρα της και της προσωπικότητας της, ήταν δύσκολο να την υποβάλει κάποιος σε υποβολιμότητα». 

 

        Ο Εφεσείων προβάλλει ως νομικό σφάλμα την απόφαση του Κακουργοδικείου να αποδεχτεί μερικώς τη μαρτυρία της μητέρας. Τούτο κατά τη θέση του βρίσκεται σε αντίθεση με τις καθιερωμένες αρχές της νομολογίας, καθότι οι λόγοι για τους οποίους απερρίφθη μέρος της μαρτυρίας της κατέστησαν τη μάρτυρα αναξιόπιστη, ενώ η μερική αποδοχή μαρτυρίας επιτρέπεται μόνο για αξιόπιστους μάρτυρες. Ειδικότερα το Κακουργοδικείο απέρριψε τη θέση της μητέρας περί μη εκούσιας συμμετοχής της σε πράξεις σεξουαλικού περιεχομένου με τρίτους άνδρες στην παρουσία του Εφεσείοντος, ο οποίος τις κατέγραφε με βιντεοκάμερα. Θεώρησε ότι αυτή η συμπεριφορά της μητέρας αποσκοπούσε στη μη αποκάλυψη πολύ προσωπικών της στιγμών και για να μην ακουστεί δημόσια «ότι με τη θέληση της συμμετείχε σε σεξουαλικές πράξεις με δεύτερο άντρα στην παρουσία του κατηγορούμενου συμβίου της» (σελ. 69). Στο ίδιο πλαίσιο απέρριψε τη θέση της ότι ήταν «άφκαλτη» όπως χαρακτηριστικά ανέφερε και γι’ αυτό «υπάκουε» στις επιθυμίες του Εφεσείοντος, συμμετέχοντας σε σεξουαλικές πράξεις με τρίτους άνδρες. Εκρίθη ότι το πιο πάνω μέρος χρήζει διαχωρισμού από την υπόλοιπη μαρτυρία της μητέρας, η οποία αφορά άμεσα τα επίδικα γεγονότα και τα υπό κατηγορία αδικήματα.

 

        Προς υποστήριξη της θέσης του ο συνήγορος του Εφεσείοντος επικαλείται την υπόθεση Mohamed v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 266, στην οποία λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

          «Όπως τονίστηκε και στην υπόθεση Kades v. Nicolaou and Another (1986) 1 CLR 212, ένας μάρτυρας μπορεί να γίνει πιστευτός ή μη πιστευτός, εν όλω ή εν μέρει, σύμφωνα με την άποψη την οποία έχει σχηματίσει το Δικαστήριο ως προς την αξιοπιστία του. Αυτή όμως η δυνατότητα επιλογής μερών μαρτυρίας προσφέρεται μόνο στις περιπτώσεις μαρτύρων οι οποίοι κρίνονται ως αξιόπιστοι μάρτυρες. Σε μια τέτοια περίπτωση, το Δικαστήριο μπορεί να επιλέξει το μέρος της μαρτυρίας του μάρτυρα το οποίο, κατά την άποψη του Δικαστηρίου, εκφράζει την πραγματικότητα, ενώ ταυτόχρονα μπορεί να απορρίψει άλλο μέρος της μαρτυρίας του το οποίο θεωρείται λανθασμένο, είτε λόγω ανεπίγνωστα ανεπαρκούς παρατήρησης, είτε λόγω αδυναμίας μνήμης. (Γεωργιάδης ν. Αστυνομίας (1985) 1 Α.Α.Δ. 56). Στις περιπτώσεις όμως όπου ένας μάρτυρας κρίνεται αναξιόπιστος για καλό λόγο, σίγουρα δεν υπάρχει διαθέσιμη μια τέτοια επιλογή μερών μαρτυρίας. (Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 168)».

 

        Με κάθε σεβασμό η πιο πάνω υπόθεση δεν υποστηρίζει τη θέση του Εφεσείοντος. Η αναφορά σε μάρτυρα ο οποίος κρίνεται αναξιόπιστος στο πιο πάνω απόσπασμα, αφορά περιπτώσεις στις οποίες δεν δύναται να γίνει διαχωρισμός μεταξύ πτυχών της μαρτυρίας λόγω εκθεμελίωσης του συνόλου της αξιοπιστίας του μάρτυρος, ως προκύπτει από τις αμέσως επόμενες παραγράφους της απόφασης:

 

          «Κατά την άποψή μας, η περίπτωση του εδώ παραπονούμενου ήταν πράγματι τέτοια που δεν πρόσφερε τη δυνατότητα επιλογής μερών της μαρτυρίας του, αφού η αξιοπιστία του είχε εκθεμελιωθεί λόγω των ανωτέρω ψευδών δηλώσεων, αντιφάσεων, αυτοαναιρέσεων και διαστάσεων με άλλη, ανεξάρτητη μαρτυρία που είχε γίνει ορθά δεκτή για καλό λόγο. Εκείνο το οποίο μπορεί να λεχθεί με βεβαιότητα είναι ότι εξεταζόμενη συνολικά η μαρτυρία του παραπονούμενου, υπό το φως των πιο πάνω διαπιστώσεων, καθιστούσε αδύνατο ή τελείως ακροσφαλές και αβέβαιο το έργο της διάκρισης μεταξύ ψεύδους και πραγματικότητας. Και επρόκειτο ασφαλώς για την πλέον κρίσιμης σημασίας μαρτυρία στην όλη υπόθεση, στην οποία το Δικαστήριο εκαλείτο να βασισθεί για να συνθέσει την ακριβή εικόνα του επίδικου επεισοδίου.

          Κατά την άποψή μας ο παραπονούμενος δεν μπορούσε παρά να είχε κριθεί ως αναξιόπιστος μάρτυρας και η μαρτυρία του ως ανάξια επιλογής αποδεκτών και μη μερών, αλλά αντίθετα έπρεπε να κριθεί απορριπτέα στο σύνολό της».

[υπογράμμιση δική μας]

 

        Στην προκείμενη περίπτωση χωρούσε σαφής διαχωρισμός μεταξύ του μέρους της μαρτυρίας της μητέρας το οποίο αφορούσε την ερωτική της ζωή αφενός, και του υπόλοιπου μέρους της μαρτυρίας της που αφορούσε τα επίδικα θέματα αφετέρου. Το ότι δεν είπε όλη την αλήθεια για το πρώτο για τους λόγους που εξηγούνται στην απόφαση (σελ. 68), («για να διατηρήσει καλή εικόνα ως αυτή αντιλαμβανόταν το ζήτημα και να μην ακουστεί δημόσια ότι με τη θέληση της συμμετείχε σε σεξουαλικές πράξεις με δεύτερο άνδρα στην παρουσία του Εφεσείοντος»), δεν επηρεάζει την αξιοπιστία της σε σχέση με το δεύτερο, το οποίο αποτελεί εντελώς ξεχωριστό ζήτημα. Το Κακουργοδικείο ορθώς αιτιολόγησε τη μερική αποδοχή της μαρτυρίας της μητέρας, ως επιβάλλει η νομολογία (βλ. Λαζάρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 633, R v. Cairns, Zaidi and Chaudhary [2003] Cr. App. R. 33, CA, Το Δίκαιο της Απόδειξης, 2η έκδοση των Τ. Ηλιάδη και Ν.Γ. Σάντη, σελ. 141 - 143).

 

        Αναφορικά με το μέρος της μαρτυρίας της μητέρας το οποίο έγινε δεκτό πρωτοδίκως, ο συνήγορος του Εφεσείοντος δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο ότι εκκρεμούσας της καταγγελίας για σεξουαλική κακοποίηση της ανήλικης θυγατέρας της διαπραγματευόταν τη σχέση της με τον Εφεσείοντα προκειμένου να ξανασμίξουν. Εισηγείται πως τούτο δεν θα μπορούσε να είχε συμβεί σε περίπτωση που η μητέρα είχε όντως πληροφορηθεί ότι ο Εφεσείων κακοποίησε σεξουαλικά τη θυγατέρα της. Έχουμε μελετήσει με προσοχή τα όσα ο Εφεσείων αναφέρει στο διάγραμμα αγόρευσης. Η ίδια εισήγηση υπεβλήθη και ενώπιον του Κακουργοδικείου το οποίο την απέρριψε, αναφέροντας, μεταξύ άλλων, (σελ. 78) ότι «η θέση της υπεράσπισης περί διαπραγμάτευσης εκ μέρους της μητέρας είναι εντελώς μετέωρη και αστήρικτη, καθ’ ότι ούτε υποβλήθηκε στη μητέρα ότι υπήρξε συγκεκριμένη συζήτηση με τον κατηγορούμενο, η οποία να αντανακλά σε διαπραγμάτευση, καθώς επίσης ούτε ο κατηγορούμενος έδωσε λεπτομέρειες για τέτοια συζήτηση». Ο συνήγορος του Εφεσείοντος προσβάλλει ως λανθασμένη την εν λόγω διαπίστωση.

 

        Από τα όσα αναφέρονται στην απόφαση αμέσως πριν το προαναφερθέν απόσπασμα, προκύπτει ότι το Κακουργοδικείο είχε υπόψη του τις υποβολές της υπεράσπισης, ότι «μετά  τις 09.05.2019 επέστρεψε στο σπίτι που έμενε ο κατηγορούμενος και εκεί συζητούσαν για να τα ξαναβρούν» (σελ. 77), και ότι ο κατηγορούμενος μαρτύρησε πως έγινε τέτοια συζήτηση (σελ. 78). Με κάθε σεβασμό προς το Κακουργοδικείο, είμαστε της γνώμης ότι τα όσα υποβλήθηκαν στη μητέρα (σελ. 147 πρακτικών) και η συναφής μαρτυρία του Εφεσείοντος (σελ. 520 πρακτικών) συνιστούν διαπραγμάτευση της σχέσης. Τούτο όμως δεν θεωρούμε ότι είναι τέτοιας σημασίας ώστε να έχει αρνητικό αντίκτυπο στην αξιοπιστία της μητέρας καθότι στη μαρτυρία της δεν αποδέχτηκε τη θέση ότι επικοινώνησε με τον Εφεσείοντα για να τα ξαναβρούν, αρνούμενη ότι θα ξαναέσμιγε με άνθρωπο ο οποίος έκανε τέτοιο κακό στο παιδί της. Περαιτέρω, η μαρτυρία του Εφεσείοντος απορρίφθηκε στο σύνολο της ως αναξιόπιστη.

 

        Περιπλέον, προς υποστήριξη της θέσης του περί διαπραγμάτευσης της σχέσης, ο συνήγορος του Εφεσείοντος επικαλείται το περιεχόμενο του τεκμηρίου 72, στο οποίο, ως έχει ήδη αναφερθεί, υπάρχουν  καταγεγραμμένα μηνύματα τα οποία κατ’ ισχυρισμό αντάλλαξε με τη μητέρα της ανήλικης μετά τις 13.5.2019. Το θέμα εξετάστηκε στο πλαίσιο του δεύτερου  λόγου έφεσης σε σχέση με το δικαίωμα δίκαιης δίκης. Επαναλαμβάνουμε ότι η Υπεράσπιση είχε την ευκαιρία να υποβάλει αίτημα επανάκλησης της μητέρας για αντεξέταση μετά την επιθεώρηση του κινητού τηλεφώνου. Στην απουσία αντεξέτασης δεν μπορεί να επικαλείται το περιεχόμενο του τεκμηρίου 72 για να πλήξει την αξιοπιστία της, χωρίς δηλαδή να της δοθεί η ευκαιρία να απαντήσει στους ισχυρισμούς του. Επιπροσθέτως, ουδέν συμπέρασμα δύναται να εξαχθεί από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 72 καθότι τα μηνύματα δεν φέρουν ημερομηνία αποστολής, ενώ η μαρτυρία του Εφεσείοντος ο οποίος αναφέρθηκε στις συνθήκες και ημερομηνία αποστολής τους, εκρίθη επί του συνόλου αναξιόπιστη.

 

        Τέλος, υπογραμμίζεται ότι η όποια επικοινωνία μεταξύ της μητέρας και του Εφεσείοντος μετά τις 9.5.2019 με αποκορύφωμα την κατ’ ισχυρισμό μεταξύ τους συνάντηση (στις 11 με 12 Μαΐου 2019) δεν έχει τη σημασία που της αποδίδεται, τουτέστιν ως μαρτυρία ασυμβίβαστη με την ύπαρξη παραπόνου από την ανήλικη για σεξουαλική της κακοποίηση, καθότι ως ορθά επισημαίνει το Κακουργοδικείου (σελ. 72) ακόμη και να έγινε τέτοια συνάντηση «η όλη συμπεριφορά της [μητέρας] θα πρέπει να ιδωθεί υπό το πρίσμα της συμβουλής την οποία έλαβε από την Αστυνομία (στην οποία αποτάθηκε μετά που ο Εφεσείων την έπαιρνε συνέχεια τηλέφωνο, της έστελνε μηνύματα και η ίδια δεν απαντούσε), να συνεχίσει να συμπεριφέρεται φυσιολογικά μέχρις ότου καταθέσει η ανήλικη, μη τυχόν και ο Εφεσείων, ο οποίος είναι Έλλην υπήκοος, διαφύγει στο εξωτερικό» (σελ. 119 πρακτικών, και 78 απόφασης).

 

        Άλλο κατ’ ισχυρισμόν σφάλμα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της μητέρας είναι η αποδοχή της θέσης της ότι δεν θύμιζε στην ανήλικη θυγατέρα της γεγονότα που αφορούσαν την καταγγελία και δεν συζητούσαν μεταξύ τους θέματα που αφορούσαν τη σεξουαλική της κακοποίηση. Τα επιχειρήματα αυτά τέθηκαν και απαντήθηκαν πρωτοδίκως. Ειδικότερα σε σχέση με τα δυο διαλείμματα τα οποία η ανήλικη ζήτησε κατά τη λήψη της πρώτης οπτικογραφημένης κατάθεσης (Τεκμήριο 16) και το κατά πόσο σε αυτό το διάστημα έλαβε βοήθεια ή καθοδήγηση από τη μητέρα της, το Κακουργοδικείο πραγματεύεται το θέμα ενδελεχώς κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της ανήλικης, απορρίπτοντας τη σχετική εισήγηση της υπεράσπισης, επισημαίνοντας ταυτόχρονα «πως η μητέρα της όταν αντεξεταζόταν δεν ρωτήθηκε οτιδήποτε σχετικό, ούτε καν αν συναντήθηκε με την ανήλικη σε κάποια διακοπή της κατάθεσης» (σελ. 99).

 

        Στο ίδιο πλαίσιο υποστηρίζεται ότι η μητέρα ψευδώς ισχυρίστηκε ότι δεν συζητούσε το περιεχόμενο των συνεντεύξεων της ανήλικης με την κλινική ψυχολόγο (Μ.Κ.7). Συμφώνως της μαρτυρίας στο μεσοδιάστημα των συνεντεύξεων η ανήλικη είχε αναβίωση μνημών, για την  οποία αναβίωση η μητέρα πληροφόρησε την κλινική ψυχολόγο, η οποία της έδωσε οδηγίες να πει στην ανήλικη να γράφει ό,τι θυμάται σε ένα κομμάτι χαρτί (τεκμήρια 22-26) και να τα συζητούν κατά τις συνεντεύξεις. Και αυτή η θέση εξετάζεται επαρκώς και απορρίπτεται κατά την αξιολόγηση μαρτυρίας της μητέρας, παρατηρώντας ότι δεν αμφισβητήθηκαν οι εν λόγω οδηγίες της Μ.Κ.7, κατά την αντεξέταση της μητέρας και της ανήλικης, ούτε υπήρξε υποβολή προς τη μητέρα ή την ανήλικη ότι το περιεχόμενο των εν λόγω τεκμηρίων γράφτηκε από την ανήλικη «με την καθοδήγηση ή υποβολή της μητέρας της» (σελ. 82-83).

 

        Επίσης, η αξιολόγηση της μαρτυρίας της μητέρας προσβάλλεται ως εσφαλμένη, επειδή ερωτώμενη η μητέρα αν της παραδόθηκε από την αστυνομία το κείμενο των οπτικοακουστικών καταθέσεων «αυτή προκειμένου να παριστάνει την ανήξερη και ότι δεν ήξερε τι έλεγε η ανήλικη κόρης της, αρνείται ή λέει ότι δεν θυμάμαι» ενώ το αντίθετο προκύπτει από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 19 (έγγραφο παραλαβής απομαγνητοφωνημένων καταθέσεων) που φέρει την υπογραφή της. Συναφώς προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κρίση του Κακουργοδικείου επί του προκειμένου, στις σελ. 81-82 της απόφασης:

 

          «Έχουμε παρατηρήσει το γεγονός, ωστόσο δεν θεωρούμε πως έχει τη δυναμική που του αποδίδει η υπεράσπιση. Τα κείμενα των εν λόγω οπτικογραφημένων καταθέσεων δεν υποδείχθηκαν στη μητέρα πριν απαντήσει, προφανώς από σύγχυση αντιλήφθηκε ότι το ερώτημα αφορούσε στις οπτικογραφημένες καταθέσεις τις οποίες δεν είχε δει ή ακούσει, ούτε της υποβλήθηκε άλλωστε ότι τις είχε δει,  και όχι στα κείμενα της απομαγνητοφώνησης τους.  Κατ΄ επέκταση δεν θεωρούμε πως αυτή η επουσιώδης και φαινομενική αντίφαση έχει την απαιτούμενη δυναμική ώστε να κλονίσει την αξιοπιστία της μητέρας ως προς τα επίδικα γεγονότα».

 

        Φρονούμε ότι οι πιο πάνω διαπιστώσεις δικαιολογούνται πλήρως από τη δοθείσα μαρτυρία, ως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης στα οποία έχουμε ανατρέξει.

 

    Ως περαιτέρω ένδειξη αναξιοπιστίας της μητέρας ο συνήγορος του Εφεσείοντα επικαλείται τις πολλές απαντήσεις με τη φράση «δεν θυμάμαι» κατά την αντεξέταση της. Διαφωνούμε και με αυτή την εισήγηση η οποία εξετάστηκε ενδελεχώς από το Κακουργοδικείο, καταλήγοντας ότι: «…επί των ουσιαστικών και άμεσα σχετιζόμενων με τις επίδικες κατηγορίες γεγονότων, το φαινόμενο αυτό δεν ήταν τέτοιας συχνότητας ώστε να μας επιτρέπει να του αποδώσουμε κλονιστικό χαρακτήρα ως προς την αξιοπιστία της» (σελ. 74).

 

        Ο Εφεσείων εισηγείται ότι υπήρξε εσφαλμένη ενίσχυση της αξιοπιστίας της μητέρας με εξ ακοής μαρτυρία, τουτέστιν τη μεταφερθείσα δήλωση  της δασκάλας της ότι μετά το Πάσχα του 2019, η ανήλικη παρουσίαζε γνωρίσματα απρόσεκτου και αφηρημένου παιδιού στην τάξη ενώ κάποιες φορές γινόταν νευρική και επιθετική. Υποστηρίζει ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε αξιολόγηση της εξ ακοής μαρτυρίας βάσει των κριτηρίων που θέτει το Άρθρο 27(2) του περί Αποδείξεως Νόμου. Δεν συμφωνούμε με την εν λόγω εισήγηση η οποία εξετάστηκε και απορρίφθηκε στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου έφεσης στο (ΙΙ) ανωτέρω.

 

        Στρεφόμαστε στις κατ’ ισχυρισμόν προηγούμενες ασυμβίβαστες δηλώσεις (previous inconsistent statements) της μητέρας στις οποίες αναφέρεται ο συνήγορος του Εφεσείοντος. Η απόδειξη προηγούμενων ασυμβίβαστων δηλώσεων διέπεται από το Άρθρο 32, και η αντεξέταση επί προηγούμενων γραπτών δηλώσεων από το Άρθρο 33 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9. Τα οποία είναι πανομοιότυπα με τα αντίστοιχα Άρθρα 4 και 5 του Αγγλικού Criminal Procedure Act 1865 (βλ. Το Δίκαιο της Απόδειξης 2η έκδοση, των Τ. Ηλιάδη και Ν.Γ. Σάντη, σελ. 713 - 719). Με κάθε σεβασμό τα όσα προβάλλει ο συνήγορος του Εφεσείοντος στην επιχειρηματολογία του δεν αποτελούν προηγούμενες ασυμβίβαστες δηλώσεις, αλλά κατ’ ισχυρισμό αντιφάσεις μεταξύ μαρτύρων κατηγορίας. Ειδικότερα αναφέρεται:

 

        (α) Στο περιεχόμενο της κατάθεσης του παππού της ανήλικης (τεκμήριο 106) και δη στο ότι η μητέρα της τού ανέφερε πως ο Εφεσείων έβαζε την ανήλικη να του πιάνει το γεννητικό του όργανο, ενώ κανένας μάρτυρας δεν αναφέρθηκε σε τέτοια περιγραφή της ανήλικης. Ερωτηθείσα η ανήλικη στη μαρτυρία της απάντησε πως δεν θυμόταν να το ανέφερε σε κανένα. Η εισήγηση εξετάστηκε και απορρίφθηκε στη σελ. 138 της απόφασης, όπου αναφέρεται ότι πρόκειται για δευτέρου βαθμού εξ ακοής μαρτυρία (ο παππούς δεν κλήθηκε ως μάρτυρας) στην οποία δεν θα ήταν ορθό να αποδοθεί οποιαδήποτε βαρύτητα.

 

        (β) Σε τοποθέτηση της μητέρας όταν αντεξεταζόμενη ανέφερε ότι κάλεσε την Αστυνομία στο σπίτι μετά που η ανήλικη έδωσε την πρώτη οπτικογραφημένη της κατάθεση (15.5.2019), επειδή η ανήλικη αναφέρθηκε σε νέα περιστατικά και δη ότι ο Εφεσείων τής έβαζε κάτι στο στόμα, το οποίο αντικρούεται κατ’ ισχυρισμόν από τη μαρτυρία της ανακρίτριας (Μ.Κ.2) εκ της οποίας ουδέν τέτοιο προκύπτει (βλ. Ημερολόγιο Ενέργειας Τεκμήριο 32). Η αναφορά της ανήλικης σε αναγκαστική πεολειχία έγινε στην δεύτερη οπτικογραφημένη κατάθεση. Έχουμε ανατρέξει στη μαρτυρία της μητέρας η οποία, με κάθε σεβασμό, δεν ανταποκρίνεται στην πιο πάνω περιγραφή. Αυτό το οποίο η μητέρα ανέφερε στη μαρτυρία της είναι: «…θυμάμαι μόνο ότι ήταν … ότι νομίζω ότι της είχε βάλει κάτι στο στόμα, δεν είμαι σίγουρη. Ήταν κάτι σημαντικό, αλλά μου έχει πει πολλά, πολλά το μωρό που ακόμη και εγώ και όλα είναι συγχυσμένα … Δεν θυμάμαι ακριβώς …». Αυτό το οποίο προκύπτει από τη μαρτυρία της μητέρας είναι σύγχυση και αδυναμία μνήμης. Επομένως δεν υπάρχει καμία ουσιώδης αντίφαση.

 

        (γ) Το ότι η μητέρα αναφέρει στην κατάθεση της πως όλοι μαζί θεώρησαν σωστό να ρωτήσουν την ανήλικη αν την πείραξε ο Εφεσείων, ενώ ο αδελφός της, ο Μ.Κ.8, ο οποίος επίσης εκρίθη αξιόπιστος, αναφέρει στην κατάθεση του ότι όπως κάθονταν οικογενειακώς η Μ.Κ.6 ξαφνικά ρώτησε την ανήλικη αν την πείραξε ο Εφεσείων. Είμαστε της γνώμης ότι πρόκειται για μικροαντιφάσεις οι οποίες δεν δύνανται να κλονίσουν την αξιοπιστία της μάρτυρος αλλά αντιθέτως δεικνύουν την έλλειψη προσυνεννόησης.

 

        Για όλους τους πιο πάνω λόγους δεν υπάρχει οτιδήποτε το οποίο να δικαιολογεί την επέμβαση μας στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της μητέρας. Ο πέμπτος λόγος έφεσης απορρίπτεται ως ανεδαφικός.

 

(VII) H αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονούμενης (Μ.Κ.11)

 

        Με τον ένατο λόγο έφεσης ο Εφεσείων προσβάλλει ως εσφαλμένη την αποδοχή της μαρτυρίας της παραπονούμενης ως αξιόπιστης καθώς και την καταδίκη του στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας.

 

        Στην αιτιολογία αναφέρει ότι «η μαρτυρία της παραπονούμενης ενείχε αντιφάσεις, ασάφειες, αοριστίες, ψεύδη, υπερβολές και προπάντων ήταν κατευθυνόμενη και διαποτισμένη με κίνητρα. Περαιτέρω, η παραπονούμενη έδωσε διαφορετικές λεπτομέρειες αλλά και περιγραφές της σεξουαλικής κακοποίησης που υπέστη σε όλους όσους διερεύνησαν τους ισχυρισμούς της τόσο στην οπτικοακουστική όσο και προφορικά. Επιπρόσθετα, οι περιγραφές της ισχυριζόμενης σεξουαλικής κακοποίησης της ΜΚ.11 ήταν εξωπραγματικές και άκρως υπερβολικές, κατά την δίκη αρνήθηκε άμεσα και έμμεσα να απαντήσει σε πληθώρα ερωτήσεων της υπεράσπισης, άλλαξε σωρεία ισχυρισμών που προέβαλε στις οπτικοακουστικές καταθέσεις ενώ οι λόγοι για τους οποίους ισχυρίστηκε ότι καθυστέρησε να καταγγείλει τις ισχυριζόμενες σεξουαλικές κακοποιήσεις ήταν αντιφατικοί, αλληλοσυγκρουόμενοι και καθόλου πειστικοί».

 

        Έχουμε μελετήσει με προσοχή την επιχειρηματολογία του ευπαιδεύτου συνηγόρου του Εφεσείοντος στο διάγραμμα αγόρευσης, ο οποίος επαναλαμβάνει σχεδόν αυτολεξεί τα όσα ανέπτυξε πρωτοδίκως με πρόσθετη παραπομπή σε αποσπάσματα από την πρωτόδικη απόφαση και αναφορά στα πρακτικά της δίκης.

 

        Το Κακουργοδικείο προσέγγισε τη μαρτυρία της παραπονούμενης με ιδιαίτερη προσοχή και αυξημένη εγρήγορση (σελ. 84) εν όψει του ότι ήταν 9 ετών όταν έδωσε τις δυο οπτικογραφημένες καταθέσεις της και 13 ετών όταν κατέθεσε στη δίκη, «καθώς και των λοιπών περιστάσεων που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση, ήτοι το γεγονός ότι οι αναφορές της, με τις οποίες αποδίδει στον κατηγορούμενο τη διενέργεια διάφορων πράξεων σεξουαλικής κακοποίησης σε βάρος της, συμπίπτει, ως είναι κοινός τόπος, με το χρόνο του χωρισμού, υπό συνθήκες όχι ομαλές, της μητέρας της με τον κατηγορούμενο».

 

        Ως προς το ότι η μαρτυρία ενός παιδιού χρήζει ιδιαίτερης προσοχής και αντίκρισης το Κακουργοδικείο αναφέρθηκε με επιδοκιμασία στο κάτωθι απόσπασμα από την Αγγλική απόφαση R v. B [2010] EWCA Crim. 4:

 

          “40. We emphasise that in our collective experience the age of a witness is not determinative on his or her ability to give truthful and accurate evidence. Like adults some children will provide truthful and accurate testimony, and some will not. However children are not miniature adults, but children, and to be treated and judged for what they are, not what they will, in years ahead, grow to be. Therefore, although due allowance must be made in the trial process for the fact that they are children with, for example, a shorter attention span than most adults, none of the characteristics of childhood, and none of the special measures which apply to the evidence of children carry with them the implicit stigma that children should be deemed in advance to be somehow less reliable than adults. …”

[υπογράμμιση δική μας]

 

        (βλ. και K.X. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 272/2017, ημερ. 26.9.2019, ECLI:CY:AD:2019:B397). Λήφθηκαν επίσης δεόντως υπόψη τα αποφασισθέντα στην Θεοδοσίου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 279/2008, ημερ. 28.7.2020, με παραπομπή στην υπόθεση Her Majesty the Queen v. A.A. [2015] ONSC 6278, «ότι ένα παιδί μιλά τη γλώσσα τη δική του και όχι τη γλώσσα των μεγάλων και περιγράφει πράγματα προσωπικά και γεγονότα με τον τρόπο που το ίδιο αντιλαμβάνεται και τα βιώνει».

 

        Σημαντικές ως προς την αντιμετώπιση της μαρτυρίας παιδιών για σκοπούς αξιολόγησης είναι οι παρατηρήσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Καναδά στην υπόθεση R v. W (R ) [1992] 2 SCR 122, ότι είναι λανθασμένο να αξιολογείται η μαρτυρία παιδιών με το ίδιο κριτήριο όπως η μαρτυρία ενηλίκων. Δεδομένου ότι τα παιδιά βιώνουν τον κόσμο διαφορετικά από τους ενήλικες, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι λεπτομέρειες σημαντικές για τους ενήλικες, όπως ο χρόνος και ο τόπος, μπορεί να απουσιάζουν από τη μνήμη τους. Στην πιο πάνω απόφαση επιδοκιμάστηκαν τα λεχθέντα από τον δικαστή Wilson στην R. v. B. (G.) [1990] 2 S.C.R. 30, σελ. 54-55:

 

          “…While children may not be able to recount precise details and communicate the when and where of an event with exactitude, this does note mean that they have misconceived what happened to them and who did it. In recent years we have adopted a much more benign attitude to children’s evidence, lessening the strict standards of oath and corroboration and I believe that this a desirable development. The credibility of every witness who testifies before the court must, of course, be carefully assessed but the standard of the “reasonable adult” is not necessarily appropriate in assessing the credibility of children.  

 

          As Wilson J. emphasised in B(G.), these changes in the way the courts look at the evidence of children do not mean that the evidence of children shound not be subject to the same standart of proof as evidence of adult witnesses in criminal cases. Protecting the liberty of the accused and guarding against the injustice of the conviction of an innocent person require solid foundation for a verdic to guilt, whether the complainant be a adult or a child. What the changes do mean is tha we approach the evidence of children not from the perspective of rigid stereotypes, bu on what Wilson J. called a “common sense” basis, taking into account the strengts and weaknesses which characterize the evidence offered in the partcular case”.

[υπογράμμιση δική μας]

 

        Ακολουθεί εξέταση των βασικών λόγων για τους οποίους ο Εφεσείων προσβάλλει το εύρημα αξιοπιστίας της παραπονούμενης. 

 

        (Α) Η χρήση της φράσης «δεν θυμάμαι» σε ορισμένες απαντήσεις τις οποίες έδωσε στις δυο οπτικογραφημένες καταθέσεις και κατά τη διάρκεια της μαρτυρίας της στη δίκη. Έχουμε εξετάσει και απορρίψει την εν λόγω εισήγηση στο πλαίσιο του δέκατου τέταρτου λόγου έφεσης. Επαναλαμβάνουμε ότι το Κακουργοδικείο ασχολήθηκε ενδελεχώς με την εν λόγω εισήγηση (σελ. 92) την οποία ορθώς απέρριψε καταλήγοντας ότι η εν λόγω φράση δεν δικαιολογείται να ερμηνευτεί «ως προσπάθεια απόκρυψης της αλήθειας ή αποφυγής σε ερωτήσεις που της τέθηκαν». Υπογραμμίζεται επίσης η επισήμανση του Κακουργοδικείου ότι (σελ. 137): «Η ανήλικη για τους λόγους που αναφέραμε στην αξιολόγηση της έχει απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις που της τέθηκαν και ειδικότερα σε αυτές που αφορούσαν τον πυρήνα των κακοποιητικών γεγονότων με τρόπο που έχει αξιολογηθεί ως αξιόπιστος». Δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε λόγο επέμβασης στην κρίση του Κακουργοδικείου.

 

        (Β) Κατά τη διάρκεια της πρώτης οπτικογραφημένης κατάθεσης (τεκμήριο 16) η ανήλικη ζήτησε διάλειμμα για να λάβει καθοδήγηση από τη μητέρα της σε σχέση με τους κατ’ ισχυρισμό ψευδείς ισχυρισμούς τους οποίους προέβαλε εναντίον του για σεξουαλική της κακοποίηση. Απορρίψαμε την εν λόγω εισήγηση ως αβάσιμη στο πλαίσιο εξέτασης του τέταρτου λόγου έφεσης. Το Κακουργοδικείο εξέτασε με ιδιαίτερη σχολαστικότητα την εν λόγω εισήγηση (σελ. 98-99). Δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα το οποίο θα δικαιολογούσε την επέμβαση μας. Την ίδια θέση επαναλαμβάνει ο Εφεσείων σε σχέση με διάλειμμα το οποίο ζήτησε η ανήλικη για να δει τη μητέρα της ενόσω κατέθετε στη δίκη, το οποίο δεν της επετράπη από το Κακουργοδικείο. Ορθώς το εν λόγω στοιχείο κρίθηκε ως μη υποστηρικτικό της θέσης της Υπεράσπισης, διαπιστώνοντας ότι η ανήλικη συνέχισε να δίνει τη μαρτυρία της χωρίς δυσκολία στην παράθεση ουσιωδών γεγονότων, με την ίδια συνοχή ως και προηγουμένως και πως όταν δεν της επετράπη να δει τη μητέρα της, ζήτησε να δει τον πατέρα της για τον οποίο ουδεμία νύξη περί καθοδήγησης υπήρξε από πλευράς Υπεράσπισης, καταλήγοντας πως μάλλον στήριξη παρά καθοδήγηση επιζητούσε η ανήλικη (σελ. 100).

 

        (Γ) Μεγάλο μέρος της επιχειρηματολογίας του Εφεσείοντος πρωτοδίκως και ενώπιον μας αναλώθηκε στην υπόδειξη κατ΄ ισχυρισμόν έκδηλων αντιφάσεων, υπερβολών και ανυπόστατων ισχυρισμών στις οπτικογραφημένες καταθέσεις της ανήλικης στην Αστυνομία, στις συνεντεύξεις της με την κλινική ψυχολόγο και τη μαρτυρία της στη δίκη. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στο ότι ήταν φύσει  αδύνατο να έλαβε χώρα η εξαναγκαστική πεολειχία με τον τρόπο που η ανήλικη την περιέγραψε στη δεύτερη οπτικογραφημένη της κατάθεση και στη μαρτυρία της στην δίκη. Προς τούτο έγινε επίκληση της υπεράσπισης της πραγματικής αδυναμίας εκτέλεσης του εγκλήματος. Οι θέσεις του Εφεσείοντος εξετάστηκαν ενδελεχώς και απορρίφθηκαν από το Κακουργοδικείο. Για σκοπούς καλύτερης κατανόησης, ένεκα της σημαντικότητας της συγκεκριμένης πτυχής της μαρτυρίας, αφορώσας τις σοβαρότερες κατηγορίες για τις οποίες καταδικάστηκε ο Εφεσείων, παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα της προσβαλλόμενης απόφασης (σελ. 95-97):

 

          «Ο ευπαίδευτος συνήγορος υπεράσπισης έχει εισηγηθεί επίσης ότι η μαρτυρία της ανήλικης διέπεται από αντιφάσεις, οι οποίες κλονίζουν την αξιοπιστία της, ως εκ τούτου καθηκόντως οφείλουμε να τοποθετηθούμε επί της σχετικής εισήγησης.  Ειδικότερα είναι η θέση της υπεράσπισης ότι τέτοιες αντιφάσεις προκύπτουν και από το γεγονός ότι η ανήλικη στην πρώτη συνάντηση που είχε με την κλινική ψυχολόγο, Μ.Κ.7, δεν έκανε σ΄ αυτήν αναφορές για σεξουαλική κακοποίηση.  Διαφωνούμε με την εισήγηση και απορρίπτουμε τη σχετική θέση της υπεράσπισης.  Φρονούμε πως πρόκειται για μονόπλευρη ερμηνεία και εξήγηση στη συμπεριφορά ενός παιδιού 9 ετών, αφού θα μπορούσε εύλογα να υποστηρίξει κανείς και το αντίθετο, ήτοι, πως αν η ανήλικη από την πρώτη επίσκεψη έκανε σχετικές αναφορές, τότε θα σήμαινε πως πήγε καθοδηγούμενη γι΄ αυτό από την πρώτη συνέντευξη θα ανέφερε αυτά που θα της είχαν υποβληθεί.  Είναι σημαντικό όμως να παρατηρήσουμε δύο πράγματα.  Πρώτο, ως εξήγησε η Μ.Κ.7, η διαδικασία στην οποία έθεσε την ανήλικη δεν είχε στόχο να ερευνήσει αν αυτή  υπέστη σεξουαλική κακοποίηση αλλά να προβεί σε ψυχολογική αξιολόγηση της και να την βοηθήσει, και δεύτερο, ως προέκταση του πρώτου στοιχείου, δεν ήταν αναμενόμενο η Μ.Κ.7 να υποβάλει ερωτήσεις προς την ανήλικη από την πρώτη συνεδρίαση, για το αν έχει κακοποιηθεί σεξουαλικά, και βεβαίως κατά τη μαρτυρία της η Μ.Κ.7 δεν ανέφερε πως υπέβαλε σχετικές ερωτήσεις, κατά την πρώτη συνάντηση που είχε με την ανήλικη, και η τελευταία να της απάντησε πως δεν κακοποιήθηκε σεξουαλικά. Υπό τις σκέψεις και περιστάσεις αυτές αδυνατούμε να δεχθούμε πως προκύπτει αντίφαση ή αδυναμία στα λεγόμενα της ανήλικης, ενώπιον μας [……]

 

          Έχοντας διεξέλθει διεξοδικά τη μαρτυρία της ανήλικης, Μ.Κ.11, καταλήγουμε ότι ενώπιον μας δεν προβάλλει οποιαδήποτε αντίφαση, άξια λόγου, ως προς την εκδοχή της, ωστόσο, μικροαντιφάσεις είτε στη μαρτυρία της ανήλικης είτε σε σύγκριση με τη μαρτυρία της μητέρας της, δεν κρίνονται ως ικανές για κλονισμό της αξιοπιστίας της ανήλικης, αντίθετα ενισχύεται η άποψη μας ότι δεν υπήρξε είτε κατασκευή μαρτυρίας, είτε προσυνεννόηση μεταξύ τους  (βλέπε υπόθεση Σιβιτανίδης ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 166).  Συναφές επιχείρημα της υπεράσπισης ήταν πως η μαρτυρία της ανήλικης, περιείχε αντιφάσεις, υπερβολές και εξωπραγματικές αναφορές, υποδεικνύοντας ότι αυτό συνέβη όταν η ανήλικη αρχικά ανέφερε πως ο κατηγορούμενος της κρατούσε το στόμα, προκειμένου να βάλει το πέος του μέσα, με τα δύο χέρια, ενώ αργότερα μαρτύρησε πως ήταν με το ένα χέρι, όπως επίσης ενώ περιγράφει  ότι το περιστατικό έγινε σε κρεβάτι αργότερα είπε ότι έγινε στον καναπέ.  Έχουμε αξιολογήσει τις εν λόγω θέσεις της υπεράσπισης, δεν κρίνουμε όμως πως είναι ικανές να κλονίσουν την αξιοπιστία της ανήλικης.  Έτσι θυμόταν ότι έγιναν τα γεγονότα και έτσι τα περιέγραψε ως παιδί που είναι.  Εξάλλου αν ήταν καθοδηγούμενη δεν θα παρουσιαζόταν αυτή η διαφοροποίηση στη μαρτυρία της. Προσεκτική μελέτη των πρακτικών αποδεικνύει ξεκάθαρα πως η ανήλικη αναφερόταν σε δεύτερο, ξεχωριστό περιστατικό και ουδόλως ανέτρεψε τα όσα αφορούν το περιστατικό που έγινε στο κρεβάτι του υπνοδωματίου της.  

 

          Αναφορικά με το ίδιο  περιστατικό εισηγείται η υπεράσπιση πως ο τρόπος που περιέγραψε η ανήλικη, ότι αυτό συνέβη, αποδεικνύει πως είναι αδύνατο να έγινε κάτι τέτοιο από τον κατηγορούμενο, δεδομένου ότι η ανήλικη όταν ρωτήθηκε για το βάθος εισχώρησης του πέους του κατηγορούμενου το στόμα της, έδειξε, εξωτερικά του λαιμού της, σε πολύ χαμηλό σημείο που αν εισχωρούσε τόσο βαθιά το πέος του κατηγορούμενου στο στόμα της, αυτή δεν θα μπορούσε να αναπνεύσει και θα προκαλείτο και ανακοπή σύμφωνα με τη μαρτυρία της Μ.Υ.1, αναισθησιολόγου.

 

          Έχουμε εξετάσει την πιο πάνω εισήγηση της υπεράσπισης.  Δεν την αποδεχόμαστε για τους λόγους που εξηγούμε στη συνέχεια.  Το ότι όντως η ανήλικη, όταν ρωτήθηκε μέχρι ποιου σημείου ο κατηγορούμενος έβαλε το πέος του στο στόμα της, έδειξε με το δάκτυλο της σε κάποιο σημείο χαμηλά, εξωτερικά του λαιμού της, το έπραξε, ως αντιληφθήκαμε, για να τονίσει το γεγονός ότι ένοιωσε το πέος του κατηγορούμενου βαθιά στο στόμα της, στοιχείο που συνάδει πλήρως με το περιεχόμενο της δεύτερης οπτικογραφημένης κατάθεσης της.  Χαρακτηριστικά είχε αναφέρει, στη δεύτερη οπτικογραφημένη κατάθεση της, «και έπαιρνε έτσι το κεφάλι μου, μου το έκανε έτσι, το έκανε έτσι στο αυτό του και σε μια φάση ήταν να κάνω εμετό, γιατί το έβαλε τέλια μέσα, τέλια, τέλια, που είχε.»  Πρόκειται για αρκούντως πειστικές και κατατοπιστικές αναφορές, οι οποίες σημειωτέον δόθηκαν, όταν ήταν εννέα περίπου ετών και  βεβαίως δεν αναμέναμε από ένα παιδί, έστω 13 χρόνων όταν αντεξετάστηκε, να δώσει επ΄ ακριβώς τα εκατοστά που εισχώρησε στο στόμα του το πέος του  κατηγορούμενου.  Πιο σημαντική και αφοπλιστική ήταν η μαρτυρία της ανήλικης πως εκείνη τη στιγμή ήθελε να κάνει εμετό, μαρτυρία η οποία συνάδει και  με τα λεγόμενα της Μ.Υ.1, η οποία αναφέρθηκε σε τέτοια επιθυμία όταν εισχωρεί ξένο σώμα ή αντικείμενο στο στόμα».

[υπογράμμιση δική μας]

 

        Όσον δε αφορά την υπεράσπιση της πραγματικής αδυναμίας (factual impossibility) εκτέλεσης του εγκλήματος, με κάθε σεβασμό, δεν εγείρεται τέτοιο νομικό ζήτημα. H εν λόγω υπεράσπιση έχει αναγνωριστεί σε περιπτώσεις στις οποίες ο κατηγορούμενος πιστεύει γνήσια στην ύπαρξη περιστάσεων, οι οποίες αν αληθεύουν, καθιστούν αθώα την εγκληματική πράξη (βλ. Tolson (1889) 23 QBD 168, DPP v. Morgan (1968) 2 Cr. App R. 152, Archbold 2021, παρ. 17-10).      Τα όσα ο Εφεσείων επικαλείται προς υποστήριξη των θέσεων του τα οποία το Κακουργοδικείο πραγματεύεται στο πιο πάνω απόσπασμα, αφορούν αμιγώς θέματα αξιολόγησης.

 

        (Δ) Η αξιοπιστία της ανήλικης προσβάλλεται ένεκα των κατ’ ισχυρισμό αντιφατικών λόγων τους οποίους επικαλέστηκε για την καθυστερημένη υποβολή παραπόνου.

 

        Συμφώνως της παγιωμένης πλέον θέσης της νομολογίας ο χρόνος δεν θεωρήθηκε από το Κακουργοδικείο ως στοιχείο το οποίο αφ’ εαυτού δημιουργεί ρήγμα στο θεμέλιο της γνησιότητας του παραπόνου, εξετάζοντας το θέμα «υπό το πρίσμα των ξεχωριστών γεγονότων, περιστάσεων και άλλων παραγόντων της κάθε υπόθεσης» με αναφορά στην  Ν.Σ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 99/2021, ημερ. 11.5.2022, ECLI:CY:AD:2022:B183. (βλ. μεταξύ άλλων Ε.Α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 231/2018, ημερ. 19.1.2029, Δ.Β.Γ.Κ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 3/2022, ημερ. 29.2.2024).

 

        Το Κακουργοδικείο έκρινε ότι δόθηκαν επαρκείς εξηγήσεις από την ανήλικη για την καθυστέρηση, «η μαρτυρία της οποίας εξηγήθηκε και επιστημονικά από την κλινική ψυχολόγο που την παρακολουθούσε». Καίτοι συμφώνως της προαναφερθείσας νομολογίας δεν απαιτείται πλέον η μαρτυρία εμπειρογνώμονα για να προβεί το Δικαστήριο στα δικά του συμπεράσματα ως προς τους λόγους ενός καθυστερημένου παραπόνου, εν προκειμένω η κρίση του ενδυναμώθηκε από την εμπειρογνώμονα (Μ.Κ.7) η οποία εξήγησε επιστημονικά τους ανασταλτικούς παράγοντες οι οποίοι επενέργησαν στον ψυχισμό της παραπονούμενης. Το Κακουργοδικείο αναφέρθηκε (σελ. 105-106) στον «φόβο που η ανήλικη αισθανόταν έναντι του κατηγορούμενου ο οποίος τη χειραγωγούσε έχοντας την άλλοτε αυστηρά, άλλοτε θέτοντας της διλημματικά ερωτήματα του τύπου «δεν θέλεις να πεθάνω;» και ότι ο κατηγορούμενος έλεγε πως αν μάθαινε κάτι η μαμά της «θα φάμε πάτσο». Ήταν πολύ αυστηρός μαζί της και κάποιες φορές την είχε κτυπήσει. Επίσης δεν ήταν παράλογο που το παιδί σκεφτόταν πως αν έλεγε στη μητέρα της για τον τρόπο που της συμπεριφερόταν ο κατηγορούμενος θα δημιουργείτο πρόβλημα στη σχέση τους στην οποία περνούσαν καλά». [βλ. πρακτικά σελ. 217-218, 261-262 (Μ.Κ.7), και πρωτόδικη απόφαση σελ. 19, Τεκμήριο 56 - «Τα Παιδία Καταθέτει» Όλγα Χ. Θεμελή, 2η έκδοση, 1ο Κεφάλαιο «Η συνωμοσία της σιωπής, η απόκρυψη της σεξουαλικής κακοποίησης»]. Δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην κρίση του Κακουργοδικείου, η οποία συνάδει πλήρως με την ενώπιον του μαρτυρία και είναι ευθυγραμμισμένη με τη νομολογία.

 

        (Ε) Η μαρτυρία της παραπονούμενης για σεξουαλική κακοποίηση από τον Εφεσείοντα ήταν ψευδής, κατασκευασμένη και προϊόν υποβολιμότητας από τη μητέρα της, εμφορούμενη από εκδικητικά κίνητρα λόγω της συμπεριφοράς του προς την μητέρα της και την ίδια. Η θέση αυτή βρίσκεται στον πυρήνα της επιχειρηματολογίας του συνηγόρου του Εφεσείοντος κατά της αξιοπιστίας της παραπονούμενης. Απερρίφθη από το Κακουργοδικείο το οποίο έκρινε την παραπονούμενη αξιόπιστη βάσει της πολύ καλής ποιότητας της μαρτυρίας της, η οποία δικαιολογούσε την αποδοχή της χωρίς δισταγμό ή επιφυλακτικότητα Αντί άλλης αναφοράς θεωρούμε χρήσιμο να παραθέσουμε δυο αποσπάσματα από την πρωτόδικη απόφαση, τα οποία καταδεικνύουν τον ενδελεχή και εξονυχιστικό τρόπο αξιολόγησης των ως άνω ζητημάτων κατά τρόπον που δεν αφήνει αμφιβολία για την ορθότητα της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

        Στις σελ. 89 – 91:

 

          «Προχωρώντας στο ίδιο όμως ζήτημα, σχετικό με την αξιοπιστία της ανήλικης, παρατηρούμε πως υποβλήθηκε σ΄  αυτήν, ότι η μητέρα της υπέβαλε να πει αυτά που μαρτύρησε, παρ΄ ότι είναι ψέματα, θέση που η ανήλικη απέρριψε ευθέως.  Διαπιστώνουμε κατ΄ αρχήν πως τέτοια υποβολή δεν έγινε προς τη μητέρα, αλλά της υποβλήθηκε πως με τον τρόπο που χειρίστηκε το όλο θέμα με την  ανήλικη την ώθησε να αναλάβει ρόλο προστασίας της, και υποστηρικτικό, σ΄ ότι αφορά το χωρισμό της με τον κατηγορούμενο.  Ρωτήθηκε η ανήλικη  κατά πόσο αυτά που μαρτύρησε ήταν ψέματα, τα οποία είπε κατόπιν προτροπής ή καθοδήγησης της μητέρας της προκειμένου να εκδικηθεί τον κατηγορούμενο, πλην όμως αρνήθηκε ευθέως και κατηγορηματικά τη σχετική υποβολή.  Οφείλουμε σ΄ αυτό το  στάδιο να επισημάνουμε πως, κατά την ταπεινή μας κρίση, το περιεχόμενο των ποικιλόμορφων εκφάνσεων της συμπεριφοράς του κατηγορούμενου απέναντι στην ανήλικη …., όπως την αφηγήθηκε η τελευταία, έχει τέτοιο εύρος και έκταση που αδυνατούμε να δεχθούμε πως ένα παιδί στην ηλικία της ….., 9 ετών τον Μάϊο του 2019, θα ήταν σε θέση να αποστηθίσει με τέτοια λεπτομέρεια ψευδή γεγονότα και να τα παρουσιάσει, με ικανοποιητική για την ηλικία της επάρκεια, ενώπιον της αστυφύλακος 4875 Μ.Κ.2, που της έλαβε τις οπτικογραφημένες καταθέσεις, αλλά και ενώπιον μας, παραμένοντας σταθερή κατά τρόπο πειστικό, με αυθόρμητες απαντήσεις και εξηγήσεις.  Η αντεξέταση στην οποία υποβλήθηκε η ανήλικη δεν ήταν επιφανειακή, αλλά είχε βάθος, δικαιωματικά βέβαια εκ μέρους της υπεράσπισης κάνοντας το καθήκον της ως όφειλε, το προϊόν όμως της αντεξέτασης επισφράγισε την αρχική θετική εικόνα που αναδύεται όταν ένας  τρίτος παρατηρητής προβεί σε μία πρώτη ανάγνωση των οπτικογραφημένων καταθέσεων της ανήλικης, με τις όποιες παρατηρήσεις ή ανάγκες διευκρίνισης, που αντικειμενικά δικαιολογούνται, παραθέτοντας εδώ ως χρήσιμη την αναφορά της Μ.Κ.7, κλινικής ψυχολόγου, πως η αποκάλυψη δεν είναι εύκολη διαδικασία για ένα παιδί.  Επομένως αν κάποιες αναφορές της ανήλικης δεν ήταν πλήρως διαφωτιστικές εξαρχής, αυτό δεν δικαιολογεί συμπέρασμα περί κλονισμού της αξιοπιστίας της ή ότι τα λεγόμενα της ήταν προϊόν υποβολιμότητας από τη μητέρα της, θέση που προωθήθηκε από την υπεράσπιση πλην όμως δεν αποδεχόμαστε. 

 

          Επιθυμούμε επιπρόσθετα να σημειώσουμε πως έχοντας αντικρίσει τη μαρτυρία της ανήλικης στο σύνολο της και όχι αποσπασματικά, διακρίναμε πως η μαρτυρία της διεπόταν από συνοχή και συνέπεια.  Έστω διάσπαρτα περιγραφόμενα, ήταν αποκρυσταλλωμένα, τα περιστατικά σεξουαλικής φύσεως από πράξεις και ενέργειες του κατηγορούμενου.  Παρατηρούμε ακόμη πως το περιεχόμενο των συνεντεύξεων που είχε η ανήλικη με την Μ.Κ.7, κλινική ψυχολόγο, ως η τελευταία διατυπώνει στην κατάθεση της, Τεκμήριο 54, βρίσκεται, σε αδρές  γραμμές, σε αρμονία με το περιεχόμενο της μαρτυρίας της ανήλικης, επί του οποίου η ανήλικη  αντεξετάστηκε επί μακρόν, γεγονός το οποίο, ανεξάρτητα από τον όποιο θεμιτό στόχο είχε η υπεράσπιση, μας έχει βοηθήσει να ενδυναμώσουμε τη θετική  αντίληψη μας, ως προς την αξιοπιστία της ανήλικης, εν΄ όψει του ότι δεν εντοπίζονται αδυναμίες ή ταλαντεύσεις στο λόγο της, ο οποίος ήταν καθαρός και κατηγορηματικός χωρίς στοιχεία υπαναχωρήσεων.  Η βεβαιότητα δε και η φυσικότητα στα λεγόμενα της, σ΄ ότι αφορά τα ουσιώδη γεγονότα των επίδικων περιστατικών, αλλά και περιστατικών έστω όχι άμεσα συνδεδεμένων με σεξουαλική κακοποίηση, αποτέλεσε επίσης διάχυτο χαρακτηριστικό γνώρισμα της μαρτυρίας της προκαλώντας ενδυνάμωση και πειστικότητα στις αφηγήσεις  της.   Θεωρούμε χρήσιμο να υποδείξουμε πως δεν αναμέναμε από ένα παιδί της ηλικίας της …. να μας επαναλάβει τι είπε κατά τις συνεντεύξεις της με την Μ.Κ.7, τρία χρόνια πριν, ή επ΄ ακριβώς ό,τι είπε στις οπτικογραφημένες καταθέσεις της. Παραπέμπουμε στην υπόθεση Σκορδέλη ν. Δημοκρατίας [….] Είναι σημαντικό να τονίσουμε πως τα προλεγόμενα αποφασίστηκαν από το Εφετείο για μάρτυρα ενήλικα, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για παιδί στην ηλικία της Άννας».

 

        Στις σελ. 94 – 95:

 

          «Ως μία άλλη ξεχωριστή παράμετρος σχετική με την αξιοπιστία της ανήλικης, θεωρούμε πως αποτελεί η διαπίστωση μας πως οι εξιστορήσεις της ανήλικης δεν αποτελούν, κατά την ισχυρή αντίληψη μας, αφήγηση ενός «ποιήματος» το οποίο έμαθε το παιδί υποβαλλόμενο από τη μητέρα της.  Αντίθετα παρατηρούμε πως, από την πρώτη της οπτικογραφημένη κατάθεση, περιέχονται λεπτομέρειες και περιγραφές με περιστατικά συγκεκριμένα, τα οποία εκφράστηκαν με αυθορμητισμό, έστω, λόγω της ηλικίας της,  ασύνδετα κάποιες φορές με τα ερωτήματα που της υποβλήθηκαν.  Κρίνουμε πως αν επρόκειτο για προϊόν υποβολιμότητας από τη μητέρα, θα είχε μπερδευτεί το μυαλό της ανήλικης σε τέτοιο βαθμό που δεν θα ήταν σε θέση να τα παραθέσει, ως τα παρέθεσε, με συνέπεια και λεπτομερώς για την ηλικία της, τόσο στην αστυφύλακα 4875, Μ.Κ.2, όταν έδωσε τις δύο οπτικογραφημένες καταθέσεις, όπως και ενώπιον μας με ικανοποιητική για την ηλικία της σαφήνεια, επιμένοντας σ΄ αυτά κατηγορηματικά κατά την αντεξέταση της.  Το εύρος των περιστατικών και των λεπτομερειών, ως τα εξιστόρησε η ανήλικη, δεν ήταν τέτοιο ώστε για την ηλικία της να συγκρατήσει τόσα «ψεύδη» και «φαντασιώσεις» ως ήταν η θέση της υπεράσπισης, χωρίς ανατροπές ή αντιφάσεις, κατά την αφήγηση τους, αν αυτή ήταν η περίπτωση.  Απαιτούνταν φρονούμε ικανότητα τουλάχιστον  ερασιτέχνη ηθοποιού και η «παράδοση μαθημάτων» για πολλές μέρες αν όχι και εβδομάδες….».

[Ιδία υπογράμμιση]

 

        (ΣΤ) Ότι υιοθετήθηκε ένας εντελώς λανθασμένος τρόπος προσέγγισης κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονούμενης (βλ. απόσπασμα σελ. 94-95 ανωτέρω), επικαλούμενος την υπόθεση Τρύφωνος ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 41/2019, ημερ. 8.4.2020, ECLI:CY:AD:2020:B119, στην οποία αποφασίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι:

 

          «…το δικαστήριο υιοθέτησε ένα θεμελιακά λανθασμένο τρόπο προσέγγισης κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονούμενης εφόσον θεώρησε ότι εάν όλα αυτά ήταν ψέματα «δεν θα υιοθετούσε τη θέση αυτή στο δικαστήριο και δεν θα προχωρούσε σε καταγγελία συνοδευόμενη από τον αρραβωνιαστικό της και τους γονείς της και μάλιστα να επιμένει σε αυτή και να επαναλάβει όλα στο δικαστήριο ενώ ακόμα  η σχέση της με τον αρραβωνιαστικό της δεν έχει επισημοποιηθεί».  Δεν μπορεί να εκλαμβάνεται ότι η παραπονούμενη είπε την αλήθεια επειδή, κατ΄ ουσίαν, διαφορετικά δεν θα προέβαινε σε καταγγελία και δεν θα επέμενε στη θέση της ενώπιον του δικαστηρίου».

 

        Διαφωνούμε πλήρως με την εν λόγω εισήγηση. Ο τρόπος προσέγγισης της μαρτυρίας της παραπονούμενης από το Κακουργοδικείο δεν έχει καμία σχέση με την λανθασμένη προσέγγιση η οποία αποδοκιμάζεται στην Τρύφωνος (ανωτέρω). Προκύπτει σαφώς από το κείμενο της απόφασης (βλέπε και σελ. 101-102, 106-107) ότι η αξιολόγηση της παραπονούμενης στηρίζεται στην πολύ καλή ποιότητα της μαρτυρίας της.

 

        (Ζ) Από πλευράς δικανικής παιδοψυχολογίας και παιδοψυχιατρικής η παρούσα υπόθεση έχει όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα υπόθεσης ψευδούς καταγγελίας σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού. Ο Εφεσείων  αναφέρεται σε αποσπάσματα από άρθρα και συγγράμματα τα οποία κατατέθηκαν στο Κακουργοδικείο, εισηγούμενος ότι το ζήτημα αυτό θα έπρεπε να απασχολήσει και ανησυχήσει το Κακουργοδικείο σε μεγαλύτερο βαθμό. Με κάθε σεβασμό η εν λόγω εισήγηση στερείται ερείσματος. Το Κακουργοδικείο αξιολογώντας τη μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων (Μ.Κ.7 και Μ.Υ.3) ανέφερε  ότι τα συγγράμματα και επιστημονικά άρθρα που επικαλέστηκαν είναι πολύ σημαντικά και διαφωτιστικά, ξεκαθαρίζοντας ταυτόχρονα «πως το περιεχόμενο των εν λόγω συγγραμμάτων ή επιστημονικών άρθρων αποτελεί γενική καθοδήγηση στην κατάληξη των ευρημάτων και συμπερασμάτων μας, δεν είναι όμως ικανό να καθορίσει από μόνο του το αποτέλεσμα είτε των ευρημάτων είτε των συμπερασμάτων μας για την παρούσα υπόθεση … Κοντολογίς, είναι χρήσιμα και διαφωτιστικά τα όσα προκύπτουν από τα Τεκμήρια 60-63, 75-76 και 85-105 χρειάζεται όμως η ορθή αξιοποίηση τους και ανάλογη απόδοση βαρύτητας και αξίας ανάλογα και με την αποδεκτή μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μας».

 

        (Η) Τέλος, παραπονείται ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα καταδίκασε τον Εφεσείοντα στη βάση της μαρτυρίας της παραπονούμενης χωρίς αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας. Δεν συμφωνούμε ούτε με αυτή την εισήγηση η οποία αποτελεί προέκταση της προηγούμενης επιχειρηματολογίας. Για σκοπούς απόδειξης των σεξουαλικών αδικημάτων που προνοούνται στον Ν.91(Ι)/2014, συμφώνως του Άρθρου 21(1), δεν απαιτείται η αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας. Το θέμα επαφίεται πλέον στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου. Καθοδηγητική επί τούτου είναι η Αγγλική απόφαση Makanjuola [1995] 2 Cr. App. R. 469, CA, στην οποία αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι δικαιολογείται η αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας σε περιπτώσεις όπου η μαρτυρία δυνατόν να μην είναι αξιόπιστη (βλ. Ε.Α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 231/18, ημερ. 19.1.2019, ECLI:CY:AD:2019:B473, Δ.Σ.Δ ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 271/22, ημερ. 20.12.2023, Δ.Β.Γ.Κ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 3/22, ημερ. 29.2.2024, Archbold 2021, παρ. 4-474). Το Κακουργοδικείο αναφέρεται στην κατάργηση της ανάγκης αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας για σεξουαλικά αδικήματα κατά ανηλίκων βάσει της εν λόγω νομοθεσίας, κρίνοντας ότι η μαρτυρία της παραπονούμενης «από μόνη της είναι τέτοιας υψηλής ποιότητας, που χωρίς οποιοδήποτε ενδοιασμό ή δισταγμό, μας νομιμοποιεί να βασιστούμε με ασφάλεια σε αυτήν, όχι μόνο ως αληθινή  αλλά, και να στηριχθούμε σε αυτήν για την εξαγωγή τελικών συμπερασμάτων για τα διαδραματισθέντα».

 

        Υπό το φως των ανωτέρω ο ένατος λόγος έφεσης κρίνεται ανεδαφικός.

 

(VIII) H αξιολόγηση της μαρτυρίας των εμπειρογνωμόνων

 

        Με τον έκτο και δέκατο λόγο προσβάλλεται ως εσφαλμένη η αξιολόγηση της μαρτυρίας των εμπειρογνωμόνων Μ.Υ.3 και Μ.Κ.7 αντίστοιχα. Οι θέσεις του Εφεσείοντος κατά της αξιολόγησης της μαρτυρίας της Μ.Κ.7 είναι συνοπτικά οι ακόλουθες:

 

        (α) Αμφισβητείται η ιδιότητα κάτω από την οποία κατέθεσε τουτέστιν ως θεραπευτής ή ειδικός πραγματογνώμονας, το οποίο με βάση τη βιβλιογραφία την οποία ο συνήγορος του Εφεσείοντος επικαλείται, ήταν ικανό για την απόρριψη της μαρτυρίας της Μ.Κ.7, ή έστω για τη σημαντική μείωση της αποδεικτικής της αξίας, παραπέμποντας σε άρθρο του Δρος Α. Βούρδα, «Η Σεξουαλική Κακοποίηση Ανηλίκου και η συστηματική προσέγγιση από τον Παιδοψυχίατρο» (Τεκμήριο 82).

 

        (β) Ότι η ψυχολογική αξιολόγηση και μαρτυρία της Μ.Κ.7 δεν θα έπρεπε να γίνει αποδεκτή καθότι δεν εφοδίασε το Δικαστήριο με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για τον έλεγχο της ακρίβειας των συμπερασμάτων της και τη διαμόρφωση της δικής της ανεξάρτητης κρίσης με την εφαρμογή αυτών των κριτηρίων επί των γεγονότων που αποδεικνύει η μαρτυρία. Η δε έκθεση ψυχολογικής αξιολόγησης της παραπονούμενης (τεκμήριο 54) την οποία συνέταξε, στηρίχτηκε σε ελλιπή στοιχεία, δεν έλαβε υπόψη το σύνολο των δεδομένων της υπόθεσης, οι τοποθετήσεις της ήταν μεροληπτικές και τα συμπεράσματα της ακροσφαλή. Ειδικότερα, ο Εφεσείων υποστηρίζει ότι δεν χρησιμοποιήθηκαν από την Μ.Κ.7 τα κατάλληλα ψυχομετρικά τεστ και διαγνωστικά εργαλεία, πράγμα το οποίο κατέστησε ανέφικτο τον έλεγχο της ακρίβειας και ορθότητας των συμπερασμάτων της, σε συνδυασμό με την καταστροφή των χειρόγραφων σημειώσεων των συνεντεύξεων της με την παραπονούμενη.

 

        (γ) Η χρήση μεθόδου ημιδομημένης συνέντευξης με την παραπονούμενη ήταν αντιεπιστημονική και λανθασμένη, αντί της επακριβούς καταγραφής του περιεχόμενου των συνεντεύξεων ή οπτικογράφηση ή έστω μαγνητοφώνηση τους. Προς τούτο ο Εφεσείων επικαλείται τα ΑΒΕ Guidelines (Achieving Best Evidence in Criminal Proceedings: Guidance on Interviewing Victims and Witnesses and Guidelines on Using Special Measures), τα οποία στοχεύουν μεταξύ άλλων (παρ. 1.3) στον σχεδιασμό και προετοιμασία συνεντεύξεων με μάρτυρες, τις αποφάσεις σχετικά με το εάν θα διεξαχθεί συνέντευξη και εάν η συνέντευξη θα πρέπει να βιντεοσκοπηθεί ή θα ήταν πιο κατάλληλο να προετοιμαστεί γραπτή κατάθεση μετά τη συνέντευξη.

 

        (δ) Εσφαλμένα και αντιεπιστημονικά η Μ.Κ.7 επέτρεψε στην παραπονούμενη να γράφει σε κόλλες ή τετράδιο στο σπίτι τα όσα θα συζητούσαν στις μεταξύ τους συναντήσεις, καθότι αυτό γινόταν σε μη ελεγχόμενο περιβάλλον με αποτέλεσμα η παραπονούμενη να υπόκειται σε καθοδήγηση και υποβολιμότητα από τη μητέρα της, το οποίο επίσης καθιστά τα συμπεράσματα της ΜΚ.7 ακροσφαλή.

 

        (ε) Η διάγνωση του μετατραυματικού στρες της ανήλικης μπορεί να οφείλεται σε πολλές αιτίες ή ακόμη στο ότι το παιδί δεν έζησε αλλά είδε το τραυματικό γεγονός της σεξουαλικής κακοποίησης. Επίσης ότι το εκπαιδευτικό ιστορικό το οποίο αναφέρεται στην έκθεση ψυχολογικής αξιολόγησης (Τεκμήριο 54, σελ. 5), ήτοι διάσπαση προσοχής, έλλειψη συγκέντρωσης και υπερκινητικότητα, χωρίς γνωστικές ελλείψεις, μπορεί να οφείλεται σε ΔΕΠΥ. 

 

        (στ) Εσφαλμένη αναφορά του Κακουργοδικείου στην απόφαση ότι δεν αμφισβητήθηκαν τα διαγνωστικά κριτήρια του DSM-5, τα οποία χρησιμοποίησε η Μ.Κ.7 για να αχθεί στο συμπέρασμα ότι η ανήλικη έπασχε από μετατραυματικό στρες συνδεόμενο με τα γεγονότα της σεξουαλικής κακοποίησης.

 

        (ζ) Τα συγγράμματα, επιστημονικά άρθρα και γενικές παρατηρήσεις και επιφυλάξεις της Μ.Υ.3 που έγιναν αποδεκτές από το Κακουργοδικείο, αποτελούν μαρτυρία αντικρουστική της Μ.Κ.7, με αποτέλεσμα να υπάρχει συγκρουόμενη αξιόπιστη μαρτυρία εμπειρογνωμόνων. Προς τούτο ο συνήγορος επικαλείται τα αποφασισθέντα στην Νετζιήπ ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 1. (βλ. και Ιωάννου ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 2011).

 

        Σε σχέση με την αξιολόγηση της Μ.Υ.3, ο Εφεσείων εισηγείται ότι εσφαλμένα το Κακουργοδικείο απέρριψε μέρος της μαρτυρίας της κατά παράβαση του νομολογιακά αναγνωρισμένου τρόπου αξιολόγησης της μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων, χωρίς να δώσει καμία αιτιολογία. Και ότι αυθαίρετα ή παρερμηνεύοντας τον νόμο αποφάσισε ότι η ειδικότητα της ΜΥ 3 δεν ήταν αναγνωρισμένη στη Δημοκρατία. Πέραν της εν λόγω γενικόλογης αναφοράς δεν συγκεκριμενοποιείται με παραπομπή στην πρωτόδικη απόφαση ή το μαρτυρικό υλικό ή τα πρακτικά της δίκης, ποια ήταν τα σφάλματα τα οποία αποδίδει στο Κακουργοδικείο, το οποίο έδωσε λεπτομερείς και σαφείς λόγους για την απόρριψη μέρους της μαρτυρίας της Μ.Υ.3 καθώς και για την αποδοχή του υπολοίπου μέρους της μαρτυρίας της, το οποίο αφορά γενικές παρατηρήσεις ή επιφυλάξεις κατά πόσο ένα παιδί έχει όντως κακοποιηθεί σεξουαλικά. Προσβάλλεται επίσης ως λανθασμένη η επισήμανση του Κακουργοδικείου (στη σελ. 50 της απόφασης), ότι «και οι δυο πλευρές είναι σύμφωνες, όπως και το Δικαστήριο, πως εφ’ όσον δεν αναγνωρίζεται στο δικαιϊκό μας σύστημα η ιδιότητα – ειδικότητα του δικαστικού ψυχολόγου, η ΜΥ.3 μόνο ως ψυχολόγος μπορεί να αντικριστεί». Το κατ΄ισχυρισμόν σφάλμα έγκειται στην αυθαίρετη και αναιτιολόγητη απόρριψη της ειδικότητας του δικαστικού ψυχολόγου.

 

        Έχουμε μελετήσει με προσοχή την αξιολόγηση της μαρτυρίας των εμπειρογνωμόνων από το Κακουργοδικείο (σελ. 50 - 65), ανατρέχοντας στα πρακτικά της δίκης και στα επιστημονικά τεκμήρια και άρθρα τα οποία κατατέθηκαν στη δίκη. Η βασική επιχειρηματολογία η οποία τέθηκε ενώπιον μας από τον ευπαίδευτο συνήγορο αποτελεί κατ’ ουσίαν επανάληψη των όσων προέβαλε ενώπιον του Κακουργοδικείου.

 

        Το Κακουργοδικείο εξέτασε τη μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων με γνώμονα τις καθιερωμένες νομολογιακές αρχές (βλ. Νικόλαου ν. Σταύρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 746, Το Δίκαιο της Απόδειξης, 2η έκδοση των Τ. Ηλιάδη και Ν.Γ. Σάντη σελ. 580 - 582, Harris [2005] EWCA Crim 1980, Archbold 2021, παρ. 10-53).

 

        Πρωτοδίκως δεν αμφισβητήθηκε η ειδικότητα της ΜΚ.7 ως κλινικής ψυχολόγου την οποία το Κακουργοδικείο ορθώς αποδέχτηκε βάσει των ενώπιον του στοιχείων, τουτέστιν του βιογραφικού και εμπειρίας της από τις θέσεις τις οποίες κατέχει ως επαγγελματίας κλινική ψυχολόγος. Αντεξεταζόμενη ερωτήθηκε κατά πόσο ο ρόλος της ήταν θεραπευτικός ή για να τερματίσει την σεξουαλική κακοποίηση στο οποίο απάντησε ουδείς εκ των δυο. Ο ρόλος της ως κλινική ψυχολόγος επικεντρωνόταν στην κλινική αξιολόγηση της ψυχικής κατάστασης της ανήλικης παραπονούμενης. Αναφορικά με την επιστημονική της γνώμη και τα συμπεράσματα σε σχέση με την ψυχολογική αξιολόγηση της ανήλικης, ως αυτά διατυπώθηκαν στην έκθεση και προφορική της μαρτυρία, το Κακουργοδικείο έκρινε ότι ήταν καθόλα πειστικά, προϊόν εφαρμογής των επιστημονικών κριτηρίων και της εμπειρίας της. Το υπό εξέταση περιστατικό αντιμετωπίστηκε με τη δέουσα προσοχή και σοβαρότητα, με πλήρη αντικειμενικότητα, αποστασιοποιημένη από τα επίδικα γεγονότα, αφήνοντας πολύ θετική εντύπωση τόσον για τον τρόπο που εργάστηκε όσον και για τη σαφήνεια με την οποία διατύπωσε τα συμπεράσματά της.

 

        Τονίστηκε επίσης «η απουσία αμφισβήτησης είτε του κύρους του Διαγνωστικού Εγχειριδίου DSM-5  το οποίο εφάρμοσε αλλά και της συνύπαρξης των διαγνωστικών κριτηρίων στα οποία στηρίχθηκε προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα της, ότι η ανήλικη  υπέστη μετατραυματικό στρες συνδεόμενο με τα γεγονότα της σεξουαλικής κακοποίησης, τα οποία η μητέρα της κατήγγειλε και η ανήλικη ανέφερε κατά τις συνεντεύξεις». Το Κακουργοδικείο επισήμανε ότι: «η Μ.Κ.7 δεν εξέφρασε την άποψη πως η ανήλικη ….. κακοποιήθηκε σεξουαλικά από τον κατηγορούμενο. Ως ξεκαθάρισε δεν ήταν αυτός ο στόχος της έρευνας της.  Ό,τι μας κατέθεσε είναι πως διαπίστωσε μετατραυματική διαταραχή και πως η σεξουαλική κακοποίηση γενικά, αποτελεί τραυματικό γεγονός». Με βάση την πάγια νομολογία δεν είναι επιτρεπτή η έκφραση γνώμης από εμπειρογνώμονα στο ύστατο ερώτημα του κατά πόσο όντως υπήρξε σεξουαλική κακοποίηση της παραπονούμενης ή σε σχέση με το αληθές των ισχυρισμών της (βλ. C v. R [2012] EWCA Crim. 1478, R v. SJ and MM [2019] EWCA Crim 1570, Rook and Ward onSexual Offences Law & Practice” 6th edn., 2021, παρ. 24.26, Το Δίκαιο της Απόδειξης των Τ. Ηλιάδη και Ν.Γ. Σάντη, 2η έκδοση, σελ. 603-605). Επομένως, ορθώς η ψυχολογική της αξιολόγηση της παραπονούμενης από την Μ.Κ.7 δεν επεκτάθηκε στο εν λόγω θέμα.  

 

        Σε σχέση με την αμφισβήτηση του κύρους του DSM-5 (Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών) (Τεκμήριο 57) το οποίο εφάρμοσε αλλά και της συνύπαρξης των διαγνωστικών κριτηρίων στα οποία στηρίχτηκε για να καταλήξει στο συμπέρασμα της περί ύπαρξης μετατραυματικού στρες της ανήλικης, διαφωνούμε με τον συνήγορο υπεράσπισης ότι υπήρξε από μέρους του αμφισβήτηση των διαγνωστικών κριτηρίων. Με κάθε σεβασμό φαίνεται να υπήρξε παρανόηση της σχετικής αναφοράς στην απόφαση, καθότι το Κακουργοδικείο αναφέρεται στα διαγνωστικά κριτήρια του εγχειριδίου DSM-5 για την ύπαρξη μετατραυματικού στρες, στα οποία αναφέρθηκε ειδικά η ΜΚ.7 στη μαρτυρία της, ενώ ο συνήγορος του Εφεσείοντος αναφέρεται στη μη χρήση των κατάλληλων ψυχομετρικών τεστ και διαγνωστικών εργαλείων από την ΜΚ.7 για να προβεί στη συγκεκριμένη διάγνωση, το οποίο άπτεται της χρήσης κατάλληλης επιστημονικής μεθόδου.

 

        Αναφορικά με τη χρήση της κατάλληλης επιστημονικής μεθοδολογίας, η Μ.Κ.7 ήταν σαφής ότι σε καμία αξιολόγηση δεν καταγράφεται αυτολεξεί το περιεχόμενο των συναντήσεων ούτε μαγνητοσκοπούνται, υπάρχουν όμως οι σημειώσεις στις οποίες καταγράφονται οι εκτιμήσεις και λεπτομέρειες των συναντήσεων. Οι δε αρχικές χειρόγραφες σημειώσεις μεταφέρονται στον ηλεκτρονικό υπολογιστή και στη συνέχεια καταστρέφονται. Οι ηλεκτρονικές σημειώσεις δόθηκαν στην Υπεράσπιση και κατατέθηκαν στη δίκη (Τεκμήριο 59). Η μέθοδος η οποία χρησιμοποιήθηκε ήταν ημιδομημένη συνέντευξη, κλινική παρατήρηση και αναπτυξιακό και οικογενειακό ιστορικό. Η ημιδομημένη συνέντευξη «σημαίνει ότι υπάρχουν κάποιες ανοιχτού τύπου ερωτήσεις που ο επαγγελματίας έχει στο μυαλό του, όμως δεν είναι πλήρως δομημένη συζήτηση. Δηλαδή όλες οι ερωτήσεις να έχουν συγκεκριμένη δομή και με αυτόν τον τρόπο δίνεται χώρος και στο παιδί να εκφράσει αυτά που θέλει αλλά και στον επαγγελματία να ρωτήσει κάποια πράγματα με ανοιχτές ερωτήσεις που χρειάζεται για την αξιολόγηση του».

 

        Η Μ.Κ.7 εξήγησε στη μαρτυρία της ότι δεν χρησιμοποιήθηκε ψυχομετρικό τεστ για αξιολόγηση της προσωπικότητας της ανήλικης καθότι η προσωπικότητα θεωρείται ένα στοιχείο το οποίο παγιώνεται κατά την ενηλικίωση και επομένως αποφεύγεται η αξιολόγηση με ψυχομετρικό εργαλείο προσωπικότητας παιδιού. Η διαδικασία την οποία ακολούθησε για την ψυχολογική αξιολόγηση της ανήλικης είναι αυτή που ακολουθείται σε όλες τις περιπτώσεις στο Σπίτι του Παιδιού, στις οποίες δεν γίνεται μαγνητοσκόπηση της διαδικασίας. Τα πρότυπα τα οποία ακολουθούνται είναι αυτά που εφαρμόζονται σε Σπίτια του Παιδιού σε άλλες χώρες, αλλά και πρότυπα τα οποία εγκρίνουν οι διάφοροι σύλλογοι και σύνδεσμοι ψυχολόγων. Στη βάση αυτών διενεργήθηκαν οι συγκεκριμένες συναντήσεις με την ανήλικη. Δεν γίνεται δικανική συνέντευξη για να εξακριβωθεί κατά πόσο τα όσα ισχυρίζεται το παιδί είναι αληθή, πέραν από την διακρίβωση του κατά πόσο αντιλαμβάνεται τη διαφορά μεταξύ αλήθειας και ψέματος.

 

        Απαντώντας σε υποβολή ότι θα έπρεπε να είχε προβεί σε οπτικογραφημένη  συνέντευξη ή να κρατήσει ακριβείς σημειώσεις με τους διαλόγους που είχε με την ανήλικη, εν είδει πρακτικών, η Μ.Κ.7 διαφώνησε, αναφέροντας ως μερικούς από τους βασικούς λόγους που αποφεύγονται τέτοιες διαδικασίες επαγγελματικά και επιστημονικά, το ότι κατά τη διάρκεια της αξιολόγησης το παιδί χρειάζεται να είναι σε μέρος που νοιώθει ασφάλεια και άνετα. Ανάφερε ότι «η διαδικασία της οπτικογραφημένης κατάθεσης είναι ένα πολύ ιδιαίτερο πλαίσιο και περιβάλλον όπου πιθανόν το παιδί να μην εκφράσει όλες τις πτυχές του εαυτού του». Πρόκειται για διαδικασία η οποία έχει χρησιμοποιηθεί και έχει γίνει μέχρι τούδε αποδεκτή από όλες τις εμπλεκόμενες υπηρεσίες και όλους τους εμπλεκόμενους φορείς. Σε σχέση με το κατά πόσο τα συμπτώματα τα οποία η ανήλικη παρουσίασε οφείλονται σε ΔΕΠΥ και ΕΑΔΣΙ (Ειδικές Αναπτυξιακές Διαταραχές Σχολικών Ικανοτήτων), η Μ.Κ.7 εξήγησε ότι για παιδιά στα οποία υπάρχει υπόνοια κάποιας κακοποίησης ή παρουσιάζουν διαταραχή μετατραυματικού στρες «δεν μπορούμε να βγάλουμε για παράδειγμα τη διάγνωση της ελλειμματικής προσοχής εάν δεν έχουμε διερευνήσει το κομμάτι της διαταραχής μετατραυματικού στρες».

 

        Σε ό,τι αφορά τα ABE Guidelines τα οποία επικαλείται ο συνήγορος του Εφεσείοντος προς υποστήριξη της θέσης για αναγκαιότητα οπτικογραφημένης συνέντευξης της ανήλικης από την Μ.Κ.7, επισημαίνουμε ότι αυτά δεν εφαρμόζονται σε συνεντεύξεις αξιολόγησης του θύματος από ψυχολόγο ή ψυχίατρο, ως προκύπτει σαφώς από την παράγραφο 2.64, όπου αναφέρεται: “…Where assessment interviews with a psychiatrist or a psychologist or take  place, their primary purpose is to inform the childcare planning process. For that reason, they should not resemble interviews conducted in accordance with this guidance…”.

 

        Εν όψει της ως άνω μαρτυρίας, και λαμβανομένων υπόψη των εμπεριστατωμένων απαντήσεων και τοποθετήσεων της Μ.Κ.7 σε σχέση με το περιεχόμενο επιστημονικών συγγραμμάτων και άρθρων, πράγμα το οποίο υπογραμμίζεται στην πρωτόδικη απόφαση, είμαστε της γνώμης ότι ορθώς εκρίθη ότι η εμπειρογνώμονας χρησιμοποίησε αποδεκτή και ασφαλή επιστημονική μεθοδολογία για να αχθεί στα συμπεράσματα της.

 

        Το Κακουργοδικείο ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη θέση της Υπεράσπισης, η οποία επαναλήφθηκε ενώπιον μας, ότι η Μ.Κ.7 ενήργησε αντιεπιστημονικά όταν έδωσε οδηγίες στη μητέρα της ανήλικης να γράφει ότι θυμόταν σε χαρτάκι όποτε θυμόταν κάτι με αποτέλεσμα να προκύψουν τα γραπτά σημειώματα (Τεκμήρια 22-26) σε μη ελεγχόμενο περιβάλλον, υπό συνθήκες οι οποίες δημιουργούν ερωτηματικά κατά πόσο τα γραφόμενα προέρχονται από την ανήλικη. Μετά από ενδελεχή αξιολόγηση κάθε στοιχείου το οποίο τέθηκε ενώπιον του, το Κακουργοδικείο απέρριψε τη σχετική εισήγηση, κρίνοντας ότι το πιο πάνω γεγονός δεν επηρεάζει την αντικειμενικότητα του τρόπου με τον οποίο ενήργησε η Μ.Κ.7, για τους εξής λόγους (σελ. 53-54):

 

          «Πρώτο, επειδή η σχετική οδηγία δεν ήταν επιλογή της Μ.Κ.7 ως μέρος της αξιολόγησης της ανήλικης αλλά επιλογή ανάγκης, όταν της τηλεφωνούσε η μητέρα της ανήλικης και της έλεγε πως η τελευταία της αποκάλυπτε πράγματα τα οποία η μητέρα δεν γνώριζε πως να διαχειριστεί.  Επομένως η επιλογή, ορθά ως κρίνουμε, ήταν αναπόφευκτη υπό τις περιστάσεις,  με τον τρόπο δε αυτό, ως εξήγησε η Μ.Κ.7, επιτυγχανόταν αφενός η αποφυγή συζήτησης των όποιων σχετικών γεγονότων μεταξύ της μητέρας και της ανήλικης, αφετέρου το παιδί θα σημείωνε κάπου αυτά που θυμόταν και θα τα παρουσίαζε στην Μ.Κ.7 σε μεταγενέστερο στάδιο, και δη σε επόμενη συνεδρίαση.  Δεύτερο είναι πολύ σημαντικό να παρατηρήσουμε πως η Μ.Κ.7 έχει ξεκαθαρίσει πως δεν έλαβε υπόψη της αυτά τα χαρτάκια - Τεκμήρια 22-26 - για την αξιολόγηση της ανήλικης, αντικείμενο με το οποίο ασχολήθηκε, ως ανέφερε ουκ ολίγες φορές ενώπιον μας, και δεν διερεύνησε κατά πόσο το παιδί έχει κακοποιηθεί, κατά τον τρόπο που της αφηγήθηκε, αφού δεν ήταν αυτός ο στόχος της».

 

        Άλλη συναφής εισήγηση της Υπεράσπισης ήταν ότι η Μ.Κ.7 παραπλανήθηκε κατόπιν παραπληροφόρησης από τη μητέρα της ανήλικης, και ως εκ τούτου τα συμπεράσματα της ήταν ακροσφαλή. Το  Κακουργοδικείο ορθώς απέρριψε την εισήγηση ως αβάσιμη καθότι ήταν ξεκάθαρο από τη μαρτυρία της εμπειρογνώμονος ότι η ψυχολογική αξιολόγηση της ανήλικης δεν στηρίχθηκε στα λεγόμενα της μητέρας της.

 

        Δεν συμφωνούμε επίσης ότι τα συγγράμματα, επιστημονικά άρθρα και γενικές παρατηρήσεις και επιφυλάξεις της Μ.Υ.3 που έγιναν αποδεκτές από το Κακουργοδικείο, αποτελούν μαρτυρία η οποία βρίσκεται σε αντινομία με αυτή της Μ.Κ.7, με αποτέλεσμα να υπάρχει συγκρουόμενη αξιόπιστη μαρτυρία εμπειρογνωμόνων. Σε σχέση με τις γενικές παρατηρήσεις και επιφυλάξεις της Μ.Υ.3 ως προς την κατάληξη κατά πόσο ένα παιδί έχει κακοποιηθεί σεξουαλικά, το Κακουργοδικείο διευκρίνισε ότι τις εκλαμβάνει ως προειδοποιήσεις για την ανάγκη ιδιαίτερα αυξημένης προσοχής πριν καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα σε ό,τι αφορά τα ουσιώδη πραγματικά γεγονότα, «κυρίως στο μείζον ερώτημα κατά πόσο η ανήλικη έτυχε σεξουαλικής κακοποίησης». Αναφορικά δε με τα άρθρα και συγγράμματα τα οποία κατατέθηκαν ως τεκμήρια, ως έχουμε ήδη αναφέρει, ξεκαθαρίζεται στην απόφαση ότι το περιεχόμενο τους «αποτελεί γενική καθοδήγηση στην κατάληξη των ευρημάτων και συμπερασμάτων μας, δεν είναι ικανό όμως από μόνο του να καθορίσει από μόνο του το αποτέλεσμα είτε των ευρημάτων είτε των συμπερασμάτων για την παρούσα υπόθεση».

 

        Στρεφόμενοι στην απόρριψη μέρους της μαρτυρίας της Μ.Υ.3 κρίνουμε ότι αυτή ήταν καθόλα ορθή και σύμφωνη με τον τρόπο αξιολόγησης της μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων για τους λόγους που εξηγεί το Κακουργοδικείο λεπτομερώς στην απόφαση του. Σχετικό είναι το κάτωθι απόσπασμα (σελ. 55):

 

          «Οφείλουμε ωστόσο στη συνέχεια να διατυπώσουμε την ισχυρή αντίληψη μας πως η Μ.Υ.3, ούσα επηρεασμένη από το χώρο όπου ασκεί τη δραστηριότητα και την έρευνα  της, ήτοι στην Ελλάδα, διαφάνηκε να λειτούργησε κατά τρόπο που το δικαϊκό μας σύστημα δεν αναγνωρίζει και δεν επιτρέπει σε ειδικότητα δικαστικού ψυχολόγου, να προβεί σε επιμέρους συμπεράσματα που άπτονται ζητημάτων η επιλύση των οποίων ανήκει αποκλειστικά στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, όπως έπραξε η Μ.Υ.3, ως θα υποδείξουμε πιο κάτω.  Έστω και αν δεν διατυπώνει τελικό συμπέρασμα, σε διάσπαρτα σημεία της έκθεσης της διατυπώνει άποψη, για ζητήματα αξιολόγησης μαρτύρων της υπόθεσης, κυρίως της ανήλικης και της μητέρας της, δίδοντας χαρακτηρισμούς βασιζόμενη, προφανώς, στο γεγονός ότι άκουσε και τη μαρτυρία τους εφ΄ όσον της επιτράπηκε να βρίσκεται στην αίθουσα κατόπιν αιτήματος της υπεράσπισης.  Ως και η ίδια μας εξήγησε, στην Ελλάδα, η μαρτυρία του δικαστικού ψυχολόγου αποσκοπεί στη διατύπωση γνώμης ή άποψης σε ζητήματα που άπτονται ερωτημάτων που το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί.  Κάτι τέτοιο όμως δεν είναι επιτρεπτό στην κυπριακή πρακτική και δικονομία, ως το ζήτημα ξεκαθαρίστηκε στην υπόθεση Νικολάου ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 390. Είναι προφανές πως η Μ.Υ.3 δεν παρέμεινε αποστασιοποιημένη από το ρόλο που διαδραματίζει όταν έχει να ετοιμάσει τεχνική έκθεση στις περιπτώσεις καταγγελίας σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού στην Ελλάδα».

 

        Στην απόφαση αναφέρονται και άλλα επιμέρους συμπεράσματα της Μ.Υ.3 τα οποία στηρίζονταν σε αναπόδεικτες υποψίες, όπως ο λόγος για τον οποίο η ανήλικη έβλεπε εφιάλτες, για το οποίο υπήρξε σαφής μαρτυρία από την Μ.Κ.7, ή ότι η ανήλικη ζούσε σε ένα τοξικό περιβάλλον χωρίς έλεγχο και φίλτρο από τη μητέρα της, θέση την οποία η ανήλικη αντεξεταζόμενη «απέρριψε κατηγορηματικά, απαντώντας ευθέως, λέγοντας πως η μόνη φορά  που είδε εικόνες σεξουαλικού περιεχομένου ήταν όταν της έδειχνε στο κινητό του ο κατηγορούμενος» (σελ. 62).

 

        Τέλος, δεν συμφωνούμε ότι η μη αποδοχή της ειδικότητας της δικαστικής ψυχολόγου για την Μ.Υ.3 και ότι μόνο ως ψυχολόγος είναι επιτρεπτό να αντικριστεί, ήταν εσφαλμένη ή αυθαίρετη. Ούτε αυτό επηρέασε την αξιολόγηση της Μ.Υ.3 ή έδωσε προβάδισμα η πλεονέκτημα στην Μ.Κ.7 επειδή είναι κλινική ψυχολόγος, ως καθίσταται σαφές στην απόφαση.

 

        Υπό το φως των ανωτέρω οι λόγοι έφεσης 6 και 10 απορρίπτονται ως αβάσιμοι.

 

(IXΗ αξιολόγηση της μαρτυρίας του Εφεσείοντος

 

        Με τον τρίτο και έβδομο λόγο έφεσης προσβάλλεται η απόρριψη της μαρτυρίας του Εφεσείοντος ως αναξιόπιστης. Tα κατ’ ισχυρισμό σφάλματα έγκεινται στο ότι: (α) η αξιολόγηση της μαρτυρίας έγινε κατά παράβαση των καθιερωμένων νομολογιακών αρχών, (β) υπήρξε άδικη, λανθασμένη και μεροληπτική, δίνοντας ενίοτε έμφαση σε άσχετα με την υπόθεση γεγονότα, (γ) εσφαλμένα αποδέχτηκε μαρτυρία υποστηρικτική της σεξουαλικής κακοποίησης της ανήλικης, και (δ) αντέστρεψε το βάρος απόδειξης για την προσαγωγή μαρτυρίας την οποία όφειλε να παρουσιάσει η κατηγορούσα αρχή. Σε σχέση με τα δυο τελευταία ο Εφεσείων επαναλαμβάνει κατ’ ουσίαν την επιχειρηματολογία την οποία αναπτύσσει στο πλαίσιο του δεύτερου και τέταρτου λόγου έφεσης. Οι θέσεις του εξετάστηκαν και απορρίφθηκαν ως αβάσιμες για τους λόγους που εκεί εξηγήσαμε. Για τους ίδιους λόγους απορρίπτουμε τις ταυτόσημες εισηγήσεις τις οποίες προβάλλει. Έχουμε εξετάσει προσεκτικά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Εφεσείοντος και κρίνουμε ότι δεν παρέχεται περιθώριο επέμβασης. Ούτε υπάρχει οτιδήποτε στην αξιολόγηση το οποίο δεικνύει ή αφήνει να νοηθεί την ύπαρξη προκατάληψης εναντίον του. Η αξιολόγηση ήταν καθόλα αιτιολογημένη, ισορροπημένη και δίκαιη.

 

        Ειδικότερα ο Εφεσείων παραπονείται ότι το Κακουργοδικείο έλαβε υπόψη μαρτυρία η οποία ήταν άσχετη με τα επίδικα θέματα, παραπέμποντας σε απόσπασμα από την απόφαση  στην οποία αξιολογείται η μη αντίκρουση της εν γένει συμπεριφοράς του έναντι της ανήλικης σε θέματα μη σεξουαλικής φύσης. Δεν συμφωνούμε ότι επρόκειτο για άσχετη μαρτυρία. Η μαρτυρία αυτή ήταν υποστηρικτική του γενικού φόβου ο οποίος διακατείχε την ανήλικη από την συμπεριφορά του απέναντι της το οποίο άπτεται της καθυστερημένης υποβολής παραπόνου. Επίσης αντέκρουε τη θέση του Εφεσείοντος ότι η συμπεριφορά του απέναντι της «ήταν προϊόν έκφρασης αγάπης ή στοργής στην προσπάθεια του να την συνετίσει, ως άφησε να νοηθεί από λανθασμένες συμπεριφορές».

 

        Αναφορικά με την κατ’ ισχυρισμό μεροληπτική προσέγγιση της μαρτυρίας, ο Εφεσείων επικαλείται στο διάγραμμα του τρία αποσπάσματα από την απόφαση ήτοι:

 

        (α) «Φρονούμε πως προσπάθησε επίσης να μας εντυπωσιάσει θετικά, ανεπιτυχώς βέβαια, λέγοντας «συγνώμη για την έκφραση» όταν αναφέρθηκε στο γεγονός ότι η μητέρα του είχε πει πως έμαθε ότι ήταν «με γκόμενα»» (σελ. 113), και 

 

          (β) “….Φρονούμε πως ο κατηγορούμενος είχε δισταγμούς να εισέλθει σε γάμο με την Μ.Κ.6, μάλλον ήθελε η σχέση τους να παραμείνει στο επίπεδο που ήταν, ικανοποιώντας τις επιθυμίες του και μέχρι του χρονικού σημείου  που θα τις «εξυπηρετούσε» η μητέρα και δεν ήθελε πιο σοβαρή δέσμευση.  Άλλωστε ο κατηγορούμενος είναι αδιαμφισβήτητα ένα έξυπνο άτομο, κατανοούσε πως ήταν ενδεχόμενο να αποκαλυφθεί η σεξουαλική του δραστηριότητα, ως πιο φιλελεύθερη (αναφερόμαστε στη μαρτυρία του ότι πήγαν με τη Μ.Κ.6 σε μαγαζί στην Πάφο όπου γίνεται ανταλλαγή συντρόφων) και ως τέτοια δεν θα ήταν αποδεκτή από το οικογενειακό περιβάλλον της Μ.Κ.6, ξεκαθαρίζοντας βέβαια πως εκ μέρους μας δεν δικαιολογείται δημιουργία αρνητικής εικόνας, εφ΄ όσον ως ενήλικες προέβαιναν, μαζί με τη μητέρα της ανήλικης …., στις δικές τους σεξουαλικές επιλογές» (σελ. 110).

 

          (γ) «Κατανοούμε πως ο κατηγορούμενος βρισκόταν σε κατάσταση άγχους κατά την ένορκη μαρτυρία του, με έκδηλα στοιχεία, ωστόσο ως και ο ίδιος στην κατάθεση του - Τεκμήριο 20 - ανέφερε δεν είχε τίποτε να φοβηθεί, επομένως η εκδήλωση τέτοιου άγχους και νευρικότητας  παρέμεινε ενώπιον μας ανεξήγητη.  Βεβαίως δεν έχουμε επικεντρωθεί σ΄ αυτά τα εξωτερικά γνωρίσματα.  Προφανώς τα κριτήρια αξιολόγησης απαιτούν πολύ προσεκτική και σύνθετη διεργασία.  Το περιεχόμενο  της μαρτυρίας του, στο βαθμό που θεωρούμε αναγκαίο να αναφερθούμε στη συνέχεια, υποστηρίζει τη δημιουργία αρνητικής εικόνας ως προς την αξιοπιστία του κατηγορούμενου.  Εξηγούμαστε στη συνέχεια αναλυτικά και  συγκεκριμένα» (σελ. 107)».

[υπογράμμιση δική μας]

 

        Το υπογραμμισμένο μέρος είναι αυτό το οποίο με κάθε σεβασμό,  παραλείπεται στα αποσπάσματα στα οποία παραπέμπει ο Εφεσείων. Δεν θεωρούμε ότι τα εν λόγω αποσπάσματα δεικνύουν την ύπαρξη προκατάληψης εναντίον του. Το πρώτο δεν πρέπει να ιδωθεί αποσπασματικά αλλά στο πλαίσιο της γενικότερης παρατήρησης του Κακουργοδικείου στην προηγηθείσα παράγραφο, ότι: «Έχοντας παρακολουθήσει τον κατηγορούμενο καθ΄ όλη τη διάρκεια της μαρτυρίας του δεν εισπράξαμε γνησιότητα και αυθεντικότητα στο λόγο του.  Κανένα στοιχείο υπήρξε το οποίο να χαρακτηρίζει τη μαρτυρία του ως αφήγηση βιωματικών περιστατικών. Περισσότερο το ύψος και ο τρόπος που κατέθεσε έκλειναν προς στην ενίσχυση της μαρτυρίας της γιαγιάς της ανήλικης ότι πρόκειται για διπλοπρόσωπο άτομο». Παραπονείται επίσης ο Εφεσείων για την αναφορά σε «διπλοπρόσωπο άτομο» ως περαιτέρω ένδειξη μεροληπτικής αντιμετώπισης. Διαφωνούμε. Επρόκειτο για την αξιολογική κρίση του Κακουργοδικείου μετά από προσεκτική εξέταση του συνόλου της μαρτυρίας του Εφεσείοντος. Σε ό,τι δε αφορά το δεύτερο κατά σειρά απόσπασμα, αναφέρεται ρητά ότι το Κακουργοδικείο δεν δημιούργησε αρνητική εικόνα για τις σεξουαλικές επιλογές του Εφεσείοντος. Με τον ίδιο φακό αντικρίστηκε και η μαρτυρία της μητέρας (σελ. 68). Σχετικά με το τρίτο, είναι προφανές ότι το Κακουργοδικείο δεν περιορίστηκε στα εξωτερικά γνωρίσματα της συμπεριφοράς του Εφεσείοντος όταν κατέθετε, αλλά επικεντρώθηκε στο περιεχόμενο της μαρτυρίας του, ως προκύπτει σαφώς από το σύνολο της αξιολόγησης.

 

        Υπό το φως των ανωτέρω οι λόγοι έφεσης 3 και 7 απορρίπτονται ως ανεδαφικοί.

 

(X) H αξιολόγηση της μαρτυρίας του πατριού του Εφεσείοντος

 

        Με τον ενδέκατο λόγο έφεσης προσβάλλεται η ορθότητα της αξιολόγησης του πατριού του Εφεσείοντος (Μ.Υ.5). Το Κακουργοδικείο αναφέρει ότι σύμφωνα με τη μαρτυρία του ο πατριός ζούσε στην Ελλάδα και δεν είχε γνώση των όσων αφορούσαν τα επίδικα θέματα. Το ότι δεν αντιλήφθηκε πως υπήρχε κάτι το ύποπτο κατά τις λίγες συναντήσεις που υπήρξαν με το ζεύγος και την ανήλικη δεν προκαλούσε εντύπωση ούτε ήταν δυνατόν να προσδοθεί κάποια βαρύτητα σε αυτή τη μαρτυρία, «αφού ουδείς θα ανέμενε να κάνει κάτι ο κατηγορούμενος μπροστά σε άλλα πρόσωπα». Προκάλεσε αρνητική εντύπωση το ότι ήταν απόλυτος πως μόνο ο κατηγορούμενος πλήρωνε για τα έξοδα συμβίωσης του ζευγαριού, ενώ ο ίδιος ο κατηγορούμενος ανέφερε στη μαρτυρία του ότι συνεισέφερε και η Μ.Κ.6 στα έξοδα. Εφόσον η μαρτυρία του Εφεσείοντος απορρίφθηκε ως αναξιόπιστη, ο συνήγορος του Εφεσείοντος εισηγείται ότι εσφαλμένα γίνεται επίκληση της μαρτυρίας του, εφόσον συμφώνως της νομολογίας, αναξιόπιστη μαρτυρία δεν αποτελεί αποδεικτικό υλικό. Στην πραγματικότητα όμως η συγκεκριμένη αναφορά στο πλαίσιο που έγινε και υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης συνιστούσε δήλωση εναντίον συμφέροντος και λήφθηκε υπόψη ως στοιχείο κατά της αξιοπιστίας του.

 

        Εκφράστηκε επίσης με απόλυτη βεβαιότητα πως ο Εφεσείων μεγάλωνε την ανήλικη με τον ίδιο τρόπο που τον μεγάλωσε ο ίδιος. Επ’ αυτού πολύ ορθά παρατηρείται στην απόφαση ότι δεν μπορεί να αγνοηθεί ο τρόπος με τον οποίο η ανήλικη περιέγραψε την εν γένει συμπεριφορά του Εφεσείοντος σε θέματα μη απτόμενα της σεξουαλικής παρενόχλησης, όταν αυτή τον φοβόταν, το οποίο δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση της ανήλικης, και επίσης έγινε αντιληπτό από τη γιαγιά της (Μ.Κ.4). Ο Εφεσείων παραπονείται επίσης ότι εσφαλμένα αναφέρεται στην απόφαση ότι θα ήταν ακροσφαλές να αποδεχτεί τις υπόλοιπες μη πειστικές τοποθετήσεις του Μ.Υ.5, και πως ακόμη και αν γίνονταν αποδεκτές «δεν δικαιολογούν την απόδειξη γεγονότων ικανών να αναχαιτίσουν τη μαρτυρία της ανήλικης».

 

        Ιδιαίτερη έμφαση δίδεται από τον συνήγορο στη μαρτυρία του Μ.Υ.5, ότι ο Εφεσείων και η μητέρα της ανήλικης προγραμμάτιζαν να τελέσουν γάμο, χωρίς όμως να οριστεί συγκεκριμένη ημερομηνία. Περί τούτου ο Μ.Υ.5 αναφέρθηκε σε ανάρτηση της μητέρας στο Facebook μια περίπου εβδομάδα πριν τις 10.5.2019, ως προκύπτει από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 108, το οποίο είναι δέσμη εκτυπωμένων μηνυμάτων τα οποία αντάλλαξε κατ΄ισχυρισμό ο Μ.Υ.5 με την μητέρα της ανήλικης. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται σε φερόμενο μήνυμα ημερομηνίας 13.5.2029, όπου η Μ.Κ.6 φαίνεται να ερωτά τον Μ.Υ.5 αν μίλησε  με τον Εφεσείοντα. Τούτο, εισηγείται, επιμαρτυρεί την από μέρους της διαπραγμάτευση της σχέσης. Στο σημείο αυτό υπογραμμίζεται ότι συμφώνως της προαναφερθείσας νομολογίας, η μαρτυρία των μηνυμάτων δεν θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη εφόσον δεν υποβλήθηκε στη μητέρα κατά την αντεξέταση για να τοποθετηθεί, χωρίς την ύπαρξη βάσιμης δικαιολογίας. Ούτε τα όσα προφορικώς ανέφερε ο μάρτυς για τις επικοινωνίες του με την Μ.Κ.6, της υποβλήθηκαν κατά την αντεξέταση. Αντιθέτως, ο Μ.Υ.5 δέχτηκε αντεξεταζόμενος ότι έδωσε τις εν λόγω συνομιλίες στον συνήγορο υπεράσπισης πριν την έναρξη της δικαστικής διαδικασίας , το οποίο καθιστούσε την αντεξέταση της επ’ αυτών ευλόγως αναμενόμενη. Γενικώς, δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην κρίση του Κακουργοδικείου για την αναξιοπιστία του μάρτυρα που θα δικαιολογούσε τη δική μας παρέμβαση.

 

        Υπό το φως των ανωτέρω ο ενδέκατος λόγος έφεσης κρίνεται ανεδαφικός.

 

(XIΓενικά περί της αξιολόγησης

 

        Με τον όγδοο και δωδέκατο λόγο έφεσης προσβάλλεται γενικά ο τρόπος αξιολόγησης της μαρτυρίας, επειδή: (α) το Κακουργοδικείο παρέλειψε να ασχοληθεί με ουσιαστικές πτυχές της μαρτυρίας, ότι έδωσε έμφαση σε άσχετη μαρτυρία και παρερμήνευσε μαρτυρία απαλλακτική για τον Εφεσείοντα (8ος λόγος), και (β) η αξιολόγηση ήταν κατ’ ισχυρισμό μεροληπτική στον βαθμό και έκταση που απερρίφθη όλη η μαρτυρία που αντέκρουε την παραπονούμενη, λαμβάνοντας ως δεδομένη την αξιοπιστία της.

 

        Διαφωνούμε. Από το σύνολο της απόφασης προκύπτει ακριβώς το αντίθετο. Το Κακουργοδικείο αξιολόγησε την μαρτυρία με τη μέγιστη δυνατή προσοχή ασχολούμενο ενδελεχώς και εξονυχιστικά με όλες τις ουσιαστικές πτυχές της μαρτυρίας. Η κρίση του για αποδοχή και απόρριψη της ενώπιον του μαρτυρίας, υπήρξε αντικειμενική, αιτιολογημένη, και ορθολογιστική, ακολουθώντας διαλεκτική προσέγγιση. Η μαρτυρία της παραπονούμενης δεν χρησιμοποιήθηκε ως μέτρο κρίσης και ελέγχου της αξιοπιστίας άλλων μαρτύρων, αλλά αξιολογήθηκε συγκρινόμενη με την υπόλοιπη μαρτυρία. Γενικώς, η κρίση του Κακουργοδικείου επί της αξιολόγησης, δεν περιορίστηκε στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα ξεχωριστά αλλά αντιπαραβλήθηκε και αξιολογήθηκε επί του συνόλου της μαρτυρίας η οποία παρουσιάστηκε από τις δυο πλευρές (βλ. μεταξύ άλλων, Σκορδέλλη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 436).

 

        Υπό το φως των ανωτέρω οι πιο πάνω λόγοι έφεσης κρίνονται ανεδαφικοί.

 

(ΧΙI) Αντιφατικές ετυμηγορίες

 

        Με τον δέκατο τρίτο λόγο έφεσης ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι υπήρξαν αντιφατικές ετυμηγορίες του Κακουργοδικείου ένεκα σύγκρουσης των ευρημάτων τα οποία καταγράφονται στην καταδικαστική απόφαση και στην απόφαση επιβολής ποινής. Στο διάγραμμα αγόρευσης δεν αναπτύσσεται επιχειρηματολογία επεξηγηματική των αντιφάσεων τις οποίες επικαλείται ο Εφεσείων, με αποτέλεσμα ο λόγος αυτός να στερείται ουσιώδους αιτιολογίας. Πέραν τούτου έχουμε αντιπαραβάλει τα ευρήματα που καταγράφονται στις δυο αποφάσεις και δεν διαπιστώνουμε οποιαδήποτε αντίφαση. Περιπλέον επισημαίνεται ότι και να υπήρχε αντίφαση τούτο δεν εγείρει ζήτημα αντιφατικής ετυμηγορίας η οποία καθιστά την καταδικαστική απόφαση ακροσφαλή. Τέτοιο ζήτημα εγείρεται όταν για παράδειγμα η καταδικαστική ετυμηγορία επί συγκεκριμένης κατηγορίας βρίσκεται σε αντινομία με την αθωωτική ετυμηγορία του δικαστηρίου σε άλλη κατηγορία (βλ. Durante (1972) 56 Cr. App. R. 708, CA, De Jesus [2016] EWCA Crim. 550], ή όταν υπάρχει ταυτόχρονα καταδίκη επί κατηγοριών οι οποίες τέθηκαν σε διαζευκτική βάση (McKechnie, Gibbons and Dixon (1992) 94 Cr. App. R. 51, CA, Archbold 2021, par. 7-70 - 7-72). Σε περίπτωση που υπήρχε διάσταση ή αντίφαση μεταξύ των ευρημάτων που καταγράφονται στην καταδικαστική απόφαση και στην απόφαση επιβολής ποινής, τούτο ενδεχομένως θα συνιστούσε λόγο για επέμβαση στην ποινή λόγω σφάλματος επί των γεγονότων.

 

        Υπό το φως των ανωτέρω ο δέκατος τρίτος λόγος κρίνεται ανεδαφικός 

 

ΟΙ ΕΦΕΣΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ

 

        Με τον δέκατο πέμπτο λόγο έφεσης ο Εφεσείων προσβάλλει την ποινή ως αποτέλεσμα σφάλματος αρχής υποστηρίζοντας ότι το Κακουργοδικείο δεν προσέδωσε τη δέουσα σημασία στους ελαφρυντικούς παράγοντες ενώ έλαβε υπόψη επιβαρυντικούς παράγοντες χωρίς να υφίστανται. Εισηγείται επίσης ότι η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική καθότι αποκλίνει ουσιωδώς από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία. Από την άλλη με ξεχωριστή έφεση ο Γενικός Εισαγγελέας προσβάλλει την ποινή ως έκδηλα ανεπαρκή θεωρώντας ότι το Κακουργοδικείο προσέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στους ελαφρυντικούς παράγοντες. 

 

        Έχουμε διέλθει με προσοχή την απόφαση επιβολής ποινής και με κάθε σεβασμό θεωρούμε πως και οι δυο εφέσεις στερούνται βάσης.

 

Είναι πολύ καλά γνωστές οι αρχές βάσει των οποίων το Εφετείο επεμβαίνει στην επιβληθείσα ποινή. Συγκεφαλαιώνονται στο κάτωθι απόσπασμα από την υπόθεση Κυπρίζογλου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 53/17 κ.ά., ημερ. 15.12.2017:

 

          «Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής. (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993) 2 Α.Α.Δ. 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 Α.Α.Δ. 686, Χρίστου Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 130/2013 ημερ. 16.5.2014 και Αναστάσιος Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 222/2014, ημερ. 25.11.2015».

 

        Στην απόφαση υπογραμμίζεται η σοβαρότητα των αδικημάτων για τα οποία κρίθηκε ένοχος ο Εφεσείων, προκύπτουσα από τη δια βίου μέγιστη προβλεπόμενη ποινή για τα αδικήματα των κατηγοριών 1, 2, 11, 12, 31, 32, 42, 43, και 52-55, βάσει των σχετικών διατάξεων του Ν.91(Ι)/2014, η οποία εκφράζει την κοινωνική απαξία για εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας παιδιών κάτω των 13 ετών. Η ανάγκη επιβολής αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών σε τέτοιας φύσης αδικήματα έχει κατ’ επανάληψη τονιστεί μέσα από τη νομολογία. Σχετικό είναι το κάτωθι απόσπασμα από την Λευκαρίτης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 135/14 (σχ. με 138/14), ημερ. 22/11/2016:

 

          «Σεξουαλικής φύσης αδικήματα τιμωρούνται από τα δικαστήρια με αποτρεπτικές ποινές, σε μια προσπάθεια καταστολής τους, τόσο επειδή στρέφονται και προσβάλλουν τα ήθη γενικά, όσο και επειδή προσβάλλουν και συνθλίβουν την προσωπικότητα των θυμάτων (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Κυριάκου (2008) 2 Α.Α.Δ. 562). Ανάλογα με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, η ποινή μπορεί να είναι ιδιαίτερα αυστηρή. Όταν στρέφονται κατά νεαρών προσώπων, τα οποία δεν έχουν ακόμη ολοκληρωμένη και ορθή αντίληψη για τη σεξουαλική πτυχή της ζωής ούτε σταθερές δυνάμεις αντίστασης, τα αδικήματα αυτά καθίστανται ιδιαίτερα σοβαρά...».

 

        (βλ. και Γενικός Εισαγγελέας ν. Σωτήρη Σάββα, Ποιν. Έφ. 202/21, ημερ. 17.2.2022, ECLI:CY:AD:2022:D116).

 

        Η έξαρση η οποία δυστυχώς παρατηρείται σε αυτής της φύσης τα αδικήματα τα οποία έχουν καταστεί χαίνουσα πληγή και μάστιγα της κοινωνίας, δικαιολογώντας την επιβολή ιδιαίτερα αυστηρών ποινών για σκοπούς αποτροπής. Στην υπόθεση Robert  Cionel Clarson  ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 38/22, ημερ. 27.10.2022, ECLI:CY:AD:2022:B411, λέχθηκαν τα εξής:

 

          «Οι υποθέσεις αυτής της φύσεως και γενικά οι υποθέσεις σεξουαλικών αδικημάτων και μάλιστα με θύματα παιδιά δεν βρίσκονται μόνο σε έξαρση, δεν αποτελούν απλώς αδικήματα που δεσπόζουν στο εγκληματικό στερέωμα της Κύπρου, αλλά έχουν πλέον εξελιχθεί σε πρωτοφανή μάστιγα.  

 

          Η κατάσταση αυτή δημιουργεί υποχρέωση στα δικαστήρια για επιβολή ιδιαίτερα αποτρεπτικών και συνεπώς αυστηρών ποινών, με αποτέλεσμα οι προσωπικές περιστάσεις να είναι δευτερεύουσας και η εξατομίκευση της ποινής, όσο επιβεβλημένη κι αν είναι, να μην έχει αποφασιστικό ρόλο.  

 

          Ό,τι έχει σημαίνουσα σημασία είναι η προστασία των παιδιών και των θεμελιακών τους δικαιωμάτων από εγκλήματα αυτής της φύσης, τα οποία συνθλίβουν τον ψυχικό τους κόσμο και εξευτελίζουν την προσωπικότητα τους.  

          [...]

 

          Καθοριστική είναι η έντονη ανάγκη αποτροπής και ο τονισμός της αυστηρότητας που απαιτείται σε μια προσπάθεια να αντιμετωπιστεί το έγκλημα αυτής της φύσης.  Έγκλημα εναντίον του παιδιού, της κοινωνίας και του πολιτισμού». 

 

        Η μειωμένη σημασία των προσωπικών περιστάσεων σε σεξουαλικά αδικήματα κατά ανηλίκων ένεκα της ανάγκης επιβολής αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών, τονίστηκε επίσης στην Γ.Α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 178/2017, ημερ. 24.10.2018, ECLI:CY:AD:2018:B457.

 

        Είναι παγίως νομολογημένο ότι προηγούμενες αποφάσεις επιβολής ποινών δεν ενέχουν δεσμευτικό χαρακτήρα καθότι είναι αλληλένδετες με τη φύση και συνθήκες διάπραξης του εκάστοτε αδικήματος και τις προσωπικές συνθήκες του παραβάτη. Είναι όμως ενδεικτικές ως προς τον καθορισμό του μέτρου τιμωρίας συγκεκριμένων αδικημάτων και των παραμέτρων καθορισμού της ποινής (βλ. Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123, Δ.Β.Γ.Κ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 3/2022, ημερ. 29.2.2024).

 

        Το Κακουργοδικείο έλαβε υπόψη τις πιο πάνω αρχές στον καθορισμό της αρμόζουσας ποινής.

 

        Στην απόφαση γίνεται εκτενής αναφορά σε προηγούμενες αποφάσεις, ενδεικτικές της αυστηρότητας με την οποία τιμωρούνται τέτοιας φύσεως αδικήματα, αναλόγως πάντοτε των ιδιαίτερων περιστάσεων της εκάστοτε εγκληματικής συμπεριφοράς (βλ. Σ.Γ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 109/20, ημερ. 20.3.2021, ECLI:CY:AD:2021:D83, Γ.Α. ν. Δημοκρατίας, (ανωτέρω), Η.Ε. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 50/2018, ημερ. 8.4.2020, ECLI:CY:AD:2020:B120, Σ.Λ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 155/2019, ημερ. 25.2.2021, ECLI:CY:AD:2021:B57, Ν.Σ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 99/2021, ημερ. 11.5.2022, ECLI:CY:AD:2022:B183). Ως επιβαρυντικοί παράγοντες προσμέτρησαν το ότι ο Εφεσείων ήταν συμβίος της μητέρας της παραπονούμενης, ζούσαν στο ίδιο σπίτι και υπήρχε σχέση πλήρους εμπιστοσύνης. Προκειμένου δε να διαπράξει τις απαράδεκτες και έκνομες πράξεις του χρησιμοποιούσε διάφορες «τεχνικές όπως ο φόβος, η τιμωρία και το δόλωμα των εικόνων ή των βίντεο». Επισημαίνεται στην απόφαση το μέγεθος και το βάρος της προσβολής, όπως και οι επιπτώσεις στην προσωπικότητα της ανήλικης, η οποία υπέστη μετατραυματική διαταραχή, σύμφωνα με την αποδεκτή μαρτυρία της κλινικής ψυχολόγου (Μ.Κ.7). Σημασία προσδόθηκε επίσης στη μεγάλη διαφορά ηλικίας μεταξύ της ανήλικης και του δράστη (36 ετών).

 

        Το Κακουργοδικείο έλαβε υπόψη στην απόφαση του ότι ο Εφεσείων είναι άτομο λευκού ποινικού μητρώου και τις προσωπικές και οικογενειακές του περιστάσεις όπως διατυπώνονται στην έκθεση του γραφείου ευημερίας και τονίστηκαν από τον συνήγορο του, με έμφαση στα δύσκολα παιδικά του χρόνια και την αλλαγή των προσωπικών του συνθηκών από τη διάπραξη των αδικημάτων, καθότι  τα προηγηθέντα 2,5 χρόνια συμβίωνε με άλλη γυναίκα την οποία αρραβωνιάστηκε προ  7 μηνών (τότε). Σε σχέση με τη διαφοροποίηση των προσωπικών περιστάσεων, το Κακουργοδικείο παραπέμπει στην Κ.Χ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 272/2017, ημερ. 26.9.2029, όπου ελέχθη ότι «οι προσωπικές περιστάσεις, έστω και διαφοροποιημένες μετά τη διάπραξη του αδικήματος, είναι ήσσονος σημασίας στην επιμέτρηση της ποινής, δεδομένης της σοβαρότητας τέτοιων αδικημάτων που διαταράσσουν πλήρως και ενίοτε ανεπιστρεπτί τον ψυχικό κόσμο του θύματος».

 

        Περαιτέρω εκρίθη δικαιολογημένο πρωτοδίκως να ληφθεί υπόψη ως μετριαστικός παράγοντας η  εξωδικαστηριακή τιμωρία του καθότι δυνάμει του Άρθρου 22 του Ν.91(Ι)/2014, το όνομα και τα στοιχεία του θα τοποθετηθούν σε αρχείο το οποίο διατηρεί η Αστυνομία, τα οποία διαβιβάζονται σε άλλα Κράτη Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν θα μπορεί να εργοδοτηθεί σε χώρο όπου δυνατόν να έχει επαφές με παιδιά περιλαμβανομένων χώρων ξενοδοχείων και εστιατορίων, και δεν θα μπορεί να παρουσιάσει πιστοποιητικό λευκού ποινικού μητρώου, το οποίο απαιτείται στον τομέα της τουριστικής βιομηχανίας, με αποτέλεσμα να δυσκολεύεται στην επαγγελματική του αποκατάσταση. Σε σχέση με την εξωδικαστηριακή τιμωρία ως μετριαστικό παράγοντα το Κακουργοδικείο άντλησε καθοδήγηση από την υπόθεση Αστυνομίας ν. Α.Α. κ.ά., Ποιν. Έφ. 4/21 κ.ά., ημερ. 1.7.2021.

 

        Με κάθε σεβασμό υπάρχει σαφής διαφοροποίηση των γεγονότων της εν λόγω υπόθεσης στην οποία η εξωδικαστηριακή τιμωρία σχετιζόταν με την κοινωνική χλεύη και διασυρμό των εφεσιβλήτων ένεκα της διάπραξης των συγκεκριμένων αδικημάτων. Εν προκειμένω (i) η τοποθέτηση του ονόματος του Εφεσείοντος σε αρχείο το οποίο διατηρεί η Αστυνομία, (ii) ότι συνεπεία τούτου με βάση τα διαλαμβανόμενα στο Άρθρο 22(6) δεν θα μπορεί να εργοδοτηθεί σε «επαγγελματικές ή οργανωμένες δραστηριότητες ή δραστηριότητες εθελοντικού χαρακτήρα, οι οποίες περιλαμβάνουν τακτικές επαφές με παιδιά», και (iii) η υποχρέωση βάσει του Άρθρου 20 του ιδίου Νόμου, για κοινοποίηση και ενημέρωση άλλων Ευρωπαϊκών Κρατών για τα στοιχεία που αναφέρονται στο Άρθρο 22, εφαρμόζονται δια νόμου συνεπεία της επιβολή ποινής. Δεν συνιστούν επομένως εξωδικαστηριακή τιμωρία. Ωσαύτως η διαταγή η οποία εκδίδεται από το Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 14(1) δεν συνιστά εξωδικαστηριακή τιμωρία αλλά μέρος της ποινής.

 

        Τούτων λεχθέντων το εν λόγω σφάλμα δεν επενεργεί κατά τρόπον που να καθιστά την ποινή έκδηλα ανεπαρκή, λαμβανομένου υπόψη του βαθμού και της έκτασης της εγκληματικής συμπεριφοράς στην παρούσα.

 

        Στην επιμέτρηση της ποινής το Κακουργοδικείο προσμέτρησε και στάθμισε όλους τους μετριαστικούς παράγοντες στους οποίους όμως προσέδωσε μειωμένη σημασία εν όψει της ανάγκης για την επιβολή αυστηρής και αποτρεπτικής ποινής. Δεν συμφωνούμε ότι δεν δόθηκε η δέουσα σημασία ή ότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στους μετριαστικούς παράγοντες. Σε σχέση με το ύψος της ποινής ο συνήγορος του Εφεσείοντος επικαλείται τις υποθέσεις Δημοκρατία ν. Ο.Ο., Ποιν. Έφ. 351/2018, ημερ. 20.1.2020, ECLI:CY:AD:2020:B23, Κ.Χ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 272/2017, ημερ. 26.9.2019, ECLI:CY:AD:2019:B397, και Σ.Γ. ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω). Στην Ο.Ο. (ανωτέρω) η επιβληθείσα ποινή 4 ετών μετά από ακροαματική διαδικασία, για σεξουαλική κακοποίηση 14χρονης με νοητική στέρηση από 46χρονο (μέρος του συγγενικού περιβάλλοντος), κρίθηκε ως έκδηλα ανεπαρκής και αυξήθηκε σε 7 έτη. Η σεξουαλική κακοποίηση συνίστατο, μεταξύ άλλων, σε διείσδυση του δακτύλου του καταδικασθέντος στο αιδοίο της ανήλικης.  Η ανήλικη υπέστη μετατραυματικό στρες. Στην Κ.Χ. (ανωτέρω) επικυρώθηκε 7ετής ποινή φυλάκισης επιβληθείσα σε εκπαιδευτικό ο οποίος παρέδιδε ιδιαίτερα μαθήματα σε κορίτσι ηλικίας 7-8 ετών και το κακοποίησε σεξουαλικά με την  εισχώρηση του δακτύλου του στο αιδοίο του, χάιδεμα των γεννητικών της οργάνων, εξαναγκασμό να χαϊδεύει το πέος του δράστη μέχρι να εκσπερματώσει και φίλημα στο στόμα του κοριτσιού. Στην Σ.Γ. (ανωτέρω) στην οποία ο Εφεσείων δίνει ιδιαίτερη έμφαση, επικυρώθηκε 7ετής ποινή φυλάκισης μετά από παραδοχή σε 53 κατηγορίες σεξουαλικής κακοποίησης της παραπονούμενης η οποία κατά τους χρόνους τέλεσης των αδικημάτων ήταν 5 - 14 ετών και ο εφεσείων 14 - 23 ετών. Οι κατηγορίες αφορούσαν 46 περιστατικά κατά τα οποία ο Εφεσείων προέβαλλε πορνογραφικό υλικό στην παραπονούμενη στον ηλεκτρονικό υπολογιστή, τη χάιδευε στο στήθος και τα γεννητικά όργανα, άγγιζε το γεννητικό του όργανο στα δικά της, και την εξανάγκαζε να του αγγίξει τα δικά του όργανα και να του κάνει πεοθηλασμό. Το θύμα διαγνώστηκε με μετατραυματική διαταραχή και παρουσίασε καταθλιπτικά συμπτώματα.

 

        Επισημαίνεται στη Σ.Γ., ότι σε περίπτωση μη παραδοχής η κατάλληλη ποινή θα ήταν αυτή των 10 χρόνων που επιβλήθηκε στην Η.Ε. ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω). Η εν λόγω υπόθεση η οποία αναφέρεται στην απόφαση του Κακουργοδικείου, αφορούσε έντεκα περιπτώσεις σεξουαλικής κακοποίησης της θετής κόρης του Εφεσείοντος. Όταν άρχισε η κακοποίηση η ανήλικη ήταν ηλικίας 12 ετών οπόταν ο Εφεσείων άρχισε να την χαϊδεύει, να την χουφτώνει, να την φιλά, και όταν έγινε 13 ετών άρχισε να πηγαίνει στο δωμάτιο της τα Σαββατοκύριακα που η μητέρα της είχε βάρδια, και να την παίρνει «κουβαλητή» στο κρεβάτι του, όπου πάνω από τα ρούχα την αγκάλιαζε σφικτά και έτριβε το γεννητικό του όργανο πάνω της. «Στη συνέχεια όμως, η κατάσταση «εξελίχτηκε» αφού ο εφεσείων, επιπρόσθετα από το να την αγκαλιάζει σφικτά και να τρίβεται πάνω της, της άνοιγε τα πόδια και «έπαιζε» με το γεννητικό της όργανο το οποίο χάιδευε σε συγκεκριμένο σημείο μέχρι που να «τελειώσει». Η ανήλικη παρουσίασε συμπτωματολογία μετατραυματικού στρες.

 

        Δεν συμφωνούμε ότι τα γεγονότα της Σ.Γ., είναι σοβαρότερα από αυτά της παρούσας υπόθεσης. Εν προκειμένω υπήρχε πολύ μεγαλύτερη ηλικιακή διαφορά και εκμετάλλευση σχέσης εμπιστοσύνης, γλείψιμο γεννητικών οργάνων της ανήλικης και εξαναγκαστική πεολειχία υπό συνθήκες έντονης άσκησης βίας. Προσέτι δεν υπήρξε παραδοχή ως ένδειξη έμπρακτης μεταμέλειας και αποφυγής έκθεσης του θύματος και των οικείων του στη ψυχική δοκιμασία της δίκης και αναβίωση των τραυματικών γεγονότων, το οποίο αμείβεται με ανάλογη έκπτωση στην ποινή (βλ. Λευκαρίτης ν. Δημοκρατίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 1165).

 

        Δεν διαπιστώνουμε κανένα στοιχείο έκδηλης υπερβολής ή έκδηλης ανεπάρκειας στην επιβληθείσα ποινή. Το Κακουργοδικείο καθόρισε την ποινή μετά από συνεκτίμηση όλων των σχετικών παραγόντων λαμβάνοντας υπόψη το μέτρο που οριοθετεί η νομολογία για τέτοιας φύσης αδικήματα, δίνοντας την ανάλογη έμφαση στο στοιχείο της αποτροπής.

 

        Στη βάση όλων των πιο πάνω τόσον η έφεση κατά της καταδίκης όσον και οι εφέσεις κατά της ποινής απορρίπτονται.

 

 

 

                                                                            Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

 

                                                                            Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

 

                                                                            Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο